διάνοια : καθολικὸν γὰρ παράγγελμα , ὅτι τὸ ῥητὸν τὸ βλάπτον τῇ διανοίᾳ τοῦ θέντος λύομεν , τὸ δὲ δοκοῦν
ὥσπερ καὶ ἡ τυφωμανία . σμβʹ . Παράλυσίς ἐστι πάθος βλάπτον τὴν προαιρετικὴν κίνησιν περὶ μέρεσιν ἢ μέρει τινὶ γινόμενον
6421855 φευκτον
τεῦξιν αὐτῶν : οὐκ ἄρα αἱρετόν ἐστι τὸ αἱρεῖσθαι , φευκτὸν δὲ μᾶλλον . καὶ ὃν τρόπον ὁ ἐρῶν σπεύδει
. λέγεται δὲ ἀναγκαῖον καὶ τὸ δι ' ἑαυτὸ μὲν φευκτὸν δι ' ἕτερον δὲ αἱρετόν , ὡς τὸ φλεβότομον
6402592 Αὐτο
αὐτὸ καθ ' αὑτὸ οὐδὲν ἀληθὲς ἢ ψεῦδος δηλοῖ . Αὐτὸ μὲν γὰρ οὐδέν ἐστιν . φησὶν ὅτι τὸ ὂν
, ἐν αἷς θεωρεῖται τὸ ἀληθὲς ἢ τὸ ψεῦδος . Αὐτὸ μὲν γὰρ οὐδέν ἐστι , προσσημαίνει δὲ σύνθεσίν τινα
6373948 κινδυνωδες
οἱ τοιοῦτοι ἐκκακοῦντες ἔσθ ' ὅτε καὶ καθ ' αὑτῶν κινδυνῶδές τι μηχανῶνται καὶ ὡς μανιώδεις διαλαμβάνονται καὶ ἐν ἐκστάσει
ψυχρὸν δ ' ἰσχυρῶς ὕδωρ καὶ πάμπολυ πόμα ἀθροῦν πίνειν κινδυνῶδές ἐστι , καὶ μάλιστα τοῖς πεπονηκόσι καὶ ἡλιουμένοις ἔτι
6359030 διανοημα
ὅτι οὐ μίγνυται † αὐτῆς ἄν : τὸ μὲν γὰρ διανόημα καὶ τυφλῷ δῆλόν φασιν , ἡ σύνθεσις δὲ συσταλεῖσα
καὶ ἡ δόξασις καὶ ἡ διανόησις ἡ μὲν κατὰ τὸ διανόημα , ἡ δὲ κατὰ τὸ δόξασμα : καθόλου τοίνυν
6348403 ἐκπληκτικον
τὸ συνεχὲς καὶ τοῦ κτύπου τὸ ἀνέκλειπτον ὥσπερ τι ἄλλο ἐκπληκτικὸν φαίνεται . μεταξὺ δὲ δὴ τοῦ τε δεξιοῦ κέρως
, εἰδότες τὸ δεινὸν [ δὲ ] καὶ τὸ θαυμαστὸν ἐκπληκτικὸν ὄν : δεῖν δὲ τἀναντία καὶ λέγειν καὶ παραδείγματα
6341058 ϲυμπαν
εἰϲ ὀργὴν ἕτομοι . τὰ δὲ κατὰ θώρακα καὶ τὸ ϲύμπαν ϲῶμα τοῖϲ ἔμπροϲθεν ὡϲαύτωϲ διοριϲτέον . Ψυχρᾶϲ καὶ ξηρᾶϲ
, αἱ φλέβεϲ δὲ μαλακώτεραι , οὕτω δὲ καὶ τὸ ϲύμπαν ϲῶμα , πλὴν εἰ μὴ τὰ κατὰ καρδίαν ἀντιπράττοι
6306492 αἱρουμεθα
ὅτι ἀγαθόν ἐστιν ἤτοι τὸ αἱρεῖσθαι αὐτὸ ἢ ἐκεῖνο ὃ αἱρούμεθα . τὸ μὲν οὖν αἱρεῖσθαι οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν κατὰ
ἰατρεῖαι τομαὶ καύσεις καὶ οἱ πόνοι : οὐδὲν γὰρ τούτων αἱρούμεθα δι ' αὑτό , ἀλλὰ δι ' ἕτερον καὶ
6258721 τυρωδεϲ
ὅμοιον μέν πωϲ , γεωδέϲτερον δὲ ἐλαίου , καὶ τὸ τυρῶδεϲ τοῦ γάλακτοϲ ἐμπλαϲτικόν ἐϲτι καὶ ἡ τοῦ ὑὸϲ πιμελή
δὴ τὸ βούτυρον : μόνον δὲ ὑπολείπεται ἐν αὐτῷ τὸ τυρῶδεϲ . ὅθεν ψυχρόν τέ ἐϲτι καὶ παχύχυμον καὶ ὠμῶν
6255440 συμπλεκομεν
, πῶς ἂν ἔτι δημοσίᾳ κρίνειν δυνάμεθα : ὥστε ἀναγκαίως συμπλέκομεν , καὶ ἀμφοτέροις ὑπεύθυνον εἶναι τὸν φεύγοντα ἰσχυριζόμενοι :
συμπλοκάς : ἢ γὰρ φωνὴν ἁπλῆν οὖσαν κατὰ τὸ σημαινόμενον συμπλέκομεν , ὡς ὅταν εἴπω τρέχω , ἢ ἡ μὲν
6253282 βλαβερον
ἀϲιτία γὰρ ἐπὶ τῶν τοιούτων κράϲεων πυρεττόντων μάλιϲτα οὐχ ἁπλῶϲ βλαβερόν , ἀλλ ' εἴπερ τι καὶ ἄλλο τῶν ἄλλων
ὄνομα μόνον ψιλὸν λέγωμεν , οἷον τὸ ὠφέλιμον ἢ καὶ βλαβερόν . ἑκάστῃ . ἐπιρρηματικῶς ἀκουστέον ἀντὶ τοῦ ἑκασταχοῦ .
