κέρας ἦεν σημαίνων , ὅτι Γαῖα φερέσταχυς οὐκ ἀπολήγει ἀνθοκόμους τίκτουσα καὶ ὠδίνουσα κορύμβους . καὶ τροχαλοῖς μελέεσσι φορεύμενος ὁλκὸν | ||
πλημμελὲς γέννημα θυμὸν ἐκτέμνει δεόντως , ἵνα στειρωθεῖσα παύσηται βλαβερὰ τίκτουσα καὶ γένηται μερὶς τοῦτο ἁρμόζουσα τῷ φιλαρέτῳ , οὐ |
ἑκάστοτε ἐν ὠδῖσίν ἐστιν , ὅτε χρημάτων ἐρᾷ , [ ὠδίνει , ] ὅτε δόξης , ὅτε ἡδονῆς , ὅτε | ||
βληχητά , ἃ δὴ καὶ μαρυκᾶσθαι λέγουσιν . Ὁ γαλεὸς ὠδίνει διὰ τοῦ στόματος ἐν τῇ θαλάττῃ , πάλιν τε |
πλησίον παχεῖα καὶ πιμελής , σοὶ δὲ νεοττὸς ἡμίτομος ἢ φάττα τις ὑπόσκληρος , ὕβρις ἄντικρυς καὶ ἀτιμία . πολλάκις | ||
πλεῖστον χρόνον ἐν ὀχείᾳ γίνεται ἡ ἔχιδνα , μέγιστον ἡ φάττα , ἐλάχιστον δὲ ἡ τρυγών . καὶ ὅτι ὁ |
ἐμῆς πατρίδος , τουτέστι τῶν Θηβῶν μήτηρ ἡ Μετώπη ἡ εὐανθής , ἤγουν ἡ φαιδρά , ἡ τῆς Στυμφαλίδος θυγάτηρ | ||
ὑγρά , περιρρέουσα , στιλπνή στίλβουσα , εὔχρως , ἀνθοῦσα εὐανθής πολυανθής , ποικίλη παμποίκιλος πολύμορφος , πορφυρᾶ , ἁλουργίς |
ὁπότε καὶ οἱ ἐχθροὶ σώζειν αὐτὸν ἐθέλοντες οὐ δύναιντο . Χειμὼν δ ' ἔτυχε τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἐξ ἠοῦς , | ||
τοιαῦτα , μέχρι πληϊάδος δύσιος , καὶ ὑπὸ πληϊάδα . Χειμὼν δὲ βόρειος : ὕδατα πουλλὰ , λαῦρα , μεγάλα |
ε . . . . . , = . : αὐδήεσσα : ὁ Ἀπίων ὀνομαστὴ καὶ ἔνδοξος , οἷον αὐδωμένη | ||
πλησίστιον , ἐσθλὸν ἑταῖρον , Κίρκη ἐϋπλόκαμος , δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα . ἡμεῖς δ ' ὅπλα ἕκαστα πονησάμενοι κατὰ νῆα |
ἀέξει , ῥεῖα δέ τ ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει Ζεὺς ὑψιβρεμέτης , ὃς ὑπέρτατα δώματα ναίει . ὑπολαβόντες | ||
] τοὺς προπέμποντας ⌈ αὐτούς * [ αὐτόν ] ἐν κάρφει γὰρ ἠρέμα τις προμύσσει . ἐν κάρφει ἠρέμα προμύσσειν |
δὲ αὐθημερόν . Ἐν τοῖσι καύσοισιν ἢν ἑβδομαίῳ ὕστερον ἐπιγένηται ἴκτερος , δῆλον ἀνίδρωτος : τὸ γὰρ νόσημα οὐ φιλέει | ||
μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐπανθεῖ τοῖς μέλεσι καὶ δυσαλθὴς χροιά , ἴκτερος δὲ ἐπινέμεται παντὶ τῷ προσώπῳ , τηκόμεναι δὲ κατ |
ἀπ ' αὐτῶν , ἐπειδὰν κινῆται , βαρὺς ὢν καὶ πληκτικὸς τὴν κεφαλὴν ἐνοχλεῖ : διὰ τοῦτο καὶ τὰς ἐμβάσεις | ||
τῆς μήτρας . ὁ δὲ | οἶνος διὰ τὴν ἀποφορὰν πληκτικὸς καὶ καρώδης οὐ μόνον ἐπὶ τῶν οὕτω τρυφερῶν παίδων |
ἀλλὰ Βουλίνην πόλιν φησίν , ἧς τὸ ἐθνικὸν Βουλῖνος . Βοῦλις , πόλις Φωκίδος , ἀπὸ Βούλωνος οἰκιστοῦ . οἱ | ||
ἐπιχώριοι ὀνομάζουσιν Ἡράκλειον . κεῖται δὲ ἐπὶ ὑψηλοῦ τε ἡ Βοῦλις καὶ ἐν παράπλῳ περαιουμένοις ἐξ Ἀντικύρας ἐς Λέχαιον τὸ |
ὑπένερθεν τότ ' ἄν , ὥστε τοῖς αἰδοίοισι δρόσος καὶ χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει . οὐδ ' ἂν μαλακὴν φυρασάμενος | ||
πρὸς νομὰς καὶ ἐπουλίδας , καταστέλλει καὶ τὰ ὑπερσαρκοῦντα , χνοῦς δὲ διὰ μήλης κατουλοῖ . Ἄλλο ἴσχαιμον . Μίσυος |
ἡλικίαν τοῖς βρέφεσι συμβαίνει πονηρά , ἄρσεσι μὲν πώγων καὶ πολιά , θηλείαις δὲ γάμοι καὶ τοκετοὶ καὶ τὰ ἄλλα | ||
μόνον τοῦ ἀνθρώπου , ὥσπερ καὶ τὸ γελᾶν . πόθεν πολιά ; παρὰ τὸ λευκὴ εἶναι : τὸ δὲ λευκόν |
ἁπαλόσαρκοι , σκληρότεραι δὲ τῆς πέρκης . ὁ δὲ σκάρος ἁπαλόσαρκος , ψαθυρός , γλυκύς , κοῦφος , εὔπεπτος , | ||
