| Ἴδης τόποις . ” πολὺ γὰρ τῆς Ἴδης ἄπωθεν αἱ Κελαιναί , πολὺ δὲ καὶ αἱ τοῦ Καΐκου πηγαί : | ||
| μέρος Σωσίθεος ἐν Δαφνίδι λέγων οὕτως : αἵδ ' αἱ Κελαιναί , πατρίς , ἀρχαία πόλις , Μίδου γέροντος , |
| ἐβήσετο καὶ ἀπεβήσετο . . . . Ἀπέσας : κλίνεται Ἀπέσαντος : ἔστι δὲ ὄρος τῆς Νεμέας , Ἀφέσας τις | ||
| ἐλεφαίρετο φῦλ ' ἀνθρώπων , κοιρανέων Τρητοῖο Νεμείης ἠδ ' Ἀπέσαντος : ἀλλά ἑ ἲς ἐδάμασσε βίης Ἡρακληείης . Κητὼ |
| Πηλεὺς δ ' ἐστὶν ὄνομα κεραμέως , ξηροῦ λυχνοποιοῦ , Κανθάρου , πενιχροῦ πάνυ , ἀλλ ' οὐ τυράννου νὴ | ||
| τῶι ὄντι γάρ ἔστιν ἐν τῆι Ἀττικῆι κώμηι λεγομένη οὕτως Κανθάρου λιμήν , οὐχὶ Κάνθαρος , ὡς Φιλόχορος ἱστορεῖ , |
| κριτὴν ὁ Δάφνις εὖ μάλα ᾄσας προσηγάγετο μαθητεῦσαι ἑαυτῷ . Σωσίθεος δὲ Δάφνιν . . . γενόμενον , ὑφ ' | ||
| , ἀδηφάγος δ ' ἰσχυρῶς . λέγει δὲ περὶ αὐτοῦ Σωσίθεος ὁ τραγῳδιοποιὸς ἐν δράματι Δάφνιδι ἢ Λιτυέρσᾳ οὕτως : |
| ' ἴμεν ἀνστήσων ὃν ἀδελφεόν , ὃς μέγα πάντων Ἀργείων ἤνασσε , θεὸς δ ' ὣς τίετο δήμῳ . τὸν | ||
| ἀλλ ' ὁ μὲν ἐν Θήβῃ πολυηράτῳ ἄλγεα πάσχων Καδμείων ἤνασσε θεῶν ὀλοὰς διὰ βουλάς : ἡ δ ' ἔβη |
| γοῦν ἐκείνων τοὺς πονηροὺς ἀλιτηρίους ἐκάλουν . καὶ ἄλλως : ἀλιτήριος λέγεται , ὅτι λιμὸς ἐγένετο ἐν Ἀθήναις καὶ οἱ | ||
| νικήσῃ καθ ' ἡμῶν ὁ τῆς ἀληθείας ἐχθρός , ὁ ἀλιτήριος δαίμων : μὴ δὴ τοσοῦτον δυνηθείη ἡ ἡμετέρα κακία |
| δακτύλιος : ἐπὶ τῶν πολυμηχάνων καὶ πανούργων . Γύγης γὰρ βουκόλος ὢν γῆς ὑπὸ σεισμοῦ ῥαγεί - σης νεκρὸν εὑρὼν | ||
| πρέπον ἂν καὶ ἡμῖν χορεύειν τῷ γάμῳ . ἅπτεται καὶ βουκόλος ἐν νάπαις σύριγγος , ὅταν ἴδῃ μόσχον , ὃν |
| οὐ τὸν πιθανὸν ἀλλὰ τὸν τεχνικὸν ἢ σπουδαῖόν φησι . Σικελικὸς δ ' ἢ Ἰταλικός , οἷον Ἐμπεδοκλῆς . Πυθαγόρειος | ||
| : μετὰ δὲ τὸ Τυρσηνικὸν πέλαγος ὁ Σικελὸς ῥόος ἢ Σικελικὸς πόντος ἀπὸ δύσεως πρὸς ἀνατολὰς κυρτὸς ἢ κυρτούμενος ἐπιστρέφεται |
| οὐδεμιᾷ τάξει ἀναγκαίᾳ , ἀλλὰ τοῦ ἐπιγράμματος μηδὲν διαφέρειν τοῦ Μίδου . κθʹ Ἔτι εἰ διὰ τοῦτο ἄξιον τοὺς ἐρῶντας | ||
| τῶν Λυδῶν εὐγενὴς ἀνὴρ ὁρμήσας καὶ τῇ παρ ' αὐτοῖς Μίδου βασιλείᾳ βαρυνθείς , τοῦ μὲν Μίδου ὑπ ' ἀνανδρίας |
| αἰσχύνης : ὁ δ ' ἄλλος εὐθὺς εἰς τὸ δῶμα πηδήσας ἐπικροτῶν τε τοῖς πτεροῖς ἐκεκράγει . καὶ τὸν μὲν | ||
| τούτου παθήματι παιδευθεὶς ὕστερον τῶν ἁπάντων τῆς ἰδίας νεὼς σφοδρωτέρως πηδήσας πλήττει τὴν γῆν καὶ ὕδωρ ἐξ αὐτῆς ἀνεδόθη , |
| συναίρεσις ὡς τὸ “ ᾡπόλος ” ἀντὶ τοῦ “ ὁ αἰπόλος ” , ἔκθλιψις δὲ καὶ κρᾶσις καὶ συναίρεσις ὡς | ||
| Δάφνις ὑφ ' ἡδονῆς , ἀλλ ' ἅτε ἄγροικος καὶ αἰπόλος καὶ ἐρῶν καὶ νέος , πρὸ τῶν ποδῶν καταπεσὼν |
| ἀνίσχοντα ἥλιον , ἐν ᾧ Προυσιὰς ἔστιν ἡ Κίος πρότερον ὀνομασθεῖσα : κατέσκαψε δὲ τὴν Κίον Φίλιππος , ὁ Δημητρίου | ||
| τεθῆναι . Χρυσαορίς , πόλις Καρίας , ἡ ὕστερον Ἰδριάς ὀνομασθεῖσα . Ἀπολλώνιος ἐν ἑβδόμῳ Καρικῶν „ . . . |
| περιτρέχειν ποιοῦσαι τοὺς μεμηνότας : Ποτνιάδες θεαί : μανιοποιοί . Πότνιαι γὰρ χωρίον ἐστὶ Βοιωτίας , ἔνθα φαγοῦσαι βοτάνην αἱ | ||
| δεσπότην Γλαῦκον τὸν Βελλεροφόντου πατέρα ἐν τῷ ἐπιταφίῳ Πελίου . Πότνιαι δὲ πόλις Βοιωτίας , ὅθεν καὶ Γλαῦκος * * |
