οὐδὲν τυγχάνει , ἀστήρικτον δ ' ὑπάρχει καὶ ὑπὸ μηδενὸς βοηθούμενον ἀμφίβολον τὴν χρῆσιν ἔχει καὶ ὀλισθηράν . καὶ γὰρ | ||
. ἀδύνατον γὰρ ἢ οὐ ῥᾴδιον τὰ καλὰ πράττειν μὴ βοηθούμενον τοῖς ἔξωθεν . πολλὰ γὰρ τῶν ἀρίστων πράττεται διὰ |
ἑαυτὸν ἄξιον . ἡ δὲ τοιαύτη καθ ' ἡμέραν παρακολούθησις θεοειδὲς ἄγαλμα τὸν χρώμενον ἀποτελεῖ , προσθήκαις καὶ ἀφαιρέσεσι πρὸς | ||
τὸ δὲ ἀποφαίνειν ὅτι ἰσχυρόν τί ἐστιν ἡ ψυχὴ καὶ θεοειδὲς καὶ ἦν ἔτι πρότερον , πρὶν ἡμᾶς ἀνθρώπους γενέσθαι |
βόρβορον . λιχμάζοντα : ἐσθίοντα , τρώγουσιν . ἰσχανόωντα : χρῄζοντα , μεταλαμβάνοντα , ἐπιλαμβανόμενα ἢ ἐπιθυμοῦντα . Πέπταται : | ||
: αἱ γὰρ μεγάλαι δυνάμεις καὶ τὰ μείζονα κατορθώματα ὕμνων χρῄζοντα σκότον καὶ ἀφάνειαν ἔχουσιν . ἢ οὕτως : αἱ |
ἢ τὴν κατηγορίαν ἐκβάλλειν : διὰ τοῦτο ἡ τέχνη τοῦτο παραμυθουμένη ἐφεῦρε τὴν εὐθυδικίαν : τίς δὲ αὕτη καὶ ὅπως | ||
τι ἐστὶν ἢ δουλεύειν ; λέγει δὲ καὶ ἡ Πυθία παραμυθουμένη Κροῖσον τὸν Λυδὸν αἰχμάλωτον ὄντα παρὰ Κύρῳ τῷ Πέρσῃ |
πρόσωπον φεύγειν καὶ κατακρημνίσαι ἑαυτόν . Τῶν θαλαττίων δὲ ζῴων ἡμερώτατον εἶναι δελφῖνα : καὶ γὰρ πρὸς παῖδας ἐρωτικῶς ἔχειν | ||
σαυτῷ διαλέξῃ : Πελάγιον δὲ τουτονὶ γνοὺς ἐγνωκὼς ἔσῃ τὸν ἡμερώτατον Σύροις . ἐπαινῶ δὲ ἐντεῦθεν αὐτόν , οὐχ ὡς |
ᾧ οὐ δύναταί τις ὁμιλεῖν διὰ τοῦ θορύβου . οὐχ ὁμιλητὸν ] ἀνυπόστατον . οὐχ ὁμιλητὸν θράσος ] ἀλόγιστος ὁρμὴ | ||
πολεμίους θρασυνθῆναι . . . εὐεστοῖ ] εὐτυχίᾳ . . ὁμιλητὸν ] φορητὸν , ὑπομονητόν . . κρατοῦσα ] εὐτυχής |
Πύρρος ἐκ ταύτης καὶ Ἀχιλέως ἐγένετο . μετὰ δὲ τὸ σφαγῆναι αὐτὴν παρέθετο ὁ Ἀχιλεὺς τὸν παῖδα τῇ Δηιδαμείᾳ ἐν | ||
ἀφ ' οὗ τὸ γένος ἦν , ἐπ ' αὐτῷ σφαγῆναι , καὶ μηδὲ τοῦτο εἰργάσθαι μηδένα τῶν ἀφανῶν , |
ἐδήλου τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν κακίαν : διὰ μὲν τῆς ἀμόρφου τὴν κακίαν , διὰ δὲ τῆς εὐμόρφου τὴν ἀρετὴν | ||
καλά : ἤγουν σὺ μὴ καλὸς ὢν καλὸς φαίνῃ . ἀμόρφου σου ὄντος ἐρᾷ ἡ Γαλάτεια . τῷ δ ' |
; φλυαροῦσι δὲ ἄλλως οἱ δυνάμεως ἀοράτου τὰ πάντα φάσκοντες ἐξῆφθαι , ἣν πρυτανεύειν τῶν κατὰ τὸν κόσμον ἀνθρωπείων τε | ||
[ τὰ ] πλείονα , ἐπεί τοι τὸ πανταχοῦ κώδωνας ἐξῆφθαι λίαν σοφιστικόν . ἀλλὰ μὴν καὶ τοὐναντίον τὰ ἐκ |
ἀμφαγαπῶντες : περισσῶς . ἐκ δ ' ἐγέλασσε : τὸ ἄθυμον δηλοῖ καὶ τὸ ἀόργητον τοῦ Διός . * Ἥφαιστον | ||
; Κακῶν γυναικῶν ἔργα καὶ θήλεια φρὴν ποεῖ μ ' ἄθυμον περιπατεῖν ἄνω κάτω . Τί φῄς ; Τί φῄς |
ἔχῃ βίον , ἢ χῆνα πλατυγίζοντα καὶ κεχηνότα , ἢ στρουθόν , ἢ πίθηκον , ἐπίβουλον κακόν . κακὸς κακῶς | ||
ποιῆσαι . σοῦ σοῦ : ἀποσοβοῦσι τὸν γέροντα ὡς ⌈ στρουθόν [ στρουθίον ] ⌈ † σοῦ † , ὡς |
ἕτεραι : χρὴ δ ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ . πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος , βουλαῖσι δὲ | ||
καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ' ἄνθε ' Ἀφˈροδίσια . φυᾷ δ ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν λαχόντες ὁ μὲν τά |
ὀλλύμενον . ἐῤῥίγασι : φοβοῦνται . Θαῦμα δέ : ἄρσην ὕαιναν δεικνύει θῆλυν χρόνος , ἐκ θήλεος δ ' αὖ | ||
οὐ γὰρ δυνατὸν κύνα καὶ πίθηκον , λύκον τε καὶ ὕαιναν ἀλλήλοις συμμιγῆναι , οὐδὲ βούβαλον ἐλάφῳ : ἑτερογενῆ γὰρ |