διὸ καὶ τὰ ἐντὸς χολέρας ποιητικὰ ἔχει . ἡ κηρὶς ἁπαλόσαρκος , εὐκοίλιος , εὐστόμαχος , ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς |
ἀρούραις ἐμπελάσει τῇ ἀμπέλῳ , ἢ μαραίνεται παραχρῆμα , ἢ μαραίνει τὸ κλῆμα . διὰ δὲ τὴν οὖσαν μεταξὺ αὐτῶν | ||
ἐς ταὐτὸν ἔλθῃς ἐπιλήσεται τέλεον αὐτοῦ . παλαιὸν γὰρ ἔρωτα μαραίνει νέος ἔρως : γυνὴ δὲ μάλιστα τὸ παρὸν φιλεῖ |
κατὰ τὰ χείλη . καὶ τὰ μὲν αὐτοῦ που στηριχθέντα μελαίνεται καὶ νεκροῦται . τὰ δ ' αὖ ἐπινέμεται καὶ | ||
ὄντες : θαλπομένοις δὲ τῷ ἱδρῶτι τὸ κατάξηρον αὐτῶν σῶμα μελαίνεται . Ματαίως δὲ οὕτως καθάπερ θῆρες πλανώμενοι ἄλγη ἔχουσιν |
Χῆνες βοῶντες μᾶλλον ἢ περὶ σῖτον μαχόμενοι χειμέριον . Σπίνος στρουθὸς σπίζων ἕωθεν χειμέριον . Ὄρχιλος [ ὡς ] εἰσιὼν | ||
τῶν μὲν ἐνύδρων ὁ κροκόδειλος , τῶν δὲ ὑποπτέρων ἡ στρουθὸς ἡ μεγάλη , τῶν γε μὴν τετραπόδων ὁ ἐλέφας |
μὲν οὔπω γαστέρι νειαίρῃ , τὰ δ ' ὑπέρτερα νυκτὶ φορεῖται . τὰ μέντοι γε ἐπιφερόμενα οὐδὲν ἔτι πρὸς αὐτὴν | ||
μάλα πολλοὶ Χηλάων : ἐν τῷ δ ' Ὀφιούχεα γοῦνα φορεῖται . Οὐ μὴν Αἰητοῦ ἀπαμείρεται , ἀλλά οἱ ἐγγὺς |
κραιπνοὶ τελέθουσαι αὐτοῖσιν φορέουσιν ἴσον τάχος οἰωνοῖσιν . οὐδὲ μὲν ὀρνίθεσσιν ὁμοίϊος ἀμβαδὸν εὐνή , Βάκτριον οἷα δὲ φῦλον ἔχουσιν | ||
, ἄχθεα θαυματὰ χερσὶ καὶ ὤμοισιν φορέοντας ἱπταμένους γυίοις ἐναλίγκιον ὀρνίθεσσιν , πιλναμένους τε νέφεσσιν ἐπ ' ἠνεμόεντι πετεύρῳ . |
εἰς ΧΟΣ δισύλλαβα μὴ ὄντα ἐπιθετικὰ βαρύνεται : κόλχος βρόγχος μόσχος κόχλος τρόχος βρόχος . σεσημείωται τὸ μυχός . τὸ | ||
: δίκετε τρομερὰ σώματα : ἔρριψεν : τέλεον : ἡ μόσχος δηλονότι : θηλυκῶς γὰρ εἶπεν : οὗ κατῴκισεν : |
ἄμυξα . ἦλθε δὲ Νηρῆος θυγάτηρ , Θέτις ἀργυρόπεζα , σηπίη εὐπλόκαμος , δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα , ἣ μόνη ἰχθὺς | ||
ἄμυξα . ἦλθε δὲ Νηρῆος θυγάτηρ , Θέτις ἀργυρόπεζα , σηπίη εὐπλόκαμος , δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα , ἣ μόνη ἰχθὺς |
' ὅσον πρόεισιν , ἐπὶ μήκιστον ἡβᾷ καὶ ἐπακμάζει τὸ ἀειθαλὲς εἶδος φαιδρυνομένη καὶ ταῖς συνεχέσιν ἐπιμελείαις καινουμένη . κἀν | ||
διὰ ταὐτό . Δάφνη δὲ γυναῖκα σημαίνει εὔπορον διὰ τὸ ἀειθαλὲς καὶ εὔμορφον διὰ τὸ χάριεν καὶ ἀποδημίαν καὶ φυγὴν |
δὲ ἢν ζητῇς τὸν θεόν , ἢ πίθηκός ἐστιν ἢ ἶβις ἢ τράγος ἢ αἴλουρος . τοιαύτας πολλὰς ἰδεῖν ἔνεστιν | ||
ὄψεις : καὶ Ἀπόλλων μὲν ἐγένετο ἱέραξ , Ἑρμῆς δὲ ἶβις , Ἄρης δὲ λεπιδωτὸς ἰχθύς , Ἄρτεμις δὲ αἴλουρος |
, καὶ καίει τῆς θηλείας τὸ ἄρθρον . ὁ οὖν ἄρρην τὰ κοινὰ τέκνα ἐσθίων εἰς ἑτέρων παίδων πόθον κινήσας | ||
ἐπονείδιστος οὗτος : ἐκεῖνος Ἑλληνικός , βαρβαρικὸς οὗτος : ἐκεῖνος ἄρρην , ἁπαλὸς οὗτος : ἐκεῖνος ἑστώς , πτηνὸς οὗτος |
ἢ παρὰ τὸ θέρω θέραξ καὶ ἀναθέραξ , καὶ συγκοπῇ ἄνθραξ . ἄνθραξ δὲ εἴρηται * * * , ὡς | ||
ἄνθραξ , τὸ δὲ φλόξ , τὸ δὲ αὐγή . ἄνθραξ μὲν οὖν ἐστι πῦρ ἐν οὐσίᾳ γεώδει , ὃ |
' ἐπὶ ἔργα χέρας φέρον : ἀμφὶ δ ' ἀλωαὶ καρποῖσι βρίθοντο : μέλαινα δὲ γαῖα τεθήλει . Αἰπύτατον δ | ||
δονοῦνται , τὰ βροτῶν δ ' ἔλαμψεν ἔργα , † καρποῖσι γαῖα προκύπτει , καρπὸς ἐλαίας † προκύπτει : † |
