| ἅμα κοσμοῦντες ἀποδημίαν καὶ ταύτῃ βουλόμενοι τοὺς ἀκούοντας ὑποκνίζειν . Ὑπόλοιπόν ἐστί μοι πρὸς τοὺς πάλαι τεμένη δημιουργήσαντας τὸν ἱερέα | ||
| τοῖς κροτάφοις καὶ μὴ ἐν ταῖς πτέρναις καταπεπατημένον φορεῖτε . Ὑπόλοιπόν μοί ἐστιν ἔτι πρὸς ταύτην τὴν ἐπιστολὴν τὴν εὖ |
| φυγαδικήν ʃ οὐκ ἄξιον ὑποπτεύεσθαί μου τὸν λόγον διὰ τὸ προθυμηθῆναί με φεύγειν καὶ οὐ τῆς ὑμετέρας . . . | ||
| φυγαδικήν ʃ οὐκ ἄξιον ὑποπτεύεσθαί μου τὸν λόγον διὰ τὸ προθυμηθῆναί με φεύγειν καὶ οὐ τῆς ὑμετέρας . . . |
| ἕτερον εἰ πύθοιο Σωκράτους φρόντισμα ; ποῖον ; ἀντιβολῶ , κάτειπέ μοι . ἀνήρετ ' αὐτὸν Χαιρεφῶν ὁ Σφήττιος ὁπότερα | ||
| ' φήμερε ; πρῶτον μὲν ὅτι δρᾷς , ἀντιβολῶ , κάτειπέ μοι . ἀεροβατῶ καὶ περιφρονῶ τὸν ἥλιον . ἔπειτ |
| . μὴ μέϲφι λειποθυμίηϲ : προϲτιμωρέει γὰρ τῇ πνιγὶ ἡ λειποψυχίη . ἀλλὰ κἢν ϲμικρὸν ἀναπνεύϲωϲι , ἐπιϲχόντα χρὴ τὴν | ||
| . Ἐπὶ φύματος ἔσω ῥήξει ἔκλυσις , ἔμετος , καὶ λειποψυχίη γίνεται . Ἐπὶ αἵματος ῥύσει παραφροσύνη ἢ σπασμὸς , |
| ἢ τοῦτον ἐσχηκέναι τὸν τρόπον , εἰ τὰς αἰτίας ἀμφοῖν λογιεῖσθε . εἰ γὰρ δὴ Σόλων μὲν καὶ Λυκοῦργος καὶ | ||
| εὐθὺς ἐπιστήμην θεοῦ καὶ τῶν ἔργων αὐτοῦ σαφῆ λήψεσθε . λογιεῖσθε γὰρ ὅτι , ὡς ἐν ὑμῖν ἐστι νοῦς , |
| Τυρώ , ἐξ ἧς καὶ Κρηθέως Νηλεύς , ἐξ οὗ Πειρώ , ἐξ ἧς Ἀλφεσίβοια . Κυθέρειαν : τὴν Ἀφροδίτην | ||
| εἰς Καρίαν τῆς Ἰώνων ἀποικίας , ἧς τὸ κύριον ὄνομα Πειρώ φασιν εἶναι . εἴρηται δὲ παρὰ τὸ ἐλεγαίνειν τὸ |
| τοῖς Ἕλλησιν . ἄτοπα . ἄτοπα νῦν ἃ μὴ ἔστι τοπάσαι , ὅ ἐστιν ὑπονοῆσαι , σημαίνει δὲ καὶ κακὸν | ||
| . ” Κατορώρυκται , κατακέχωσται . Καχυπότοπος , καχύποπτος : τοπάσαι γὰρ τὸ ὑπονοῆσαι . Κεκόμψευται . πεπιθάνευται . Κεραμεικοὶ |
| Κῶ εἶχε ὁ Πέρσης . Ὁ δὲ ἀμείβεται τοῖσδε : Γύναι , θάρσεε : καὶ ὡς ἱκέτις καὶ εἰ δὴ | ||
| πρός με βαί ' , ἀεὶ δ ' ὑμνούμενα : Γύναι , γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει . Κἀγὼ μαθοῦς |
| . ἀπέχει : βλέπω γὰρ αὐτήν : τάχα κηρὲ καὶ λαλήσεις . Γράφε μοι Βάθυλλον οὕτω τὸν ἑταῖρον ὡς διδάσκω | ||
| ἔπαιξέ τις πρὸς τὴν Κυνίσκαν : οὐ φθεγξῇ , οὐ λαλήσεις . λύκον εἶδες , ὡς σοφὸς εἶπεν , ἤγουν |
| ἔφθισο ] ἤγουν παρὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου . ἔφθισο ] ἐφθάρης . θ φίλον ] ἀδελφόν . ἔκτανες ] ἐφόνευσας | ||
| νεκρός . . μαίνεται ] ταράσσεται . . ἔφθισο ] ἐφθάρης . . διπλᾶ λέγειν ] πάρεστι . . ἀχέων |
| ⌈ ὑίδιον [ υἱίδιον ] , ὡς ἀπὸ τοῦ πατρὸς πατρίδιον . Γ κυμινοπριστοκαρδαμόγλυφον : παίζει παρὰ τὸ κύμινον , | ||
| ἐγχέλειον : παρατέθεικε τῷ πατρί . τευθὶς ἦν χρηστή , πατρίδιον : πῶς ἔχεις πρὸς κάραβον ; ψυχρός ἐστιν , |
| ; λογιστικὴ καὶ μετρητικὴ ἡ κατὰ τεκτονικὴν καὶ κατ ' ἐμπορικὴν τῆς κατὰ φιλοσοφίαν γεωμετρίας τε καὶ λογισμῶν καταμελετωμένωνπότερον ὡς | ||
| ἀλλὰ τοὺς τριηράρχους οὓς καθιστᾶσιν οὗτοι εἰσάγουσιν εἰς δικαστήριον , ἐμπορικὴν δὲ δίκην οὐδεμίαν εἰσάγουσι . τοιαῦτα μὲν τὰ τοῦ |
| Τηλεμάχοιο „ . εἴσασθαι ιʹ : ὁμοιωθῆναι . φανῆναι . προσποιήσασθαι . διελθεῖν . ὁρμῆσαι . γνῶναι . δόξαι . | ||