| χώρᾳ Νεμέαν δοῦναι θυγατέρα Ἀσωποῦ καὶ ταύτην . καὶ ὄρος Ἀπέσας ἐστὶν ὑπὲρ τὴν Νεμέαν , ἔνθα Περσέα πρῶτον Διὶ | ||
| εἰκοστῷ . τὸ ἐθνικὸν Ἀπεραντοί ὡς Ἀμαραντοί , ὀξυτόνως . Ἀπέσας , ὄρος τῆς Νεμέας , ὡς Πίνδαρος καὶ Καλλίμαχος |
| ὄνομα , ἧς Ἀρχίας κύριός ἐστιν , ὁ δ ' Ὑμέναιος ἐπιτήδειος , ὁ Φιλωνίδης δ ' ἐρᾶν φησίν . | ||
| μή , τί δεῖ πονεῖν ; τίν ' ἄρ ' Ὑμέναιος διὰ λωτοῦ Λίβυος μετά τε φιλοχόρου κιθάρας συρίγγων θ |
| λέγει γοῦν οὐχ ὁ Ἰακὼβ τῷ Ἰωσὴφ μᾶλλον ἢ ὁ ἱερὸς λόγος παντὶ τῷ τὸ μὲν σῶμα εὐεκτοῦντι , ἐν | ||
| πάσας συμβέβηκε τῆς εἰρήνῃ φίλης ἡσυχίας μακρὰν ἀπεληλαμένης , ὁ ἱερὸς συναινεῖ λόγος : οὐ γὰρ λέγει μὴ εἶναι πολέμου |
| καὶ τὴν ὀνομασίαν ἔσχεν ἡ πόλις . . . Βοῦς Κύπριος : κοπροφάγος , εἰκαῖος , ἀκάθαρτος . Σημαίνει δὲ | ||
| τῶν πλουσίων καὶ ὑβριστῶν . Τοιοῦτοι γὰρ οἱ Κολοφώνιοι . Κύπριος βοῦς : ἐπὶ τῶν κοπροφάγων καὶ εἰκαίων . Κάμηλος |
| , ἐπτοημένος ἐξεπτοημένος , συνεσταλμένος , τεθορυβημένος , τεταραγμένος , ἐξεστηκώς . φοβερῶς ἔχων , ἐπιφόβως , ἐπιδεῶς καταδεῶς , | ||
| ἐνθουσιῶν τῷ Ἄρει ἤγουν μαινόμενος . ἔνθεος ] κάτοχος καὶ ἐξεστηκώς . θ ἔνθεος ] ὁ θεόληπτος καὶ κάτοχος . |
| δόρατα εἶχον οἱ Τρῶες . μαιμῶν : κυρίως αἵματος ἐπιθυμῶν αἱμῶν καὶ προσθήκῃ τοῦ μ μαιμῶν . κορέσσαι : βʹ | ||
| δόρατα εἶχον οἱ Τρῶες . μαιμῶν : κυρίως αἵματος ἐπιθυμῶν αἱμῶν καὶ προσθήκῃ τοῦ μ μαιμῶν . κορέσσαι : βʹ |
| ὑπὸ τῶν συμπαιζόντων , μετὰ ταῦτα τῆς συμφωνίας προκαλουμένης ἀνεπήδα γυμνὸς καὶ τοῖς μίμοις προσπαίζων ὠρχεῖτο τῶν ὀρχήσεων τὰς γέλωτα | ||
| ἤ τινα εὔφημον , τῶν ἀπὸ γλώττης μόνον συνευχομένων , γυμνὸς ἄτερ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος , οὐδ ' ἔχον |
| , πῶς ἕκαστος λέγεται Ἰουδαῖος , πῶς Σύρος , πῶς Αἰγύπτιος ; καὶ ὅταν τινὰ ἐπαμφοτερίζοντα ἴδωμεν , εἰώθαμεν λέγειν | ||
| ἀφίκετο ὁ Ἡρακλῆς ὁ Θηβαῖος ἢ ὁ Τύριος ἢ ὁ Αἰγύπτιος ἐς οὐδέτερα ἔχω ἰσχυρίσασθαι : μᾶλλον δὲ δοκῶ ὅτι |
| ἔμπνοα βόσκει , οὐδ ' ὁπόσον πήχυιον ἐς Ἄιδα γίγνεται οἷμος , οὐδ ' εἰ Παιήων φαρμάσσοι , ὅτε μοῦνον | ||
| γὰρ τοῦ κείομαι κεῖμαι κοίμη , ὡς καὶ ἀπὸ τοῦ οἷμος οἴμη . Τὰ διὰ τοῦ ημη δισύλλαβα βαρύτονα τὸ |
| Κουρῆτες , οἱ δὲ ἀκούρευτοι Ἀκαρνᾶνες . ἔνιοι δὲ ἀπὸ ἥρωος τοὔνομα ἔχειν τὸ ἑκάτερον φῦλον , οἱ δὲ ἀπὸ | ||
| οὗτος μὲν ἀπὸ τόπου , ὁ τόπος δὲ ἀπὸ Σκίρου ἥρωος . ἐν δὲ τῷ τόπῳ τούτῳ αἱ πόρναι ἐκαθέζοντο |
| χρυσοῦν ἄορ ἔχοντος : “ Φοίβου Ἀπόλλωνος χρυσαόρου . ” χρυσῆς Ἀφροδίτης καλῆς , ἀπὸ τῆς παρ ' ἡμῖν θαυμαζομένης | ||
| Στέφανον ἐπέκειτο τοὺς ὀφθαλμοὺς ὀρύττων καὶ τὰς παρειὰς ξυντρίβων πυθμένι χρυσῆς κύλικος αὐτοῦ κειμένης περὶ τὰ ἱερά , ἐκάλει δὲ |
| κατέκλιναν ἐπὶ τὴν κοίτην . Καλλιρόη μὲν οὖν ἄφωνος καὶ ἄπνους ἐπέκειτο νεκρᾶς εἰκόνα πᾶσι παρέχουσα , Φήμη δὲ ἄγγελος | ||
| πέλων τάφῳ κατῴκησάς τε νεκρὸς , ἄψυχος , ἄμορφος , ἄπνους , μηδόλως κάλλος φέρων , νικώμενος παλαίστρᾳ καὶ φεύγων |
| , δι ' ἧς φέρεται ὁ Ἰσμηνὸς ποταμός . * Κῶπαι : πόλις Βοιωτίας αἱ Κῶπαι , ἔνθα ἡ Κωπαστὶς | ||
