καὶ τοῦ βορείου καὶ νοτίου πόλου . Ἐντεῦθεν πρὸς τὴν Πρωταγόρειον δόξαν ἐνίσταται τὴν λέγουσαν πᾶν τὸ φαινόμενον ἀληθὲς εἶναι
ἡδονῆς καὶ τοῖς περὶ Ἐπίκουρον . οὕτω τε ἔσται τὸ Πρωταγόρειον δόγμα εἰσαγόμενον , τὸ μηδὲν εἶναι αὐτὸ καθ '
6861564 ἀπολεσον
υἱοὺς τῶν ἐγρηγόρων διὰ τὸ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους . καὶ ἀπόλεσον τὴν ἀδικίαν πᾶσαν ἀπὸ τῆς γῆς , καὶ πᾶν
, μετ ' αὐτῶν ὁμοῦ δεθήσονται μέχρι τελειώσεως γενεᾶς . ἀπόλεσον πάντα τὰ πνεύματα τῶν κιβδήλων καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν
6671646 λειωϲιν
ιϚ , ὄξουϲ ϲκιλλητικοῦ # δ εἰϲ τὴν τῶν ξηρῶν λείωϲιν . Ἐλαίου παλαιοῦ λι . α ∠ ʹ ,
βήϲϲῃ , ϲιραίῳ τῷ Κρητὶ ἐμπάϲϲειν τάδε . ἄριϲτον ἐϲ λείωϲιν ἀρτηρίηϲ καὶ ἄμυλοϲ ξὺν τοῖϲι δευθείϲ : ξὺν γὰρ
6631430 θρασυτητα
τὴν ψευδώνυμον ἀμαθίᾳ , νόσῳ δυσθεραπεύτῳ , βιοῦντες , ἣν θρασύτητα κυρίως ἄν τις προσαγορεύσειεν , ὥσπερ φασὶν ἐν τοῖς
αἰσχρὸν ἀντὶ καλοῦ χαρακτῆρος : ἀπεργάσεται γὰρ τῇ μὲν προσθέσει θρασύτητα , τῇ δ ' ἀφαιρέσει δειλίαν , μηδ '
6616374 μακρολογιαν
τε οὐχ ἥκιστα αὐτῆς ἕνεκα τῆς δυσχερείας ἣν περὶ τὴν μακρολογίαν τὴν περὶ τὴν ὑφαντικὴν ἀπεδεξάμεθα δυσχερῶς , καὶ τὴν
ἀνθρώπων σπεύδοντα . ἀλλ ' ἐνταῦθα πάλιν ἑτέραν κατηγορίαν φυλαττόμενος μακρολογίαν μὲν εἰσαῦθις ὑπερθήσομαι , νῦν δὲ ἐπιτρέψω τῷ λόγῳ
6609356 ἐντρεχως
κατὰ κοινοῦ τὸ νομίζει γίγνεσθαι . τορῶς . τομῶς , ἐντρεχῶς , συνετῶς . ἀναβάλλεσθαι . ἀντὶ τοῦ προοιμιάζεσθαι .
τὰ ἐπιρρήματα ἐμπείρως , ἐπιστημόνως , εἰθισμένως , ἐντετριμμένως , ἐντρεχῶς , τάχα καὶ εἰδότως : Ὅμηρος δ ' ἐπισταμένως
6570727 ἐπιδοϲιν
ἀκμὴν ἐγγὺϲ οὖϲαν ἢ μακράν , ἐὰν καλῶϲ ἐπιϲκοπήϲῃϲ τὴν ἐπίδοϲιν : τὰ μὲν γὰρ [ ὀρθῶϲ ] κατὰ μικρὸν
ὁ ἄρρωϲτοϲ γίγνεται , οἷον κατὰ τὴν εἰϲβολὴν ἢ τὴν ἐπίδοϲιν ἢ κατὰ τὴν ἀκμὴν ἢ τὴν παρακμὴν τοῦ παροξυϲμοῦ
6558130 ἐργασται
πάνυ δὲ τοῦτο ἔχθιστον τοῖς Ἀθηναίοις : καὶ γὰρ ἐλευθερίας ἐργασταὶ καθειστήκεισαν . εἰ δέ τις ὑμῶν , ὦ ἄνδρες
πάνυ δὲ τοῦτο ἔχθιστον τοῖς Ἀθηναίοις : καὶ γὰρ ἐλευθερίας ἐργασταὶ καθειστήκεισαν . εἰ δέ τις ὑμῶν , ὦ ἄνδρες
6554958 πικροκαρπον
διεγείρει . ἐποτρύνει ] παρακινεῖ . ἐποτρύνει ] ἐπεγείρει . πικρόκαρπον ] οὗ πικρὸς καρπὸς ἤτοι τέλος : θάνατος γάρ
γένος . ὠμοδακής ς ' ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ - νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖν αἵματος οὐ θεμιστοῦ . φίλου γὰρ ἐχθρά
6541455 ἐκκαθαραι
τὰ ἐμποδίζοντα ἐν τούτῳ τις ἐκβάλλει . μετὰ δὲ τὸ ἐκκαθᾶραι ἐπεγείρειν καὶ προκαλεῖσθαι δεῖ τὰς φυσικὰς ἐννοίας , καὶ
Καὶ μὴν ἄμεινον ἦν , ὦ πάτερ , τὴν κόπρον ἐκκαθᾶραι αὖθις τὴν Αὐγέου ἢ τούτοις συμπλέκεσθαι . ἀπίωμεν δ
6533751 ἐργασαι
δουλεῦσαι τῇ ἐπιθυμίᾳ τῇ ἀγαθῇ . Ἄκουε , φησίν : ἔργασαι δικαιοσύνην καὶ ἀρετήν , ἀλήθειαν καὶ φόβον κυρίου ,
γίνεταί τις γαλήνη . τήν τε οὖν γαλήνην ταύτην ἡμῖν ἔργασαι καὶ λόγον τόν τε νῦν τόν τε πρὸ τοῦδε
6510477 Ποδαπος
δέ φασιν εἶναι ταύτην καὶ κατὰ τῶν ἐμπορίαν ἀδικούντων . Ποδαπός ; Ἀντὶ τοῦ ὁποῖος . Ἐπίληπτος . Ὁ ἐπιλαμβανόμενος
δέ φασιν εἶναι ταύτην καὶ κατὰ τῶν ἐμπορίαν ἀδικούντων . Ποδαπός ; Ἀντὶ τοῦ ὁποῖος . Ἐπίληπτος . Ὁ ἐπιλαμβανόμενος
6499944 Βρισεως
δὲ τὴν τύχην ἐλευθέρα καὶ Λάκαινα . καλὴ μὲν ἡ Βρισέως , καλλίστη δὲ γυναικῶν ἡ Λήδας θυγάτηρ . ὅσῳ
πρότερον ἐκαλεῖτο . . . Τ , : Κατὰ Μνασέαν Βρισέως υἱὸς ἦν Ἠετίων . . . Υ , :