δὲ τοῦ προοιμίου εὔχεται ἀεὶ τὴν Ἱμέραν ἐλευθέραν εἶναι καὶ ἀνυπότακτον ἄλλοις . φανερὸν δὲ ὅτι καὶ διὰ τοῦτο τὴν | ||
τῶν ὁμοίων καὶ αὗται . Ἐλευθεριώτερος Σπάρτης : διὰ τὸ ἀνυπότακτον καὶ γενναῖον φρόνημα . Διὸ οὐδὲ τειχισθῆναι λέγει τὴν |
βαθεῖ , πήραν ἐξημμένον καὶ τριβώνιον ἀμπεχό - μενον , ὀργίλον , ἄμουσον , τραχύφωνον , λοίδορον , μηνύειν ἐπὶ | ||
, περὶ ἀναιδείας καὶ βδελυρίας : ὁπότε δὲ ἀγνώμονα καὶ ὀργίλον , ἀγνωμοσύνης καὶ ὀργῆς ἀποτρέπειν . καὶ ἐπὶ τῶν |
μνησάμεναι Δηοῖ πολυωπέας ἤνυσαν ὄμπας βοσκόμεναι θύμα ποσσὶ καὶ ἀνθεμόεσσαν ἐρείκην . δήποτε δ ' ἢ ῥοδέοιο νέον θύος εὔτριχι | ||
νομὸν στείβουσι δράκοντε . λάζεο δ ' ἀνθεμόεσσαν ἄφαρ τανύφυλλον ἐρείκην , ἥν τε μελισσαῖος περιβόσκεται οὐλαμὸς ἕρπων : καὶ |
ἀνθρώποισιν ὡς μέγ ' εἶ κακόν . Ἐπιχαρμοῦ Κωμικοῦ : Φύσις ἀνθρώπων ἀσκοὶ πεφυσωμένοι : ἀνδρῶν δέ γε ? ? | ||
, ἥρωες : ἡ λύρη γάρ μόνους ἔρωτας ἄιδει . Φύσις κέρατα ταύροις , ὁπλὰς δ ' ἔδωκεν ἵπποις , |
παῖς ἡβάσκων , ἡλικιώτης τοῦ θεοῦ , συναθύρων αὐτῷ καὶ συντρεφόμενος : ὁ δὲ τέως μὲν ὑπὸ ἀσθενείας ἦν τιθασός | ||
ἄρτι ἡβάσκων , ἡλικιώτης τοῦ θεοῦ , συναθύρων αὐτῷ καὶ συντρεφόμενος : ὁ δὲ τέως μὲν ὑπὸ ἀσθενείας ἦν τιθασός |
κρότωνος συμμίγδην πετάλοισι μελισσοφύτοιο δασείης , ἠὲ καὶ ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον ἔρνος ἥ θ ' Ὑπεριονίδαο παλινστρέπτοιο κελεύθους τεκμαίρει γλαυκοῖσιν | ||
, ἐπίκλησιν δὲ Λοκροῦ . μάτρωος δ ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν : ἡσθεὶς οὖν ἐκάλεσεν αὐτὸν τοῦ πρὸς μητρὸς |
σκύλακι κελεῦσαι αὑτὸν περικαθᾶραι . μαινόμενον δὲ ἰδὼν ἢ ἐπίληπτον φρίξας εἰς κόλπον πτύσαι . Ἔστι δὲ ἡ μεμψιμοιρία ἐπιτίμησις | ||
φυσικῇ μανίᾳ πληγεὶς τόν τε αὐχένα σιμώσας καὶ τὴν κόμην φρίξας , ὄρθιον ἀρθεὶς τῆς ἕδρας αὐτὸν ἀπεβάλετο , καὶ |
: . . . ὡς δὲ Ἀπολλόδωρος , ἀπὸ τοῦ διιστᾶν τοὺς δακτύλους καὶ διέχειν . . . . ̈ | ||
διαφορὰς τὰς πρὸς ἕκαστον τοῦ προκειμένου τὸν διὰ τοῦ ὁρισμοῦ διιστᾶν αὐτὸ τῶν ἄλλων ἐθέλοντα , δῆλον . εἰ γὰρ |
γενέσθων : φροντίδων ἤδη πάντα πλέα καὶ ἐξοίχεται τὸ νεοτήσιον σκίρτημα ἐκ τῆς γνώμης καὶ τὸ πρόσωπον οὐκέτι τὸ αὐτό | ||
ἐπὶ μελαίνῃ τῇ κεφαλῇ , ἀπαξιοῖ δὲ τὸν ταῦρον : σκίρτημα γὰρ ὑποφαίνει κόρης δή τινος ὑποφευγούσης ἐραστοῦ ὕβριν . |
λαμβάνειν , ὁ δὲ τεττάρων μνῶν πάνυ σμικρολόγος ὢν Γλαυκίαν ἐπέραστον ἐργάζεται . ” “ Γελοῖα ποιεῖς , ” ἔφη | ||
: ἀντὶ τοῦ : τῷ Πανὶ τὴν σύριγγα τῶν ἀγροίκων ἐπέραστον κτῆμα Θεόκριτος ἀνέθηκεν ὁ Σιμίχου παῖς . τυφλοφόρους δὲ |
, καὶ διέφθειρεν τὸν παῖδα : ἡ δὲ δύστηνος Αἰγυπτία ἐμακάριζεν τὸν υἱὸν τοῦ θανάτου , ὡς γενόμενον δῶρον ἐφεστίῳ | ||
, ἐδημηγόρει ἐπὶ βωμόν τινα ὑψηλὸν ἀναβὰς καὶ τὴν πόλιν ἐμακάριζεν αὐτίκα μάλα δεξομένην ἐναργῆ τὸν θεόν . οἱ παρόντες |
δὲ παρὰ Προμηθέα καὶ ὀφθεὶς ὑπ ' αὐτοῦ , οἰκτείρει ἱκετεύοντα καὶ κτείνει τὸν ἀετόν , ὃς αὐτοῦ τὸ ἧπαρ | ||
γενόμενον καὶ μὴ δυνάμενον τὴν γλῶτταν κινῆσαι , νεύμασι δὲ ἱκετεύοντα συνεπιλαβέσθαι αὐτῷ , αὐτοῦ που μένειν τοῦτον παρεκελεύσατο τέσσαρσι |
