| αὐτὸς εἶναι λέγει τοῦ ἔσθω τοῦ , ὥς φησιν , ἡμαρτημένου : ἐχρῆν γὰρ ὡς ἔχω ἴσχω , ἔπω ἴσπω | ||
| ἀδύνατον : πᾶς γὰρ παρακείμενος ὑπερβαίνειν θέλει τὴν δισυλλαβίαν , ἡμαρτημένου τοῦ οἶδα . Ἑνικά . Ἐτεθείκειν , ἐτεθείκεις , |
| καὶ κλέψας κατήγαγε τοῖς ἀνθρώποις ἐν κοίλῳ νάρθηκι . . ΑΛΛΑ ΖΕΥΣ ΕΚΡΥΨΕ . Ἀλλὰ ὁ Ζεὺς ἔκρυψε τὸν τῶν | ||
| Ἀρχιέπην , ἕτεροι δὲ Στησίχορον τὸν μελῳδὸν ἐξεδέξαντο . . ΑΛΛΑ ΤΑΓ ' ΟΥΠΩ ΕΟΛΠΑ . Ἀλλὰ ταῦτα , ἤγουν |
| ; λογιστικὴ καὶ μετρητικὴ ἡ κατὰ τεκτονικὴν καὶ κατ ' ἐμπορικὴν τῆς κατὰ φιλοσοφίαν γεωμετρίας τε καὶ λογισμῶν καταμελετωμένωνπότερον ὡς | ||
| ἀλλὰ τοὺς τριηράρχους οὓς καθιστᾶσιν οὗτοι εἰσάγουσιν εἰς δικαστήριον , ἐμπορικὴν δὲ δίκην οὐδεμίαν εἰσάγουσι . τοιαῦτα μὲν τὰ τοῦ |
| , ὀβελίζει τοὺς ἑπτὰ τούτους στίχους : ἀπὸ τοῦ ΠΑΝΤΑ ΙΔΩΝ , μέχρι τοῦ , ΑΛΛΑ ΤΑΓ ' ΟΥΠΩ ΕΟΛΠΑ | ||
| ὑψηλότατα οἰκήματα οἰκεῖ : τουτέστι τὸν οὐρανόν . . ΚΛΥΘΙ ΙΔΩΝ . Ὡς πάντα ἐφορῶν καὶ ἀκούων τῶν γινομένων , |
| ψυχῇ καὶ ἄνευ φωνῆς λέγομεν . εἰ γάρ τις ἀληθῶς δοξάζοι τὸ καθῆσθαί τινα , ἀναστάντος αὐτοῦ ψευδῶς ὁ αὐτὸς | ||
| ἄφθαρτον ἄρα καὶ ἀνώλεθρον τὸ πᾶν . εἰ δὲ καὶ δοξάζοι τις αὐτὸ φθείρεσθαι , ἤτοι ὑπό τινος τῶν ἔξω |
| τοὺς τῶν καμνόντων λόγους , οὓς λέγουσιν ὅταν κάμνωσιν ; Ποίους ; Ὡς οὐδὲν ἄρα ἐστὶν ἥδιον τοῦ ὑγιαίνειν , | ||
| τὸ παρ ' αὐτοῖς τῶ Διὸς πλαστίγγιον [ ] ; Ποίους ἐπ ' ἀνάκτορας οὖν τις ἢ τίνας οὐρανίδας κιὼν |
| . . . . ἀποσκυδμαίνω : τὸ ὀργίζομαι . ἔστι σκύζω , οὖ ὄνομα † ὄζω γίνεται † ὀζαίνω , | ||
| Ἰωνικῶς παρ ' Ὁμήρῳ καταζήνασκε δὲ δαίμων : οὕτω καὶ σκύζω , σκυζαίνω , καὶ τροπῇ τοῦ ζ εἰς δ |
| σύνθετα . τὸ δὲ χαρίσιος οὐ τοπικόν . περὶ τοῦ Περκώσιος ἐροῦμεν . τὸ δὲ υ μακρόν , Διονύσιος ὁ | ||
| τὴν Κύζικον : τῆς γὰρ Πιτυείας βασιλεὺς ἦν Μέροψ ὁ Περκώσιος , ὡς δηλοῖ Ὅμηρος ἐν Καταλόγῳ . τὸ δὲ |
| . ἄπελθε ] ἐπ ' ἄλλο . ⌈ ζυγώθρησον [ ζυγώθρισον ζυγόθρισον ] ] σκόπησον ⌈ : ἀπὸ μεταφορᾶς τοῦ | ||
| ἄπελθε , κᾆτα τῇ γνώμῃ πάλιν κίνησον αὖθις αὐτὸ καὶ ζυγώθρισον . ὦ Σωκρατίδιον φίλτατον . τί , ὦ γέρον |
| οἷον πόθεν δ ' ἐωλκὼς εὐπετὲς ἔβλης : η μετοχὴ βλείς : κίνημα γὰρ καὶ οὐ συγκοπή . οὕτως Ἡρωδιανὸς | ||
| . βλάβη : ἀπὸ τοῦ σκάφη . . . . βλείς : οἱ μὲν τοῦ η καὶ θ βλείς . |
| καὶ Τάμως Ἰωνίας ὕπαρχος ὤν . ὡς δ ' οὐκ ἐσήκουον , προσβολὴν ποιησάμενος τῇ πόλει οὔσῃ ἀτειχίστῳ καὶ οὐ | ||
| . Λευτυχίδης μὲν εἴπας ταῦτα , ὥς οἱ οὐδὲ οὕτω ἐσήκουον οἱ Ἀθηναῖοι , ἀπαλλάσσετο : οἱ δὲ Αἰγινῆται , |
| φυλαττόμενος . ταῦτα ἂν οὖν τις ἔχοι λέγειν πρὸς τοὺς ἀναιροῦντας τὰ σχήματα τῆς διανοίας , ὅτι κἂν πᾶς λόγος | ||
| μεθόδου οὕτως παραλογίζονται , τοὺς δὲ δι ' ὧν παρακρούονται ἀναιροῦντας τὰς ἀρχὰς οὐ λυτέον . Ἀντιφῶντος ψευδογράφημα ὁ δὲ |
| στεγανόποδας ἱστοροῦντος , οὐδ ' Αἰσχύλου κυνοκεφάλους καὶ στερνοφθάλμους καὶ μονομμάτους , ὅπου γε οὐδὲ τοῖς πεζῇ συγγράφουσιν ἐν ἱστορίας | ||
| δ ' ὥστ ' ἀνασπᾶν δένδρα καὶ ῥήττειν νευράν , μονομμάτους τε ἄλλους ὦτα μὲν ἔχοντας κυνὸς ἐν μέσῳ δὲ |
| ὁρμῶ καὶ τοῦ ἅλλω τὸ πηδῶ , καὶ σημαίνει τὸ αὐξάνω . ὅσα δρυός : πάντα , φησί , τὰ | ||