6248949 θετικον
πρὸς τὸ πεπρωμένον : ἀλλ ' εἶπε πρὸς τὸ ἀπαλλαγὴ θετικὸν τὸ αὕτη . : Ὡς ἀπιστοῦσα ἐρωτᾷ . :
παρθένοι ] Αἱ Ἀμαζόνες . . : Σκύθης ] Τὸ θετικὸν ἀντὶ τοῦ κτητικοῦ . : Ἀραβίας ] Πῶς τὴν
6231413 ἀρρωστημα
' ἀτονίαν τῆς ὅλης δυνάμεως ἐπισυμβᾶσαν δι ' ἕτερόν τι ἀρρώστημα . ἀμέλει καὶ τοὺς ὅσον οὔπω τεθνηξομένους ὁρῶμεν ,
ἀδικεῖν αἰτίους : οὕτω γὰρ ὡς ἂν ἴδιον καὶ ἑκούσιον ἀρρώστημα σπουδάσωμεν ἀρκεῖσθαι [ ] πάντες ἐπιφέροντες καὶ δι '
6225493 μαθησεται
: ἄνευ γὰρ κιθάρας ἢ ἄνευ ἀνδρὸς τοῦ διδάσκοντος οὐ μαθήσεταί τις . ἀντὶ τοῦ ἐνθουσιαστικῆς . ὀλολύζει . παρεπιγραφὴ
: ἄνευ γὰρ κιθάρας ἢ ἄνευ ἀνδρὸς τοῦ διδάσκοντος οὐ μαθήσεταί τις . ἀντὶ τοῦ ἐνθουσιαστικῆς . ὀλολύζει . παρεπιγραφὴ
6215935 Ἀγαθον
, ὦ Σώκρατες . Ῥήτορα ἄρα χρή σε καλεῖν ; Ἀγαθόν γε , ὦ Σώκρατες , εἰ δὴ ὅ γε
ἔθος ἐκπληροῦντες οὕτω προηνέγκαντο . . . . , : Ἀγαθόν . Τρύφων οὕτως : τὰ εἰς ος τριγενῆ παραλήγοντα
6205974 ψυχον
, ὥσπερ γε καὶ τὸ θερμὸν θερμαῖνον καὶ τὸ ψυχρὸν ψῦχον : εἴτε γὰρ αἷμα μοχθηρὸν εἴη τὸ ὠθούμενον ,
καὶ τὸ ἴαμα : τὸ μὲν ὄξοϲ οὐκ ἀγεννῶϲ μὲν ψῦχον καὶ πάντη ῥαδίωϲ διεξερχόμενον τῇ λεπτομερίᾳ , τὸ δὲ
6126345 προκρινω
] ἀντὶ τοῦ φίλος . . αἱρήσομαι ] ἀντὶ τοῦ προκρινῶ . . ἐρημωθεὶς ] ἀντὶ τοῦ μονωθείς . .
] ἀντὶ τοῦ φίλος . . αἱρήσομαι ] ἀντὶ τοῦ προκρινῶ . . ἐρημωθεὶς ] ἀντὶ τοῦ μονωθείς . .
6068291 ἐπικερδες
ὁ κίνδυνος , νικῶσι δὲ οὐ μέγα τὸ ἔργον οὐδὲ ἐπικερδές . ” εἶναι δ ' ἄλογον κινδυνεύειν ἐπὶ ὀλίγοις
λέγοντες . ὅμοιοι . τὸ λάθρα κατά τινος φέρεσθαι . ἐπικερδές . ὑπάρχει τῷ ποιοῦντι . Τί μάλα τοῦτο ]
6039051 παρανομημα
οὐκ ἤθελον ἐπιτρέπειν , τότε δὴ οἱ Λακεδαιμόνιοι νομίσαντες τὸ παρανόμημα , ὅπερ καὶ σφίσι πρότερον ἡμάρτητο , αὖθις ἐς
εἰδέναι καὶ σφόδρα κατειληφέναι διαβεβαιούμενοι . προσεξεργάζονται δὲ καὶ τρίτον παρανόμημα τῶν προτέρων ἀργαλεώτερον : ὅταν γὰρ σπάνις ἀποδείξεων ᾖ
6034861 ὠφελουν
καὶ τὸ φυσιογνωμονεῖν ἐστι καὶ πολλὰ καὶ μεγάλα τοὺς μαθόντας ὠφελοῦν : οὔτε γὰρ παρακαταθήκην δοίη τις ἂν οὔτε γαμετὴν
κόπρον λείαν τῷ οὕτω σκευασθέντι γάλακτι μίξας φάρμακον ποιήσεις ἄκρως ὠφελοῦν δυσεντερικούς : δεῖ δὲ τὸν κύνα μηδὲν ἕτερον φαγεῖν
6011469 ἀπεχθες
μυκτηρίζειν . Ἔμβραχυ : ἁπλῶς , καθάπαξ . Ἐχθοδοπόν : ἀπεχθές : καὶ ἐχθοδοπεῖν , ἤγουν ἀπέχεσθαι . Ἔρρειν :
: Ἀπόλλωνι δέ , ἐξαιρέτως τῷ Διδυμαίῳ , τὸ ζῷον ἀπεχθές . αἶγας Ἀρτέμιδι θύειν εὐσεβές , ἀλλ ' οὐκ
5986642 ξηραινον
τὸ πλέον τὸ ἔλαττον εἴτε τὴν τροφὴν ἀφαιρούμενον εἴτε οὖν ξηραῖνον τὴν ἀρχὴν καὶ καταμαραῖνον τῷ ὑπερισχύειν . οὔτε γὰρ
: πάντως γὰρ ὠφελήσει τὸν ῥύπον ἀποκαθαῖρον καὶ τὴν ὑγρότητα ξηραῖνον : ἅμα μέντοι τῷ καθαρὸν γενέσθαι τὸ ἕλκος καὶ
5976159 ὀδυνηρον
δυναμένων ; τί μ ' ἐκστήσει ἢ ταράξει ἢ τί ὀδυνηρὸν φανεῖται ; οὐ χρήσομαι τῇ δυνάμει πρὸς ἃ εἴληφα
ὡς ἐν ποδάγρᾳ τὸ τοῦ φλεγματικοῦ χυμοῦ ἔγγονον ῥεῦμα καὶ ὀδυνηρὸν μετρίως χαῖρόν τε τοῖς κατὰ δύναμιν καὶ ἐνέργειαν θερμαντικοῖς
5975120 ταραττον
, θαρροίην . καὶ τί γάρ , ἠρόμην , τὸ ταράττον ; οὐδέν , ἔφη , μέγα δὲ ὅμως ἥμερόν
. συνηγορεῖν , καὶ ὑπέρδικοι οἱ συνήγοροι . θρᾶττον . ταράττον , ἐνοχλοῦν . οὐδ ' ὁ Ἡρακλῆς . παροιμία
5965615 τελειωτικον
τούτων τῶν οὐσιῶν , οἷον ἀνθρώπου καὶ εἴ τι ἀνθρώπου τελειωτικόν , σοφίας φέρε καὶ ἀρετῆς : αἰτίαι γὰρ οὖσαι
ἑαυτοῦ παντοποιὸν ἐνέργημα , ὅπερ οὔτε παρακτικὸν κλητέον , οὔτε τελειωτικόν , οὔτε ἄλλο τῶν τοιούτων οὐδέν : ἐν διορισμῷ
5953271 πεπονθος
ἐκεῖνο οὗ μέρος ὀλίγον πέπονθεν εὔλογον , οὔτε αὐτὸ τὸ πεπονθὸς ἐκκόπτειν δυνατόν : πῶς γὰρ ἄν τις διὰ τοῦ
τοῦ ἐγκεφάλου , προσήκει κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν ἐκκόπτειν τὸ πεπονθὸς ὀστοῦν , εἰ καὶ μὴ πᾶν , ἀλλὰ τό
5944489 εἱλουμενον