. . . κεῖται , γυναικὸς τῆσδε λυμαντήριος , Χρυσηίδων μείλιγμα τῶν ὑπ ' Ἰλίῳ : ἥ τ ' αἰχμάλωτος | ||
καὶ οἱ Ἀλεξανδρεῖς : καὶ μορέης , ἣ παισὶ πέλει μείλιγμα νέοισι , πρῶτον ἀπαγγέλλουσα βροτοῖς ἡδεῖαν ὀπώρην . Φαινίας |
ἄλλοις ἐπ ' Ἀρχεμόρου εἴρηκεν : ἰοστεφάνου γλυκεῖαν ἐδάκρυσαν ψυχὰν ἀποπνέοντα γαλαθηνὸν τέκος . Κλέαρχος δ ' ἐν τοῖς περὶ | ||
, ἐπ ' ἄκρῳ δὲ κορύμβια δριμύ τι μετέχον εὐωδίας ἀποπνέοντα . Πολυπόδιον φύεται ἐν πέτραις βρύα ἐχούσαις καὶ ἐν |
ἐπιτρέψας σφετέρου βιότοιο φυλάσσειν . ὡς δὲ πάϊς γενετῆρα παλαίτερον ἀμφαγαπάζει , φροντίσι γηροκόμοισιν ἀπὸ θρεπτήρια τίνων , τὸν δ | ||
ποθέει τέκος , ἠδ ' ἑκάτερθε γλώσσῃ λιχμάζων φίλιον γόνον ἀμφαγαπάζει : ἄρσενα δ ' εἴ μιν ἴδοι , τότε |
πραγμάτων ἡμᾶς ἄν ποτε σφήλειε οὔτε τὸ ταπεινὸν αὐτὸ καὶ χαμαιπετὲς τοῦ θείου τὴν ἐπιμαρτυρίαν ἀρνεῖται . ἀλήθεια γὰρ καὶ | ||
παρ ' ἑαυτοῦ πρέπει ἔρχεσθαι . ἅβρυνε ] καλλώπιζε . χαμαιπετὲς βόαμα ] μὴ ὡς βαρβάρῳ μοι κέλευε θρύπτεσθαι . |
ἢ τῆς δεινῆς καὶ ὀργίλης . * ἀμυδρῆς : ἀσθενοῦς ἴκτις δὲ ἡ λεγομένη ἀγρία γαλῆ : καὶ Ὅμηρος κρατὶ | ||
. καὶ ὁ μὲν ἰχνεύμων ἄνδρας σημαίνει , ἡ δὲ ἴκτις γυναῖκας . Θεὸς εἴ τις ὑπολάβοι γενέσθαι , ἱερεὺς |
τὴν διάφορον ἑκατέρου φύσιν εἰς μάχην παροξύνας . Πρότερον μὲν εἴκοντα τὸν ἥλιον Ποσειδῶνι παρεισάγει , νῦν δὲ τὴν ὑγρὰν | ||
. μᾶλλον δὲ αὐτὸς πρὸ τῶν ἄλλων οἶδά σε ἀμείνοσιν εἴκοντα , καὶ διαφερόντως τὴν ἀρετήν τε καὶ φιλοσοφίαν τιμῶντα |
τάων ἥν κ ' ἐθέλῃσι φίλην ἀνάεδνον ἀγέσθω . ” ἀνήνορα ἄνανδρον : “ μή μ ' ἀπογυμνωθέντα κακὸν καὶ | ||
ἀνήνορα ἄνανδρον : “ μή μ ' ἀπογυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θείης . ” ἀναύδῳ ἀφώνῳ : “ καθέζετ ' |
δὲ αἱμύλον , καὶ εὔστοχον , καὶ εὔκαιρον , καὶ ἀγχίνουν , καὶ ἀφελῆ , καὶ ἀπερίεργον , καὶ ἁπλοῦν | ||
κατὰ δύναμιν τῶν χειρῶν τὰς εὐχαρίστους ὁμολογίας ποιεῖσθαι , τὸν ἀγχίνουν ἀνάθημα ἀνατιθέντα τὸ συνετὸν καὶ τὸ φρόνιμον , τὸν |
αἰσθητὸν ἐγείρουσα καὶ συνέχουσα καὶ κοσμοῦσα καὶ τάττουσα , ὥστε ἑκοῦσαν ἑκόντι τῷ Δημιουργῷ διακονεῖν πρὸς τὸ μὴ ἀτελὲς διαμένειν | ||
; ἀλλ ' ἐγώ ς ' ἕδρας ἐκ τῆσδ ' ἑκοῦσαν ἐξαναστήσω τάχα : τοιόνδ ' ἔχω σου δέλεαρ . |
ἀντίξουν τούτῳ ἐστὶ πάντη ὂν ἄρρητον , καὶ οὐδεμιᾶς λαβῆς ἀνεχόμενον : τὸ δὲ ἐν μέσῳ καὶ τούτου τὸ μὲν | ||
εὐπειθῆ μοι τὸν πατέρα παρεῖχον ἄχρι τῆς ἕω καὶ πενιχρᾶς ἀνεχόμενον νύμφης . μέσος οὖν γεγονὼς αἰσχύνης καὶ πόθου , |
εἶναι , τῶν δὲ διὰ τὸ καίπερ θήλειαν οὖσαν ἥκιστα θηλύτητος καὶ ἐκλύσεως μετέχειν τὴν Ἀθηνᾶν : [ ἄλλοι δὲ | ||
ἀπογεύονται νύκτας ἐπὶ τούτοις διηγούμεναι καὶ τοὺς ἑτερόχρωτας ὕπνους καὶ θηλύτητος εὐνὴν γέμουσαν , ἀφ ' ἧς ἀναστὰς ἕκαστος εὐθὺ |
τὸ φῶς ὥσπερ πρηστῆρα . σχῆμα δὲ αὐτοῦ οἳ μὲν δισκοειδές , Ἡράκλειτος δὲ σκαφοειδές , Στωϊκοὶ δὲ σφαιροειδὲς εἶναι | ||
. σχῆμα δὲ αὐτῆς οἳ μὲν σφαιροειδές , οἳ δὲ δισκοειδές . κατὰ μῆνα δὲ ἐκλείπει , ὡς μὲν Ἡράκλειτός |
δρυὸς καθήμενον βαλὼν διαφθερεῖ . λέοντα ταύρῳ : ταύρῳ τῷ Λυγκεῖ διὰ τὸ ὀξυδερκές . σιγύμνῳ : τοῦ Λυγκέως ὁ | ||
οὐ πόρρω τρόπαιον ἕστηκε , Πολυδεύκην δὲ ἀναστῆσαί φασιν ἐπὶ Λυγκεῖ : καί μοι [ κἀμοὶ ] καὶ τοῦτο ἀποφαίνει |