' ἐγώ , οὐδεὶς ὑποκριτής ἐσθ ' ὅλως εἰργασμένος . καπνιζομένη τυραννὶς αὕτη ' σθ ' ἡ τέχνη . ἀβυρτακοποιὸς | ||
' ἐγώ , οὐδεὶς ὑποκριτής ἐσθ ' ὅλως εἰργασμένος . καπνιζομένη τυραννὶς αὕτη ' σθ ' ἡ τέχνη . ἀβυρτακοποιὸς |
. ὅσσον γὰρ κούφοισι μετ ' οἰωνοῖσιν ἄνακτες αἰετοὶ ἢ θήρεσσι μετ ' ὠμηστῇσι λέοντες , ὅσσον ἀριστεύουσιν ἐν ἑρπυστῆρσι | ||
κεύθονται δ ' αὐτοὶ πυμάτοις λασίοισί τε θάμνοις , αἰδόμενοι θήρεσσι καρήατα τοῖα φανῆναι , γυμνά , τά τοι προπάροιθε |
, στίμμι , κοράλλιον , ὕαλος ἀργὴ , χαλκὸς , κασσίτερος , μόλυβδος , οἶνος οὐ πολὺς , ὡσεὶ δὲ | ||
προσεχής , ὡς Διονύσιος ἐν Βασσαρικοῖς . ἐξ ἧς ὁ κασσίτερος . Κασσώπη , πόλις ἐν Μολοσσοῖς , ἐπώνυμος τῇ |
τοῖσι ποσὶν ἐμπλάσσεται βοθροειδέα , καὶ ἤν τι φάγῃ , ἐμπίπλαται , καὶ φλεγμαίνει , καὶ ἐπειδὰν ὁδοιπορήσῃ καὶ ἔργον | ||
ἅτε προσκειμένου τοῦ στόματος τῶν μητρέων τῇ λαπάρῃ , καὶ ἐμπίπλαται ἀπ ' αὐτέου , καὶ ἐξίσταται ἅτε πληρευμένη τοῦ |
ὁ δ ' ἀρτιάλωτος καὶ μὴ ζωγρείοις ἐγκεκλεισμένος πολλοῖς ἐγκάτοις εὔστομος , ἐπιπολαστικός , εὔφθαρτος . σινόδους σκληρόσαρκος μέν , | ||
εὐέκκριτος . τρίγλα ἐπιφανεστάτη ὄψων , εὐστόμαχος , εὔχυλος , εὔστομος : πλακώδης σάρξ , δύσφθαρτος , μετρία πρὸς ἐκκρίσεις |
, ἀνθρώπῳ δὲ θανάσιμον , καὶ ὁ ἀπόπατος ὑὶ μὲν ἐδώδιμος , ἵππῳ δ ' οὔ . Δεύτερος ὁ παρὰ | ||
ἀρετάς , ἀλλὰ καὶ δι ' ὅλων ἤδη πεφυκέναι καρπὸς ἐδώδιμος , ᾧ μόνῳ ψυχὴ τοῦ φιλοθεάμονος τρέφεται . ὁ |
δὲ τῶν εἰρημένων ὀνόματα , ἀπὸ μὲν γαστρὸς γαστρίς , γαστρίμαργος , γαστροβόρος , προγάστωρ , γαστρισμός . γαστρίζειν οὐ | ||
τρέφειν καὶ ὄρνεις φασιανούς . κωμῳδεῖται γὰρ ὁ Λεωγόρας ὡς γαστρίμαργος ὑπὸ Πλάτωνος ἐν Περιαλγεῖ . Μνησίμαχος δ ' ἐν |
, εὐμαθίην ᾐτεῖτο διδοὺς ἐμέ . οὕτως ἔχει καὶ τὸ ἀδρανίη τόδε πολλόν . παρὰ δὴ τὸ προκείμενον ὄνομα παρείπετό | ||
οὔρεα , τὴν δ ' ἀλεγεινῶς ἀχθομένην ἄνεμός τε καὶ ἀδρανίη ποτικλίνει ἔρνεσιν εὐθαλέεσσι , φέρουσι δέ μιν βαρέουσαν : |
ὕλην , οἷ αὐτῇ μέγ ' ἄγαλμα , τρέφει παρὰ πίδακι γαῖα : τοίη Πενθεσίλεια κατ ' ὠκέος ἤριπεν ἵππου | ||
πεπτηυῖαι ἄπλητον μεμάασιν ἐπήτριμοιὧς τότ ' ἀολλεῖς πετραίῃ Μινύαι περὶ πίδακι δινεύεσκον . καί πού τις διεροῖς ἐπὶ χείλεσιν εἶπεν |
. ηʹ . ἀναλαβὼν χρῶ δὶς τῆς ἡμέρας ἀλλάσσων , σβεννύει γὰρ τὸ γάλα καὶ τὰς φλεγμονὰς παύει : εἰ | ||
βουλόμενοι σημῆναι , σαλαμάνδραν ζωγραφοῦσιν : αὕτη γὰρ πᾶσαν φλόγα σβεννύει . . . . . . . . . |
γυῖα καταθρύπτῃσι βιαζομένη πυρὸς αὐγή : καί τε βοὸς νέα γέντα περιφλίοντος ἀλοιφῇ τηξάμενος κορέσαιο ποτῷ εὐχανδέα νηδύν . ναὶ | ||
χελύνης ἀλθαίνει τότε νέρθε πυρὸς ζαφελοῖο κεραίῃς : ἀλθαίνει καὶ γέντα συὸς φλιδόωντος ἀλοιφῇ ἀμμίγδην ἁλίοιο καθεψηθέντα χελύνης γυίοις ἥ |
μὲν ἁπαλὴ καὶ εὔστομος καὶ εὔπεπτος , ἔτι δ ' εὐκοίλιος : ὁ δ ' ἀπ ' αὐτῆς χυλὸς λεπτυντικός | ||
χολέρας ποιητικὰ ἔχει . ἡ δὲ καλουμένη κηρὶς ἁπαλόσαρκος , εὐκοίλιος , εὐστόμαχος : ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς παχύνει καὶ |
. καθάπερ γὰρ τὰ ἐκθυμιώμενα τῶν ἀρωμάτων εὐωδίας τοὺς πλησιάζοντας ἀναπίμπλησι , τὸν αὐτὸν τρόπον ὅσοι γείτονες καὶ ὅμοροι σοφοῦ | ||
μὲν τὰ ἁμαρτήματα ἡ ἀρετή , φέγγους δὲ τὴν ὅλην ἀναπίμπλησι διάνοιαν . ἀλλὰ γὰρ ἔτι τῶν ἀδιαιρέτων καὶ ἀμερίστων |
