γενήσεσθαι βασίλισσαν , ἰδιωτικῆς ἑστίας ἐξηλλαγμένην ἡγεμονίαν . ἡ δὲ Λουκρητία διὰ τὸ παράδοξον ἐκπλαγὴς γενομένη , καὶ φοβηθεῖσα μήποτε
διομνύμενος ἀληθεύειν τῶν λεγομένων ἑκάτερον , εἰς ἀνάγκην ἦλθεν ἡ Λουκρητία φοβηθεῖσα τὴν περὶ τὸν θάνατον ἀσχημοσύνην εἶξαί τε καὶ
6361137 ἐκτοπον
δὲ ἀέρα θερμῷ φύσει τὸν ἐξ ἑαυτοῦ ψυχρότατον , θαῦμα ἔκτοπον , ὁ θαυματοποιὸς εἰργάζετο . πῶς γὰρ οὐ τεράστιον
ὑφίσταται τῶν ἀνθρώπων ἡ φύσις . τοῦτο δέ φησι παρόσον ἔκτοπον καὶ ἀλλόκοτον ὑπέστη τιμωρίαν ὁ Τάνταλος : ἢ διὰ
4674758 λυπης
κτήνεσιν τροφὰς παράβαλε : ὅσα ἐστὶν μοχθηρὰ ἢ κοπηρὰ ἢ λύπης μεστὰ ἢ δούλια , πάντα τῷ Αἰσώπῳ ἐπιτάσσεται ἄγειν
πάντως ἐν ὀξεῖ νοσήματι χαλεπόν . τί γὰρ ἢ ἀπὸ λύπης ἢ διὰ τὸ πολλάκις κάμψαι θεὸν εἰς ἀνθρωπίνην θεραπείαν
4646027 προκαλουμενη
] ἔφεσις ἡ ἔκκλησις ἡ ἀπὸ σμικροῦ εἰς μεῖζον κριτήριον προκαλουμένη . περὶ Ποτίδαιαν ] ἔναγχος λαβὼν τὴν Ποτίδαιαν καὶ
καὶ μὴ κάμῃς ἐκ τοῦ βάθους τὸν Θησαυρὸν ἐς τοὐμφανὲς προκαλουμένη . ὦ Ζεῦ τεράστιε καὶ φίλοι Κορύβαντες καὶ Ἑρμῆ
4572899 λογισμον
ἔνεστι . πανουργεῖν δὲ καὶ κακουργεῖν ὁ μὲν ἔχων τὸν λογισμὸν δύναται , ὁ δὲ μὴ ἔχων ἀδυνατεῖ . ὅμοιον
καὶ ψέγοντες καὶ μεγαλαυχοῦντες παλίνδρομον τὴν διάνοιαν κτησάμενοι καὶ ἀμετανόητον λογισμὸν τοῖς αὐτοῖς πάθεσι περιπεσόντες ἐν ἱδρῶσι διάγουσι μὴ δυνάμενοι
4467891 ὀκνοι
βαρὺ καὶ δυσκίνητον καὶ ὑπνῶδες εἴη , καί τινες παράλογοι ὄκνοι τὴν γνώμην ἔχοιεν , μέχρι μὲν τὰ ἐν γαστρὶ
βαρὺ καὶ δυϲκίνητον καὶ ὑπνῶδεϲ εἴη , καί τινεϲ παράλογοι ὄκνοι τὴν γνώμην ἔχοιεν , ταῦτα ϲημαίνει καὶ τὰϲ φλέβαϲ
4448795 παραυτιχ
ἐνταυθὶ ἀλλ ' οὐκ ἐξεταστικῶς ἐκκλησιάζοντας , καὶ νομίζοντας τὴν παραυτίχ ' ἡσυχίαν οὐκ ἔσεσθαί ποτ ' αἰτίαν ταραχῆς ἀτόπου
τὸν ἥξοντ ' εἰς ἔπαινον εὐκλεῶς : ῥᾳθυμία δὲ τὴν παραυτίχ ' ἡδονήν λαβοῦσα λύπας τῷ χρόνῳ τίκτειν φιλεῖ ἅπαντ
4441204 ἀφευκτον
τοῖς φίλοις , ” ἀνακοινώσασθαι Ἕλληνες . ἄφυκτον Ἀττικοί , ἄφευκτον Ἕλληνες . ἀχθέσεται Ἀττικοί , ἀχθεσθήσεται Ἕλληνες . ἀπελαθείς
εἰδότων σωτήριον , τὰ πάντα σοι πάσχοντι συντόμως φράσω . ἄφευκτον ἦλθες πρῶτον ἐς βάθος κακῶν : οὐ γὰρ σιδηρόπλαστον
4439359 ἐρωτα
ὡς ἐπὶ ἀνθρωπίνην τὴν πρὸ ταύτης καλῶς ἐποχουμένην . εἰς ἔρωτα οὖν φιλόκαλον καὶ φιλόσοφον ἀποπερατούσθω τὰ πρῶτα ἔπη ,
, ἵνα μὴ λαγνείας ἕνεκα δοκῇ μᾶλλον ἢ κατ ' ἔρωτα νόμιμον ἐφθαρκέναι , καὶ διὰ τὴν κόρην , ἵν
4365251 φοβον
τὸ τυχὸν ἐσόμενον σημαίνουσι : τοῖς δὲ ἀμυήτοις πρότερόν τινα φόβον καὶ κίνδυνον ἐπάγουσιν , εἶτα δὲ οὐδὲν ἧττον τελειοῦσι
τὴν εἰς σὲ συμπάθειαν : ἀντὶ τοῦ : διὰ τὸν φόβον τῶν ἐμῶν δεσποτῶν σιωπῶμεν τὴν πρὸς σὲ συμπάθειαν ἐνδείξασθαι
4326230 ἀκουσιον
Ὀποῦντος ἦν ὁ Πάτροκλος λέγει Ὅμηρος , καὶ διότι φόνον ἀκούσιον πράξας ἔφυγεν εἰς Πηλέα , ὁ δὲ πατὴρ Μενοίτιος
ἔπραξαν , ἐκ πολλῶν δῆλον . εἰ γὰρ ὡς ἀληθῶς ἀκούσιον τὸ συμβὰν ἐγένετο καὶ ἡ ναῦς ἐρράγη , τὸ
4295601 ἀκαθεκτον
ἐπὶ γυμνοῖς καὶ εὐαισθήτοις νεύροις . δηλοῖ δὲ τότε , ἀκάθεκτον τῶν πασχόντων , ἢν τὰ τῆς ὀδύνης ἐπιταθῇ ,
ἀνδρῶν μιμήσαιντο . μηδ ' ἐς ἔρωτα γυναικὸς ἅπας ῥεύσηις ἀκάθεκτον : οὐ γὰρ ἔρως θεός ἐστι , πάθος δ
4288607 παθους
διὰ σινάπιος φοινιγμῷ καὶ κατακρουνισμῷ . μὴ ἀνασκευαζομένου δὲ τοῦ πάθους οὐκέτι μόνον ἀπὸ συστολῆς , ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοῦ
ὂ ὂ ὂ ἂ ἂ ἄ ] ταῦτα μετά τινος πάθους ἀναβοῶσιν ἐξ ἀπόπτου τοὺς Αἰγυπτιάδας ἰδοῦσαι . μάρπις ]
4258432 ηὐξημενον
τῶν συμπρέσβεων βασίλειον ἡμῖν κομίζων ἐπιστολὴν αὔξουσαν τὸν δεξάμενον , ηὐξημένον πως καὶ τοῖς Εὐσεβίου , τῶν πρέσβεων δὲ καὶ
ἡ πλουσία . Ὄμπνιον νέφος : τὸ μέγα καὶ πολὺ ηὐξημένον . Ὁ μὲν λόγος θαυμαστὸς , ὁ δὲ λέγων