| . , . , . Βλώσκω : σημαίνει δὲ τὸ αὐξάνω . παρὰ τὸ μολῶ γίνεται παράγωγον μολίσκω , ὡς |
| εὐφραινόμενος . [ ἢ ἐκ τοῦ ] ἁδῶ , τὸ ἀρέσκω , καὶ τοῦ λέσχη , τοῦτο δὲ παρὰ τὸ | ||
| θνήσω , θνήσκω : μνήσω , μνήσκω : ἀρέσω , ἀρέσκω : φαύσω , φαύσκω , καὶ πιφαύσκω : βρώσω |
| γὰρ εἰπεῖν ἀληθὲς δέ ἐστιν εἰπεῖν κατὰ τοῦ τινὸς καὶ συμπεπλεγμένως καὶ ἁπλῶς , παραλείπων τὸ συμπεπλεγμένως εἶπεν τὸ ἁπλῶς | ||
| Οὐκ ἀεὶ δέ . οὐκ ἀεί , φησίν , τὰ συμπεπλεγμένως κατηγορούμενα δύναται καὶ χωρὶς κατηγορεῖν , αὐτὸς δὲ παραδώσει |
| τὸ σύμβολον . ἔγνως : ἄκουσον δ ' ὡς καλῶς βουλεύομαι . εἰ μὲν γὰρ ἐς γυναῖκα σωφρονεστέραν ξίφος μεθεῖμεν | ||
| . . κατορθώσωμεν : Ἃ βουλόμεθα . Θ . ἃ βουλεύομαι . . σφαλῶμεν : Ἀστοχήσωμεν , ἀποτύχωμεν τούτου . |
| Ἰδοὺ θέασαι , κοὐχ ἅπαντας ἐκφέρω . Οἴμ ' ὡς χεσείω , κοὐχ ἅπαντας ἐκφέρω . Ταυτὶ τί ἐστι ; | ||
| ὑπὸ τοῦ βάρους τῶν βιβλίων τῶν τοὺς χρησμοὺς ἐχόντων “ χεσείω ” φησίν . ὡς δὲ ἔνδον καὶ ἄλλων ὄντων |
| ἱμάσι [ ἱμᾶσι ] τύψῃ , ⌈ διὸ καὶ “ ἠδίκηκά τι ” , φησί , “ καὶ διὰ τοῦτο | ||
| βούλεται . ὡς μέλλων δὲ ἐκεῖνος τύπτεσθαί φησιν : “ ἠδίκηκά τι ; ” ὁ δὲ τερατευόμενος ὡς ἐπὶ τῶν |
| , μὴ παρὰ τὸ τῶν συμβουλευόντων οὐκ ἐθέλειν ἀκούειν χεῖρον βουλεύσησθε . πρῶτον μὲν γὰρ ἡ τύχη , καλῶς ποιοῦσα | ||
| καὶ τοὺς στρατιώτας τοὺς ὑμετέρους πάλιν ἀνέστρεψαν ἐξεληλυθότας , ἵνα βουλεύσησθε περὶ τῆς εἰρήνης , ἐνταῦθ ' ἤδη παντάπασιν ἔκφρων |
| πολὺ τῶν προτέρων προμηθέστεροι , καὶ πανουργότεροι . . ΧΡΥΣΕΩι ΟΥΤΕ ΦΥΗΝ ΕΝΑΛΙΓΚΙΟΝ , ΟΥΤΕ ΝΟΗΜΑ . Τῷ χρυσῷ γένει | ||
| εἶναι . Καὶ τροπῇ τοῦ γ εἰς κ . . ΟΥΤΕ ΝΟΗΜΑ . Κατὰ τὸ ἁπλοῦν ἐκεῖνο λέγει , καὶ |
| . ἀϊστῶσαι : ἀπὸ τοῦ ἀϊστῶ , τοῦ σημαίνοντος τὸ ἀφανίζω , τοῦτο ἀϊστώσειαν , ὥσπερ τύψειαν : τὰ γὰρ | ||
| κέρμα ἀργύριον καὶ χρυσίον . . καταλύσεις : Καταλύω τὸ ἀφανίζω , καὶ διαλύω , ὃ καὶ μεταβαίνει συντασσόμενον μετὰ |
| ἔστιν ἡ γραφὴ δισσή , ” ἐπιάλων “ καὶ ” ἐπιαλῶ “ . καὶ πρὸς μὲν τὸ περισπώμενον ” ἐπιαλῶ | ||
| λέγειν , οἷον ” ἄξεις , ὁρμήσεις σεαυτὸν ἐντεῦθεν : ἐπιαλῶ σε “ , ὅ ἐστιν ἐλάσω σε καὶ διώξω |
| αὑτοῦ . . . . . ἀπήορος , , : ἀπήορος : ὁ ἀπηρτισμένος καὶ διεστώς . παρὰ τὸ ἀείρω | ||
| Φιλόξενος εἰς τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . ἀπήορος , , : ἀπήορος : ὁ ἀπηρτισμένος καὶ διεστώς |
| ἐγένετο : ἀλλὰ κἂν ἐπὶ τοῖς ζῶσιν ἀνδράσιν εὔξομαι . κατασχίζουσαι , ἐνεργητικῶς . ἁβρόγοοι : αἱ ἐντρυφῶσαι τοῖς δάκρυσιν | ||
| δὲ ἁπαλαῖς χερσὶν τὸ ὅλον ἀπὸ μέρους ἐδήλωσεν . [ κατασχίζουσαι , ἐνεργητικῶς : ἐρείκη δέ ἐστιν εἶδος φυτοῦ εὐσχίστου |
| . τὸν ἀπὸ τοῦ μσ . , τῆς ὑπεροχῆς τοῦ μσ . καὶ τοῦ ἐλ . εἶναι γπλ . , | ||
| ὑπερέχει ὁ ἀπὸ τοῦ μγ . ⃞ος τοῦ ἀπὸ τοῦ μσ . ⃞ου , τῆς ὑπεροχῆς ἧς ὑπερέχει ὁ μσ |
| οἰκίσκον τῶν λαμπαδηφόρων τε πλείστων αἰτίαν τοῖς ὑστάτοις πλατειῶν . βλᾶκες φύγεργοι ἦν δ ' ἐγώ ἀναπηρίαν γραΐζειν ἐμπαίζειν ἐπικρούσασθαι | ||
| . τὰ δὲ ἐναντία ἀστράτευτοι , ἀπόλεμοι , ἄθυμοι , βλᾶκες , βλακεύοντες , ἀμβλεῖς , βραδεῖς , ἀσθενεῖς , |