| εἰσπρᾶξαι , συνεισενεγκεῖν , συμφορῆσαι , κτήσασθαι , προσκτήσασθαι , προσποιήσασθαι , περιποιήσασθαι : συμμάχους προσαγαγέσθαι , οὐκ ὄντας κατακτήσασθαι |
| , ὡς ὅτ ' ἂν τὸ σημεῖον διαβεβλημένον τυγχάνῃ καὶ βαρῇ τὸν κρινόμενον , τότε ὁρικῶς ἐξετασθήσεται : τὸ δὲ | ||
| , ὅταν τὸ ἄνω βλέφαρον πιμελὴν πολλὴν ὑποθρέψαν ὀγκωθῇ καὶ βαρῇ τοὺς ὀφθαλμούς : γίνεται δὲ παιδίοις καὶ θεραπεύεται διὰ |
| κἂν μηδεὶς ἑτέρων διδῷ , καὶ σὺ δέ , ὦ διδάσκαλε , τὸ ζῆν ἐν ἀτελείᾳ . καὶ πᾶς δὲ | ||
| φρένα τέρπετ ' ἀκούων . τούτους τοὺς στίχους , ἀγαθὲ διδάσκαλε , κολοφῶνα τῶν περὶ τῆς μουσικῆς λόγων πεποίημαι , |
| θεραπευόμενον . ] ὅτι τοῦτον Ἀθάμαντος καὶ Θεμιστοῦς φασι τὸν Πτῶον . Πίνδαρος δὲ ἐν ὕμνοις Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀθάμαντος | ||
| , διαλέκτῳ τῇ Καρικῇ . ὑπερβαλόντων δὲ τὸ ὄρος τὸ Πτῶον ἔστιν ἐπὶ θαλάσσης Βοιωτῶν πόλις Λάρυμνα , γενέσθαι δὲ |
| . Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔνεστ ' ἰδεῖν . Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν . Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες | ||
| . Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ ' ἰδεῖν . Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν . Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν |
| , κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ ' . ἔστι γὰρ κρουνεῖα ; ναί . ΚΥΑΘΙΣ , κοτυλῶδες ἀγγεῖον . Σώφρων | ||
| , κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ ' . ἔστι γὰρ κρουνεῖα ; ναί . λουτήριἀλλὰ ' τί καθ ' ἕκαστα |
| ἃ πολλάκις διείληπται . ὅσοι οὖν ὀφθαλμοὶ ἀεὶ ἀνεῳγμένοι εἰσὶ σκοτεινοὶ μὲν ὄντες καὶ ὑγροί , φροντιστάς , εἰ δὲ | ||
| παρειμένον καὶ τὴν γλῶτταν καὶ τὸ σῶμα δηλοῦσιν . Ὀφθαλμοὶ σκοτεινοὶ οὐ πολύφρονας σημαίνουσιν ἄνδρας , ξηροὶ δὲ ὄντες ἀνομωτέρους |
| ἔδει , καὶ μὴ δύναμιν οὖσαν τοσαύτην ἄγονον εἶναι . Κρεῖττον δὲ οὐχ οἷόν τε ἦν εἶναι οὐδ ' ἐνταῦθα | ||
| ἥτις καὶ Καλαμίνθη , πόλις Λιβύης . Ἑκαταῖος Περιηγήσει . Κρεῖττον οὖν ὡς Ἡρόδοτος [ Ἡρόδωρος ? ] διὰ τοῦ |
| τὸ σύμβολον . ἔγνως : ἄκουσον δ ' ὡς καλῶς βουλεύομαι . εἰ μὲν γὰρ ἐς γυναῖκα σωφρονεστέραν ξίφος μεθεῖμεν | ||
| . . κατορθώσωμεν : Ἃ βουλόμεθα . Θ . ἃ βουλεύομαι . . σφαλῶμεν : Ἀστοχήσωμεν , ἀποτύχωμεν τούτου . |
| σὺ δὲ ὀνόματι τοῦ νεκροῦ τὴν γυναῖκά μου διέφθειρας . προκαλῇ με , Διονύσιε , πρόκλησιν οὐδαμῶς σοι συμφέρουσαν . | ||
| ἔγωγε πειράσομαι συμβουλεύειν ἄν τι δύνωμαι , καὶ αὖ ἃ προκαλῇ πάντα ποιεῖν . δικαιότατον μέντοι μοι δοκεῖ εἶναι ἐμὲ |
| τούτων ὡς κατεσκευασμένης διαθήκης ψευδὴς μάρτυς γέγονε Στέφανος οὑτοσί . Ἣν ἂν ἐγγυήσῃ ἐπὶ δικαίοις δάμαρτα εἶναι ἢ πατὴρ ἢ | ||
| τε καὶ ἡδονῆς λοιπὴ μία . Ποία , φῄς ; Ἣν αὐτὴν τὴν ψυχὴν αὑτῇ πολλάκις λαμβάνειν σύγκρασιν ἔφαμεν . |
| ταῦτα Αἰμιλιανὸς ἔφη : βέλτιστε , πολλοῖς πολλὰ περὶ μαγειρικῆς εἰρημέν ' ἐστί κατὰ τοὺς Ἡγησίππου Ἀδελφούς : σὺ οὖν | ||
| τἀγαθόν . Σατύας Σατύαντος Βέλτιστε , πολλοῖς πολλὰ περὶ μαγειρικῆς εἰρημέν ' ἐστίν . ἢ λέγων φαίνου τι δή καινὸν |
| τοὺς Ἀριστάρχου πάλαι ” . καὶ ” τοὺς Ἴβηρας οὓς χορηγεῖς μοι βοηθῆσαι δρόμῳ „ . καὶ Ἀρτεμίδωρος ἐν δευτέρῳ | ||
