κάπηλος , ἔμπορος , παλιγκάπηλος , μεταβολεύς . καὶ ἔστιν αὐτοπώλης μὲν ὁ ἐν τῇ ἰδίᾳ χώρᾳ πωλῶν τὴν ἑαυτοῦ
ἄλλων πυνθάνεσθε καὶ ἐπιζητεῖτε : ὅτι δὲ οὔτε κάπηλος οὔτε αὐτοπώλης , αὐτὸ δὴ ὑμᾶς αὐτοὺς ἐρωτᾶτε , εἰ ἐγὼ
6473175 καπηλος
Μίθαικος ὁ τὴν ὀψοποιίαν συγγεγραφὼς τὴν Σικελικὴν καὶ Σάραμβος ὁ κάπηλος : οὗτοι θαυμάσιοι γεγόνασι σωμάτων θεραπευταί , ὃ μὲν
Μίθαικος ὁ τὴν ὀψοποιίαν συγγεγραφὼς τὴν Σικελικὴν καὶ Σάραμβος ὁ κάπηλος , ὅτι οὗτοι θαυμάσιοι γεγόνασιν σωμάτων θεραπευταί , ὁ
5873931 πιπρασκων
, οἱ δὲ σπινθῆρες φέψαλοι . ὁ δὲ τοὺς ἄνθρακας πιπράσκων ἀνθρακοπώλης : λέγει γοῦν Φιλύλλιος ἐν Πόλεσιν ἀνθρακοπώλης ,
καὶ τὰ μὴ πιπρασκόμενα , ὡς ἄπρατος ἀνὴρ ὁ μὴ πιπράσκων ἑαυτόν . καὶ ὁ μὲν τόπος ὅπου πιπράσκουσι ,
5608976 πωλων
ἐμέθεν , δόμων ἃς κατεῖδον ἄτας : ποτανὸν μὲν δίωγμα πώλων , τεθριπποβάμονι στόλωι Πέλοψ ὅτ ' ἐπὶ πελάγεσι διεδίφρευσε
ελλ ? [ ἐπ ' ⌊ ἁρμάτων τε καὶ Θρεϊκίων πώλων λευκῶν ⌊ † ὀείους κατεγγὺς † Ἰλίου πύργων ἀπηναρίσθη
5127850 ἐγενετ
θρῖον , ἐν στενῷ . τί γὰρ τούτων διάπτωμ ' ἐγένετ ' ἢ ' μάρτημα τί ; Περὶ τοὐπτάνιον οὐ
τὸ πῦρ ὀπτῶν τὸν ἰχθύν , οὐδὲ πιστευθήσομαι . ὅμοιον ἐγένετ ' , ὄρνις ὁπόταν ἁρπάσῃ τοῦ καταπιεῖν μεῖζόν τι
4992706 βωμολοχος
κἀνάρμοστος ] ἀηδής . ※ . καταπύγων ] πόρνος . βωμολόχος ] ἀσεβής , φλύαρος . οἱ ἐν τοῖς βωμοῖς
κωμάζων , πᾶσαν ἀκολασίαν ὑπομένων . ἦν δὲ καὶ φύσει βωμολόχος καὶ καθ ' ἑκάστην ἡμέραν μεθυσκόμενος καὶ χαίρων τῶν
4971131 παρασιτος
λύκος ὅμοιον κυνί , οὕτω καὶ κόλαξ καὶ μοιχὸς καὶ παράσιτος ὅμοιον φίλῳ . πρόσεχε τοιγαροῦν , μὴ ἀντὶ κυνῶν
μὲν προσιστάμενον δὲ λυπεῖ πανταχῇ . Κληθεὶς ἐπὶ δεῖπνον ὁ παράσιτος Ἀρχεφῶν ὑπὸ Πτολεμαίου τοῦ βασιλέως ἡνίκα κατέπλευσεν εἰς Αἴγυπτον
4968051 ταμιας
ταμίᾳ τοὺς νεήλυδας ἐγχειρίσας ἀπέθανε . καὶ τούσδε μὲν ὁ ταμίας , καθὰ προσέτασσεν ἡ βουλή , Δέκμῳ παρεδίδου ,
βωμῷ τε τοῦ Διὸς τῷ μαντικῷ τῷ ἐν τῇ Πίσῃ ταμίας , ἤγουν ἱερεύς , συνοικιστής τε τῶν ἐνδόξων Συρακουσῶν
4900961 στρατιωτης
Ἄνευ ξύλου μὴ βάδιζε : περὶ Κλεομένους λέγει : ὃς στρατιώτης ὢν Ἀθηναῖος προσεποιεῖτο πρὸς τοῖς ἄλλοις κακοῖς καὶ μανίαν
εἰς τί σκεψαμένους χρὴ ὑμᾶς Ἀνδοκίδου ἀποψηφίσασθαι ; πότερον ὡς στρατιώτης ἀγαθός ; ἀλλ ' οὐδεπώποτ ' ἐκ τῆς πόλεως
4898552 ἱεροσυλος
εἰ καιροῦ λάβοιτο , ὀκνήσειεν ἱεροσυλεῖν , οὔθ ' ὁ ἱερόσυλος κλέπτειν . ὅταν δὲ ἐλάττονι συγκρίνωμεν , οὕτως ἐροῦμεν
: ὥσπερ ὁ ἐξ ἱεροῦ τὰ ἰδιωτικὰ ὑφελόμενος τὸ μὲν ἱερόσυλος εἶναι ἀρνεῖται κλέπτην δέ φησιν ἑαυτόν : διὰ τοῦτο
4847248 δημοτικος
τὰ καλά . Περίανδρος ὁ Κορινθίων δυνάστης κατ ' ἀρχὰς δημοτικὸς ὢν ὕστερον εἰς τὸ τυραννικὸς εἶναι μετῆλθεν , καὶ
δὲ ἐν Οἰδίποδι : ὁ πρῶτος εὑρὼν τἀλλότρια δειπνεῖν ἀνὴρ δημοτικὸς ἦν τις , ὡς ἔοικε , τοὺς τρόπους .
