γυμνικῶν ἑξῆς διελοῦμεν . ἵππον κέλητα ἐλαύνειν καλῶς πειθόμενον τῷ ῥυτῆρι καὶ αὐτῷ τῷ ἐλαύνοντι ἀγαθὸν ἐπίσης πᾶσιν : ἵππος
καὶ μὴν ὑβρίζοντ ' αὐτίκ ' ἐκ βάθρων ἐλῶ , ῥυτῆρι κρούων γλουτὸν ὑπτίου ποδός ἑωθινὸς γάρ , πρίν τιν
5656454 χαλκῳ
ἀλλ ' οὔπῃ χροὸς εἴσατο , πᾶς δ ' ἄρα χαλκῷ σμερδαλέῳ κεκάλυπτο . . Ν : Χροός : Ἀλεξίων
θαυμασίως πως εὐθετοῦσι . δεῖ δὲ καίειν αὐτοὺς ἐν ἀγγείῳ χαλκῷ καὶ οὕτω παρέχειν ἐξ αὐτοῦ ὅσον τοῖς τρισὶ δακτύλοις
5323927 ἑλκομενοιο
δ ' οὐκ ἄκοντε πετέσθην . τοῦ δ ' ἦν ἑλκομένοιο κονίσαλος : ἀμφὶ δὲ χαῖται κυάνεαι πίμπλαντο , κάρη
δέ οἱ ἕλκεται αὐτή : ὣς καὶ πουλύποδος δειλὸν δέμας ἑλκομένοιο λισσάδι μυδαλέῃ περιφύεται , οὐδ ' ἀνίησι . Κάραβος
5309901 χαροπον
κἀκείνως νῦν μὲν ὑπέρυθρον , εἶθ ' οὕτως πυρρὸν καὶ χαροπόν , ἐπὶ τούτοις ἢ γαλακτῶδες ἤ πως ἑτέρως ἔχον
λέξαι τὰ ἐν σοὶ ἅπαντα . τὸ μὲν ὄμμα σοι χαροπόν , πολλὰ δὲ αὐτοῦ πρὸς τὸν αὐλὸν τὰ κέντρα
5194384 αἰθαλοεντα
οἱ ἀπεμνήσαντο χάριν εὐεργεσιάων , δῶκαν δὲ βροντὴν ἠδ ' αἰθαλόεντα κεραυνὸν καὶ στεροπήν : τὸ πρὶν δὲ πελώρη Γαῖα
δ ' οὐρανῷ ἐμβασιλεύει , αὐτὸς ἔχων βροντὴν ἠδ ' αἰθαλόεντα κεραυνόν , κάρτει νικήσας πατέρα Κρόνον : εὖ δὲ
5191340 πολιον
ὤφελεν . ἀλλ ' ὅμως ἐπεί πως κατεκρίθην πώγωνα ἔχειν πολιὸν καὶ τρίβωνα καὶ σὺ εἰσέρχῃ πρὸς ἐμὲ ὡς πρὸς
. Γεγονέναι δέ φησι τὸν Μώυσον μακρὸν , πυρρακῆ , πολιὸν , κομήτην , ἀξιωματικόν . Ταῦτα δὲ πρᾶξαι περὶ
5072854 ῥινου
, ὡς Ὅμηρος τοὺς ἥρωας ἐν Ἰλιάδι κατέκλινεν , ἐπὶ ῥινοῦ βοὸς ἀγραύλοιο , ἢ ὡς Λακεδαιμόνιοι ἐπὶ στιβάδος ,
φαρέτρην καὶ ξίφος , ἀμφὶ δέ οἱ κυνέην κεφαλῆφιν ἔθηκε ῥινοῦ ποιητήν : πολέσιν δ ' ἔντοσθεν ἱμᾶσιν ἐντέτατο στερεῶς
5070591 ἱππῳ
. ἔχων ] κεκτημένος . ἱππάζεται ] ἔφιππος γίνεται ἑνὶ ἵππῳ , κελητίζει , καβαλικεύει . , ἐν ἵππῳ ὀχεῖται
ὑπάρχοντος καὶ τοῦ ἐνδεχομένου , τοῦ μὲν παντὶ λευκὸν μηδενὶ ἵππῳ , ἵππος οὐδενὶ κύκνῳ , καὶ λευκὸν παντὶ κύκνῳ
5050542 ἀλαλκειν
τὸ μισητὸν γῆρας ἀπὸ τοῦ σώματος ἀποσοβήσοι . τὸ δὲ ἀλαλκεῖν τὸ ἐκβάλλειν δηλοῖ . σπαίροντα διὰ φλογός : ἁλλόμενον
καλοῦσιν οἱ ποιηταὶ καὶ ἀγεληΐδα , τὸ μὲν ἀπὸ τοῦ ἀλαλκεῖν παράγοντες ἱκανὴ γὰρ ἐπαμύνειν ἐστὶ καὶ προσβοηθεῖν , ἐξ
5007589 ξανθῳ
καὶ μέταλλα , καὶ ζωμοὺς δύο , ἕνα ἐν τῷ ξανθῷ , καὶ ἕνα ἐν τῷ λευκῷ : καὶ ἐν
ἐναντίον . ἀλλά ς ' ἔγωγε παύεσθαι κέλομαι , μηδὲ ξανθῷ Μενελάῳ ἀντίβιον πόλεμον πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι ἀφραδέως , μήπως
5002974 κυκεω
γινόμενον , οἷον Ἀπόλλωνα Ἀπόλλω , Ποσειδῶνα Ποσειδῶ , κυκεῶνα κυκεῶ , δῶμα δῶ : συγκοπὴ δέ ἐστι τὸ πάθος
ξυνέδηϲά ϲ ' , ἀλλ ' ὁ ξένοϲ ὁ τὸν κυκεῶ [ πιών . δίκαια [ ] ? δῆτα ταῦτα
4962762 πεπωκοτι
, καί φησι δράκα κονίας ἀσβέστου μισγομένην οἴνῳ βοηθεῖν τῷ πεπωκότι : τίτανος γὰρ ἡ ἄσβεστος : ὅσον χωρεῖ χεὶρ
προσέοικεν ὑμῶν ὁ δῆμος , ἀλλὰ Κενταύρῳ τινὶ ἢ Κύκλωπι πεπωκότι καὶ ἐρῶντι , τὸ μὲν σῶμα ἰσχυρῷ καὶ μεγάλῳ
4941305 κυμβην
] λείωσον , λῦσον βαλών ] ἐμβαλών ἁλὸς δὲ ἔμπλεα κύμβην : ἀντὶ τοῦ πεπληρωμένον τοῦ θαλασσίου [ κύματος ]
* σφονδύλειον : εἶδος βοτάνης * ἐμπληθέα : πεπλησμένην * κύμβην : δοίδυκα κοτύλην , κουκλυάριον * ἀλλ ' ὁ
4935221 ὠμηστην
δεύτερον αὖτις ἔτικτεν ἀμήχανον , οὔ τι φατειόν , Κέρβερον ὠμηστήν , Ἀίδεω κύνα χαλκεόφωνον , πεντηκοντακέφαλον , ἀναιδέα τε