6485771 μεταποιειν
. αἱ μὲν γὰρ τῶν ? ? ἀρχόντων ἀμείψεις δειναὶ μεταποιεῖν ? καὶ ἐξαλλάττειν τό τε συνεχὲς τῆς πολιτικῆς τάξεως
βαρβάρους , οἱ δὲ ἐς τὸ ἐπᾷσαί τι ἢ ἀλεῖψαι μεταποιεῖν φασι τὰ εἱμαρμένα , καὶ πολλοὶ τούτων κατηγορίαις ὑπαχθέντες
6480946 κεφ
ὅτι τῶν Καππαδοκῶν αἱ αἶγες κείρονται τὸ αἴγειον ἔριον . κεφ . ιζʹ . περὶ δόρκου . ὅτι ἐὰν διωκόμενος
θηρία ἐφελκόμενος ἐπὶ τὸν ἴδιον ἄγει φωλεὸν καὶ κατεσθίει . κεφ . ιεʹ . περὶ αἰγάγρου . ὅτι ὁ αἴγαγρος
6478223 παρεουσαν
προτέρην ἡμέρην πάντα σφι κακὰ ἔχειν , τὴν δὲ τότε παρεοῦσαν πάντα ἀγαθά . Παραλαβὼν δὲ τοῦτο τὸ ἔπος ὁ
τέχνης ἐξευρήματα , σώζων οὐκ ἀλλοιῶν φύσιν , ἀποίσει τὴν παρεοῦσαν πικρίην ἢ τὴν παραυτίκα ἀπιστίην . Ἡ γὰρ τοῦ
6469949 Πολλαχῃ
λογισμὸς ἐπ ' ἀμφοῖν : τοῦτο δὲ ἕτερον ἀμφοῖν . Πολλαχῇ δὲ καὶ ὁ λογισμὸς εἶδε τὸ ἐν ἑτέρῳ κρίμα
αὗται δὲ ἐφάνησαν τοὺς ἐκείνου λόγους οὐδαμῇ ἀληθεῖς ἡγούμεναι . Πολλαχῇ , ὦ Θεόδωρε , καὶ ἄλλῃ ἂν τό γε
6456041 ἐπιταξιν
εἰ γυναῖκες ἀνδρῶν ἐκράτησαν . διὸ καὶ τὴν τοῦ δαιμονίου ἐπίταξίν φησιν εἰληφέναι . αὐταῖς ληιάδεσσιν : λείπει ἡ σὺν
εἰ γυναῖκες ἀνδρῶν ἐκράτησαν . διὸ καὶ τὴν τοῦ δαιμονίου ἐπίταξίν φησιν εἰληφέναι . αὐταῖς ληιάδεσσιν : λείπει ἡ σὺν
6438041 Ἀπαιολη
Ἀπαιόλη ] ἀποστέρησις . Ἀριστοφάνης ὀξεῖαν τὴν ἐσχάτην φησίν , Ἀπαιολή . ἐρωτηματικῶς . βοάσομαί γ ' ἄρα : διπλῆ
Ἀπαιόλη ] ἀποστέρησις . Ἀριστοφάνης ὀξεῖαν τὴν ἐσχάτην φησίν , Ἀπαιολή . ἐρωτηματικῶς . βοάσομαί γ ' ἄρα : διπλῆ
6430566 θεασασθε
, ἢ τὸν ὑπὸ πάντων βλεπόμενον . . ἴδεσθε ] θεάσασθε . θεὸς ] ὤν . . δέρχθητ ' ]
πρὸς αὐτὸν τὸν Φίλιππον πράγματα πανταχῶς συμφέρει τοῦτον ἑαλωκέναι , θεάσασθε . εἴτε γὰρ ἥξει ποτ ' εἰς ἀνάγκην τῶν
6423775 Πειρω
Τυρώ , ἐξ ἧς καὶ Κρηθέως Νηλεύς , ἐξ οὗ Πειρώ , ἐξ ἧς Ἀλφεσίβοια . Κυθέρειαν : τὴν Ἀφροδίτην
εἰς Καρίαν τῆς Ἰώνων ἀποικίας , ἧς τὸ κύριον ὄνομα Πειρώ φασιν εἶναι . εἴρηται δὲ παρὰ τὸ ἐλεγαίνειν τὸ
6411465 μειρακα
εἴρηκε . εἴρηκε δὲ καὶ σύμποδα καὶ συνθήκην μεσέγγυον τὴν μείρακα καταθέσθαι Ἀριστοφάνης λέγει . ὅτῳ δὲ τὰ σκεύη ἐκομίζετο
ἐκ μὲν παιδὸς εἰς ἔφηβον , ἐκ δὲ ἐφήβου εἰς μείρακα καὶ ἐπὶ τῶν ἑξῆς ἡλικιῶν : λέγει δὲ περὶ
6391223 Ὠγαθε
μέντοι οὐδὲν λέγω . Τί δή , ὦ Σώκρατες ; Ὠγαθέ , ἐννενόηκά τι σμῆνος σοφίας . Ποῖον δὴ τοῦτο
τίνος σοι φῶμεν μάλιστ ' εἰρῆσθαι τοῦτον τὸν λόγον ; Ὠγαθέ , καὶ αὐτὸς ἐμαυτοῦ νυνδὴ κατεγέλασα . ἀποβλέψας γὰρ
6389182 ἐμπυρισθηναι
μὴ μόνον τὰ πλησίον , ἀλλὰ καὶ τὰ πορρωτέρω πάντα ἐμπυρισθῆναι . τοιοῦτόν τι καὶ ἐφ ' ἡμῶν γίνεται ,
. πεπρωμένον : ὅτι πεπρωμένον ἦν δοριάλωτον γενηθεῖσαν τὴν Ἴλιον ἐμπυρισθῆναι : ὅπως κατὰ τὸ τοῦ Αἰακοῦ ἔργον ἁλῴη τὸ
6387582 κακοτεχνιαν
μὲν τέχνην , οἱ δὲ τοὐναντίον ἀτεχνίαν , ἄλλοι δὲ κακοτεχνίαν , ἄλλοι δὲ ἄλλο τι . ὁμοίως δὲ καὶ
δὲ ἔχων μὴ εἰληφέναι . καὶ ὁ μάγειρος αἰσθόμενος τὴν κακοτεχνίαν αὐτῶν ἔφη : ” ἀλλὰ κἂν ἐμὲ λάθητε ἐπιορκοῦντες
6378073 σιωπᾳς
. Τί κέκραγας ; Ἐμβαλῶ σοι πάτταλον , ἢν μὴ σιωπᾷς . Ἀτταταῖ ἰατταταῖ . Οὗτος σύ , ποῖ θεῖς
; γελοῖον , ὃς κόρης ἐλευθέρας εἰς ἔρωθ ' ἥκων σιωπᾷς καὶ μάτην ποθουμένους περιορᾷς γάμους σεαυτῷ . Βουβὼν ἐπήρθη
6371173 ἐσιῃ
, κλείεται δὲ ἐς τὴν καρδίην οὐχ ἁρμῷ , ὅκως ἐσίῃ μὲν ὁ ἠὴρ , οὐ πάνυ δὲ πουλύς :
προέρχεται ἐκ τοῦ πλεύμονος : ὅταν γὰρ τὸ πνεῦμα μὴ ἐσίῃ ἐς αὐτὸν , ἀφρέει καὶ ἀναβλύει ὥσπερ ἀποθνήσκων .