4803223 φιλοχρηματος
, πλούσιος μὲν σφόδρα , ὡς κακόβιος δέ τις καὶ φιλοχρήματος καὶ σκνιφὸς κωμῳδεῖται , ὅστις ἕνεκα τῆς φειδωλίας οὐδένα
, πάσας δὲ ἐν τῷ ὀργάνῳ , οὕτως καὶ ὁ φιλοχρήματος οὐδὲν τῶν πέλας ἕνεκα οἰκονομεῖ , ἕλκει δὲ ἐφ
4798776 κλεπτης
δὲ , ὧν ἄλλος τις ἰδιώτης κύριος ἦν : οὐκοῦν κλέπτης εἰμὶ , οὐχ ἱερόσυλος : πάλιν δὲ ὁ κατήγορος
τοῖς οὕτω διακειμένοις . ποῖος γὰρ ἔτι τύραννος ἢ ποῖος κλέπτης ἢ ποῖα δικαστήρια φοβερὰ τοῖς οὕτως παρ ' οὐδὲν
4666359 ὑβριστης
μὲν τὴν φύσιν παράνομος , πρὸς δὲ τὰ ζῷα αὐτὰ ὑβριστής , πρὸς δὲ τὰς τέχνας ἀμαθής , πρὸς δὲ
ἐς τὴν ὑστεραίαν δικασόμενοι ἄμφω , καὶ ὁ μὲν ἀποδόμενος ὑβριστής τε ἠλέγχετο καὶ θυσίας ἐκλελοιπώς , ἃς ἔδει τοῖς
4649719 ἀστειος
πρεσβύτερος μὲν οὖν καὶ πρῶτος ἔστι τε καὶ λεγέσθω ὁ ἀστεῖος , νεώτερος δὲ καὶ ἔσχατος πᾶς ἄφρων , τὰ
† ὁ ἐν ἄστει διατρίβων , λέγεται * * * ἀστεῖος ὁ διὰ χρηστὸν ἦθος ἐπαινούμενος , ὡς καὶ ὁ
4615933 κεστρινος
. Κεστρῖνοι : Ὑπερείδης ἐν τῷ περὶ τοῦ ταρίχους . κεστρῖνος ἰχθύς . ἐπισκεπτέον δὲ εἰ διαφέρει τι κεστρέως .
: Ὑπ . ἐν τῷ περὶ τοῦ ταρ . . κεστρῖνος ἰχθύς . . ναύκληροϲ . . . . Παλληνεύϲ
4614482 ἐμπορος
μετάγων , ἔνθεν μὲν ὠνοῖτο , ἑτέρωθι δὲ ἀποδιδοῖτο , ἔμπορος οὗτος οὐδέν τι μεῖον ἢ Λάμπις ὁ Αἰγινήτης :
. εἰ δὲ ἐπίσταται εἴπῃς , συντάξεις πρὸς τὸ ὅστις ἔμπορος κυρεῖ : ἔστι δὲ ψυχρόν : τὸ γὰρ πρῶτον
4590986 τεθνηκως
- ται . ἢ οὕτως : εἴ τις καὶ πρὶν τεθνηκὼς ἢ νῦν ὢν ἴσχεν ἐξαίρετόν τι , τοῦτο ἔσχον
λέγειν . ἔγνων ποτὲ καὶ Ἰόλαον : ὁ γὰρ Ἰόλαος τεθνηκὼς ἐπειδὴ ἔμαθεν Εὐρυσθέα ἐξαιτούμενον παρ ' Ἀθηναίων τοὺς Ἡρακλείδας
4573973 λειτουργων
αὐτὴν ἀνηλωκὼς καὶ νῦν ἥκει παρ ' ὑμᾶς ἐκείνῃ τι λειτουργῶν . ἂν μὲν οὖν εὕρηται τὴν παρὰ σοῦ βοήθειαν
φιλοσοφίαν . τούτοις ἅπασιν ἀκολουθήσας τεσσαράκοντα ἔτη ταῦτα σχεδὸν ἐτέλεσα λειτουργῶν ὑμῖν ἐκ τῶν λόγων καὶ πρεσβεύων ἐφεξῆς ὁπόσας αὐτοὶ
4566909 Ἀττικος
καὶ Θάσιος ἐκ μεγάλων κυλίκων ἐπιδέξια , ὁ δ ' Ἀττικὸς ἐκ μικρῶν ἐπιδέξια , ὁ δὲ Θετταλικὸς ἐκπώματα προπίνει
ἀπὸ τοῦ † ἀλάλημι ὁ παθητικὸς παρακείμενος ἤλαμαι καὶ ὁ Ἀττικὸς ἀλήλαμαι , ἔνθεν τὸ ἀληλαμένοι περὶ κύκλον , καὶ
4554575 ἀνδραποδον
δὲ καὶ ἀπὸ Ἰάσονος , ὃς ἠνδραπόδισε τὴν Μήδειαν . ἀνδράποδον δὲ εἴρηται ὁ ποὺς ὁ ἐν ἀνδράσιν , ἀπὸ
ἰδεῖν ὀνείρους . οἷον λέγουσί τι τοιοῦτον . ἀπολέσας τις ἀνδράποδον ἔδοξε λέγειν αὐτῷ τινα ἐν ἀστρατεύτοις ἐστί σου ὁ
4550089 προσερχεται
. ὁ γὰρ ἐπιστάμενος αἰδεῖσθαι πρὸς ἑκάστην τῶν εἰρημένων ὑπεροχὴν προσέρχεται [ ] οὕτω διακείμενος οὐ διὰ τὸ ἡμαρτηκέναι τι
φιλοτιμίᾳ διαλλαγεὶς Ἀγαμέμνονι . τοιγαροῦν ὅτε τῶν πολεμούντων ἡ ταραχὴ προσέρχεται ταῖς ναυσί , σφοδρότερόν πως ὑποκινεῖ τὰς χορδὰς καὶ
4546259 εἰργασμενος
ἀπόλλυσιν νόσος ; ἡ σύνεσις , ὅτι σύνοιδα δείν ' εἰργασμένος . πῶς φήις ; σοφόν τοι τὸ σαφές ,
ἐκεῖνοι μὲν ἔφευγον , ὁ Δεινίας δὲ ὑπεξέρχεται τηλικοῦτον ἔργον εἰργασμένος . Καὶ τὸ μέχρι τῆς ἕω παρὰ τῷ Ἀγαθοκλεῖ
4545901 φορος
πλέκω πλόκος , σπείρω σπόρος , λέγω λόγος , φέρω φόρος : οὕτω καὶ τρέχω τρόχος . . . .
συνεργείᾳ πολὺν χρόνον γεγονότες . φόρος καὶ φορὸς διαφέρει . φόρος μὲν γὰρ λέγεται ὁ φέρων . οὕτως καὶ φόνος
4545112 κουρειον
ἦν κουρεύς . μνημονεύει αὐτοῦ Πλάτων ἐν Σοφισταῖς τὸ Σποργίλου κουρεῖον , ἔχθιστον τέγος τοῦτο οὖν ἔστω σημεῖον τοῦ καὶ
ἐπώλουν , συναποκηρύττων ἅμα ὑόν , ὥστε μηθὲν εἶναι μήτε κουρεῖον κενόν , μὴ στοάν , καθημένους δὲ πάντας ἐξ
4533561 μισθος
μὲν γὰρ εὐπραγίας κίνδυνος ὁ νόμος , τῆς δὲ λύπης μισθὸς ὁ ἔρως . φοβεῖσθαι δὲ ἄμεινον τυχόντα ὧν βούλεταί
ἀγῶνα λαῷ , τὸν μισθὸν ἀπόδος : ἔστι δὲ ὁ μισθὸς τὸν ἑταῖρον ἡμῖν Στρατήγιον ἐπί τινος φανῆναι σχήματος .