τὸ ἥμισυ δὲ ὄφιν διὰ τὰς τῶν ῥιζῶν ἑλίξεις . ὠμηστήν , ὠμὸν ἐσθιόμενον . οἱ γὰρ τῶν δένδρων καρποὶ
4934159 ἐσιδειν
αἰσχρὸν παρεόντα καὶ ὠκυπόδων ἐπιβάντα ἵππων μὴ πόλεμον δακρυόεντ ' ἐσιδεῖν . Οἴ μοι ἀναλκίης : ἀπὸ μὲν Κήρινθος ὄλωλεν
κακόν . Πάντων μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον μηδ ' ἐσιδεῖν αὐγὰς ὀξέος ἠελίου , φύντα δ ' ὅπως ὤκιστα
4927430 ἀλκιμον
' ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα , εἵλετο δ ' ἄλκιμον ἔγχος , ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ , νηὸς ἀπ '
σπουδῆς ἐστιν ἄξια . πρῶτον μὲν γάρ , εἰ ὅτι ἄλκιμον καὶ ἀρρενωπόν ἐστιν ὁ λέων , φασὶ τὸν ἐν
4882073 ἰχνευμων
* καθήλατο : κατεπήδα ἐπήδησε τύψε δὲ κώλοις : ὁ ἰχνεύμων κώλοις , ἤτοι τοῖς ποσίν , ἔτυψε , ἔπληξε
μισθός ⋮ Κειμένῳ δὲ καὶ ὑπνώττοντι τῷ κροκοδείλῳ ἐπιβουλεύει ὁ ἰχνεύμων καὶ ἐμφὺς τῇ δέῤῥῃ , πολλάκις ἀπέπνιξεν αὐτόν :
4863949 ταχυν
ψαίρω τὸ ταχύνω . ψαρὸν ] ποικίλον ἢ σποδοειδὲς ἢ ταχὺν ἀπὸ τοῦ ψαίρειν , τὸν ψ ἔχοντα σημεῖον ,
τῶν ὑπηρετικῶν σκαφῶν εὐπορία τῶν ἐκδεχομένων τὰ φορτία καὶ ἀντιφορτιζόντων ταχὺν ποιεῖ τὸν ἀπόπλουν πρὶν ἢ τοῦ ποταμοῦ ἅψασθαι ,
4855564 σφαζων
ἁλὸς ᾧ ζωή , τὰ δὲ δίκτυα κείνῳ ἄροτρα , σφάζων ἀκρόνυχος ταύτῃ θεῷ ἱερὸν ἰχθύν , ὃν λεῦκον καλέουσιν
τοῦθ ' ὡρμημένος ἦισσε κἀκέντει φαεννὸν αἰθέρ ' , ὡς σφάζων ἐμέ . πρὸς δὲ τοῖσδ ' αὐτῶι τάδ '
4851707 μυωπα
τὸν Ἡρακλέα διὰ τὸ τοῦ ἥρωος καρτερόν . ἐπικείμενον δὲ μύωπά φησι τὴν τοῦ Ὕλα ζήτησιν : καὶ γὰρ αὕτη
τὸν Ἡρακλέα διὰ τὸ τοῦ ἥρωος καρτερόν . ἐπικείμενον δὲ μύωπά φησι τὴν τοῦ Ὕλα ζήτησιν : καὶ γὰρ αὕτη
4848860 Μαχαονι
ὑγιεινόν ἐστι καὶ εὔχρηστον καὶ κοινὸν τὸν σοφώτατον Νέστορα πεποίηκε Μαχάονι τῷ ἰατρῷ τετρωμένῳ τὸν δεξιὸν ὦμον προσφέροντα οἶνον ,
πρὸς κατοχὴν τῆς δυνάμεως . ἀλλ ' ἐκεῖνος τῷ μὲν Μαχάονι μετ ' ἀλφίτου καὶ τυροῦ δέδωκε τὸν οἶνον ,
4833221 καταδησον
: ἁπλῶς δ ' οὕτως θεραπεύσας ἐν συκῆς φύλλοις σχοίνῳ κατάδησον ἄνωθεν . εἶθ ' ὑπὸ θερμὴν ὦσον ἔσω σποδόν
: ἁπλῶς δ ' οὕτως θεραπεύσας ἐν συκῆς φύλλοις σχοίνῳ κατάδησον ἄνωθεν , εἰθ ' ὑπὸ θερμὴν ὦσον ἔσω σποδόν
4801107 δονακος
ὅπως πνοά : ἀθορύβως φώνει μοι , ὡς πνοὴ συρίγξεως δόνακος . οὐ γάρ φησι σύριγγος τοῦ αὐλοῦ : οὗτος
, ὅτε δὲ κόρος γένηται ταύτῃ , αὐλοῦ ἐρᾷ καὶ δόνακος ἀκροᾶται ἡδέως ; καίτοι ποία κοινωνία αὐλῷ καὶ χορδαῖς
4800768 ἐοικως
ὁ δὲ Ποσειδῶν τοῖς Ἀχαιοῖς ἐν Τροίᾳ συναγωνίζεται παλαιῷ φωτὶ ἐοικώς , ἀλλὰ καὶ Ἄρης ἀνδρὸς ἔχων ἰδέαν Ἕκτορι λοιγὸν
γυῖα † φέρεσκον . Πάντῃ δ ' ἀμφιθέεσκεν ἀναιδέι θηρὶ ἐοικώς , ὅς τε βαθυσκοπέλοιο διέσσυται ἄγκεα βήσσης ἀφριόων γενύεσσι
4795022 Ἑκαμηδη
πινόμενα λέγει ὁ ποιητής : τοῖσι δὲ τεῦχε κυκεῶ ἐυπλόκαμος Ἑκαμήδη . . . ἣ σφῶιν πρῶτον μὲν ἐπιπροίηλε τράπεζαν
ὁ ποιητὴς ἐν τῷ : τοῖσι δὲ τεῦχε κυκεῶ ἐυπλόκαμος Ἑκαμήδη καὶ τὰ ἑξῆς . τὸ δέ : ἄλλος μὲν
4794005 ἑε
: οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν μαστίεται , ἑὲ δ ' αὐτὸν ἐποτρύνει μαχέσασθαι . οὕτως Μεθόδιος ,
συζύγων ἀρσενικῶν , ἕο δ ' αὐτοῦ πάντα κολούει καὶ ἑὲ δ ' αὐτόν , ἐφ ' ὧν καὶ μέσους
4792087 πελεκει
τῶν σημείων , ὅσοι τὰ σημεῖα ἀπολωλέκεσαν , οἱ μὲν πελέκει τοὺς αὐχένας ἀπεκόπησαν , οἱ δὲ ξύλοις παιόμενοι διεφθάρησαν
ὅθι τ ' ἀρδμὸς ἔην πάντεσσι βοτοῖσιν . ” βουπλῆγι πελέκει : οἱ δὲ τῇ μάστιγι . βουθύεσκεν ἐβουθύτει .