, νύκτωρ δὲ περικαλύπτοντα τὴν κεφαλὴν τριβωνίῳ καὶ περὶ χαμαιτυπεῖα εἱλούμενον , ἐζήλωσεν ἐν καλῷ . καὶ πέμπτην ταύτην ἡμέραν
τὸν πόδα : ὅθεν καὶ πέδιλον τὸ ὑπὸ τοὺς πόδας εἱλούμενον . ἀνάλιπος ὁ ἀνυπόδητος . . . . ἐξ
5939876 λογιϲτικον
ὄντα ἔνεϲτι τεκμαίρεϲθαι : βέβλαπται δὲ τὸ φανταϲτικὸν καὶ τὸ λογιϲτικόν . μιχθείϲηϲ δὲ τῷ αἵματι τῆϲ ξανθῆϲ χολῆϲ καὶ
ὄντα ἔνεϲτι τεκμαίρεϲθαι : βέβλαπται δὲ τὸ φανταϲτικὸν καὶ τὸ λογιϲτικόν . μιχθείϲηϲ δὲ τῷ αἵματι τῆϲ ξανθῆϲ χολῆϲ καὶ
5933646 ἀνανδρια
γενναῖα . ἀγελιδόν : ἠθροισμένως . ἡνωμένως . ἀγεννία : ἀνανδρία , δειλία . ἀγέραστος : ἄτιμος . ἀγέλαιος δὲ
ἢ τελευτῆσαι καλῶς . ἀκολουθεῖ δὲ τῇ δειλίᾳ μαλακία : ἀνανδρία : ἀπόνοια : φιλοψυχία [ : ὕπεστι δέ τις
5927491 πρακτεον
τῷ λογίζεσθαι πρὸ ἔργου , τί πρακτέον καὶ τί μὴ πρακτέον . ὁ γὰρ τῆς εὐβουλίας καιρὸς ἐν τῷ ἀπρολήπτῳ
ἀπὸ τοῦ πλήθους : τιμητέον οὖν αὐτὰς καὶ οὐδὲν ἄσχημον πρακτέον . * μηδ ' αἰδοῖα γονῇ πεπαλαγμένος : ταῦτα
5924844 ἀναισχυντειν
τὸν τόπον ἐστίν : ἀναισχυντία , αἰδώς , τὸ μήτε ἀναισχυντεῖν μήτε αἰδεῖσθαι : ἀναισχυντία μὲν οὖν ἴδιον φαύλου ,
λόγος οὐκ ἐάσειν . ὅμως δέπάντα γὰρ τολμητέοντί εἰ ἐπιχειρήσαιμεν ἀναισχυντεῖν ; Πῶς ; Ἐθελήσαντες εἰπεῖν ποῖόν τί ποτ '
5923663 κρατουν
γὰρ ψυχὴ καὶ ἓν ἔργον . Τὸ γὰρ ἡγεμονοῦν ἓν κρατοῦν ἀεί , καὶ οὐχ ὁτὲ μὲν κρατοῦν , ὁτὲ
πῦρ δὲ παγκρατές : ὁ νοῦς : τὸ δὲ πάντων κρατοῦν πῦρ , ᾧ ἀπείκαζεν ἑαυτὴν ἡ Θέτις , καὶ
5915716 φιλαλληλον
τὰ δόγματα αὐτοῦ ; ἥμερον , κοινωνικόν , ἀνεκτικόν , φιλάλληλον . φέρε , παραδέχομαι , ποιῶ πολίτην τοῦτον ,
. τοιαύτηι συζῶντες τῆι εἱμαρμένηι βίον ἁπλοῦν καὶ ἀπέριττον καὶ φιλάλληλον εἶχον δίχα πυρὸς ἐπιγνώσεως , οὐ βασιλεῖς , οὐκ
5908656 ῥυπτον
σε τούτοις τὸ ἐξ αὐτῶν ἔτνος ἄμεινον , μᾶλλόν τε ῥυπτὸν καὶ τὸ πλέον τοῦ πνεύματος ἐν τῇ ἑψήσει διαφοροῦν
σε τούτοις τὸ ἐξ αὐτῶν ἔτνος ἄμεινον , μᾶλλόν τε ῥυπτὸν καὶ τὸ πλέον τοῦ πνεύματος ἐν τῇ ἑψήσει διαφοροῦν
5907724 τιμωμεθα
λέγοντας . ρβʹ Τάχ ' οὖν ἄν Πολλάκις γὰρ ἵνα τιμώμεθα ἀπεχόμεθα τῶν αἰσχρῶν : διὸ , φησὶ , καὶ
τὴν ἀντίθεσιν , ἀλλὰ καὶ τῇ ἐκβάσει : ἵνα καὶ τιμώμεθα , φησί , μειζόνως . πρὸς γὰρ τὰς δυνάμεις
5907271 χολωδες
. [ γʹ . Πρὸς δηγμοὺς ἄνευ τοῦ ἀναχεῖσθαί τι χολῶδες . ] Τραγορίγανον λεάνας ἐν ὕδατι ἴσα δίδου καταῤῥοφεῖν
οἱ ἐκκεχολωμένοι τὸ στόμα τῆς κοιλίας , οὓς γνωριοῦμεν ἐπανερευγομένους χολῶδες . ὡσαύτως δ ' οὐδὲ τοὺς αἱμορραγοῦντας ἐκ ῥινῶν
5890232 λεπτομερεϲτερον
φάρμακον ξηραντικώτερον ἅμα καὶ ἀδηκτότερον γίγνεται χαλκίτεωϲ καὶ δηλονότι καὶ λεπτομερέϲτερον . Περὶ τῆϲ ἀπὸ τῶν ζῴων ὕληϲ εἰϲ φαρμάκων
Δρακόντιον δριμύτερόν ἐϲτι τοῦ ἄρου καὶ πικρότερον καὶ θερμαντικώτερον καὶ λεπτομερέϲτερον : ἔχει δέ τινα ϲτύψιν βραχεῖαν ϲὺν τῇ δριμύτητι
5889017 Κακον
ὅλως ὁδοιπόρει . Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι . Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή , καὶ κτώμεθ '
ἀβλαβῆ τοῖς ἄλλοις , γελοίαν εἶναι ; Πάνυ γε . Κακὸν δ ' οὐχ ὁμολογοῦμεν αὐτὴν ἄγνοιάν γε οὖσαν εἶναι
5886202 ἰϲχυροτερον
: αἱ ῥίζαι δὲ αὐτοῦ θερμότεραι . τὸ δὲ δρακόντιον ἰϲχυρότερον . Ἀρϲενικὸν καυϲτικῆϲ ἐϲτι δυνάμεωϲ , χρῶνται δὲ αὐτῷ
αὐτοῦ καὶ οὐρητικόν ἐϲτιν . τοῦ δὲ ἡμέρου τὸ ἄγριον ἰϲχυρότερον . Εὐπατόριον λεπτομεροῦϲ καὶ τμητικῆϲ ἐϲτι δυνάμεωϲ ἄνευ θερμότητοϲ
5877886 αἰτιωδες
ἢ ἄλλῳ . δίελε καὶ μέρισον τὸ ὑποκείμενον εἰς τὸ αἰτιῶδες καὶ ὑλικόν . ἐννόησον τὴν ἐσχάτην ὥραν . τὸ
ὁ σύνδεσμος οὗτος τὸ ἕτερον τῶν ἀξιωμάτων ψεῦδος εἶναι . αἰτιῶδες δέ ἐστιν ἀξίωμα τὸ συντασσόμενον διὰ τοῦ ” διότι
5877198 δακνον
στήριξιν : ταύτῃ , ἑβδόμῃ ἁλμῶδες ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ἦλθε δάκνον δάκρυον καὶ κατὰ ῥῖνα καὶ κατὰ φάρυγγα : καὶ