| γεγένηται ; σὺ δὲ πλουτεῖς καὶ ταῖς ἡδοναῖς ταῖς σαυτοῦ χορηγεῖς . Καὶ τὸ κεφάλαιον , τὸ μὲν βασιλικὸν χρυσίον |
| , ὃ οὐκ ἔστιν ἀπότευγμα τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου ; ἀπότευγμα δὲ τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δοκεῖ σοι , | ||
| μ εἰς β ἤμβλωκα . ἔκτρωμα , ἄμβλωσις καὶ ἠλιτόμηνον ἀπότευγμα . ἐξευρημένην ] ἀποδεδειγμένην , ἐπινοηθεῖσαν , τὸ ἐπινοηθέν |
| μιαρὸς οὗτος . ὡς δὲ καὶ κλέπτον βλέπει . οἷον σεσηρὼς ἐξαπατήσειν μ ' οἴεται . ποῦ δ ' ὅ | ||
| εἰμι μουσικώτερος τρύχνου . τρώκτης σφόδρ ' ἐστίν , ἅμα σεσηρὼς καὶ γελῶν . ἀσπαζόμεσθ ' ἐρετμία καὶ σκαλμίδια . |
| λέγει ὁ Στρεψιάδης πρὸς τὸν δανειστήν . εἶτα ἀπέρχεται λαβεῖν καρδόπην δεῖξαι τῷ δανειστῇ καὶ ἐρωτῆσαι αὐτόν , πῶς ταύτην | ||
| μωρῶς λίαν , ἰδιωτικῶς . τὴν κάρδοπον ] ἤγουν τὴν καρδόπην κάρδοπον . ἔα ] φεῦ , θαυμαστικόν . ἦ |
| ἐκ διανοίας καὶ λέξεως : καὶ διάνοιαν μὲν εἶναι τὴν σημαινομένην , λέξιν δὲ τὴν σημαίνουσαν . εἶναι δὲ καὶ | ||
| ὡς ἐλέγομεν , εἶναι χρὴ φύσιν τὴν ὑπὸ τοῦ ὑποκειμένου σημαινομένην , καθάπερ καὶ τὴν ὑπὸ τοῦ κατηγορουμένου , εἴπερ |
| ἀσέβειαι πρὸς τὸ μὴ δύνασθαί σε ὁρᾶν τὸν θεόν . Ἐρεῖς οὖν μοι : “ Σὺ ὁ βλέπων διήγησαί μοι | ||
| εἴσπραξις , ἀπαίτησις : ὁ γὰρ κατενεχυρασμὸς φαῦλον ὄνομα . Ἐρεῖς δὲ ἐκληρώθη τὸ δικαστήριον , ἐκάθισε ἐνεκληρώθη , συνέστη |
| ἱππηλασία . ὁ δὲ νοῦς : ἀπὸ σοῦ , ὦ ὀρτυγία , ὁ ὕμνος ὁ ἡδυεπὴς καὶ γλυκὺς καὶ εὔφημος | ||
| ἀλφειὸς ἀναπνεῖ , τῷ περιέχειν τὴν ἀρέθουσαν . ἡ δὲ ὀρτυγία νῆσός ἐστι πρὸ τῶν συρακουσῶν , εἰς ἣν διὰ |
| , στρέφει ἀττικῶς , μὴ ἠρεμῶν ἐν τῇ κλίνῃ . δυσκολαίνεις ] δυσχεραίνεις . τὴν νύχθ ' ] κατά . | ||
| τόκου ἐνεχυράσεσθαί φασιν . ἐτεόν , ὦ πάτερ , τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ ' ὅλην ; δάκνει μέ |
| ] , γρ . καὶ λεληϊμμένοι [ ] ἀπὸ τοῦ λιλαίω . λελιμμένοι ] ἐπιθυμοῦντες . θΞ τὸ μὲν λελιμμένοι | ||
| Ο : λιλαιόμενα : . . . ἔστι λῶ λαίω λιλαίω , ὡς κερῶ κεραίω : „ ζωρότερον δὲ κέραιε |
| αὐτοῖς , καὶ ὅπως οὐκ , εἰ δικαιοτάτους καὶ ἀρίστους ὑπειλήφατε , καὶ τὰ χρήματα ἐκείνοις ἐπετρέψατε διαχειρίζειν . ὅμοιον | ||
| ὑμῶν αὐτῶν γνώμην . εἰ γὰρ ἑτέρους τινὰς ἀξιονικοτέρους ἡμῶν ὑπειλήφατε εἶναι ταύτης τῆς τιμῆς τυγχάνειν , τὰ μὲν παιδία |
| , τοὺς ἄλλους λαθών : “ οὐ σώσεις , ὦ ἀγαθέ , τὴν πατρίδα ; ” ὃ δὲ καὶ τοῦτ | ||
| ἀδελφιδοῦς ἐπιμελεῖσθαι τούτου τοῦ παιδίου ; Ἀλλ ' , ὦ ἀγαθέ , τοῦτο μὲν καὶ λαθεῖν φήσαιτ ' ἂν ὑμᾶς |
| δ ' ἐφεύγομεν . ἔμολε δ ' ἁ τάλαιν ' Ἑρμιόνα δόμους ἐπὶ φόνωι χαμαιπετεῖ ματρὸς ἅ νιν ἔτεκεν τλάμων | ||
| λιμήν . Ταύτης δὲ περίπλους σταδίων πʹ . Μετὰ δὲ Ἑρμιόνα Σκύλλαιόν ἐστιν ἀκρωτήριον τοῦ κόλπου τοῦ πρὸς ἰσθμόν : |
| Ἰδοὺ θέασαι , κοὐχ ἅπαντας ἐκφέρω . Οἴμ ' ὡς χεσείω , κοὐχ ἅπαντας ἐκφέρω . Ταυτὶ τί ἐστι ; | ||
| ὑπὸ τοῦ βάρους τῶν βιβλίων τῶν τοὺς χρησμοὺς ἐχόντων “ χεσείω ” φησίν . ὡς δὲ ἔνδον καὶ ἄλλων ὄντων |
| σύνδεσμος οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ ῥα : ὁ γὰρ ῥα ἐγκλιτικός ἐστι καὶ ὑποτακτικός , ὁ δὲ ἀρ οὐκ ἔστιν | ||