| τοὺς ἰχθύας αὐτῶν . τὸ ἐθνικὸν Κωνώπιος καὶ Κωνωπιεύς . Κῶπαι , πόλις Βοιωτική . Ὅμηρος „ Κώπας Εὔτρησίν τε |
| , ὅταν βούλησθε . οἱ δὲ στρατηγοί , μάλιστα δὲ Τυδεὺς καὶ Μένανδρος , ἀπιέναι αὐτὸν ἐκέλευσαν : αὐτοὶ γὰρ | ||
| Ὠλενίαν ἀδελφὸν ἴδιον . . . . Ξ , : Τυδεὺς ὁ Οἰνέως , Αἰτωλὸς μὲν ἦν τὸ γένος , |
| τινά εἰσιν ἐξημμένα τοῦ ἥπατος : τράπεζα , ὄνυξ , μάχαιρα , κάνεον . διὰ δὲ τοῦ νεύει δὲ χολῆς | ||
| , ὅτι μάχαιραν δίδωσι τοῖς πειθομένοις αὐτῇ . Ἡ δὲ μάχαιρα ἑπτὰ κακῶν μήτηρ ἐστί . Πρῶτον συλλαμβάνει ἡ διάνοια |
| ὄφις καὶ ὄφεας καὶ ὄφεις . Ὦ ὄφιες καὶ ὦ ὄφις καὶ ὦ ὄφεες καὶ ὦ ὄφεις . Ἰστέον ὅτι | ||
| μῦθος . Λέγεται καὶ περὶ τῆς ὕδρας τῆς Λερναίας ὅτι ὄφις ἦν ἔχων πεντήκοντα κεφαλάς , σῶμα δὲ ἕν , |
| , ἀνέμῳ διαλέγει ἄλλη συνωρίς ἁμαξιαῖα χρήματα ἀμήρυτοι λόγοι ἀνασπᾶν γνωμίδιον ἀνδρόγυνον ἄθυρμα ἀνέμους γεωργεῖν ἄνθρωπος φιλοπραγματίας ἀνωφρυασμένος ἄνθρωπος ἄπλυτον | ||
| , καὶ ἡ τρίτη συνεσταλμένη τυγχάνει , οἷον γνώμη γνώμης γνωμίδιον , ψυχή ψυχῆς ψυχίδιον , ξίφος ξίφους ξιφίδιον : |
| [ ] ἀνήλυσιν : ἠελίου δέ [ αὐγὴ πρῶτον ] ἔλαμψε [ ] βοώπιδος οἷα σελήνης , [ ! ! | ||
| γὰρ κατέλιπεν αὐτὸν τὸ κάλλος οὐδὲ φοβούμενον , ἀλλ ' ἔλαμψε μὲν ὑπὸ τοῦ δέους ἡ παρειά , τὸ βλέμμα |
| λαῦραι : ῥῦμαι , κῶμαι , στενωποί , ὑπόνομοι . Λείβηθρα : ὄρος Μακεδονίας , οὗ τὸ ἐθνικὸν οἱ Λειβήθριοι | ||
| Βηφύρου γάνος : Βήφυρος ποταμὸς Μακεδονίας * . Λειβηθρίην : Λείβηθρα δὲ . . . . ὄρος ἐν Ἑλικῶνι . |
| ταῖς Ἄλπεσιν . Ἔστι δὲ πεδίον σφόδρα εὔδαιμον καὶ γεωλοφίαις εὐκάρποις πεποικιλμένον . διαιρεῖ δ ' αὐτὸ μέσον πως ὁ | ||
| τε καὶ εὐθαλέας ὀροδάμνους κέκλασμαι πυκιναῖς χερμάσι βαλλομένη : δένδρεσιν εὐκάρποις οὐδὲν πλέον : ἦ γὰρ ἔγωγε δυσδαίμων ἐς ἐμὴν |
| ' οὕτως ἔστης , ὥς ποτε κρινομένη . Σιγάτω λάσιον Δρυάδων λέπας οἵ τ ' ἀπὸ πέτρας κρουνοὶ καὶ βληχὴ | ||
| δὲ εἰρημένον ἐστὶν ὡς ἡ Φιγαλία νύμφη τῶν καλουμένων εἴη Δρυάδων . Λακεδαιμόνιοι δὲ ἡνίκα Ἀρκάσιν ἐπεχείρησαν καὶ ἐσέβαλον ἐς |
| Θυνιάδος νήσου εἰς Σαγγάριον ποταμὸν πλωτὸν στάδιοι σʹ . Ἀπὸ Σαγγαρίου ποταμοῦ εἰς Ὕπιον ποταμὸν στάδιοι ρπʹ . Ἀπὸ Ὑπίου | ||
| ἀλλ ' ἑτέραν , ἡγούμενος [ ] διὰ [ τοῦ Σαγγαρίου ] διεξιοῦσιν ? ? [ ἀκοπωτέρως ] ? ? |
| γενεᾷ . τούτων πεποιημένα ἐστὶν ἐπὶ τῷ βάθρῳ Μοῦσαι καὶ Μαρσύας αὐλῶν . ἐνταῦθα ἀνὴρ ἐπείργασται στήλῃ Πολύβιος ὁ Λυκόρτα | ||
| ὅσον αἱ πηγαὶ καὶ τὸ ἄντρον , ἐκποδὼν δὲ ὁ Μαρσύας ἢ ποιμαίνων ἢ μετὰ τὴν ἔριν . μὴ ἐπαίνει |
| γίγνεται , ἐν δὲ τῇ παντελεῖ ἐπιστροφῇ ὁ πέτρινος δὴ ὀνομαζόμενος τῇ Κελτῶν φωνῇ , ὅς ἐστι πάντων χαλεπώτατος . | ||
| πληρώσεως . Θαλῆς μὲν οὖν , εἷς τῶν ἑπτὰ σοφῶν ὀνομαζόμενος , φησὶ τοὺς ἐτησίας ἀντιπνέοντας ταῖς ἐκβολαῖς τοῦ ποταμοῦ |
| ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἔστιν ἀθάνατος . Γλαῦκος ὁ Ἀνθηδόνιος ἦν ἁλιεύς . ἐμμανὴς δὲ γενόμενος ἥλλατο εἰς τὴν | ||
| κρανίων , ἀλλὰ καὶ τῆς ἀειζώου βοτάνης , ἧς ὁ Ἀνθηδόνιος ἐκεῖνος ἐμφορηθεὶς δαίμων ἀθάνατος † πάλιν ητις † γέγονε |
| οὔθ ' ἑκὼν οὔτε ἄκων ἐξαπατήσει τιμῶν τε τἀληθὲς καὶ γέμων ῥητορικῆς . Ἀλλ ' οὐδὲν τῶν παρὰ σοῦ μικρόν | ||
