πελέκυς . Δυσκελάδοις : δυσήχοις , ἠχητικοῖς . ῥαιστήρια : βλαπτικὰ , φθαρτικά . χαλκεύονται : οἱ χαλκεῖς . Ἐϋσέλμοις
ἢ καὶ πρὸς τάχος ὀρφανὸν ἀποτελοῦσι τόνδε : δεδίασι καὶ βλαπτικὰ πάθη περὶ τὰς ὄπας . Ἥλιος δ ' ἂν
5750831 θηρια
τὸ πυριατήριον . ἐγχώριος ἀνήρ , ἐγχώριον πρᾶγμα ἀριστητικός ἥσθημα θηρία καπνοδόκην καυχήσεται καὶ γένηται τοῖσδε σάμερον κοπίς . τὰ
ἐγώ . Τοὺς μεγίστους , ἔφη , καὶ τὰ μέγιστα θηρία , ἃ πρότερον αὐτὸν κατήσθιε καὶ ἐκόλαζε καὶ ἐποίει
5558047 τετραποδα
μὲν θάλασσα ἔχει τοὺς ἰχθῦς , ἡ δὲ γῆ τὰ τετράποδα καὶ τὰ ἑρπετὰ , ὁ δὲ ἀὴρ τὰ πτηνά
, γεωργεῖν , σπείρειν , φυτεύειν , ὠνεῖσθαι δούλους , τετράποδα , οἰκοδομάς τε καὶ φρέατα ἐργάζεσθαι , ἀγαθόν τε
5308955 πτηνα
αἵματος γεννητικά , γυμναστικοῖς μᾶλλον σώμασιν ἐφαρμόζονται : τὰ δὶς πτηνὰ δὲ ἐναέρια κουφότερα μὲν πολλῷ καὶ οὐχ οὕτω πολύτροφα
γὰρ τὰ θηρία ὑπὸ τῶν φιλοσοφούντων μεταβάλλομαι , χερσαῖα ἔνυδρα πτηνὰ πολύμορφα ἄγρια τιθασσὰ ἄφωνα εὔφωνα ἄλογα λογικά : νήχομαι
5263253 ἀπεστραμμενα
μὲν εἰς ἀλλήλους ἔχουσιν ἐστραμμένα , τὰ κυρτὰ δ ' ἀπεστραμμένα πρὸς τὰ πλάγια τοῦ ζῴου μέρη . σαφῶς γε
: τὰ μὲν γὰρ πρὸς ἄρκτους ἐστραμμένα καὶ τὸν ἥλιον ἀπεστραμμένα βραδύπορά τέ ἐστι καὶ ἀτέραμνα καὶ θερμαίνεται καὶ ψύχεται
5222433 χερσαια
ἀλλοιοῦσα τὰ πράγματα : ἐπὶ δὲ τῶν ὁδευόντων ὁμοίως τὰ χερσαῖα καὶ τὰ τετράποδα τῶν ζῳδίων ἐπισκοπεῖν χρή . ἐπίμονα
θεὸς ποιήσας τὰ τετράποδα καὶ τὰ θηρία καὶ ἑρπετὰ τὰ χερσαῖα τὴν πρὸς αὐτὰ εὐλογίαν παρασιωπᾷ , τηρῶν τῷ ἀνθρώπῳ
5171418 ἑρπετα
τρίπον , ἀλλάσσει δὲ μόνον φύσιν ὅσς ' ἐπὶ γαῖαν ἑρπετὰ γίνηται ἀνά τ ' αἰθέρα καὶ κατὰ πόντον .
τῷ πέδῳ κινεῖσθαι , ἐβάλοντο ἰλυοὺς ἤτοι φωλεούς . λείπειΚαρίωνος ἑρπετὰ τοὺς φωλεοὺς ἐποίησαν . τὰ θηρία , οἱονεὶ κινώπεδα
5037104 ἑρποντα
, τὰ δὲ ὄνυξι καὶ ὁπλαῖς ἐκαρτέρωσε , τὰ δὲ ἕρποντα εὐχύτοις σώμασι καὶ εὐυποχωρήτοις ἐμαλάκυνε , καὶ ὅπως μὴ
τετράποδα περὶ τὰ ὅμοια , τὰ δὲ ἑρπυστικὰ περὶ τὰ ἕρποντα καὶ ὁλκὰ τῶν ζῴων : τὰ μὲν θηριώδη περὶ
5012600 σπλαγχνα
μέρος νωτιαίου λαμβάνει τινὰ μόρια καὶ διασπείρεται πρὸς τὰ ταύτῃ σπλάγχνα , καὶ τοῖς εἰρημένοις πρόσθεν ἀπὸ τῆς τρίτης συζυγίας
τοῖς πίνουσιν οἶνον ἢ ἀκόνιτον ἢ δορύκνιον . τὰ δὲ σπλάγχνα τῆς χηνὸς ὀπτὰ ἐσθιόμενα , τὸ μὲν ἧπαρ ὠφελεῖ
4958972 ἐνυδρα
ἔχει καὶ ὁ ἄνθρωπος ψύλλους καὶ φθεῖρας , καὶ [ ἔνυδρα ] ἕλμιγγας . Ἔχει ὁ μέγας κόσμος ποταμοὺς ,
: Μενέστωρ δέ φησι καὶ συκάμινον . ψυχρότατα δὲ τὰ ἔνυδρα καὶ ὑδατώδη . καὶ γλίσχρα δὲ τὰ ἰτέϊνα καὶ
4868907 δενδρα
ἀκρίδας λάλους , ἐλάμβανον τέττιγας ἠχοῦντας , ἄνθη συνέλεγον , δένδρα ἔσειον , ὀπώραν ἤσθιον : ἤδη ποτὲ καὶ γυμνοὶ
δὲ καλεῖ ἡ παλαιὰ συνήθεια καὶ πόας καὶ θάμνους καὶ δένδρα . λοιπὸν ὁ Ἱπποκράτης ἐπιφέρει θαυμαστὸν λόγον , ὅτι
4767254 ποικιλα
ὅτι δὲ τὰ αἰσθητῶς κενούμενα [ διάφορά ] τέ καὶ ποικίλα , ⌈ ὡς ἀπεδείξαμεν ⌋ [ ] ? ?