| καὶ εἶπεν Σεμειαζᾶς πρὸς αὐτούς , ὃς ἦν ἄρχων αὐτῶν Φοβοῦμαι μὴ οὐ θελήσετε ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο , καὶ | ||
| οἰκοδεσπότην ἐδάκρυσε . τοῦ δὲ τὴν αἰτίαν ἐρωτήσαντος ἔφη : Φοβοῦμαι καὶ κλαίω : μέλλω γὰρ τραυματίσαι σε , καὶ |
| κοινὴ τομὴ ἡ ΕΗ , τοῦ δὲ ΖΛΘ καὶ τοῦ ΕΛΝΗ κοινὴ τομὴ ἡ ΛΟ . καὶ ἐπεὶ ἐν σφαίρᾳ | ||
| μείζων ἐστίν . ἐπεὶ οὖν ὅλη ἡ ΑΚΜΓ ὅλῃ τῇ ΕΛΝΗ ἴση ἐστίν , ὧν ἡ ΚΜΓ τῆς ΛΝΗ μείζων |
| ἐκείνων ἐπιμελῆται ἅ ἐστι τῶν ποδῶν ; Οὐ μανθάνω . Καλεῖς δέ τι χειρός ; οἷον δακτύλιον ἔστιν ὅτου ἂν | ||
| Τί δέ , οὐχὶ καὶ ταύτῃ σκοπεῖς τὸ λεγόμενον ; Καλεῖς τι ὑγείαν σώματος ; τί δὲ οὐ μέλλεις ; |
| μ ' ἐργάσει ; Τέχνην δὲ τίνα ποτ ' εἶχες ἐξανδρούμενος ; Ἠλλαντοπώλουν καί τι καὶ βινεσκόμην . Οἴμοι κακοδαίμων | ||
| Τηλέφου Εὐριπίδου . ΓΘ ἐργάσῃ ] μέλλεις ἐργάσασθαι . Γ ἐξανδρούμενος : τὴν ἡλικίαν ἔχων εἰς ἄνδρα . ΓΘ ἐξανδρούμενος |
| τοῦ Εὐφράτου : διὰ δὲ τοῦτο κατὰ τὰς ἐκβολὰς ὀνομάζεσθαι Πασίτιγριν . Νέαρχος δὲ τὸν παράπλουν τῆς Σουσίδος τεναγώδη φήσας | ||
| Περσίδος , ἀπέχουσαν Σούσων σταδίους * ἑξήκοντα : τὸν δὲ Πασίτιγριν ἀπὸ τοῦ Ὀροάτιδος διέχειν περὶ δισχιλίους σταδίους : διὰ |
| κατηγορήσας καταδίκης αἴτιός σοι γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω . | ||
| Ἀττικοί . οὐ χαιρήσεις ] οὐ χαίρων ἀπαλλάξεις . Γ αἱρήσω : διελέγξω : ἔλαβε δὲ τοῦτο ἀπὸ τοῦ “ |
| ἐν δὲ τῇ διανοίᾳ οὐκ ἐξίσταται τοῦ φαινομένου : διὸ δυσωπεῖ ἀεὶ καὶ καταναγκάζει τοὺς ἀκροατὰς ἐκ τῆς ἐναργείας τῶν | ||
| ὤν , διακινηθεὶς ὡς μὲν κατήγορος αἰτιᾶται , κατηγορεῖ , δυσωπεῖ , πάλιν δ ' ὡς δικαστὴς διδάσκει , νουθετεῖ |
| ὁ πρὸς ὀλίγον ἀντὶ σώφρονος οὐ καρτερήσας τὴν ἀποκήρυξιν . ΤΡΙΤΟΝ ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ . Ἡ μὲν οὖν ἑταίρα πρὸς τοὺς ἐραστὰς | ||
| ὁρᾷ εἰ τῶν πεπραγμένων τι κατηγορεῖ τὴν ἀσέβειαν . ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ . Ὅτι ὑμεῖς μὲν τῆς φιλίας τοὺς θεοὺς θαυμάζετε |
| κεχλαδὼς , ὁ πλήθων : παράγωγον χλάζω : καὶ ἀναδιπλασιασμὸς καχλάζω . τὸ οὖν χλῶ ῥηματικὸν χλώσα : ἐπεκτάσει τοῦ | ||
| τοῦ ο ὄχλος . ἐκ δὲ τοῦ χλῶ καὶ τὸ καχλάζω κατὰ ἀναδιπλασιασμόν . . . , : ἀκωκή : |
| . ὁ χυλὸϲ δὲ ἑψηθείϲηϲ τῆϲ τήλεωϲ μετὰ βραχέοϲ μέλιτοϲ λαμβανόμενοϲ ἐπιτήδειόϲ ἐϲτιν ὑπάγειν ἅπανταϲ τοὺϲ ἐν ἐντέροιϲ μοχθηροὺϲ χυμούϲ | ||
| πάχοϲ ἢ γλιϲχρότητα χυμῶν γιγνόμενα καὶ εἴϲω μὲν τοῦ ϲώματοϲ λαμβανόμενοϲ καὶ ὀϲμώμενοϲ ὠφελεῖ . ὠφελεῖ δὲ καὶ ϲπλῆναϲ ἐϲκιρρωμένουϲ |
| ἀπέφευγεν , ὡς καὶ Θεοδέκτης ἐν τῇ Σωκράτους ἀπολογίᾳ . Ἰτεαῖος : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Νικίδου . δῆμός ἐστι | ||
| Κολλυτῷ καταπεσεῖν , καθά φησι Δημοχάρης ἐν τοῖς Διαλόγοις . Ἰτεαῖος : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Νικίδου . δῆμός ἐστι |
| ὅτι θεῶν ἕνεκεν ἔπλευσε κακὸς ὤν , εἴσεται . Γ Πενέστας δὲ λέγεσθαί φασι τὸ ⌈ ἀπὸ Ἡρακλέους θητικὸν παρὰ | ||
| τὸ ⌈ ἀπὸ Ἡρακλέους θητικὸν παρὰ τοῖς Θετταλοῖς . Γ Πενέστας Θετταλοὶ τοὺς μισθωτοὺς ὀνομάζουσι δούλους . ⌈ παλαιὸν δὲ |