| καθαρείως παρὰ Ξενοφῶντι εἴρηταιδιηκριβωμένος , εὐδίαιτος , μεγαλόφρων , φιλοφροσύνης γέμων , εὐάρμοστος , φιλοπροσήγορος , πανηγυρικὸς τὸ ἦθος , |
| δὲ εἰπεῖν τὸν ἀφεστῶτα τόπον , ὡς τό ὅθι ποιμένα ποιμὴν ἠπύει . νάσσατο : ἀντὶ τοῦ κατῴκισε . ῥύσια | ||
| ὥστ ' εἰκότως ὁ τὰ ἄριστα ἐπὶ θεὸν ἀναφέρων Ἄβελ ποιμὴν κέκληται , ὁ δὲ ἐφ ' ἑαυτὸν καὶ τὸν |
| καὶ μηδεμία γένηται ἁμαρτία , οὐδόλως ὑποστρέφει : εἰ γὰρ εὐήθους ὄντος αὐτοῦ γένηται ἁμαρτία , ἧσσον κακὸν ἐπιστρέφειν : | ||
| δὲ καὶ γυναῖκα νοσημάτων ὑστερικῶν καί τινος φύματος τοῦ παντάπασιν εὐήθους , οἷα δὴ φύεται γυναιξὶν ἔν τε τιτθοῖς καὶ |
| ˘ – εἴτ ' οὖν σοφιστὴς † καλὰ † παραπαίων χέλυν τῷ πονοῦντι δ ' ἐκ θεῶν ὀφείλεται τέκνωμα τοῦ | ||
| ἵζει , ἀρίστην γυναῖκα πορθμεύσας εἰς τὴν Ἀχερουσίαν λίμνην : χέλυν : τὴν λύραν . ἀπὸ γὰρ χελώνης ὀρεινῆς ἡ |
| . . . . νθ γοʹ μβ γοʹ καὶ ὁ Μύσιος Ὄλυμπος τὸ ὄρος νζ μα ∠ ʹ . Κατέχουσι | ||
| . , : ῥεῖ δ ' ἐκ τοῦ Τήμνου ποταμὸς Μύσιος , ἐμβάλλων εἰς τὸν Κάϊκον ὑπὸ ταῖς πηγαῖς αὐτοῦ |
| καὶ ἐπὶ γενικῆς : δαφνών : παρθενών : ἀνδρών : λειμών : χειμών : ἀγών : αἰών : σεσημείωται τὸ | ||
| ] ! [ . . . θελουσ ! [ ! λειμών ? ? ? [ ! ] ! ! ! |
| οἰκείων : Εἴπ ' , ὦ μάμμη , ὅτ ' ὤδινες καὶ ἔτικτές με , τίς ἡμέρα ; καὶ ὑπὲρ | ||
| οὖν πηγῶν ἀρυσάμενος πολλὴν ναμάτων φορὰν ἤδη πρὸς ἀκρόασιν θείων ὤδινες ἀκουσμάτων καὶ φοιτήσας ἐς διδασκάλου γέμοντος μὲν εἰκότως παιδείας |
| ἔτεσι ζήσας καὶ ἄτερ νόσου τινὸς τελευτήσας , ἐν ταῖς ἀκρωρείαις τοῦ Μαυσωροῦ ταφῆς ἠξιώθη πολυτελοῦς : κατὰ δὲ πρόνοιαν | ||
| * ὄχθαις : τοῦ ποταμοῦ Περμησσοῖο κρημνοῖς * ὄχθοις : ἀκρωρείαις ἰστέον δὲ ὅτι ψεύδεται ὁ Νίκανδρος ἐνταῦθα : οὐδαμοῦ |
| θεὸς ὁ πάσης κακίας ἀμέτοχος , ἀλλὰ καὶ πατὴρ καὶ ὀθνεῖος ἄνθρωπος μὴ τελείως ἀρετῆς ἄγευστος , εἰ τοιαῦτα ἀκούοι | ||
| ἀναγκαῖον τὸ σπούδασμα . ὁ γὰρ τῷ γάμῳ τελούμενος οὐκ ὀθνεῖος τῶν λόγων , οὐδὲ τὴν γνώμην ἀλλότριος , ἀλλὰ |
| Εὐστοχίου γε ? ? [ Σοτῆρος ] ἀτὰρ Κυρίλλου τε Κομήτου , ὧν βασιλεῖς τρομέουσι τὰ μήδεα πυκνὰ σοφίης . | ||
| συνίστωρ † αθαμας ? ης , ὁ τοῦ Κυρίλλου καὶ Κομήτου τῶν πάνυ , οἳ καὶ κυβερνῆται μέγιστοι πελαστικῶν . |
| τὸν Ἱέρωνα . διὰ Ἀναξίλαος . ὤν . ὑπέρφρων καὶ σοβαρός . διὰ κολακείας ὑπελθὼν ἐποίησε φίλον . . Οἱ | ||
| οὐδενὶ πρόσωπον . . . τὰ χρήματα ] τὰ πράγματα σοβαρός ] ἐπηρμένος ὦ Δάματερ ] παίζει τοὺς Δωριεῖς ἀντὶ |
| διεμέρισαν πρὸς ἀλλήλους : * * σοῦ . . Υἱὲ Ταντάλου ] ὦ Πέλοψ , υἱὲ τοῦ Ταντάλου , τὰ | ||
| τῆς εὐδαιμονίας . Ὅμοιόν ἐστι τὸ κῶλον τῷ περὶ τοῦ Ταντάλου ἐν τῷ Αʹ Εἴδει τῶν Ὀλυμπίων : . . |
| . ταὶ ] ? δο ? ! [ ! ] Νυμφάων καλλιπλοκάμων [ ] [ ] ? συνοπηδοὶ ? ? | ||
| ζ ] : ὥς τέ με κουράων ἀμφήλυθε θῆλυς ἀυτὴ Νυμφάων , αἳ ἔχους ' ὀρέων αἰπεινὰ κάρηνα : ἄλλως |
| ἐκ Μεγάρας δὲ τῆς Κρέοντος Θηρίμαχος Δηικόων Κρεοντιάδης , ἐξ Ὀμφάλης δὲ Ἀγέλαος , ὅθεν καὶ τὸ Κροίσου γένος . | ||
| ἔξαινον ἔρια ἐν Λυδίᾳ πορφυρίδα ἐνδεδυκὼς καὶ παιόμενος ὑπὸ τῆς Ὀμφάλης χρυσῷ σανδάλῳ , ἀλλὰ οὐδὲ μελαγχολήσας ἀπέκτεινα τὰ τέκνα |