6345521 πεποιησαι
πεπλημμέληται , τίνος ἕνεκεν κατ ' ἐμοῦ τὴν τοιαύτην εἰςαγγελίαν πεποίησαι ; ἐδυσχέραινον , ὁμολογῶ , τὸν υἱὸν ἀκούων παρ
τὸ ψυχικὸν τουτὶ πνεῦμα τὸν ἅπαντά σου τείνειν σκοπὸν προὔργου πεποίησαι , οὕτω μηδὲ τῶν ἄλλων σε καρραθυμεῖν θέμις .
6338808 ἀρειη
* . ? Ἀραριημένος : ἔστιν ὄνομα παρὰ τῷ ποιητῇ ἀρειή , ἀφ ' οὗ ῥῆμα ἀρειῶ : τούτου ὁ
κυρίως ὁ κατὰ τὸν πόλεμον καλλίων . . . . ἀρειή : Ἰωνικῶς ἡ ἐν πολέμῳ ἀπειλή : ἐκ τοῦ
6331158 Ἐνδον
ἐστὶν ὡς Εὐριπίδην . Παῖ παῖ . Τίς οὗτος ; Ἔνδον ἔστ ' Εὐριπίδης ; Οὐκ ἔνδον ἔνδον ἐστίν ,
δῆτ ' ἂν εἶεν οἱ ξένοι ; δίδασκέ με . Ἔνδον : φίλης γὰρ προξένου κατήνυσαν . Ἦ καὶ θανόντ
6329196 ὁμολογιην
, ἐς ὅ σφι ἕαδε ὁμολογίῃ χρήσασθαι . Τὴν δὲ ὁμολογίην ἐποιεῦντο τοιήνδε τινά , ἐπὶ τῆς κρυπτῆς τάφρου τάμνοντες
ἢ θεραπευόμενοι , ἀνῃρέθησαν : καὶ αὐτῶν μὲν οὐχ ὡς ὁμολογίην τρέπεται τὸ ποιηθὲν , τῷ δὲ ἰητρῷ τὴν αἰτίην
6325268 ἐνεγκουσαν
τὰς πολλὰς καὶ μεγάλας Φωκέας τε καὶ Βοιωτοὺς καὶ τὴν ἐνεγκοῦσαν αὐτὸν καὶ τὸν ἀστέρα δὴ τῆς Ἑλλάδος , τὴν
. ἡμεῖς δέ , ὦ φίλοι , | τί τὴν ἐνεγκοῦσαν πόλιν ποιήσομεν ; ἀλλ ' ἐπεὶ οὐκ ἐπὶ τῶν
6324768 φασκωλιου
ἐπιπλέον ἐστὶ τοῖς ἐντέροις . σχῆμα δ ' ἔχει μάλιστα φασκωλίου τε καὶ θυλάκου καὶ σάκκου , στόμα μὲν ἔχοντος
εἶδε τὸν δεσπότην καὶ τὸν ὁμόδουλον , ἑαυτὸν ἀποκλίνας τοῦ φασκωλίου , κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον καὶ τὴν φρουρὰν καὶ
6323423 πλαττομεν
τὴν ἀξίαν ἑνὸς ἑκάστου ζώου τοὺς λόγους ἢ τὰ πράγματα πλάττομεν . τοῦ μὲν γὰρ λέοντος ὄντος βασιλικοῦ , βασιλικὸν
παῖ ; διακονικῶς γὰρ νὴ Δία προελήλυθας . ναί : πλάττομεν γὰρ πλάσματα , τὴν νύκτα τ ' ἠγρυπνήκαμεν :
6317136 εὐορκον
καὶ ἀφελεῖν περὶ τῆς ξυμμαχίας , ὅτι ἂν δοκῇ , εὔορκον ἀμφοτέροις εἶναι . Τὸν δὲ ὅρκον ὤμνυον Λακεδαιμονίων μὲν
καὶ χρήματα ληίσσασθαι : ὄμνυ , ἐπεὶ θάνατός γε καὶ εὔορκον μένει ἄνδρα . Ἀλλ ' Ὅρκου πάϊς ἔστιν ,
6316235 λαφυραγωγιαν
τῷ ἀγῶνι εὐδαιμονίαν καὶ τοῦ κλέους βεβαίωσιν . ἤτοι τὴν λαφυραγωγίαν . ἀκρόθινα ] ἀπαρχάς : ἀντὶ μιᾶς συλλαβῆς .