4235254 νοσον
καὶ ἀμβλυωπίαν ἰάσει . Τὸ δὲ πετεινὸν ὀπτὸν ἐσθιόμενον ἱερὰν νόσον ἰᾶται . οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ περιαπτόμενοι τριταῖον παύουσιν
ἀντιτάττειν χρὴ καὶ τίνα τρόπον , ὥσπερ ἀγαθὸν ἰατρὸν προκατανοήσαντα νόσον σώματος ἀντεπάγειν τὰ ἀλεξήματα καὶ τὴν δύναμιν ἐκτάττειν ,
4220783 σκοπησας
οὐδεὶς δὲ περὶ τοῦ δυνατοῦ βουλεύεται μὴ πρότερον εἰ συμφέρει σκοπήσας . ἔπειτα παρείληφεν ἐν τῷ δευτέρῳ τινὰ ὡς ὁμολογούμενα
πλείω καὶ τὰ παρυφιστάμενα φαίνεται , ὥστε ἐντεῦθεν ἄν τις σκοπήσας δέξαιτο τὸν λόγον ὡς ἀληθῆ τὸν περὶ διαγνώσεως .
4165648 αἱρουμενου
ἐφεστῶτος ἢ διαθέοντος ἀύπνου καὶ σῖτον οὕτως ἐπὶ τῶν ἔργων αἱρουμένου , μέχρι κάμνων καὶ παρειμένος ἐκαθέζετο ἐφ ' ὑψηλοῦ
φροντίζουσιν , ὡς ἐμοῦ βουλευομένου ἄλλο τι ἢ ζωὴν δικαίαν αἱρουμένου θάνατόν τε μέχρι μὴ αἰσχρός ἐστι τιμῶντος . ἀλλ
4155159 ἀνενεγκουσα
μὲν πρόγονον ἀπέκτεινε , τὸν δὲ υἱὸν ἔτρωσε , καὶ ἀνενεγκοῦσα κρίνεται : ἐνταῦθα γὰρ ὁμολογουμένου τοῦ πράγματος ὄντος ζητοῦμεν
μὲν υἱὸν ἔτρωσε , τὸν δὲ πρόγονον ἀπέκτεινε , καὶ ἀνενεγκοῦσα φεύγει φόνου . διαφέρει δὲ συγγνώμης ὁ τοιοῦτος στοχασμός
4145316 ἀτρεμες
τὴν νοητὴν οὐσίαν καὶ τὸ θεῖον κάλλος καὶ ἁπλοῦν καὶ ἀτρεμές : ὥσπερ γὰρ , φησὶν , ἐκεῖναι αἱ μανίαι
ἀνεξάλειπτον , ἄτρεπτον , ἀραρός , ἑστός , ἀκίνητον , ἀτρεμές , ἰσχυρόν , ἀρραγές . Συνομολογῶ , συναινῶ ,
4144320 ἀπαραμονον
, ὠστεωμένον ὄργανον , κατάσκοπος βίου , Τύχης παίγνιον , ἀπαράμονον ἀγαθόν , ζωῆς δαπάνημα , φυγὰς βίου , φωτὸς
. Φυσικὴ ζωγραφία , ἰδιόπλαστον ἀγαθόν , ὀλιγοχρόνιον εὐτύχημα , ἀπαράμονον κτῆμα , ἀνδρὸς εὐσεβοῦς ναυάγιον , σεσαρκωμένη ἐπιτυχία ,
4103520 ὁρωσα
τῆς ἐν τῷδε . οὕτως γὰρ μᾶλλον ἡ ἡμετέρα ψυχὴ ὁρῶσα ἄλλους οἷον ἐλεγχομένους ἢ ἐπαινουμένους ἀναγκάζεται συγκατατίθεσθαι τοῖς ἐλέγχοις
ἀκούσασα προήχθη μηδὲν προαδικηθεῖσα τὸν πρὸς Ἰνδοὺς ἐξενεγκεῖν πόλεμον . ὁρῶσα δ ' αὑτὴν μεγάλων καθ ' ὑπερβολὴν προσδεομένην δυνάμεων
4097050 σπουδαζουσα
τυραννίδων ἐν ταῖς πόλεσι γενομένων ἀναγκαίως ἡ ῥητορικὴ πρὸς ἐλευθερίαν σπουδάζουσα καὶ ἐναντία οὖσα ταῖς τυραννίσιν ἔγκλημά τε ἦν καὶ
καὶ τὸν ἀντίπαλον διεγείρει ἐκ τῶν ἀρίστων . περισπέρχουσα : σπουδάζουσα , ταχέως σπουδάζουσα , σπεύδουσα , ὅθεν καὶ περισπερχὴς
4081307 λυπην
ὁ ἐγκρατὴς καὶ ἀκρατής , ἤτοι περὶ πᾶσαν ἡδονὴν καὶ λύπην καταγίνεται ὁ ἐγκρατὴς καὶ ὁ ἀκρατὴς ἢ περί τινας
ἐγράφομεν ἔπραττες , παρεμυθεῖτ ' ἂν τὴν ἀπ ' ἐκείνου λύπην ἡ ἐπὶ τῶν ἄλλων χάρις : νῦν δὲ καὶ
4056285 ἐπιθυμια
, χρηστοῦ ἂν εἴη εἴτε πώματος εἴτε ἄλλου ὅτου ἐστὶν ἐπιθυμία , καὶ αἱ ἄλλαι οὕτω . Ἴσως γὰρ ἄν
τοῦ κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν ἐγκρατοῦς καὶ ἀκρατοῦς ὅτι ἕτερον ἡ ἐπιθυμία καὶ ἡ προαίρεσις . Ἔτι φησὶ προαιρέσει μὲν ἡ
4055638 δειλιαν
μετὰ φόβου . ταρβοσύνῳ ] φοβουμένῳ . ταρβοσύνῳ ] + δειλίαν ποιοῦντι . ταρβοσύνῳ ] ταραχώδει . ἀκρόπτολιν ] διὰ
συκοφαντεῖν ἐπιχειροῦντες , ἀλλὰ κωμῳδεῖν Περικλέα , καὶ ταῦτα εἰς δειλίαν , ἔπειτ ' αὐτοὶ δόξωμεν ἀνδρειότεροι τοῦ δέοντος εἶναι
4039955 φιλικην
. . . . . ἀρκεῖταί τις ζῆν τῶν διάθεσιν φιλικήν . περὶ ὧν δὲ ἔκρινας τίνα ἕξεις τιμὴν ὑπ
συμμίσγοντα αὐτῷ ἐς χεῖρας : ἤγουν εἰς ὁμιλίαν καὶ δεξίωσιν φιλικήν . προσέθηκέ τε , ὡς ἐλέγετο : τὸ ἑξῆς
4035515 ὑπουργῃ
δέ τις μέτρια λέγουσα * * * τοῖς δεομένοις τινῶν ὑπουργῇ πρὸς χάριν , ἐκ τῆς ἑταιρίας ἑταίρα τοὔνομα προσηγορεύθη
καιρῷ ὑπάρχοι , μέμνησο , ὅτι μὴ κάμνων ὑπὸ καμνόντων ὑπουργῇ , ἐσθίων ὑπὸ μὴ ἐσθιόντων , πίνων ὑπὸ μὴ
4033928 πονηραν
καὶ λήθῃ παραδοθεὶς ὑπὸ τῶν ἐπιγιγνομένων ἠγνοῆσθαι . ὅτι δὲ πονηρὰν εἴληφεν ὑπόθεσιν , καὶ αὐτός γε τοῦτο ποιεῖ φανερὸν