4523869 Καρυστιου
ἀφελείᾳ , οἷον ὁ Φιλάμμων , οὐχ ὅτι Γλαύκου τοῦ Καρυστίου . Ἀφελὲς δὲ καὶ τὸ μὴ ὡς ἐν προτάσει
, τοὺς ἀγωνιστάς . ὁ Φιλάμμων οὐχ ὅτι Γλαύκου τοῦ Καρυστίου καί τινων ἑτέρων πρότερον γεγενημένων ἀθλητῶν ἀσθενέστερος ἦν ,
4515226 δημηγορος
η : οἷον , συνήγορος : κατήγορος : θεήγορος : δημήγορος . Τὰ παρὰ τὸ χέω συγκείμενα διὰ τοῦ ο
η : οἷον , συνήγορος : κατήγορος : θεήγορος : δημήγορος . Τὰ παρὰ τὸ χέω συγκείμενα διὰ τοῦ ο
4495521 καινος
συνήθως δὲ τῶν ζακόρων ἔξωθεν τὴν θύραν ἐφελκυσαμένων ἔνδον ὁ καινὸς Ἀγχίσης καθεῖρκτο . καὶ τί γὰρ ἀρρήτου νυκτὸς ἐγὼ
ὄξους καὶ μάννης λεανθέντες . ἀρήγει δὲ θαυμαστῶς καὶ σπόγγος καινὸς ὑγροπίσσῃ δευόμενος , εἶτα καιόμενος καὶ λεῖος προσ -
4492948 κολαξ
τις αὐχμῶν ἢ ῥυπῶν , κονιορτὸς ἀναπέφηνεν : ὄπισθεν ἀκολουθεῖ κόλαξ τῳ , λέμβος ἐπικέκληται : τὰ πόλλ ' ἄδειπνος
οὐ τὰ σώφρονα συμπόσια συνάγουσι : τοῖς δ ' ὁ κόλαξ πάμπρωτος ὑφαίνειν ἤρχετο μῶκον . ἔτι δὲ ὁ μὲν
4488494 ὀφειλων
ὡς πρῴην ἐδικάσατο περὶ συμβολαίου : τάλαντον , οἶμαι , ὀφείλων γὰρ τῷ πατρὶ οὐκ ἤθελεν ἐκτίνειν , ὁ δὲ
ἐν τοῖς χρόνοις ἐν οἷς γέγραπται τὴν τιμὴν τῶν φιαλῶν ὀφείλων , ὑποβάλλετε αὐτῷ ὅτι ἔλαβες μὲν ἐπιδημῶν : ἐπειδὴ
4485047 ὁστισουν
γὰρ ἂν ἄλλως ἀποκρίναιτο , ὦ θεῖε , Λακεδαιμονίων γε ὁστισοῦν ; Πότερ ' οὖν δὴ πόλεσι μὲν πρὸς πόλεις
οἶδ ' ὅτι βέλτιον σχοίη : εἰ δὲ παρελθὼν εἷς ὁστισοῦν δύναιτο διδάξαι καὶ πεῖσαι , τίς παρασκευὴ καὶ πόση
4478255 μαγειρος
ἐβουλεύετο τί χρὴ ποιεῖν , ἕως παρελθὼν ὁ Σόφων αὐτῷ μάγειρος τὰ ἐξ Αὔγης εἶπεν Εὐβούλου : τί , ὦ
ρος ῥηματικὰ τῇ ει διφθόγγῳ θέλουσι παραλήγεσθαι , οἷον μάσσω μάγειρος , πέπτω πέπειρος , ὀνῶ ὄνειρος , οὕτως καὶ
4474565 ὠνιος
τε πολυτίματον ἔλοφ ' , ὁ δ ' αὐτὸς χαλκὸς ὤνιος , ἕνα μόνον : καὶ κῆνον ὁ Ζεὺς ἔλαβε
: δημοσίᾳ δ ' εἰ ἐθέλοις , πολλῶν πάνυ ταλάντων ὤνιος . καὶ τὰς μὲν ἐκ τῆς ἀγορᾶς ταινίας ὀλίγων
4450043 ἀρεσκος
οὐ τέλη ταῦτα φρονήσεως . ἦν γὰρ ἂν ὁ φρόνιμος ἄρεσκος , οὐ τὸ ἀγαθὸν ἔχων τέλος τῆς αὑτοῦ ἕξεως
τοῦτο ποιῇ , ἀλλ ' αὐτῷ τούτῳ χαίρων τῷ ἀρέσκειν ἄρεσκος καλεῖται , ἐὰν δ ' ἵνα κερδαίνῃ , κόλαξ
4442789 ἁνηρ
γε τὴν Μεγάλην πόλιν , τίς τε καὶ ἐκ τίνων ἁνὴρ καὶ ὡς ἄξιος τιμῆς Ἑλλήνων παισίν . ἀμφοτέροις γὰρ
Φίλιππον εὐμενῶς διδάξαι τε τὸν γενναῖον Σαλούτιον , τίς τε ἁνὴρ κἀκ τίνων , καὶ περὶ τῶν ἐν τῇ ψυχῇ
4440407 χαλκευς
ἀνάγκη αὐτὴν μέρος εἶναι : οὐ γάρ , ἐπειδὴ ὁ χαλκεὺς ἀπο - τελεῖ τὸν ἄκμονα , ὁ ἄκμων μέρος
ἐπ ' ἀγαθῷ ἐφθόνει καὶ ἐμήνιε διὰ τὴν τέχνην οὔτε χαλκεὺς χαλκεῖ οὔτε τέκτονι τέκτων , οὐδὲ λῷόν τε καὶ
4435052 ὡραιος
καὶ πλέον θρήνου ἄπεστιν ἢ βίος τε εὐκλεὴς καὶ θάνατος ὡραῖος ; ἐγκωμίων δὲ τί ἀξιώτερον ἢ νῖκαί τε αἱ
περὶ τοῦ ἐπιθέτου κάλλους ἐν λόγῳ . Ὁ δὲ λεγόμενος ὡραῖος λόγος καὶ ἡ ἁβρότης οὐ τούτου τοῦ κάλλους ,
4426807 κωμῳδουμενος
πρᾶγμα . Γ ὄρθιον νόμον ] ἐπεὶ κιθαρῳδὸς ἦν ὁ κωμῳδούμενος . ὄρθιον νόμον ] εἶδος μέλους . μουσικὸς γὰρ
. οὐ Κλεισθένη βινήσομεν : Οὗτος Σιβυρτίου παῖς ἐπὶ θηλύτητι κωμῳδούμενος . εἰ σωφρονεῖτε : Τοῦτο φησίν : εἰ μὴ
4407247 ἐπιγραμματων
τοῖς Ἕλλησιν ἐν ταῖς χρείαις , τῶν τροπαίων καὶ τῶν ἐπιγραμμάτων καλλίους ἀεὶ παρασχομένη τὰς ὑποθέσεις . Ὃ τοίνυν ἔξω
ἀξιέπαινόν τι εἶναι καὶ οὐκ ἄχαρι , εἴ γε τῶν ἐπιγραμμάτων τὰ ἀρτιγενῆ καὶ νεώτερα , διαλανθάνοντα ἔτι καὶ χύδην
4405022 συκοφαντης
περὶ ἐμοῦ φρονεῖς , καὶ πλείω με ἀδικεῖς ἢ ὁ συκοφάντης , ἃ γὰρ ἐκεῖνος διδάξειν ἔφη , σὺ πρὶν
ἀδικίας πεπληρωμένον . Γ Νίκαρχος : ὁ Νίκαρχος κωμῳδεῖται ὡς συκοφάντης . “ φανῶν ” δὲ ἀντὶ τοῦ κατηγορήσων .