τε τὸν στρατὸν καὶ πᾶσαν τὴν λεῖαν , ἤγουν τὴν λαφυραγωγίαν , ἐσταθμᾶτο , ἀντὶ τοῦ κατεμέτρει χάριν τοῦ πατρὸς
6299100 Ἐργον
γεωργίας γλυκύ . Λυπεῖ με δοῦλος μεῖζον οἰκέτου φρονῶν . Ἔργον γυναικὸς ἐκ λόγου πίστιν λαβεῖν . Τοῦτ ' ἐστὶ
φίλους βλαπτόντων . Ἐῤῥίφθω κύβος : ἐπὶ τῶν διακινδυνευόντων . Ἔργον ὄνον ἀποτρέψαι κνώμενον : ἐπὶ τῶν ἀπάγειν τινὰς βουλομένων
6290662 Νεφροι
λεπτὸν , τυφλὸν , κῶλον , ἀπευθυσμένον . νστʹ . Νεφροί εἰσι σαρκώδεις ἐκ ψαφαρωτέρας σαρκὸς συγκείμενοι , ἰσθμοὶ τοῦ
χρηϲτὴν τῷ ϲώματι διδόαϲι , καὶ μάλιϲτα τῶν ϲιτευθέντων . Νεφροί . Κακόχυμοί εἰϲι φανερῶϲ καὶ δύϲπεπτοι , ἐμφαίνοντεϲ ἐν
6286886 ΑΚΜΓ
τῶν ΑΒΓΔ , ΒΚΔ ἡ ΒΞΔ ὀρθή ἐστι πρὸς τὸν ΑΚΜΓ κύκλον : ὥστε καὶ πρὸς πάσας τὰς ἁπτομένας αὐτῆς
τὴν ΑΓ , διὰ τὸ ὀρθὰ εἶναι πρὸς ἄλληλα τὰ ΑΚΜΓ , ΑΒΓΔ ἐπίπεδα , ἡ δὲ ἀπὸ τοῦ Ν
6279657 ἰϲχυροτεραν
κρόκοϲ καὶ γλαύκιον καὶ ὑποκιϲτίϲ : τὰ δὲ τὴν ϲτῦψιν ἰϲχυροτέραν ἔχοντα ταῖϲ ὀξυδορκικαῖϲ μάλιϲτα μιγνύμενα δυνάμεϲιν , οἷον ὀμφάκιον
οὖν Ἱπποκράτηϲ παντάπαϲιν ἀπαγορεύει τήν τε ἐμβολὴν τούτων καὶ τὴν ἰϲχυροτέραν ἐπίδεϲιν , μόνοιϲ δὲ τοῖϲ ἀφλεγμάντοιϲ τε καὶ παραμυθητικοῖϲ
6277472 φριξῃ
τὸ ἐπὶ τοῦ πλευροῦ συνειρυσθῇ ὑπὸ τοῦ ῥίγεος , καὶ φρίξῃ τὸ αἷμα τὸ ἐν αὐτῇ , ἔς τε τὴν
ἔχῃ , χρὴ ψύχειν τὴν κοιλίην , φυλασσόμενον ὅκως μὴ φρίξῃ : πινέτω δὲ , ἢν μὴ ἵστηται , τὸ
6271312 τριβῃς
αὑτοῦ εὔνοιαν δεῖξαι βουλόμενος προσκεφάλαιον δείκνυσιν αὐτῷ . ἵνα μὴ τρίβῃς : ἵνα μὴ ἐκτρίψῃς μηδὲ διαφθείρῃς τὴν ἐν Σαλαμῖνι
Ἀλλ ' ἐπαναίρου , κᾆτα καθίζου μαλακῶς , ἵνα μὴ τρίβῃς τὴν ἐν Σαλαμῖνι . Ἄνθρωπε , τίς εἶ ;
6269075 ἀπολυομενον
χρεμπτομένοιϲι γὰρ εὐθὺϲ ἐπὶ τὴν γλῶϲϲαν ἔρχεται ϲτρογγύλον , ῥηϊδίωϲ ἀπολυόμενον : ἢν δὲ καὶ τὴν ὑπερώην καθορέῃϲ , δαϲυτέρην
ἵνα ἐκ παντὸς τρόπου τούτους τε ἐπιβουλεύοντάς μοι ἐμαυτόν τε ἀπολυόμενον ἐπιδείξω τῆς ὑποψίας . Τὴν μὲν οὖν ἀτυχίαν ᾗ
6265620 Νυμφην
φθόγγον ἔμμουσον ὁ αὐλὸς κινήσας ἀντηχεῖν ἀναπείσῃ τῷ Σατύρῳ τὴν Νύμφην . τοῦτο θεασάμενοι τὸ εἴδωλον καὶ τὸν Αἰθιόπων λίθον
παλαιότερα καὶ μαντεύοιτο οὗτος ὁ θεός , προφῆτιν δὲ Ἐρατὼ Νύμφην αὐτῷ γενέσθαι ταύτην ἣ Ἀρκάδι τῷ Καλλιστοῦς συνῴκησε :
6263823 λιτανειας
ὁ αὐτὸς δὲ λόγος καὶ περὶ θωπείας καὶ δεήσεως καὶ λιτανείας καὶ πάντων τῶν τοιούτων . Διονύσιος οὖν ὁ ἐκπεσὼν
τῶν δ ' ὑπολειπομένων διὰ τραύματα ἢ νόσους οἰμωγὰς καὶ λιτανείας ἐν οὐδενὶ λόγῳ τιθέμενοι . τοῦτ ' ἀγνοοῦντες οἱ
6261712 λαλῃς
συνήθειαν , οἷον ἐὰν νοῇς : ἐὰν λαλῇς : ὅπως λαλῇς : ἐὰν ᾖς ἀγαθός . ὁ γοῦν λέγων πρός
ἐστὶ μετενημεγμένα . οὗτος , πέπεισμαι καὶ τὰ λοιπὰ μὴ λαλῇς . πρὸς δὴ τοῦτο ἐπάγει ὁ μάγειρος ὅτι τῶν
6254754 Ἁπαν
τοῦ κακοῦ προσέπτατο ; δήλωσον ἡμῖν τοῖς ξυναλγοῦσιν τύχας . Ἅπαν μαθήσῃ τοὔργον , ὡς κοινωνὸς ὤν . Κεῖνος γὰρ
γε φύσις καὶ τὸ τῶν ἠθῶν γενναῖον φιλοσοφίᾳ πρέποντα . Ἅπαν ἡμῶν τὸ γένος διὰ σοῦ καὶ κτᾶταί τι χρηστὸν
6248228 ὑπομονητον
θ οὐχ ὁμιλητὸν ] ἀπρόσψαυστον . ὁμιλητὸν ] φορητὸν καὶ ὑπομονητόν . ὁμιλητὸν ] ὁμιλίαν παραδεχόμενον . δείσασα ] φοβηθεῖσα
. εὐεστοῖ ] εὐτυχίᾳ . . ὁμιλητὸν ] φορητὸν , ὑπομονητόν . . κρατοῦσα ] εὐτυχής . . νικῶσα .