Φίλον δι ' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς . Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον . Φοβοῦ τὸ γῆρας : οὐ
4029160 λογισμος
μὴ ἐν τῇ ὄψει ἡ κρίσις , ἀλλά τις καὶ λογισμὸς ἐπακολουθεῖ τοῖς βλεπομένοις . Τὸ γὰρ τῆς τε ἡμέρας
: πολλὰ δ ' ἐστίν , ὧν οὐ δύναται στοχάσασθαι λογισμὸς ἀνθρώπινος : οὐ τὴν τύχην , ὥσπερ ἐχρῆν ,
4019618 παθος
αὐτῷ αἱ αἰσθήσεις : τῷ δ ' ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος οὐδὲν ἔχοντι ἀλεξιφάρμακον ἐν τῇ ψυχῇ , ᾧ τὰς
τόνδε τυφλότητα ἔχειν καὶ καθ ' ἕξιν ἔχειν τόδε τὸ πάθος , οἷον τὸ τοῦ πυρετοῦ ἢ ἄλλου τινὸς τοιούτου
4015526 οἰκτον
τὸ ταπεινὸν σχῆμα καὶ ἄλλα πολλὰ [ φέρων ] εἰς οἶκτον ἐφελκόμενα τὸ πλῆθος . ταῦτα δὴ πάντα κατηγορήματα τῶν
* ἀχθομένους : προσγενήσεσθαι δὲ καὶ τὸν ἀπὸ τοῦ παιδὸς οἶκτον ὀφθέντος τῷ στρατῷ . Ἀλλὰ ταῦτα δυσχερῆ ὑπεφαίνετο ἀνδρὶ
4012980 συγγενους
ἤτοι γε ἐκ ταὐτοῦ καὶ ἑνὸς εἶναι γένους παντάπασιν ἢ συγγενοῦς τε καὶ μὴ πόρρω διεστηκότος , ὥσπερ ἔφαμεν ἔχειν
. . , . τὸν δίκαιον περὶ πλείονος ποιεῖσθαι τοῦ συγγενοῦς . . . , . τοὺς βουλομένους ἀθανάτους εἶναι
4001325 ἐλεον
φιλίαν , χάριν , νέμεσιν , αἰδῶ , θάρσος , ἔλεον : φαῦλα δέ , φθόνον , ἐπιχαιρεκακίαν , ὕβριν
ἠπόρητο , τὴν μὲν ἀμνηστίαν ἡγούμενος εὐπρέπειαν ἐσχηκέναι φιλανθρωπίας καὶ ἔλεον συγγενῶν ἀνδρῶν καὶ ὁμοτίμων , καὶ τὰς βραχυτέρας ἡγεμονίας
3996690 ὀργη
δυνηθεῖσα , καὶ αὐτὴ συνεσθίει τοῦ θανάτου τὸ φάρμακον . ὀργὴ διὰ ταῦτα τοῦ βασιλέως πρὸς τὴν μητέρα , καὶ
πόνου . ἀλλὰ τοῦτό γε πάντες ἴσμεν , ὅτι ἡ ὀργὴ καὶ ἡ τῆς τιμωρίας κατὰ τῆς ὕλης ὄρεξις πάθη
3983496 ἑκουσιον
, μὴ τρεπόμενος : ὁ δ ' ἀσκητὴς καὶ τὸ ἑκούσιον ἔχων αὐτὸ μόνον καὶ τοῦτο γυμνάζων καὶ συγκροτῶν ,
, μόνη δὲ ἡ ἀνθρώπου ψυχὴ δεξαμένη παρὰ θεοῦ τὴν ἑκούσιον κίνησιν καὶ κατὰ τοῦτο μάλιστα ὁμοιωθεῖσα αὐτῷ , χαλεπῆς
3974994 μισος
' ὑποψίας ἔχοντες ἀλλήλους διετέλουν . οὐ μὴν τό γε μῖσος αὐτῶν εἰς ἔργον τι ἀνήκεστον ἐχώρησεν , οἷα ἐν
, συστησαμένους δὲ τὸ τῶν Ἰουδαίων ἔθνος παραδόσιμον ποιῆσαι τὸ μῖσος τὸ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους : διὰ τοῦτο δὲ καὶ
3973381 γεμισθεις
καὶ ζωμῶν . ἐμπλησθεὶς ] πληρωθείς , κορεσθείς . , γεμισθείς . , γεμίσας . . εἶτ ' ] ἀργὸν
ἀνδρὸς ὁ ἀγών . ” ὡς δὲ ἔλαβε , δακρύων γεμισθείς , “ Ἄνδρες , ” εἶπεν , “ Ἐφέσιοι
3970344 δοξαστικως
τῶν ἑπομένων τινὶ διακρίνειν , ποῖα κατὰ ἀλήθειαν καὶ ποῖα δοξαστικῶς ἕπεται . κατὰ ἀλήθειαν μὲν γὰρ τῇ ἡδονῇ ἡ
γνωμονικῶς , θεωρητικῶς , ἐμπείρως , τεχνικῶς : τὸ γὰρ δοξαστικῶς ἀμφίβολον . ῥήματα δ ' ἐπίστασθαι , ἐπιστῆναι ὡς
3938810 ἐρωτος
εἰπεῖν ἄνδρας καὶ γυναῖκας ἐν τῷ χρόνῳ : ὑπὸ τοῦ ἔρωτος : ἀντὶ τοῦ : διαστείλασα καὶ διεξελθοῦσα τὰς Συμπληγάδας
πῦρ : ὄφελον εἶχον τὴν αὐτὴν φύσιν τῷ κοινῷ τοῦ ἔρωτος πυρί , ἵνα σοι περιχυθεῖσα κατέφλεξα : νῦν δὲ
3933585 κυνειῳ
λέγει . ἔστι γὰρ κύων ἰχθὺς ποιός . ἅμα δὲ κυνείῳ σε δέρματι παίσω . ἔστι γὰρ τραχύτατον . ΓΘ
οὖν κύνειος : παίζει ὡς ἐν κωμῳδίᾳ καταδικάζων τὸν Λάβητα κυνείῳ θανάτῳ : Γ ἅμα δέ , ὅτι καὶ χαλεπός
3924416 λεχθησεσθαι
παρὰ τοῦ δεσπότου : ἦν γὰρ ἐλπὶς τῷ πρώτῳ συμφώνως λεχθήσεσθαι καὶ τὸ δεύτερον . ἢ ἀντὶ τοῦ “ κερδαλέον
δὲ ἄδικα . τροπικοῦ δὲ ὁμοίως ὄντος τοῦ ζῳδίου αὖθις λεχθήσεσθαι τὴν δίκην καὶ ἔκκλητον προχωρήσει , Ἡλίου τε καὶ
3923176 προσπαθειας
ἐνόντα καὶ ἐγγεγραμμένον αὐτῇ παρορᾷ ἡ ἀνθρώπου ψυχὴ ὑπὸ τῆς προσπαθείας ἀποτυφλουμένη . τεκμήριον δὲ τοῦ εἶναι τὸν ὀρθὸν λόγον
συνῳδά . ἐκ δὲ τῆς πρὸς τὸ ἄρρεν ἢ θῆλυ προσπαθείας ἢ πρὸς ἀμφότερον τὰ πάθη συνίσταται περὶ ψυχήν .