εἴποις ἂν ὁ τὸν τράγον . Πρέσβυς οὐ τύπτεται οὐδὲ ὑβρίζεται . Πρὸ ποταμῶν ἀναστέλλεται : ἀντὶ τοῦ ἀνατείνει τὰ | ||
θρέμμα Μουσῶν , Ὁμήρου μιμητής . οὗτος ἕλκεται νῦν καὶ ὑβρίζεται , Διὸς ὄρνις ὑπὸ κολοιοῦ τινος . ἀλλ ' |
ὁ δ ' ἀσκητὴς δάκνεται μόνον ὑφ ' ἡδονῆς καὶ σκορπίζεται , οὐ θανατοῦται : κἀκεῖνος μὲν σωφροσύνῃ , χαλκῷ | ||
παρ ' Ἑκαταίωι . Φιλητᾶς . . . . : σκορπίζεται : Ἑκαταῖος μὲν τοῦτο λέγει Ἴων ὤν , ὁ |
πέτεται , περὶ δὲ τοὺς νεοσσοὺς καὶ τὴν τούτων ἐκτροφὴν ἀσχολεῖται , ἐν αἷς ἀπορήσασα τροφῆς , ἣν παράσχηται τοῖς | ||
ἀπέλιπε , ἀπέπεμψε ἀπέφησεν ἀπονυχίζειν ἀποσοβῶμεν ἀριστόδειπνον ἀσχολοῦμαι , καὶ ἀσχολεῖται καὶ ἀσχολεῖσθαι ἀττικουργές βαθύς βοίδης βουκόρυζαν βρυχᾶται δεδείπνηκας διήρτησεν |
Ἱπποκράτης ὀλίγων παθῶν ἐνταῦθα μέμνηται : φησὶ γὰρ ὅτι ὁ γαργαρεὼν ἢ ἰσχναίνεται καὶ ταπεινοῦται καὶ λέγεται ἱμάς , ὅπερ | ||
ὥσπερ γε καὶ τοῦ χείλους ἀπολλύμενόν τι , καὶ ὁ γαργαρεὼν ἀμέτρως ἐκτμηθείς , ἀλλὰ καὶ τῆς ὑπερῴας ἄμετρος ὑγρότης |
σῶμα διαφέρει ἑκά - στου . Ψυχὴ μὲν οὖν αἰεὶ ὁμοίη καὶ ἐν μέζονι καὶ ἐν ἐλάσσονι : οὐ γὰρ | ||
λυομένης , πάντα λύεται , ἡ γὰρ λύσις τῇ φθέγξει ὁμοίη , λύεται δὲ ἐν γονίμῃ . Ἢν αἱ φλέβες |
παρανηχομένοις : ὁ καρκίνος δὲ αὐτῇ παραμένει σύντροφός τε καὶ σύννομος . οὐκοῦν ὅταν τι τῶν ἰχθύων προσνέῃ , ὁ | ||
τῶν ἰχθύων . καρκίνος δὲ αὐτῇ παραμένει σύντροφός τε καὶ σύννομος . οὐκοῦν ὅταν τις τῶν ἰχθύων προσνέῃ , ὃ |
ἀγκὰς ἄκοιτιν : βῆ δὲ θέειν ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν νήδυμος Ὕπνος ἀγγελίην ἐρέων γαιηόχῳ ἐννοσιγαίῳ : ἀγχοῦ δ ' ἱστάμενος | ||
ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία . Ὕπνος δὲ πεῖναν τὴν κατ ' ἔσχατον δαμᾷ . Ὑπὲρ |
Ὁπλοσμίας ἤτοι τῆς Ἥρας ηὐτρεπισμένον καὶ ἑτοιμασθέντα ταῖς σφαγαῖς . θουρὰς ἡ ὁρμητικὴ πόρνη λέγεται ἡ κατωφερὴς ἀπὸ τοῦ θουρᾶσθαι | ||
φοιτάδος πλάνης τῶν κακῶν τε πημάτων , ὅταν ἡ θρασεῖα θουρὰς καὶ ὁρμητικὴ κύων ἤγουν ἡ γυνὴ Διομήδους Αἰγιάλεια οἰστρήσῃ |
βλαφθεὶς πέσεν ὕπτιος , ἀμφὶ δὲ πήληξ σμερδαλέον κονάβησε περὶ κροτάφοισι πεσόντος . Ἕκτωρ δ ' ὀξὺ νόησε , θέων | ||
τὰς φλέβας τὰς ἐν τοῖσι βραχίοσι καὶ τὰς ἐν τοῖσι κροτάφοισι , σπλῆνα ὑποτιθείς . Ἢν δὲ τούτων οἱ μηδ |
. διαλλακτῆρι δ ' οὐκ ἀμεμφεία φίλοις , οὐδ ' ἐπίχαρις Ἄρης . σιδηρόπληκτοι μὲν ὧδ ' ἔχουσιν σιδηρόπληκτοι δὲ | ||
γελοίῳ τὸν ἔλεγχον . , , , . . σεμνόν ἐπίχαρις ὁ αὐτὸς σεμνότατος ὢν καὶ σπουδαστικώτατος , ὅμως ἐπίχαρις |
κεφαλῆς ἔχων ἐνυφασμένα τὰ δώδεκα στοιχεῖα , ἐμβάται τραγικοί , πώγων ὑπερμεγέθης , ῥάβδος ἐν τῇ χειρὶ μειλίνη . Καὶ | ||
τὴν εἰς ὀξὺ λήγουσαν ἀκμὴν τοῦ πυρός . καὶ ὁ πώγων γὰρ εἰς ὀξὺ λήγει , ὥσπερ καὶ ἐν ἑτέρωι |
δὲ ἀγαθοῖς τῶν ἀνθρώπων ἀγήραον καὶ ἄφθαρτον εὐδοξίαν ἀπένειμεν . δάκος ἀδινόν : ἰδίως τὸ δάκος ἀδινὸν εἶπεν , ἀντὶ | ||
τόλμα : θῆλυς ἄρσενος φονεύς : ἔστιντί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ ' ἄν ; ἀμφίσβαιναν , ἢ Σκύλλαν τινὰ |
. ὁμοίως δὲ οὐδὲ αὐξανομένου καὶ αὐξάνοντός ἐστι μεταξύ . αὐξάνει γὰρ προσγινομένου τινὸς καὶ ἑνουμένου καὶ πάλιν φθίνει ἀπόντος | ||
