, οὐ μὴν ἐς θάνατον , ἀλλ ' ὡς ἔτι βιώσιμα εἶναι τῷ ἑαλωκότι . οὐκοῦν ἐρρύη μὲν αἷμα ,
μὲν ζῷα , πολλοὺς δὲ ἀνθρώπους , ἅπαντα ἔμπεδα καὶ βιώσιμα : δωροφορεῖν δὲ οὐ μόνον τὴν γῆν τοὺς καρπούς
6295324 ἀῤῥενες
τίκτεται : γεννῶνται . Οὔτε τι θῆλυ : οὔτ ' ἄῤῥενες , οὔτε θήλεις εἰσίν . ἀπ ' ἀμοιβῆς :
ἄῤῥενες προτρέχουσιν , αἱ δὲ θήλειαι ἐπακολουθοῦσιν : οἱ γὰρ ἄῤῥενες ἐν τῷ τρέχειν παρατρίβονται τὰς ἑαυτῶν γαστέρας , καὶ
5989258 φθοην
ἢ γυναιξὶν ἢ ὅπως ἂν ὁ τράγος κελεύῃ συναναφυρέντες ἢ φθόην ἢ περιπνευμονίαν ἢ ὕδερον οὐ χαλεπῶς συνελέξαντο ἐκ τῆς
ἰσχυρὰ , καὶ ἀπορίᾳ εἰχόμην , καὶ ὁ θεὸς σημαίνει φθόην εἶναι . καὶ τῆς ἐπιούσης οἱ κρόταφοι καὶ ὁ
5917867 τεταρταια
ἑορτή ἐστι τῇ πρὸ ὀκτὼ καλανδῶν Δεκεμβρίων . Τριταία καὶ τεταρταία οὖσα ἡ σελήνη , καὶ λεπτὴ καὶ καθαρὰ φαινομένη
∠ ʹ ιʹ , τριταία ὥρας βʹ γʹ ιεʹ , τεταρταία ὥρας γʹ εʹ , πεμπταία ὥρας δʹ , ἑκταία
5897872 δακρυουσι
καὶ τὸ στόμα ἀνοίγειν οὐ δύνανται , καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ δακρύουσι θαμινὰ καὶ ἕλκονται , καὶ τὸ μετάφρενον πέπηγε ,
: οἱ δὲ πενθοῦντες πολλά : καὶ γὰρ ἐπὶ πολὺ δακρύουσι . παρὰ δὲ τὸ μέγεθος , ὡς ἐπὶ αἰγῶν
5696281 τρυγωντες
πραγμάτων ἐπ ' αὐτοὺς ἐδέησεν , ἀλλ ' ἔμενον ὀρφανίας τρυγῶντες οἵ τε ὀρχούμενοι οἵ τε μιμούμενοι αἵ τε μιμούμεναι
πιεζόμενον τριπτήρ , ἐν ᾧ δὲ τὰς σταφυλὰς βάλλουσιν οἱ τρυγῶντες σταφυλοβολεῖον : ὁμοίως δὲ ᾧ ἐμπατοῦνται ληνός . τὰ
5574447 ἀποιῳ
εἶναι , εἶτα τὸν νοῦν διὰ πραγμάτων ἀνηνύτων διακρίνειν ἐξὸν ἀποίῳ οὔσῃ τὴν ποιότητα καὶ τὴν μορφὴν ἐπὶ πᾶσαν ἐκτεῖναι
εἰσιν ἐν ἑνὶ ὑποκειμένῳ : ἡ μὲν γὰρ θερμότης ἐν ἀποίῳ σώματι ἡ δὲ λευκότης ἐν πεποιωμένῳ σώματι ὡς δευτέρα
5574294 καθιϲταται
ὡϲ ἔφην , πρὸ τῶν ὕπνων : καθυπνοῦντι γὰρ εὐθὺϲ καθίϲταται ὁ κόποϲ . οὗτοϲ δὲ καιρὸϲ καὶ εἰϲ παιδοποιίαϲ
, κἂν ἔτι μᾶλλον πλεονάϲῃ τιϲ , μελαγχολικὸν τὸ αἷμα καθίϲταται . χρὴ οὖν ἀπέχεϲθαι τῆϲ ϲυνεχοῦϲ αὐτῶν χρήϲεωϲ ,
5572252 ἐχιδναι
ἐκλέπουσι πολλόν τι χρῆμα τῶν τέκνων . Αἱ μέν νυν ἔχιδναι κατὰ πᾶσαν τὴν γῆν εἰσι , οἱ δὲ ὑπόπτεροι
Ἐπειδὴ δὲ συνεχῶς τοῖς γεωργοῖς τὰ ἰοβόλα ἐνοχλεῖ θηρία , ἔχιδναι καὶ φαλάγγια καὶ ὄφεις καὶ μυγάλαι ἰοβολοῦσαι , καὶ
5530607 ἐνδιδοι
ἴϲχει . ἀλλὰ καὶ πνεῦμά κοτε ξυνιϲτὰν ἐν πλευρῷ δίψαν ἐνδιδοῖ καὶ ὀδύνην πονηρὴν μαλθακήν τε θέρμην : καὶ τόδε
, ἀμφιϲχεῖν τὸ ἀλγέον χωρίον ἱκανή . οὐ γὰρ εἴϲω ἐνδιδοῖ τὸ ἄλγοϲ , ἀλλ ' ἐϲ εὖροϲ κέχυται .