† . ἰαχείτω δὲ γᾶ Κυκλωπία , σίδαρον ἐπὶ κάρα τιθεῖσα κούριμον , πήματ ' οἴκων . ἔλεος ἔλεος ὅδ | ||
, μόλις σὺ πάσχεις : φιλέεις ἅπαντα παίζειν κραδίαις φλόγας τιθεῖσα : τὸ δίκης σέβας σε βάλλει . Φορέεις ἄπιστον |
: παροιμία , Ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος καθεύδει . Ὕλαν κραυγάζειν : ἐπὶ τῶν μάτην βοώντων ἡ παροιμία εἴρηται . | ||
' ὧν βοᾶν , φωνεῖν , λαλεῖν , φθέγγεσθαι , κραυγάζειν , κεκραγέναι , λέγειν . καὶ τὰ μὲν ἀπὸ |
: τῆς δ ' ἀποκεκαθαρμένης πύριος ὁ τύπος βλέπεται καὶ ἄχραντον καὶ ἀμιγὲς τὸ πῦρ , τό τε ἐγκραδιαῖον αὐτῆς | ||
ἀμόλυντον : παρὰ τὸ χραίνω χρανῶ ἥψατο , κατὰ συγκοπὴν ἄχραντον . ἢ τὸ μηδέπω ἐν χρείᾳ γεγονός ' . |
δὲ οὐχ εὑρετήν , τῆς δὲ φοινίκων εὑρέσεως πρὸς ἡμᾶς διάκτορον γεγενῆσθαι . . . Πυθόδωρος δὲ . . . | ||
: ἀπατηλόν : παραλογιστικόν : κλεπτικόν : τοῖς χρωμένοις . διάκτορον : τὸν διεξάγοντα καὶ ἀγγέλλοντα τὰ τῆς ψυχῆς ἐνθυμήματα |
ἢ αἰγὸς παρὰ τὴν κώμυθα : ἢ ἡ τὰς κόμας αἰθὰς ἔχουσα , τουτέστι ξανθάς : ἢ ἡ ἐγκύμων . | ||
ἢ αἰγὸς παρὰ τὴν κώμυθα : ἢ ἡ τὰς κόμας αἰθὰς ἔχουσα , τουτέστι ξανθάς : ἢ ἡ ἐγκύμων . |
] Λαμπρόν . Τοιαύτη γὰρ ἡ τῶν ἄστρων φύσις . Ἄστρον ] ἀντὶ ἀστέρα . Ἐρήμας δι ' αἰθέρος ] | ||
λόγου : ἰαινόμεθα γὰρ τῇ εὐηγήσει τῶν τοιούτων λόγων . Ἄστρον , παρὰ τὸ αἴθω : ἄστρον , ἀποβολῇ τοῦ |
. Βλαστάνει δὲ τὰ μὲν ἐκ τοῦ αὐτοῦ τὴν ῥίζαν ἀφιέντα καὶ τὸ φύλλον , τὰ δὲ ἑκάτερον ἐξ ἑκατέρου | ||
ἀέρος ἔφη τροχοειδῶς πεπιλημένα πυρὸς ἔμπλεα εἶναι ἀπό τινων στομίων ἀφιέντα τὰς φλόγας . Διογένης δὲ καὶ ἐμπίπτειν εἰς τὴν |
μέρος κτητικὸν ἦν , κτητικοῦ δὲ χειρωτικόν , χειρωτικοῦ δὲ θηρευτικόν , τοῦ δὲ θηρευτικοῦ ζῳοθηρικόν , ζῳοθηρικοῦ δὲ ἐνυγροθηρικόν | ||
ἀναφανδὸν ὅλον ἀγωνιστικὸν θέντας , τὸ δὲ κρυφαῖον αὐτῆς πᾶν θηρευτικόν . Ναί . Τὴν δέ γε μὴν θηρευτικὴν ἄλογον |
] τί τὴν τυραννίδ ' , ἀδικίαν εὐδαίμονα , τιμᾶις ὑπέρφευ καὶ μέγ ' ἥγησαι τόδε ; περιβλέπεσθαι τίμιον ; | ||
τῶν μετοίκων τιμώμενος . μεταβάλλεσθαι : τὸ μεταπιπράσκειν . μηδὲν ὑπέρφευ : Κρατῖνος ἐπὶ τοῦ μηδὲν ἄγαν . μάσθλης : |
εὔλογα . ἢ τί γὰρ παθὼν Εὐθύδημος ἄνδρα γέροντα παρώξυνεν ἀόργητον καὶ θυμοῦ κρείττονα , σκύφον οὕτω βαρὺν ἐν τῇ | ||
ἐκ δ ' ἐγέλασσε : τὸ ἄθυμον δηλοῖ καὶ τὸ ἀόργητον τοῦ Διός . * Ἥφαιστον δ ' ἐκέλευσε : |
πᾶς δῆμος ἀποσπώμενον προὔπεμψε , θαυμάζων τὸ ἐν τῇ παρεπιδημίᾳ κόσμιον καὶ σῶφρον , καὶ ἅμα οἰκτείρων τὴν τύχην . | ||
δὲ αἳ μὲν λάβρως αἳ δὲ κοσμίως , καὶ τὸ κόσμιον γενναιότερον τοῦ ἀκόσμου . ἀγαθαὶ δὲ ὅσαι μὴ κακόσιτοι |
τύχας τοῖς χρώμασιν : ἐρυθραίνεται μὲν γὰρ οἷα παρθένος : πορφύρεται δὲ οἷα βοῦς : καὶ λευκαίνεται δηλοῦν τὴν ἐν | ||
τύχας τοῖς χρώμασιν . ἐρυθαίνεται μὲν γὰρ οἶάπερ παρθένος , πορφύρεται δὲ οἷα βοῦς , καὶ λευκαίνεται , δηλοῦν τὴν |
γένοιτο φονεὺς θυγατρός , καὶ τῇ πατρίδι οὐχ ὁρῶν ἔτι ὑποῦσαν σωτηρίας ἐλπίδα , ἐπικατέσφαξεν ἑαυτὸν τῆς παιδὸς τῷ τάφῳ | ||
ἀλαμπῆ καὶ ἀνήλιον : συμβαίνει γὰρ μηδὲν ὁρᾶν διὰ τὴν ὑποῦσαν κίνησιν ἐν τοῖς ὄμμασιν ὑπὸ τοῦ φωτός . κἂν |