πηγὰς νύμφας καὶ τιθήνας τοῦ Διονύσου , ὅτι τὸν οἶνον αὐξάνει τὸ ὕδωρ κιρνάμενον . . , : Ὅτι τοὺς |
: γένη : τρίγλης τε ῥοδόχροα φῦλα : καὶ ἡ τρίγλα , τὸ δὲ σχῆμα περίφρασις . Περίφρασίς ἐστιν ἡ | ||
, τριπρόσωπε , τρίγλαις κηλευμένα . ἐὰν δ ' ἐναποπνιγῇ τρίγλα ζῶσα ἐν οἴνῳ καὶ τοῦτο ἀνὴρ πίῃ , ἀφροδισιάζειν |
καὶ μυκτῆρα τραχύν , ἐπισκύνιον μετέωρον , ὀφθαλμοὺς σκυθρωπούς : ὕπωχρος δ ' ἐστὶ καὶ τὸ γένειον προπαλέστερος . ὁ | ||
καὶ τὰ ἔσω τῆς χειρός . ἧλος συστροφὴ τυλώδης περιφερὴς ὕπωχρος , ἡλοειδής ὅτι ἄνωθεν μὲν εὐρύνεται , περὶ δὲ |
ὠλλύμαν , ἦμος ἐκ δείπνων ὕπνος ἡδὺς ἐπ ' ὄσσοις σκίδναται , μολπᾶν δ ' ἄπο καὶ χοροποιὸν θυσίαν καταπαύσας | ||
ἐγκέφαλον πρῶτον ἀφικνέεται , καὶ οὕτως ἐς τὸ λοιπὸν σῶμα σκίδναται ὁ ἀὴρ , καταλιπὼν ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ ἑωυτοῦ τὴν |
μάλιστ ' ἀνηκόντων . μετὰ δὲ ταῦτα τοῦ βασιλέως ἱεροσκοπησαμένου μόσχῳ καὶ καλλιερήσαντος , ὁ μὲν ἱερογραμματεὺς παρανεγίνωσκέ τινας συμβουλίας | ||
τῆς σχοίνου συμπλοκὴν διείρῃ , κατέχεται καὶ πεδηθεῖσα σὺν τῷ μόσχῳ καταμένει , ἐκεῖνον μὲν οὐκ ἀπολύσασα , ἑαυτήν γε |
ὀφθαλμόϲ : καὶ εἰ μὲν τὸ βλέφαρον μόνον παραλυθείη , μέμυκε διηνεκῶϲ ὁ ὀφθαλμὸϲ καὶ ἀναιϲθητεῖ τὸ βλέφαρον . εἰ | ||
ὡς δάμαλιν ἂμ πέτραις ἠλιβάτοις , ἵν ' ἀλκᾷ πίσυνος μέμυκε φράζουσα βοτῆρι μόχθους . ὁρῶ κλάδοισι νεοδρόποις κατάσκιον νεύονθ |
. . ἐφεψαλώθη ] κατεκάη , φέψαλος γὰρ ὁ μικρὸς σπινθήρ . ἐξεβροντήθη ] παρετράπη , ἐξησθένησε , ὥσπερ οἱ | ||
παρὰ τὸ σπεῖραι οὖν , καὶ παρὰ τὸ θέρω , σπινθήρ . Συνάορος . παρὰ τὸ συναρηρέναι : συνηαρός τις |
πλευρὸν καὶ ἐς τὴν κληῗδα ἐνίοτε , καὶ τὸ σίελον πτύει ὑπό - χολον καὶ ὕφαιμον , ὅταν τύχῃ ῥηγματίας | ||
: ἐπὴν ἄορτρον σπασθῇ τοῦ πλεύμονος , τὸ πτύσμα λεπτὸν πτύει , ἐνίοτε δὲ αἱματῶδες , ἀφρονέει τε καὶ πυρετὸς |
ἀναφυσηθῆναι συμβῇ πᾶσαν τὴν ἄσφαλτον : ὁ δὲ πλησίον τόπος ἔμπυρος ὢν καὶ δυσώδης ποιεῖ τὰ σώματα τῶν περιοικούντων ἐπίνοσα | ||
. Καὶ ἐν αὐτοῖς μὲν τοῖς τόποις καὶ τοῖς συνεχέσιν ἔμπυρος ἡ πνοὴ γίνεται , πορρωτέρω δὲ προϊοῦσιν οὐχ ὁμοίως |
οἷον , πυριλαμπής : πυρίκαυστος : πυρίμορφος : νυκτίλοχος : νυκτικόραξ : θηριάλωτος : μαστιγιφόρος : αἰγίλιψ : αἰγίβοτον : | ||
ὦτα ἔχει πτερύγια . τοῦτο ἐπαινούμενον καὶ ἀντορχούμενον ὥσπερ ὁ νυκτικόραξ ἁλίσκεται . διὸ τοὺς χαύνους καὶ κενοδόξους ὤτους καλοῦσιν |
ἐρυθρότερα διεσπασμένα περὶ δυσμάς , ἀνομβρίαν δηλοῦσι . καὶ γλαὺξ ᾄδουσα συνεχῶς ἐν νυκτί , καὶ κορώνη πρᾳέως ἐν ἡμέρᾳ | ||
ματτομένων : Τῶν προσοψημάτων . μινυρομένη : Ἀντὶ τοῦ ἠρέμα ᾄδουσα . τῶν Ἰωνικῶν : Τῶν τρυφηλῶν . Ἴωνες τρυφηλοί |
πολυσκώμμων , πολυτελής , πολύτιμος , πολυειδής , πολυγενής , πολύμορφος , πολυανθής , πολυσχήμων . ἐκ δὲ τοῦ μισο | ||
ὀνομάτων φύσις παντοδαπή , παρὰ δὲ τὰς τῶν ὀνομάτων ἁρμονίας πολύμορφος ὁ λόγος : ὥςτε πολλὴ ἀνάγκη καλὴν μὲν εἶναι |
Μεγαρικὸν καὶ Ἀττικὸν καὶ τὸ ἐν Κιλικίᾳ γεννώμενον . Λαγωὸς θαλάττιος ἔοικε μὲν μικρᾷ τευθίδι , δύναται δὲ λεῖος καταχρισθεὶς | ||
ἐξίλλειν ἔλεγον . ἔξω Γλαῦκε : χειμῶνα γὰρ σημαίνει ὁ θαλάττιος . ἐξωμίς : χιτὼν ἅμα τε καὶ ἱμάτιον : |