4787424 ξυστῳ
μικρὸν ἐκνεύσας εἰς τὰ πλάγια τὸν ἵππον αὐτοῦ παίει τῷ ξυστῷ διὰ τῆς λαγόνος , ὁ δὲ Φερεντανὸς ἤδη καταφερόμενος
ἀλλὰ καὶ δόρατι ἐκ χειρός , ὥς φησιν „ οὔτησε ξυστῷ ” χαλκήρεϊ , λῦσε δὲ γυῖα . ” τοὺς
4781344 Πανδαρος
Αἰσήποιο Τρῶες , τῶν αὖτ ' ἦρχε Λυκάονος ἀγλαὸς υἱὸς Πάνδαρος , ᾧ καὶ τόξον Ἀπόλλων αὐτὸς ἔδωκεν . Οἳ
μέμνησαι ὅτι καὶ τῷ Μενέλεῳ ἐκ τοῦ τραύματος οὗ ὁ Πάνδαρος ἔβαλεν αἷμ ' ἐκμυζήσαντες ἐπ ' ἤπια φάρμακ '
4780760 ἐστεμμενον
ἐν πανηγύρει καὶ θεῶν θυσίαις τὸν Φίλιππον ὥσπερ τὸν ταῦρον ἐστεμμένον σφαγήσεσθαι . οὐ μὴν ἀλλὰ δόξας συμμαχεῖν αὐτῷ τοὺς
ἀκανθῶν πέμμα κακὸν ἔλεγον . Νόμος ἦν Ἀθήνησιν ἀμφιθαλῆ παῖδα ἐστεμμένον ἀκάνθαις μετὰ δρυίνων καρπῶν , λεῖκνον βαστάζοντα ἄρτων πλέων
4755989 κλαδῳ
: καταχρηστικῶς δὲ καὶ πᾶσα ἱκεσία . ἐχρῶντο δὲ ἐλαΐνῳ κλάδῳ , ἵνα διὰ τούτου πρὸς ἔλεον τοὺς δικαστὰς ἕλκωσι
κατὰ μεταπλασμὸν πολυπάταγι ἀναβιβάζει : . τὸ δὲ κλάδος κλάδου κλάδῳ καὶ κατὰ μεταπλασμὸν κλαδί καταβιβάζει διὰ τὴν δισυλλαβίαν ,
4741084 συς
τῆς ὀνομασίας . λέγεται δὲ σίαλος , καὶ ὁ εὐτραφεὶς σῦς , παρὰ τὸ ἀφρὸν προΐεσθαι , ὃν λέγομεν σίαλον
ἄλλους δ ' ἐλαύνοντας βοῦς , αἶγας , οἶς , σῦς , καὶ εἴ τι βρωτόν , πάντα ἱκανὰ προσῆγον
4735630 ἰχθυν
. οὕτως ἁπαλὸν ἔδωκα καὶ πρᾷον τὸ πῦρ ὀπτῶν τὸν ἰχθύν , οὐδὲ πιστευθήσομαι . ὅμοιον ἐγένετ ' , ὄρνις
: ᾧ σημείῳ χρώμενοι οἱ σπογγιεῖς κατακολυμβῶσι καλοῦντες αὐτὸν ἱερὸν ἰχθύν . μνημονεύει δ ' αὐτοῦ καὶ Δωρίων ἐν τῷ
4723252 κοραξ
κόπτει αὐτούς , πολλῶν δὲ καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐξέκοψεν ὁ κόραξ . μάχεται δὲ καὶ ὄρνιθι ἰσχυρῷ , τῷ καλουμένῳ
κατὰ φαυλότητα ἴσας τὰς ψυχὰς ἔχουσι . κόρακος ] ὡς κόραξ ἐσθίων νεκρῶν σῶμα βοᾷ , οὕτω καὶ ὁ δαίμων
4722141 Πραμνειον
δεξιὸν ὦμον προσφέροντα οἶνον , ταῖς φλεγμοναῖς ἐναντιώτατον ὄντακαὶ τοῦτον Πράμνειον , ὃν ἴδμεν παχὺν καὶ πολύτροφονοὐ διψήσεως ἄκος ,
προσφέροντα οἶνον , ταῖς φλεγμοναῖς ἐναντιώτατον ὄντα , καὶ τοῦτον Πράμνειον , ὃν ἴδμεν παχὺν καὶ πολύτροφον , πῖνε καθήμενος
4717211 δαμασσας
δ ' ἄμφω δειροτομήσεις , ἤτοι τὸν πρώτοισι μετὰ πρυλέεσσι δάμασσας ἀντίθεον Πολύδωρον , ἐπεὶ βάλες ὀξέϊ δουρί : νῦν
σώμασι τῶν ἀνταγωνιστῶν ἄνωθεν ἐνέπεσας , ἧττον αὐτῶν φροντίζων . δάμασσας ἔργῳ : μετ ' ἔργου καὶ ἐνεργείας πολλῆς καθυπέταξας
4714983 σιαλος
πτύειν ψόφου αὑτῆς τε τυχεῖν τῆς ὀνομασίας . λέγεται δὲ σίαλος , καὶ ὁ εὐτραφεὶς σῦς , παρὰ τὸ ἀφρὸν
ὑγρῶν , οἷον ἀποσειόμενον ἅλες καὶ ἀθροῦν . διαφέρει δὲ σίαλος καὶ πτύελος . καὶ πτύελος μὲν ὁ ἀποπτυόμενος κατὰ
4708173 χαλκος
τὸν βάλε μέσσον ἄκοντι , πάγη δ ' ἐν νηδύϊ χαλκός , ἤριπε δ ' ἐξ ὀχέων : ὃ δ
' ἐγώ , “ ἔστ ' ἂν χαλκὸς μὲν ὁ χαλκός , τὸ δὲ ἔργον Δημήτριος ὁ Ἀλωπεκῆθεν εἰργασμένος ᾖ
4686996 ἐφειη
. λόχοισι : συντάξεσιν ἀνδρῶν . Κεκριμένοι : κεχωρισμένοι . ἐφείη : ἐπιπέμψοι , ἔμβαλε , πέμψεν . Ἀποτροπάδην :
ἐνεμάξατο φωτός , ῥεῖα δέ κεν θανάτοιο καὶ αὐτίκα μοῖραν ἐφείη . Εἰ δ ' ἄγε , καὶ κέντρῳ κεκορυθμένον