μόλις . ὠρέξατο : ἐπελάβετο , ἥψατο . Παναίολα : ποικίλα . μερμηρίζει : διανοεῖται , μερίζεται καὶ φροντίζει ,
4709536 μεγαθεα
παρὰ σέο εἰρημένος . Εἰ δὲ τοιοῦτοί τε ἐόντες καὶ μεγάθεα τοσοῦτοι ὅσοι σύ τε καὶ οἳ παρ ' ἐμὲ
ἐλάσσων εἶναι τοῦ Ἴστρου . Νήσους δὲ ἐν αὐτῷ Λέσβῳ μεγάθεα παραπλησίας συχνάς φασι εἶναι , ἐν δὲ αὐτῇσι ἀνθρώπους
4701702 παντοια
, καὶ παντοῖα μὲν χρώματα , παντοῖα δὲ σχήματα , παντοῖα δὲ πνεύματα ἀπεργαζόμενον πᾶσαν ἔκπληξιν καὶ βοὰς μετὰ ἀφροσύνης
ποικιλώτατον , ὁρατὰ δὲ λέγεται : ἐν ᾧ χρώματά τε παντοῖα καὶ κεχρωσμένα μυρία , πρᾶτα δὲ τέτορα , λευκόν
4683957 χρωμενα
τὴν φύσιν ἐστὶ τιθασά , τροφαῖς ἡμέροις αἷς ἀναδίδωσι γῆ χρώμενα καὶ μηδὲν εἰς ἐπιβουλὴν πραγματευόμενα . | δέκα δ
δ ' ὑπὸ γαστέρα πλησμονῆς ἔκγονα πάθη διαναστάντα , λύττῃ χρώμενα ἀκαθέκτῳ , προσπεσόντα καὶ ἐμπλακέντα τοῖς ἐπιτυχοῦσι , τὸν
4680789 εὐχυμιαν
ϲὰρξ αἵματοϲ μέν ἐϲτι παχυτέρου γεννητική , βελτίονοϲ δὲ εἰϲ εὐχυμίαν ἢ κατὰ βοῦν καὶ πρόβατον . κακόχυμοϲ δὲ οὐδὲν
λευκοῦ ἀποκλίνει τῶν ζῴων ἡ σάρξ , καὶ τὴν εἰς εὐχυμίαν χρῆσιν ἐκπέφευγε . Κοινῷ δὲ λόγῳ , τὰ μὲν
4671277 ἀγρια
οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι , λέων δ ' ὣς ἄγρια οἶδεν , ὅς τ ' ἐπεὶ ἂρ μεγάλῃ τε
ἀντιτυπεῖ δὲ ἔνδοθεν ταῖς τῶν λόγων ὁδοῖς παθήματα χαλεπὰ καὶ ἄγρια , καὶ ἐθισμοὶ φαῦλοι , καὶ ἀσκήσεις ἄδικοι ,
4637895 ἀβρωμα
πεζῶν ζῴων : ἐκλέγεσθαι δὲ ἐξ ἁπάντων τὰ εὐδιάλυτα καὶ ἄβρωμα καὶ ψαθαρὰν ἔχοντα τὴν σάρκα καὶ στυπτικήν , οἷον
μαλάχης , ἰχθύων δὲ οἱ πετραῖοι καὶ τῶν ὀρνίθων τὰ ἄβρωμα καὶ ἀπίμελα καὶ ὄρεια : ὀστρέων ὠφελιμώτατοι ἐχῖνοι πρόσφατοι
4634134 μορφωμασιν
τοῦ Ἑρμοῦ . Τῶν δὲ ἐν τοῖς νοτιωτέροις τοῦ ζῳδιακοῦ μορφώμασιν ὁ μὲν ἐν τῷ στόματι τοῦ Νοτίου ἰχθύος λαμπρὸς
ἀέρος ῥύσεις . πάλιν δὲ ἐν μὲν τοῖς τῶν πτερωτῶν μορφώμασιν ὄντες οἱ κύριοι τόποι , οἷον Παρθένῳ Τοξότῃ Ὄρνιθι
4600156 ζωα
κατὰ τὴν νῦν γέννησιν ἀποσημαίνει , ἅπαντα γὰρ φαίνεται τὰ ζῶα καὶ τὰ φυτὰ καὶ διαμένοντα καὶ γεννώμενα ἐν τοῖς
τούτων καὶ τὸ παντὶ ἐνδέχεται : οὐ πάντα δὲ τὰ ζῶα βαδίζει : οὐδὲ γὰρ τὰ ἑρπετά : ὥστε διὰ
4581757 ὀξεα
λιγαίνειν ] θρηνεῖν . Ξ λιγαίνειν ] ἤγουν λίγα καὶ ὀξέα θρηνεῖν . λιγαίνειν ] ὑμνεῖν . λιγαίνειν ] βοᾶν
μνώοντ ' ὀλοοῖο φόβοιο . πολλὰ δὲ Κεβριόνην ἀμφ ' ὀξέα δοῦρα πεπήγει ἰοί τε πτερόεντες ἀπὸ νευρῆφι θορόντες ,
4569573 ἐνυδροι
, πρὸς δὲ τούτοις ἐναιθέριοί τινες δυνάμεις καὶ ἐναέριοι καὶ ἔνυδροι , αἰσθητὰ δὲ τοῦ πρώτου θεοῦ ἔκγονα ἥλιος σελήνη
γὰρ χελώνης ὀρεινῆς ἡ λύρα ἐστίν . εἰσὶ δὲ καὶ ἔνυδροι : διὸ ὀρείαν εἶπεν : τουτέστι : μετὰ λύρας
4568596 συνουσιαστικον
ὁ : δ ' ὄνος χθόνιον ὡς Τυφῶνι φίλον καὶ συνουσιαστικόν : ἡ δὲ σελήνη μέση ἀμφοῖν , γῆς μὲν
, ἕτεροι ἀπ ' ἐκείνου πᾶνά φασι τὸν καταφερῆ καὶ συνουσιαστικόν , ὅθεν παρὰ Καλλιμάχῳ τὸ πᾶν τρύπανον αἰπολικόν .