| τρίτου προσώπου δυϊκαῖς παρείπετο τὸ μόνως ἐγκλίνεσθαι , οὔτε ὁ ἐγκλιτικός , εἴγε ἀδύνατον εὐθείας πτώσεως ἐγκλιτικὴν εὑρέσθαι ἀντωνυμίαν . |
| ἀπατήσαντα ἢ βιασάμενον ; Σφόδρα γ ' , ἔφη . Ἀναγκαῖον δὴ πανταχόθεν φέρειν , ἢ μεγάλαις ὠδῖσί τε καὶ | ||
| , ἆρα οὐ δῆλον ὅτι καὶ ἂν εἴποις ; ” Ἀναγκαῖον . “ Σμικρῷ μὲν δὴ πρόσθεν ἆρα οὐκ ἠκούσαμέν |
| . Ἀλέξανδρος δ ' , ὡς τῆς Ἀσίας ἐκυρίευσε , Περσικαῖς ἐχρῆτο στολαῖς . Δημήτριος δὲ πάντας ὑπερέβαλλε . Τὴν | ||
| Περσικήν . οἱ δὲ βάρβαροι προσπλέοντος ἄρτι τοῦ στόλου ταῖς Περσικαῖς ναυσὶ καὶ παρασκευαῖς ψευσθέντες ὑπέλαβον τὰς ἰδίας τριήρεις εἶναι |
| δέ φασιν εἶναι ταύτην καὶ κατὰ τῶν ἐμπορίαν ἀδικούντων . Ποδαπός ; Ἀντὶ τοῦ ὁποῖος . Ἐπίληπτος . Ὁ ἐπιλαμβανόμενος | ||
| δέ φασιν εἶναι ταύτην καὶ κατὰ τῶν ἐμπορίαν ἀδικούντων . Ποδαπός ; Ἀντὶ τοῦ ὁποῖος . Ἐπίληπτος . Ὁ ἐπιλαμβανόμενος |
| ναί : πλάττομεν γὰρ πλάσματα , τὴν νύκτα τ ' ἠγρυπνήκαμεν : καὶ νῦν ἔτι ἀποίητα πάμπολλ ' ἐστὶν ἡμῖν | ||
| . ναί : πλάττομεν γὰρ πέμματα τὴν νύκτα τ ' ἠγρυπνήκαμεν : καὶ νῦν ἔτι ἀποίητα πάμπολλ ' ἐστὶν ἡμῖν |
| τοῖς καὶ τοῦτο ἀποφαινομένοις , ὥστε πᾶν τοὐναντίον ἀποφαίνεσθαι , χειρίστην εἶναι κατάστασιν κράσεως τοῦ περιέχοντος ἡμᾶς ἀέρος τὴν θερμὴν | ||
| ἀνοσίως τοῖς ἀνθρώποις προσηνέχθησαν , ὥστε τὴν τῶν προειρημένων κράτησιν χειρίστην φαίνεσθαι τοῖς τότε τὰ τούτων ἀσεβήματα θεωμένοις . Καὶ |
| . Φοβοῦ τὸ γῆρας : οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον . Φίλος φίλῳ γὰρ συμπονῶν αὑτῷ πονεῖ . Φίλων τρόπους γίνωσκε | ||
| ὡς θνητὸς ὢν δυνήσεται τὸ μέλλον ἐκφυγεῖν , ἐπένθει . Φίλος δὲ αὐτοῦ τις , Δημέας ὀνόματι , παρακαλέσας τοὺς |
| σοι τοὺς πέλας , καὶ σὺ χρῶ αὐτοῖς . ἃ ψέγεις , μηδὲ ποίει . μηδείς σε πειθέτω ποιεῖν τι | ||
| ὥστ ' , εἰ παρῆσθα , τὸν θεὸν τὸν νῦν ψέγεις εὐχαῖσιν ἂν μετῆλθες εἰσιδὼν τάδε . ξυνήλθομεν δὲ βουκόλοι |
| δὲ τοῖς τόποις τούτοις νῆσος Ὀοράχθα . Ἀπὸ δὲ τοῦ Ἀνδάνιος ποταμοῦ ἐπὶ Σαγάνου ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι υʹ . Ἀπὸ | ||
| ἐπιφανέστατος στρατηγός . . . . . λέγεται δὲ καὶ Ἀνδάνιος ὡς Ῥιανός . . . . . Ἀρσινόη : |
| δ ' ἂν ἐκ τούτων καὶ συντυχία . Πλάτων δὲ συμμαθητὰς ἔφη καὶ σύνοψιν οἰκειότητος . Εὔπολις δὲ συμβίοτοι συμπάροικοι | ||
| παιδεύεται . . ) . εἴσιθ ' ] πρὸς τοὺς συμμαθητὰς λέγει . εἴσιθ ' ] εἴσελθε . . . |
| θορυβεῖ γοῦν ἔνδοθεν . Οἴμοι δείλαιος . Φέρ ' αὐτὸν ἀποδρῶ : καὶ γὰρ ὥσπερ ᾐσθόμην καὐτὸς θυείας φθέγμα πολεμιστηρίας | ||
| εἴη ὅτῳ μαστιγώσεις με , ὡς βουλεύομαί γε ὅπως σε ἀποδρῶ λαβὼν τοὺς ἡλικιώτας ἐπὶ θήραν . καὶ ὁ Ἀστυάγης |
| προσηγορικὸν Νέβιος , τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος , ὃς ἁπάντων θεοφιλέστατος ὁμολογεῖται γενέσθαι τῶν ἀκριβούντων τὴν τέχνην καὶ μεγίστου τυχεῖν | ||
| ' ἐκείνου τὴν ἀλήθειαν . γνωσθεὶς δὲ παρὰ τοῖς Ἕλλησι θεοφιλέστατος εἶναι ὑπελήφθη . Ὅθεν καὶ Ἀθηναίοις τότε λοιμῷ κατεχομένοις |
| κοὐ πρόσειμ ' ἔτι : εἰς τὸ σπυρίδιον ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός . Ἀπολεῖς μ ' . Ἰδού σοι . | ||