ἐγὼ νέους οὐδὲν γυναικῶν ὄντας ἀσφαλεστέρους , ὅταν ταράξηι Κύπρις ἡβῶσαν φρένα : τὸ δ ' ἄρσεν αὐτοὺς ὠφελεῖ προσκείμενον | ||
, οἷον πρυλέες , οἱ πορείᾳ χρώμενοι . πρωθήβην ἄρτι ἡβῶσαν , ἀκμάζουσαν . πρώτῃσι θύρῃσι ἐπ ' ἄκραις ταῖς |
ἀγλαόκαρπος ἁλὸς σχεδόν ἐστιν ἐλαίη , γείτοσιν ἐν γουνοῖσιν ἐπακταίη τεθαλυῖα , κεῖθι δὲ πουλύποδος νόος ἕλκεται , ἠΰτ ' | ||
αἰνοῦ ὄμβρος ἐπιβρίσας , ἣ δ ' ἀλθομένη ἀνέμοισι μειδιάᾳ τεθαλυῖα πολυκμήτῳ ἐν ἀλωῇ : ὣς ἄρα τειρομένοιο Φιλοκτήταο πάροιθε |
' ἅμα , δι ' ὧν βρότειον ζῇ τε καὶ θάλλει γένος . καὶ ὁ σεμνότατος δ ' Αἰσχύλος ἐν | ||
εἶδος ἄνθους σαμψύχῳ ὅμοιον . μάλιστα δὲ παρὰ τοῖς ὕδασι θάλλει . μέμνηται καὶ Θεόφραστος . βοτάνη εὔοσμος , ἣν |
σῶμα συνίλλεταί τε ἡδυπότατον περὶ νυμφίον εὔτριχα κισσὸς ὅπως καλάμῳ περιφύεται αὐξόμενος ἔαρος ὀλολυγόνος ἔρωτι κατατετηκώς . Αἰγίδιον , σὺ | ||
συνίλλεσται τε ἡδυπότατον περὶ νυμφίον εὔτριχα , κισσὸς ὅπως καλάμῳ περιφύεται αὐξόμενος ἔαρος ὀλολυγόνος ἔρωτι κατατετηκώς . Αἰγίδιον , σὺ |
, ἕβδομον ἐσσυμένη τελέσαι χρέος : ἀλλὰ καὶ Ἠῶ ὀρνυμένην πέπλοισιν ἐπισπεύδουσαν ἐπείγει , δεξιτερὴν τείνουσα μετάσσυτον εἰς φάος ἄλλο | ||
ἂν εἰδείης ἕτερον πολυμοχθότερον πολυπλαγκτότερόν τε θνατῶν . τί γὰρ πέπλοισιν ἄθλιον κρύπτει κάρα ; αἰδόμενος τὸ σὸν ὄμμα καὶ |
καλλιπόταμον ὕδωρ τῆς Δίρκης τὰς εὐκάρπους χώρας ἐπιβαίνει : ἡ ὑγρασία : γᾶς : βοτανοτρόφους : εὐκάρπους χώρας : ἔνθα | ||
: γλίσχρα γάρ ἐστι καὶ λιπώδης καὶ ἀπὸ τοῦ σώματος ὑγρασία ἀπορρεῖ , ἥτις τὸ πῦρ σβεννύει . ἄλλως : |
ὁμιλίαν ἀνθρώπους προσίεσθαι διείρηται μηδὲ κτῆνος ἐᾶν ὑπό τινος ἑτερογενοῦς ὀχεύεσθαι : τράγον οὐδεὶς ἐάσει ποιμὴν Ἰουδαῖος ἐπιβαίνειν ἀμνάδι οὐδὲ | ||
ἡμίονος σπλάγχνα κέκτηνται . ἄρχεται δὲ ὀχεύειν ὁ ἄρρην καὶ ὀχεύεσθαι ἡ θήλεια τριετεῖς γεγονότες : βιώσιμα δὲ γεννᾷ τριετὴς |
: ἀμφὶ δ ' ἄρά σφι τεύχε ' ἐπεσμαράγησε : μίγη δ ' ἑκάτερθεν ἀυτὴ λευγαλέη . Τὰ δὲ πολλὰ | ||
δ ' ἄρα Φοίνικες πολυπαίπαλοι ἠπερόπευον . πλυνούσῃ τις πρῶτα μίγη κοίλῃ παρὰ νηῒ εὐνῇ καὶ φιλότητι , τά τε |
καὶ παραχρῆμα βοηθεῖ . ποιεῖ δὲ καὶ ἰϲχιαδικοῖϲ . Ἡ περιπνευμονία φλεγμονὴ τοῦ πνεύμονόϲ ἐϲτι τὰ πολλὰ μὲν ἐπὶ κατάρροιϲ | ||
οὐ ποιεῖ φλεγμονήν . διὰ δὲ τὸ φλέγμα γίνεται ἡ περιπνευμονία , ἐπειδὴ παχύς ἐστιν οὗτος ὁ χυμός , καὶ |
καὶ δοῦναι , καὶ ἐᾶσαι ὑπνῶσαι : καὶ ἢν μὲν στρόφος γίνηταί οἱ περὶ τὸν ὀμφαλὸν , κύει : ἢν | ||
ἀλγηδὼν ἐνείη , καὶ ἅμα τῷ ἀλγήματι ἢ βηχίον ἢ στρόφος ἢ πόνος κοιλίης : ὅταν δέ τι τουτέων παρῇ |
] . ὁ δὲ κλιβανίτης πάσαις ταῖς ἀρεταῖς περιττεύει : εὔχυλος γὰρ καὶ εὐστόμαχος καὶ εὔπεπτος καὶ πρὸς ἀνάδοσιν ῥᾷστος | ||
κακοστομαχώτερος . ὁ δὲ κριβανίτης πάσαις ταῖς ἀρεταῖς περιττεύει : εὔχυλος γὰρ , εὐστόμαχος , εὔπεπτος , πρὸς ἀνάδοσιν ῥᾷστος |
ἄλλοις δὲ πλείοσιν αἱ πρασοκουρίδες . ταύτας μὲν οὖν ἡ κράστις ἀθροισθεῖσα ἀπόλλυσι καὶ ὅταν κόπρος ἀθρόα που καταλάβῃ : | ||
εἶδος . ὁ δὲ χόρτος καὶ χιλὸς καὶ βοτάνη καὶ κράστις , ἀφ ' οὗ καὶ τὸ ἀγγεῖον ὃ ἐπὶ |
ἀλφαίνειν , ἀληλεσμένα , ἀλήφατα ἄλφιτα . . . . ἀλφός : παρὰ τὸ ἐναλλάσσειν τὴν χροιάν . σημαίνει δὲ | ||