6246905 λογικοτητα
ὅτι τὸ λογικὸν καὶ ἄλογον συνθέτων πραγμάτων εἰσὶν ὀνόματα , λογικότητα δὲ καὶ ἀλογίαν ὁ πολὺς ἄνθρωπος οὐκ οἶδεν ,
' οὐδὲ τῷ λογικώτερον ἄνθρωπον ἀνθρώπου λέγεσθαι κατὰ τὴν οὐσιώδη λογικότητα διαφέρειν αὐτοὺς εἴποιμεν ἀλλὰ κατὰ τὴν ἕξιν ἢ τὴν
6236996 μηνυομενον
καὶ τῶν ἄλλων ἀπο - δείξεων μαθόντες , ὅτι τὸ μηνυόμενον ἦν ἀδίκημα ἀληθές , αὐτὴν μὲν τῆς κορυφῆς ἀφελόμενοι
ὀργὴν ὑμᾶς ἀνεσόβησεν ὡς ἀνάνδροις διαλεχθεὶς καὶ πόλεμον ἐκ πρεσβείας μηνυόμενον δεδοικόσι . τοιούτῳ φρονήματι καὶ θυμῷ τὴν πρεσβείαν ἄπρακτον
6235956 ὑποτεμνομενος
ὅτι τῶν λεγόντων πρώτην δεῖν τάττεσθαι τὴν μετάληψιν , ὥσπερ ὑποτεμνόμενος τοὺς λόγους ὁ τεχνικὸς ὅρα πῶς ἀσφαλῶς ὡρίσατο ,
παροῦσι πρέσβεσι προκαταλαμβάνων τὴν ἐκκλησίαν , καὶ τοὺς χρόνους ὑμῶν ὑποτεμνόμενος καὶ τὸ πρᾶγμα κατασπεύδων , ἵνα μὴ μετὰ τῶν
6224608 ἀπειπῃς
' ἄγε τοι διαείσομαι : διακριθῶ . ἕστε κ ' ἀπείπῃς : ἕως ἂν ὁμολογήσῃς . διαείσομαι : διακριθήσομαι καὶ
οὐδέν ἱερόν , ἀλλά γέ τοι διαείσομαι ἔστε κ ' ἀπείπῃς . ὗς ποτ ' Ἀθαναίαν ἔριν ἤρισεν . ἠνίδε
6223529 τραμιν
: οὐκ εὐπόρως τε γὰρ ἔχω καὶ τὰ ἀμφὶ τὴν τράμιν μαλακίζομαι ἐπ ' ἀστράβης ὀχηθείς . ὁ γὰρ ἀστραβηλάτης
. Ὕδωρ ὕδωρ , ὦ γείτονες , πρὶν ἀντιλαβέσθαι τὴν τράμιν μου τῆς φλογός . Θάρρει . Τί θαρρῶ καταπεπυρπολημένος
6216862 καταβαλε
λάλων , ὦ Πλάτων , καὶ ἀργῶν καὶ δειλῶν αὐτόθεν κατάβαλε , μή που τις καὶ Τρῶας ἐγείρῃσιν θεὸς ἄλλος
οἰνοχοήσειν ἡμῖν ἀπ ' αὐτοῦ . Τὸν μὲν εἴρωνα πεδοῖ κατάβαλε : σὺ δὲ εὔπορα ποιήσας τὰ ὦτα ἤδη ἄκουε
6216835 ἐπωβελιαν
μηδ ' ἡντινοῦν ἐθέλειν ἀκούειν ἡμῶν : προσοφλὼν δὲ τὴν ἐπωβελίαν καὶ οὐδὲ λόγου τυχεῖν ἀξιωθείς , ἀλλ ' ὑβρισθεὶς
κἀκεῖθεν εἰς Ἀθήνας τὸ αὐτὸ χρέος εἴη δεδανεικώς . Τὴν ἐπωβελίαν ὀφλήσω μνᾶς ἑκατόν . Ἐπωβελία : ἐπιτίμιόν τι τοῖς
6206491 ἀναρπαξανδραν
Σφίγγα . Ξ ἀναρπαξάνδραν ] τὴν τοὺς ἄνδρας ἁρπάζουσαν . ἀναρπαξάνδραν ] τὴν ἀναρπάζουσαν πολλοὺς τῶν ἀνδρῶν καὶ κατεσθίουσαν ,
ἡμετέρας πόλεως τὴν κῆρα καὶ τὴν θανατηφόρον μοῖραν , τὴν ἀναρπαξάνδραν , τὴν τοὺς ἄνδρας ἁρπάζουσαν καὶ ἐσθίουσαν . λέγει
6204494 Ποσοτητα
ι ἀπὸ δοτικῆς γεγόνασιν . οὕτως ὁ Χοιροβοσκὸς εἰς τὴν Ποσότητα , . , , . , . * +
τοῦ αε εἰς α μακρὸν αἴρω . οὕτως εἰς τὴν Ποσότητα , . , . . . Αἱρείτω : †
6198835 Ὑπερβιον
κεκόλληνται . Ἐλάχεια : ἐλαχίστη . Ἀειδέα : ἄσχημον . Ὑπέρβιον : δυνατόν . Νωθῇσι : νωθροῖς . Βορήν :
: διὸ καὶ ἐνίκησεν . εἰς τροπὴν ἔφερε . . Ὑπέρβιον τὸν Ἡρακλέα , τουτέστι τὸν ἰσχυρόν . τὸν λίαν
6198764 Στοαν
ἕκαστον ἀκατάληπτον εἶναι . . . . ὁ Ἀντίοχος τὴν Στοὰν μετήγαγεν εἰς τὴν Ἀκαδημίαν , ὡς καὶ εἰρῆσθαι ἐπ
. νῦν δὲ ἐπεὶ τὰ Στωϊκῶν προετίμησας , πρὸς τὴν Στοὰν ἀποτετάσθαι ὁ λόγος ἔδοξεν οὐδὲν ἐξαίρετον πρὸς αὐτὴν ἔχων
6198503 συνιζοντος
, συνίζοντος μὲν πυρὸς κατὰ τὴν σβέσιν εἰς ἀέρα , συνίζοντος δ ' ὁπότε συνθλίβοιτο εἰς ὕδωρ ἀέρος , ὕδατος
μεγάλας λίμνας διανέμεσθαι , πρὸς τὰ κοιλότερα ἀεὶ τοῦ ὕδατος συνίζοντος , αὖθις δ ' ἐπιρρέοντος καὶ τοὺς μεθορίους ἰσθμοὺς
6196787 βοσκου
, ἐν ὄρεσιν ἐρχομένη ἀεί . ἐρασθεῖσα δὲ ὑπό τινος βοσκοῦ καὶ φθαρεῖσα τὴν παρθενίαν ἐμυσάχθη ὑπὸ τῆς θεοῦ .
βόες οἱ λιπαροί . ἢ μεγάλοι , ἀπὸ Λαρινοῦ τινος βοσκοῦ εὐμεγέθους . νέμονται δὲ τὴν ἤπειρον , οὖσαι τῶν
6192313 Ἀμαζονιδα
δοτικὰς συνάπτουσιν : οἷον Διονύσιος ὁ Χαλκιδεύς : Μυρρίνην τὴν Ἀμαζονίδα περιβλεψάμενος , ἔδωκεν αὐτῷ τὰς ἄλλας Ἀμαζονίδας μετακαλέσασθαι .
Ἀμαζόνων : Ἀμαζονίδα λίμνην λέγει τὴν θάλασσαν τὴν παρὰ τὴν Ἀμαζονίδα νῆσον : εἰς γὰρ τὸν Εὔξεινον πόντον οἰκοῦσιν αἱ
6191690 κενουϲιν
] τοῦτο ; γραμματείδιον . θεοί [ ] με νοῦ κενοῦϲιν . οὐθὲν διαφέρει [ ] . ἐγώ ] ϲε
καὶ ἐμεῖν ἀπὸ ῥαφανίδων καὶ ϲιτίων κελεύειν καὶ τοῖϲ φλέγμα κενοῦϲιν ὑπηλάτοιϲ κεχρῆϲθαι . Τὸ ὑαλῶδεϲ φλέγμα ψυχρότατον ὑπάρχον ἅπαντοϲ
6188040 Θαμνα
Καπιτωλιάς . . . . . . ξϚ λα γοʹ Θάμνα . . . . . . . . .