| ἀλθαίνεσκεν ἀκμαίαν πατρός , ὀθνεῖα γατομοῦντος Αἴθωνος πτερά . Ὁ Φρὺξ δ ' , ἀδελφὸν αἷμα τιμωρούμενος , πάλιν τιθηνὸν | ||
| , ὡς ἐπιθαλάμιον . τούτου γὰρ , φασὶν , ὁ Φρὺξ ὑπομιμνησκόμενος στε - νάζει τὸν Ἑλένης γάμον καὶ ὑμέναιον |
| ζʹ . Κλαύδιος ἔτη ιγʹ μῆνας ηʹ ἡμέρας κʹ . Νέρων ἔτη ιγʹ μῆνας ζʹ ἡμέρας κζʹ . Γάλβας μῆνας | ||
| οὐ τὸ μέ - γεθος τῆς ἀρχῆς : καὶ γὰρ Νέρων ἦρχεν οὐκ ἐλαττόνων : οὐδ ' ὅτι σοι χρυσοῦς |
| ' ὁ τῆς Γαρμαθώνης ἀνὴρ αἰφνιδίως ἔνθεος γενόμενος , ἑαυτὸν ἔρριψεν εἰς ποταμὸν καλούμενον Αἴγυπτον , ὃς ἀπ ' αὐτοῦ | ||
| τῶν πατρῴων γάμων . Ὁ δὲ υἱὸς περικατάληπτος γενόμενος ἑαυτὸν ἔρριψεν εἰς ποταμὸν Ῥόμβον , ὃς ἀπ ' αὐτοῦ Ἕβρος |
| γὰρ Ἰσθμιακὸν στέφανον ἐκ σελίνου συνίστασθαι . οἱ δὲ στρατιῶται παραγγείλαντος τοῦ Τιμολέοντος ἐκ τῶν σελίνων πλέξαντες στεφάνους καὶ ταῖς | ||
| τὴν νίκην ἀπογνόντες πρὸς φυγὴν ἐτράπησαν . τοῦ δὲ Γέλωνος παραγγείλαντος μηδένα ζωγρεῖν , πολὺς ἐγένετο φόνος τῶν φευγόντων , |
| , αὐτὸς δὲ ἀναλαβὼν τὰς αὑτοῦ γονὰς ἐρραψάμενος τῷ μηρῷ ἐφόρει δέκα μῆνας ἐξ ἀρχῆς , δίαιταν ἔχων ἐν Νύσῃ | ||
| δι ' ἧς τοὺς παριόντας ἔκτεινε . ταύτην ἀφελόμενος Θησεὺς ἐφόρει . δεύτερον δὲ κτείνει Σίνιν τὸν Πολυπήμονος καὶ Συλέας |
| Ποσειδῶνος καὶ Ἀμυμώνης ὕδασιν : Ἀμυμωνίοις : Δαναοῦ θυγατέρες Ἵππη Ἀμυμώνη Φυσάδεια * * * : περιβαλὼν αὐταῖς δουλείαν : | ||
| συγγενέσθαι : Ποσειδῶνος δὲ ἐπιφανέντος ὁ Σάτυρος μὲν ἔφυγεν , Ἀμυμώνη δὲ τούτῳ συνευνάζεται , καὶ αὐτῇ Ποσειδῶν τὰς ἐν |
| ὁ τοῦ Ἀφαρέως παῖς ἔτρωσεν . ἀπὸ Ταϋγέτου πεδαυγάζων ἴδε Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἥμενος : ὁ μὲν Ἀρίσταρχος ἀξιοῖ | ||
| , Δρύας Ἄρεος , ἐκ Καλυδῶνος οὗτοι , Ἴδας καὶ Λυγκεὺς Ἀφαρέως ἐκ Μεσσήνης , Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης Διὸς καὶ |
| πλησίον καθίδρυτο Πινδάρου , ἢ ὅτι σύνεστι τῇ θεῷ ὡς ὄρειος ὤν . καὶ ἡ Ῥέα δὲ ὄρειος λέγεται διὰ | ||
| τῆς τοῦ Διὸς ἱερουργίας οὐκ ἂν προσάψαιντο . Ἡ δὲ ὄρειος ἅρπη τῶν ὀρνίθων προσπεσοῦσα τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀφαρπάζει . Κόρακες |
| , καὶ ἐξέχεε τοῦ δυστυχοῦς κλέπτου τὰ σπλάγχνα , καὶ ἐκεῖτο παρὰ τῇ τρυγόνι νεκρὸς ὁ φώρ , ἐναργὴς ἔλεγχος | ||
| , καὶ ἐξέχεε τοῦ δυστυχοῦς κλέπτου τὰ σπλάγχνα , καὶ ἐκεῖτο παρὰ τῇ τρυγόνι νεκρὸς ὁ φώρ , ἐναργὴς ἔλεγχος |
| ἥ τ ' ἐπιχώριος ἡμετέρα θεὸς αἰγίδος ἡνίοχος , πολιοῦχος Ἀθάνα : Παρνασσίαν θ ' ὃς κατέχων πέτραν σὺν πεύκαις | ||
| παραὶ Δία παμβασιλῆα : ] τόκα δὴ γλαυκῶπις ] ? Ἀθάνα φάτ ' ἐυφραδέως ] ποτὶ ὃν κρατερόφρονα πάτρω ' |
| λοιπόν . ὁ κεραυνός ] ἡ φύσις τοῦ κεραυνοῦ . μετεωρισθεὶς ] ἀναχθείς : ἀπὸ γὰρ τῶν κάτω ἀνέρχεται εἰς | ||
| ἐπὶ τέλος ἐλθούσης , αὐτὸς δὲ καθαπερεί τινος θεοῦ φωνῆι μετεωρισθεὶς τοῖς τε ἡγεμόσι τῶν ἄλλων ἐθνῶν συνίστατο , καὶ |
| Περιστροφάδην : συστρεπτικῶς , διατρεπτικῶς . πλεκτόν : εἰς . πλαγκτόν : εἰς τὸν πεπλανημένον . εἱλίσσοιτο : συστρέφοιτο . | ||
| Περιστροφάδην : συστρεπτικῶς , διατρεπτικῶς . πλεκτόν : εἰς . πλαγκτόν : εἰς τὸν πεπλανημένον . εἱλίσσοιτο : συστρέφοιτο . |