. τὸ δὲ κῦφος τὸ ΚΥ μακρόν . τὸ δὲ ἀλφός καὶ πολφός ἔχουσι τὸ Λ . τὰ δὲ ἐπίθετα |
ὑπὸ δὲ Ἰώνων ὁ ἄπορος , ὑπὸ δὲ Ἀττικῶν ὁ τρυφερός . Ἀγήνωρ , ὁ ἀνδρεῖος καὶ ὁ ἄγαν ὑβριστικός | ||
τοῦτο τῆς τοῦ νεανίσκου σπουδῆς . . , ὁ Λεωγόρας τρυφερός τις , ὁ Ἀνδοκίδου πατήρ . Πλάτων Περιαλγεῖ ὦ |
αἰσθήσει καθάπερ ἀτμίζοντος ἀεὶ τοῦ σώματος . Ἁλμυρὸς δὲ ὅτι ἄπεπτος , τὸ δὲ πεπεμμένον γλυκὺ , τὸ δ ' | ||
, ἁπαλόσαρκος , ἄβρωμος , εὐστόμαχος , οὐρητικός , οὐκ ἄπεπτος , ταγηνιστὸς δὲ δύσπεπτος . τρίγλη εὐστόμαχος παραστύφουσα , |
δ ' αὐτοὺς φήμῃσι κακαῖς νεότητος ἐν ὥραις ἀμφέβαλεν , μάχλους τ ' ἐς ἀεικέα θήκατο κύπριν , ἀλλοτρίων τε | ||
ἑτέρως πως διαφόρως . Ἐλέγη καὶ Κελαινὴ Προίτου θυγατέρες . μάχλους δὲ αὐτὰς ἡ τῆς Κύπρου βασιλὶς εἰργάσατο , ἐπὶ |
πλῆθος ἕτερον ἦν κακὸν ἄφατον : καθάπερ γάρ τις θάνατος ἕρπων τὴν ἁπάντων ζωὴν κατεβόσκετο , ὡς ἐκ τούτου τὰς | ||
τάξις : κυρίως δὲ ἡ στρατιωτικὴ τάξις . καὶ τὸ ἕρπων δὲ καταχρηστικῶς εἴρηται ἀντὶ τοῦ ἱπτάμενος . * οὐλαμός |
μακρό - τερα τῆς Ἰλιάδος λαλῶν , Ἀλκίνου ἀπόλογος , ἄπαυστος γλῶττα , ἀνερμάτιστος . μάτην αὐτοῦ τῇ γλώττῃ περίκειται | ||
τοῦτ ' ἔστι μόνον ὅπερ ἐστίν . ἔστι δὲ ἐνέργεια ἄπαυστος καὶ ἀκάματος καὶ ἀθάνατος καὶ ἀίδιος , νοῦς τε |
ὑπ ' αὐτοῦ πάθῃ κατὰ τὸ τῆς μητρυιᾶς ὄνομα , ἐγκύμων οὖσα δίδωσιν ἑαυτὴν Τυρρηνῷ τινι συοφορβίων ἐπιμελητῇ βασιλικῶν , | ||
. δεῖ δὲ τὴν πόαν χυλίζειν ὅταν ἀκμαιοτάτη ἐϲτὶ καὶ ἐγκύμων τοῦ ἄνθουϲ . δίδοται δὲ τοῦ χυλοῦ ϲὺν # |
ἠπάτησε τοιούτῳ : “ κόραξ , καλαί σοι πτέρυγες , ὀξέη γλήνη , θεητὸς αὐχήν : στέρνον αἰετοῦ φαίνεις , | ||
, καὶ ἔγκειται βαρὺ ἐν τῷ πλευρῷ , καὶ ὀδύνη ὀξέη ἐς τὸ αὐτὸ ἀεὶ χωρίον λαμβάνει , καὶ δίψα |
οὕτως : φλεγμαίνοντος τοῦ τραχήλου τῆς κύστεως , ἀποστενοῦται ὁ οὐρητικὸς πόρος τῆς κύστεως , καὶ τὸ τηνικαῦτα ἐπέχεται τὸ | ||
, καὶ [ ὁ ? ] οἶνος λεπτὸς καὶ λευκὸς οὐρητικὸς , γυμνασίοις τε συμμέτροις κεχρῆσθαι καὶ ἀνατρίμμασιν ἐν τοῖς |
τίς πάτρα ; τίς ἡ στολή ; ˈ τίς ἡ τάραξις τοῦ βίου ; τί βάρβιτος ˈ λαλεῖ κροκωτῶι ; | ||
ὄψεως ὀργάνοις , ἤδη ἐροῦμεν . Τῶν ὀφθαλμῶν οὖν πάθη τάραξις καὶ ὀφθαλμία , καὶ φλεγμονὴ καὶ ῥεύματος ἐπιφορά . |
ἀναπνύσω ἀνέπνυκα ἀνέπνυμαι ἀνεπνύθη καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν καὶ συγκοπῇ ἀμπνύνθη , ὡς τὸ ἀρτύνθη . . . . ἀμπείραντες | ||
, κὰδ δέ οἱ ὕδωρ χεῦαν : ὃ δ ' ἀμπνύνθη καὶ ἀνέδρακεν ὀφθαλμοῖσιν , ἑζόμενος δ ' ἐπὶ γοῦνα |
ὄρνεον αὕτη , μισεῖται δὲ παρὰ πάντων ὀρνέων , κἂν ἁλιαίετος αὐτὴν θεάσηται πλανωμένην εὐθὺς ἐπιθέμενος διαφθείρει . Εἷς τῶν | ||
δέδωκεν ἱερεῖον . ] ἁλιαιέτους : Εἶδος ἀετοῦ [ ὁ ἁλιαίετος ] ἐν θαλάσσῃ διαιτώμενος . ἄπελθ ' ἀφ ' |
ἔρχεται . ἐπιπνεῖ ] ἐμπίπτει . ἐπιπνεῖ ] κινεῖται . ἐπιπνεῖ ] + ἐπὶ τὴν πόλιν . ἐπιπνεῖ ] ἐπέρχεται | ||
καὶ πόλεων πυρπολήσεις : ἐπιδεξίως οὖν τὸ πνεῖ ἔφη . ἐπιπνεῖ λαοδάμας ] ἐπέρχεται ὁ τὸν λαὸν δαμάζων Ἄρης . |
οἱ Δαιμονίη βῶλαξ ἐπιμάστιος ᾧ ἐν ἀγοστῷ Ἄρδεσθαι λευκῇσιν ὑπαὶ λιβάδεσσι γάλακτος , Ἐκ δὲ γυνὴ βώλοιο πέλειν ὀλίγης περ | ||