ιδʹ Θεσσαλικῶν . καὶ Θαμίεια . τὸ ἐθνικὸν Θαμιεύς . Θάμνα , πόλις Παλαιστίνης . Ἰώσηπος πέμπτῳ Ἰουδαϊκῆς ἱστορίας .
6186466 στυρακινου
. Ἐλαίου παλαιοῦ λι βʹ , ἰρίνου γο Ϛʹ , στυρακίνου γο Ϛʹ , δαφνίνου γο Ϛʹ , τερεβινθίνης ,
μυελοῦ ἐλαφείου γο δʹ , στύρακος γο αʹ , ἐλαίου στυρακίνου γο δʹ , ἐλαίου ἰρίνου γο Ϛʹ , πεπέρεως
6185884 ἠλευθερωθη
. ἑταίρα ἔδοξεν εἰς τὸ τῆς Ἀρτέμιδος ἱερὸν εἰσεληλυθέναι καὶ ἠλευθερώθη καὶ κατέλυσε τὴν ἑταιρείαν : οὐδὲ γὰρ εἰς τὸ
Ἔδοξέ τις τρία αἰδοῖα ἔχειν . ἔτυχε δοῦλος ὢν καὶ ἠλευθερώθη καὶ τρία ἀντὶ ἑνὸς ὀνόματος ἐκτήσατο , τὰ δύο
6185586 προσπολοις
ταῦτα καὶ πολὺς γέλως . ] ἀνοιγέτω τις δῶμα : προσπόλοις λέγω ὠθεῖν πύλας τάσδ ' , ὡς ἂν ἀλλὰ
χρὴ τήνδε δέξασθαι δόμοις . οὐκ ἂν μεθείην σοῖς γυναῖκα προσπόλοις . σὺ δ ' αὐτὸς αὐτὴν εἴσαγ ' ,
6183293 κοπτουσα
πόλεμός ἐστι καὶ ἐρῳδιῷ : κατάγνυσι γὰρ αὐτῶν τὰ ᾠὰ κόπτουσα τὴν δρῦν διὰ τοὺς κνῖπας . καὶ εἰσὶν οἱ
τίσιν , Ἕλλησιν ἢ βαρβάροις ἢ πάλιν λῃσταῖς . ” κόπτουσα δὲ τῇ χειρὶ τὸ στῆθος εἶδεν ἐν τῷ δακτυλίῳ
6182997 ὑβρικεν
, οὐδ ' οὕτω δήπου τό γε δοῦναι δίκην ὧν ὕβρικεν ἐκφυγεῖν ταῖς λῃτουργίαις δίκαιος ἂν ἦν . ἐγὼ γὰρ
δεικνύων καὶ φιλάνθρωπον διακρούσηται τούτῳ τὸ δίκην ὧν ἔμ ' ὕβρικεν δοῦναι . νυνὶ δὲ τοσαῦτ ' ἐστὶ τἄλλ '
6182818 Ὑπολοιπον
ἅμα κοσμοῦντες ἀποδημίαν καὶ ταύτῃ βουλόμενοι τοὺς ἀκούοντας ὑποκνίζειν . Ὑπόλοιπόν ἐστί μοι πρὸς τοὺς πάλαι τεμένη δημιουργήσαντας τὸν ἱερέα
τοῖς κροτάφοις καὶ μὴ ἐν ταῖς πτέρναις καταπεπατημένον φορεῖτε . Ὑπόλοιπόν μοί ἐστιν ἔτι πρὸς ταύτην τὴν ἐπιστολὴν τὴν εὖ
6171955 Σωσον
πατήρ . Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς , πλούσιος πένης ἔσῃ . Σῶσον σεαυτὸν ἐκ πονηρῶν πραγμάτων . Τὸν ἐλεύθερον δεῖ πανταχοῦ
ἀλλὰ νῦν ς ' ἔτ ' ὠφελοῖμ ' ἐγώ ; Σῶσον σεαυτήν : οὐ φθονῶ ς ' ὑπεκφυγεῖν . Οἴμοι
6167998 θεραπαινιδα
εἶτ ' ἐπεὶ τέλος ἔδοξ ' ἔχειν , πέμψασα τὴν θεραπαινίδα τὸ μισθάριον ἔχουσαν ἐκέλευ ' ἀποφέρειν θοἰμάτιον . ὁ
Πλαγγόνα διακονίας ἐρωτικῆς . ἄδικον δὲ ποιοῦμεν εἰ τὴν μὲν θεραπαινίδα τετιμήκαμεν , οὐκ ἀποδώσομεν δὲ τὴν χάριν τῇ Ἀφροδίτῃ
6161524 μετανοησαι
πονηρά . ἐὰν δὲ μὴ ἀναβῇ ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτῶν μετανοῆσαι οὐ σώζονται διὰ τὴν σκληροκαρδίαν αὐτῶν . Ὅτε οὖν
ὡς [ οὐ καταπεπληγμένοι ] οὐδὲ κεκακωμένοι [ ] ὡς μετανοῆσαι . ἐπιφέρει γοῦν [ ὅτι ἡ ] νεότης οὐκ
6161297 συντετριμμενην
. πῶς οὖν οἶσθα ; ἔχων τὴν ἀσπίδα ἔκειτο : συντετριμμένην δέ μοι δοκεῖ οὐκ ἔλαβεν αὐτὴν οὐδὲ εἷς τῶν
. Θ . . ἐρρωγυῖαν : Τεθραυσμένην . Θ . συντετριμμένην . ἆρά γε : Συμπέρασμα εἰρωνικόν . Θ .