4563972 χειροηθη
μορφῆς αὐτῶν ἀνέχεσθαι καὶ τὴν φωνὴν ὑπομένειν καὶ τὴν ὄψιν χειροήθη ποιεῖσθαι . οὕτως ἄρα οἱ στρατιῶται τὸ θάμβος τῶν
τὸν θυμὸν τῆς ἐριστικῆς ψυχῆς καὶ ποιῶν αὐτὴν τιθασὸν καὶ χειροήθη καὶ εἰρηναίαν καὶ ἵλεων πρὸς πάντα ἔργῳ τε καὶ
4551365 κουφα
τὰς θερινάς . ἀνάγκη γὰρ λαμπρὰ εἶναι καὶ εὐώδη καὶ κοῦφα . Διοκλῆς δέ φησι τὸ ὕδωρ πεπτικὸν εἶναι καὶ
πολυπραγμονεῖν . καί μοι λέγε : θερμὰ καὶ σκληρὰ καὶ κοῦφα καὶ γλυκέα δι ' ὧν αἰσθάνῃ , ἆρα οὐ
4544411 λευκα
γὰρ πᾶσι φαίνεται τὰ αὐτὰ ἡδέα τε καὶ λυπηρὰ καθάπερ λευκά τε καὶ μέλανα . Χρύσιππος τὸ μὲν γενικὸν ἡδὺ
τις ῥοφῶν . χηνείων δ ' ᾠῶν Ἔριφος : ᾠὰ λευκά γε καὶ μεγάλα : χήνει ' ἐστίν , ὥς
4532294 σκληρα
καὶ πρὸς τὰ δύσπεπτα καὶ δυσμετάβλητα τῶν ὄγκων , καὶ σκληρὰ καὶ πελιδνὰ διαπυΐσκει διὰ ταχέων , τὰς δὲ χοιράδας
ἑκάστοτε ἐν τοῖς συρίχοις πωλοῦντας ; οἳ κάτωθε μέν τὰ σκληρὰ καὶ μοχθηρὰ τῶν σύκων ἀεί τιθέασιν , ἐπιπολῆς δὲ
4526477 στηθη
στενώτερον , ὀφθαλμοὺς στίλβοντας καὶ μαρμαρύσσοντας , τράχηλον λεπτότερον , στήθη ἀσθενέστερα , ἄπλευρον , ἰσχία καὶ μηροὺς περισαρκότερα ,
ψιλὰ ὄπισθεν , τραχήλους μακρούς , ὑγρούς , περιφερεῖς , στήθη πλατέα , μὴ ἄσαρκα ἀπὸ τῶν ὤμων , τὰς
4525341 πεποικιλται
λευκοῦ πολὺ μελάντερον . τὸ δὲ κατὰ τὰς πτέρυγας αὐταῖς πεποίκιλται λευκῷ πριονώδεσιν σχήμασιν [ πυρώδεσιν καὶ ] παρ '
μὲν τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ποικίλματα , ἐπείπερ ἐν ὁρατῷ πεποίκιλται , κάλλιστα μὲν ἡγεῖσθαι καὶ ἀκριβέστατα τῶν τοιούτων ἔχειν
4517219 μελανα
καὶ ῥόδινον ἔγχει ἢ ῥαφάνου χυλὸν μετὰ ῥοδίνου ἢ ἐλλέβορον μέλανα μετὰ ὄξουϲ . πρὸϲ δὲ τοὺϲ χρονίουϲ ἤχουϲ ἐπὶ
τὴν μὲν μᾶζαν ἵνα λευκὴ παρῇ , ζωμὸν δὲ ταύτῃ μέλανα μηχανώμεθα , τὸ καλόν τε χρῶμα δευσοποιῷ χρῴζομεν .
4510610 καρποφορων
, καὶ ἰωνιὰ τῶν ἴων . ἐπὶ φυτῶν καὶ δένδρων καρποφόρων ἐρεῖς ἀκμάζει , ὀργᾷ , σπαργᾷ , βρύειμάλιστα δὲ
ἐπεὶ καὶ τὰς διαιρέσεις ὁμοίως , οἷον ἡμέρων ἀγρίων , καρποφόρων ἀκάρπων , ἀνθοφόρων ἀνανθῶν , ἀειφύλλων φυλλοβόλων . τὰ
4489922 ἀγριων
ἅμα φέρεται καὶ συντρέχει πρὸς τὴν σάλπιγγα : διὸ φαντασίαν ἀγρίων ποιεῖ : ὑπὲρ ὧν Τίμαιος κακῶς καὶ παρέργως ἱστορήσας
προνοίας καταστησαμένης εὐαίσθητα καὶ ταχύδρομά τινα καὶ ὑποηγουμένους εἶναι τῶν ἀγρίων ζῴων , ἁρμόδιόν ἐστιν μέτρῳ τινὶ καὶ τάξει καὶ
4477647 περιγειοτατη
τῆς κατὰ τὴν ἐνέργειαν καταρχῆς οἷον ἐπὶ σπλαγχνοσκοπίας . Σελήνη περιγειοτάτη οὖσα τῶν ἄλλων οὐρανίων τὰ τῇδε ταχύτητι μεταβάλλει τυχοῦσα
εἶναι , οὐχ εὑρίσκεται δὲ ἡ κατὰ τὸν Κριὸν θέσις περιγειοτάτη τῶν ἄλλων , ἀλλ ' ἔτι ταύτης αἱ κατὰ
4456834 ζῳα
αἰτίοις . αὐτίκα ὁ ἥλιος εἷς ὢν πάντα δημιουργεῖ τὰ ζῷα καὶ οὐδὲν αὐτοῦ τὴν πᾶσαν δύναμιν καταδέχεται : μήποτε
παράδοξον ὡς πρὸς τοὺς ἑτεροφύλους ἀντικρινόμενον : τὰ γάρ τοι ζῷα τὰ δακετὰ καὶ τὰ ἐγχρίμπτοντα πάμπολλα ὄντα μηδὲν αὐτοὺς
4452284 θηριων
τῶν κυνηγῶν μετηνέχθη . ἕπονται γὰρ οἱ κύνες τοῖς τῶν θηρίων ἴχνεσιν ἐν τοῖς κυνηγεσίοις . τινὲς δὲ προστακτικῶς ἀνέγνωσαν
δὲ τὴν Λιβύην διὰ τὸ πλῆθος τῶν κατὰ τὴν χώραν θηρίων ἀοίκητον πρότερον οὖσαν ἐξημερώσας ἐποίησε μηδεμιᾶς χώρας εὐδαιμονίᾳ λείπεσθαι
4433829 λαμπρα
καὶ αὐτῷ καὶ ἐν πολέμοις ἐστὶν ἔργα τῇ τε τόλμῃ λαμπρὰ καὶ οὐκ ἀποδέοντα τῇ εὐτυχίᾳ , πλήν γε δὴ
. Καὶ μὴν καὶ ἄλλους ἴδοις ἂν τὰ μὲν προοίμια λαμπρὰ καὶ τραγικὰ καὶ εἰς ὑπερβολὴν μακρὰ συγγράφοντας , ὡς
4420733 ἐδωδην
. . . . ὅς τέ μοι ὕπνον ἀπεχθαίρει καὶ ἐδωδὴν . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι ἀπεχθαίρει ἀντὶ
εἰσιν ἀπληστίας ὑπηρέται καὶ ὑπουργοί , πάνθ ' ὅσα πρὸς ἐδωδὴν τέμνοντές τε καὶ λεαίνοντες καὶ τὸ μὲν πρῶτον γλώττῃ