4404770 ἐλεγχθεις
ἔλεγχον αὐτὸς ἑαυτοῦ γένηται κατήγορος , ἔνδον ὑπὸ τοῦ συνειδότος ἐλεγχθείς , καὶ κακίσῃ μὲν ἑαυτὸν ὧν ἠρνήσατο καὶ ἐπιώρκησεν
σὴν παρουσίαν ὡς φίλου ἀρνοῦμαι : ὁποῖος εἶ , ἔδειξας ἐλεγχθείς : ἐμαυτὸν ἀρνοῦμαι σὸν εἶναι παῖδα : ἀντὶ τοῦ
4402282 ἀσεβης
ὁ βλεπεδαίμων . ὁ δὲ ἐναντίος ἄθεος , ἀνίερος , ἀσεβής , δυσσεβής , ἀθέμιτος , μισόθεος , θεομισής ,
λαβεῖν τι . βωμολόχος : ἀντὶ τοῦ ” κακοῦργος , ἀσεβής “ . ἀπὸ τῶν λοχώντων τὰ ἐν τοῖς βωμοῖς
4387299 Μενδαιος
, Θάσιος , Χῖος καὶ ὁ τούτου ἄριστος Ἀριούσιος , Μενδαῖος , Μενδήσιος , Ἰσμαρικός , Λέσβιος , Πεπαρήθιος ,
περὶ ἡμᾶς , ἐκ Πεπαρήθου καὶ Κῶ καὶ Θάσιος καὶ Μενδαῖος καὶ ἐξ ἄλλων τινῶν πόλεων παντοδαπός : ἐκ δὲ
4385150 ἐπιστατης
ἐν τῷ κατὰ Κτησιφῶντος . ὅτι δ ' ὁ καλούμενος ἐπιστάτης κληροῖ αὐτοὺς εἴρηκεν Ἀριστοτέλης ἐν Ἀθηναίων πολιτείᾳ . Προηροσία
γε ἀμελήσοις , ὁ Ζεύς . : Ἐπιτιμητὴς λέγεται ὁ ἐπιστάτης ἢ ἐπὶ καλοῦ ἢ ἐπὶ κακοῦ . : Ὡς
4370125 γεωργος
ἢ τεττάρων ἐπὶ τὰς παρασκευὰς ὧν ἐλέγομεν . ὁ γὰρ γεωργός , ὡς ἔοικεν , οὐκ αὐτὸς ποιήσεται ἑαυτῷ τὸ
ὡς ἐκδιδαχθέντα σε καὶ ἐκμελετήσαντα τὰ τοῖς ἀνθρώποις ὀνήσιμα οὐ γεωργός , οὐχ ὑλοτόμος , οὐ βουκόλος , οὐχ ὁστισοῦν
4363094 κωμῳδειται
ἐνοσφίσατο πολλὰ τοῦ δημοσίου πράγματα , καὶ ὑπ ' ἄλλων κωμῳδεῖται . τοῦτο δὲ κομψὸν καὶ οὐ πάνυ οἰκεῖον δοκεῖ
ἔμελλε φωραθήσεσθαι καὶ δώσειν δίκην ὡς κεκλοφὼς τὰ δημόσια , κωμῳδεῖται ὑπὸ τῶν ποιητῶν . εἶχε δὲ οὗτος ὁ Πάμφιλος
4352637 ξενος
τὸν ξενίζοντ ' οὐδεὶς πώποτ ' ᾐτιάσαθ ' ὡς εἴη ξένος . καί μοι λαβὲ τὰς μαρτυρίας . Περὶ μὲν
τὴν πόλιν ταύτην λίθον προσενέγκηι , ἐλεύθερος γίνεται , κἂν ξένος ἦι . ἔστι καὶ ἑτέρα Ἱεροδούλων , ἐν ἧι
4343941 δειλος
ἔφθασας τοὺς συντρέχοντας , οὐδὲ σωφρονέστερος νῦν ἢ πρότερον οὐδὲ δειλὸς ἧττον , οὐδ ' ἔλαττον ἀλγεῖς οὐδ ' ἐλαττόνων
ὡς ἔοικε τότε ταῦτα , Γ Ἡρακλῆς πεινῶν καὶ Διόνυσος δειλὸς καὶ μοιχὸς Ζεὺς Γ ὥστε καὶ αὐτοὺς Γ δοκεῖν
4334506 μεγαλοψυχος
ἀλλὰ ᾗ μὲν ὡς πρὸς τοὺς σπουδαίους μόνον ἀποβλέπει , μεγαλόψυχος λέγεται , ᾗ δὲ πρὸς τοὺς πολλούς , φιλότιμος
δήμῳ καὶ θορύβοις ἐξογκούμενος : ὁ δὲ κατ ' ἐκείνην μεγαλόψυχος , ὡς περιφρονῶν μὲν τῶν τοιούτων ἐπαίνων , ζητῶν
4332864 ἐγγεγραμμενος
ὅτι ἐν τοῖς γράμμασιν τοῖς τραπεζιτικοῖς ἐπὶ Ἀλκισθένους ἄρχοντος ἦν ἐγγεγραμμένος τό τε ναῦλον τῶν ξύλων εἰληφὼς καὶ τὴν τιμὴν
ἄλλα καὶ ὡς ἐν ταῖς διαθήκαις ὡς υἱὸς εἴη Καίσαρος ἐγγεγραμμένος , καὶ τρία μέρη τῶν χρημάτων , τὸ δὲ
4332340 ἐπιμελητης
; τούτου ἕνεκα κακὸς ἦν Περικλῆς ; Ὄνων γοῦν ἂν ἐπιμελητὴς καὶ ἵππων καὶ βοῶν τοιοῦτος ὢν κακὸς ἂν ἐδόκει
τοῖς ἐναντία θέλουσιν ἐν τῇ πόλει . Ἡγεμὼν δὲ καὶ ἐπιμελητὴς αὐτῶν ἔστω τά τε ἄλλα φρόνιμος καὶ εὔρωστος ,
4327257 κεκραγεν
βουλὴ καὶ ὁ δῆμος , ὅταν ἴδῃ τινὰ θρασυνόμενον , κέκραγεν ” ἐπίβαλε ” . Ἐπιδήμιος ἄρχων , ὁ δήμου
οὐ φθέγγεται μὲν ἐν τῷ βυθῷ , ἀλλ ' ἄνω κέκραγεν . ἁπλούστερον δὲ εἶπεν . τὴν πηδητικήν . .