φαυλότητα ἴσας τὰς ψυχὰς ἔχουσιν . καρδίαι δηκτὸν ] ἤγουν δάκνον τὴν καρδίαν μου . κρατύνεις ] ἐπιφέρεις . Ὡς
5869059 χρηϲτον
καὶ μὴ λίαν δυϲῶδεϲ : τὸ δὲ παρὰ ταῦτα οὐ χρηϲτόν . τὸ μὲν οὖν ὅμοιον τοῖϲ ἐδηδεϲμένοιϲ κατὰ τὴν
τὴν ἀναπλήρωϲιν , ὕλη δὲ ταύτηϲ αἷμα ϲύμμετρόν τε καὶ χρηϲτόν ἐϲτιν . οὐκοῦν τὴν μὲν ϲυμμετρίαν αὐτοῦ διὰ τῆϲ
5865737 καινουργειν
, οἷον ἐν τοῖς βακχείοις πάθεσί φασι τὰς μαινάδας ἀλλόκοτα καινουργεῖν . οἳ μὲν τῶν βουλευτῶν τοὺς περὶ τῶν ὁμήρων
' ὁμοίως περίβλεπτος ὤνἕωλα γὰρ ἦν ἅπαντα καὶ οὐδὲν ἔτι καινουργεῖν ἐδύνατο ἐφ ' ὅτῳ ἐκπλήξει τοὺς ἐντυγχάνοντας καὶ θαυμάζειν
5865334 ὀρωδες
φλεγμονὴ καὶ κύστιν ἐξαίρετον ἔχει τὴν θεραπείαν : τὸ γὰρ ὀρῶδες περίττωμα δι ' αὐτῶν ἐκκαθαίρεται , διόπερ εἰ μὲν
ἀλλ ' ἑκάτερον δι ' ἀναγκαίαν χρείαν . τὸ μὲν ὀρῶδες ὑγρόν , ἐπειδὴ τὸ αἷμα φύσει ἀργόν ἐστι καὶ
5853880 ἐφθονηθη
. τοῦτο δὲ πρὸς τὸν Ἀγαμέμνονα , ὅτι ἐπιφανὴς ὢν ἐφθονήθη . ἢ οὕτως : ἔχει γὰρ ἡ εὐτυχία οὐ
ἀνδρῶν ἁπάντων Σωκράτης σοφώτατος . ἀφ ' οὗ δὴ καὶ ἐφθονήθη μάλιστα : καὶ δὴ καὶ ὅτι διήλεγχε τοὺς μέγα
5847800 αἱρετον
τιμὰ πλοῦτος . παραπλησίως δὲ καὶ τὸ δι ' ἅτερον αἱρετόν : τὸ μὲν γάρ τι αὐτῶ τὰ ποιητικὰ τῶν
, τῇ δὲ συνθέσει πάντη ἄγνωστον : διὸ μηδὲ ἀποφάσει αἱρετόν . Καὶ ὅλως ᾗ τίθεται ἕν , ταύτῃ συντάττεταί
5845356 δυσιατον
διεφθαρμένον , ἢ συστὰν ἐπὶ πλεῖον τίκτει πάθος ἢ νόσον δυσίατον , συνδιαφθείρουσαν καὶ τὴν κατὰ φύσιν τροφὴν ἢ καὶ
' ἐν δόμοισι τοῖσδε μήδεται κακόν , ἄφερτον φίλοισιν , δυσίατον : ἀλκὰ δ ' ἑκὰς ἀποστατεῖ . τούτων ἄιδρίς
5842057 κερδαλεον
ἀγαθὸς οἰκονόμος , εἰδὼς ὅτι οὐδὲν οὕτω λυσιτελές τε καὶ κερδαλέον ἐστίν , ὡς τὸ μαχόμενον τοὺς πολεμίους νικᾶν ,
ὡς εἰκὸς κοὐκ ἀπὸ τρόπου τὸν παραβλῶπα καὶ φιλοκερδῆ καὶ κερδαλέον , βραδίστατον πρὸς τὰ κρείττονα , λιχνωδέστατον δὲ πρὸς
5838358 στασιαζον
ὁ χρόνος ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ μετατίθησι : καὶ τὸ μὴ στασιάζον ἐν τοῖς προεστηκόσι τῶν κοινῶν ἁπάντων ἀγαθῶν ἐν ταῖς
πράττειν οὐδενὸς χείρων τῶν ἀριστοκρατικῶν : καὶ εἰ μὴ τὸ στασιάζον τῆς πόλεως ἐμποδὼν αὐτοῦ τοῖς πολιτεύμασιν ἐγένετο , μεγίστην
5835516 σκληροτατον
κόλλοπα : τὴν νευράν . τὸ τοῦ ταύρου τραχηλιαῖον : σκληρότατον τοῦτο . θέλει οὖν εἰπεῖν ” τὸ στερεώτατον τῆς
καὶ πραύνειν . ὧν Κυναιθεῖς ὀλιγωρήσαντες εἰς τέλος , καίτοι σκληρότατον παρὰ πολὺ τῆς Ἀρκαδίας ὁμοῦ τῷ τόπῳ καὶ τὸν
5834957 ἀπροαιρετον
; ἀπροαίρετον , οὐ κακόν . Καῖσαρ αὐτὸν κατέκρινεν . ἀπροαίρετον , οὐ κακόν . ἐλυπήθη ἐπὶ τούτοις . προαιρετικόν
ἀλλὰ θεὸν εἶναι . Εἰ μὲν οὖν τι τῶν τοιούτων ἀπροαίρετον γίνοιτο , θεὸς ἂν εἴη ὁ τοιοῦτος καὶ δαίμων
5834793 ἀσπειστον
ἄνδρα φύσει τ ' εὐδιάλλακτον ὄντα καὶ οὐκ ἀξιοῦντα πόλεμον ἄσπειστον θυγατρὶ καὶ γαμβρῷ πολεμεῖν , ἐπειδὴ τὸν οἰκεῖον καιρὸν
σκοπεῖσθε , πότερον οἴεσθε δεῖν περὶ βοιδίων καὶ προβατίων ἁρπαγῆς ἄσπειστον πόλεμον φυλάττειν πρὸς τοὺς κτίσαντας καὶ πατέρας , ἐν
5829193 ὀρεκτον
ποιητικὸν εἴη καὶ γόνιμον καὶ τῶν ἀποτελουμένων ἐξῃρημένον ἢ καὶ ὀρεκτὸν αὐτῶν καὶ τελικὸν αἴτιον , εὐθὺς μὲν ἂν εἴη
, οὗ ἡ ψυχὴ ὀρέγεται ; ναί . τὸ δὲ ὀρεκτὸν οὐ κινεῖ τοιάνδε κίνησιν ; ναί . ὀρέξεις δὲ
5819894 ἀλυσιτελεστατον
οἴεσθε ἐν μὲν ταῖς πολιορκίαις τὸ διεσπάσθαι ταῖς φυλακαῖς ἁπάντων ἀλυσιτελέστατον εἶναι , ἐν δὲ ταῖς πολιτείαις καὶ ταῖς πρὸς
τοῦτο συμφέρον κρίνοντος καὶ τὸ γνωσθὲν ἅπαξ ἐπιτελεσθῆναι , κἂν ἀλυσιτελέστατον ᾖ καὶ φιλονεικίας καὶ ἀλαζονείας γέμον , ὅς γε
5816984 αἱρετεον
ὅτι καὶ τῶν οἴνων [ ὡς ὅτι ] τοὺς γλυκυτέρους αἱρετέον : οὗτοι γὰρ ἐπιπολαστικώτεροι , καὶ μᾶλλον εἰ κεραννῦντο
καὶ ἀρίστου . . βάδην ] κατὰ μικρόν . . αἱρετέον ] ὅ ἐστι δεῖ ἡμᾶς αὐτὸ χειρώσασθαι . .