4420730 ἁλωτα
ἐλάφων καὶ ἄρκτων καὶ λεόντων , ὅπως σοφίᾳ καὶ δόλῳ ἁλωτά . ὅσα δὲ ἐλλείπειν μοι δοκεῖ ἐν τῷ λόγῳ
παρασκευάσασθαι , καὶ πάγας ὅπως ἱστάναι τοῖς θηρίοις ὅσα πάγῃ ἁλωτά . καὶ περὶ λαγωῶν δὲ λέλεκται , ἥτις ἡ
4419674 ἐοικοτα
μέγ ' ἀνδράσι δεῖμα φέροντα , οὕνεκ ' ἔσαν ζωοῖσιν ἐοικότα κινυμένοισι . Καὶ τὰ μὲν ἂρ πολέμοιο τεράατα πάντα
ὡς καὶ παρ ' Ὁμήρῳ : ἦ ὀλίγον οἷ παῖδα ἐοικότα γείνατο Τυδεύς . ὁ δὲ νοῦς : οὐδὲ ὀλίγων
4391788 ὀρνιθων
, καὶ προκινέεσθαι δοκέει ἐν αὐτῷ τοτὲ μὲν οἷον εἴδωλον ὀρνίθων , τοτὲ δὲ οἷον φακοὶ μέλανες , καὶ τἄλλα
ἐγὼ ἐγχριμφθεὶς ὑπεναντίον ἀΐξαντα οὐκ ἴδον : ὀφθαλμοὶ δέ μοι ὀρνίθων λελίηντο : πρίν περ ἀναστήσαντος ἀπὸ χθονὸς αὐχένα δεινὸν
4376873 διαδρομαι
εὐθὺς μὲν οὖν χαρμονή τε ἦν περὶ τὴν οἰκίαν καὶ διαδρομαί τινες ἀνδρῶν . τε καὶ γυναικῶν , καὶ οἱ
ἰχθύων δεξαμενάς , μυρμήκων ταλαιπωρίαι καὶ ἀχθοφορίαι , μυιδίων ἐπτοημένων διαδρομαί , σιγιλλάρια νευροσπαστούμενα . χρὴ οὖν ἐν τούτοις εὐμενῶς
4374134 νοθειαν
Κελτοὶ τῷ Ῥήνῳ ποταμῷ κρίνουσι τὰ γνήσια τέκνα καὶ τὴν νοθείαν τῶν βρεφῶν : ἐμβάλλοντες γὰρ εἰς ἀσπίδα τὰ βρέφη
προσήκοντα ἐκλέπουσιν : ὑποπηγνύμενα δὲ ἐκεῖνα , ἑαυτοῖς συνεγνωκότα τὴν νοθείαν ἐπιπέταταί τε , καὶ παρὰ τὸν γεινάμενον στέλλεται .
4369386 ἀερια
φλέβας , ἐξέδρας . Ἔχει ὁ μ . κ . ἀέρια ζ . : ἔχει κ . ὁ ἄνθρ .
κολαστὰς προσμαρτύρεται τὸν αἰθέρα καὶ τοὺς ἀνέμους , ἤτοι τὰ ἀέρια στοιχεῖα : τοὺς ποταμοὺς καὶ τὰς πηγάς , τὴν
4348529 ὀξυρροποι
ἀγχίνοι καὶ μνήμονες ὡς τὰ πολλὰ καὶ πρὸς τὰς ὀργὰς ὀξύρροποί εἰσι , καὶ ᾄττοντες φέρονται ὥσπερ τὰ ἀνερμάτιστα πλοῖα
μνήμονες ὡς τὰ πολλὰ καὶ πρὸς [ τὰς ] ὀργὰς ὀξύρροποί [ ] εἰσιν , καὶ ᾄττοντες φέρονται [ ]
4340892 ῥευματα
μὲν καὶ ἔρρινον φάρμακον καὶ τὰ χρόνια τῶν ὤτων ἰᾶται ῥεύματα καὶ τῶν ἑλκῶν τὰ παλαιὰ κατά τε ὦτα καὶ
καὶ τὸν ὄγκον τῆς γαστρὸς τὸν ἔγκαιρον . Ῥοαί : ῥεύματα . τῇδ ' : τῆσδε , ταύτῃ δὲ τῇ
4336934 ἀφροδισια
ἐσθίειν καὶ πίνειν ψεκτόν ἐστιν . ὁμοίως δὲ καὶ τὰ ἀφροδίσια ἡδέα εἰσι καὶ ἀναγκαῖα τοῖς ἔχουσι λιθῖτιν νόσον ἢ
κοίτην ἐπιτίθει ὑπὸ τὰ στρώματα καὶ κατέχει τὰς ἐπὶ τὰ ἀφροδίσια ὁρμάς . ἄλλο . κορίαννον ἢ γλήχων ἐσθιόμενος πολλάκις
4335425 νομας
ἐμπῖπτον ταῖς πόαις καὶ ταῖς τῶν ἑλείων καλάμων κόμαις , νομὰς τοῖς βουσὶ καὶ τοῖς προβάτοις παρέχει θαυμαστάς , καὶ
περιίστασθαι τὰ νήπια . ἔξωθεν δὲ καταπλάττειν οἷς εἰς τὰς νομὰς παρεκελευσάμην . ἀλλὰ καὶ εἴ τις περιχρίει τὰ κύκλῳ
4333708 κατοικιδιοι
ἀκρατῶν περὶ τὰ ἀφροδίσια ἡ παροιμία εἴρηται : οἱ γὰρ κατοικίδιοι μύες ἄγαν πρὸς τὴν ὀχείαν κεκίνηνται , καὶ μάλιστα
τῆς φύσεως ξυναπόληται πρὶν ἄλλος ἀφέληται φθάσας . Μύες δὲ κατοικίδιοι ἐφαλλόμενοι ἔφοδον σημαίνουσι . Καὶ ταῦτα μὲν ἐξ ἐπινοίας
4329614 μεταδιδοντα
αὐτὸν ἔχειν ἀλλὰ καὶ ἄλλοις μεταδιδόναι : καὶ τὸν μὲν μεταδιδόντα ὡς ἀκρότατον χρὴ τιμᾶν , τὸν δ ' αὖ
, ὀνομάζεται συνώνυμα ὡσανεὶ σὺν τῷ ὀνόματι καὶ τοῦ ὁρισμοῦ μεταδιδόντα ἀλλήλοις , ὥσπερ κατηγορεῖται τὰ γένη τῶν οἰκείων εἰδῶν
4329551 ὀρνεα
ἀντὶ δὲ περικεφαλαίας τὴν χύτραν , ἵνα μὴ ἐφιπτάμενα τὰ ὄρνεα τύπτῃ αὐτούς . τὰς δὲ μυρρίνας πρὸς τὸ ἀποσοβεῖν
πελίας καλεῖσθαι καὶ τοὺς γέροντας πελίους : καὶ ἴσως οὐκ ὄρνεα ἦσαν αἱ θρυλούμεναι πελειάδες , ἀλλὰ γυναῖκες γραῖαι τρεῖς
4326853 ἀνθρωπομορφα
γένος τῶν διατιθεμένων ὡς ἐπίπαν καταλαμβάνεται . τὰ μὲν γὰρ ἀνθρωπόμορφα ζῴδια κατά τε τὸν ζῳδιακὸν καὶ τοὺς ἀπλανεῖς περὶ
καὶ τὸν ὡροσκόπον τῆς καταρχῆς . ἐὰν μὲν οὖν ὦσιν ἀνθρωπόμορφα ὑπὸ λῃστῶν καὶ ἁπλῶς ἀνθρώπων τὰ κακὰ γίνεται ,
4325707 ψυχροτητι
κράσεις καὶ τὰς ἀποστάσεις τοῦ ἡλίου διάφορός ἐστιν ἡ γῆ ψυχρότητι καὶ θερμότητι , ἔτι δὲ ξηρότητι καὶ ὑγρότητι ,