| μὴ τοίνυν ἡμᾶς Ὅμηρος ἐκπληττέτω Φαιάκων τινῶν ἀναπλάττων φιλοξενίαν ἑνὸς Ἰθακησίου τετυχηκότος φιλανθρωπίας οὐδὲ πάντων ἀσμένως ὑποδεξαμένων τὸν ξένον : | ||
| δοκεῖ ὁ Μέτων ἄμεινον ὑποκρίνασθαι τὴν μανίαν τοῦ Ὀδυσσέως τοῦ Ἰθακησίου : ἐκεῖνον μὲν γὰρ ὁ Παλαμήδης κατεφώρασε , τοῦτον |
| ἐστὶν ἡ μῆτις ἡ προκειμένη τῶν προγόνων , ἧς ὑπόδειγμα Σίσυφος . τὸν μὲν Σίσυφον λέγω , φησὶν , οὕτω | ||
| αὐτούς . σισυφεὺς ὁ σοφὸς ἀριθμητὴς , ἐπεὶ καὶ ὁ Σίσυφος κέρδιστος καὶ φιλάργυρος . διαφορὰν ὀλύνθων , φηλήκων , |
| ὁ Ἡρακλῆς εἶχε γυναῖκα ὀνόματι Δηϊάνειραν , ἣν ἔλαβεν ἐξ Οἰνέως , ἀντεραστὴς γενόμενος Ἀχελώῳ τῷ ποταμῷ , ἐξ ἧς | ||
| γυναῖκα . τελουμένων δὲ τῶν γάμων † ἕνα τῶν συγγενῶν Οἰνέως Ἔννομον τὸν Ἀρχιτέλους πλήξας κονδύλῳ ἀναιρεῖ παροινήσας κατὰ χειρὸς |
| ἔργων : ἀλλοίων ἐπιστήμων ἔργων . ἀλλοίοισι : διαφόροις . ἐπώνυμος : αἴτιος , ἐπιστάτης : γράφεται ἐπίσκοπος ἤως ἐπιτηρητικός | ||
| πατρός , Ἑρμῆ , φύλασσε , κάρτα δ ' ὢν ἐπώνυμος πομπαῖος ἴσθι , τόνδε ποιμαίνων ἐμὸν ἱκέτην : σέβει |
| καὶ πολέμοισι πεσόντα μέγα στενάχουσιν ἑταῖρον . ἵππος ἐν ὑσμίνῃ ῥῆξεν ποτὲ δεσμὰ σιωπῆς καὶ φύσιος θεσμοὺς ὑπερέδραμε καὶ λάβεν | ||
| ἀντὶ τοῦ τεθνηκότος . . δένδρεον : . Γ . ῥῆξεν δέ οἱ ἀμφὶ χιτῶνα χάλκεονἡ διπλῆ ὅτι σαφῶς τὸν |
| . τῖφος : ὁ κάθυγρος τόπος , ἔνθα διέτριβεν ὁ κάπρος . περὶ δὲ τοῦ κάπρου καὶ Ἡρόδωρός φησιν , | ||
| αὐτοῦ καὶ Εὐξίππης , ἢ ὅτι Λητὼ ἐκεῖ βουλομένην τεκεῖν κάπρος ἐπιφανεὶς ἐπτόησε . τὸ ἐθνικὸν Ἀκραιφιαῖος καὶ Ἀκραίφιος καὶ |
| τριῶν φῦναι πατέρων , ἔνθεν Τριτογένειαν καλεῖσθαι . τὸ δὲ πορφυρέου κριοῦ τοῦ χρυσομάλλου κριοῦ . φὼρ ἀνέθηκε κριοῦ : | ||
| εἰμὶ δὲ ταῖς Νύμφαισιν ὁμέψιος . ἀντὶ δὲ τοῦ πρίν πορφυρέου μέθυος λαρὸν ὕδωρ προχέω . εὔκηλον δ ' ἴθυνε |
| ἐλάμβανον παχὺ καὶ χειμερινὸν ἱμάτιον . θεραπείαν : * * χλαῖνα γὰρ ἐδίδοτο . ἀνέμων . . Ἐν Πελλήνῃ πανήγυρις | ||
| . διαφέρειν φησὶ καὶ τῷ σχήματι : ἡ μὲν γὰρ χλαῖνα τετράγωνον , φησίν , ἱμάτιον , ἡ δὲ χλαμὺς |
| καὶ ἡ Φρυγία . . . . τάων καὶ Βορέης ἠράσσατο : ἡ διπλῆ ὅτι ἐλλείπει τὸ τινῶν , τούτων | ||
| γείνατο δὲ ῥαδαλῇς ἐναλίγκιον ἀρκεύθοισι Βυβλίδα . τῆς ἤτοι ἀέκων ἠράσσατο Καῦνος . * * * * * * * |
| , ποταμοὶ ἐξαιρούμενοι τῆς γῆς καὶ θαλάττης ζεῦγμα καὶ ὁ Ἄθως ὡς ἐτμήθη . φασὶ δὲ καὶ ἀνδρῶνι ἐντυχεῖν , | ||
| ὑπερτάτην ἄτην : ἐπὶ τῶν πασχόντων ἄξια ὧν ἔδρασαν . Ἄθως καλύπτει πλευρὰ Λημνίας βοός . Ἀπὸ κώπης ἐπὶ βῆμα |
| οὐδὲν ὁ ὄμβρος ἐνέβαλε . τοῦ χειμῶνος δὲ τὰς νύκτας ἐκτείνοντος ἄνευ πολλῶν καὶ καλῶν ἑτέρων λόγων ἐπιθέμενος ταῖς βίβλοις | ||
| περὶ συστελλομένου τοῦ ὦταν̆ ἡ ζήτησις , περὶ δὲ τοῦ ἐκτείνοντος τὸ α καὶ περὶ τοῦ διτονοῦντος . πῶς δὲ |
| λωτοειδές . ] Ἐν Λιβύῃ δὲ ὁ λωτὸς πλεῖστος καὶ κάλλιστος καὶ ὁ παλίουρος καὶ ἔν τισι μέρεσι τῇ τε | ||
| ' ἐραστῶν ἀλλήλοις καταστῆναι , ἐνθυμηθέντες ὡς οὐδ ' ὅστις κάλλιστος ἑαυτοῦ πώποτ ' ἠράσθη , ἀλλ ' ἑτέρου του |
| τῆς πόλεως , ὀνομάσαι δ ' αὐτὴν ἀπὸ μιᾶς τῶν Ἰλιάδων Ῥώμης . ταύτην δὲ λέγει ταῖς ἄλλαις Τρωάσι παρακελευσαμένην | ||