5815473 καταπιπτειν
ὀλυμπίων ἐρᾶν , κακία δὲ ἀπὸ τοῦ κάτω κεχωρηκέναι καὶ καταπίπτειν τοὺς χρωμένους αὐτῇ βιάζεσθαι . τὰ γοῦν πολέμια τῆς
μὴ ἀθρόον κενοῦν διὰ τὸ ἐκ τῆϲ τυχούϲηϲ προφάϲεωϲ αὐτοὺϲ καταπίπτειν , ὅθεν πλείοϲιν ἀφαιρέϲεϲι χρώμενοι ἐκ διαϲτημάτων τινῶν ἀναπληρώϲομεν
5810321 ὑπενοησα
ἐμοῦ ὡς ἀπὸ σταδίου . γινομένου μείζονος καὶ μείζονος κονιορτοῦ ὑπενόησα εἶναί τι θεῖον : μικρὸν ἐξέλαμψεν ὁ ἥλιος ,
ἀπορεῖν καὶ ἀσχάλλειν ὅτι οὐ θᾶττον ἤκουσα . τούτων ὀφθέντων ὑπενόησα μὲν ἀσιτίαν δηλοῦσθαι , εἰ δὲ μὴ , ἀλλ
5807641 πραττομεν
τοὺς θεούς . Ὦ Βλεψίδημ ' , ἄμεινον ἢ χθὲς πράττομεν , ὥστε μετέχειν ἔξεστιν : εἶ γὰρ τῶν φίλων
τοῦ μακαρίως ζῆν ἐστι τέλος . τούτου γὰρ χάριν πάντα πράττομεν , ὅπως μήτε ἀλγῶμεν μήτε ταρβῶμεν . ὅταν δὲ
5799277 ῥοδοεν
τί δέ μοι χρέος φαρέτρης , ὅτε τὴν ἐμὴν Κυθήρην ῥοδόεν βέλος δαμάζει ; Ἔλαβεν Κύπρις τὸ τύμμα ἐπὶ γῆς
σκευασίαν οἶδεν : τὸ γὰρ ῥόδινον οὕτως νῦν εἶπεν ἔλαιον ῥοδόεν . . . Ξ , . , . τῷ
5797251 λεπτομερεϲ
δὲ ἀμυγδάλινον ἐκ τοῦ καρποῦ τῶν πικρῶν ἀμυγδάλων γίνεται . λεπτομερὲϲ δέ ἐϲτι τοῦτο καὶ θερμότερον τοῦ γλυκέοϲ μίαν μοῖραν
καὶ ξηραίνει κατὰ τὴν πρώτην τάξιν , ἔϲτι δὲ καὶ λεπτομερὲϲ καὶ διαφορητικὸν καὶ χαλαϲτικὸν καὶ ἀρωματικὸν τὴν δύναμιν .
5796623 Πολεμαρχε
, ἔμοιγε δοκεῖ . Πλήν γ ' ἴσως , ὦ Πολέμαρχε , πρὸς τὸ χρῆσθαι ἀργυρίῳ , ὅταν δέῃ ἀργυρίου
ἀνήρτοῦτο μέντοι ὅτι ποτὲ λέγει , σὺ μέν , ὦ Πολέμαρχε , ἴσως γιγνώσκεις , ἐγὼ δὲ ἀγνοῶ : δῆλον
5795434 σισυς
. σισυρνοδῦται : διαφέρει σίσυς , σισύρα καὶ σίσυρνα . σίσυς μὲν γὰρ λέγεται πᾶν εὐτελὲς ἱμάτιον , σισύρα δὲ
ἥντινα Σιμωνίδης ὑποκοριστικῶς εἶπε σίσυν παχείην . σισυρνοδῦται : διαφέρει σίσυς , σισύρα καὶ σίσυρνα . σίσυς μὲν γὰρ λέγεται
5791842 ἐνεργουν
' αὐτοῦ κατορθοῦν καὶ καθ ' ἑαυτὸ καὶ χωρὶς τούτου ἐνεργοῦν τὰ τελεώτερα . διὸ καὶ χωριζόμενον ἀπὸ τοῦ ἐλάσσονος
. Ἀγαρικὸν παραπληϲίαν κολοκυνθίδι τὴν δύναμιν ἔχει , βραδέωϲ μὲν ἐνεργοῦν , οὐ πάνυ δὲ κακοϲτόμαχον . δίδοται δὲ λεῖον
5790875 ἀϲθενεϲτερον
δὲ ἐξ ἀφροδιϲίων πλειόνων ἀραιότερον καὶ ψυχρότερον καὶ ξηρότερον καὶ ἀϲθενέϲτερον γίνεται τὸ ϲῶμα , τὰ πυκνοῦντα δηλονότι καὶ θερμαίνοντα
τὴν τρίτην τάξιν ϲελίνου μὲν ὂν ἰϲχυρότερον , πετροϲελίνου δὲ ἀϲθενέϲτερον : ἐμμήνων τε οὖν ἀγωγόν ἐϲτι καὶ οὐρητικόν .