ζῶα , καὶ ὑγείην τοῖσι σώμασι παρέχει ὁκόσα μὴ ὑπερβάλλει ψυχρότητι : καὶ ταῦτα δὲ βλάπτει , διότι μεγάλας τὰς
4318328 ποιμνια
μίαν ἐξ ἀμφοῖν ἀγέλην ὁρᾶσθαι : ἔτι δὲ αἰπόλια καὶ ποίμνια συμμιχθέντα ἐπὶ νομῆς διημερεύσαντα ῥᾳδίως καὶ πρᾴως ὑπὸ τῶν
μηδέ , ὅταν ἀληθεύωσι , πιστεύεσθαι . καί που παιδίον ποίμνια νέμον ἐφ ' ὑψηλοῦ τόπου ἱστάμενον πολλάκις ἀνέκραγε :
4313971 πυρωδη
, ἀλλὰ μᾶλλον τῇ ὅλῃ κράσει . τὴν ἐξ ἀρχῆς πυρώδη δυσκρασίαν ἦν ἐσχηκὼς , ἣν ἄλλοι ὀλίγου δεῖν ἅπαντες
, ταριχευόμενος ἐν καρδάμῳ . Σκίλλα δύναμιν ἔχει δριμεῖαν , πυρώδη : πολύχρηστος δὲ γίνεται ὀπτηθεῖσα , στέατι δ '
4312091 πτηνων
τε καὶ ξηραντικώτεραι τῶν ἐν τοῖς τετράποσι , τῶν δὲ πτηνῶν αὐτῶν αἵ τε τῶν ἀλεκτορίδων καὶ τῶν περδίκων ἀμείνους
τὰ πτερὰ τῶν χηνῶν καὶ μᾶλλον ἀλεκτορίδων καὶ πάντων τῶν πτηνῶν αἱ κοιλίαι , κοχλίοι , καὶ μᾶλλον τρὶς ἑψηθέντες
4299744 ἀποφθινει
φιλάνορας τρόπους λέξαι πρὸς ὑμᾶς : ἐν χρόνῳ δ ' ἀποφθίνει τὸ τάρβος ἀνθρώποισιν . οὐκ ἄλλων πάρα μαθοῦς '
μυστήρια τούτων ἀλλήλοις ἐκφαίνουσιν . δ ' ] γάρ . ἀποφθίνει ] φθείρεται . τάρβος ] ὁ φόβος . δύσφορον
4285434 ἀνθη
, ὁ δὲ οἶκος αὐτῶν χῆρός ἐστι , καὶ τὰ ἄνθη τὰ ἐν τῷ λειμῶνι περὶ αὐτὰ γηρᾷ . ἐγὼ
δόξαν κεκτῆσθαι , καὶ κομίζειν αὐτὸν τῇ Αἰγίνῃ φαιδρὰ τὰ ἄνθη τῶν στεφάνων μετὰ τῶν Χαρίτων φθέγξαι . προθύροις δέ
4283770 εἰαρινῃ
ὅτε μυῖαι σταθμῷ ἔνι βρομέωσι περιγλαγέας κατὰ πέλλας ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ , ὅτε τε γλάγος ἄγγεα δεύει : ὣς ἄρα
ἀνταγωνισταὶ πλείους ἢ ὅσαι μυῖαι κατὰ σταθμὸν ποιμνήιον ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ . ὃν δέ φημι σοφιστήν , ἀγνοεῖν προσποιῇ πάλαι
4274225 πεπονι
συνάγουσι τὰς ὀφρῦς τε καὶ τὴν κοιλίαν , ἀνθοσμίᾳ δὲ πέπονι , νεκταροσταγεῖ . ] Κηφισοφῶν ἄριστε καὶ μελάντατε ,
περὶ τὴν μασχάλην καὶ τὴν ἥβην , τὸ δὲ τῷ πέπονι παρὰ τὴν τοῦ μαστοῦ θηλήν , καὶ μᾶλλον τὴν
4273963 ὀμματα
λιπαραῖς ταῖς χερσὶν ἀπευθύνειν μετὰ συμμέτρου συντονίας μαλάσσοντας τά τε ὄμματα αὐτῶν ἡσυχῆ καὶ καταψύχοντας , ἔτι τε φλεβοτομεῖν αὐτοὺς
τε καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐξεκάλυψεν αὐτόν , καὶ ὃς τὰ ὄμματα ἔστησεν : ἰδὼν δὲ ὁ Κρίτων συνέλαβε τὸ στόμα
4271836 κνωδαλα
δὲ καὶ ἄπυστος ὁποίποτε κείσομαι σηπόμενος , εἰς εὐλὰς καὶ κνώδαλα μεταβάλλων . Συνάπτεις γάρ , ὦ Ἀξίοχε , παρὰ
πάντα τεοῖσι δ ' ὑπὸ σπλάγχνοις ἔσκ ' ἁβρὰ Μουσᾶν κνώδαλα : Πιερίδων θ ' ἁλιευτὰς ἔπλεο , θυμέ ,
4263214 καρπουϲ
ἀγωγόν , μάραθρον ἠδὲ ϲέλινον τὰ λάχανα ἢ τουτέων τοὺϲ καρπούϲ . ἀγαθὸν δὲ καὶ πράϲον τῇ δριμύτητι καὶ κράμβη
μὲν τὰ ϲκέλεα ὑπὲρ ϲφυρὰ καὶ γούνατα , καὶ χειρὸϲ καρπούϲ τε καὶ βραχίοναϲ ἔνερθε τῶν ὤμων πρὸϲ τοῖϲι ἀγκῶϲι
4260220 λεοντων
, ὅτε τὰ πάτρια τεύχεα παρεδίδοσαν , ἰὼ μάκαιρα ταυροκτόνων λεόντων ἔφεδρε , τῷ Λαρτίου , σέβας ὑπέρτατον . Ἔχοντες
αὐτὸν οὐχ ἵππων λέγει πατέρα οὐδὲ μὰ Δία κυνῶν ἢ λεόντων ; ὅτι τοῖς μὲν ἄλλοις ἅπασι ζῴοις οὐ μέτεστιν
4249163 λασια
ἀπαύστῳ ῥύμῃ φλογός , ἐκαίοντο μὲν ἀγροὶ καὶ λειμῶνες καὶ λάσια ἄλση καὶ ἕλη δασύτατα καὶ δρυμοὶ βαθεῖς , ἐκαίετο
ταλασιουργίας . τῆς ξαντικῆς . ταλασιουργία δὲ ἢ ὅτι τὰ λάσια ἐργάζεται , ἢ παρὰ τοὺς ταλάρους . κατὰ τὸν
4246657 ἠθη
καὶ ὅτι καὶ βίον καὶ τόπους οἰκείους , οὓς ἐκάλεσεν ἤθη , χωρὶς τῶν ἀνθρώπων ἀπένειμεν αὐτοῖς ὁ Ζεὺς ἐν
οὕτω δὲ ἄρα μισοπόνηρα καὶ αὐθάδη τὰ τῶν τότε Ῥωμαίων ἤθη καὶ φρονήματα ἦν καί , εἴ τις αὐτὰ βούλοιτο
4246014 μαλακα
ἔχων ὀρθὰς ὥσπερ ὀξυάκανθος : φύλλα ἐπιμήκη , ὑπολίπαρα , μαλακά . ἔστι καὶ ἑτέρα παρ ' αὐτὴν λευκοτέρα .