| γενύων ἐλελιζομένα θρήνων ἐμοὶ ξυνεργός , Ἑλένας μελέους πόνους τὸν Ἰλιάδων τ ' ἀειδούσαι δακρυόεντα πότμον Ἀχαιῶν ὑπὸ λόγχαις , |
| κυανώπιδες [ ] ἤρυσαν [ ὕδωρ ] κάλπισι [ ] κυανέαις καὶ ἔσβεσαν ἀκάματον [ ] πῦρ . Φιλίννης Θεσσαλῆς | ||
| συμπαθὼν δὲ τῇ Ἀνδρομάχῃ ὀδύρεται τὴν ἅλωσιν τῆς Τροίας : κυανέαις ἵπποισι : μελαίναις . ἐπὶ γὰρ ἵππων μελαινῶν λέγουσι |
| κεντός : καὶ ἀποβολῇ τοῦ ν , καὶ προσθέσει , κεστὸς ἀκεστός : καὶ τὸ θηλυκὸν ἀκεστὴ , καὶ τροπῇ | ||
| : τὰς γαίας . Ἀκήν : ἡσυχίαν . κεστούς : κεστὸς ἔνδυμα Ἀφροδίτης . Ἐχθαίρω : νεμεσῶ . Ποντογενείας : |
| οὕτω τεταγμένων ἐκπέμπεσθαι τὸν ἦχον . ὑπὲρ δὲ τοῦ Μεμνονίου θῆκαι βασιλέων ἐν σπηλαίοις λατομηταὶ περὶ τετταράκοντα , θαυμαστῶς κατεσκευασμέναι | ||
| ποιεῖ Καλλίμαχος ἐν τῷ περὶ ἀγώνων . Ἀλαβαστοθῆκαι : αἱ θῆκαι τῶν ἀλαβάστων , ἃς ἐν τῇ συνηθείᾳ μυροθήκας καλοῦσι |
| θέλων δὲ προσκυνῆσαι ἀνέκρινε , τίνος εἴη . μαθὼν δὲ Ἀδώνιδος εἶναι ἔφη : οὐδὲν ἱερὸν ἀντὶ τοῦ οὐδενὸς ἄξιον | ||
| ] . ἐν δὲ ἰωνικῷ τῷ ἀπὸ μείζονος Σωτάδου ἐξ Ἀδώνιδος τόδε τίνα τῶν παλαιῶν ἱστοριῶν θέλετ ' ἐσακοῦσαι : |
| τὰ δὲ κοινωνοῦντα ἀρσενικῷ γένει μετατιθέασιν : ἐλπίς εὔελπις , ἀσπίς λεύκασπις . Τὰ εἰς ΙΣ πατρωνυμικὰ ἢ τύπον ἔχοντα | ||
| δὲ αὐτῶν ἐπὶ τοῦ λαμπροῦ ἀδάμαντος , ἦχον ἀπετέλει ἡ ἀσπίς . Ἐπὶ δὲ ταῖς ζώναις τῶν Γοργόνων δύο δράκοντες |
| τῆς μιν ἀνώγει πηοσύνη καὶ κῆδος ἐνικρινθῆναι ὁμίλῳ : οὐδὲ Φεραῖς Ἄδμητος ἐυρρήνεσσιν ἀνάσσων μίμνεν ὑπὸ σκοπιὴν ὄρεος Χαλκωδονίοιο : | ||
| γὰρ νικήσας τὸν Ὀνόμαρχον ἐπιφανεῖ παρατάξει τήν τ ' ἐν Φεραῖς τυραννίδα καθεῖλε καὶ τῇ πόλει τὴν ἐλευθερίαν ἀποδοὺς καὶ |
| καὶ θρυπτομένη . θνησείδιον : μᾶλλον ῥητέον ἢ κενέβριον . ἰσῆλιξ : καινότερον τοῦ ἡλικιώτης . ἰδιάζειν : ἴδιον πρᾶγμα | ||
| ὁμόσιτος , ὁμοτράπεζος , ὁμόσπονδος , ὁμωρόφιος , ὁμῆλιξ , ἰσῆλιξ . καὶ ἐχρῆτό μοι , καὶ ἐχρώμην αὐτῷ : |
| ἑτέρους Ἑρμῆς , ἀγασθείη τε αὐτὸν τοῦ εὑρήματος , καὶ παλαίστρα γένοιτο Ἑρμοῦ πρώτη , καὶ οἱ πλασθέντες δὲ ἐκ | ||
| δὲ οἱ δι ' ἀλκῆς σώματος , ὥσπερ δρόμος , παλαίστρα , πυγμή , παγκράτιον , δίσκος , ἅλμα , |
| τὰν Φερρέφατταν ὡς δάμαλις , ὡς παρθένος , ὡς πῶλος ἀδμής . ἣ δ ' ἄρ ' ἦν μυωνία . | ||
| Φερρέφατταν , ὡς δάμαλις , ὡς παρθένος , ὡς πῶλος ἀδμής : ἡ δ ' ἄρ ' ἦν μυωνιὰ ὅλη |
| ἀθλητὴς καταγελασθεὶς ὑπ ' αὐτοῦ , ὅτι ἐσθῆτα ὤφθη ἀνθινὴν ἀμπεχόμενος Ὀλυμπιονίκης ὤν , ἐπάταξεν αὐτὸν εἰς τὴν κεφαλὴν λίθῳ | ||
| τεῖχος πεποίηκεν . κάθηται δὲ ὑπὲρ τὴν Ἑλένην πορφυροῦν ἀνὴρ ἀμπεχόμενος ἱμάτιον καὶ ἐς τὰ μάλιστα κατηφής : Ἕλενον εἶναι |
| εὐεξαπάτητον γὰρ ἄνθρωπος δυστυχῶν . καταρρηξάμενος οὖν τὴν ἐσθῆτα καὶ σπαράξας τὰς τρίχας , τὸ στέρνον ἅμα παίων ἔλεγεν “ | ||
| ἦν ἀκατάσχετος . Λαβὼν δὴ τὴν κόμην ὁ Ἁβροκόμης καὶ σπαράξας τὴν ἐσθῆτα φεῦ μοι τῶν κακῶν εἶπε , τί |
| ἀλλ ' ὀλίγου καὶ εἰ ἄνθρωπός ἐστιν ἤ τι ἄλλο θρέμμα : τί δή ποτ ' ἐστὶν ἄνθρωπος καὶ τί | ||
| αἱ τῶν ἀγρῶν χάριτες , ἐπέπραντο δὲ περιστεραί , δεινὸν θρέμμα καταδουλώσασθαι νέον , ἅμιλλαι δὲ ἵππων καὶ τὰ τῆς |