δευόμενον δὲ κάρηνον εὐγλήνου κεφάλοιο ἁλμυροῦ ἐν χύτρῃ κεραμηίδι καὶ λιβάδεσσι κιρνάμενον μέλιτος Λυκαβηττίου εὔκυκλον ἕδρην ἀλθαίνει συκῇσι περίδριον ὀφρυοέσσαις |
χρυσόν , ἵν ' ᾖ τὸν τίμιον , ἢ ὅτι διάχρυσος ἦν τῇ κατασκευῇ ὁ χαλινός : δαμάζοντα δὲ τὸ | ||
καὶ παρέκειτο καὶ τούτῳ [ σπάργανα ] γνωρίσματα : μίτρα διάχρυσος , ὑποδήματα ἐπίχρυσα , περισκελίδες χρυσαῖ . Θεῖον δή |
γίνεται δὲ καὶ τριῶν σπιθαμῶν . τὸ δὲ χρῶμά ἐστιν ὑπέρυθρος , καὶ τῶν ὀδόντων τὸν μὲν κάτω ἐλάττονα ἔχει | ||
ὀρεινοῖς καὶ τραχέσι χωρίοις . Ἄλυπον φρυγανώδης ἐστὶ πόα , ὑπέρυθρος , λεπτόφυλλος καὶ λεπτόκαρπος : ἄνθος μαλακὸν καὶ κοῦφον |
εὔπεπτος καὶ τρόφιμος καὶ μᾶλλον ἡ μικρά , ὁ δὲ πῶλυψ συνεργεῖ μὲν ἀφροδισίοις , σκληρὸς δέ ἐστι καὶ δύσπεπτος | ||
τὰς ὀχείας καὶ τὰς γενέσεις ἐξ ἰλύος ἔχει . ὁ πῶλυψ δύο κοτυληδόνας ἔχει , ἡ δὲ ἑλεδώνη μονοκότυλός ἐστι |
τὸ ω μέγα ποιητικῶς εἰς ο μικρόν . ἠερόεσσα : διαυγὴς , ἢ μελανοειδὴς ἀπὸ τοῦ ἀερῶδες τὸ σκοτεινόν : | ||
δὲ τὸ διὰ τῆς ταυροκόλλης : ταυροκόλλα γὰρ καλὴ καὶ διαυγὴς ἐν ὀξυκράτῳ βρέχεται μέχρι διαλυθείη , ἔπειτα εἰς ῥάκος |
ποιότητα ἀναφερόμενον ὡς ἡ ὑπὸ μακρᾶς νόσου ἢ ἰκτερικοῦ νοσήματος ὠχρίασις , ἢ ἐπίκτητον καὶ εὐαπόβλητον ὡς ἡ ἐρυθρότης , | ||
καιρὸς ἔτους Ἕλληνες . ὦχρος ἀρρενικῶς καὶ βαρυτόνως Ἀττικοί , ὠχρίασις Ἕλληνες . ὠρακιᾶν Ἀττικοί , λειποψυχεῖν Ἕλληνες . ὡς |
τλήμων ἀγαί ἀλεκτορίς ἀλκηστής ἀμυντής ἀμφίκρανον ἀπαυλία βούπρῳρον ἐπιτάξ ἐριούνης εὐναία Ἥρυλλος ἡφαιστόδαπτα θεωρίδες καθηγητής καῦστις λικνοστεφεῖ λωπιστός μαγείαν μαδαγένειον | ||
; πάτερ Θέοινε , μαινάδων ζευκτήριε Ἥρα τελεία , Ζηνὸς εὐναία δάμαρ ἐναγώνιε Μαίας καὶ Διὸς Ἑρμᾶ οἵ τοι στεναγμοὶ |
. Ἢν δέ ς ' ὁδοιπλανέοντα καὶ ἐν νεμέεσσιν ἀνύδροις νύχμα κατασπέρχῃ , βεβαρημένος αὐτίκα ῥίζας ἢ ποίην ἢ σπέρμα | ||
γὰρ αὐαλέη ῥινὸς περὶ σάρκα μυσαχθής νειόθι πιτναμένη μυδόεν τεκμήρατο νύχμα , σηπεδόσι φλιδόωσα : τὰ δ ' ἄλγεα φῶτα |
[ φησὶ ] ἐν Σημειωτικῷ παραδίδωσιν , οὐδὲν ἄλλο πλὴν καυσώδης ἐστὶν πυρετός , ὡς δὲ ἔνιοί φασι , φλεγμονὴ | ||
καὶ τοῦτο ἄτοπον . ἐπὶ σπληνὶ τεταρταῖος μόνον , ἢ καυσώδης . εἰ δὲ καὶ ὑπερσαπὴς ὁ μελαγχολικὸς , ὡς |
καὶ πυρὰ γῆ , καὶ σαρκίνη γῆ , καὶ γῆ αἱματώδης . Ταῦτα δὲ εὑρήσεις ἐν ταῖς Πτολεμαίου βιβλιοθήκαις . | ||
ξύσιος , οὐκ ἔτι λαμπρὸν αἷμα ἐξέρχεται , ἀλλὰ ἰχὼρ αἱματώδης ἢ ὑδατώδης . Τότε δὲ χρή τινι τῶν ὑγρῶν |
ταλάσσει καὶ κυβερνῆσαι τάλας αὐτουργότευκτον βᾶριν , ἐς μέσην τρόπιν εἰκαῖα γόμφοις προστεταργανωμένην . ἧς οἷα τυτθὸν Ἀμφίβαιος ἐκβράσας τῆς | ||
φιλοσοφίᾳ ἐπολέμει . Φέρ ' ἐπαμύνωμεν τῷ λόγῳ , μὴ εἰκαῖα φλυαρῶμεν . Καὶ δή μοι δοκῶ βούλεσθαι μὲν ταῦτα |
σὰρξ κύκλῳ φλογώδης ἰσχυρῶς καὶ μέλαινα τῇ χροιᾷ γίνεται καὶ στίλβουσα παραπλησίως ἀσφάλτῳ καὶ πίσσῃ : τοιαύτη δ ' ἐστὶν | ||
ἀσπὶς τὸν σοφὸν Δημήτριον ἰὸν ἔχουσα πολὺν ἄσμηκτον , οὐ στίλβουσα φῶς ἀπ ' ὀμμάτων ἀλλ ' ἀΐδην μέλανα . |
, καὶ παρέκειτο καὶ τούτῳ [ σπάργανα ] γνωρίσματα : μίτρα διάχρυσος , ὑποδήματα ἐπίχρυσα , περισκελίδες χρυσαῖ . Θεῖον | ||
μοι ; πέπλοι ποδήρεις : ἐπὶ κάραι δ ' ἔσται μίτρα . ἦ καί τι πρὸς τοῖσδ ' ἄλλο προσθήσεις |