4680611 κατεσθιει
αὐτοῦ , καὶ ἀνισταμένη ζῶντα καὶ μὴ κινούμενον ὡς νεκρὸν κατεσθίει , ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ πελάγει , εἰ ψαύσειε
δὲ , ὅταν προφάσει τινὸς λαμβάνων τις χρή - ματα κατεσθίει αὐτά . αἱ γὰρ τίτθαι διαμασώμεναι τὰς τροφάς ,
4662503 αὐον
τοῦ σκληρόν . Γ στερρόν ] ἀντὶ τοῦ γεγηρακὸς καὶ αὖον . σκληρὸν καὶ γεγηρακός , ὥσπερ ἐπὶ τῶν ἀκμαζόντων
. ἁ σταφυλὶς σταφὶς ἔσται : ὃ νῦν ῥόδον , αὖον ὀλεῖται . μὴ ' πιβάλῃς τὴν χεῖρα . καὶ
4660928 βελος
θαρσαλέος , βέβαιος ὤν . τινάσσων ] κινῶν . πυρπνόον βέλος ] τὸν κεραυνόν . . ταῦτ ' ] αἱ
τὸ δέρμα δὲ ὅταν ᾖ περικείμενον τὸ ἀπ ' οὐρανοῦ βέλος παρεκτρέπει . ὅτι εἰ πυκνὰ διατρήσας τὸ δέρμα τῆς
4655337 σατυρῳ
καὶ ἢν ἔχωσιν οἱ κωμῆται οἶνον , κεράσωμεν αὐτὸν τῷ σατύρῳ , καὶ ταὐτὰ τῷ Μίδου πείσεται . ” ἔδοξε
. ἔνθα μὲν γὰρ γέλωτος τέχναι καὶ χαρίτων , ἐν σατύρῳ καὶ ἐν κωμῳδίαις . τραγῳδία δὲ χάριτας μὲν παραλαμβάνει
4652653 ἱππος
πυκνὸν , καὶ ἰδίει , καὶ τοὺς μυκτῆρας ἀναπετάννυσιν ὥσπερ ἵππος ἐκ δρόμου , καὶ τὴν γλῶσσαν θαμινὰ ἐκβάλλει ,
. Ὅμηρος δέ φησι ἵππους Ἡμέρας Λάμποντα καὶ Φαέθοντα . ἵππος δέ ἐστιν Ἡμέρας ἡ περιφέρουσα αὐτὴν ὀξεῖα τοῦ οὐρανοῦ
4650584 ἐρεισαμενος
νήσοισι καὶ Ἄργεϊ παντὶ ἀνάσσειν . τῷ ὅ γ ' ἐρεισάμενος ἔπε ' Ἀργείοισι μετηύδα : ὦ φίλοι ἥρωες Δαναοὶ
εἶχεν ἑταῖρον . ” Ὧδ ' εἰπὼν λίθον εἷλεν † ἐρεισάμενος δ ' ἐπὶ τοίχω ἄχρι μέσων ὀόδων † ,
4648374 λεοντα
καὶ ἀλλαχόθι πού φησιν : ἐκ τοῦ ὄνυχος γὰρ τὸν λέοντα ἔγραφεν : τορύναν ἔξεσεν : κύμινον ἔπρισεν . καὶ
ὥστε φανῆναι ἐν δακτυλίῳ , καὶ γλύψας ἐπ ' αὐτῆς λέοντα καὶ σελήνην καὶ ἀστέρα κύκλῳ τούτου γράψον τὸ ὄνομα
4638188 γλυκερος
τε καὶ ἀστερίας καὶ ἀβύσσου . Πάσας μὲν γὰρ ἔχει γλυκερὸς πόθος , ὥς κεν Ὄλυμπον ἀθανάτοισι θεοῖσι συνέμποροι αἰὲν
μυρία ἔχειν πράγματα : οὐδὲ γὰρ Ἀτρείδην Ἀγαμέμνονα ὕπνος ἔχε γλυκερὸς πολλὰ φρεσὶν ὁρμαίνοντα , καὶ ταῦτα ῥεγκόντων Ἀχαιῶν ἁπάντων
4628301 σιδηρῳ
ὅσον μνααίων ἁμάξας τέτταρας καὶ πέντε χύδην καταβάλοι , περιχειλώσας σιδήρῳ , ὡς ἂν μὴ σκεδαννύωνται : ἐπὶ γὰρ τούτων
καὶ τελευτᾷ ἐν τῷ τετραστοίχῳ σώματι , τουτέστιν χαλκῷ , σιδήρῳ , κασσιτέρῳ καὶ μολύβδῳ , καὶ συντελευτᾷ ἐν τῇ
4619749 ἀλγεος
. Αὐτὴ γαῖα μέλαινα πολυκλαύτοισι βροτοῖσι τίκτει καὶ κακότητα καὶ ἄλγεος ἄλκαρ ἑκάστου : γαῖα μὲν ἑρπετὰ τίκτε , τέκεν
ὀνειρήεσσα , κακῶν ἐξάγγελος ἔργων , ὄφρα μὴ εὕρωνται λύσιν ἄλγεος ἐρχομένοιο . ἀλλά , μάκαρ , λίτομαί σε θεῶν
4608708 κυνι
: ἐγώ εἰμι ἡ ἐν τῷ ἄστρῳ τῷ ἐν τῷ κυνὶ ἐπιτέλλουσα : ἐμοὶ Βούβαστος ἡ πόλις ᾠκοδομήθη . χαῖρε
τῶν Διογένη καὶ Ἀντισθένη καὶ Κράτητα ἐπιγραφομένων καὶ ὑπὸ τῷ κυνὶ ταττομένων , οἳ τὸ μὲν χρήσιμον ὁπόσον ἔνεστι τῇ
4607624 ἀλαθεως
. εἰκότως μὲν οὐκ ἔφα τόδ ' , ἀλλ ' ἀλαθέως ἔφα . τὰ πρὸ τοῦ δύ ' ἄνδρες ἔλεγον
ἐπ ' ἐμὶν μέν , ὅμως δὲ φυλάξομαι . ὄχλος ἀλαθέως : ὠθεῦνθ ' ὥσπερ ὕες . θάρσει , γύναι
4602966 ἐψυγμενον