4324554 ἐναντι
τὸ σάρον , τὸ κάλλυντρον πεύσεσθε : ἀκούσετε εὐθύ : ἔναντι , ἀντικρύ σοβαρός : σεσοβημένος ῥώμῃ πίσυνος : τῇ
ἀνάλωσις , ὡς ὁ Τοξότης ἀποβάλλων καὶ λαμβάνων , καὶ ἔναντι ζηλοτυπίας , ἔσται δὲ θεόγνωστος καὶ εὐχρημάτιστος καὶ ὄψεται
4319953 ἑστιων
ἔχον ἐκ πηλοῦ , βασιλεὺς Ἀθηναίων Ἀμφικτύων ἄλλους τε θεοὺς ἑστιῶν καὶ Διόνυσον . ἐνταῦθα καὶ Πήγασός ἐστιν Ἐλευθερεύς ,
δεινὸς δὲ καὶ ὑπερημερίαν πρᾶξαι καὶ τόκον τόκου . καὶ ἑστιῶν δημότας μικρὰ τὰ κρέα κόψας παραθεῖναι . καὶ ὀψωνῶν
4314530 ἐνοικος
ἀφεστὸς ἦν ὄρος βραχὺ πάντῃ . τούτῳ δ ' ἦν ἔνοικος τῶν ἐκεῖ κατὰ ἀρχὰς ἐκ γῆς ἀνδρῶν γεγονότων Εὐήνωρ
οι διφθόγγου γράφονται : πάροικος : ἔξοικος : μέτοικος : ἔνοικος : ἄποικος . Πᾶσα λέξις ἁπλὴ εἰς σύνθεσιν ἐρχομένη
4311930 παριων
. Δημοκράτης ὁ παλαιστὴς καὶ αὐτὸς νοσήσας τοὺς πόδας , παριὼν ἐς τοὺς ἀγῶνας καὶ στὰς ἐν τῷ σταδίῳ ,
εἷς δυνήσεται ἁπλῶς διελθεῖν τὸν στενωπὸν τουτονί : ὁ δὲ παριὼν πᾶς εὐθέως πρὸς τὴν θύραν ἑστήξετ ' ἀχανής ,
4311629 χηραμος
χηραμὸς γίνεται ἀπὸ τοῦ χῶ τὸ χωρῶ καὶ ἐξ αὐτοῦ χηραμὸς ὁ φωλεὸς καὶ ἡ κατάδυσις τῶν ὄφεων καὶ σφηκῶν
ἀπὸ τοῦ διϊστᾶν τοὺς δακτύλους , καὶ διέχειν . καὶ χηραμὸς , ἡ κεχηνυῖα . Χολάδες . ἀπὸ τῆς χύσεως
4311378 μοιχος
ἀνθρώπου ἐπεισῆλθέν τις τῶν δοκούντων φιλολόγων , ὃς κατείληπτό ποτε μοιχὸς ἐν τῇ πόλει . ὁ δ ' Ἀλλ '
. κωμῳδεῖται δὲ ἐπὶ μοιχείᾳ καὶ ὡς ἀσέμνως κειρόμενος . μοιχὸς δὲ εἶδος καὶ ὄνομα κουρᾶς ἀπρεποῦς καὶ κιναιδώδους .
4308933 συντελης
δέδρακεν ἢ πέπονθεν . Πάρις ] οὔτε γὰρ ὁ . συντελὴς ] ἡ συντελέσασα καὶ συμπράξασα αὐτῶι . ἐξεύχεται ]
Βακτριανήν : διέχει δὲ τῆς Ὑρκανίας περὶ ἑξακισχιλίους σταδίους . συντελὴς δ ' ἦν αὐτῇ καὶ ἡ Δραγγιανὴ μέχρι Καρμανίας
4300035 οἰκετης
καὶ τὸ καινότατον αὑτοὺς ζηλοτυπούντων , ἀγνοούντων δὲ ὡς κατάρατος οἰκέτης ἢ οἰκονόμος πεδότριψ ὑπεισιὼν λαθραίως ἐμπαροινήσει , τὸν κακοδαίμονα
σύμμαχος ἐπὶ ποδάγραν : ἀγροὶ δὲ καὶ ἵπποι καὶ πονηρὸς οἰκέτης οὐχ ὑποδεξάμενος φερόμενον νῦν μὲν ᾄδεται πρὸς ἡμᾶς ,
4294226 καταρατος
τε φωσφόρου λύχνου σέλας . τελέως μ ' ὑπῆλθεν ἡ κατάρατος μαστροπός , ἐπομνύουσα τὰν Κόραν , τὰν Ἄρτεμιν ,
γὰρ πηγὴν ἀνεύρηκα τοῦ μεγάλου τολμήματος , καὶ οὗτος ὁ κατάρατος ἄνθρωπος ἐπίσταται γυναῖκα μιαρὰν συμπράξασαν τῷ φόνῳ . ”
4291652 δηλης
, καὶ σπεῦδέ τι πράττειν ὧν ἀπαιτεῖσθαι μέλλομεν . Ζημίας δήλης ἐν ἅπασιν κειμένης , Τοὐλάχιστον εἰ λάβοις ἕρμαιον κάλει
ὁρῶν . Ἀπὸ κακοῦ δανειστοῦ κἂν ὀρόβια Ἑρμηνεία . Ζημίας δήλης ἐν ἅπασι κειμένης , Τοὐλάχιστον εἰ λάβοις ἕρμαιον κάλει
4290317 στρατιωτικος
πομπικός , γοργούμενος , σοβαρός , εὔτολμος , πολεμικός , στρατιωτικός , ποδώκης , ἥμερος , πρᾶος , εὐπειθής ,
ἀσφαλὲς εἶναι πᾶσι νομιζόντων : ὅ τε γὰρ ὅρκος ὁ στρατιωτικός , ὃν ἁπάντων μάλιστα ἐμπεδοῦσι Ῥωμαῖοι , τοῖς στρατηγοῖς
4268656 δικαζῃ
τοῖς ἀνθρώποις . τί σε ποιῶ , Ἐσδράμ , καὶ δικάζῃ μετ ' ἐμοῦ ; καὶ εἶπεν ὁ προφήτης :
τις ἢ διχόθεν μισθοφορῇ ἢ ὀφείλων τῷ δημοσίῳ ἐκκλησιάζῃ ἢ δικάζῃ , ἢ ἄλλο τι ποιῇ ὧν οἱ νόμοι ἀπαγορεύουσιν