| εὐθείας , τὸ λοιπὸν δείκνυσι νῦν , ὅτι πᾶς σύνθετος κατηγορικὸς συλλογισμὸς ὑπὸ τὰ τρία σχήματα ἀνάγεται διὰ μέσου τοῦ | ||
| εὐθείας κατηγορικός : ἐπ ' εὐθείας γὰρ ἀλλ ' οὐ κατηγορικὸς ὅδε : ἀριθμὸς ἢ ἄρτιος ἢ περιττός ἐστιν : |
| ἕλκος , ὕδωρ παχὺ ὡς ἕλκος , πληγώδης ὑγρασία . Ἰχὼρ ἀπὸ τοῦ ἴσχεσθαι ἐντὸς τοῦ σαρκίου ἰσχὼρ καὶ ἰχώρ | ||
| καὶ ἀμαλδύνω ἐνθέσει τοῦ δ τὸ στενοποιῶ καὶ ἀνατρέπω . Ἰχὼρ ἀχλυόεις : ὁ σκοτεινοειδὴς μολυσμός . ἀχλυόεις : σκοτεινός |
| ἐγγύς . . γίνεται : Λείπει βοηθός . . . χλευάζει ὅτι καὶ αὐτοὶ γέροντες . . οὐ γὰρ εἰσιόντας | ||
| ἐν Παρασίτῳ : ἢ μετὰ Πλάτωνος ἀδολεσχεῖν κατὰ μόνας . χλευάζει δ ' αὐτὸν καὶ Ἀναξίλας Βοτρυλίωνι καὶ Κίρκῃ καὶ |
| αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ . ” ὣς φάτο , μείδησεν δὲ θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη , χειρί τέ μιν κατέρεξε | ||
| , ὅ τι φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς . Ὣς φάτο , μείδησεν δὲ βοῶπις πότνια Ἥρη , μειδήσασα δ ' ἔπειτα |
| συμπόσιον ἦλθον καὶ προμελετήσας , ἵνα κἀγὼ τὸ στεγανόμιον κομίζων παραγένωμαι . ἄκαπνα γὰρ αἰὲν ἀοιδοὶ θύομεν . ὅτι τὸ | ||
| καί σύνδεσμον ὑπερβιβαστέον : καὶ πρὸς τὸ τῶν ἀνδρῶν γένος παραγένωμαι , τουτέστι μνημονεύσω καὶ τῶν προγόνων αὐτοῦ . ἀνέφερε |
| πρῶτον μὲν Θουκριτίδην καὶ Χαρισιάδην : ὁ γὰρ τούτων πατὴρ Χαρίσιος ἀδελφὸς ἦν τοῦ πάππου τοῦ ἐμοῦ Θουκριτίδου καὶ Λυσαρέτης | ||
| ἡ τοῦ Αἰήτου θυγάτηρ . Θριδακίνη : τὸ μαρούλιον . Χαρίσιος : ὄνομα κύριον , ἐξ οὗ καὶ Χαρισίου πόρτα |
| , βλάβη κοινόν . βραβεύς Ἀττικοί , βραβευτής Ἕλληνες . βεβιασμένη Ἀττικοί , ἐφθαρμένη Ἕλληνες . βαλβῖδες αἱ ἐπὶ τῶν | ||
| ἔρωτας , ἔφθασε τὸν Βελλεροφόντην κατειποῦσα , ὡς ἄρα εἴη βεβιασμένη πρὸς αὐτοῦ . Ὁ δὲ Προῖτος αὐτόχειρ μὲν οὐκ |
| τοῦ γὰρ σώματος ὑπὸ τῶν εἰσιόντων καομένου τε ἐντὸς καὶ ψυχομένου , καὶ πάλιν ὑπὸ τῶν ἔξωθεν ξηραινομένου καὶ ὑγραινομένου | ||
| ποιοῦντεϲ , ἄχριϲ ἂν ὁ κάμνων αἰϲθάνηται τοῦ βάθουϲ ποϲῶϲ ψυχομένου καὶ ἀδιψότεροϲ γένηται . μίγνυμεν δὲ ἐνίοτε καὶ ἔλαιον |
| . ἀμφότεραι : δύο γένη εἰσὶ σφυραινῶν . Σφύραιναι : ζαργάναι , οἱ ζαργάναι καλούμεναι . δολιχαί : μακραί . | ||
| μόρον ἀγρευτῆρος : τὸν ἀπ ' ἀγρευτῆρος . Σφύραιναι : ζαργάναι . ἐνιπλήξωσι : ἐμπέωσι , πελάσωσιν . Διζόμεναι : |
| ἀδελφὴ καὶ κόμας δότω τάφωι . ἄγγελλε δ ' ὡς ὄλωλ ' ὑπ ' Ἀργείας τινὸς γυναικὸς ἀμφὶ βωμὸν ἁγνισθεὶς | ||
| δ ' Οἰδίπους ποῦ καὶ τὰ κλείν ' αἰνίγματα ; ὄλωλ ' : ἓν ἦμάρ μ ' ὤλβις ' , |
| Διόνυσον , ἄνδρες , ἤδη στρηνιῶ . Ὀψοφάγος εἶ καὶ κνισολοῖχος . Ὁ πατὴρ ὁ ταύτης πολὺ μέγιστός ἐστι κριὸς | ||
| Διόνυσον , ἄνδρες , ἤδη στρηνιῶ . Ὀψοφάγος εἶ καὶ κνισολοῖχος . Ὁ πατὴρ ὁ ταύτης πολὺ μέγιστός ἐστι κριὸς |
| ἅψηται ἄρρην τοῦ ἱμάντος , οὐκ ὀρθιάσει : ἐὰν δὲ ἀγνώστως φορέσῃ , μαλακισθήσεται . ἐὰν δὲ ἐκ τοῦ λίθου | ||
| ἐχθρῶν ὑφίστασθαι καὶ βαρεῖσθαι ὑπὸ δυσχερείας τόπου , οἱ ὄπισθεν ἀγνώστως ὑψηλότεροι γινόμενοι κατὰ τοῦ νώτου τῶν ἐχθρῶν ἔρχονται : |
| , ἡ Στωϊκή , ἡ Περιπατητική , ἡ Πλατωνικὴ ἤτοι Ἀκαδημαϊκή . οἱ μὲν γὰρ Στωϊκοὶ μέρος οἴονται τὴν λογικὴν | ||