| φύλλα τῶν λαχάνων . τοιαῦτα γὰρ οἱ πτωχοὶ ἐσθίουσιν . φυλλεῖα καλεῖται καὶ τὰ τῆς θριδακίνης φύλλα . ἢ πάντων |
| εἶναι . νοῦν γ ' ἔχων : πλουτεῖ γὰρ ὁ Βλεπαῖος . Κρατῖνος δ ' ὁ νεώτερος ἐν Τιτᾶσι : | ||
| βούλεται . νοῦν γ ' ἔχων : πλουτεῖ γὰρ ὁ Βλεπαῖος . Κρατῖνος ὁ νέος : Κόρυδον τὸν χαλκοτύπον πεφύλαξο |
| τὴν καρτερίαν ἀντιστρατευομένην σὺν βίῳ ἀγαθῷ καὶ ἀγνείαις ἐνφιλοσόφοις . Τοίνυν τῶν σοφῶν ἀναλεξάμενος τὰ χρήσιμα , ὡς ἐξ ὑπαρχῆς | ||
| συγκαταφερομένη βίᾳ καὶ ὡς ὕδωρ σῦρον ἐν φάραγγι . “ Τοίνυν Σίβυλλα καὶ οἱ λοιποὶ προφῆται , ἀλλὰ μὴν καὶ |
| γὰρ συκῆ χαῦνον φυτόν ἐστι καὶ ἀνωφελῆ ξύλα ποιεῖ . Σύμβουλός ἐστιν ὁ χρόνος τῶν πραγμάτων . Συγγνώμη πρωτοπείρῳ : | ||
| Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει . Συνῆλθεν ἀτταγᾶς νουμηνίῳ . Σύμβουλός ἐστιν ὁ χρόνος τῶν πραγμάτων . Συγγνώμη πρωτοπείρῳ : |
| ἡμῖν παρέσονται ἱππεῖς μὲν τετρακισχίλιοι , πεζοὶ δὲ δισμύριοι . Λέγεις σύ , ἔφη ὁ Κῦρος , ἱππέας μὲν ἡμῖν | ||
| προγεγονότες ἡμῖν ἔμπροσθεν λόγοι τρόπον τινὰ καλῶς εἰσιν εἰρημένοι . Λέγεις εὖ : πειρῶ δ ' ἔτι σαφέστερον ἡμῖν σημῆναι |
| καὶ παρανομεῖσθαι , εἰ μή τις αὐτῷ τὴν δίκην ψηφιεῖται εἰσαγώγιμον εἶναι , ἐμπορικὴν οὖσαν . ἔπειτα , ὦ Λάκριτε | ||
| , καθ ' ἣν ὁ φεύγων ἐνίσταται περὶ τοῦ μὴ εἰσαγώγιμον εἶναι τὴν δίκην . Τῆς δὲ παραγραφῆς ἡ μέν |
| τινὰϲ δὲ μή . καὶ κατὰ τὸ ποϲὸν δὲ τῆϲ διαϲτολῆϲ ἡ ἐν πλείοϲι μορίοιϲ ἀνωμαλία ϲαφήϲ ἐϲτιν , ἐξ | ||
| ϲυϲτολῆϲ , ἑτέραν δὲ τὴν μετὰ τὴν ϲυϲτολὴν πρὸ τῆϲ διαϲτολῆϲ , ἥτιϲ καὶ ἀνεπαίϲθητοϲ εἶναι τοῖϲ πολλοῖϲ ἔδοξεν : |
| ἀληθῶς . θ ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν . ἄρηξον ] ἀποσόβησον . ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν εἰς τὸ μὴ ἁλωθῆναι | ||
| καὶ Ἀφροδίτης Ἁρμονία ἡ Κάδμου γυνή . . ἄλευσον ] ἀποσόβησον τὰ παρόντα . σέθεν ] σοῦ . ἐξ αἵματος |
| εἰπεῖν οὐδένα τολμῆσαι ὡς ἐποιήσατό με Μενεκλῆς παρανοῶν ἢ γυναικὶ πιθόμενος : ἐπειδὴ δὲ ὁ θεῖος οὐκ ὀρθῶς βουλευόμενος , | ||
| ἴθι , βάδιζ ' , ἴωμεν . εἶτα τῷ πατρὶ πιθόμενος ἐξάμαρτε . κἀγώ τοι ποτὲ οἶδ ' ἑξέτει σοι |
| ἕνεκα , ὅταν τῶν αἰδοίων , ὅταν εἰκῇ , ὅταν ῥυπαρῶς , ὅταν ἀνεπιστρέπτως , ποῦ ἀπεκλίναμεν ; ἐπὶ τὰ | ||
| . . . καὶ θεραπαινὶς ἦν μία : αὕτη συνύφαινεν ῥυπαρῶς διακειμένη . ἀνδρὸς χαρακτὴρ ἐκ λόγου γνωρίζεται . πᾶς |
| καὶ πόνων πολλῶν , ὧν ὑπέστην ἐπὶ τοῦ βήματος , χαρίσασθέ μοι τὴν ἄδειαν . μηδὲν παρ ' ἡμῶν ἐπιζήτει | ||
| τοῦτο αὐτὸ παρ ' ὑμῶν , ἄνδρες Νικομηδεῖς , καὶ χαρίσασθέ μοι καὶ ὑπομείνατε , ἀκοῦσαι λόγου περιττοῦ καὶ ἀκαίρου |
| εἰρημένων . ἐϲτὶ δὲ καὶ ἡ ῥίζα τοῦ φυτοῦ ξηραντικῆϲ ἀδήκτου δυνάμεωϲ , μετέχουϲα καὶ ϲτύψεωϲ . Φοῦ . Τούτου | ||
| αὐστηρὰν ἐπικρατοῦσαν ἔχει ποιότητα , ὡς εἶναι δυνάμεως ξηραντικῆς ἱκανῶς ἀδήκτου . Πράσιον πικρόν ἐστιν : διόπερ ἐκφράττει , ῥύπτει |
| ὅτι τὸ Δ μέσον ἐστὶ τοῦ Θ καὶ Τ . Ὄγδοος ἀπὸ τοῦ ὀκτώ : καὶ ὤφειλεν εἶναι ὄκτοος : | ||
| καὶ θέσεων ταῦτα κατανοῆσαι , ἀγνοεῖται ἡ φύσις αὐτῶν . Ὄγδοος ὁ παρὰ τὰς ποσότητας αὐτῶν ἢ θερμότητας ἢ ψυχρότητας |