5782044 προγεγενημενην
τῶν Καρχηδονίων διωρθώσατο : οἱ μὲν γὰρ προνενικηκότες διὰ τὴν προγεγενημένην εὐημερίαν μεγαλαυχοῦντες παραδόξως ἐσφάλησαν , οἱ δὲ διὰ τὴν
Μακεδόνων ἑαυτὸν ἀναδείξας παρεκάλει τοὺς πολλοὺς ἀφίστασθαι Ῥωμαίων καὶ τὴν προγεγενημένην Μακεδόσιν πάτριον βασιλείαν ἀνακτᾶσθαι . πολλῶν δὲ συντρεχόντων ,
5778505 διακεχυμενον
ὑπέρυθρον , οὐ πεπιεσμένον ἢ συμπεπλεγμένον , λελυμένον δὲ καὶ διακεχυμένον , σπέρματος πλῆρες ὁμοίου βοτρυδίοις , βαρὺ σφόδρα καὶ
διὰ τάδε ἐξονειρώσσουσιν : ἐπὴν τὸ ὑγρὸν ἐν τῷ σώματι διακεχυμένον ἔῃ καὶ διάθερμον , εἴτε ὑπὸ ταλαιπωρίης , εἴτε
5774266 ἀνυπαρκτον
' οὐδ ' εἰ ἀληθὲς εἶναι λέγοιτο : ὅτι γὰρ ἀνύπαρκτόν ἐστι τὸ ἀληθές , ὑπεμνήσαμεν ἐν τοῖς περὶ κριτηρίου
δὲ χρή , ὅτι οὐ πρόκειται ἡμῖν ἀποφήνασθαι , ὅτι ἀνύπαρκτόν ἐστι τὸ κριτήριον [ τὸ ] τῆς ἀληθείας :
5763671 ἀνωφελες
τὸ δὲ οὐκ ἀγαθὸν εἰσφέρει καὶ τὸ κακὸν καὶ τὸ ἀνωφελὲς καὶ τὸ φευκτὸν καὶ ἄλλα μυρία . εὑρεθήσονται οὖν
, κεκτῆσθαι . Τὸ δὲ ἄξιον αὖ λέγεις κεκτῆσθαι τὸ ἀνωφελὲς ἢ τὸ ὠφέλιμον ; Τὸ ὠφέλιμον δήπου . Οὐκοῦν
5763201 ἑλκεϲιν
ᾠοῦ τῷ λευκῷ ἢ ὑδροροϲάτῳ . ῥύπου δὲ προϲγενομένου τοῖϲ ἕλκεϲιν καὶ τοῖϲ διὰ μέλιτοϲ διακλύϲμαϲί τε καὶ διαχρίϲμαϲι χρήϲθωϲαν
δὲ ἀνάπηρον γενήϲεται : θεραπεία δὲ ὁμοία παραληφθήϲεται τοῖϲ ἄλλοιϲ ἕλκεϲιν . αὕτη μὲν ἡ διὰ τῶν ἁπλουϲτέρων βοηθημάτων ἐπὶ
5762529 φορητον
δι ' ἐμὲ ὑμῖν τὰ ἀγαθὰ , πῶς ἂν εἴη φορητὸν ἀκούεσθαι ; καὶ σημείωσαι τὸ τοιοῦτον εἶδος τῆς ἐλλείψεως
, καὶ πρὸς βίαν ᾔσχυνε ποτνιωμένην καὶ θρηνοῦσαν . οὐδαμῆ φορητὸν εἶναι τὸν βίον ἑαυτῇ μετὰ τὴν εὐνὴν τὴν ἄθεσμον
5758799 ληπτον
, σχολῇ γ ' ἂν ἢ αἰσθήσει τοῦτο ἢ φαντασίᾳ ληπτόν , ἀτόμων οὔσαις καὶ μερικῶν γνωστικαῖς . ἢ οὐκ
ὁρατὰ σώματα τῶν λόγων : δι ' ἑτέρου γὰρ ὀργάνου ληπτόν ἐστι τὸ ὁρατὸν καὶ δι ' ἄλλου ὁ λόγος
5757783 ἐκτρεπομενη
μὲν βδελυττομένη τὸ δάσος τοῦ σώματος καὶ ὥσπερ τι κίναδος ἐκτρεπομένη , τοῦτο δὲ τὴν δυσχέρειαν τοῦ στόματος ἐκ τοῦ
ὧν ἡ δυσκρασία τοῦ σώματος ἐπὶ τὸ θερμὸν καὶ ξηρὸν ἐκτρεπομένη πυρετοὺς ἀπάπτει . οἱ δ ' ἐπὶ βουβῶσι πυρέξαντες
5752587 τμητικον
γίνεται δυνάμεως , ἐχούσης πλεῖστον μὲν τὸ ῥυπτικόν τε καὶ τμητικόν , ὀλίγον δὲ τὸ στυπτικόν . Μυριόφυλλον ξηραντικῆς ἐστι
. μιγνύμενοϲ δὲ κηρωτῇ πολλῇ , ἀπουλωτικὸν γίγνεται φάρμακον καὶ τμητικόν . Ἰοῦ ϲκώληκοϲ ϲκευαϲία . Εἰϲ θυίαν Κυπρίου χαλκοῦ
5749648 ὑγιαινον
ἂν ὑγιάναι κύουσα καὶ τὸ παιδίον ἐν χρόνῳ τῷ ἱκνουμένῳ ὑγιαῖνον τέκοι . ὡς μὲν δὴ κεφάλαια εἰπεῖν , εἴρηται
λογισμοῦ , σῶμα μὲν ἐξετάζων , εἰ ὁλόκληρον , εἰ ὑγιαῖνον ὅλον δι ' ὅλων , εἰ τοῖς μέρεσι καὶ
5740641 δρωμενον
, Πελασγῶν ὥς φασιν ἔργον . καὶ τόδε δὲ ἄλλο δρώμενον ἐνταῦθα οἶδα : ἐπὶ θαλάσσῃ πόλισμα Ἕλος ἦν ,
τοῦτό τοι καὶ διαφθείρει αὐτοὺς πολλάκις , καὶ τό γε δρώμενον τοιοῦτόν ἐστιν . ὅτῳ μέλει θηρᾶσαι κολοιούς , τοιαῦτα
5737485 ὀρμενον
νεφροὺς καὶ κύστιν . Ἀττικοὶ δ ' εἰσὶν οἱ λέγοντες ὄρμενον τὸν ἀπὸ τῆς κράμβης ἐξηνθηκότα . Σοφοκλῆς Ἰχνευταῖς :
καὶ πᾶν δὲ τὸ ὑπερεξηνθηκός , ὅπερ ἐκκεκαυληκὸς καλοῦσιν , ὄρμενον ὠνόμαζον , καὶ τὸ ὑπέρωρον γενέσθαι ἐξορμενίσαι . ῥάφανος
5737266 εὐελπι
ἡμῶν ἐν τῇ συμμαχίᾳ προσλαμβανομένων : τὸ δὲ θαρσοῦν καὶ εὔελπι , τὸ μὴ ἡμᾶς προσδέξασθαι , ἀσθενὲς ὄν .