3919224 ἐκινησα
μὴ καὶ ἐνθένδε μετὰ γραμμάτων ἐξίοι , μόλις τὴν γλῶτταν ἐκίνησα καὶ πρὸς τοσοῦτον μέτρον , ὅσον ὁρᾷς . Βῆρον
ποτε ἅπαξ κακὰ πάσχων πολλὰ οὐκέτι φέρων πρὸς αὐτὸν λὰξ ἐκίνησα , εἶχεν ἀεὶ τοῦτο τὸ λὰξ ἐν μνήμῃ .
3913987 φοβου
διὰ τούτου τὸν Ξέρξην . βωμὸν . θυσίαν . ὑπὸ φόβου . ἐν τῷ . ἄφωνος . μετὰ τοῦτο .
: οὐ γὰρ ἀνέλπιστον αὐτοῖς , ἀλλ ' αἰεὶ διὰ φόβου εἰσὶ μή ποτε Ἀθηναῖοι αὐτοῖς ἐπὶ τὴν πόλιν ἔλθωσιν
3899616 ἐκφυγειν
ἀπαθοῦϲ μενούϲηϲ τῆϲ ἀρτηρίαϲ εὔλογον χρῆϲθαι τῇ φαρυγγοτομίᾳ πρὸϲ τὸ ἐκφυγεῖν τὸν τοῦ πνιγμοῦ κίνδυνον . ἔπειτα , ὅταν ἐνεργῶμεν
ἄλλων τὴν ἐπιστήμην διαφέροι , μὴ δυνάμενος κατὰ τὸ παντελὲς ἐκφυγεῖν τὴν συγγενῆ τῶν θνητῶν πλάνην , ἀπατῷτο ἂν ἴσως
3896845 θανατον
, λόγον ἢ βίον ἢ φιλοσοφίαν ἢ δημαγωγίαν ἢ τὸν θάνατον τἀνδρὸς ὑμνητέον . ἔστι δ ' οὐδὲν ἔργον ἐκφυγεῖν
συμβαῖνον ὁμοίιον λέγει , ὡς καὶ τὸ γῆρας καὶ τὸν θάνατον : οὕτως οὖν καὶ τὸν πόλεμον . ὅτε μὲν
3894483 περαναι
τὴν πτῆσιν , καὶ τὰ προκείμενα καὶ μάλιστα ἐσπουδασμένα αὐτῷ περᾶναι διὰ τὸ μὴ τοῦ σκοποῦ ἡμαρτηκέναι . καὶ δὴ
. κρεῖττον γάρ που σμικρὸν εὖ ἢ πολὺ μὴ ἱκανῶς περᾶναι . Τί μήν ; Πῶς οὖν ; τί δὴ
3889842 μιαρου
καὶ κηδεστῶν καὶ ἐκγόνων καὶ θυγατέρων καὶ φείσασθαι συγγενοῦς καὶ μιαροῦ πολέμου ἢ πρώτας ἀνελεῖν , αἳ τὴν αἰτίαν ἔχουσι
γε κακός , καθαρὸς δὲ ὁ ἐναντίος , παρὰ δὲ μιαροῦ δῶρα οὔτε ἄνδρ ' ἀγαθὸν οὔτε θεὸν ἔστιν ποτὲ
3872919 ἑκον
ἴδιον δὲ ἀντεγκλήματός ἐστι , τὸ πάντως τὸ πεπονθὸς πρόσωπον ἑκὸν παρέχεσθαι τὴν αἰτίαν τοῦ παθεῖν ἅπερ πέπονθεν : οἷον
. ἴδιον δὲ ἀντεγκλήματός ἐστι τὸ πάντως τὸ πεπονθὸς πρόσωπον ἑκὸν παρέχεσθαι τὴν αἰτίαν τοῦ παθεῖν ἅπερ πέπονθεν , οἷον
3855187 ἐπιδεικνυμενη
διαμένει διὰ πάντων ἴση , τὴν οἰκείαν ἰσχὺν καὶ δύναμιν ἐπιδεικνυμένη . [ Ἐν μὲν ] τοῖς γενικοῖς , ὦ
Βροῦτον ὑπονοοῦσα ἐπιβουλεύειν Καίσαρι μαχαιρίῳ κουρέως τὸν ἑαυτῆς μηρὸν ἀνέσχισεν ἐπιδεικνυμένη καρτερίαν σώματος καὶ ψυχῆς ἐγκράτειαν . τότε δὴ Βροῦτος
3844419 ἀσπασμους
φωνὰς ἀναβοῶσαι καὶ παίουσαι τὰ στήθη περιεχύθημεν αὐτῷ τοὺς ἐσχάτους ἀσπασμοὺς κομιούμεναι : τῶν δὲ παιδίων τούτων ἐγὼ μὲν τὸ
ὁ λοχαγὸς ἐγγὺς τοῦ τείχους ποτὲ γενόμενος καὶ τοὺς συνήθεις ἀσπασμοὺς τῷ ἀνδρὶ ἀποδοὺς οἰκτείρειν αὐτὸν ἔφη τῆς καταληψομένης ἅμα
3838622 ἁμαρτωλον
με : ἀλλὰ ἀξίωσόν με , κἀμὲ τὴν ἀναξίαν καὶ ἁμαρτωλόν , ἐπὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ συνταφῆναι . καθὼς καὶ
καὶ λέγει ὁ Χοιροβοσκὸς εἰς τὴν Ὀρθογραφίαν αὑτοῦ , τὸν ἁμαρτωλόν , καὶ διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφεται : τὰ
3837163 παιδοποιϊαν
ὑπερβάλλειν εὐτυχίᾳ τοὺς γεννήσαντας . ὅσοι μὲν γὰρ τῶν κατὰ παιδοποιΐαν μόχθων ἐκτός εἰσιν , εἴτε καλὸν εἴτε λυπηρὸν οἱ
ἀρχὴν ἐξαλείφειν οἴεται τέλει χείρονι , παιδοκτονίᾳ προπετεῖ τὴν ἄβουλον παιδοποιΐαν ἀρνουμένη . εἰ δὲ βούλει , τὸν Ἀγαμέμνονα θέασαι
3833880 πολυχρονιοτητα
ἀληθινῆς περὶ φωνὴν ἀσκήσεως τρόπος εἰς σώματος βεβαίαν ὑγείαν καὶ πολυχρονιότητα , ῥητέον ἤδη . ὑπὸ πνεύματος γίνεται πᾶσα φωνὴ
πῶς δ ' εἰς γῆρας : Ἀντὶ τοῦ πῶς εἰς πολυχρονιότητα προκόψουσιν . οὐκ οἶσθ ' ὅτι πέντε γενεὰς :
3825031 ἐπιτυχον
τοὺς ἐν ἑαυτῇ ἐκείνου λόγους ποιεῖ καὶ οὐ κατὰ τὸ ἐπιτυχόν : ὥστε οὐδὲν τῶν ἀσυμμέτρων τῇ φύσει εἴη ἄλογον