| αὐτὸς εἶναι λέγει τοῦ ἔσθω τοῦ , ὥς φησιν , ἡμαρτημένου : ἐχρῆν γὰρ ὡς ἔχω ἴσχω , ἔπω ἴσπω | ||
| ἀδύνατον : πᾶς γὰρ παρακείμενος ὑπερβαίνειν θέλει τὴν δισυλλαβίαν , ἡμαρτημένου τοῦ οἶδα . Ἑνικά . Ἐτεθείκειν , ἐτεθείκεις , |
| γὰρ πλάσματα τὴν νυκτ ' ἠγρυπνήκαμεν : καὶ νῦν ἔτι ἀποίητα πάμπολλ ' ἐστὶν ἡμῖν . πολλὰ μὲν ἐπιθεῖναι πέμματα | ||
| , τὴν νύκτα τ ' ἠγρυπνήκαμεν : καὶ νῦν ἔτι ἀποίητα πάμπολλ ' ἐστὶν ἡμῖν . Μακάριος ὅστις οὐσίαν καὶ |
| διπλῇ : ποτὲ μὲν γὰρ μετὰ τὰ προοίμια τάττει τὴν προκατασκευήν , ὡς ἐν τῷ τῆς Παραπρεσβείας λόγῳ , ποτὲ | ||
| λάβῃ . ἡ δὲ ἐπιβολὴ αὐτῆς τῆς εἰσηγήσεως μετὰ τὴν προκατασκευήν : ὃ δὴ λοιπόν ἐστι , καὶ πάλαι μὲν |
| καὶ οὐχ ἧττον τὴν πάχνην εἶναι : διεσθίειν γὰρ καὶ μανοῦν τὴν γῆν . Καὶ ὅταν μετὰ τοὺς πρώτους ἀρότους | ||
| μὲν κενῶσαι μανοῦν οὐ χρή : κενώσαντα δ ' ἐγχωρεῖ μανοῦν φαρμάκῳ χλιαρὰν ἔχοντι τὴν θερμασίαν , ὁποῖόν ἐστι τὸ |
| τὸ πρόσωπον καλύπτω ὑπ ' αἰσχύνης . . ἀντὶ τοῦ σκέπω ἐμαυτόν , ὡς ἀπορῶν δῆθεν . ἐκκαλύψειν δὲ ἀντὶ | ||
| οἷον , βλέπω : δρέπω : ἔπω : τρέπω : σκέπω : λέπω : νέπω τὸ ἐννέπω . Τὰ διὰ |
| κἀμὲ ποιεῖται δόμων . τί γὰρ τάδ ' , ὦ δύστην ' , ἐμὴν μοχθεῖς χάριν πόνους ἔχουσα , πρόσθεν | ||
| ἔκτανέν νιν ; πῶς ἐμὰς ἦλθ ' ἐς χέρας ; δύστην ' ἀλήθει ' , ὡς ἐν οὐ καιρῶι πάρει |
| , ὡς ἐπὶ τοῦ νέμω νόμος , λέγω λόγος , ἐπιστέλλω ἐπιστολή : διαλέκτου δέ , ὡς ἐπὶ τοῦ ὄνειρος | ||
| , ἔρχῃ , πορεύεις . τὸ στέλλω σημαίνει δʹ τὸ ἐπιστέλλω , ἐξ οὗ καὶ ἐπιστολὴ , τὸ πλέω , |
| τῇ ἀμαθίᾳ πλανᾶται , τὸν προσομιλήσαντα οὐκ ἔχων νοῦν . Ταὐτόν ἐστιν ὁδηγὸν τυφλὸν λαβεῖν , καὶ σύμβουλον ἀνόητον . | ||
| τὸ δ ' αὐτὸ καὶ τοῖς Ληναίοις ὕστερον ἐποίουν . Ταὐτόν ἐστι χιλίων προβάτων κρατήσαντα πεντήκοντα λύκοις μάχεσθαι : ὅτι |
| τραυλίσαντι ] ⌈ παρακεκομμένα [ παρακεκομμένως / ] εἰπόντι . τραυλός ἐστιν ὁ τὸ ῥῶ αὔων καὶ λέγων λῶ : | ||
| βαρύνεται , οἷον : φαῦλος δοῦλος οὖλος . τὸ δὲ τραυλός ὀξύνεται καὶ τὸ δειλός . Τὰ εἰς δύο ΛΛ |
| τὰ κωμικά . Γ καὶ ἐν Ἀμφιαράῳ ἀφ ' οὗ κωμῳδικὸν μορμολύκειον ἔγνων . Γ ἀλλ ' ἢ κατεγέλων Γ | ||
| , ἀλλὰ τὸ μὲν ἄγειν πολιτικόν , τὸ δὲ ἀγῆλαι κωμῳδικὸν καὶ ἐγγὺς γλώττης . φεύγειν μὲν οὖν χρὴ τὸ |
| „ ὕδατα δινήεντος ἀμευσάμενος Ἀθύραο „ . τὸ ἐθ - νικὸν διὰ τῆς αι διφθόγγου Ἀθυραῖος , ὡς Ῥήβας Ῥηβαῖος | ||
| , ὅτι τὸ παλαιὸν βασιλεῖς πολυθρέμμονες , καὶ ποιμε - νικὸν ἔζων βίον : μῆλον δὲ λέγεται τὸ πρόβατον Αἰολικῶς |
| μνώμενοι καὶ γάμους ἐνδόξους , ἐνίοτε δὲ εἰς εὐτέλειαν καὶ φειδωλίαν καὶ εἰς περιχαρίαν καὶ εἰς στυγνότητα ἑαυτοὺς μετατυποῦσι , | ||
| ποιοῦσιν ἐκεῖνοι [ ἐκεῖνοι ποιοῦσι ] κατ ' ἀρετήν , φειδωλίαν οὗτος καλεῖ . ἀπεκείρατ ' ] ⌈ καὶ ⌈ |
| . Μετὰ δὲ ταῦτα στρατεύσας ἐπὶ Συδράκας καὶ τοὺς ὀνομαζομένους Μαλλούς , ἔθνη πολυάνθρωπα καὶ μάχιμα , κατέλαβε τοὺς ἐγχωρίους | ||
| ἐθεραπεύετο , ἐς τὸ στρατόπεδον , ἔνθενπερ ὡρμήθη ἐπὶ τοὺς Μαλλούς , ὁ μὲν πρῶτος λόγος ἧκεν ὅτι τεθνηκὼς εἴη |
| . Οἴμοι τάλας , ὡς ὠχρίας ' αὐτὴν ἰδών . Ὁδὶ δὲ δείσας ὑπερεπυρρίασέ σου . Οἴμοι , πόθεν μοι | ||