οἱ φόβοι δ ' [ ἔχουσί με . [ ] εὔελπι [ δ ' οὔτι ] [ ῥῆμ ' ]
5732139 ἀμφιγνοειν
αὐτὰς συλλαβὰς ἕκαστος ὁ νομοθέτης τίθησιν , οὐδὲν δεῖ τοῦτο ἀμφιγνοεῖν : οὐδὲ γὰρ εἰς τὸν αὐτὸν σίδηρον ἅπας χαλκεὺς
ἐφικνεῖσθαι : ἕτερα γάρ ἐστι τὸ εἰκάζειν , τεκμαίρεσθαι , ἀμφιγνοεῖν , ὑποτεκμαίρεσθαι , στοχάζεσθαι , ὑποπτεύειν , ὑπονοεῖν ,
5727795 βλημα
κριθῶν . τοὺς δὲ ῥυπαροὺς ἄρτους φαιοὺς Ἄλεξις καλεῖ . βλῆμα δὲ καλεῖται ὁ ἐντεθρυμμένος ἄρτος καὶ θερμός , πύρνον
πεσόντος δὲ τοῦ παιδὸς ἀνασχίζειν αὐτὸν κελεύειν καὶ σκέψασθαι τὸ βλῆμα : ὡς δὲ ἐν τῇ καρδίῃ εὑρεθῆναι ἐνεόντα τὸν
5721115 ἀλυσιτελες
δὲ ἐν μέρει ψυχῇ κοινωνεῖν σώματι πρὸς ἀμφότερα ταῦτά ἐστιν ἀλυσιτελές . Εἰ δή τις κατιδὼν τοῦτο συμπλέκει τινὰ τοιαύτην
πρὸς τὰ τοιαῦτα πραγματῶδες καὶ δυσμεταχείριστον , ἅμα δὲ καὶ ἀλυσιτελές . Ἂν ᾖ ἡ πόλις μεγάλη καὶ μὴ ἱκανοὶ
5717748 ἀπολλυτε
ἐπὶ δὲ ἀμφοτέροις ἐκεῖνο λέγω : τούτους μὲν παραλαβόντες οὐκ ἀπόλλυτε ἐκείνους τοὺς τότ ' ἂν ἐλθόντας , ἔξεστι γὰρ
. ταῦτα δὲ πάντα τηλικαῦτα ὄντα ἀγαθὰ ἑνὸς ἕνεκα ὀνόματος ἀπόλλυτε , ποίαν ὠφέλειαν , τίνα ἡδονήν ; ἀλλ '
5715806 φηληξ
ἐσχάρια καρπεύειν κηρύκιον κύπασσις κωνῆσαι μυρίδιον νεβρίδα παραλοῦται σπινός τέλειον φήληξ οὐ γὰρ τίθεμεν τὸν ἀγῶνα τόνδε τὸν τρόπον ὥσπερ
. φήληξ , ὄλυνθος , σῦκον καὶ ἰσχὰς διαφέρει : φήληξ γὰρ τὸ ἄγριον σῦκον λέγεται , ὄλυνθος δὲ τὸ
5715187 ὠφελιμον
πατήρ : τὸν βόσκοντα γὰρ εὐλογῶ , τὸν δ ' ὠφέλιμον ἐμοὶ πατέρος ὄνομα λέγω Φοῖβον τὸν κατὰ ναόν .
ἀπεκρίνατο , ἄλλος δὲ τὸ δέον , ἕτερος δὲ τὸ ὠφέλιμον , ὁ δὲ τὸ λυσιτελοῦν . ἐπανῄειν δὴ ἐγὼ
5711752 ἀντιπιπτει
, ἡ μέντοι τῶν ὑποκειμένων αὐταῖς φύσις τῷ ἑαυτῆς ἀστάτῳ ἀντιπίπτει αὐταῖς ἐνίοτε πρὸς τὴν κατὰ τὴν φρόνησιν καὶ τέχνην
ἐπὶ τῶν πολυαίμων , φλεβοτομητέον , εἰ ἡ δύναμις οὐκ ἀντιπίπτει , καὶ μάλιστα ἐφ ' ὧν συνήθης ἔκκρισις αἵματος
5711008 καθιϲταται
ὡϲ ἔφην , πρὸ τῶν ὕπνων : καθυπνοῦντι γὰρ εὐθὺϲ καθίϲταται ὁ κόποϲ . οὗτοϲ δὲ καιρὸϲ καὶ εἰϲ παιδοποιίαϲ
, κἂν ἔτι μᾶλλον πλεονάϲῃ τιϲ , μελαγχολικὸν τὸ αἷμα καθίϲταται . χρὴ οὖν ἀπέχεϲθαι τῆϲ ϲυνεχοῦϲ αὐτῶν χρήϲεωϲ ,
5708898 ἀναπτυομενον
πάνυ πυρέττοιεν . αἰσθόμενος δὲ , ὅτι παχύτερον ἐγένετο τὸ ἀναπτυόμενον καὶ τὸ χολῶδες ἀπέθετο καὶ δυσανάγωγον ἤρξατο γίνεσθαι ,
καὶ πλεῖον , εἰ καὶ δυσῶδες εἴη καὶ ῥυπαρὸν τὸ ἀναπτυόμενον πῦον . εἰ δὲ τοιοῦτον εἶναι φαίνεται , τὸν
5707710 θελητον
τοῦ ἐθέλειν , ἐπιτάσει τοῦ α . αἱρετὸν γὰρ καὶ θελητὸν ὁ ἄεθλος καὶ τὸ ἄεθλον . Ἐνταῦθα δὲ ἄεθλά
τοῦ ἐθέλειν , ἐπιτάσει τοῦ α . αἱρετὸν γὰρ καὶ θελητὸν ὁ ἄεθλος καὶ τὸ ἄεθλον . Ἐνταῦθα δὲ ἄεθλά
5698221 εὐφυεστερον
καὶ Ἀριστοτέλης . Ἀλλὰ τὰ μὲν ὀνόματα ὅπως ἄν τις εὐφυέστερον ἔχοι , προσαρμοζέτω τοῖς πράγμασιν . Ὅτι δ '
οἱ χαριέστεροι τῶν διαιρούντων τὴν Ἀσίαν ἀπὸ τῆς Λιβύης ὅρον εὐφυέστερον ἡγοῦνται τοῦτον τῶν ἠπείρων ἀμφοῖν τὸν κόλπον ἢ τὸν
5697588 κακοζηλον
κολαφίζει καὶ τραχηλίζει † αὐτόν . γελοῖον δὲ τοῦτο καὶ κακόζηλον ὑπάρχει τὸ τοῦ Λυκόφρονος ῥητὸν τὸ . . καθ
μάλιστα τοῦ ἡδέος , ἐξοκέλλοντες δὲ εἰς τὸ ῥωπικὸν καὶ κακόζηλον . τούτῳ παράκειται τρίτον τι κακίας εἶδος ἐν τοῖς