| τὸ διαλεκτικόν . τοῦ δὲ ἠθικοῦ γεγόνασιν αἱρέσεις δέκα : Ἀκαδημαϊκή , Κυρηναϊκή , Ἠλιακή , Μεγαρική , Κυνική , |
| , τεῦχος τευχῶ . βαρύνεται δὲ ταῦτα : στείχω τεύχω ψύχω τρύχω λείχω γλίχω . οὐκ ἀντιπίπτει τὸ αὐχῶ : | ||
| διὰ τοῦ υχω διὰ τοῦ Υ ψιλοῦ γράφονται , οἷον ψύχω , τρύχω , σμύχω , βρύχω , ὃ σημαίνει |
| τοῦτο γένοιτ ' ἄν , ὡς μὴ ἐπικρατῇ σου τὸ Ψεῦδος μηδὲ ὑπὸ τῇ Ἀγνοίᾳ λανθάνωσιν οἱ φαῦλοι τῶν ἀνδρῶν | ||
| αὐτῶν καλοῦνται Λύπη , Πονηρία , Ἀσέλγεια , Ὀξυχολία , Ψεῦδος , Ἀφροσύνη , Καταλαλιά , Μῖσος . ταῦτα τὰ |
| τὴν τότε μὲν Χαναναίαν λεγομένην , νῦν δὲ Ἰουδαίαν , μετῴκησε , καὶ οἱ ἀπ ' ἐκείνου πληθύναντες , περὶ | ||
| . γνῶθι δέ : Κλεόβουλος ἐξ Αἰγύπτου παρ ' ἡμᾶς μετῴκησε , ποιητής τε ἀγαθὸς καὶ διδάσκαλος οἷος οὐκ ἄλλος |
| πετύσω καὶ συγκοπῇ πτύσσω : ἄλλο γὰρ οὐ σημαίνει τὸ πτύσσω , εἰ μὴ τὸ ἐπιπίπτειν ἕτερον πρὸς ἕτερον . | ||
| πανταχοῦ καὶ παρὰ πᾶσι σπειρόμενοι . Πυκνός . παρὰ τὸ πτύσσω , πτυκνὸς καὶ πυκνός . Πτερόν . πέτω πετερὸν |
| πρώτης εἴη συζυγίας , ὀξύνεται : γράφω γραμμός τρίβω τριμμός θλίβω θλιμμός . τὸ δὲ ἄμμος καὶ ψάμμος θηλυκά . | ||
| σε , κακίζω σε , σωφρονίζω σε , διδάσκω , θλίβω , θερμαίνω , ψύχω , διατιθῶ . αὐτάρκης δὲ |
| ' ἔμπης καὶ ταῦτα μαθήσεαι , ὡς τὰ δοκοῦντα χρῆν δοκίμως εἶναι διὰ παντὸς πάντα περῶντα . . . , | ||
| τῶν οἰχομένων ] τῶν φθαρέντων . αἴρω ] φέρω . δοκίμως ] λαμπρῶς . στροφὴ κώλων ιʹ . πρόπασα ] |
| τι ὁ παῖς Ἁγνίᾳ προσήκει , τὸ γένος εἰπεῖν . Φράσον οὖν τουτοισί . Αἰσθάνεσθε ὅτι οὐκ ἔχει τὴν συγγένειαν | ||
| . Τὸ δ ' αἴτιον οἶσθα ἢ ἐγὼ φράσω ; Φράσον . Ὅτι , ὦ φίλε , οὐκ οἴει αὐτὸ |
| τὸ † περὶ θεοῦ ἀλλὰ τὸ ζῷον λογικὸν θνητόν . Μεμαθήκαμεν καὶ ἐν τῇ Φυσικῇ ἀκροάσει ὅτι φύσις μὲν λέγεται | ||
| ὑποκείμενον τῇ φιλοσοφίᾳ ἄλλῃ τέχνῃ ἢ ἐπιστήμῃ οὐχ ὑπόκειται . Μεμαθήκαμεν διὰ τῶν φθασάντων ὅτι οἱ ὁρισμοὶ ἐκ τριῶν λαμβάνονται |
| ἐξουσία ᾖ πάντα ταῦτα ποιεῖν ἃ νυνδὴ ἐγὼ ἔλεγον ; Ὁμολογῶ . Καὶ ὅς , εἰρωνικῶς πάνυ ἐπισχὼν ὥς τι | ||
| οὓς σὺ πέπεικας σοὶ πείθεσθαι μᾶλλον ἢ τοῖς γειναμένοις . Ὁμολογῶ , φάναι τὸν Σωκράτην , περί γε παιδείας : |
| σώματι καὶ ἠλίθιος . Νικοχάρης Γαλατείᾳ : τί δῆτ ' ἀπαιδευτότερος εἶ Φιλωνίδου τοῦ Μελιτέως ; περὶ δὲ τοῦ μεγέθους | ||
| αὑτῷ λέπτ ' ἔχον καδίσκια κυμινοδόκον τί δῆτ ' ; ἀπαιδευτότερος εἶ Φιλωνίδου τοῦ Μελιτέως ; φέρε νῦν ταχέως χιτῶνα |
| ταῦτα Αἰμιλιανὸς ἔφη : βέλτιστε , πολλοῖς πολλὰ περὶ μαγειρικῆς εἰρημέν ' ἐστί κατὰ τοὺς Ἡγησίππου Ἀδελφούς : σὺ οὖν | ||
| τἀγαθόν . Σατύας Σατύαντος Βέλτιστε , πολλοῖς πολλὰ περὶ μαγειρικῆς εἰρημέν ' ἐστίν . ἢ λέγων φαίνου τι δή καινὸν |
| ἀραιοῦται δ ' αὐτοῖϲ καὶ τὸ δέρμα ἐκ τῆϲ ϲφοδρᾶϲ κινήϲεωϲ καὶ πλείϲτη διαφόρηϲιϲ γίγνεται καὶ διὰ τοῦτο ξηρότηϲ . | ||
| χρόνου κινήϲεωϲ καὶ ἠρεμίαϲ πρὸϲ χρόνον κινήϲεωϲ καὶ ἠρεμίαϲ ἢ κινήϲεωϲ πρὸϲ κίνηϲιν , οἷον διαϲτολῆϲ πρὸϲ ϲυϲτολήν , ἠρεμίαϲ |
| τὸ δὲ γῆν διορύσσειν παιδιά . Ἐργασία δέ ἐστι λόγος κατασκευαστικὸς τοῦ προτεθέντος ἐπιχειρήματος , ἐκ παραβολῆς ἢ παραδείγματος ἔχων | ||