6160107 προβληθεντος
εἰ πάρεργόν τι : τό τε αὖ πρὸς τὴν τοῦ προβληθέντος ζήτησιν , ὡς ἂν ῥᾷστα καὶ τάχιστα εὕροιμεν ,
ἀποτέλεσμα . Ὁ καιρὸς τῆς προβολῆς δηλοῖ τὴν μεταξὺ τοῦ προβληθέντος καὶ τοῦ βασιλέως διάθεσιν , ἡ δὲ καθέδρα δηλοῖ
6157119 διειργουσα
φερομένοις ἐπὶ ἀλλήλους οὐ παρέσχεν ἐλθεῖν ἐς χεῖρας ἡ χαράδρα διείργουσα : τὸ δ ' ἱππικὸν καὶ οἱ ψιλοὶ συμμίσγουσι
τὸ πέρας τῆς στοᾶς ὁ Ἑλλανοδικαιών : ἀγυιὰ δὲ ἡ διείργουσα ἀπὸ τῆς ἀγορᾶς ἐστιν αὐτόν . ἐν τούτῳ τῷ
6150319 φιλονικων
κέχρηται συμφορᾷ . τοῦτον μετὰ τὴν ἀτυχίαν ταύτην ἐμισθώσατό τις φιλονικῶν χορηγὸς τραγῳδῶν , οἶμαι , Θεοζοτίδης . τὸ μὲν
τὰς δυνάμεις τῆς ψυχῆς χωρὶς ἑκάστην ἀφοριζόμενος , ἢ ὁ φιλονικῶν ἐξευρεῖν τινὰ λόγον ὥσπερ μιᾶς φύσεως ἁπάσης ψυχῆς ,
6149948 προαιρουμενων
εἴσω τείχους περιειστήκει τὴν πόλιν , ἔξωθεν προκαθημένων τῶν σῴζειν προαιρουμένων . εἶτα ἐπέσειε τὰ χαλεπώτερα μηχανήματα , ὧν αὐτὸς
συνεστήσατο καὶ τὰ μὲν ὅπλα παρείλετο , τῶν δὲ μὴ προαιρουμένων παραδοῦναι τοὺς μὲν ἐν χειρῶν νόμῳ διέφθειρεν , τοὺς
6148777 ἑταιρειαν
φρόνησιν , ἀλήθειαν , πίστιν , ἐμπειρίαν , ἐπιδεξιότητα , ἑταιρείαν , ἐπιμέλειαν , οἰκονομίαν , τέχνην . . οἱ
περὶ ὧν πρότερον πταίσωμεν . νυκτερὶς καὶ βάτος καὶ αἴθυια ἑταιρείαν ποιησάμενοι ἐμπορικὸν διέγνωσαν βίον ζῆν . ἡ μὲν οὖν
6146294 πιεζομαι
ἐβου - λόμην : πλὴν ὅσῳ πικρότερον ὑπὸ τῆς ἀθυμίας πιέζομαι , τοσούτῳ μᾶλλον εἰκότως οὐ φέρω τὴν σιωπήν ,
. ἔχων ] ἐνθυμούμενος , διαλογιζόμενος . στραγγεύομαι ] ἀργῶν πιέζομαι , συνθλίβομαι ) . ⌈ στράγξ ἐστιν . .
6145268 Ἑρμιονα
δ ' ἐφεύγομεν . ἔμολε δ ' ἁ τάλαιν ' Ἑρμιόνα δόμους ἐπὶ φόνωι χαμαιπετεῖ ματρὸς ἅ νιν ἔτεκεν τλάμων
λιμήν . Ταύτης δὲ περίπλους σταδίων πʹ . Μετὰ δὲ Ἑρμιόνα Σκύλλαιόν ἐστιν ἀκρωτήριον τοῦ κόλπου τοῦ πρὸς ἰσθμόν :
6143787 ὑφεξω
κατηγόρησα τῶν ἐπιτρόπων ὑπὲρ τῶν πατρικῶν πραγμάτων συνειπόντες : συνθέμενοι ὑφέξω : παράσχω ἢ παρέξω σήμαντρα : σφραγῖδες διειλήφασιν :
οἴμοι , γυναικός , ὡς ἔοιχ ' , ἡσσώμενος δούλης ὑφέξω τοῖς κακίοσιν δίκην . οὔκουν δικαίως , εἴπερ εἰργάσω
6141416 Ἑλκει
οὔτε ἴσην οὔτε ὁμοίην ἐκ τῆς γῆς ἰκμάδα ἕλκον . Ἕλκει δὲ ἕκαστον τῶν φυομένων βρωτῶν τε καὶ ποτῶν ἐς
ἐστιν ὅτι ἀπὸ τοῦ βρώματος ἢ τοῦ ποτοῦ ἐγίνετο . Ἕλκει μὲν γὰρ τὸ σῶμα ἐς ἑωυτὸ ἀπὸ τῶν βρωμάτων
6140416 Χειρος
ἤγουν εὐκόλως , ἢ διὰ τὸ τὸν χειμὸν ἀρεῖν . Χεῖρος : διὰ τὸ τὴν χύσιν ἐρᾶν καὶ ῥαφᾶν .
ἤγουν εὐκόλως , ἢ διὰ τὸ τὸν χειμὸν ἀρεῖν . Χεῖρος : διὰ τὸ τὴν χύσιν ἐρᾶν καὶ ῥαφᾶν .
6140094 Διαιταν
. ἐνεργοὶ δὲ πρὸς τοῦτο καὶ αἱ κολλητικαὶ ἔμπλαστροι . Διαιτᾶν δὲ χρὴ τὰς μὲν γυναῖκας μήτε ἀπόνως μήτε ταλαιπώρως
. ἐνεργοὶ δὲ πρὸς τοῦτο καὶ αἱ κολλητικαὶ ἔμπλαστροι . Διαιτᾶν δὲ χρὴ τὰς μὲν γυναῖκας μήτε ἀπόνως μήτε ταλαιπώρως
6138527 χρυσολαβες
Παλαμήδῃ λέγει κώπην χρυσόκολλον , Μένανδρος δὲ ἐν Ἁλιεῦσι καὶ χρυσολαβὲς καλὸν πάνυ ἐγχειρίδιον , Θεόπομπος δὲ ἐν Πόλεσιν ἐλεφαντοκώπους
δυσδιάθετον . δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν . καὶ χρυσολαβὲς καλὸν πάνυ ἐγχειρίδιον . παχὺς γὰρ ὗς ἔκειτ '
6133922 ἐξωμιδα
' εἴ τινα ἴδοιεν γεωργοῦ στολὴν ἔχοντα ἢ ποιμένος , ἐξωμίδα ἔχοντα ἢ διφθέραν ἐνημμένον ἢ κοσύμβην ὑποδεδυκότα οὐ χαλεπαίνουσιν
καὶ ἀνδράποδα ; καὶ ὑμεῖς δὲ ἴσως ὁρᾶτε αὐτοῦ τὴν ἐξωμίδα ὡς φαύλη , καὶ τὸ δέρμα , ὃ ἐλήλυθε
6130825 Λυκαστος
αἱ δὲ συγκαταλεχθεῖσαι πόλεις οὐκέτ ' εἰσὶ Μίλητός τε καὶ Λύκαστος , τὴν δὲ χώραν τὴν μὲν ἐνείμαντο Λύττιοι τὴν