εἰρημένων ἁπάντων τὰ μὲν ἧττόν ἐστι , τὰ δὲ μᾶλλον μαλακά , σκληρὸν δ ' ὁμοίως τούτοις οὐδέν : ἀλλά
4245233 χερσαιων
τῶν ἐλεφάντων ; ὅτι μέγα τὸ ζῷον , καὶ τῶν χερσαίων τὸ μέγιστον , εἰς τὴν τῶν ἐντυγχανόντων ἔκπληξιν παραχθέν
θαλάττης ἀναχωρήσεως , ἑκάστου τῶν τοῦ ὅλου μερῶν διαλύσεως , χερσαίων φθορᾶς κατὰ γένη ζῴων . κατασκευάζειν δὲ τὸ μὲν
4239472 ἰλυωδεις
καὶ ἀνώμαλοι ἀηδίαι καὶ παραπλήσιοι ἐρυγαί , ἰχθυώδεις τε καὶ ἰλυώδεις καὶ βρωμώδεις καὶ ἀλλόκοτοι ποιοτήτων αἰσθήσεις περὶ τὸν ἄνθρωπον
Οἱ δὲ παρὰ τὰς τῶν ποταμῶν εἰσβολὰς καὶ παρὰ τοὺς ἰλυώδεις καὶ ἑλώδεις τόπους καὶ ἔνθα ἐκδιδόασιν ὀχετοὶ διαιτώμενοι ,
4229463 ἀπιμελα
καὶ χόνδρος ἐσκευασμένος ἐν ῥοφήματος ἰδέᾳ , καὶ χοίρεια κρέα ἀπίμελα λίαν ἑφθά : οἶνος δὲ ἐρυθρὸς παχύτερος , ψυχρῷ
λευκοῦ καὶ ὑποστύφοντος , καὶ τῶν πτηνῶν τὰ ἄβρωμα καὶ ἀπίμελα καὶ τὰ παραπλήσια : εἰ δὲ χυμὸς λεπτὸς χολώδης
4227172 ἀσπαραγοι
σελίνου πινόμενα καὶ τῶν λαχάνων σκάνδιξ καὶ γιγγίδιον , ἕλειοι ἀσπάραγοι , καὶ τεῦτλα μετὰ σινάπεως καὶ κάππαρις , καὶ
δὲ ὁ Κυρανὸς μεταλλάσσων λέγει : Τῆς οὖν βοτάνης οἱ ἀσπάραγοι κατὰ τὴν πρώτην ἐκβλάστησιν ἑφθοὶ ἐσθιόμενοι οὖρά τε καὶ
4225773 εὐσημος
αὐξηθῆι βροτοῖς . Μεθ ' ὃν κύκλου φοραῖσι ταῖς πολυστρόφοις εὔσημος οὐκ ἄσημός ἐστι Τοξότης τὰ νέρθε δεικνὺς γαστρὸς οὐ
] ἐν . ἁλοῦσα ] ἁλοῦσα δὲ ἡ πόλις . εὔσημος ] ἐπίσημος τῶι καπνῶι . θύελλαι ] τῆς φθορᾶς
4223094 ποικιλματα
ἀνιέρωται τῷ Ἀπόλλωνι , ὁπόσα τῶν ταῖς χερσὶν ἁρμοζόντων τεκτόνων ποικίλματα ἄγων τὸν Κρισαῖον λόφον . . . . .
ὠλένας πρὸς οὐρανὸν ῥίπτονθ ' , ἵν ' οἰκεῖς ἀστέρων ποικίλματα . σύ θ ' , ἣ ' πὶ τὠμῶι
4219828 ζωων
κηρύσσουσιν . Τί μοι λοιπὸν καταλέγειν τὸ πλῆθος ὧν σέβονται ζώων Αἰγύπτιοι , ἑρπετῶν τε καὶ κτηνῶν καὶ θηρίων καὶ
δέ τι παρόμοιόν ἐστι τὸ ζητούμενον καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ζώων πρὸς τὸν ἄνθρωπον πότερα κατὰ φύσιν ἢ κατὰ στέρησιν
4208815 χειμωνων
καὶ τῷ ἀέρι καὶ ταῖς ὥραις αἷς ἕκαστα σπείρουσι καὶ χειμώνων καὶ εὐδιῶν . ἀλλὰ τοῦτο μὲν σκεπτέον , ἐφ
αʹ , Ἰατρικὰ βʹ , Περὶ μονάδος αʹ , Σημεῖα χειμώνων αʹ , Ἀστρονομικὸν αʹ , Ὀπτικὸν αʹ , Περὶ
4207441 διαχωρησις
καὶ μελάνων διαχωρήσιας ἐν ὀξεῖ κώφωσις , κακόν : αἵματος διαχώρησις τούτοισιν ὀλέθριον , κώφωσιν δὲ λύει . Οἷσιν αἱμοῤῥαγίαι
κάμνων γίγνεται . Τὰ δὲ σημεῖα : ἡ μὲν μέλαινα διαχώρησις θάνατον σημαίνει , ἡ δὲ ὁμοίη τῷ ὑγιαίνοντι ὁκόταν
4194116 νεμομενα
ψυδράκια φλεγμαίνοντα καὶ νύττοντα , μάλιστα περὶ τραχήλῳ καὶ πλευραῖς νεμόμενα , ἔσθ ' ὅτε δὲ καὶ περὶ χερσὶ καὶ
γεγενημένων πόλεων , ὑπήκουε δὲ αὐτῷ πάντα τὰ ἔθνη τὰ νεμόμενα τὴν ἑτέραν ἤπειρον μέχρι τῶν ἀοικήτων τῆς γῆς λεγομένων
4192489 ἀλση
, φυτουργήματα ἀμπελουργία ἀμπελουργήματα , κηπεύματα κῆποι , παράδεισοι , ἄλση . καὶ γεωργικοί , φυτουργικοί , ἀμπελουργικοί , κηπουρικοί
Ἀτλαντίδας καὶ τὴν Δαρδάνου γένεσιν . ἐνταῦθα δὲ καὶ τὰ ἄλση τό τε Ἰωναῖον καὶ τὸ Εὐρυκύδειον . . .