5513552 οὐϲι
διὸ πρὸϲ λέπραϲ ἀλφοὺϲ ψώραϲ καὶ λειχῆναϲ τοῖϲ ἄλλοιϲ ἠπιωτέροιϲ οὖϲι χρώμεθα : τὸ γὰρ τραχὺ ἀλκυόνιον οὐ μόνον ἀπορρύπτει
, μήτε προϲθετικῷ μήτε κενωτικῷ , ἐν τοῖϲ παροξυϲμοῖϲ μήτε οὖϲι μήτε μέλλουϲιν , ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ Περὶ νούϲων
5512280 ἐξερυθροι
οὗτοι φρενιτικοὶ ἀποβαίνουσιν . Ἐν τοῖσι κατὰ πλεύμονα αἱ λίην ἐξέρυθροι ἀποστάξιες , πονηρόν . Μετὰ βράγχου πτύελα γλίσχρα ,
: οἱ δὲ πρὸς τὴν χεῖρα νοτιώδεες : οἱ δὲ ἐξέρυθροι : οἱ δὲ πελιοί : οἱ δὲ ἔξωχροι :
5476963 ἡϲϲον
ἕλκεα . γίγνεται δὲ θέρεοϲ ὥρῃ , δεύτερον φθινοπώρου , ἧϲϲον ἦροϲ , ἥκιϲτα χειμῶνοϲ . καὶ διάρροιαι μὲν παιδίοιϲι
ὑγρὸν καὶ θερμὸν ἔαρ : δεύτερον τὸ θέροϲ , μετόπωρον ἧϲϲον , χειμὼν δὲ ἥκιϲτα . θνῄϲκουϲι δὲ θέρεοϲ μὲν
5461568 πληϲμονην
μέλλονταϲ ἡλιοῦϲθαι ἡλίῳ μάλιϲτα θερινῷ ὁμιλεῖν δεῖ καὶ δριμυφαγίαν καὶ πληϲμονὴν πεφυλάχθαι καὶ οἰνοφλυγίαν καὶ ἀπεψίαν , προυγραίνειν δὲ τὰ
εὕροιϲ αἴτιον , εἰ μὲν διὰ τὴν τοῦ παντὸϲ ϲώματοϲ πληϲμονὴν ἐγένετο , τὸ πᾶν ϲῶμα κενώϲαϲ ἰάϲῃ τὴν κεφαλαλγίαν
5460544 ἀνειμενοι
οἱ δὲ τοὺς μακροτέρους τε τῶν λόγων ἀνέχονται καὶ μᾶλλον ἀνειμένοι τὰς γνώμας ὑπάρχουσιν , ὡς Ἀθηναῖοι : καὶ τῶν
ἐπωνυμία αὐτοῖς ἥκει , οἱ δὲ μανοί τέ εἰσι καὶ ἀνειμένοι μᾶλλον , καὶ ὑγροὶ ἅμα ἐν ταῖς περιστροφαῖς κατὰ
5437373 ἀποκτεινει
, ὃν ἐάν τις μασησάμενος ἐμπτύσῃ εἰς στόμα ἑρπετοῦ , ἀποκτείνει . Λύκαψις τὰ μὲν φύλλα ὅμοια ἔχει θρίδακι ,
γίνεται Ἴτυλος καὶ Νηΐς . Ἴτυλον δὲ ἡ μήτηρ Ἀηδὼν ἀποκτείνει διὰ νυκτὸς , δοκοῦσα εἶναι τὸν Ἀμφίονος παῖδα ,
5434624 ἀπειριτα
κρέμαται . Δυσπαίπαλος : δυσκίνητος . Λάπτει : δάκει . ἀπείριτα : χωρὶς πέρατος . Κεραΐζει : τυπεῖ , οὐτᾷ
βαρύθων ἔστη κρατερῆς ὑπ ' ἀνάγκης , δάπτει δὲ στομάτεσσιν ἀπείριτα δήϊα φῦλα βεβρυχὼς ὀδύνῃσιν : ἐπιστροφάδην δ ' ἑκάτερθεν
5434313 αὐαι
ὑστέρας ὧδε μελεδαίνειν , ὅκως μήτε ὑγραὶ ἔωσι μήτε λίην αὖαι : ἀλλὰ τὰς μὲν ξηροτέρας εὐχύλως , ὅσῳ αὐχμηρότεραί
ἁμόν , μή μευ λωβάσησθε τὰς ἀμπέλος : ἐντὶ γὰρ αὖαι . τοὶ τέττιγες , ὁρῆτε τὸν αἰπόλον ὡς ἐρεθίζω
5425616 τικτουσιν
λεπτυνόντων , ὥστε μὴ πολλὴν ἀθροίζεσθαι ὕλην παχεῖαν , ἣν τίκτουσιν εἰκότως καὶ ἀθροίζουσιν ἀδδηφαγίαι τε ἄτακτοι καὶ μετὰ τροφὴν
ὁ ὀπωρινὸς καιρός . Καὶ οἱ μὲν ἅπαξ τοῦ ἔτους τίκτουσιν , ὁ δὲ λάβραξ δὶς τίκτει , οἱ δὲ
5422395 ῥηγνυνται
ἔστιν αἳ ἀπολλύουσιν , καὶ τὰ νέρθεν τῶν ποδῶν αὐταῖς ῥήγνυνται . εἰ δὲ εὐψυχότεραι εἶεν , καὶ θραύοιεν ἂν
ἐὰν ᾖ νότια καὶ εὐδιεινά : ἐὰν δὲ ἐπιλάβῃ καύματα ῥήγνυνται . Περὶ δὲ Τάραντα προφαίνουσι μὲν ἀεὶ πολὺν καρπόν
5379464 φθειρονται
δῆλον γάρ , ὡς τὰ χρόνῳ γεννώμενα καὶ ἐν χρόνῳ φθείρονται . . πεύθετο . ἔμαθε γάρ , φησί ,
οἱ ἄνθρωποι , καὶ οἱ ἐν τῇ χώρᾳ καρποὶ οὐδέποτε φθείρονται : ῥόδα μὲν γὰρ αὐτόθι καὶ λευκόια καὶ ἀσπάραγοι
5378820 ϲπανιωϲ
καὶ ἡμεῖϲ ἐπελεξάμεθα τὴν τούτου γραφήν : ὁ γὰρ πομφόλυξ ϲπανίωϲ μὲν εὑρίϲκεται , ἑτοίμωϲ δὲ νοθεύεται . δοκιμαϲία πομφόλυγοϲ
δηλοῖ τὴν ἀνάγκην . Τὸ τῆϲ ἀποπληξίαϲ πάθοϲ οὐδαμῶϲ ἢ ϲπανίωϲ θεραπεύεται : θάνατον γὰρ ἀπειλεῖ ϲύντομον . εἰ δέ
5372977 νωθροι
καυστικοὶ , ἀκρίτως δὲ περιψύχοντες , διὰ ταχέων περικαέες , νωθροὶ , κωματώδεες , σπασμώδεες , ὀλέθριοι . Οἱ κωματώδεες
κατὰ , κατὰ τὰς ὁδοὺς , κατὰ τὰς πορείας . νωθροὶ δὲ κέλευθα : βραδέως εἰλοῦνται ἐν τῇ πορείᾳ ,
5365595 κατακορης
ὡσαύτως σφοδροτέρας ; ἢ πάμπαν ἀπολείπει ταῦτα αὐτόν , ἂν κατακορής τις τῇ μέθῃ γίγνηται ; Ναί , πάμπαν ἀπολείπει
ἔχουσα μὲν ἐκ καταῤῥόου καὶ πρότερον , τότε δὲ ἦν κατακορής : καὶ ἄγρυπνος , καὶ δυσφόρως φέρων τὸν πυρετὸν
5355182 χοιροι
. Γ φανερὰν ζαμίαν : ἐπειδὴ κόραι ἦσαν καὶ οὐ χοῖροι . ἡ δὲ τούτων φροντὶς καὶ δαπάνη πολλή ἐστι