| λόγος ἀνατρεπτικὸς τοῦ πιθανῶς προτεθέντος λόγου καὶ κατασκευὴ τοὐναντίον λόγος κατασκευαστικὸς τοῦ πιθανῶς προτεθέντος λόγου . πρόσκειται δὲ τὸ πιθανῶς |
| ὁ εὐτελής . τάχα δ ' ἀπὸ τούτων καὶ ἡ σκευωρία καὶ ἡ σκευοποιία καὶ τὸ ἐσκευοποιημένον πρᾶγμα , ὡς | ||
| στρέμφυλα Ἕλληνες . στύρακα θηλυκῶς Ἀττικοί , ἀρσενικῶς Ἕλληνες . σκευωρία καὶ σκευωρήματα Ἀττικοί , συσκευή Ἕλληνες . συνέριθοι Ἀττικοί |
| ἢν δ ' ἀνοίγοντες πύλας ληφθῶμεν ἐσβάσεις τε μηχανώμενοι , θανούμεθ ' . ἀλλὰ πρὶν θανεῖν νεὼς ἔπι φεύγωμεν , | ||
| οὗ δὴ τὸ δεινὸν παρακέλευσμ ' ἠκούσαμεν : Πυλάδη , θανούμεθ ' , ἀλλ ' ὅπως θανούμεθα κάλλισθ ' : |
| δὶς γενόμενος ποιεῖ Ϛ : ἔστι δὲ ὁ γ . Ζητῶ οὖν ʂ Ϛ # ΔΥ α ἴσους κύβῳ παρὰ | ||
| γʹ ; Ταῦτα γὰρ οὖν ἐκεῖνα πολλαπλασιαζόμενα μονάδα ποιοῦσι . Ζητῶ τὴν ἀπόδειξιν τοῦ τοιούτου προβλήματος . Καὶ εἰς ἕτερα |
| γίνεται κατὰ τοὺς παλαιούς , ὅπερ λῶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν γίνεται λιλῶ , ὁ μέλλων λιλήσω , ὁ παρακείμενος λελίληκα , | ||
| σημαῖνον τὸ θέλω καὶ προθυμοῦμαι : ἐκ τοῦ λῶ γίνεται λιλῶ καὶ κατὰ παραγωγὴν λιλαίω , ἐξ οὗ τὸ λιλαίεται |
| οἴμοι , τίς ἦν ; οὐκ εἰς κόρακας ἀποφθερεῖ , ἐπιλησμότατον καὶ σκαιότατον γερόντιον ; οἴμοι . τί οὖν δῆθ | ||
| . τὴν κάρδοπόν φησιν . ὥσπερ ἐπιλαθόμενος ταῦτα λέγει . ἐπιλησμότατον : ἔδει εἰπεῖν ἐπιλησμονέστατον . Ἄλεξις δὲ “ ἐπιλήσμη |
| χρυσός . × κρατῆρα δὲ λέγει τὸν κρωσσὸν , τὸν ἀμφιφορέα Βάκχου δὲ τοῦ Διονύσου κρατῆρα τοῦ Διονύσου , ὃν | ||
| τῆς Θέτιδος δέχεται . ὁ δὲ τῇ Θέτιδι δίδωσι χρυσοῦν ἀμφιφορέα εἰς ὃν τὰ τοῦ Ἀχιλέως καὶ Ἀντιλόχου καὶ Πατρόκλου |
| , λογιστικός λογιστικῶς λογιστικώτατος , συλλογίζεσθαι συλλογισμός , ἐπιλογίζεσθαι , ἀναλογισμός ἀναλογίζεσθαι . πλῆθος , παμπληθές πολυπληθές , ἰσοπληθία , | ||
| κατατήκεται . Μετάνοια , μεταμέλεια , μετάγνωσις , μετάμελος , ἀναλογισμός , ἔννοια , ἐπανόρθωσις , ἀνάδυσις , ἀναχώρησις . |
| τοῦ οἰκοδομητοῦ γίνεται . ὥστε αὕτη ἐστὶν ἡ ἐνέργεια τοῦ οἰκοδομητοῦ . ἀλλ ' αὕτη ἡ ἐνέργεια κίνησις . οὔτε | ||
| γε ἅπαξ τὴν μορφήν , ἡ δὲ οἰκοδόμησις σῳζομένου τοῦ οἰκοδομητοῦ γίνεται . ὥστε αὕτη ἐστὶν ἡ ἐνέργεια τοῦ οἰκοδομητοῦ |
| ἀρτύουσιν οἱ τοιοῦτοι ἄνδρες . αὐτοὶ δὲ οὗτοι διάστροφοι ἢ ὕπωχροι ὄντες μωρίαν δηλοῦσιν . ὀφθαλμοὶ ἀσκαρδάμυκτοι δεινὸν βλέποντες κακόν | ||
| ἀγρυπνίη δὲ βορόν . ἀτὰρ οὐδὲ ἰϲχνοὶ ὡϲ νοϲέοντεϲ καὶ ὕπωχροι . ἢν δέ τι τῶν ϲπλάγχνων ἐν φλεγμαϲίῃ ᾖ |
| διαπονουμένους , ὑπερασπίσαι τε τοῦ ἀδελφοῦ καὶ εἰπεῖν τοῦτο . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γηράσκω αἰεὶ | ||
| βακχεύει : ἐπὶ τῶν παρ ' ὥραν τι διαπραττομένων . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γραῦς ἀνακροτήσασα |
| οἱ ἄλλοι μιμηταί . Κινδυνεύει . Τὸν μὲν δὴ μιμητὴν ὡμολογήκαμεν . εἰπὲ δέ μοι περὶ τοῦ ζωγράφου τόδε : | ||
| ἂν ὦσιν ὡς πιθανώτατοι λέγειν : εἰ δὲ ἡμεῖς ἀληθῆ ὡμολογήκαμεν , ὦ Πῶλε , ἆρ ' αἰσθάνῃ τὰ συμβαίνοντα |
| ἀλλ ' ἔνιοι καὶ ἐχθιόνως ἔχουσιν ἢ πρὶν λαβεῖν . Θαυμαστά γ ' , ἔφη ὁ Ἀντισθένης ἅμα εἰσβλέπων ὡς | ||