4170307 πλαζονται
: γράφεται γενέθλης . Τῶν : ἀφ ' ὧν . πλάζονται : νήχονται . ἀολλέες : ὁμοῦ , συνηθροισμένοι .
ταρασσομένας πομφόλυγας . * πέριξ : περὶ τὴν πλευράν * πλάζονται : ἀναστρέφονται φέρονται * ἀμυδρήεσσαι : μέλαιναι μικραί μικραί
4162722 αἰλουρων
αἴλουρος οὐ πλείω ἐτῶν ἕξ . Αἰλιανοῦ . Ὅτι τῶν αἰλούρων ὁ μὲν ἄρρην ἐστὶ λαγνίστατος , ὁ δὲ θῆλυς
ὑψηλοῦ παρήκοντος ἐπὶ σταδίους διακοσίους , πλήρους δ ' ὄντος αἰλούρων , ἐν ᾧ συνέβαινε μηδὲν ὅλως πτηνὸν νεοττεύειν μήτε
4157522 μελισσαις
μύρον γοῦν ἀνθρώποις μὲν ἥδιστον φαίνεται , κανθάροις δὲ καὶ μελίσσαις δυσανάσχετον : καὶ τὸ ἔλαιον τοὺς μὲν ἀνθρώπους ὠφελεῖ
Ἀσενὲθ ἐπὶ τὰ χείλη . Καὶ εἶπεν ὁ ἄνθρωπος ταῖς μελίσσαις : ὑπάγετε δὴ εἰς τοὺς τόπους ὑμῶν . Καὶ
4152094 λυκων
γελῶν ταῦτα ἔφη : Καλῶς εἴρηκας , ὦ πρώταρχε τῶν λύκων : ἀλλὰ πῶς σὺ χθὲς ἣν ἐκράτησας ἄγραν κοίτῃ
γένυν . αἱ δ ' ἀγκάλαισι δορκάδ ' ἢ σκύμνους λύκων ἀγρίους ἔχουσαι λευκὸν ἐδίδοσαν γάλα , ὅσαις νεοτόκοις μαστὸς
4151765 ἀμπεχονας
ἀριθμὸν φιλίας σαφοῦς ξυνεληλαμένα . Σιτία μὲν καὶ ποτὰ καὶ ἀμπεχόνας , καὶ ὅση ἄλλη χρεία σωμάτων , πορίζονται οἱ
τίς τὰ διαφανῆ καὶ λεπτὰ θέριστρα , τίς τὰς ἀραχνοϋφεῖς ἀμπεχόνας , τίς τὰ ἐπηνθισμένα ἢ βαφαῖς ἢ πλοκαῖς διὰ
4149825 φυτα
τὰ φυτά , προσιόντος δὲ τοῦ χειμῶνος , στεγάζουσι τὰ φυτά . εἰ δὲ βούλει κίτρια ἐρυθρὰ ποιῆσαι , ἐγκέντρισον
ζʹ . ὁποῖα εἶναι δεῖ τὰ μέλλοντα φυτεύεσθαι τῶν ἐλαιῶν φυτά . ηʹ . ἐλαίας πολυφόρους ποιῆσαι . θʹ .
4146789 χοιρεια
, ἐλάφεια κρέα , αἴγεια , βόεια , λάγεια , χοίρεια , ἧπαρ , νεφροί , ὄρχεις , ἐγκέφαλος ,
μόνον τὴν τῶν κρεῶν ἐξαλλαγὴν δηλοῖ , ὡς ὀρνίθεια , χοίρεια , ἐρίφεια , βόεια λέγων , ἀλλὰ τὴν σκευασίαν
4143787 ἐξανθηματα
, οἷς περὶ τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ τραχήλου ὄγκοι τινὲς καὶ ἐξανθήματα ἐπανίστανται . ἀλλὰ γὰρ ἡ συνέχεια τῶν κατὰ τὸ
τὸ πλεῖϲτον καὶ γλυκυτέρᾳ διαίτῃ ῥᾷϲτα θεραπεύεται . γίνεται δὲ ἐξανθήματα μεγάλα κατὰ χρόαν λευκὰ κνηϲμὸν ὀλίγον ἐπιφέροντα , πλεονάζοντα
4143611 κερκοπιθηκους
παλαιοὶ ἀνακεῖσθαι τῇ Σελήνῃ . σφίγγας δὲ καὶ λύγκας καὶ κερκοπιθήκους [ τοὺς τὰς οὐρὰς ἔχοντας ] καὶ εἴ τι
σαρκοφαγεῖν τὰ τῶν συγγενῶν σώματα . Πετροκυλιστὰς δ ' εἶναι κερκοπιθήκους κτλ . : Μεγασθένης ἐν τῇ δευτέρᾳ τῶν Ἰνδικῶν
4139003 ὀξεις
καὶ οὐδὲν ἐμοῦ συμβούλου δεόμενα : οὐ γὰρ συνετοὺς καὶ ὀξεῖς ἀποφαίνειν τοὺς μὴ παρὰ τῆς φύσεως τοιούτους φησὶ τοῦτο
ἐπὶ πνεύμασιν γενομένους , λέγω δὴ τοὺς ἐφημέρους , καὶ ὀξεῖς μὲν , ἡσσωμένους δὲ τῇ χειρὶ , τοὺς ἐπὶ
4138641 πτερα
ὑπ ' αὐτῶν λευκαίνεται τὸ ὕδωρ πληττόμενον πτίλα δὲ τὰ πτερὰ παρὰ τὸ ἐν τῷ πέτεσθαι ? τίλλειν καὶ κόπτειν
φωνήν . ὁ δὲ Ἡλιόδωρος τὸ πρότερον . τανύπτερος τεταμένα πτερὰ ἔχων . τανυσσάμενος ἐκταθείς . δηλοῖ δὲ καὶ τὸ
4138253 πυροι
, πανσπερμία ἐν γλυκεῖ ἡψημένη : χίδρον δὲ οἱ ἑφθοὶ πυροί . Κηρίναν δὲ ὀπώραν λέγει τὸ μέλι . :
, πανσπερμία ἐν γλυκεῖ ἡψημένη : χίδρον δὲ οἱ ἑφθοὶ πυροί . κηρίναν δὲ ὀπώραν λέγει τὸ μέλι . καὶ