δ ' ἀκμάζων παιδί , τὸ δὲ πρὸς ὁτιοῦν τὸ ἐπιτυχόν , οἷον ὁ Δίων πρὸς τὸν Θέωνα . καὶ
3809758 προσφωνων
αἰνῶ , νῦν ἀποιμώζω παρών , πατροκτόνον θ ' ὕφασμα προσφωνῶν τόδε ἀλγῶ μὲν ἔργα καὶ πάθος γένος τε πᾶν
χρησμωιδὲ μέγιστε : ἡσυχίαι γὰρ ὕπνου γλυκεροῦ σιγηλὸς ἐπελθών , προσφωνῶν ψυχαῖς θνητῶν νόον αὐτὸς ἐγείρεις , καὶ γνώμας μακάρων
3802909 ἐξαρτυεται
φημὶ γὰρ ἐξαρτύσειν , ἐν ὅσῳ ἓν τῶν ἄλλων ὀργάνων ἐξαρτύεται διὰ τοῦ ἐντονίου , ἐγὼ τοῖς ἴσοις ὑπουργοῖς μὴ
. αὐθάδης ] ἀκρατόστομος . . ἔσται ] γενήσεται . ἐξαρτύεται ] ἑτοιμάζεται , κατασκευάζει . . ὃς ] ὁ
3802625 μανιαν
μετὰ ταύτης καταφλεχθεὶς ἐτελεύτησεν . τῶν δὲ παρόντων οἱ μὲν μανίαν αὐτοῦ κατέγνωσαν , οἱ δὲ κενοδοξίαν ἐπὶ καρτερίᾳ ,
ὃς στρατιώτης ὢν Ἀθηναῖος προσεποιεῖτο πρὸς τοῖς ἄλλοις κακοῖς καὶ μανίαν , εἰδὼς ὅτι μισεῖται παρὰ τῶν πολιτῶν . διὸ
3798720 συγκλειεται
καὶ κατὰ τὴν ἐν τριάδι τελείωσιν διὰ τριῶν ἡ διαδοχὴ συγκλείεται διὰ πατρὸς , υἱοῦ , ἐγγόνου . . §
καὶ κατὰ τὴν ἐν τριάδι τελείωσιν διὰ τριῶν ἡ διαδοχὴ συγκλείεται διὰ πατρός , υἱοῦ , ἐγγόνου . τῇ δὲ
3789756 ἑαυτηϲ
τὰ ἔργα . ἡ φύϲιϲ ϲῴζουϲα τὴν ἀρχέγονον καὶ πρώτην ἑαυτῆϲ εὐκραϲίαν ὀρέγεται μὲν εὐκαίρωϲ τῶν προϲφερομένων , διοικεῖ δὲ
, ὧν ἂν πράττῃ , προθυμίαν , αὐτῆϲ τῆϲ φύϲεωϲ ἑαυτῆϲ τὸ μέτρον ἐξευριϲκούϲηϲ ἐν ταῖϲ ἀρίϲταιϲ καταϲκευαῖϲ : καὶ
3789444 νοσειν
Ὅτι Πυθαγόρας πυθόμενος Φερεκύδην τὸν ἐπιστάτην αὐτοῦ γεγενημένον ἐν Δήλῳ νοσεῖν καὶ τελέως ἐσχάτως ἔχειν , ἔπλευσεν ἐκ τῆς Ἰταλίας
αὐτοῖς ἐστι καὶ ἅμα ὠχρότης , μανίαν ἢ ἐπιληψίαν δηλοῦσι νοσεῖν τὸν ἄνδρα . ὅσοις δὲ ὀφθαλμοῖς ἡ στάσις ἐστὶν
3787563 ὑβρισμενην
, τοσούτῳ σου μᾶλλον ὁ Σπαρτιάτης ἠδικημένος ἔστεργε τὴν ἀπόδοσιν ὑβρισμένην εἰδὼς αὑτῷ τὴν εὐνήν . οὐ γὰρ ἦν ἑτέραν
περιπεσὼν αἴτιον ἔγνω τῆς νόσου τὸ γεγονός , δύο τὴν ὑβρισμένην ἐτίμα ναοῖς , τῷ μὲν τὸ πλημμέλημα λύων ,
3767016 λογιζομενον
τῷ γέροντι πρὸς ἑαυτὸν ἀναμιμνήσκεσθαι καὶ καθάπερ κτήμασι τέρπεσθαι , λογιζόμενον ὅτι ἡ τύχη , ἡ πάντων κυρία , ταῦτα
πράττειν , ἐκ τοιούτων ἄτιμοί εἰσιν Ἀθήνησι . ταῦτα χρὴ λογιζόμενον μὴ νομίζειν εἶναί τι δεινὸν ἀπὸ τῶν ἀτίμων Ἀθήνησιν
3761888 ἀποθνηισκει
μευ κατακλαίει καὶ ταταλίζει [ ] καὶ ? ? ποθέων ἀποθνήισκει . ἀλλ ' , ὦ τέκνον ? ? μοι
ὄρθιον κατὰ γῆς καὶ ἄνωθεν πέτρην ἐπιτιθεῖσιν σῆμα : καὶ ἀποθνήισκει : τοῦτ ' ἔστιν γὰρ ἴσως τὸ τῶι δόρατι
3753214 κατισχει
ἐφεξῆς καὶ καταβέβληκα θῆρα ἑκατεράκις , ἐν τούτῳ δὴ οὐκέτι κατίσχει ὁ ἀνόσιος τὸν φθόνον , ἀλλ ' αἰχμὴν παρά
ταῦτα ὁ Θῶνις συλλαμβάνει τὸν Ἀλέξανδρον καὶ τὰς νέας αὐτοῦ κατίσχει : μετὰ δὲ αὐτόν τε τοῦτον ἀνήγαγε ἐς Μέμφιν
3737068 ἀποκηρυκτων
ἐξετάσομεν τὴν βούλησιν καὶ τὴν δύναμιν , ὡς ἐπὶ τῶν ἀποκηρύκτων : παραληψόμεθα γὰρ τὴν τούτων ποιότητα λέγοντες : ὅτι
δύο τοῦτό σε πράττειν ἐχρῆν , ἀλλ ' οὐχὶ στρατόπεδον ἀποκηρύκτων εἰς ταὐτὸν συνάγειν ἔδει καὶ τοσούτους ἀναλαμβάνειν , ὧν
3737022 φυντος
] ἀνθρώπου φωνὴν προΐεσθαι καί ποτε προσελθὸν τῇ τοῦ πρώτου φύντος ἀνδρὸς γυναικὶ τῆς βραδυτῆτος καὶ τῆς ἄγαν εὐλαβείας ὀνειδίσαι
ἐξ Αἰνείου ἕλκοντες μητρόθεν τὸ γένος : τὸ γὰρ τοῦ φύντος ἄδηλον . , . . . Περὶ Ῥώμου καὶ
3736104 λελυπηκοτα