δὲ πάντῃ φέρεται , δοτέον : ἐπειδὰν δέ τι μόριον ἐψυγμένον ἐκθερμῆναι βουληθῶμεν , ἔμπαλιν πρακτέον , ὅσα βραδέως θερμαινόμενα
, ἔσται πεπυρακτωμένον , ὅτε δὲ κατὰ τοῦ ἐψυγμένου , ἐψυγμένον . γίνεται δὲ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον ἔν τε
4593949 ῥοδου
, ἔν θ ' ὑακίνθωι , ἔν τε ἴωι θαλέθοντι ῥόδου τ ' ἐνὶ ἄνθεϊ καλῶι ἡδέι νεκταρέωι , ἔν
βλέπουσά γε τὸν χθὲς μὲν ἄκανθαν , σήμερον δὲ τοῦ ῥόδου ἔσχον ὑγίειαν τῶν ποθούντων φαρμάκων . Γλυκὺ Θησέως τὸ
4569018 ἐχινος
ποιηταὶ καλεῖν φιλοῦσιν αὐτήν : πονηρὸν δὲ καὶ ὁ χερσαῖος ἐχῖνός ἐστι . καὶ ὃ μὲν ἑαυτὸν συνειλήσας κεῖται ,
ἀναίμου τε ὄντος καὶ τόσον γόνον ᾠοτοκοῦντος , ὡς ὁ ἐχῖνός τε ᾠὰ πέντε γεννᾷ , ἓν δὲ τὸ ὄστρεον
4566646 βρυῳ
αὐτῷ τῷ βικίῳ ἐμβαλὼν ὕστερον ἀνατάρασσε : καὶ οὕτως πωμάσας βρύῳ ἢ ὕπνῳ , καὶ ἐπιδήσας καὶ χρίσας ἀσφαλῶς ,
] πολυφώνου ἥ τ ' ] ἥτις φύκει ] τῷ βρύῳ ἀπαγγέλλουσα ] μηνύουσα βοᾷ ] κράζῃ θυμάρμενον δὲ εἶαρ
4563650 μελας
. Ἀναισθήτου σημεῖα ταῦτα : ἢ λευκὸς πάνυ ἢ πάνυ μέλας , σαρκώδης , προγάστωρ , παχυσκελής , τὰ δὲ
τῷ θέρει πολλὰ λαλοῦν , τὸ μὲν ὅλον πτερὸν κατακόρως μέλας ὑπάρχει , μόνον δὲ τὸ στόμα χρυσοειδές . Οὗτος
4554768 ὀπτον
ὑπὸ τοῦ τοιοῦδε γάλακτος : ἑσπέρην δὲ δειπνείτω κρέας ὄρνιθος ὀπτὸν ὀλίγον , καὶ ἄρτον σμικρὸν ἐγκρυφίην : ἐπιπίνειν δὲ
σίζον ἐπισείων φέρω . Τριωβόλου κρεΐσκον ἀστεῖον πάνυ ὕειον : ὀπτὸν θερμὸν εὔχυλον τέρεν ὅταν ᾖ , προσφέρων . Ἐναλείφεται
4552655 αἰδεσσεται
ἀγλαὰ δέχεσθαι ἄποινα ” καὶ “ οὐδέ τι μ ' αἰδέσσεται , κτανέει δέ με γυμνὸν ἐόντα . ” καὶ
τρέπεται μέγεθος . οὕτως † Ζήνων . . . . αἰδέσσεται : αἰδεσθῇ , καὶ ὅς μέν τ ' αἰδέσσεται
4544518 λιθῳ
. Ἀριστοφάνης : ” εἴθ ' ἐξεκόπην πρότερον τὸν ὀφθαλμὸν λίθῳ ” , καὶ Πλάτων : „ εἴθ ' ἔγραψεν
διαλαγχάνειν οὖν αὐτοὺς καὶ τὸν λαχόντα ἔχοντα δρεπάνιον ἐπιβαίνειν τῷ λίθῳ καὶ τὸν τράχηλον εἰς τὸν βρόχον ἐντιθέναι : παρερχόμενον
4543663 φαινων
ἔργων : ὃς δὲ περιστρέφεται πύματον πόντον τε καὶ αἶαν φαίνων ἀντολίας , δύσιάς θ ' ὑπὸ βένθεσι κεύθων ,
τε φέρεται καὶ ἡ σελήνη καὶ οἱ λοιποὶ πλάνητες , φαίνων τε ὁ τοῦ Κρόνου προσαγορευόμενος , ὡς δέ τινες
4519019 φιλατο
γάλακτος θρέψε θοή ποτε κεμμάς , ἑῷ δ ' ἴσα φίλατο νεβρῷ μαζὸν ὑποσχομένη βουλῇ Διός : οὐ γὰρ ἐῴκει
στήθεσσι βαλόντες , εὐοῖ Βάκχε λέγοντες : ὁ δὲ φρεσὶ φίλατο δαίμων κείνων ἀνθρώπων γενεὴν καὶ ἤθεα γαίης . τοῖς
4513830 χαιτην
κατὰ κοινοῦ , πόσιν δίδου , τουτέστι δαφνέλαιον δίδου πιεῖν χαίτην ] τρίχα ἢ πέπερι κνίδης τε : κνίδην λέγει
μοιράσῃ τοῖς πᾶσι . Ταῦτα οὖν αὐτοῦ ἀκηκοὼς ὁ ὄνος χαίτην ἔσεισε καὶ γελῶν ταῦτα ἔφη : Καλῶς εἴρηκας ,
4511045 ἐφεσσαμενος
, ἐπεὶ ἦ καὶ ἐμὲ πτολίπορθος Ὀδυσσεὺς πολλάκι γούνασιν οἷσιν ἐφεσσάμενος κρέας ὀπτὸν ἐν χείρεσσιν ἔθηκεν ἐπέσχε τε οἶνον ἐρυθρόν
πυρσοῖσιν ἐπ ' ἠελίοιο γάνυνται . ἐνθάδ ' ἀνὴρ μελέεσσιν ἐφεσσάμενος δέρος αἰγός , δοιὰ κέρα κροτάφοισι περὶ σφετέροισιν ἀνάψας
4507561 ὀρνις