, κἂν μὴ τοιαῦτα τὰ πράγματα ἐν αὐτοῖς , ὅτι κακοῦργον οὐδὲν ἐπιφαίνουσιν ἐπὶ τῆς κατασκευῆς , ἀλλ ' εἰσὶν | ||
σὺν ὀποβαλσάμῳ ἐγχριομένη ὀξυωπίαν παρέχει . Ζμύραινά ἐστιν θηρίον θαλάσσιον κακοῦργον καὶ πονηρὸν καὶ ἀλέπιδον , ἔχον φολῖδας μελαίνας ἐν |
ἑλάνη . Σέλευκος δὲ γράβιόν φησι λέγεσθαι τὸ πρίνινον ἢ δρύινον ξύλον , ὃ ἐθλασμένον καὶ κατεσχισμένον ἐξάπτεσθαι καὶ φαίνειν | ||
ἐδάφεος , ὅπως ἂν μετρίως ἔχῃ : ἔπειτα οἷον στύλον δρύινον , τετράγωνον , πλάγιον παραβάλλειν ἀπολιπόντα ἀπὸ τοῦ τοίχου |
τὴν ἀρετὴν πᾶσιν τοῖς ἄλλοις ἴσην ἢ καὶ κρείττονα ἔργῳ ὑπολάβητε ; Στωικὸν δὲ δείξατέ μοι , εἴ τινα ἔχητε | ||
οὐρανῷ : οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον ἀποκεκρυμμένον ἄδικον . μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι |
βοτάνη εἰς τὴν ἀνοιχθεῖσαν νοσσιάν , ὑποκατάκλειε τῷ γεγλυμένῳ λίθῳ ἀκρόπτερον τοῦ πτηνοῦ καὶ τὴν καρδίαν καὶ κόκκον ἕνα τοῦ | ||
τῇ κεφαλῇ , ὑπόθες ῥίζιον τῆς βοτάνης καὶ τοῦ ὀρνέου ἀκρόπτερον τὸ εὐώνυμον . κατάκλειε δὲ εἰς λήνειον κρυσοῦν πλατύτερον |
ἔστι δήπου πολυχρονιώτατον ὡς ἐν ποδάγρᾳ τὸ τοῦ φλεγματικοῦ χυμοῦ ἔγγονον ῥεῦμα καὶ ὀδυνηρὸν μετρίως χαῖρόν τε τοῖς κατὰ δύναμιν | ||
Ἀλκμαιωνίδην , τὸν ἀπὸ γένους πολίτην , τὸν τῶν τυραννοκτόνων ἔγγονον , τυραννίδος ἐπιθυμῆσαι , τὴν δὲ νεότητα καὶ τὸ |
τὸ δ ' οὔπω . Ἄμπνευμα σεμνὸν Ἀλφεοῦ , κλεινᾶν Συρακοσσᾶν θάλος Ὀρτυγία , δέμνιον Ἀρτέμιδος , Δάλου κασιγˈνήτα , | ||
ἐπιστολὰς καὶ ἐγκλείοντες εἰς σκύτινα ἀγγεῖα καὶ οὕτω σφραγίζοντες . Συρακοσσᾶν τε καὶ Ὀρτυγίας : Ὀρτυγία νῆσος ταῖς Συρακούσαις παρακειμένη |
' ] κατὰ τοῦτο . ἀνδρὶ ] τῶι Ἀγαμέμνονι . φλεόντων ] πληθυνόντων , αὐξομένων . ἐπωιδὸν ] μειλικτικήν , | ||
ὄξος ] λείπει τὸ ὡς . γάγγαμον ] δίκτυον . φλεόντων ] φλυαρούντων . πρόστριμμα ] κακίαν . ἄτιμος ] |
, νόθη φρενῖτις ἡ τοιαύτη καλεῖται καὶ τὸ καλούμενον ἐργάζεται ἄγρυπνον κῶμα . Γνωρίσεις δὲ καὶ τὴν ἐξ ἐπιμιξίας γινομένην | ||
οὐδεμιᾶς ἄλλης πόλεως εἰκάσαι ; εἶτα τὸν οὕτως ὀξὺν καὶ ἄγρυπνον καὶ ἥδιστ ' ἂν εἶπον ὑπόπτερον τοῦτον ἢ αὐτὸν |
τοιοῦτόν ἐστιν ἡμῖν γε οὐ σαφές . Ἐπεὶ καὶ τὴν πάρδαλιν τοῖς μὲν ἄλλοις ἡδύ φασιν ὄζειν δι ' ὃ | ||
τις οὕτω δασκίοις ἐν οὔρεσιν ἀνὴρ λέοντ ' ἔδεισεν οὐδὲ πάρδαλιν μοῦνος στενυγρῆι συμπεσὼν ἐν ἀτραπῶι . θύννοισι τευθίς , |
τῶν τόπων Ἰδαίαν καὶ Δινδυμήνην καὶ Σιπυληνὴν καὶ Πεσσινουντίδα καὶ Κυβέλην [ καὶ Κυβήβην ] . οἱ δ ' Ἕλληνες | ||
Ἄττιν ἀνελόντος καὶ τὰ σώματα ἐκρίψαντος ἄταφα , φασὶ τὴν Κυβέλην διὰ τὴν πρὸς τὸ μειράκιον φιλοστοργίαν καὶ τὴν ἐπὶ |
. Τοῖς δ ' ἴσον : προσυπακουστέον : τοῖς πολύποσιν ὅρμημα , τοῖς πολύποσιν , λείπει ὅρμημα . οἶμα : | ||
καὶ νεύρων κατεσκευασμένος ὑπὸ τῆς φύσεως πρὸς τὸ τῆς ἀναπνοῆς ὅρμημα . μθʹ . Καρδία ἐστὶ νευρώδης καὶ μυώδης καὶ |
πόνοιο : τοῦ ἐν πολέμῳ ἔργου . . . . Φυλείδην τε Μέγητα . Φυλείδην τε Μέγην τε . . | ||
πολέμῳ ἔργου . . . . Φυλείδην τε Μέγητα . Φυλείδην τε Μέγην τε . . Κ Ν . . |
. Κεῖσο , κύον : σὲ γὰρ οὔ τι γοήσεται ἀμφιπεσοῦσα κουριδίη μετὰ παιδὸς ἀάσχετον ἀσχαλόωσα , οὐ τοκέες , | ||
ὑπὸ βλεφάροισι παρειάς . ὡς δὲ γυνὴ κλαίῃσι φίλον πόσιν ἀμφιπεσοῦσα , ὅς τε ἑῆς πρόσθεν πόλιος λαῶν τε πέσῃσιν |