, ὅτι ὀργιζομένου μέν ἐστι τὸ παραυτίκα τι δεινὸν τὸν λελυπηκότα ποιεῖν : ὑβρίζοντος δὲ τὸ δι ' ἔχθραν καὶ
μαχόμενον καὶ ἐν τῇ αὐτῇ ῥοπῇ διανοούμενον ἢ ἀμύνασθαι τὸν λελυπηκότα ἢ παῦσαι τὸν χόλον ἕως ὃ ταῦθ ' ὥρμαινε
3736066 ἀκολαστον
τὸν ἀδικοῦντα λέγειν ὅτι οὐ βούλεται ἄδικος εἶναι ἢ τὸν ἀκόλαστον ὅτι οὐ βούλεται ἀκολασταίνειν : εἰ γὰρ καὶ βουλόμενος
κυβευταὶ συνίασι . καὶ ὁ σκιροφόρος , ὃ σημαίνει τὸν ἀκόλαστον καὶ κυβευτήν , ἀπὸ τῶν ἐν Σκίρῳ διατριβόντων .
3731330 πλαναται
πολυσπερεῖ μέν , ὦ γέρον , καθ ' Ἑλλάδα φήμῃ πλανᾶται καὶ διέγνωσται πάλαι τὸ μὴ βεβαίους τὰς βροτῶν εἶναι
: οὐ γὰρ ὥσπερ ἐν γῇ . . . ἀλλὰ πλανᾶται διὰ τὸ ἀφ ' ὑγροῦ βεβηκέναι ἐφ ' ὁμαλῆ
3725609 ἐλεος
τῶν μυθευομένων ἀετῶν μνημεῖα : τοῦτο κατὰ δία ἀναπεφώνηται : ἐλεος ? τὸ γενήσεται ? : ἢ οὐδείς : ἠλέκτρα
τῶν μυθευομένων ἀετῶν μνημεῖα : τοῦτο κατὰ δία ἀναπεφώνηται : ἐλεος ? τὸ γενήσεται ? : ἢ οὐδείς : ἠλέκτρα
3721683 αἰκιζομενον
ἄνθρωπον , τὸ ἀνθρώπειον καὶ ἐπίκηρον πάθος , τύπτοντα καὶ αἰκιζόμενον τὸν ὁρῶντα , περιβλεψάμενος δὲ τὴν ὅλην ψυχὴν ὧδε
τῶν χειρῶν ἐμοὶ τῆς ὕβρεως ἀφορητότερον κατέστη : καὶ τὸν αἰκιζόμενον ἀτιμώρητον δια - φεύγοντα ἐπαναβαίνειν ὁσημέραι τῷ πένητι παρεκάλει
3707367 ποθου
δάκω φρένα , δέδοιχ ' , ἃ χρήιζω : διὰ πόθου δ ' ἐλήλυθα . ἀλλ ' ἐξερώτα , μηδὲν
κατασχεθεὶς ὥσπερ οἱ κορυβαντιῶντες ἐνθουσιᾷ , ἑτέρου γεμισθεὶς ἱμέρου καὶ πόθου βελτίονος , ὑφ ' οὗ πρὸς τὴν ἄκραν ἁψῖδα
3706631 ἐπανατεινεται
βλάπτεσθαι . τοῖς δὲ τῶν τοιούτων ἐργάταις τε καὶ ζηλωταῖς ἐπανατείνεται θεοῦ φόβον ὁ νόμος , εἰκότως καὶ | προσηκόντως
, ὡς ἐν ἐκείνῳ τῷ προβλήματι πλούσιος ἐχθρῷ πένητι συνεχῶς ἐπανατείνεται τὰς χεῖρας καὶ κρίνεται ὑπ ' αὐτοῦ ὕβρεως ,
3698358 λελωβημενου
ἑνὶ διαστήματι γραφόμενα καὶ τὸ ἐπὶ τοῦ τὰς βάσεις ἀμφοτέρας λελωβημένου κυλίνδρου προτεινόμενον ὑπὸ τῶν ἀρχιτεκτόνων . ἀξιοῦσι γὰρ μέρους
, καὶ γυναικὸς δεόμενος ἵνα τραφῇς , καὶ δίκην ἀνθρώπου λελωβημένου τὸ σῶμα ἐς χεῖρας γυναικείας ἀποβλέπεις , ἵνα οἴκτῳ
3691372 κοινωνικον
καὶ πικρὸν καὶ κακόηθες φύσει κακία , ἥμερον δὲ καὶ κοινωνικὸν καὶ εὐμενὲς ἀρετή , πάντα τρόπον τοὺς εὐφυῶς ἔχοντας
ταῦτα ἀλλήλοις καὶ μιᾶς γνώμης φανεῖται καὶ διανοίας , τὸ κοινωνικὸν τῆς φύσεως καὶ φιλάνθρωπον καὶ ἀγαπᾶν καὶ ὑμνεῖν καὶ
3691061 ἐκπληξεις
πυριῶντες καὶ καθιέντες εἰς ὕδωρ θερμόν . καὶ μὴν καὶ ἐκπλήξεις τινὰς ἐπιμηχανησόμεθα καὶ ὀνειδιοῦμεν αὐτοῖς καὶ μέγα εἰσπνεῖν προστάξομεν
καὶ τάξει κεχρημένος , ἐκ βιβλίου μὲν θεωρούμενος ἔχει τινὰς ἐκπλήξεις , ἐπὶ δὲ τῶν καιρῶν ἀκίνητος ὢν οὐδεμίαν ὠφέλειαν
3690926 φθονον
ἀργὸν καὶ πονηρὸν εἶναι , τάχα δὲ καὶ διὰ τὸν φθόνον , ὅτι τῆς φιλανθρωπίας ταύτης οὐκ αὐτοὶ ἦρξαν οἱ
χάριτας , τούτου τὸν ἐπὶ τοῖς καλῶς πραχθεῖσιν ἔπαινον διὰ φθόνον ἀφῄρηται . ἐγὼ δὲ ὁμολογῶ μὲν ἐν τοῖς τότε
3687878 αἰωνιαν
δαίμονος ψευδωνύμου , ὃς εὗρε τὴν κάμινον , ἀλλ ' αἰωνίαν , ἀνθ ' ὧν ἑαυτὸν ἦν θεὸν στήσας κάτω
ἄγων καὶ αἴρων εἰς τὸ φῶς καὶ τιμὴν καὶ δόξαν αἰωνίαν κέκτηταί τε καὶ τοὺς προγενομένους μόχθους εἰς ἡδονὴν καὶ
3681633 βουκολουντες
ἀποκρίνεται ὧδε : Οἱ μὲν παῖδές εἰσιν ἐν τοῖς ὄρεσι βουκολοῦντες , ὥσπερ ἐκείνων βίος : ἐγὼ δ ' ἐπέμφθην