. ἔστι δὲ τὸ καλούμενον ζωγρεῖον κανονωτόν , ὅπου οἱ χοῖροι τρέφονται . Γ ἀφ ' Ἑστίας ἀρχόμενος : ἐν
5344689 τικτουσα
κέρας ἦεν σημαίνων , ὅτι Γαῖα φερέσταχυς οὐκ ἀπολήγει ἀνθοκόμους τίκτουσα καὶ ὠδίνουσα κορύμβους . καὶ τροχαλοῖς μελέεσσι φορεύμενος ὁλκὸν
πλημμελὲς γέννημα θυμὸν ἐκτέμνει δεόντως , ἵνα στειρωθεῖσα παύσηται βλαβερὰ τίκτουσα καὶ γένηται μερὶς τοῦτο ἁρμόζουσα τῷ φιλαρέτῳ , οὐ
5344106 προσαρτης
εὐρώστοις ἀγγείοις ἡ βάσις ἐπικεῖσθαι τοῦ χιτῶνος , εἰ μὲν προσαρτὴς εἴη , κομιστέον ὁλόκληρον , μόνας τὰς ἀντοχὰς μὴ
προσαρτεῖς γίγνονται , αἱ δὲ προσφυεῖς : ἡ μὲν γὰρ προσαρτὴς εὐμετακίνητός ἐστιν , ἡ δὲ προσφυὴς βεβηκυῖα ὑποπίπτει ,
5336352 ἀποσιτοι
περὶ κρίσιν , λαῦροι μὲν , ὀλιγήμεροι δέ : οὐκ ἀπόσιτοι δὲ πάνυ , οὐδὲ πυρετώδεες , οὐδέ τι κενεαγγητέον
ὑποστροφώδεες οἱ πυρετοὶ , καὶ ἔς τι πλανώδεες , καὶ ἀπόσιτοι , καὶ χολώδεες : καὶ δυσεντερίαι , ἀπόσιτοι ,
5334122 κωματωδεες
κοπιώδει , πυρετώδει , ῥῖγος , ὀλέθριον : καὶ οἱ κωματώδεες ἐν τουτέοισι , κακόν . Ὀφθαλμιῶντι ἀνδρὶ , πυρετοῦ
ἰσατώδει διαχώρημα , διὰ παντὸς κακόν . Ἐν τουτέοισι πολλοὶ κωματώδεες ἦσαν καὶ παράφοροι , οἱ δὲ ἐξ ὕπνων τοιοῦτοι
5321041 ὁλῃσι
σιτία μεταβάλλειν . Ξυμφέρει δὲ τὰ τοιάδε ὡς ἐπιτοπουλὺ τοῖσιν ὅλῃσι πτισάνῃσιν αὐτίκα χρεομένοισιν . Αἵ τε γὰρ ὀδύναι ἐν
λούοις , οὐδὲν ἂν βλάπτοις . Χρέεσθαι δὲ λουτροῖσι τοῖσιν ὅλῃσι πτισάνῃσι χρεομένοισι παραπουλὺ μᾶλλον ἐνδέχεται , ἢ τοῖσι χυλῷ
5314848 εὐρειαϲ
τοῦ θεραπευομένου ὀφθαλμοῦ : ὅϲοι γὰρ ὀφθαλμοὶ κατὰ φύϲιν φλέβαϲ εὐρείαϲ ἔχουϲιν αἵματοϲ μεϲτὰϲ καὶ ὅϲοι γλαυκοί , οὐδόλωϲ φέρουϲι
δὲ τὰϲ φλέβαϲ ἔχουϲιν . οἱ γὰρ καταπίμελοι καὶ φλέβαϲ εὐρείαϲ ἔχοντεϲ οὐ φύϲει εἰϲὶ καταπίμελοι ἀλλ ' ἐπίκτητον ἔϲχον
5311711 ἐπιτεξ
τὰ πολλὰ εἴσω πυλῶν ἀλινδούμενος ; Ἡ ὗς ἡ πρῴην ἐπίτεξ εἶναι νομιζομένη ἀρτίως τέτοκε , καὶ ἔχω δελφάκων ἀφθονίαν
ὅτι τὸ αἷμα μινύθει . Φημὶ δὲ γυναῖκα , ἢν ἐπίτεξ ᾖ , πνεῦμα πυκνὸν ἀφιέναι , καὶ ἢν ἡ
5311533 ὑγροτηϲ
ὅταν οὖν πολὺ ᾖ τὸ θερμόν , δαψιλὴϲ δὲ ἡ ὑγρότηϲ , τό τε τὴν μὲν προϲπελάζουϲαν ἐπιπολῆϲ ὑγρότητα ἐκκαίει
. Θερμοῦ καὶ ὑγροῦ ἐγκεφάλου ϲημεῖα . Εἰ δ ' ὑγρότηϲ προϲείη τῇ θερμότητι , βραχὺ μὲν ὑπερβαλλουϲῶν ἀμφοτέρων τὸ
5310238 βαρυηκοοι
κατήκοοι , εὐήκοοι , δυσήκοοι , ἀνήκοοι , ὀξυήκοοι , βαρυήκοοι , αὐτήκοοι , ἀξιάκουστον , ἀνηκουστεῖν , ἀνήκουστον ὡς
ὁκοίως ἂν ἔχοντα τὰ σώματα αἱ ὧραι παραλαμβάνωσιν . Νότοι βαρυήκοοι , ἀχλυώδεες , καρηβαρικοὶ , νωθροὶ , διαλυτικοί :
5284097 ῥηϊδιωϲ
νέκρωϲιϲ , καὶ γαγγραινώϲιεϲ , καὶ τὰ ἐπὶ τῇδε κακὰ ῥηϊδίωϲ κτείνει . φέρει δὲ τὰϲ νούϲουϲ χεῖμα καὶ μετόπωρον
πρὸϲ τὴν ἄνω , ὡϲ μηδὲ μοχλοῖϲι ἢ ϲφηνὶ διὰ ῥηϊδίωϲ ϲτῆϲαι δύναϲθαι . ἢν δὲ καὶ βίῃ διαγαγὼν τοὺϲ
5268335 κοιλιη
ἐλαχίστῳ ὕδατι ψυχρῷ ἢ μελικρήτῳ . Ὁκόσοισι δὲ ἐν πυρετοῖσι κοιλίη ὑγρὴ καὶ γνώμη τεταραγμένη , οἱ πολλοὶ τῶν τοιουτέων
δὴ παρέχει , καὶ τῶν σιτίων ἀποκλείονται , ἥ τε κοιλίη ἐξελκοῦται , στῆσαι δὲ χαλεπὸν ἤδη γίνεται αὐτήν .
5258765 αἱμορραγιῃ
πάϲχουϲα . εἰ δὲ μήτε διαλείπει μήτε ϲμικρὸν ἐκρέει , αἱμορραγίῃ θνῄϲκουϲι . ϲημήϊα δὲ πρὸϲ τῇϲι χροιῇϲι τοῦ ῥόου
, ἀϲφυξίη , ψῦξιϲ , ἀφωνίη . ἐπὶ δὲ τῇ αἱμορραγίῃ καὶ ὀξύτεροι οἱ θάνατοι , ὁκοῖόν τι ἐν ζώῳ
5258070 καυθεντες
καὶ προσστέλλει , καὶ οἱ ἐχῖνοι δ ' ὁμοίως ἀμφότεροι καυθέντες σὺν τῷ σώματι παντί , καὶ διφρυγὲς καταπασσόμενον καὶ
ναρκισσίνῳ , καὶ κλύσαι . Κλυσμοὶ καθαρτήριοι : ὄλυνθοι χειμερινοὶ καυθέντες , καὶ βραχέντες ἐν ὕδατι : ἀποχέαι δὲ τὸ
5256810 ἀποϲιτοι
ἀπολελυμένη : γαργαλιϲμοὶ αὐτόματοι πλευρέων καὶ μαϲχαλῶν : ϲπαϲμώδεεϲ , ἀπόϲιτοι , εἰ δὲ προϲφέροιντο , ἁρπάγδην , ταραχώδεεϲ .