4135045 πατρικα
ὁ γὰρ θεὸς εὑρετὴς οἴνου , ᾥτινι ἑορτάζουσιν . Οὐ πατρικὰ αὐλεῖ μέλη : ἐπὶ τῶν οὐχ ὁμοίως τοῖς πατράσι
Κρόνος σὺν Ἡλίῳ τὸν μὲν πατέρα κακοθάνατον , τὰ δὲ πατρικὰ φθείρει , καὶ πλεῖον τὸ κακὸν ἐν νυκτερινῇ γενέσει
4131086 θηριωδη
περὶ τὰ ἕρποντα καὶ ὁλκὰ τῶν ζῴων : τὰ μὲν θηριώδη περὶ τὰ ἄγρια καὶ βλαπτικὰ τῶν ἀνθρώπων , τὰ
ἀταξίαν εἰς τάξιν ἀγαγών , ὁ τὰ ἄμικτα ἔθνη καὶ θηριώδη πάντα ἡμερώσας καὶ ἁρμοσάμενος , ὁ τὴν μὲν Ἑλλάδα
4125232 ἑλικες
' ὅτε τῷ ῥοφουμένῳ ὕδατι οἰνάνθη ἢ ἐμβρεχέσθωσαν τῷ ὕδατι ἕλικες ἀμπέλου ἢ ῥόας χυλοῦ βραχὺ ἐμβλητέον τῷ ποτῷ :
] λόγῳ . . χθὼν ] ἡ γῆ . . ἕλικες ] συστροφαί . . στεροπῆς ] ἀστραπῆς . ζάπυροι
4123210 κερατα
ἐπλάζοντο . Ξενοφῶν Ἀναβάσεως ζʹ : κατὰ τὸν Θρᾴκιον νόμον κέρατα οἴνου προὔτεινον . καὶ ἐν τῇ ἕκτῃ : ἔπινον
Κράτης γράφει μαλκιόωντες . [ νήκεροι δὲ κατὰ στέρησιν οἱ κέρατα μὴ ἔχοντες : τὸ γὰρ νη στερητικόν ἐστι .
4114059 τρωκτα
ῥίζης γίνεται , κηρίῳ σφηκῶν ἰδέην ὁμοιότατον : ἐν τούτῳ τρωκτὰ ὅσον τε πυρὴν ἐλαίης ἐγγίνεται συχνά , τρώγεται δὲ
βίον καὶ γάλα καὶ φοίνικας αὐτῷ καὶ τυρὸν προσφέρουσι καὶ τρωκτὰ ὡραῖα καὶ τὰς ἄλλας ἀπαρχὰς τῶν ἐπιχωρίων . Λόγος
4109771 καρκινοι
θάλατταν : καὶ οἱ κάραβοι καὶ οἱ ἀστακοὶ καὶ οἱ καρκίνοι καὶ τἆλλα τὰ τοιαῦτα , ὥστε μὴ μεγάλης ἄγαν
τὴν παχυτάτην ὓλην . ἐκ γὰρ μελαίνης χολῆς ζεούσης οἱ καρκίνοι πεφύκασι συνίστασθαι , καὶ εἰ δριμύτερόν τι τύχῃ ,
4107706 λασιοι
μέν εἰσι κατὰ τοὺς κύνας τοὺς χερσαίους τοὺς μικρούς , λάσιοι δέ εἰσι καὶ τὴν οὐράν . λέγονται δὲ τῷ
παρὰ τοὺς ἐν ταῖς πεπερίσι , μέλανές τε γὰρ καὶ λάσιοι ἦσαν καὶ τὰ εἴδη κύνειοι καὶ σμικροῖς ἀνθρώποις ἴσοι
4100676 ἀμφιβιος
ταμίης νεφελώδεος Οὐλύμποιο , Αἰγόκερως , γαίης τε καὶ ὕδατος ἀμφίβιος θήρ , Κριὸς ὅ τ ' οὐρανίου κορυφῆς ὅρος
ἐστι ξανθὸν καὶ λεῖον : φιλεῖται δὲ ὑπὸ τῶν ἰχθύων ἀμφίβιος ὤν , καὶ νηχόμενος αὐτοὺς κατεσθίει περὶ αὐτὸν συναγομένους
4086908 πεφυκοτα
ἀναλῶσαι . αἰσχρὸν οὖν ἡγοῦντο τὸν μὲν ἀπ ' ἀθανάτων πεφυκότα πάντα ποιεῖν ἕνεκα τοῦ τὴν πατρίδ ' ἐλευθερῶσαι ,
καὶ ῥίζα , σὺν αὐτῷ προελθοῦσα τὸν ἀπ ' ἐκείνου πεφυκότα τρόπον , ὥσπερ καὶ ἡ μία ῥίζα τῶν πάντων
4082291 ἀγαθοποιιαν
, εἶτα καὶ αὐτὸς ὁ λʹ . Ζεὺς δὲ πρὸς ἀγαθοποιίαν καὶ δόξαν διὰ τριάδος : γʹ δʹ εʹ γίνονται
τυγχάνειν καὶ ἕτι τοῦ τὸν κατὰ διάμετρον συσχηματισμὸν ἀσύμφωνον πρὸς ἀγαθοποιίαν εἶναι : τῷ δὲ τοῦ Διὸς ὄντι εὐκράτῳ καὶ
4079430 στικτοι
. Κραιπνόν : ταχέως . βαλιοί : κατάστικτοι , . στικτοί : κατάστικτοι . ἐρύσωνται : λάβοι , ῥύσωνται ,
γράφεται φύονται . Ὀξυβελῆ : μέγαν , ὀξέως βάλλοντα . στικτοί : ποικίλοι . μόχθοις : κόποις , ἀνάγκαις .
4076562 ἀκηρατοι
αὐτὸ πρῶτον λαμβάνοντες . ἐπεὶ γὰρ ἐκεῖνοι φύσει καθαροὶ καὶ ἀκήρατοι , ἐφ ' ὅσον ἠγγίκασιν αὐτοῖς οἱ ἄνθρωποι κατὰ
τούτων καὶ βέλη : σκοποὶ δὲ αὐτοῖς ψυχαὶ νεοτελεῖς καὶ ἀκήρατοι . . . [ [ Μὴ παραλανθάνωμεν ὑμᾶς αὐτοὺς

Back