ἡ μὲν δέρη θριξὶ χρυσοειδέσι κομᾷ , ἐφάλλεται δὲ καθάπερ ὄρνις ἐπὶ τοὺς ἐκεῖ συχνοὺς κυπέρους . μόνη δὲ καθ
, οἵ ῥ ' ἔτι μερμήριζον ἐφεσταότες παρὰ τάφρῳ . ὄρνις γάρ σφιν ἐπῆλθε περησέμεναι μεμαῶσιν αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ '
4501439 ὑφαινει
τοῦ ῥήματος ἕλκειν εἰς ἑαυτήν : παιδίον ἀπέθανεν , γύναιον ὑφαίνει . ὅτε μέντοι τὸ ῥῆμα ἐξ ἄλλης αἰτίας πρόεισι
μύρμηκας ἐσθίει καὶ ἰᾶται , καὶ ὁ ἀράχνης τὰ ἀράχνια ὑφαίνει πρὸς θήραν τῶν μυιῶν , καὶ ἡ χελιδὼν τὴν
4498601 πληγῃσιν
πεδίῳ τετράοροι ἄρσενες ἵπποι , πάντες ἅμ ' ὁρμηθέντες ὑπὸ πληγῇσιν ἱμάσθλης ὑψός ' ἀειρόμενοι ῥίμφα πρήσσουσι κέλευθον , ὣς
ἀλλ ' ἄν κε πανήμερον ὀρσολοπεύοι μύθῳ ὀνειδείῳ καί τε πληγῇσιν ἰάπτοι : μαψίδιοι μῦθοι , κενὰ δ ' ἔργματα
4495897 κερα
. ἐνθάδ ' ἀνὴρ μελέεσσιν ἐφεσσάμενος δέρος αἰγός , δοιὰ κέρα κροτάφοισι περὶ σφετέροισιν ἀνάψας , στέλλεται ὁρμαίνων νόμιον δόλον
στῆθος : ὃ δ ' ὕπτιος ἔμπεσε πέτρῃ . τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκει : καὶ τὰ μὲν ἀσκήσας
4493472 ὀϊστον
ἄλγος . τλῆ δ ' Ἀΐδης ἐν τοῖσι πελώριος ὠκὺν ὀϊστόν , εὖτέ μιν ωὐτὸς ἀνὴρ υἱὸς Διὸς αἰγιόχοιο ἐν
μετὰ Παφλαγόνεσσι : τοῦ ὅ γε χωόμενος προΐει χαλκήρε ' ὀϊστόν . ἦν δέ τις Εὐχήνωρ Πολυΐδου μάντιος υἱὸς ἀφνειός
4492964 τραγος
καὶ ἀνελθοῦσα ἀπηλλάττετο . ὀρχουμένης δὲ αὐτῆς καὶ παιζούσης ὁ τράγος μεμφόμενος αὐτὴν καὶ ὀνειδίζων ὡς τὰς ὁμο - λογίας
ἄρτων καὶ οἱ μὴ καλῶς ἐσκευασμένοι παχύχυμοι καὶ ὁ καλούμενος τράγος καὶ τὰ διὰ γλεύκους καὶ σεμιδάλεως πέμματα καὶ λάγανα
4484235 ἀμφαφοων
“ καί κ ' ἀλαός τοι ξεῖνε διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων . ” ἀμφιστρεφέες ἀλλήλαις περιπεπλεγμέναι : “ κεφαλαὶ δέ
οὐκ ἐτέλεσσε . Κεῖνο δέπας περικαλλὲς ἐθάμβεεν ἐν φρεσὶ Μέμνων ἀμφαφόων καὶ τοῖον ὑποβλήδην φάτο μῦθον : Οὐ μὲν χρὴ
4478512 θηρος
- τυχεν . ἐπέλασσεν : ἐπλησίασεν εἰς τὸν φωλεὸν τοῦ θηρός . Τηλεθόωσαν : ὑψηλοτάτην . ἄφαρ : εὐθέως .
, ὁ δὲ λόγος φρονοῦντος , ἡ δὲ σφοδρότης δὲ θηρός , ὁ δὲ πόνος ἀδάμαντος , ἡ φιλοτιμία δὲ
4478197 σιδηρον
τῶν ἁμαρτανόντων κολαστήρια , ὡς στρατηγοῖς καὶ ἡγεμόσι ὕστριχας ἢ σίδηρον : οὗ χάριν , ἠρεμοῦντα τὸν ἄλλον χρόνον ἀνερεθίζεσθαι
Μαγνῆτίς ἐστιν , ἀγνοῶ : εἰ δὲ ἴδω ταύτην ἕλκουσαν σίδηρον , εὐθὺς γινώσκω ἀπὸ τοῦ καθόλου ταύτην εἶναι Μαγνῆτιν
4467305 μυωπι
ἑλίττων κατὰ τῶν πλευρῶν εἶτα ἐγείρει ἑαυτὸν ὥσπερ οὖν ὑποθήγων μύωπι . τόν γε μὴν βαλόντα μέν , οὐ τυχόντα
ἔχουσα , βοῦς κερασφόρος γενομένη , ὡς βλέπετε , τρωθεῖσα μύωπι ὀξυστόμῳ , τῷ ὀξέως δάκνοντι , μανικῶς ᾖσσον ,
4466306 ἐπιβητορα
καλὰ Ποσειδάωνι ἄνακτι , ἀρνειὸν ταῦρόν τε συῶν τ ' ἐπιβήτορα κάπρον , οἴκαδ ' ἀποστείχειν ἕρδειν θ ' ἱερὰς
θύειν κελεύει ὁ Τειρεσίας ἀρνειὸν ταῦρόν τε συῶν τ ' ἐπιβήτορα κάπρον . ὁ δὲ Ἀχιλλεὺς τῷ Πατρόκλῳ ἐναγίζει πάντα
4464487 σταχυν
καὶ τῆς εὐωχίας σχήσει εἰς τὸ μὴ πρόρριζον ἀιστῶσαι τὸν στάχυν κείροντα ἐν ὀδόντι καὶ λαφυστίαις καὶ τρωκτικαῖς σιαγόσι .