ἀποκρίνεται ὧδε : Οἱ μὲν παῖδές εἰσιν ἐν τοῖς ὄρεσι βουκολοῦντες , ὅσπερ ἐκείνων βίος , ἐγὼ δ ' ἐπέμφθην
3681035 κωλυσοι
δύο . Αἱ μεταπεπλασμέναι δοτικαὶ προπαροξύνονται , εἰ μὴ δισυλλαβία κωλύσοι , διχόμηνι πολυπάταγι μελίκρατι : τὸ γὰρ μελικρᾶτι ἀρσενικὸν
ὅτι βουληθεὶς δυνατὸς θεωρεῖν καὶ ἐνεργεῖν , ἂν μή τι κωλύσοι τῶν ἔξωθεν . τρίτος δὲ παρὰ τούτους ὁ καθ
3679874 λυπει
Μαραθῶνι τρόπαιον ἐγείρας , καὶ Ἀριστείδης ὁ δίκαιος ἐξωστρακίζετο . λυπεῖ δέ με οὐχ ἥκιστα πρὸς τοῖς ἄλλοις καὶ ἡ
ἐπὶ τὸ βέλτιον [ ἢ ] μεταφέρηται , διὰ ξενοπάθειαν λυπεῖ τὸν ὄγκον : οὐκ ἐπιγινώσκεται γὰρ τὸ μὴ προμελετηθέν
3672820 ἀφορητον
νομίζοντες , οἱ δὲ νεωτέρων ἀδικημάτων οὐκ ἔχοντες παραδείγματα , ἀφόρητον ἡγοῦνται τὴν συμφοράν , τῷ μὴ τῶν ὁμοίων εὐπορεῖν
καὶ τὰ κτήνη καὶ τοὺς ὄρνιθας κτείνει . ἄφερτον ] ἀφόρητον . Ἰδαία ] ἡ ἐν Ἴδηι γινόμενον . ἡμέτερον
3671996 ῥυσαμενη
τῆς κεφαλῆς τοῦ Διὸς ἐγεννήθη ἡ Ἀθηνᾶγενοῦ ῥυσίπτολις , ἤτοι ῥυσαμένη τὴν ἡμετέραν πόλιν ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν . σύ τ
καὶ τὸν Ἀγαμέμνονα αὐτόν , ὅτι νοῦν εἶχεν ἡ Χρυσηὶς ῥυσαμένη τῶν κακῶν τούτων ἑαυτήν . οὐκοῦν τὸ μήτε ἔρωτι
3670500 χαρας
” ταῦτ ' εἰπόντος καὶ ὑποσχομένου , πληρωθέντες εὐθυμίας καὶ χαρᾶς τοὺς μὲν οἰκείους μετὰ τῶν θρεμμάτων ἀσφαλῶς ἐν ἐρύμασι
εἰδότες ἀληθεύοντα μηδὲν ἐνδοιάσαντες ἐπινεύουσι . πληρωθεὶς δὲ τὴν ψυχὴν χαρᾶς πάντ ' ἐσπούδαζεν εἰς τὸ ἀνυπέρθετον τῆς ὑποδοχῆς καὶ
3665652 πραχθεν
καὶ ἔκδικον ἐκεῖνο ἔργον . ὡς δὲ ἄμφω συνεῖδον τὸ πραχθέν , εἶτα μέντοι τὸ ἀσέβημα διελύσαντο θανάτῳ , πηδήσαντα
τὸ δὲ τρίτον περὶ φόβου διὰ πρᾶγμά τι μετὰ γυναικὸς πραχθέν , τὸ δὲ τέταρτον περὶ πίστεως ἢ ἀποβολῆς ἢ
3662228 προσπολεμησαι
ἔν τε τῷ τὸν Φίλιππον καὶ ἐν τῷ ταύτῃ φοβερὸν προσπολεμῆσαι ταράττει τοὺς ἤχους μετρίως καὶ οὐκ ἐᾷ φαίνεσθαι μαλακούς
, τὸν Φίλιππον εὐτυ - χοῦνθ ' ὁρῶν ταύτῃ φοβερὸν προσπολεμῆσαι νομίζει , σώφρονος μὲν ἀνθρώπου λογισμῷ χρῆται : μεγάλη
3662016 παθει
ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳ : ὁ δὲ τῷ προτέρῳ πάθει καμὼν καὶ τὸν στρατὸν ἀπολέσας Ἄδραστος νῦν κρείσσονος οἰωνοῦ
ἔξεισι , νῦν δὲ καταλαμβάνει τὸν θάλαμον , σεσοβημένη τῷ πάθει , ποτὲ δὲ καὶ εἰς τοὔδαφος πίπτει κωκύουσα καὶ
3659477 τετιμωρησθαι
τὰς δὲ ἴσως . ὁ δ ' οἰόμενος λόγῳ με τετιμωρῆσθαι τοὺς περὶ αὐτοῦ βλασφημοῦντας καὶ τοιαύτης ἀκοῆς ἐπιθυμῶν ,
Λεωνίδῃ δέ , τῷ με κελεύεις τιμωρῆσαι , φημὶ μεγάλως τετιμωρῆσθαι , ψυχῇσί τε τῇσι τῶνδε ἀναριθμήτοισι τετίμηται αὐτός τε
3658672 διηγειρετο
πρὸς τὸν καθαρὸν τόπον ἡ βελόνη διελθοῦσα ἔθιγεν , τότε διηγείρετο . τοὺς δὲ χρηματισμοὺς ἐποιεῖτο τοῖς βουλομένοις προτιθέμενος κιβωτὸν
καὶ ἐρωτᾶσθαι διεγείρονται : ἀμέλει γοῦν καὶ ὁ Ἀλκιβιάδης οὕτως διηγείρετο πρὸς τοὺς λόγους Σωκράτους ὡς εἰπεῖν περὶ αὑτοῦ ὅτι
3647522 ἀκρατη
οὕτως , ὅτι οὐκ ὠφέλιμος , καὶ παράδειγμα τίθησι τὸν ἀκρατῆ καὶ τὸν φαῦλον ἁπλῶς . ὃ γὰρ ὁ ἀκρατὴς
λόγου καὶ εἰς μετάνοιαν ἄγοντος ἐπὶ τοῖς ἁμαρτήμασι μεταβάλλειν τὸν ἀκρατῆ . καὶ ὅλως δὲ ἄλλο τὸ γένος ἀκολασίας καὶ
3643394 ἐνεδρευει
καὶ ἀπὸ τότε ἡ αἴθυια παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης ἐνεδρεύει , μή πως ἡ θάλασσα τὸν χαλκὸν ἐξαγάγῃ .