πτήσσει ὀπωρινοῖο κυνὸς δριμεῖαν ὁμοκλήν , μίμνει δ ' ἐγκαταδὺς σκότιον μυχόν , οὐδὲ πάροιθεν ἔρχεται , ὅσσον ἄησιν ἐπὶ | ||
: καθείρξατ ' αὐτὸν ἱππικαῖς πέλας φάτναισιν , ὡς ἂν σκότιον εἰσορᾶι κνέφας . ἐκεῖ χόρευε : τάσδε δ ' |
φωλεύοντα τραφῇ βαθὺν ὁλκὸν ἐχίδνης ἰὸν ἀνικμαῖνον στομίων τ ' ἀποφώλιον ἄσθμα . κεῖνο κακὸν ζύμωμα τὸ δή ῥ ' | ||
τὸ φάρμακον αὐτῆς πνέον στομίων ] τῶν στομάτων καὶ τὸ ἀποφώλιον ἆσθμα , ὅ ἐστι χαλεπὸν ἆσθμα , τουτέστι τὴν |
ναυμαχοῦντας ἔσφηλεν . ὥστε οὐ κατὰ τὴν ἡμετέραν κακίαν τὸ ἡσσᾶσθαι προσεγένετο , οὐδὲ δίκαιον τῆς γνώμης τὸ μὴ κατὰ | ||
μὲν αἰδὼς ἦν τὸ δύο τέλεσιν οὖσιν δι ' ἑνὸς ἡσσᾶσθαι , τοῖς δὲ φιλοτιμία μόνοις τῶν δύο κρατῆσαι . |
κοινωνικῶν ἔργων ὠφελοῦνται , ἐπί τε οἴκῳ καὶ παντὶ πράγματι ἐπίχαριν ποιήσει τὸν χρόνον , καὶ ἀγορασμοὺς καὶ ἔμμουσα πράγματα | ||
δὲ δαιμονίως ἐνήρμοσε καὶ τοῦ Καλλισθένους τὴν ὁμιλίαν οὐδὲ ἄλλως ἐπίχαριν διὰ τὸ αὐστηρὸν οὖσαν προσδιέβαλε . λέγεται δέ ποτε |
τὴν πρᾶξιν , ἐν πυρὶ τὸν Παρμενίδου λόγον ὥσπερ χρυσὸν ἀκήρατον καὶ δόκιμον παρέσχε καὶ ἀπέδειξεν ἔργοις , ὅτι τὸ | ||
ὁπόσον ἀνθρώπειον εἶχε παρὰ τῆς μητρὸς καὶ καθαρόν τε καὶ ἀκήρατον φέρων τὸ θεῖον ἀνέπτατο ἐς τοὺς θεοὺς διευκρινηθὲν ὑπὸ |
θεωρούμενον καὶ εἰς ἓν ἄγον αὐτά , ἢ ὡς συμβεβηκότα προσειληφὸς καὶ ἐν ἑνὶ τῶν καθ ' ἕκαστα ὁλικῶς ὑφισταμένον | ||
, καὶ ὡς τὸ τεχθησόμενον καθαρὸν τεχθείη , μηδένα σπῖλον προσειληφὸς ἀπὸ τῆς ἐξ ὑστέρου δι ' αἰσχρότητα συνουσίας . |
θανάτου κατὰ τὸν παρ ' αὐτοῖς τεθέντα νόμον , τὸν ἐπιβάντα Ἀθηναίων τῇ νήσῳ ἄκριτον ἀποθνῄσκειν . ἦν δ ' | ||
ἐπιβούλους ἐργάσασθαι , ἐλαφρῷ ποδὶ ἐπὶ τὸν τράχηλον τῶν ἐχθρῶν ἐπιβάντα εἰπεῖν ἱκανὴν ἔχειν τιμωρίαν τῆς τοῦ ἀδελφοῦ ἀναιρέσεως , |
δώδεκα : αἱ δὲ ἄλλαι ζῶσι δεκατέσσαρα . τὸ δὲ μυθολογούμενον περὶ τοῦ τοῦ Ὀδυσσέως κυνός , ὡς εἴκοσιν ἔτη | ||
παραπλησίως δὲ τούτοις καὶ τὴν Μήδειαν ἐν τῷ τεμένει τὸν μυθολογούμενον ἄυπνον δράκοντα περιεσπειραμένον τὸ δέρος τοῖς φαρμάκοις ἀποκτεῖναι , |
' ἐν ταὐτῶι μίμνει κινεύμενος οὐδέν , οὐδὲ μετέρχεσθαί μιν ἐπιπρέπει ἄλλοτε ἄλληι . ἐκ γαίης γὰρ πάντα καὶ εἰς | ||
. τὸ δὲ τῆς αἰδοῦς καὶ τοῦ ἱμέρου , ὡς ἐπιπρέπει ἑκάστῳ , παρίημι λέγειν , σοφώτερον αὐτὰ τοῦ δημιουργοῦ |
ἐμμανές , τὸ δὲ πράως ἐρυθρὸν εὐφυές , εὐμαθές , ὀξυκίνητον . ταῦτα μὲν περὶ παντὸς τοῦ σώματος : κατὰ | ||
εἶναι , παχὺν τὸν ἰὸν ὄντα ἔπειτα δευόμενον τῷ ποτῷ ὀξυκίνητον γίγνεσθαι , ὑγρότερον ὡς τὸ εἰκὸς καθιστάμενον καὶ ἐπὶ |
εἴσω , μήτε ὄγκῳ , μήτε πόνῳ , μήτε χρώματι διάδηλον ἔξω ποιέειν : τὸ δὲ ἐναντίον κάκιστον : τινὰ | ||
γυνὴ ψαύσειε τῶν μητρέων κενεῶν ἐουσέων , οὐ γὰρ ἄλλως διάδηλον γίνεται . Ἢν δὲ ἴῃ τὰ καταμήνια ταύτῃσιν , |
τοῦτο δὲ ἦν μέλος τινὸς ποιητοῦ ἀρχαίου . τηλέπορόν ] μεγαλόφωνον , μακρόν . , μακρόθεν ἀκουόμενον . βόαμα ] | ||
ἀγνώμονας καὶ δεσπότας ἀηδεῖς καὶ ὄχλον διὰ τὸ βίαιον καὶ μεγαλόφωνον . ἀγαθὸν δὲ τούτους περᾶν , μάλιστα μὲν τοῖς |
μήτηρ αὐτοῖς παρῄνει μηδὲν ἄδικον ποιεῖν , ἵνα μή τινος μελαμπύγου τυχόντες δίκην δώσουσιν . Ἐφίσταται οὖν αὐτοῖς Ἡρακλῆς , | ||