ὡπλίζοντο : ἔφθασαν δὲ ἀναχθέντες οἱ ἥρωες . Λυκάστιαι : Λύκαστος χωρίον τῆς Λευκοσυρίας , ἀφ ' οὗ Λυκαστίας εἶπε
6127160 Βαδιζε
ὅπως τῷ φθέγματι γυναικιεῖς εὖ καὶ πιθανῶς . Πειράσομαι . Βάδιζε τοίνυν . Μὰ τὸν Ἀπόλλω οὔκ , ἤν γε
. Ποῦ Ξανθίας ; Ἤ , Ξανθία . Ἰαῦ . Βάδιζε δεῦρο . Χαῖρ ' , ὦ δέσποτα . Τί
6125536 Πλαγγονα
. ἔστι δὲ σκοπεῖν ἀπ ' ἀρχῆς πρῶτα μὲν τὴν Πλαγγόνα , ἥτις ὥσπερ ἡ Χίμαιρα πυρπολεῖ τοὺς βαρβάρους :
αὐτῆς . “ ἀσμένως ” εἶπεν ὁ Διονύσιος “ ἀμείβομαι Πλαγγόνα διακονίας ἐρωτικῆς . ἄδικον δὲ ποιοῦμεν εἰ τὴν μὲν
6125283 ἐνηλλαξεν
, πλὴν τῶν διὰ ⌈ τοῦ όθεν : ἐκεῖνα γὰρ ἐνήλλαξεν , οἷον ἵππος , ἱππόθεν . σεσημείωται τὸ ”
, οὗτος δ ' ἂν ἔζη . Νῦν δ ' ἐνήλλαξεν θεὸς τὴν τοῦδ ' ὕβριν πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας
6124392 σπουδαστεον
ἐπιρρίπτειν , ἀρίστη δὲ πασῶν ἡ λεγομένη Σαραπίωνος μηλίνη . σπουδαστέον μέντοι ὡς ὅτι τάχιστα εἰς διαπύησιν ἄγειν τοὺς ἄνθρακας
θεᾶς γεγῶτος : τί γὰρ ἐγὼ σεμνύνομαι ; ἦ τινος σπουδαστέον μοι μᾶλλον ἢ τέκνου πέρι ; ἀλλ ' ἄμυνον
6122710 συνθεατριαν
τὴν χυτρίαν , τὴν καλὴν ἣν ἐφερόμην ἵν ' ἔχοιμι συνθεάτριαν : εἴρηται γὰρ νῦν ἐπὶ ἐκπώματος , ὥσπερ καὶ
καὶ Ληναϊκόν , καὶ τὸ πλῆθος θεατάς . Ἀριστοφάνης δὲ συνθεάτριαν εἴρηκεν , ὥστ ' οὐ θεατὴν μόνον εἴποις ἂν
6119046 Θεωριαν
' ἐπιπίοις βληχωνίαν . Ἀλλ ' ὡς τάχιστα τήνδε τὴν Θεωρίαν ἀπάγαγε τῇ βουλῇ λαβών , ἧσπέρ ποτ ' ἦν
ἐτέλεσσε καὶ ψυχὴν θνητήν , κἀμὲ νόθον † τελέσαι . Θεωρίαν ἀπάξειν . θεωρίαν ἀπάξειν ἀντὶ τοῦ θυσίαν ἀπενεγκεῖν .
6118649 θηρατα
ὦ παμβασίλειαι . χαῖρ ' , ὦ πρεσβῦτα παλαιογενές , θηρατὰ λόγων φιλομούσων . σύ τε , λεπτοτάτων λήρων ἱερεῦ
ἢ ” ζηλωτὰ “ ἢ ” μετιὼν λόγους “ . θηρατὰ ] ἐπιθυμητά . σύ τε ] πρὸς τὸν Σωκράτην
6117842 ποιησασθε
ἀκούσασιν ἀπιστότερος προσπέπτωκεν ὁ τοιοῦτος λόγος , ἐκείνως τὴν ὑπόλοιπον ποιήσασθε ἀκρόασιν . Ὥσπερ ὅταν περὶ χρημάτων ἀνηλωμένων διὰ πολλοῦ
αὐτὸς ὁ λογισμὸς αἱρῇ : οὕτω καὶ νῦν τὴν ἀκρόασιν ποιήσασθε . Εἴ τινες ὑμῶν ἐκ τῶν ἔμπροσθεν χρόνων ἥκουσιν
6114545 ἀπαιτησαι
οὗτος ὁ Πέρσης , δοκεῖ μοι κἂν τὴν ὅλην γῆν ἀπαιτῆσαι τὴν Τύχην ἢ κακῶς ἂν εἰπεῖν , ὡς οὐκ
, καὶ τούτοις μὲν τοῖς τρόποις , ὅτ ' ἂν ἀπαιτῆσαι βουληθείης ἐλέγχους , χρήσῃ : χρήσῃ δὲ καὶ ἑτέρᾳ
6109245 παναληθη
. πέφρικα τὰν ὠλεσίοικον θεόν , οὐ θεοῖς ὁμοίαν , παναληθῆ , κακόμαντιν , πατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺν τελέσαι τὰς περιθύμους
κακοῖς ἀληθεύουσαν : ἃ γὰρ εἶπεν νύκτωρ ταῦτα ἐγένετο . παναληθῆ ] τὴν ἐπὶ κακοῖς ἀληθεύουσαν . παναληθῆ ] τὴν
6109186 διαφορουϲι
τὰ φύλλα λεπτομερῆ τέ ἐϲτι καὶ ξηραίνουϲιν ἀδήκτωϲ ὄγκουϲ τε διαφοροῦϲι καὶ ῥύπτουϲιν ὑπάγουϲί τε γαϲτέρα , φυϲώδη δὲ μετρίωϲ
λεῖα ποιήϲαϲ ξηρῷ χρῶ . λούειν τε καὶ ϲμήχειν τοῖϲ διαφοροῦϲι καὶ τονοῦϲι τὴν κεφαλὴν καὶ γυμνάζειν τὰ κάτω μέρη
6107929 ᾐτησαμην
Κύριε , κύριε , ἐν παντὶ ἔργῳ καὶ λόγῳ ὃ ᾐτησάμην σε εἰσήκουσάς μου , καὶ πᾶσαν τὴν βουλήν μου
συγγενὲς ἐμπόδιον ὑμῖν γένηται τῆς προ - θυμίας , χρόνον ᾐτησάμην εἰς βουλὴν ἀνακωχὰς δεχημέρους ποιησάμενος : ὡς δὲ ἀφικόμην
6107724 ὑπονοστησιν
. Οἱ Στωικοὶ καὶ οἱ ἰατροὶ παρὰ τὴν τοῦ θερμοῦ ὑπονόστησιν . Ἀσκληπιάδης δέ φησι τοὺς Αἰθίοπας λέγειν γηρᾶναι διὰ
. βροντὰς σύγκρουσιν νεφῶν : ἀστραπὰς ἔκτριψιν νεφῶν : σεισμὸν ὑπονόστησιν ἀέρος εἰς γῆν . ζῶια γίγνεσθαι ἐξ ὑγροῦ καὶ

Back