| Πέλοπος τοσαῦτα , περὶ δὲ τοῦ Κέκροπος ἤδη λελέξεται . Κέκροψ βασιλεὺς γέγονεν Ἀθηνῶν , ὃς μεγάλως τὴ Ἀττικὴν κατεκόσμησεν | ||
| ἔχει τὸ Ι βραχύ , οἷον Πέλοψ Πέλοπος Πελοπίδης . Κέκροψ Κέκροπος Κεκροπίδης . Ὅσα ῥήματα ἐν κινήσεσιν εὑρίσκονται γεννῶνται |
| εἰ καὶ μακρὸς ὑπάρχει : ὁ δὲ παχὺς ἅμα καὶ εὐμήκης θυμικὸν ἄνδρα καὶ μεγάλαυχον καὶ αὐθάδη σημαίνει : ὁ | ||
| δὴ Ζήνων διακήκοε Παρμενίδου καὶ γέγονεν αὐτοῦ παιδικά . καὶ εὐμήκης ἦν , καθά φησι Πλάτων ἐν τῷ Παρμενίδῃ , |
| δὴ μετόπισθε μακρὸν περὶ σῆμ ' ἐβάλοντο Αἰσήποιο θύγατρες ἄδην πεπυκασμένον ὕλῃ παντοίῃ : καὶ πολλὰ θεαὶ περικωκύσαντο υἱέα κυδαίνουσαι | ||
| , πολιὸν σφόδρα κρᾶτα φοροῦντα οἶνον , ὑγρὰν χαίταν λευκῷ πεπυκασμένον ἄνθει πίνειν , ἐκ Λέσβου περικύμονος ἐκγεγαῶτα . τόν |
| ἐστι , τὸ Διὶ ὁμοιωθῆναι . ἐκείνου γὰρ ὑποδρηστὴρ καὶ ὑποφήτης , καὶ τῆς ἐκείνου ἀρχῆς οὐ φαύλην ἐπιτέτραπται μοῖραν | ||
| τοῖσιν δὲ Γλαῦκος βρυχίης ἁλὸς ἐξεφαάνθη , Νηρῆος θείοιο πολυφράδμων ὑποφήτης : ὕψι δὲ λαχνῆέν τε κάρη καὶ στήθε ' |
| ' ἐπ ' ἐσχάρηι . ὁμῶς δὲ καὶ πρὸς ἔργον ἀφροδίσιον ἐλθόντ ' ἑταῖρον ὁντινῶν ἐδέξατο . τὴν δ ' | ||
| , ὥς φασιν : ὁ δὲ ἐγκέφαλος γυναικῶν ἐς χάριν ἀφροδίσιον ἔχει τινὰς ἴυγγας , εἴ τῳ ἱκανοὶ τεκμηριῶσαι οἱ |
| περιγνάμψαντι : τὴν Κάραμβιν δηλονότι κάμψαντι . Ἅλυος ποταμοῖο : Ἅλυς ποταμὸς Παφλαγονίας , ὃν φυλάττεσθαι ὁ Πύθιος τῷ Λυδῶν | ||
| οὖρος ἦν τῆς τε Μηδικῆς ἀρχῆς καὶ τῆς Λυδικῆς ὁ Ἅλυς ποταμός , ὃς ῥέει ἐξ Ἀρμενίου ὄρεος διὰ Κιλίκων |
| οὐκ ἐς πάντας ἐξεφοίτησεν . Σταγειριτῶν νόμος οὗτος καὶ πάντη Ἑλληνικός . ὃ μὴ κατέθου φησί , μὴ λάμβανε . | ||
| ὁμοίως τῷ πρωτοτύπῳ , καὶ Ἑλληνίς τὸ θηλυκόν , καὶ Ἑλληνικός , καὶ Ἑλλαδικός ἀπὸ τῆς Ἑλλάδος . Ἑλληνικόν καὶ |
| Ἑνικά . Ὁ Νέστωρ τοῦ Νέστορος , ὁ κέλωρ τοῦ κέλωρος : τὰ εἰς ωρ βαρύτονα διὰ τοῦ ο κλίνεται | ||
| . στένω σε , πάτρα , καὶ τάφους Ἀτλαντίδος δύπτου κέλωρος , ὅς ποτ ' ἐν ῥαπτῷ κύτει , ὁποῖα |
| : περιεβέβλητο δὲ ἱμάτιον πορφυροῦν χρυσοποίκιλον . Προέκειτο δὲ αὐτοῦ κρατὴρ Λακωνικὸς χρυσοῦς μετρητῶν πεντεκαίδεκα καὶ τρίπους χρυσοῦς , ἐφ | ||
| ὥστε κατὰ λόγον τρίτον τῷ Διὶ σπένδεταί τε καὶ ὁ κρατὴρ τρίτος τίθεται . Σοφοκλῆς Ναυπλίῳ καὶ Διὸς σωτῆρος σπονδὴ |
| ἓν οἴσομαι . τέταρτον οὖν τοῦτον μετὰ τῶν τριῶν ὁ Τάνταλος τῶν εἰς τὸν θάνατον συνεργούντων προσείληφε πόνον τὸν τοῦ | ||
| συμβολῇ τοῦ πολέμου , ὁπότε διὰ τὴν ἁρπαγὴν Γανυμήδους ἐμάχοντο Τάνταλος ὁ ἐραστὴς Γανυμήδους καὶ Ἴλιος ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ . |
| αὐτὸς ποιῶν ἄλλοις παρέχειν διὰ πενίαν Ἀρκάδας μιμεῖσθαι ἔφη . Ἀρκὰς κυνῆ : Ἀρκαδικὸς πῖλος . . Ἀρκὰς φελλός : | ||
| οὐρανίου αἵματος ἅμα τῇ Ἀφροδίτῃ . Κράτης δ ' ὁ Ἀρκὰς εἰπών : πομπίλος , ὃν γαλέουσιν ἁλίπλοοι ἱερὸν ἰχθύν |
| ὡς οἶσθα καὶ σύ , φίλων ἄριστε , ἀνεβαλλόμην πολλάκις ἀξιωθεὶς τὸν λόγον , καὶ ἀπεσχόμην δ ' ἂν τελέως | ||
| κατέφυγε μὲν ἐπὶ Διονύσιον τὸν Σικελίας τύραννον , μειζόνων δὲ ἀξιωθεὶς ἢ τὸν φεύγοντα εἰκὸς ξυνῆκε μὲν τοῦ τυράννου καὶ |