δὲ θηρίων ὕβρις τε καὶ δίκη μέλει . μή τευ μελαμπύγου τύχηις . προύθηκε παισὶ δεῖπνον αἰηνὲς φέρων . πυρὸς |
ἐν Δινδύμοις τῆς Μιλησίας οἰκοῦντες Ξέρξῃ χαριζόμενοι τὸν νεὼν τοῦ ἐπιχωρίου Ἀπόλλωνος τοῖς βαρβάροις προύδοσαν , καὶ ἐσυλήθη τὰ ἀναθήματα | ||
, ἣ λέλογχεν ἐπισκοπεῖν ἀδελφάς , τὸν δ ' ἕτερον ἐπιχωρίου θεοῦ τινος ἢ δαίμονος Ἰανοῦ λεγομένου κατὰ τὴν ἐπιχώριον |
δριμέων βρωμάτων προσφορᾶς , καὶ ὑπό τινος ἐπιφορᾶς χυμῶν δριμέων ἐμφεροῦς τῇ κατὰ τῆς ἐπιφανείας γιγνομένῃ , ὑφ ' ἧς | ||
εὐμεγέθη : γίνεσθαι δὲ τὸν προειρημένον λίθον ἐκ κόγχης στρόμβῳ ἐμφεροῦς μεγάλῳ , νήχεσθαί τε κατὰ ἀγέλας τοὺς μαργάρους , |
βουλῇ τινων εὐγένειαν , οὓς ὑπώπτευεν οὐκ ἀνεξομένους μετὰ βασιλέα εὐγενέστατον τὴν ἀρχὴν μεταπεσοῦσαν ἐς ἄνδρα ἐξ ἰδιωτικοῦ καὶ ἀσήμου | ||
μετανάστην τουτονί , τὸν πάντων ἔρημον οἰκείων καὶ φίλων , εὐγενέστατον εἶναι , τῆς πρὸς θεὸν συγγενείας ὀρεχθέντα καὶ σπουδάσαντα |
. καὶ αὐτὸς δέ φησιν , ὡς Ἡρακλείδης ἱστορεῖ , μονήρη αὑτὸν γεγονέναι καὶ ἰδιαστήν . ἔνιοι δὲ καὶ γῆμαι | ||
μὲν συναγελαστικὰ καὶ φιλάλληλα , ὡς γέρανοι , τὰ δὲ μονήρη καὶ ἐχθρά , ὡς ἰκτῖνες καὶ τὰ ἄλλα , |
ὡς κλυστῆρος ἄσκωμα θαλασσίου ὕδατος καὶ Νειλαίου καὶ διὰ τοῦ ῥάμφους ἐνιείσης ἑαυτῇ ὄπισθεν . φησὶ δὲ καὶ Ἡρόδοτος ὁ | ||
τὰς πτέρυγας . ὅτι γηράσκων ἀποθνήσκει ὑπὸ λιμοῦ , τοῦ ῥάμφους αὐτοῦ τῷ χρόνῳ περιελισσομένου κἀντεῦθεν μὴ συγχωροῦντος τροφῆς αὐτὸν |
ἀσπάσασθε ] προσείπατε . πρέπει ] ἁρμόζει . κατασκάψαντα ] πορθήσαντα . τοῦ δικηφόρου ] τοῦ τὴν δίκην φέροντος . | ||
τὸν Τεῦκρον . δοθεῖσα : πυργοσκάφον λέγει τὸν Τελαμῶνα τὸν πορθήσαντα τὴν Τροίαν . ἱστορεῖ γὰρ Ἑλλάνικος ὅτι καὶ πρὸ |
κίνησιν : ὁ γὰρ ὕπνος διὰ τὴν τροφὴν ἀναγκαῖος , καθεύδοντα δὲ ἠρεμεῖ τὰ ζῷα καὶ οὐ κινεῖται ὑφ ' | ||
γὰρ ἐγρηγορότα φατέον ζῆν ἀληθῶς καὶ κυρίως , τὸν δὲ καθεύδοντα διὰ τὸ δύνασθαι μεταβάλλειν εἰς ταύτην τὴν κίνησιν , |
Αἰγίσθωι ἔμολεν ἡ ποινὴ τῶι ἀποκτείναντι δόλωι τὸν Ἀγαμέμνονα . ἔθιγε ] ἡ δὲ Διὸς θυγάτηρ ἡ Δίκη παρέστη ἐν | ||
ἔμολε δ ' ᾧ μέλει κρυπταδίου μάχας δολιόφρων ποινά : ἔθιγε δ ' ἐν μάχᾳ χερὸς ἐτήτυμος Διὸς κόραΔίκαν δέ |
χρὴ τάσδ ' ἐπιστολὰς φέρειν πρὸς Ἄργος ὅτι τε χρὴ κλύοντα σοῦ λέγειν . ἄγγελλ ' Ὀρέστηι , παιδὶ τἀγαμέμνονος | ||
ἀρχὰς δεσπότου στεναγμάτων ; ἰὼ τέκνον . καλεῖ τὸν οὐ κλύοντα δυστυχῆ γόνον . . . . . . . |
, ὅθεν καὶ ἵππους αὐτῷ ἀνετίθουν : ὁ γὰρ ἵππος ταχύτατον . μοί γε ] λέγε . , ὄμνυε . | ||
, οὐδὲ δυνατώτερον : αὐτὸ δὲ πάντων καὶ ἀπεριόριστον καὶ ταχύτατον καὶ δυνατώτατον . καὶ οὕτω νόησον ἀπὸ σεαυτοῦ , |
καὶ ἀκάκωτον , ἁπαλὴν ἔτι καὶ νέαν καὶ σφριγῶσαν , ἡνιόχησιν καὶ παιδείαν καὶ ἐπιστασίαν εὐμαρῶς δέξασθαι δυναμένην ψυχήν : | ||
παραχρῆμα εἰς δέον καθιστάμενος . μίαν μὲν οὖν λέγουσι ταύτην ἡνιόχησιν ἰσχυράν , οὐχ ὅλου φθειρομένου τοῦ παντός . πάλιν |
κύριον : ἐπίθετον Ἄρεος . λαοδάμας ] ἐπίθετον Ἄρεος . λαοδάμας ] ὁ τὸν λαὸν δαμάζων . Ξ λαοδάμας ] | ||
πόλεως . ἀναπαιστικὰ δίμετρα βʹ . μαινόμενος δ ' ἐπιπνεῖ λαοδάμας : Λαοδάμας κύριον : νῦν δὲ ὡς ἐπίθετον Ἄρεος |