4265713 ἰδιωτικα
ἱεροσύλου δυνησόμεθα ἐρεῖν : λέγοντος γὰρ τοῦ φεύγοντος , ὅτι ἰδιωτικὰ τὰ χρήματα , διασύρων ὁ κατήγορος ἐρεῖ , ὡς
φεύγοντος χρώματι , οἷον ἐπὶ τοῦ ἱεροσύλου τοῦ ὑφελομένου τὰ ἰδιωτικὰ χρήματα ἐξ ἱεροῦ ἀλλ ' εἴπερ μὴ ἱεροσυλεῖν ἐβούλου
4263385 δημοτικωτατος
Ἀλλ ' οὐχὶ Κέφαλος ὁ παλαιὸς ἐκεῖνος , ὁ δοκῶν δημοτικώτατος γεγονέναι , οὐχ οὕτως , ἀλλ ' ἐπὶ τοῖς
δὲ Μάνιος Οὐαλέριος , ὅσπερ ἦν αὐτῶν πρεσβύτατός τε καὶ δημοτικώτατος , ἐπιμαρτυρήσαντος αὐτῷ τὴν προθυμίαν τοῦ πλήθους εὐμενεστάταις φωναῖς
4253457 παραθεμενος
τὴν τρίτην γονὴν τῶν ὠῶν ἐπέθηκε , τῷ θεῷ ταῦτα παραθέμενος , καὶ ἱκετεύσας φυλάττειν . ὁ κάνθαρος δὲ κόπρου
ἀλλὰ τοὐναντίον τὰ Δημοσθένους καὶ τὰ τῶν ἄλλων ῥητόρων ἔργα παραθέμενος Ἀριστοτέλης ταύτας ἔγραψε τὰς τέχνας , ἱκανῶς ἀποδεδεῖχθαι νομίζω
4252164 λαμβανων
, μήκει δὲ καὶ τετρακισμυρίων ὄρους , πελάγους δὲ τρισμυρίων λαμβάνων τὴν ἀπὸ δύσεως ἐπ ' ἰσημερινὰς ἀνατολὰς γραμμήν ,
, ] διὰ μὲν τῶν προλαβόντων δύο θεωρημάτων ὡς ὁμολογούμενον λαμβάνων ὁ στοιχειωτὴς τὸ καθ ' ἓν σημεῖον ἐφάπτεσθαι τοὺς
4249930 ἀδεκαστος
ἐγγράφεται , ἐπεὶ αὐτῷ πῦρ τὸ οὐράνιον ἡ τοῦ γένους ἀδέκαστός τε καὶ ἄγραπτος ἀληθῶς ἐγγραφὴ ἐστίν . Ἀετοῦ γῆρας
ἐγγέγραπται , ἐπεὶ αὐτῷ πῦρ τὸ οὐράνιον ἡ τοῦ γένους ἀδέκαστός τε καὶ ἄπρατος ἀληθῶς ἐστιν ἐγγραφή . Ἡ στρουθὸς
4242293 ἀπιουσαν
χαλεπωτέρα , καὶ πρὶν ἡσθῆναι καθαρῶς , ἀλγοῦσι τὴν μὲν ἀπιοῦσαν οὐ δυνάμενοι κατασχεῖν , τὴν δ ' ἐπιοῦσαν φρίττοντες
ξένος σατράπης πάνυ γέρων ὡς ἐνενήκοντ ' ὢν ἐτῶν Κρονίοις ἀπιοῦσαν εἶδε τὴν Γναθαίνιον μετὰ τῆς Γναθαίνης ἐξ Ἀφροδισίου τινός
4241816 ὑποκριτης
ἀλλὰ μεμεστωμένος πράξει . Οὐκ ἔσῃ πλεονέκτης οὐδὲ ἅρπαξ οὐδὲ ὑποκριτὴς οὐδὲ κακοήθης οὐδὲ ὑπερήφανος . Οὐ λήψῃ βουλὴν πονηρὰν
ποιητὴς σαφῶς παρίστησι Τηλεκλείδης ἐν Ἡσιόδοις . Μυννίσκος ὁ τραγικὸς ὑποκριτὴς κωμῳδεῖται ὑπὸ Πλάτωνος ἐν Σύρφακι ὡς ὀψοφάγος οὕτως :
4239809 ἐρουντων
ἂν κρίναι , φοβοῦμαι μήποτ ' ἔρημοι τῶν ὑπὲρ ὑμῶν ἐρούντων γένησθε , ἄλλως τε καὶ ὅταν τῶν δημοτικῶν τοὺς
ἂν πεῖσαι νηπενθεῖς ἀκροάσεις ἐπήγγειλεν , ὡς οὐδὲν οὕτω δεινὸν ἐρούντων ἄχος , ὃ μὴ ἐξελεῖν τῆς γνώμης . καθάπτεται
4235174 φοβησει
, ἐπειδάν τ ' ἐν τῷ ἀπόρῳ γενώμεθα ἔτι μᾶλλον φοβήσει , χωρὶς δὲ τούτων ὁ μηδένα χρόνον ἡμᾶς εὐσταθεῖν
τὸ θηρίον λέγουσα : ὦ σὺ θηρίον πονηρόν , οὐ φοβήσει τὴν εἰκόνα τοῦ θεοῦ πολεμῆσαι ; πῶς ἠνοίγη τὸ
4229059 λῃστης
. καὶ ψαλτής ἀττικῶς ὀξύνεται : καὶ ἔτι τὸ ληιστής λῃστής . τὸ δὲ δεσπότης ἀρσενικὸν , τὸ δεσπότις θηλυκόν
ηὐλίζετο , οὐδὲ λαθραίας ἐποιεῖτο τὰς ἐπιθέσεις ὡς φυγὰς καὶ λῃστής , ἀλλὰ φανερῶς τῶν ὑπαίθρων ἀντεποιεῖτο , προσρυϊσκομένων αὐτῷ
4227303 ἰδιωτης
παραλείψω , ἀλλ ' ἐκεῖνο λέγω : εἰ μὲν Αἰσχίνης ἰδιώτης ὢν ἀπελήρησέ τι καὶ διήμαρτε , μὴ σφόδρ '
ἄν , ἀλλ ' ἂν τὰ ὅμοια ποιῶσιν ὅ τε ἰδιώτης καὶ ὁ τύραννος , ἐννόει πότερος μείζω ἀπὸ τῶν
4225569 θηρατικος
εὐθύωρον ὑπερεπήδησεν . ὁ φάσκων οὖν διαλεκτικός τε εἶναι καὶ θηρατικὸς ταύτῃ πη συνάγειν τὴν ὑπὲρ τῶν λεχθέντων ἐπειρᾶτο ἀπόδειξιν