οὐδὲ ἡλικίῃϲι μειλίχιοι , ἄγρυπνοι , δυϲόνειροι πολλοῖϲι ἀλλοκότοιϲι , ἀπόϲιτοι , πέψαι κακοί : ἄχροοι , μολυβδώδεεϲ : δυϲμαθέεϲ
5252275 ἀργαι
Ἡσίοδος ἐν ἔργοις καὶ ἡμέραις . κηφῆσι . κηφῆνες αἱ ἀργαὶ τῶν μελισσῶν , κόθουροι δὲ οἱ ἄκεντροι καὶ κολόβουροι
οἰκοδομίαις λίθων αἱ μὴ εὐγώνιοι καὶ μὴ συνεξεσμέναι βάσεις , ἀργαὶ δέ τινες καὶ αὐτοσχέδιοι : μεγάλοις τε καὶ διαβεβηκόσιν
5249879 θνῃϲκουϲι
πάθοϲ : νέοι δὲ τουτέων ἧϲϲον πάϲχουϲι , μᾶλλον δὲ θνῄϲκουϲι : ἀκμάζοντεϲ ἥκιϲτα : γέροντεϲ δὲ πάντων μᾶλλον καὶ
, εὖτε , πρὶν ἢ καθεθὲν ἐκφανῆναι τὸ αἷμα , θνῄϲκουϲι οἵδε : ἦν δὲ ἡ κοιλίη πληρευμένη αἵματοϲ .
5247692 ἀψυχιη
ἅπαντα κρύπτεται . ὕπνοι βαρέεϲ , νωθροί , ϲμικροί : ἀψυχίη , ϲμικρολογίη , φιλοζωΐη . καρτερίη , οὐκ ἀπὸ
' ἔργον ἔρεξας Ἐρετρικόν , ἀλλ ' ὅμως ἄνανδρον : ἀψυχίη γὰρ ἡγεμὼν ἔπειγέ σε . Καὶ οὗτοι μὲν οἱ
5246294 Μνευις
. Ἐφ ' οὗ οἱ βόες Ἆπις ἐν Μέμφει καὶ Μνεῦις ἐν Ἡλιουπόλει καὶ ὁ Μενδήσιος τράγος ἐνομίσθησαν εἶναι θεοί
καὶ δεύτερος Χῶος , ὅτε καὶ ὁ Ἆπις καὶ ὁ Μνεῦις , ἀλλὰ καὶ ὁ Μενδήσιος τράγος θεοὶ ἐνομίσθησαν .
5243745 ὑγρη
ἀλλ ' ἀποῤῥεῖ . Γνοίης δ ' ἂν τῷδε : ὑγρὴ γίνεται , καὶ τὸ ἀποῤῥέον μυξῶδες καὶ γλίσχρον οἷα
ἔχωσι , σιτίων δὲ μὴ ἐπιθυμέωσι , καὶ ἡ κοιλίη ὑγρὴ ᾖ , καὶ τὸ πῦον χλωρὸν ἢ πελιὸν ,
5242977 πτισανῃσι
τὰ πλεῖστα παραπλήσιαί εἰσιν αἱ τιμωρίαι τοῖσί τε ὅλῃσι τῇσι πτισάνῃσι χρεομένοισι , τοῖσί τε τῷ χυλῷ αὐτέῳ : τοῖσι
προφάσιας καὶ ἑτέρας τοιαύτας ἔτι μᾶλλον , οἱ ὅλῃσι τῇσι πτισάνῃσι χρεόμενοι , ἑβδομαῖοι καὶ ὀλιγημερώτεροι θνήσκουσιν : οἱ μέν
5241125 ἀχρηστοι
οὐκ ἄχρηστα , οἱ ἁλτῆρες οὐκ ἄχρηστοι , ἀλλὰ τισὶν ἄχρηστοι , τισὶν πάλιν χρήσιμοι . ἄν μου πυνθάνῃ νῦν
διακόσια στάδια κεκμηκότες , ἀσύντακτοι , διεσπαρμένοι πρὸς μάχην ἦσαν ἄχρηστοι . ὁ δὲ τοὺς αὑτοῦ στρατιώτας βεβρωκότας , ἀναπαυσαμένους
5239037 πεμπταιοι
δὲ ἐναταῖοι ἢ ἑνδεκαταῖοι : οἳ δ ' ἂν ἄρξωνται πεμπταῖοι πονέεσθαι , καὶ τἄλλα κατὰ λόγον αὐτέοισι γίγνηται ,
πόνος τῇ πρώτῃ ἡμέρῃ γίγνεσθαι , τεταρταῖοι πιεζεῦνται μάλιστα καὶ πεμπταῖοι : ἐς δὲ τὴν ἑβδόμην ἀπαλλάσσονται : οἱ μέντοι
5235797 πυος
; οὔ φημ ' ἐγώ . οὐδὲ χόρι ' οὐδὲ πυὸς οὐδ ' ἧπαρ κάπρου οὐδὲ σχαδόνες οὐδ ' ἠτριαῖον
; οὔ φημ ' ἐγώ . οὐδὲ χορί ' οὐδὲ πυὸς οὐδ ' ἧπαρ κάπρου οὐδὲ σχαδόνες οὐδ ' ἠτριαῖον
5235382 μεταβαλλομενοι
ὑμῶν προθύμων εἶναι μενοῦμεν : οὔτε γὰρ ὅσια ἂν ποιοῖμεν μεταβαλλόμενοι οὔτε ξυνηθεστέρους ἂν ἄλλους εὕροιμεν . πρὸς τάδε βουλεύεσθε
δέ , ὡς ἀφ ' ὧν ἐκρίναμεν , ταχέως αὖθις μεταβαλλόμενοι . Καὶ οὔπω λέγω τὸ μεῖζον ἔγκλημα , ὅτι
5212337 πορφυραι
καὶ σπερματίαν ὠνόμαζον . τήθη , κογχύλια , ὄστρεα , πορφύραι , κήρυκες , κάραβος , ἀστακός , χῆμαι ,
ληφθέντα συνδιαφθείρει καὶ τὰ ἄλλα . Τὰ μικρὰ χημία , πορφύραι καὶ κήρυκες ὅσα τε ἄλλα τῶν ὀστρακοδέρμων σκληρὰν ἔχει
5208664 ὑποχολα
δύσιας νότια καὶ ὑέτια ἦν . Μειράκιον , μυξώδεα , ὑπόχολα , πέπονα , γλίσχρα , συχνὰ διαχωρήματα : πῦρ
καὶ βὴξ , καὶ ὑποχωρήματα πουλλὰ , ὑδατώδεα , καὶ ὑπόχολα . Ὁ πυρετὸς ἐδόκει λῆξαι περὶ ἑβδόμην : ἡ
5208209 ἰνδαλματα
τὰ ἐν τῷ ἀρχηγικῷ ἑνί , καὶ μᾶλλον ἀντικειμένως : ἰνδάλματα δ ' οὖν ἐκείνων ἔσχατα δέχεσθαι , καθὰ καὶ
. αἵ τε γὰρ ἀκρίδες καὶ οἱ ὄφεις , χρυσοειδῆ ἰνδάλματα καὶ ἐπ ' αὐτῶν κατέστικται : οἱ δὲ ἰχθῦς
5191724 θηλαζει
πρόσωπον δὲ μόσχου βοός . γεννᾷ ὥσπερ τὰ τετράποδα καὶ θηλάζει . ἔχει δὲ δυνάμεις πολλάς . Ταύτης ἡ πυτία
τῶν πτητικῶν ζῳοτόκον . τίκτει γὰρ σκυμνία , καὶ ταῦτα θηλάζει ἅμα πετομένη , ὑπὸ τὰς μασχάλας αὐτὰ ἔχουσα .