, εἴτε ἄρα τοιοῦτος ἄνθρωπός ἐστιν οἷος φαίνεται , ἢ ἐνεδρεύει καὶ θηρεύεται τὴν δόξαν ἐπὶ ἀπάτῃ , καὶ ἃ
3641153 ἀπονιψαι
παραλαμβάνομεν ἐπὶ μὲν τῶν ἄλλων μερῶν ἤτοι τὸν ἐπικείμενον ῥύπον ἀπονίψαι ἢ ἰχῶρα ἢ αἷμα ἢ πύον ἢ αὐτὰ τὰ
λοιποῦ προσφέρειν ἔλαιον ἢ ὕδωρ . ἀλλ ' εἰ καὶ ἀπονίψαι δέοι ποτὲ τὸ τραῦμα , μελικράτῳ τε καὶ ὀξυκράτῳ
3638656 ἀγεννειας
ἢ σίνους ἢ ἐκπτώσεως ἢ ἀπὸ πενίας ἢ ἀδοξίας ἢ ἀγεννείας αὐτὸν τὸν πατέρα ἔνοχον διασαφεῖ καὶ αὐτοὺς δὲ τοὺς
' ἐπιγινώσκοντες τὸν εὐεργέτην , οἱ δ ' ὑπ ' ἀγεννείας εἰς μέμψεις καὶ τὰ ἐγκλήματα τῷ θεῷ ἐκτρεπόμενοι .
3633572 φανταζομενη
ἀφίκετο : καὶ εἰσελθοῦσα ἐν τῷ ἐκεῖ ναῷ ταῦτά φησι φανταζομένη . ἀναγκαίως ὁ χορὸς ἀπὸ γυναικῶν συνέστηκε διὰ τὸ
ὥσπερ ἡ λογική , ἀλλὰ συμπαρομαρτεῖ τῇ αἰσθήσει τοῦτο μόνον φανταζομένη , οὗπερ ἡ αἴσθησις ἀντελάβετο , ἐπιλανθανομένη τῶν ὄπισθεν
3630382 σαρκοειδεις
γένεσις , αὐτοὶ δὲ θηριόμορφοι καὶ δυσειδεῖς ; Καίτοι εἰ σαρκοειδεῖς μόνον ἔλεγον αὐτοὺς καὶ αἷμα ἔχειν καὶ σπέρμα καὶ
, μᾶλλον δὲ ἀθέους , τῆς ἀμαθίας καταμέμψαιτο ; ἔστωσαν σαρκοειδεῖς , ἀλλὰ μὴ τιτρωσκέσθω μηδὲ Ἀφροδίτη ὑπὸ Διομήδους τὸ
3629349 λογισμου
' αὖ μὴ κεκτημένον ἀληθῆ μὴ δοξάζειν χαίρειν χαίροντα , λογισμοῦ δὲ στερόμενον μηδ ' εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον ὡς
, εἰ ἐξ ἄλλων λογισμῶν , δεῖ ἐπί τι πρὸ λογισμοῦ ἢ τινά γε πάντως ἰέναι . Τίνες οὖν ἀρχαί
3626175 φροντιστηριου
μαθημάτων γελωτοποιεῖ : καὶ ἐπειδὴ διὰ τὴν ἀμαθίαν ἐκ τοῦ φροντιστηρίου ἐκβάλλεται , ἄγων πρὸς βίαν τὸν υἱὸν συνίστησι τῷ
ποίου γένους , ἀπὸ ποίου τόπου . ἐλθὼν ἔσω τοῦ φροντιστηρίου ὁ Στρεψιάδης καὶ ἰδὼν τοὺς μαθητὰς ὠχροὺς ὄντας ἐθαύμασε
3619957 ὑγιαινειν
ἔφη „ τῶν ἐμῶν ἀκροάσεων , οὐ γάρ μοι δοκεῖς ὑγιαίνειν . „ τοῦ δὲ ἐρομένου ” τίς δὲ ὢν
ἀεὶ τὴν ἕωλον κόπρον ἀνὰ πάσας ἡμέρας , ἢν μέλλῃ ὑγιαίνειν ὁ ἄνθρωπος : γίνοιτο δ ' ἂν τοιοῦτο ζῶον
3618666 διανοια
διανοίας , τουτέστι νοούσης , ἔσται διάνοια ὁ ὄγκος , διάνοια δὲ ὢν οὐκ ἔσται τὸ ζητοῦν ἀλλὰ τὸ ζητούμενον
ὃ αἱ προτάσεις συνεπέραναν , δόξα μετὰ λόγου λέγεται . διάνοια δέ ἐστιν ἡ τῶν καθόλου μετὰ λόγου γνῶσις :
3615381 συγκινει
περὶ ὃν ὁ μέγιστος κύκλος αὐτοῦ μένων στρέφεται , καὶ συγκινεῖ μικρὸν ἕτερον κύκλον τὸν ἐπὶ τῷ φρέατι . ἐπὶ
αὐτῶν οἵα τε . οὐ μὴν οὐδὲ προηγουμένως αὐτὴ ἐγειρομένη συγκινεῖ τὸ ὄργανον , ὡς ἡ φαντασία , διὰ τὸ

Back