† ἅπαντ ' ἐρευνῶν : ὥσπερ , φησὶν , ὁ θηρατικὸς ἀνὴρ πάντα περισκοπῶν ἐξακριβοῦται μὴ λάθοι αὐτὸν τὸ θήραμα
4220748 Βοιωτιος
τὸν τρόπον . ἦν αὐτῷ συνήθης Πρόξενος ὄνομα , γένος Βοιώτιος , μαθητὴς μὲν Γοργίου τοῦ Λεοντίνου , φίλος δὲ
πορευομένοις αὐτοῖς παρὰ βασιλέα ἀπήντησαν καταβαίνοντες οἵ τε Λακεδαιμονίων πρέσβεις Βοιώτιος [ ὄνομα ] καὶ οἱ μετ ' αὐτοῦ καὶ
4215124 λυπησας
βρυχωμένῳ ἀνθυλακτεῖ , καὶ ἀντιδάκνει δάκνοντα : καὶ πολλὰ αὐτὸν λυπήσας καὶ κατατρώσας , τελευτῶν ἡττᾶται ὁ κύων . εἴη
πάσαις ἀνάγκαις Ἰανουάριος ἐνήγαγεν , ἀνὴρ πανταχόθεν αἰδέσιμος τῇ πόλει λυπήσας μὲν οὐδὲν οὐδένα ὧν οὐκ ἔδει , δοὺς δὲ
4208182 Συβαριτης
. δικῶν γὰρ οὐ δέομ ' οὐδὲ πραγμάτων . ἀνὴρ Συβαρίτης ἐξέπεσεν ἐξ ἅρματος , καί πως κατεάγη τῆς κεφαλῆς
τὴν προσήκουσαν τιμήν . : ἀλλ ' οὐ Σμινδυρίδης ὁ Συβαρίτης τοιοῦτος , ὦ Ἕλληνες , ὃς ἐπὶ τὸν Ἀγαρίστης
4200769 ψεκτος
μέχρι τίνος παρεκβαίνων ἐπὶ τὸ μᾶλλον ἢ ἐπὶ τὸ ἧττον ψεκτός , ἕπεται τοῖς ἀεὶ λεγομένοις ὑπ ' αὐτοῦ ,
ψεκτός , καὶ ὁ μηδενὸς χάριν ὑπομένων καλοῦ τι τούτων ψεκτός : αἰσχρὰ γὰρ καὶ αἰσχρῶς . ἐπ ' ἐνίοις
4195483 εὐπορων
καὶ Νίνων . ἦν δ ' ὃ μὲν ἐκ τῶν εὐπόρων , ὃ δὲ ἐκ τῶν δημοτικῶν . τοιούτων δὲ
αὐτὸν ἔμπειρον καταστήσας δικῶν . Οὐ τῶν ῥητορικῶν οὐδὲ τῶν εὐπόρων οὐδὲ τῶν ἄλλην ἐχόντων δύναμίν ἐστιν Αἰνείας οὗτος ,
4194672 ἀθλος
, πρὸς δὲ τὸν ἔπαινον βλέποντος . σὸς τοίνυν ὁ ἆθλος πεῖσαι τὸν ἄνθρωπον ὅτι μεῖζον κέρδος μὴ λαβεῖν τὰ
, τοὺς ἀπόντας δὲ ἐπιστολαῖς . οὗτος γὰρ δὴ σὸς ἆθλος , ὥσπερ ἐκείνων οἷς ἔπη . ἐγὼ δὲ πάλαι
4194320 πενης
, ὁ δέ τις λιβανωτὸν ἢ πόπανον , ὁ δὲ πένης ἱλάσατο τὸν θεὸν κύσας μόνον τὴν ἑαυτοῦ δεξιάν .
ὑπὲρ πέντε τάλαντα μὴ κεκτημένον μὴ πολιτεύεσθαι , ἐπανελθὼν ὁ πένης μετὰ δύο μῆνας ἀντιλέγειν βούλεται , ὁ δὲ παραγράφεται
4192949 δραπετης
, ἀφ ' οὗ καὶ τὸ δρωπάζειν , καὶ τὸ δραπέτης ὁ ἐπιβλέπων τοὺς δεσπότας . καὶ σαφὲς ὅτι ἐγένετο
; ποίαν αὐτὸς ἐδέξω πληγήν ; τίς ὤφθη διώκοντός σου δραπέτης ; τίς ὑπὸ σοῦ πεπτωκὼς ἐγυμνώθη ; τίς ὅλως
4192073 ἐπιχωριος
Δράκων νήπιος νηπίῳ παιδί , τὸ γένος Ἀρκάδι , κἀκεῖνος ἐπιχώριος γίνεται σύντροφος . οὐκοῦν συνανιόντε τὴν ἡλικίαν ὁ παῖς
πόλις Ἀραβίας πλησίον τῆς Ἔγρας . ὁ οἰκήτωρ Ἰαθριππηνός : ἐπιχώριος γὰρ ὁ τύπος , ὡς Μηδαβηνός . Ἰαιτία ,
4186902 μιαρος
ἐν τῷ Περὶ Ἰάδος διαλέκτου . . . , : μιαρός : παρὰ τὸ † μίασμα καὶ † μιαίνω ῥῆμα
τὸ ὕστατον . τὴν δὲ ἐπίδειξιν ταύτην οὐχ ἅπαξ ὁ μιαρός , ἀλλὰ πολλάκις ποιῆσαι λέγεται , καὶ μάλιστα εἴ
4180525 ἀγρος
ἀντωνυμικὴ σύνταξις ἀρξαμένη ἀπαράδεκτός ἐστιν δύο ἄρθρων , ὁ ἐμὸς ἀγρός , ὁ ἐμὸς δοῦλος : καθὼς πρόκειται δέ ,
γινόμενα φυλάττουσι τὸ ω , οἷον ἁγνός Ἅγνων Ἅγνωνος , ἀγρός Ἄγρων Ἄγρωνος , μακρός Μάκρων Μάκρωνος , πατρός Πάτρων
4173604 φορτος
ὅστις εὐτυχῶν οἴκοι μένει : ἐν γῇ δ ' ὁ φόρτος , καὶ πάλιν ναυτίλλεται . ὁρᾶτε δ ' ὡς
χέρσον . Λύεται : ἐλευθεροῦται , πορεύεται . μόγος : φόρτος , πόνος : κυρίως μόγος ἐπὶ τὴν γένναν ἁπάντων
4155981 εὐηθης