5696995 ἀναλλοιωτον
αὐτὸ ἴσχει πάθος καὶ τὴν κρίσιν τὴν ἐπ ' αὐτῷ ἀναλλοίωτον . Τούτων οὕτω διωρισμένων ἀνάγκη , εἴπερ ἐκλείποι τις
. Ἐδόκει δ ' αὐτῷ τὸ πᾶν ἄπειρον εἶναι καὶ ἀναλλοίωτον καὶ ἀκίνητον καὶ ἓν ὅμοιον ἑαυτῷ καὶ πλῆρες :
5696120 δυϲπεπτον
ζύγαιναι καὶ δελφῖνεϲ καὶ οἱ μεγάλοι θύννοι , ϲκληρὰν καὶ δύϲπεπτον καὶ παχύχυμον ἔχουϲι τὴν ϲάρκα : ταριχευόμενα δὲ τὰ
ϲαφῶϲ . τοῦ δὲ κιτρίου τὸ μὲν ἔξω δριμὺ καὶ δύϲπεπτον , ἡ δὲ οἷον ϲὰρξ τρόφιμοϲ μέν , καὶ
5692449 παρατρεπειν
καὶ ῥυθμοῦ καὶ μέλους καὶ φυλάττειν σχῆμα καὶ ἐμμέλειαν μὴ παρατρέπειν καὶ ἀποπληροῦν τῶν διδαχθέντων τὴν ἀπαίτησιν , φύσεως δῶρα
, γοητεύειν , ἀπατᾶν ἐξαπατᾶν , παρακρούεσθαι , παράγειν , παρατρέπειν , ποικίλλειν , κακουργεῖν , φενακίζειν , πανουργεῖν ,
5689416 ξενοπρεπες
γὰρ πολλὰ οὕτω ταύτης τῆς τέχνης κρίνεται : τὸ γὰρ ξενοπρεπὲς οὔπω ξυνιέντες εἰ χρηστὸν , μᾶλλον ἐπαινέουσιν , ἢ
τὸ δὲ ἐν πολλοῖς ἰδιοτροπώτερον μὴ κατὰ τὸν Ἱπποκράτην ὅτι ξενοπρεπὲς καὶ μὴ ξύνηθες καταφρονηθήτω , ἀλλὰ τῇ πρὸς τὰ
5684882 μηκιϲτον
ϲτόμιον ἀνεῷχθαι : ἀνεϲθίει γὰρ τὸ δριμὺ τὰϲ φλέβαϲ . μήκιϲτον δὲ καὶ δυϲαλθὲϲ κακόν . καὶ γὰρ ἢν δοκέῃ
κοτε καὶ ἀπολυθέν τι ϲαρκίον : μὴ ἐϲ ὠτειλὴν ἰὸν μήκιϲτον κτάνει τόδε . χρόνιον γίγνεται κάρτα : τόδε καὶ
5684140 φιλοτεχνον
καὶ δαπανώσας τὸ πονηθέν , κοινῶς ἀναιροῦσι . τὸ δὲ φιλότεχνον αὐτῆς καὶ ἐγγὺς λογικῆς διανοίας μάλιστα θεωρεῖται , ἐκ
οὖσαν ἐν ταῖς ἀποτυχίαις ἀνθρώπους ἀντὶ τῶν θηρίων κατατοξεύειν . φιλότεχνον δ ' εἰς φαρμάκων θανασίμων συνθέσεις γενομένην τὸ καλούμενον
5681620 προσελειν
. ἡ δὲ ἑτέρα , ὅτι τοὺς . . . προσελεῖν . . . ὅτι ἔλεγον οἱ Ἀρκάδες , ὥς
ἀτιμάζομεν . . προσελεῖν τὸ ὑβρίζειν Ἀττικοὶ φασίν . . προσελεῖν τὸ ὑβρίζειν . . καὶ πυρρίαις : Ἀντὶ τοῦ
5672929 αὐξηθεν
εἶναι δοκοῦν αὔξεται καὶ παραμένει : οὕτω δὲ πάλιν ταχέως αὐξηθὲν τὸ ἀγαθὸν ἀφανίζεται ἀηδεῖ τινι γνώμῃ καὶ πείρᾳ σεσεισμένον
Τελεῖ ταῦτα ὁ θεός : τὸ γὰρ παιδίον ἐκεῖνο δὴ αὐξηθὲν γίγνεται Κλεόβουλος ὁ ὡραιότατος , καὶ ἀντὶ μικρᾶς ἀρᾶς
5672820 ἀποδιοπομπεισθαι
κακά , βλαβερά . ταλάντατον . ἀτυχέστατον . ἀποδιοπομπησόμεθα . ἀποδιοπομπεῖσθαί φασι ἀποτρέπεσθαι τὸν προστρόπαιον Δία καὶ οἱονεὶ καθαίρεσθαι τὰ
κακά , βλαβερά . ταλάντατον . ἀτυχέστατον . ἀποδιοπομπησόμεθα . ἀποδιοπομπεῖσθαί φασι ἀποτρέπεσθαι τὸν προστρόπαιον Δία καὶ οἱονεὶ καθαίρεσθαι τὰ
5672617 συναλγειν
δὲ ἄχθωνται , ποτέροις συνδιακείσεται : καὶ ὅταν ὁ μὲν συναλγεῖν αὐτόν , ὁ δὲ συνεορτάζειν ἐθέλῃ , εἰς πότερον
ἦλθον καὶ κατέλαβον τὴν ἀκρόπολιν , πῶς ἂν ἠξιοῦτε ; συναλγεῖν ἡμῖν τούτους , ἢ ἐφήδεσθαι , ἢ τί φρονεῖν
5672476 ὠφελιμοϲ
τοῦτο ἄϲθματοϲ καὶ ὀρθοπνοίαϲ παροξυντική . κεφαλῇ δὲ χρονίωϲ ἐψυγμένῃ ὠφέλιμοϲ : δυϲπαθῆ γὰρ αὐτὴν καὶ ϲτερεὰν ἀπεργάζεται . δεῖ
εἰ δὲ τὸ περιέχον μὴ εἴη ψυχρόν , καὶ ξύρηϲιϲ ὠφέλιμοϲ . εὐθὺϲ δὲ τοῖϲ εἰρημένοιϲ ϲυγχρίϲμαϲιν ἐπ ' ὀλίγον
5670620 διαῤῥεει
γὰρ ἐμπίνεται τοῖσι νεφροῖσι τὸ ὑγρὸν τὸ ἐπιῤῥέον , ἀλλὰ διαῤῥέει ἐπὶ κύστιν κάτω , ὥστε ὅ τι ἂν ἀποκερδάνωσιν
, ἐπὶ τῆς θαλάσσης , ἐξαπλοῖ , ἄνω ἀνατείνει . διαῤῥέει : διατρέχει , ἐξαπλοῦται , ὑψοῦται . Μέσος δὲ

Back