| ἀλλ ' οὐδὲ πειράσομαι . καὶ ὁ Σωκράτης ἔφη : Θαυμαστά γε λέγεις , ὦ Χαιρέκρατες , εἰ κύνα μέν |
| γὰρ τὼ βπ τῷ μ . ὅθεν καὶ ὁ ψωμὸς βλωμὸς ἀπὸ τοῦ βλώσκειν διὰ τοῦ λαιμοῦ , ὅ ἐστι | ||
| γὰρ τὼ βπ τῷ μ . ὅθεν καὶ ὁ ψωμὸς βλωμὸς ἀπὸ τοῦ βλώσκειν διὰ τοῦ λαιμοῦ , ὅ ἐστι |
| δὲ τοῦ βαρβαρικοῦ στόλου Ταμώς , ἔχων τριήρεις πεντήκοντα πολυτελῶς ἐξηρτυμένας : καὶ καταπλευσάντων τῶν Λακεδαιμονίων ἀνήχθησαν οἱ στόλοι τὸν | ||
| μέντοι πᾶς ἀνὴρ ἠπείγετο , καὶ θᾶσσον ἢ λέγοι τις ἐξηρτυμένας πώλους παρ ' αὐτὸν δεσπότην ἐστήσαμεν . μάρπτει δὲ |
| οἰκῶν τῶν ἀγρῶν . ἀλλ ' εἰπέ μοι τὸ πρᾶγμα τοὐξημβλωμένον . ἀλλ ' οὐ θέμις πλὴν τοῖς μαθηταῖσιν λέγειν | ||
| , ὅπερ οὕτως ἔχει τηλοῦ γὰρ οἰκῶν βίοτον ἐξιδρυσάμην . τοὐξημβλωμένον ] τὸ ἀπολωλὸς καὶ διεφθαρμένον . ἀλλ ' οὐ |
| παρὰ τὸ ἀφύω γίνεται ἀφύσσω , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ πινύω πινύσσω καὶ ἀπινύω ἀπινύσω καὶ ἀπινύσσω . τὸ δὲ | ||
| Πινυτοῖσι : φρονίμοις , ἢ δολίοις : πινυτοῖσιν ἐκ τοῦ πινύω καὶ πινύσω τὸ φρονῶ , ἐξ οὗ καὶ ἀπινύσσειν |
| , ὡς Χάραξ ἐν δεκάτῃ Χρονικῶν . . . : Σάλυες , ἔθνος Λιγυστικὸν , πολεμῆσαν Ῥωμαίοις , ὡς Χάραξ | ||
| τε Ἄλπεων καὶ τοῦ Ῥοδανοῦ μέχρι μὲν τοῦ Δρουεντία ποταμοῦ Σάλυες οἰκοῦσιν ἐπὶ πεντακοσίους σταδίους : πορθμείῳ δὲ διαβᾶσιν εἰς |
| ' ἑξῆς ἡμερῶν ε καὶ διαλίμπανε δέκα . Διουρητικόν . Καρδαμώμου , ἀμώμου , σχοίνου ἄνθους ἀνὰ ⋖ Ϛ , | ||
| ὄξει ἐπίχριε : τοῦτο ῥήσσει καὶ ξηραίνει . Ἄλλο . Καρδαμώμου σπέρμα κυαμίνῳ ἀλεύρῳ σὺν ὕδατι κατάπλασ - σε δὶς |
| Βριάρεως . . . + . Βριάρηο : οἷον : Βριάρηο κόρα . ἔστι Βριαρῆος ἡ εὐθεῖα καὶ Θετταλικῶς γενικῇ | ||
| εὐθεῖαν ἀναχθεῖσα ἐποίησε τὴν Βριάρεως . . . + . Βριάρηο : οἷον : Βριάρηο κόρα . ἔστι Βριαρῆος ἡ |
| ὑπερηφάνως προέστησαν ὥστε οὐδένων ἄδακρυς ἡ τῆς δουλείας ὑπουργία γιγνομένη διήγγειλεν εἰς τοὺς ἐπιγινομένους τὴν ἀπὸ Σκυθῶν ῥῆσιν οἵα τις | ||
| εὐλαβείας ἄξιον ὄν . Εἶτα οὐκ ἔνδον ἀλλ ' ἔξω διήγγειλεν . ̂ : Ὅπερ ἐμφαίνει ‖ τὸ μὴ ἀκη |
| καὶ Σαλπίων βεβῶσαν ὀχθηρῶν πάγων . Λοῖσθος δ ' ἐγείρει γρυνὸς ἀρχαίαν ἔριν πῦρ εὗδον ἤδη τὸ πρὶν ἐξάπτων φλογί | ||
| . γρυνὸν δὲ εἶπε τὸν Ἀλέξανδρον κατὰ μετωνυμίαν καλέσας : γρυνὸς γάρ ἐστιν ὁ κορμός . καὶ Ὅμηρος γρυνοὶ μὲν |
| ἀτιμάσαι προελθεῖν περαιτέρω . τὸ δὲ ἔτι θαυμασιώτερον προσετίθει . μέροπάς τινας οὕτω καλουμένους ἀνθρώπους οἰκεῖν παρ ' αὐτοῖς ἔφη | ||
| ἀτιμάσαι προελθεῖν περαιτέρω . τὸ δὲ ἔτι θαυμασιώτερον προσετίθει . μέροπάς τινας οὕτω καλουμένους ἀνθρώπους οἰκεῖν παρ ' αὐτοῖς ἔφη |
| ἀπὸ Μιλύης τῆς γυναικὸς Σολύμου καὶ ἀδελφῆς , ὕστερον δὲ Κράγου γυναικός . Τὸ ἐθνικὸν Μιλυεὺς καὶ Μιλυίτης . . | ||
| Κράγος , ὄρος Λυκίας . Ἀλέξανδρος δευτέρῳ Λυκιακῶν . ἀπὸ Κράγου τοῦ Τρεμίλητος υἱοῦ , μητρὸς δὲ Πραξιδίκης νύμφης . |
| συλλαβὰς , διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται : οἷον , πλύνω : δύνω : μολύνω : κρατύνω : φαιδρύνω : | ||
| μακρῷ βαρύνεται , εἰ μὴ προκατάρχοιτο ὄνομα : δύνω θύνω πλύνω φύνω μηκύνω πλατύνω ταχύνω τραχύνω . σεσημείωται τὸ βυνῶ |