5189661 φθειρουσιν
ἔχων ἀπαλλαγάς . Αἰθέρα καὶ Γαῖαν πάντων γενέτειραν ἀείδω . φθείρουσιν ἤδη χρήσθ ' ὁμιλίαι κακαί . θεοῦ γὰρ οὐδεὶς
ἐφημένα καρπὸν ἀποβόσκεται . Κτείνω δ ' οἳ κήπους εὐώδεις φθείρουσιν λύμαις ἐχθίσταις : ἑρπετά τε καὶ δάκετα πάνθ '
5183512 ψυχραι
εἰϲ τὴν χρῆϲιν εὔφοροι , ἥκιϲτα δὲ αἱ ξηραὶ καὶ ψυχραὶ καὶ ἡ μὲν τῶν ἀκμαζόντων εὔθετοϲ , ἡ δὲ
κατοπτῶσι τούς γε προϋπάρχοντας ἐν αὐτῷ χυμούς : αἱ δὲ ψυχραὶ παχὺν μὲν καὶ δύσρουν καὶ δυσκίνητον ἐργάζονται τὸν ἤδη
5176266 ξηρη
ἑπτά : βήξ τε γὰρ ἴσχει μιν , βληχρὴ καὶ ξηρὴ ἐοῦσα , γαστήρ τε σκληρὴ γίνεται , ἅτε τοῦ
καὶ μαλακόν : καὶ γὰρ ἡ ὥρη θερμή τε καὶ ξηρὴ , καὶ ποιέει τὰ σώματα καυματώδεα καὶ αὐχμηρά :
5170832 ὀξεεϲ
. ἢν ὦν μέγα ᾖ τὸ κακόν , εὐκίνητοι , ὀξέεϲ τὴν αἴϲθηϲιν , ὕποπτοι , ὀργίλοι οὐκ ἐπ '
δὲ κοῖλα καὶ ἀνεϲθίοντα ἐϲ τὰ ἄνω γένηται , πυρετοὶ ὀξέεϲ , ἀλαμπέεϲ , ἐν τοῖϲι ϲπλάγχνοιϲι ὑποβρύχιοι : περίψυξιϲ
5163162 Ὁκοσαι
παντάπασιν ἀφανέα ᾖ , αἱ μῆτραι καθάρσιος ταύτῃσι προσχρῄζουσιν . Ὁκόσαι δὲ εὔχροοί τέ εἰσι καὶ σάρκα πολλήν τε καὶ
: ἢν δὲ μὴ παύηται , φάρμακον δοῦναι κάτω . Ὁκόσαι δὲ ὀδύναι ἐξαπίνης γίνονται ἐν τῷ σώματι ἄνευ πυρετοῦ
5157326 ὀργηϲ
τὸ ἑαυτῶν πρόϲωπον ἐνερευθὲϲ ὂν καὶ δριμὺ βλέπον καὶ πλῆρεϲ ὀργῆϲ . δυνατὸν δὲ αὐτούϲ , ὥϲ φαϲί τινεϲ ,
: ἄλυποϲ τοῖϲι πέλαϲ ἡ ἰδέη . μετεξέτεροι δὲ ὑπὸ ὀργῆϲ ἐκμαίνονται . ἔϲθ ' ὅτε καὶ ἐϲθῆτάϲ τε ἐρρήξαντο
5153756 ἀποδιδρασκουσιν
ἐν τῷ ἔμπροσθεν χρόνῳ . ἐν δὲ τῇ ἐμῇ ἀποδημίᾳ ἀποδιδράσκουσιν αὐτὸν οἰκέται τρεῖς ἐξ ἀγροῦ παρὰ τούτου , οἱ
, ταύταις αὐτοὺς θηρῶσιν : ὅτι δὲ μεθ ' ἡμέραν ἀποδιδράσκουσιν , ἄλλας κτῶνται κύνας , αἵτινες , ᾗ ἂν
5149996 χημαι
τὸ λευκὸν , κόγχαι , σωλῆνες , μύες θαλάσσιοι , χῆμαι , κτένες , τάριχος τέλειος καὶ μὴ βρομώδης καὶ
τε ὄστρεα καὶ οἱ κήρυκες αἵ τε πορφύραι καὶ αἱ χῆμαι καὶ λεπάδες , κτένες καὶ πίνναι καὶ πάντα ὅσα
5149688 ὑϲτερη
, ἢ ἧπαρ , ἢ ϲπλῆνα , καὶ ἐπὶ γυναικῶν ὑϲτέρη , καὶ τῶν ἄλλων ἥδε εὐαλθεϲτέρη . ἢν γὰρ
πάντεϲ ὦν ξυν - διδοῦϲι οἵδε , ἢν ἔξω ἡ ὑϲτέρη ἀΐϲϲῃ . κτείνει μὲν ὦν τὰ πολλὰ ἔκπτωϲιϲ ἥδε
5148871 ἀπολλυνται
λευκὸν , περιγίγνονται : ἢν δὲ οἷον ἀμόργη ῥυῇ , ἀπόλλυνται . Ὀδύνας ὀφθαλμῶν , ἄκρητον ποτίσας καὶ λούσας πολλῷ
ὄφις κτείνει : καὶ αἱ μὲν ε τὸν ἀδελφὸν θρηνοῦσαι ἀπόλλυνται , τὰς δὲ λοιπὰς δι ' οἶκτον καταστερίσας Ζεὺς
5146786 εὐφορα
. ἐγυμνάζοντο δὲ οἱ παλαιοὶ οἱ μὲν ἄχθη φέροντες οὐκ εὔφορα , οἱ δὲ ὑπὲρ τάχους ἁμιλλώμενοι πρὸς ἵππους καὶ
περιεσκληκότα δὲ σὺν γραμμαῖς , ἰσχυρά τε γὰρ ταῦτα καὶ εὔφορα καὶ παλαῖσαι μὲν ἥττονα , παλαιστικώτερα δὲ τῶν ἄλλων
5145640 δισεφθοι
σὰρξ ἐπισχετικὴ γίνεται γαστρός . καὶ φακὴ δὲ καὶ κράμβαι δίσεφθοι γενόμεναι καὶ τὸν χυμὸν ἀποθέμεναι γαστρὸς ἐφεκτικαὶ γίνονται :