| Νοεῖ μὲν ἕτερ ' ἕτερα δὲ τῇ γλώττῃ λέγει . Ὁδὶ μὲν Ἀναγυράσιος ὀρφώς ἐστί σοι . τούτῳ φίλος Μυνίσκος |
| : ἕδραν γὰρ καὶ διακοπὴν ταὐτὸν εἶναί φησιν Ἱπποκράτης , ὠνομασμένην οὕτως διὰ τὸ κατὰ τὴν γενομένην διακοπὴν ἑδράζεσθαί τε | ||
| . Ὅστις , ἤγουν ὁ Ψαῦμις , τὴν ἀπὸ σοῦ ὠνομασμένην πόλιν , ὦ Καμαρίνα , κατὰ μεταπλασμὸν ἀντὶ τοῦ |
| ἔαρι φαίνεσθαι ἡ χελιδών . ΓΘ σκέψασθε ] θεάσασθε , καταμάθετε , κατανοήσατε . Γ σκέψασθε ] ἴδετε , καταμάθετε | ||
| , καταμάθετε , κατανοήσατε . Γ σκέψασθε ] ἴδετε , καταμάθετε . χελιδών ] δοκεῖ γάρ πως ἅμα τῷ ἔαρι |
| ] * Τοῖς Λητοῦς παισίν , Ἀπόλλωνι καὶ Ἀρτέμιδι . Δίκαιον γὰρ ἐν τοῖς τῶν νικώντων ὕμνοις γεραίρεσθαι καὶ Ἀπόλλωνα | ||
| ἃ χρὴ αἱρεῖσθαι . Σῶφρον τὸ κόσμιον τῆς ψυχῆς . Δίκαιον νόμου τάγμα ποιητικὸν δικαιοσύνης . Ἑκούσιον τὸ αὑτοῦ προσαγωγόν |
| ψυχῇ καὶ ἄνευ φωνῆς λέγομεν . εἰ γάρ τις ἀληθῶς δοξάζοι τὸ καθῆσθαί τινα , ἀναστάντος αὐτοῦ ψευδῶς ὁ αὐτὸς | ||
| ἄφθαρτον ἄρα καὶ ἀνώλεθρον τὸ πᾶν . εἰ δὲ καὶ δοξάζοι τις αὐτὸ φθείρεσθαι , ἤτοι ὑπό τινος τῶν ἔξω |
| τὰ αὐτὰ ταῦτα . ἀποξιφίσαι : ἐξορχήσασθαι . ὁ γὰρ ξιφισμὸς εἶδος ὀρχήσεως . ἀποτυχίσαι : ἀποπελεκῆσαι λίθον , καὶ | ||
| εἶπον . . . ἀποξιφίσασθαι : ἀπορχήσασθαι : ὁ γὰρ ξιφισμὸς εἶδος ὀρχήσεως . . . ἀποτριάσαι : πληγὰς τρεῖς |
| τοῦ τέλους εἰς Ω ἐποίησε τὸ ῥῆμα : κιάθω ἀμυνάθω διωκάθω . τὸ μέντοι φιλομαθῶ καὶ εὐσταθῶ περισπῶνται : παρ | ||
| ] γρ . αὐτὸς . γραφὴν ] ψυχικὸν ἔγκλημα . διωκάθω ] καταδιώξω , ἐξάξω . γραψάμενος ] κατηγορίαν αὐτῶν |
| χάλκεα ἐποίουν , ἐνδύματα . Κόρυθες : περικεφαλαῖαι : ἀπὸ Κόρυθός τινος Ἰβηρίου ἐκλήθη , ταύτην ἐφεύραντος πρῶτον . δοῦρα | ||
| χάλκεα ἐποίουν , ἐνδύματα . Κόρυθες : περικεφαλαῖαι : ἀπὸ Κόρυθός τινος Ἰβηρίου ἐκλήθη , ταύτην ἐφεύραντος πρῶτον . δοῦρα |
| πατήρ . Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς , πλούσιος πένης ἔσῃ . Σῶσον σεαυτὸν ἐκ πονηρῶν πραγμάτων . Τὸν ἐλεύθερον δεῖ πανταχοῦ | ||
| ἀλλὰ νῦν ς ' ἔτ ' ὠφελοῖμ ' ἐγώ ; Σῶσον σεαυτήν : οὐ φθονῶ ς ' ὑπεκφυγεῖν . Οἴμοι |
| Καὶ τοσαῦτα μὲν τὰ περὶ ἐννοίας τῆς τῶν παραπληρωματικῶν . Ἰτέον ἑξῆς ἐπὶ τὰς φωνάς . Ποιητικὸν ὄντα τὸν αὖ | ||
| τῷ ς ἐμίως καὶ ἐμῶς δισυλλάβως , παρὰ Ῥίνθωνι . Ἰτέον ἐπὶ τὰς κατὰ τὸ δεύτερον . Τῇ μὲν οὖν |
| τὰ φύλλα λεπτομερῆ τέ ἐϲτι καὶ ξηραίνουϲιν ἀδήκτωϲ ὄγκουϲ τε διαφοροῦϲι καὶ ῥύπτουϲιν ὑπάγουϲί τε γαϲτέρα , φυϲώδη δὲ μετρίωϲ | ||
| λεῖα ποιήϲαϲ ξηρῷ χρῶ . λούειν τε καὶ ϲμήχειν τοῖϲ διαφοροῦϲι καὶ τονοῦϲι τὴν κεφαλὴν καὶ γυμνάζειν τὰ κάτω μέρη |
| ἐγὼ δ ' ] λείπει οὐκ ἔχω . σαίνομαι ] παραμυθοῦμαι . εἶχε φωνὴν ] ὁ πλόκαμος δηλονότι . δίφροντις | ||
| χρήσωνται , ἀλλ ' ὅπως ὑμεῖς θαυμάζοιτε . Ταῦτα ὑμᾶς παραμυθοῦμαι εἰδὼς τὸν βίον ἑκάτερον , καὶ ἄξιον ἑορτάζειν ἐνθυμουμένους |
| ἐγένετο : ἀλλὰ κἂν ἐπὶ τοῖς ζῶσιν ἀνδράσιν εὔξομαι . κατασχίζουσαι , ἐνεργητικῶς . ἁβρόγοοι : αἱ ἐντρυφῶσαι τοῖς δάκρυσιν | ||
| δὲ ἁπαλαῖς χερσὶν τὸ ὅλον ἀπὸ μέρους ἐδήλωσεν . [ κατασχίζουσαι , ἐνεργητικῶς : ἐρείκη δέ ἐστιν εἶδος φυτοῦ εὐσχίστου |