ὁρῶν προσβλέψῃ δριμύ , καὶ ἐκείνη κατὰ τὴν ἑαυτῆς φύσιν ἰταμὸν ἀντιβλέψῃ , καί τι καὶ φύσημα ἐμπνεύσῃ ἑαυτῇ μὲν | ||
ταῖς λέξεσιν δὲ ἑτέραις ἐχρήσατο , % ὡς τὸ λείαν ἰταμὸν αὐτῆς ἐκφευξούμενος . % ἔφησε γὰρ μὴ εἰδέναι % |
ἀσχημάτιστον , ἀνενδεές , ἀνελλιπές , ἀσώματον , ἀόρατον , ἀχρώματον , ἀεικίνητον , αὐτοκίνητον , ἀείζωον , αὔταρκες αὑτῷ | ||
νοητὸν καὶ νῷ μόνῳ ληπτὸν , οὐδὲ τὸ ἀσχημάτιστον καὶ ἀχρώματον οὐδὲ τὸ ἀσώματον καὶ ἀναφές . ληʹ Ἐπεὶ ἐμέ |
τοῦτον ὁρᾶν ἅπαν καθαρόν τε καὶ γνήσιον τῆσδε τῆς γῆς βλάστημα , ποιητὴς ἂν εἴποι , καὶ μάλ ' ἐπανθοῦν | ||
χείρονος παράγειν ὑπομένων : εἰ δ ' οὐκ ἔστι μὲν βλάστημα ἡ ψυχή , ἐνοῦσα δὲ ἐν τῷ σώματι κρατεῖται |
τοῦ Ἀλεξάνδρου πρὶν Ἑλένην ἁρπάσαι : λέγειν τε τὸν ποιητὴν Κεβριόνην νόθον υἱὸν ἀγακλῆος Πριάμοιο , ὃν εἰκὸς εἶναι ἐπώνυμον | ||
τὸν μὲν ἔπειτ ' εἴασε καὶ ἀχνύμενός περ ἑταίρου , Κεβριόνην δ ' ἐκέλευσεν ἀδελφεὸν ἐγγὺς ἐόντα ἵππων ἡνί ' |
βούπρῳρον δὲ διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν δι ' ἣν καὶ ταυρωπόν : τὸν Ἡρακλέα δὲ καὶ ἄλλως εὐεργετικὸν ὄντα καὶ | ||
τέσσαρα πάντες Ἕλληνες , σπανίαν μοῦσαν ἀειράμενοι . ἄδαμον παῖδα ταυρωπόν , νέον οὐ νέον , ἥδιστον πρόπολον βαρυγδούπων ἐρώτων |
ἰάμβων ποιητρίας , ἐν τῇ ἐπιγραφομένῃ Σκύλλῃ ἱστορεῖ τὸν Γλαῦκον ἐρασθέντα Σκύλλης ἐλθεῖν αὐτῆς εἰς τὸ ἄντρον ἢ κόγχου δωρήματα | ||
μορφῆς αὐτῷ καθ ' ὑδάτων ὀφθείσης παρὰ Νύμφαις τελευτῆσαι λέγουσιν ἐρασθέντα τῷ εἰδώλῳ συμμῖξαι καὶ νῦν ἐν λειμῶσι φαντάζεσθαι ἐν |
ἐκεῖνο ῥητέον , κατὰ τὸ ἀληθέστατον , ὡς τὸ μὲν ὑπερούσιον ἓν λεγόμενον οὔτε ὄν ἐστι οὔτε ἓν κατὰ ἀλήθειαν | ||
Παρμενίδης , ὅπερ οὐκ οὐσία τις , ἀλλ ' ἓν ὑπερούσιον : καλὸν δὲ ὅμως καὶ δίκαιον πρὸ τοῦ εἰδητικοῦ |
συγκεκαλυμμένον , παρακεκαλυμμένον ὑπὸ παραπετάσματι . καὶ ἀφανίσαι , κρύψαι κατακρύψαι κατασιγάσαι , ἐπικρύψασθαι διακρύψασθαι , λαθεῖν , ἀγνοηθῆναι , | ||
προσέταξε τοῖς οἰκείοις αὐτῶν διὰ νυκτὸς τοὺς αὑτοῖς προσήκοντας γῇ κατακρύψαι . Ξέρξης ἐν Θερμοπύλαις διὰ τὴν στενότητα τῶν ὀρῶν |
ἀπείργει εἰ δ ' ὀλοή : εἰ τι τῶν ὀρνέων ὑπερβαλλούσῃ λιμῷ κατεχόμενον προσέλθῃ τῷ σώματι , αὐτόθεν ἀπόλλυται . | ||
Ῥωμαίων ἀρχῆς , ἢ τῆς μητρὸς ἐπισχούσης γυναικείᾳ δειλίᾳ καὶ ὑπερβαλλούσῃ φιλοτεκνίᾳ . ἤμβλυνε γὰρ αὐτοῦ τὰς πρὸς ἀνδρείαν ὁρμάς |
μὲν ἐννεακαιδεκαταῖον ἐνιαχοῦ δὲ εἰκοσταῖον , γήθυον δὲ δεκαταῖον ἢ δωδεκαταῖον . κορίαννον δὲ δυσφυές : οὐδὲ γὰρ ἐθέλει βλαστάνειν | ||
οὐκ ἀπελείφθη τοῦ Πηλέως οἴκου , καθάπερ οἱ νεώτεροι , δωδεκαταῖον καταλιποῦσα τὸν Ἀχιλλέα , ὁ δὲ Πηλεὺς Χείρωνι παραδέδωκεν |
οὐδὲν γὰρ ταῦτα αὐτῷ βοηθήσει εἰς τὸ μὴ καταπεσεῖν πτώματα ἀνυπομόνητα καὶ ἀφόρητα : τοιοῦτον ἀντίπαλον νῦν εὐτρεπίζει αὐτὸς ἑαυτῷ | ||
ἃ οὐ δύναταί τις ὑπομένειν . θ οὐχ ἀνασχετὰ ] ἀνυπομόνητα . ἀνασχετὰ ] ὑπομονητά . καθ ' ὑπόκρισιν ἀναγνωστέον |
, ἅθ ' ὑπό τινος βιαίου καὶ τρόπον τινὰ θείου κατεσχημένον . σοῦ δὲ τίς ἀνάσχοιτο τῶν γραῶν ἐρῶντος καὶ | ||
τοῦ ἐλαίου ἢ ὑδρελαίου , καὶ μᾶλλον εἰ σκύβαλον εἴη κατεσχημένον : παρακμαζούσης δὲ τῆς διαθέσεως κηρωταῖς καὶ μαλακτικωτέροις πεσσοῖς |