ἣν καὶ βουνιάδα καλοῦσιν . βολβοὶ τροφιμώτατοι , καὶ μᾶλλον δίσεφθοι . μέλι τὸ ἀπαφρισθὲν ἐπιτήδειον πρός τε ἀνάδοσιν καὶ
5141328 ἀνακαθαιρονται
, ἰσχνὰ καὶ ἀσθενῆ τὰ παιδία τίκτουσι : πῶς οὖν ἀνακαθαίρονται , αἷς οὔτε αἷμα ἐπιπολὺ οὔτε μεγάλαι φλέβες ;
. Διὰ τί τὰ μεγάλα ἕλκη ἐν τῇ θεραπείᾳ ὅτε ἀνακαθαίρονται θανάσιμά ἐστιν ; ὅτι διὰ πολλῶν πόρων κατὰ τὸ
5138436 κρατεει
; ἀγνώσσεις , ὅτι Κύπρις ἀπόσπορός ἐστι θαλάσσης ; καὶ κρατέει πόντοιο καὶ ἡμετέρων ὀδυνάων . Ὣς εἰπὼν μελέων ἐρατῶν
Ἐρώτων ἀρετὰς χάριν κομίζει . Τὸ γένος τὸ τῶν Ἐρώτων κρατέει δοκοῦν λατρεύειν . Φρυγίοις ἔλαμψεν ὥρη ῥοδέης γέμουσα νίκης
5138340 ὀφθαλμιαι
δὲ θεωρήσαντος σκεπασμὸς τῶν κακῶν ἔσται καὶ στομάχου πόνος καὶ ὀφθαλμίαι καὶ ἐντέρων κακώσεις καὶ θάνατος οἰκείων καὶ ἀκαταστασία καὶ
νοσώδεα ζῇν ἐόντα : τοῖσι δὲ ἄλλοισι βροτοῖσι δυσεντερίαι καὶ ὀφθαλμίαι ξηραὶ γίνονται , τοῖσι δὲ πρεσβυτέροισι κατάῤῥοοι ξυντόμως ἀπολλύντες
5134110 ζωσαι
τὰς δὲ φθαρείσας αἰσχίστῳ τε καὶ ἐλεεινοτάτῳ παραδιδόντες θανάτῳ . ζῶσαι γὰρ ἔτι πομπεύουσιν ἐπὶ κλίνης φερόμεναι τὴν ἀποδεδειγμένην τοῖς
παρέσχετό μοι ταύτας τὰς τρεῖς χορδὰς λέγων μοι Ἀνάστα , ζῶσαι ὥσπερ ἀνὴρ τὴν ὀσφῦν σου : ἐρωτήσω δέ σε
5129872 ἐουσῃ
. Ὣς φάτο : ταὶ δ ' ἐπίθοντο παλαιοτέρῃ περ ἐούσῃ , ὑσμίνην δ ' ἀπάνευθεν ἐσέδρακον . Ἣ δ
ἀναδινέει , καὶ ζοφοειδὲς ὁρῇ . Γυναικὶ δὲ ἐκ τόκου ἐούσῃ ἡ κάθαρσις ἐπὴν ᾖ , οὐκ εὐμαρέως χωρέει ,
5128961 νεοσσοι
, καὶ ὀρίγανος χλωρὰ ἀνεθεῖσα , καὶ τῶν ὀρνίθων οἱ νεοσσοὶ ἀναπτυχθέντες καὶ παραχρῆμα προςτιθέμενοι : ὀροβινόν τε ἄλευρον μετ
ὥραις , οὔτε τὸν καιρόν , καθ ' ὃν οἱ νεοσσοὶ οἱ ἐν οἰκήματί τινι ὄντες ἀποβλέποιεν εἰς τὴν κοίτην
5127611 αἱμοῤῥοϊδας
σιν ὑπηρετεῖν . ἀλλ ' ὥσπερ εἴρηται ἀνωτέρω , οἱ αἱμοῤῥοΐδας ἔχοντες , πάσης τῆς κακοχυμίας ἐκεῖθεν κενουμένης , οὕτω
ὁ λόγος οὗτος τῷ ἄνω . ἔλεγε γὰρ ὅτι οἱ αἱμοῤῥοΐδας ἔχοντες οὔτε πλευρίτιδι οὔτε περιπνευμονίῃ ἁλίσκονται . εἶτα ὥς
5118216 ἐνεργοι
τύπτωσιν ἀπὸ τῶν στεγῶν καὶ πάντες ὦσι κατὰ τὴν πόλιν ἐνεργοί . ὀρθῶς δ ' ἔχει καὶ κατά τινας τόπους
. τοιγαροῦν αἱ καινοτομίαι πρότερον ἐκλελειμμέναι διὰ τὸν φόβον νῦν ἐνεργοί ? , καὶ τῆς πόλεως αἱ πρόσοδοι αἱ ἐκεῖθεν
5117415 οὐδολωϲ
ἑαυτῷ μένει , ἀλλὰ διαμερίζεται εἰϲ μικρὰ οἷον ψάμμια καὶ οὐδόλωϲ λεῖόϲ ἐϲτι καθὼϲ ἡ ἀληθὴϲ ὑπόϲταϲιϲ . ἐπὶ μὲν
ἐλάχιϲτον κατέχει τά τε ϲυμπτώματα ἐπιεικέϲτερα καὶ ἁπλούϲτερα γίνεται ἢ οὐδόλωϲ ἐπιφαίνεται , εὐφορία τε καὶ ἄνεϲιϲ κατὰ πάντα .
5116208 ἀνακοπτεται
παροξυσμοῦ κατέχεται , κατὰ δὲ τὸν παροξυσμὸν αὐτὸν εἰς ἔμετον ἀνακόπτεται , κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ τὸ σπέρμα βεβαίως
ὅτι παῖδας ἀγαθοὺς ἀπολώλεκε . κἀντεῦθεν ἡ ἡδονὴ τῆς εὐδαιμονίας ἀνακόπτεται , ἥτις αὐτῷ ἐκ τῶν ἀγαθῶν ἐνεργειῶν περιγίνεται .