| τῶν ΑΒΓΔ , ΒΚΔ ἡ ΒΞΔ ὀρθή ἐστι πρὸς τὸν ΑΚΜΓ κύκλον : ὥστε καὶ πρὸς πάσας τὰς ἁπτομένας αὐτῆς | ||
| τὴν ΑΓ , διὰ τὸ ὀρθὰ εἶναι πρὸς ἄλληλα τὰ ΑΚΜΓ , ΑΒΓΔ ἐπίπεδα , ἡ δὲ ἀπὸ τοῦ Ν |
| οὐκ ἐρεῖς , ἀλλὰ μεθυστικός . μέθυσον δὲ γυναῖκα καὶ μεθύσην λέγε . Ἤμην : εἰ καὶ εὑρίσκεται παρὰ τοῖς | ||
| ἐκστρέψας τοὺς ἡμετέρους Ἱππέας κακὸς κακῶς , προσθεὶς αὐτῷ γραῦν μεθύσην τοῦ κόρδακος οὕνεχ ' , ἣν Φρύνιχος πάλαι πεπόηχ |
| ἐνταῦθα , ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ . κακκᾶν ] τὸ χέσειν : ἤγουν ἐνταῦθα ἔχεσα . πηδᾶν ] κινεῖσθαι . | ||
| ' ] καὶ κράζοντα , φωνοῦντα . χεζητιῴην ] ὀρέγομαι χέσειν , ἐπιθυμῶ . βούλομαι χέσαι . , χέσαι θέλω |
| καὶ ὡριαῖον , καὶ τὰς γινομένας ἡμέρας τε καὶ ὥρας κούφισον ἀπὸ τῶν τῆς μέσης ἀποκυή - σεως ἡμερῶν σογ | ||
| στοιχεῖ χρόνῳ . Ἔπαιρε σαυτόν , ὦ τέκνον , καὶ κούφισον . μή πώς με πίπτων καταβάλῃς σὺ χωλὸς ὤν |
| ἄκραν . Εἴληφά σε , ὦ κατάρατε . Συκοφαντεῖς . Δώσεις ποτὲ ἤδη τὴν δίκην . Ἐξελέγξω σε δεινὰ εἰργασμένον | ||
| Ναὶ ναί , γρᾴδιον , ἐμοὶ κάρισο σὺ τοῦτο . Δώσεις οὖν δραχμήν ; Ναί , ναίκι , δῶσι . |
| ὡστ ' οὐκ ἔτ ' οὐδεὶς οἶδε πηνίκ ' ἐστὶ τοὐνιαυτοῦ . μέγιστον ἀγαθόν , εἴπερ δι ' ἐνιαυτοῦ ὅτου | ||
| ' οὐκ ἔτ ' οὐδεὶς οἶδ ' ὁπηνίκ ' ἐστὶ τοὐνιαυτοῦ . . . . . μέγιστον ἀγαθόν , εἴπερ |
| κατὰ κοινοῦ τὸ νομίζει γίγνεσθαι . τορῶς . τομῶς , ἐντρεχῶς , συνετῶς . ἀναβάλλεσθαι . ἀντὶ τοῦ προοιμιάζεσθαι . | ||
| τὰ ἐπιρρήματα ἐμπείρως , ἐπιστημόνως , εἰθισμένως , ἐντετριμμένως , ἐντρεχῶς , τάχα καὶ εἰδότως : Ὅμηρος δ ' ἐπισταμένως |
| συμπόσιον ἦλθον καὶ προμελετήσας , ἵνα κἀγὼ τὸ στεγανόμιον κομίζων παραγένωμαι . ἄκαπνα γὰρ αἰὲν ἀοιδοὶ θύομεν . ὅτι τὸ | ||
| καί σύνδεσμον ὑπερβιβαστέον : καὶ πρὸς τὸ τῶν ἀνδρῶν γένος παραγένωμαι , τουτέστι μνημονεύσω καὶ τῶν προγόνων αὐτοῦ . ἀνέφερε |
| ὅπως τῷ φθέγματι γυναικιεῖς εὖ καὶ πιθανῶς . Πειράσομαι . Βάδιζε τοίνυν . Μὰ τὸν Ἀπόλλω οὔκ , ἤν γε | ||
| . Ποῦ Ξανθίας ; Ἤ , Ξανθία . Ἰαῦ . Βάδιζε δεῦρο . Χαῖρ ' , ὦ δέσποτα . Τί |
| μέντοι οὐδὲν λέγω . Τί δή , ὦ Σώκρατες ; Ὠγαθέ , ἐννενόηκά τι σμῆνος σοφίας . Ποῖον δὴ τοῦτο | ||
| τίνος σοι φῶμεν μάλιστ ' εἰρῆσθαι τοῦτον τὸν λόγον ; Ὠγαθέ , καὶ αὐτὸς ἐμαυτοῦ νυνδὴ κατεγέλασα . ἀποβλέψας γὰρ |
| φῂς εἶναι . Ἀλλὰ βούλει πονηροτέροις εἰκάζω αὐτόν ; Μηδὲ πονηροτέροις . Ἀλλὰ μηδενί ; Μηδενὶ μηδὲ τούτων εἴκαζε . | ||
| βελτίονα αὑτοῦ εἶναι . τοιγαροῦν οἶμαι αὐτὸς πονηρὸς ὢν πᾶσι πονηροτέροις αὑτοῦ συμμάχοις χρήσεται . ἐὰν δέ τις ἄρα καὶ |
| , ὅπερ ἐστὶ δριμύ , τὴν σύνθεσιν ποιήσας , εἰς σμικρολογίαν , Γ παίζει ἐνταῦθα σμικρολόγον αὐτὸν καὶ ὀξύθυμον λέγων | ||
| οὐ διὰ καρτερίαν καὶ ἀρετὴν τοῦτο ἐποίουν , ἀλλὰ διὰ σμικρολογίαν . ἃ γοῦν ἀπ ' ἐγκρατείας ἐποίουν οὗτοι , |
| διεγείρει . ἐποτρύνει ] παρακινεῖ . ἐποτρύνει ] ἐπεγείρει . πικρόκαρπον ] οὗ πικρὸς καρπὸς ἤτοι τέλος : θάνατος γάρ | ||
| γένος . ὠμοδακής ς ' ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ - νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖν αἵματος οὐ θεμιστοῦ . φίλου γὰρ ἐχθρά |