| . παρὰ τὸ βύω , ἔνθεν βεβυσμένος : οὗ παράγωγον βύζω , ὁ παθητικὸς παρακείμενος βέβυκται , ὡς βάζω βέβακται | ||
| , τροπῇ τοῦ α εἰς υ . ἢ παρὰ τὸ βύζω βυστός καὶ βυθός . . . . βύκτης : |
| ; μὴ γὰρ ἀναπαύσασθαι ἔστι ζητοῦντα ἀεί τι πρὸς τοὺς ὀψιμαθεῖς τούτους σοφιστάς ; ἀλλὰ μήν , ἔφη , καὶ | ||
| Εὐθυδήμῳ Εὐθύδημον καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ Διονυσόδωρον προπηλακίζων καὶ καλῶν ὀψιμαθεῖς ἔτι τε ἐριστὰς [ ὀνομάζων ] ὀνειδίζει αὐτοῖς καὶ |
| μοῖρ ' ἐπέδησεν . “ Κυχρείας ] τῆς Σαλαμῖνος . δακνάζου ] παραγώγως ἀντὶ τοῦ δάκνου . οὐράνι ' ἄχη | ||
| ἀκτὰς ἀμφὶ Κυχρείας , ὀᾶ , στέμβονται : στένε καὶ δακνάζου , βαρὺ δ ' ἀμβόασον οὐράνι ' ἄχη , |
| . κίχλαι , κόττυφοι , φυκίδες ἁπαλόσαρκοι , εὔχυλοι , εὐδιαφόρητοι , ἄτροφοι , πρὸς διαχώρησιν ἐπιτήδειοι . κόραξος σκληρόσαρκος | ||
| δὲ κίχλαι , κόσσυφοι , φυκίδες καὶ οἱ ὅμοιοι , εὐδιαφόρητοι καθεστῶτες : μέσοι δ ' ὀνίσκοι , βάκχοι , |
| ἐπ ' αὐτοὺς μέλλοντα ναυσὶν ἑξήκοντα , νυκτὸς ἀπέδρασαν εἰς Καρδίαν . ἐνταῦθα δὲ καὶ Ἀλκιβιάδης ἧκεν ἐκ τῶν Κλαζομενῶν | ||
| εἰπεῖν πολλὰ Φίλιππος εἶχε τῆς πόλεως , καὶ νῦν εἰς Καρδίαν πέπομφε βοήθειαν , ἐνδεικνύμενος κἀνταῦθα ὁμοίως τὴν αἰτίαν τῆς |
| δὲ ] ὑμῖν τὴν τῶν φρατέρων τῶν ἐκείνου μαρτυρίαν . Ἀναγίγνωσκε : σὺ δ ' ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ . Λαβὲ | ||
| τοῦ ἀργυρίου οὗ ἔλαβεν παρὰ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ βασανισθέντος . Ἀναγίγνωσκε δὲ καὶ τὴν ἑτέραν μαρτυρίαν , ὅτι , ἐπειδὴ |
| ἐκ τοῦ ἀπρεποῦς , ἐκ τοῦ ἀσυμφόρου . ἐκ τοῦ ἀσαφοῦς οἷον ἀσαφὴς ἦν ὁ περὶ Νάρκισσον χρόνος . ἐκ | ||
| Οἰδίποδος τὸ αἴνιγμα διεσπάραξεν ἑαυτὴν ἡ Σφίγξ : ἐξότε : ἀσαφοῦς : ξυνετὸν μέλος ἔγνω : ἀπὸ κοινοῦ τὸ Σφιγγός |
| ] Βασιλεύειν τοῦ Διός . : Ἐλιννύω , ἀπὸ τοῦ ἑλίσσω καὶ τοῦ ἀνύω : εἰώθασι γὰρ οἱ μέλλοντες ἀνύσαι | ||
| δέ ἐστιν ἡ λεγομένη τοῦ κλήματος ψαλὶς , ἀπὸ τοῦ ἑλίσσω τὸ συστρέφω γινομένη : συνεστραμμένη γάρ ἐστι καὶ ἐπικαμπής |
| Μητρὶ θεῶν καὶ ἀνθρώπων Δέσποινα Κυβέλη , στροῦθε , μῆτερ Κλεοκρίτου . διδόναι Νεφελοκοκκυγιεῦσιν ὑγίειαν καὶ σωτηρίαν αὐτοῖσι καὶ Χίοισι | ||
| ὅτι καὶ τὴν ὄψιν στρουθώδης . ὁ δὲ Δίδυμος μητέρα Κλεοκρίτου , ὅτι ὡς κίναιδος κωμῳδεῖται . ἐν δὲ τοῖς |
| οἳ δὲ κεστρεῖς , ἄλλοι δὲ χελλῶνες , οἳ δὲ μυξῖνοι . ἄριστοι δ ' εἰσὶν οἱ κέφαλοι καὶ πρὸς | ||
| , οἳ δὲ κεστρεῖς , ἄλλοι χελλῶνες , οἳ δὲ μυξῖνοι . ἄριστοι δ ' εἰσὶν οἱ κέφαλοι καὶ πρὸς |
| διδασκῆσαι γὰρ ἀπὸ τοῦ διδασκῶ περισπωμένου , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ τυπῶ τυπήσω , ἀπὸ δὲ τοῦ διδάσκω διδάξω : οὕτω | ||
| μέσος μέλλων δεύτερος ἀπὸ τοῦ ἐνεργητικοῦ δευτέρου μέλλοντος ; τοῦ τυπῶ γίνεται , τροπῇ τοῦ ω μεγάλου εἰς τὴν ου |
| ἀναλαβών , χρῶ μετὰ τὴν ἔμμηνον κάθαρσιν . Ἄλλος . Ἀνίσου , καρδαμώμου , νίτρου , ἀριστολοχίας , γλήχωνος , | ||
| ⋖ τὸ ςʹʹ ὁμοίως . Ἄλλη ἀντίδοτος ποδαγρικὴ πεπειραμένη . Ἀνίσου , κυμίνου αἰθιοπικοῦ , πεπέρεως κοινοῦ , πεπέρεως μακροῦ |