5115283 ηὐτρεπιζοντο
τε καὶ ἐξῆλθεν . . Ἐν τούτῳ οἱ μὲν σφαγεῖς ηὐτρεπίζοντο , τάττοντες αὑτοὺς οἱ μὲν εἰς πλησίον αὐτοῦ καθέδρας
Ἀθηναῖοι ἐχρῶντο ὁπότε πόλεμος καταλάβοι . τάς τε οὖν προσβολὰς ηὐτρεπίζοντο καὶ ἄλλως ἐνδιέτριψαν χρόνον περὶ αὐτήν . αἰτίαν τε
5107590 ἐῤῥυη
ἔπειτά τι καὶ αἷμα ἐκ τοῦ κατ ' ἴξιν σμικρὸν ἐῤῥύη . Τῇ οἰκέτιδι , ἣν νεώνητον ἐοῦσαν κατεῖδον ,
, δύσπνοός τε ἦν . Ὀγδόῃ , ἀγκῶνα ἔταμον : ἐῤῥύη πολλὸν , οἷον ἔδει : ξυνέδωκαν μὲν οἱ πόνοι
5106982 ἁψεις
ἄρα ἐστὶν τὰ ὄντα τὸν ἀριθμόν , ἀεὶ μιᾷ αἱ ἅψεις ἐλάττους εἰσὶν αὐτῶν . Ἀληθῆ . Εἰ δέ γε
τὰς ἀλεκτρυόνας θεωροῦς ' ἄσμενοι . οὔκουν λαβὼν τὸν φανὸν ἅψεις μοι λύχνον ; ὅτι εἴμ ' ἀλαζών , τοῦτ
5106328 αὐτεῃ
μακρή , νήνεμοϲ , ἀνήλιοϲ τῇ κεφαλῇ : κακὸϲ γὰρ αὐτέῃ ὁ Ϲείριοϲ . ὁμιλίη γυναικὸϲ κεφαλῇ , νεύ -
: καὶ οἱ τὸ αἷμα φάντες εἶναι τὸν ἄνθρωπον τῇ αὐτέῃ γνώμῃ χρέονται : ὁρέοντες ἀποσφαζομένους τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸ
5105381 τυφλαι
μὲν γὰρ αὐτῶν εἰσι τυφλαὶ , αἱ δὲ κρυπταί . τυφλαὶ μὲν αἱ τὸ στόμιον ἐν τῷ βάθει ἔχουσαι ,
[ ] [ ] κόραισί τ ' εὐμαχανίαν διδόμεν . τυφλαὶ ] ? [ γὰρ ] ἀνδρῶν φρένες , ὅστις
5105039 φυλαττονται
ἐλθὼν αὐτὸς ἐξήτακας τοῦτο , ἢ πῶς οἶσθα ὅτι κακῶς φυλάττονται ; Εἰκάζω , ἔφη . Οὐκοῦν , ἔφη ,
τῶν ἄλλων χρείας τά τε ἀγαθὰ πορίζονται καὶ τὰ κακὰ φυλάττονται . οἱ δὲ μὴ εἰδότες , ἀλλὰ διεψευσμένοι τῆς
5095987 ἀφωνοι
Δημώνακτος ὕστερον . οἱ δ ' οἰκέται τέως μὲν ἑστήκεσαν ἄφωνοι , τῷ παραδόξῳ τοῦ πράγματος ἐκπεπληγμένοι , εἶτα πειρώμενοι
κλίνουϲιν , ϲίελον δὲ καὶ δαψιλὲϲ καὶ ἀφρῶδεϲ ἀφιᾶϲιν καὶ ἄφωνοι τοὐπίπαν εἰϲὶν καὶ οἷα ἄφρονεϲ , ὡϲ μηδὲ τοὺϲ
5092052 ἐμπλεοι
' ἐρίδων ἔκ τε στοναχῶν πέπλασθε . ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί πολλοὶ μὲν βόσκονται ἐν Αἰγύπτῳ πολυφύλῳ βιβλιακοὶ χαρακῖται
νόσου . Μετρίου φί Ἑρμηνεία . Πλοῦτον τιμῶντες οἱ χρημάτων ἔμπλεοι Τῇ πενίᾳ λέγουσιν χαίρειν εἰς ἀεί . Ὁ μὴ
5090015 χοιραδεϲ
ἀρρωϲτήματα : ὀφθαλμίαι , ἀπογλαυκώϲειϲ , τὰ ὦτα ῥήγνυνται , χοιράδεϲ ἐν τῷ τραχήλῳ γίγνονται , ἐγκεφάλου ϲφακελιϲμόϲ , κόρυζα
τοϲαῦτα τὸν ἀριθμὸν ἐν ῥάκει δεθέντα , ὅϲαι εἰϲὶν αἱ χοιράδεϲ . παύει πᾶϲαν κεφαλαλγίαν καὶ ἡμικρανίαν ἐπιχριόμενα λεῖα τοῖϲ
5089966 Στυμφαλιδες
νῆσος καλεῖται Ἀρητιάς . ἐν δὲ ταύτῃ τῇ νήσῳ αἱ Στυμφαλίδες ἦσαν ὄρνιθες , ἀπὸ Στυμφάλου τῆς Ἀρκαδίας πόλεως ὑπὸ
. πρὸς δὲ τοῦ ναοῦ τῷ ὀρόφῳ πεποιημέναι καὶ οἱ Στυμφαλίδες εἰσὶν ὄρνιθες : σαφῶς μὲν οὖν χαλεπὸν ἦν διαγνῶναι
5088083 ἀτερπεϲ
ἀένναον ἐκρέειν οὖρον , κἢν βαδίζῃ , κἢν εὕδῃ , ἀτερπὲϲ δὲ ἢν βαδίζῃ . οἱ δὲ κάρτα ϲμικροὶ τὰ
δὲ ὁκόϲοιϲι ἡ φύϲιϲ ἐϲ ξυνουϲίην ἑτοίμη . ὀξύτατον ἠδὲ ἀτερπὲϲ ἠδὲ ἄκοϲμον κακόν : τὰ πολλὰ γὰρ ἐν ἑβδόμῃ
5087438 ἐγκειμενοι
περὶ τὸ κέρας , οἱ μὲν περὶ τὸν Ἐπαμεινώνδαν βαρεῖς ἐγκείμενοι τοῖς Λακεδαιμονίοις τὸ μὲν πρῶτον τῇ βίᾳ βραχὺ προέωσαν
ἐν τῷ παρόντι προβλήματι , εἰ καὶ νόμοι εἰσὶν οἱ ἐγκείμενοι , οὐ παρὰ τοῦτο νομικὴν ἀποφαινόμεθα ζήτησιν . οὐδὲ
5087358 χολωδεες
ὀλέθρια . Πτυάλου ἀναχρέμψιες ἐν πυρετῷ πελιδναὶ , μέλαιναι , χολώδεες , ἐπιστᾶσαι μὲν , κακόν : ἀποχωρέουσαι δὲ κατὰ
τούτων ἐναντία δυσχερέα , καὶ πτύαλον γλυκαινόμενον . Αἱ δὲ χολώδεες ἅμα καὶ αἱματώδεες πλευρί - τιδες , ὡς ἐπὶ
5086835 συνοικουσι