ἐν τῷ καλάμῳ τροφὴν αὐτὸς ἢ ὥστε ὅλον ἐξαπολλύναι τὸν στάχυν ἢ κατὰ θάτερον μέρος . Ταῦτα μὲν οὖν καὶ
4463967 ἀετος
: ὁ Προμηθεὺς ἐδέδετο ἐν τῷ Καυκάσῳ , καὶ ὁ ἀετὸς τὸ ἧπαρ αὐτοῦ κατήσθιεν . Ἀγροίτας δὲ ἐν τῇ
. Ἑλένης δέ ποτε κληρωθείσης , καὶ προαχθείσης κεκοσμημένης , ἀετὸς καταπτὰς ἥρπασε τὸ ξίφος , καὶ ἐς τὰ βουκόλια
4463258 τεγγε
ἐν δὲ κίρνας οἶνον ἀφειδέως μελιχρόν . θέρους δέ : τέγγε πλεύμονας οἴνῳ : τὸ γὰρ ἄστρον περιτέλλεται : ἁ
τῶν γυναικῶν . τοιαῦτα δὲ καὶ τὸν Ἀλκαῖον ᾄδειν : τέγγε πλεύμονας οἴνῳ : τὸ γὰρ ἄστρον περιτέλλεται : ἀ
4457264 ἰῳ
δ ' ὅ γε τόξα τιτύσκετο : τὸν δὲ παραφθὰς ἰῷ ἐυγλώχινι βάλεν βουβῶνος ὕπερθε Ποίαντος φίλος υἱός . Ὃ
ὁ ἐχῖνος τὸν ὄφιν σφαιρικῶς εἱλεῖται , ἐπειγόμενος δὲ τῷ ἰῷ ἀναιρεῖν αὐτὸν ὁ ὄφις καὶ θυμῷ σφίγγων ἑαυτὸν ἀναιρεῖ
4449788 αἰετος
κα περκνὸς ζ αἰχμητὴς θ χάρων πτεροῖσι κβ χέρσον κη αἰετὸς η διαγράφων λ ῥαιβῷ λβ τυπωτὴν λα τόρμαν κθ
δύεται σημεῖα καὶ ἑπτάποροι Πλειάδες αἰθέριαι : μέσα δ ' αἰετὸς οὐρανοῦ ποτᾶται . ἔγρεσθε : τί μέλλετε ; κοιτᾶν
4449724 λιπαρον
καὶ διακριτικὸν ὄψεως διὰ ταῦτά τε ἰδεῖν λαμπρὸν καὶ στίλβον λιπαρόν τε φανταζόμενον ἐλαιηρὸν εἶδος , πίττα καὶ κίκι καὶ
: τὸ κάρα λίπα ἄλειφα ἀποκοπὰς πεπόνθασιν ἀπὸ τοῦ κάρανον λιπαρόν ἄλειφαρ : τὰ δὲ τῶν στοιχείων ὀνόματα ἄκλιτα .
4449285 προσιπταται
τὰς προτέρας . εἰ δ ' ἀετοῦ θηλείας ἀκούσειε , προσίπταται αὐτῇ καὶ μίγνυται πολλάκις ἐξαπατήσας : ἣ δ '
δέ , ὅτι κουφόνους ποιεῖ ἢ ὅτι ὡς ὄρνις ἀεὶ προσίπταται ταῖς διανοίαις ἀθρόως , τοξότης δ ' , ἐπεὶ
4447801 θεριζει
κηπευμάτων ἀρδευτὰ δαψιλεῖ πότῳ , τὸν ἀνδρομήκη πυρὸν ἠκονημένῃ ἅρπῃ θερίζει : τὸν ξένον δὲ δράγματι αὐτῷ κυλίσας κρατὸς ὀρφανὸν
τῶν θεῶν . * βλάβης . ἤγουν μεστὸν θρήνων . θερίζει . τῶν πημάτων . * καὶ ἀντέκτισιν καὶ τιμωρίας
4447533 κερατοειδει
δ ' ἐν ὀφθαλμοῖς ἑλκῶν , τὸ μὲν ἐν τῷ κερατοειδεῖ κοῖλον καὶ στενὸν καὶ καθαρὸν ἕλκος , βόθριον ἐπονομάζεται
, ὅταν χρονίσαν τὸ σταφύλωμα ὑποσκληρυνθῇ καὶ περιουλώσῃ ἐν τῷ κερατοειδεῖ κατὰ πάντα ἐοικὼς ἥλου κεφαλῇ . Περὶ μυδριάσεως .
4446264 πεπυκασμενον
δὴ μετόπισθε μακρὸν περὶ σῆμ ' ἐβάλοντο Αἰσήποιο θύγατρες ἄδην πεπυκασμένον ὕλῃ παντοίῃ : καὶ πολλὰ θεαὶ περικωκύσαντο υἱέα κυδαίνουσαι
, πολιὸν σφόδρα κρᾶτα φοροῦντα οἶνον , ὑγρὰν χαίταν λευκῷ πεπυκασμένον ἄνθει πίνειν , ἐκ Λέσβου περικύμονος ἐκγεγαῶτα . τόν
4441406 κυανην
ὠχράν , μετρίως θερμόν . καί τινων ταύρων ἐθεασάμην χολὴν κυανῆν , ὑπεροπτηθείσης τῆς ξανθῆς , ἣν οὐκ ἠξίωσα βαλεῖν
μὲν γὰρ οἰδαίνεται , μετὰ δὲ οὐ πολὺ τὴν χροιὰν κυανῆν δείκνυσιν , ὀδυνᾶται περὶ τὴν καρδίαν , ὠγκωμένην ἔχει
4440789 ψιμυθιον
θερμὸν πινόμενον . [ Περὶ ψιμυθίου . ] Τὸ δὲ ψιμύθιον λαθεῖν οὐ δύναται διὰ τὸ χρῶμα : ἑκουσίως γὰρ
# Ἰταλικοῦ δ , λινοσπέρμου χυλοῦ # ι . λείου ψιμύθιον , λίβανον , λιθάργυρον σὺν ὀλίγῳ χυλῷ , τὸ
4437811 φοινικι
τὰς ναυπηγίας . Τὸ δὲ καλούμενον κουκιόφορόν ἐστιν ὅμοιον τῷ φοίνικι : τὴν δὲ ὁμοιότητα κατὰ τὸ στέλεχος ἔχει καὶ
' ἐλέφαντι : ἐν δ ' ἐτάνυσς ' ἱμάντα βοὸς φοίνικι φαεινόν . οὕτω τοι τόδε σῆμα πιφαύσκομαι : οὐδέ
4437109 οἰος
ἀνθρώπῳ μαθεῖν . Τὸ γὰρ κάταγμα τυγχάνω ῥίψασά πως τῆς οἰὸς ᾧ προὔχριον ἐς μέσην φλόγα , ἀκτῖν ' ἐς