τὸν ἴδιόν τε καὶ οἰκεῖον εἰπεῖν λόγον . ὅτι δὲ εὐήθης ὁ λόγος οὗτος , δείκνυσιν ἐκ τοῦ λέγειν ἕκαστον
τῆς φύσεως τέχνη , καθάπερ ἀρχαία τις οὖσα καὶ σφόδρα εὐήθης , ἀχρεῖα καὶ περιττὰ προσθεῖσα τῷ σώματι . τί
4152821 ταπεινος
νοῦν δὲ ταπεινόν , ὡς ἔχει τὰ τοῦ Λυκόφρονος : ταπεινὸς δὲ ὁ νοῦν μὲν ἔχων ὑψηλόν , λέξεις δὲ
ἤθη πρὸς ἀπόνοιαν ἀποθηριοῦται : πᾶς γὰρ ὁ τῇ τύχῃ ταπεινὸς τοῦ μὲν καλοῦ καὶ τῆς δόξης ἑκουσίως ἐκχωρεῖ τοῖς
4150642 πραττομαι
ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας καὶ τὸ εἰσπράττω , καὶ τὸ πράττομαι , καὶ τὸ εἰσπράττομαι . Γραφὴ καθημένων ἐν τῷ
ἐμοῦ μάθηι , ἐὰν μὲν βούληται , ἀπέδωκεν ὃ ἐγὼ πράττομαι ἀργύριον : ἐὰν δὲ μή , ἐλθὼν εἰς ἱερὸν
4147294 ἐπαθεν
ἀστραπὴ διὰ τῆς βροντῆς . ἐξέλιπε τὰς ὁδούς ] ὑποσκίασιν ἔπαθεν , ὑπεσκιάσθη , ἀφῆκε . τὰς κινήσεις αὐτῆς .
ὦ φιλότας , ἀλλ ' ἀλλοπλατεῖς τὸ μέγιστον πάντ ' ἔπαθεν λιπαροντεσ εγχελεατινες ἄριστον γόγγροιτοιωνητεμων πλῆρες θεοτερπές . ἐπ '
4146120 παραπορευομενοι
, Ἑρμοῦ καὶ τῆς τῶν ζῳδίων ἐν οἷς ἂν τύχωσι παραπορευόμενοι , καὶ ἔτι ἐκ τῆς ἐπιπλοκῆς τῶν ἄλλων ἀστέρων
ὅταν ὁ λοχαγὸς μεταβάληται , οἱ δὲ ὀπίσω ἐκ δόρατος παραπορευόμενοι ἐφεξῆς ἀλλήλων ἱστῶνται . Λάκων δέ , ὅταν ὁ
4143914 διοισεις
φιλοσοφίᾳ προστετηκώς : διὸ ἐκαλεῖτο νυκτερὶς καὶ πύξινος . οὐδὲν διοίσεις ] οὐδεμίαν διαφορὰν ἕξεις . ἀκολουθήσεις ] ἀκολούθησον .
προθύμως μανθάνω , τῷ τῶν μαθητῶν ἐμφερὴς γενήσομαι ; οὐδὲν διοίσεις Χαιρεφῶντος τὴν φύσιν . οἴμοι κακοδαίμων , ἡμιθνὴς γενήσομαι
4141386 μεθυστης
καὶ συμμάχων καὶ ξένων , ἄλλως τε καὶ αὐτὸς ὢν μεθυστὴς καὶ ἀσελγής . ἡ δὲ τρίτη καὶ τελευταία ἀλλ
ἔπινες ὁμοίως ἡδὺς αὐτοῖς φαίνεσθαι : ἑλοῦ οὖν , πότερον μεθυστὴς εἶναι θέλεις καὶ ἡδὺς ἐκείνοις ἢ νήφων ἀηδής .
4136482 ὀψοφαγος
; Σχολῇ γ ' ἄν , ἔφη , ἄλλος τις ὀψοφάγος εἴη . καί τις ἄλλος τῶν παρόντων , Ὁ
ὀψοφάγον φησὶ γεγονέναι . καὶ Μάτρων δ ' ὁ σοφιστὴς ὀψοφάγος ἦν , περὶ οὗ Ἀντιφάνης φησίν : ὀφθαλμὸν ὤρυττεν
4133312 ὑφελομενος
τῶν οἰκείων ἔργων ἀσχολουμένου ἅτερος τούτων μέρος τι τῶν κρεῶν ὑφελόμενος εἰς τὸν θατέρου καθῆκε κόλπον . ἐπιστραφέντος δὲ τοῦ
τὸν σιμόν , τὸν βραχύν , ὃς τὸ κεραμεοῦν τρύβλιον ὑφελόμενος ᾤχετο ὑπὸ μάλης ἔχων μετὰ τὸ δεῖπνον , ὃ
4128591 γενναιος
κατακόψας μάλα συχνοὺς ἐδείπνισεν Χάρης Ἀθηναίων τόθ ' : ὡς γενναῖος ἦν . τὰ αὐτὰ ἱστορεῖ καὶ Δοῦρις . Ἰδομενεὺς
οὗτος οὕρνις ἐστίν . Ὡς πτερορρυεῖ . Ἅτε γὰρ ὢν γενναῖος ὑπό τε συκοφαντῶν τίλλεται , αἵ τε θήλειαι πρὸς
4128547 ὁμομητριων
ἀχθομένου τοῦ πατρὸς καὶ λέγοντος ἀγνοεῖν , ὅτι δυεῖν ὄντων ὁμομητρίων ὁ μὲν ἤδη τέθνηκεν , ὁ δ ' ἔρημος
' ἧς νῦν ἐστι λαμπρός , ἀλλοτρίαν , ἀδελφῶν τριῶν ὁμομητρίων ἐπικλήρων καταλειφθεισῶν αὑτὸν τῷ πατρὶ αὐτῶν εἰσποιήσας , οὐδεμίαν
4128115 ἐρευνησων
ἐν τῷ ἱερῷ εἰσιν . Ἀναστρέψας εἰς τὸ ἱερὸν ἐγενόμην ἐρευνήσων εἴπερ δυνηθείην εὐπορῆσαι τῶν βιβλίων : οὔτε γὰρ περιὼν
ἀπόπειραν λαβέ πυθέσθαι : μαθεῖν σχέτλιος : ἄδικος φωράσων : ἐρευνήσων ἐμφερής : ἴσος , ὅμοιος διοίσεις : διαφέρεις ἐπιμελής

Back