τιμὴ καταλύειν νόμους , ἔθη πάτρια κινεῖν , ἐπηρεάζειν τοῖς συνοικοῦσι , διδάσκειν καὶ τοὺς ἐν ταῖς ἄλλαις πόλεσιν ὁμοφροσύνης
, τίς ἑτέρα πόλις ἠρεμήσει ; τίς οὐκ ἐπιθήσεται τοῖς συνοικοῦσι ; τίς ἀπαθὴς καταλειφθήσεται προσευχή ; ποῖον πολιτικὸν οὐκ
5086444 ναρκᾳ
καὶ τοῦ δικτύου ἐν ᾧ τεθήραται εἴ τις προσάψαιτο , ναρκᾷ πάντως . εἰ δέ τις ἐς σκεῦος αὐτὴν ἐμβάλοι
πήγανον ἀκινήτους ποιεῖ . Ὄφις , καλάμῳ πληγεὶς ἅπαξ , ναρκᾷ , κινεῖται δὲ , πολλάκις τυπτόμενος . Μυρσίναι δὲ
5082354 ἑβδομαιοι
τοιαύτας ἔτι μᾶλλον , οἱ ὅλῃσι τῇσι πτισάνῃσι χρεόμενοι , ἑβδομαῖοι καὶ ὀλιγημερώτεροι θνήσκουσιν : οἱ μέν τοι καὶ τὴν
ἀφικνέονται , καὶ οὐ πάνυ σώζονται , κινδυνεύουσι δὲ μάλιστα ἑβδομαῖοι καὶ δωδεκαταῖοι , τὰς δὲ δὶς ἑπτὰ φυγόντες ,
5078208 εὐφραινονται
Οἱ μὲν ἐστεφανωμένοι οἱ σεσωσμένοι εἰσὶ πρὸς τὴν Παιδείαν καὶ εὐφραίνονται τετυχηκότες αὐτῆς . οἱ δὲ ἀστεφάνωτοι οἱ μὲν ἀπεγνωσμένοι
ἄλλ ' ὅ τι ἂν τυγχάνωσιν ἐργαζόμενοι ὡς εὖ πράττοντες εὐφραίνονται . οἴει οὖν ἀπὸ πάντων τούτων τοσαύτην ἡδονὴν εἶναι
5075445 ἀγρυπνιαι
κόποι δ ' αὐτόματοι καὶ ὕπνοι βαθεῖς ἢ φαντασιώδεις ἢ ἀγρυπνίαι ἱδρῶτές τε μετὰ τοὺς ὕπνους καὶ δίψα παρὰ τὸ
προκαταρκτικῆϲ αἰτίαϲ κινηϲάϲηϲ αὐτήν . λύπαι δὲ καὶ φροντίδεϲ καὶ ἀγρυπνίαι καὶ τὰ λοιπὰ πάθη τῆϲ ψυχῆϲ οὐχ ὅπωϲ μόνον
5071727 ἐξεφθιτο
' ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ . οὐ γάρ πω νηῶν ἐξέφθιτο οἶνος ἐρυθρός , ἀλλ ' ἐνέην : πολλὸν γὰρ
. . . λάχνη : ἡ ἀνατρίχωσις τῶν βλεφάρων * ἐξέφθιτο : ἠφανίσθη * ἅψεα : αἱ συναφαὶ τῶν μελῶν
5068726 ὑγροι
δὲ βορραῖοι ὑγιεινότατοι , οἱ δὲ ζέφυροι πνέοντες ἀπὸ δυσμῶν ὑγροί τε καὶ προσηνεῖς , ὑγιεινοὶ μὲν ἧσσον ἤπερ ὁ
φέρῃ . συχνοὺς γὰρ ἄν τις ἴδοι , οἳ οὕτως ὑγροί εἰσιν , ὥστε , ὁπόταν ἐθέλωσιν , ἐξίσταται ἀνωδύνως
5068068 ὑγιεες
τετάρτῃ παρέκρουσε : κοιλίη ὑπόχλωρα διῄει : καὶ ὕπνοι οὐχ ὑγιέες : λευκόχροος . Ἀρχομένων , οἷον ὑποτρομώδεες καὶ δακτύλους
ἐν τέσσαρσιν ἡμέρῃσιν ἀπόλλυνται : ἢν δὲ ταύτας διαφύγωσιν , ὑγιέες γίνονται . Τὰ ἐπιληπτικὰ ὁκόσοισι πρὸ τῆς ἥβης γίνεται
5060881 λυμαινονται
, οἳ ἐπὶ πολὺν ἤδη χρόνον συνεργοῦντές τισι τῶν ῥητόρων λυμαίνονται τὴν πολιτείαν , μήτε τὰς τῶν ξένων δεήσεις ,
μύες παραχρῆμα τίκτονται . οὐκοῦν κατὰ τὰς ἀρούρας πλανώμενοι οὗτοι λυμαίνονται τοῖς ληίοις ὑποτέμνοντες τοὺς στάχυς καὶ ὑποκείροντες , ἤδη
5060876 ἁλτικη
καὶ εὐφορίαν καρπῶν . Ἡ δὲ Κρῆσσα κύων κούφη καὶ ἁλτικὴ καὶ ὀρειβασίαις σύντροφος : καὶ μέντοι καὶ αὐτοὶ Κρῆτες
καὶ Λυκιακὴ οὐκ ἔστι μὲν θυμική , οὐδὲ οἵα σφόδρα ἁλτικὴ εἶναι , τὸ σῶμα δὲ μακρά : τιτρωσκομένη δὲ
5058402 ἀποσιτιαι
δὲ τἀναντία , ὑγιεινότερον . Ἐν τῇσι μακρῇσι δυσεντερίῃσιν αἱ ἀποσιτίαι , κακόν : καὶ ξὺν πυρετῷ , κάκιον .
μικρὸν ἐντεῦθεν τὴν ἐκκριτικὴν τῶν ἐντέρων δύναμιν . ἐντεῦθεν οὖν ἀποσιτίαι τε καὶ ἄλγη τῶν ἐντέρων γίνονται , καὶ ἐρυγαὶ
5058359 πιονες
τρόπον ἢ φακὴ ὁμοῦ τῷ αἰγείῳ λίπει ἢ φοίνικες οἱ πίονες , καὶ γίνεται κλυσμὸς ἀπὸ τούτων . Κόμμι ἢ
καθ ' ἑκάστην ἤσθιε τὴν ἡμέραν : ἦσαν δὲ χῆνες πίονες ἐκείνῳ καὶ οἶνος ἡδὺς καὶ φασιανοί . ἔβλεπέ τε
5057048 λυσσωδη
καταγέλα . οὐδὲν γὰρ διαφέρει ἢ διψῆν πυρέσσοντα ἢ ὡς λυσσώδη ὑδροφόβον εἶναι . ἢ πῶς ἔτι δυνήσῃ εἰπεῖν τὸ
: ἢ ὅτι τὸν Ἄργον κύνα ἀναιρεῖ , τουτέστι τὰ λυσσώδη καὶ ἄτακτα ἐνθυμήματα . . ΚΥΝΕΟΝ ΤΕ ΝΟΟΝ .

Back