κελέβην Ἀλυβηΐδα μοῦνος ἀπηύρα . Ἀλύβη ἐστὶν ὄνομα πόλεως . οἰὸς ἀώτῳ : προβάτου ἄνθει ἀντὶ τοῦ ἐρίῳ . ὡς
4435432 καστορος
γενέσθαι καὶ λέγεσθαι . * πάνακες : εἶδος βοτάνης * κάστορος : ζῷόν ἐστιν ζῷόν τι οὐλοὸν ὄρχιν : ἢ
πεδανὰς ἀπαμέργεο βλάστας , νάρδον , λιμναίου τε χαδὼν ἀπὸ κάστορος ὄρχιν : ἢ ὀδελὸν κνηστῆρι κατατρίψαιο χαρακτῷ σιλφίου ,
4434887 καλαμῳ
' ἐκείνων μὲν τοῖς πλείστοις πάμπολυ λεπτομερὲς ὑπάρχει , τῷ καλάμῳ δ ' οὐ πολύ . Καλάμου φραγμίτου ἡ ῥίζα
ἐνεργεστέραν τὴν Χρυσίππου ἢ τὴν Ἀντιπάτρου , οἳ δὴ ἐν καλάμῳ καὶ μέλανι τὸν ἅπαντα χρόνον τὴν ἀνδρείαν ἐπεδείξαντο καὶ
4429596 ἐλαφου
, ὄστρακον καὶ μᾶλλον τὸ ἐκ τῶν κριβάνων , κέρας ἐλάφου καὶ αἰγὸς κεκαυμένα . Σελίνου , πετροσελίνου , μαράθου
πολεμεῖν , καὶ ὑπισχνεῖτο κρατήσειν , ἢν ἐς Κῶ ἐλθόντες ἐλάφου παῖδα ἐς ἐπικουρίην ἀγάγωνται ξὺν χρυσῷ σπεύσαντες , ὡς
4427960 ἑρσηεντα
τε μύες τε καὶ ἀτρεκὲς οὔνομα σωλὴν ὄστρεά θ ' ἑρσήεντα καὶ ὀκριόεντες ἐχῖνοι : τοὺς εἴ τις καὶ τυτθὰ
ὑπὸ χθὼν δῖα φύεν νεοθηλέα ποίην , λωτόν θ ' ἑρσήεντα ἰδὲ κρόκον ἠδ ' ὑάκινθον . ποικίλης οὖν πεφωραμένης
4425992 πτυοντα
δεῖ δ ' ἐκ τούτου τὸν βήσσοντα μὲν , μὴ πτύοντα δὲ πάντως νομίζειν ἡπατικὸν εἶναι : ἐγχωρεῖ γὰρ καὶ
οἵ μιν ἄγον δι ' ἀγῶνος ἐφελκομένοισι πόδεσσιν αἷμα παχὺ πτύοντα κάρη βάλλονθ ' ἑτέρωσε : κὰδ δ ' ἀλλοφρονέοντα
4424311 ταυρος
τῆς φωνῆς διὰ τοῦ στόματος τοῦ ταύρου , δόξῃ ὁ ταῦρος καιόμενος μυκηθμὸν ἀποτελεῖν . τούτου δὲ τὸ ἀπάνθρωπον θεασάμενος
ἀπεδόμην . ” , . . Φάσμα ὁ δὲ ἕτερος ταῦρος ἐμυκήσατο , κακὸν φώνημα Γάρμῳ : καὶ ἔδοξε τράγος
4421307 ἐξεθρεψε
ὑπήκοον ἡμερότης . οὕτω καὶ Κροῖσος ἡμᾶς ἴσα καὶ παῖδας ἐξέθρεψε καὶ τὰ βέλτιστα μὲν ἐπιτρέπων πάντας ἑώρα πρὸς διακονίαν
σφι ὁ παῖς , κατέβαλον φάτιν ὡς ἐκκείμενον Κῦρον κύων ἐξέθρεψε . Ἐνθεῦτεν μὲν ἡ φάτις αὕτη κεχώρηκε . Κύρῳ
4418008 αἰδοιοισι
τὸν δὲ κίονα χρὴ ἀποτάμνειν . Ἢν ἕλκεα ἐγγένηται τοῖσιν αἰδοίοισι καὶ ξυσμὸς λαμβάνῃ , ἐλαίης φύλλα καὶ κισσοῦ καὶ
παιδεύσει προσέχων , ἵνα μὴ ἄναδρος καὶ βλὰξ γένηται . αἰδοίοισι ] διδύμοις . δρόσος ] ὑγρότης τις . χνοῦς
4417516 θαλαττιον
' ἄλλης : οὐδέ σε δεῖ ἵππων ὄχημα ἤ τι θαλάττιον παρασκευάσαι , ἀλλὰ ταῦτα πάντα ἀφεῖναι δεῖ καὶ μὴ
, ἀναιρεῖν , διὰ τῆς αἰχμῆς φέρειν . ἅλιον : θαλάττιον . ἅλιον μόρον : θανάσιμον : ἀπὸ θαλασσίου κέντρου
4415566 χρισθεις
ὁδοιπορεῖν καὶ ἐργάζεσθαι νύττονται μύωπι ] κέντρῳ τῷ τῆς μανίας χρισθεῖς ' ] κεντηθεῖσα , τρωθεῖσα ἐμμανεῖ ] μανικῷ σκιρτήματι
κεραστὶς δ ' , ὡς ὁρᾶτ ' , ὀξυστόμῳ μύωπι χρισθεῖς ' ἐμμανεῖ σκιρτήματι ᾖσσον πρὸς εὔποτόν τε Κερχνείας ῥέος
4414385 γλυκυν
Ἕκαστον μέντοι τούτων σὺν ῥοδίνῳ ἢ μυρσινίνῳ ἐγχυματιζέσθω , ἢ γλυκὺν οἶνον ἑψήσας ἐν κελύφει ῥοιᾶς ἐπὶ θερμοσποδιὰν καὶ διηθήσας
ἐπισύρεται . ἀνίησιν : ἀφίησι , παύονται . Ζωρόν : γλυκὺν , θερμὸν , ἄκρατον ἢ ζωτικὸν αἷμα , τὸ
4408222 ὠσον
συκῆς φύλλοις σχοίνῳ κατάδησον ἄνωθεν . εἶθ ' ὑπὸ θερμὴν ὦσον ἔσω σποδόν , ἐν φρεσὶ καιρὸν γιγνώσκων ὁπότ '
συκῆς φύλλοις σχοίνῳ κατάδησον ἄνωθεν , εἶθ ' ὑπὸ θερμὴν ὦσον ἔσω σποδόν , ἐν φρεσὶ καιρὸν γινώσκων ὁπότ '
4404103 ὀφις
ὄφις καὶ ὄφεας καὶ ὄφεις . Ὦ ὄφιες καὶ ὦ ὄφις καὶ ὦ ὄφεες καὶ ὦ ὄφεις . Ἰστέον ὅτι
μῦθος . Λέγεται καὶ περὶ τῆς ὕδρας τῆς Λερναίας ὅτι ὄφις ἦν ἔχων πεντήκοντα κεφαλάς , σῶμα δὲ ἕν ,

Back