| ἰδὼν φονευόμενον ἄνθρωπον ἢ τὸ καθόλου βίαιόν τι πάσχοντα μὴ ῥύσαιτο δυνατὸς ὤν , θανάτῳ περιπεσεῖν ὤφειλεν : εἰ δὲ | ||
| . δι҅ο ? σημειούμεθα [ ] τὸ ἐρῳδιός ὀξυνόμενον . ῥύσαιτο δ ' ἄν τις εἰπὼν ? ? ? πάντα |
| λυομένου τοῦ βρόχου : προσέχειν δὲ τὸν νοῦν ὡς μὴ λάθῃ σαπὲν τὸ λίνον , ἀλλὰ διὰ τρίτης αὐτὸ ἀλλάττειν | ||
| οὕνεκα σμικρᾶς πνοῆς , ὅ ἐστιν : ὅπως μὴ ἀποψύξας λάθῃ με , φυλάττω : νεκρὸς γὰρ οὗτος : ἕνεκα |
| τοῦ παντὸς εἰς τἀναντία μεταβολή , τὸ μὴ δυνηθὲν ἂν διαζευχθῆναί ποτε κυρίως ὠνόμασεν ἄρρηκτον . Ταύτην δὲ τὴν τετράδα | ||
| τοῦ παντὸς εἰς τἀναντία μεταβολή , τὸ μὴ δυνηθὲν ἂν διαζευχθῆναί ποτε κυρίως ὠνόμασεν ἄρρηκτον . Ταύτην δὲ τὴν τετράδα |
| , καὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς κύνας καὶ τοὺς ἀετοὺς φοβεῖται , καὶ ζῇ βίον ἄθλιον . οὐκ οἶσθα , | ||
| μὲν ὥσπερ ἡ μήτηρ , αἰσχύνεται δὲ ὥσπερ υἱός , φοβεῖται δὲ ὡς ἂν οἰκέτης . τὸ δὲ μέγιστον τῶν |
| αἰτεῖ μὲν γὰρ ὁ μηκέτι ἀποδίδωσιν , αἰτεῖται δὲ τὸ ἀποδοθησόμενον πάλιν . . αἴθε , ὤφελον : τὸ μὲν | ||
| αἰτεῖ μὲν γὰρ ὃ μηκέτι ἀποδίδωσιν , αἰτεῖται δὲ τὸ ἀποδοθησόμενον πάλιν . διαβόητος καὶ ἐπιβόητος τἀναντία σημαίνει : διαβόητος |
| ἐπιθυμίαν ὡς ἀρχικὰ ὑπάρχοντα καὶ ἁπλᾶ . Ὅ τε γὰρ φοβούμενος οὐ παντελῶς ἐστέρηται ἡδονῆς : οὐδὲ γὰρ τὸν τυχόντα | ||
| ὁ ἱπποτέκτων καὶ Ἐπειὸς ὁ ποδαπός ; ὁ πεφρικὼς καὶ φοβούμενος τὸ ἔγχος καὶ τὴν φάλαγγα τὴν θουρίανδιὰ τί δὲ |
| δὲ ἐμὸς υἱὸς οὐκ ἀρχὴν αἰδούμενος οὐδὲ ὑπὸ τῆς ἡγεμονίας δυσωπούμενος οὐδὲ ἀκολουθῶν ὀνόματι , αὐτοκράτορι δὲ ἀρετῇ καὶ καθαρᾷ | ||
| : καὶ ἐὰν μὲν σκαρδαμύξῃ τις τὴν ἀκμὴν τῆς ἀκτῖνος δυσωπούμενος , ἐξεώσθη τῆς καλιᾶς , καὶ ἀπεκρίθη τῆσδε τῆς |
| πλεονεξίας τὴν φιλανθρωπίαν . περανεῖς δὲ οὐδέν , οὔτε γὰρ λαθεῖν δύναιο . ξʹ . Εὐφράτῃ . Ἦν Πραξιτέλης Χαλκιδεὺς | ||
| ὑπερβαλλόντων πέφυκεν , οἱ συνειδότες αὑτοῖς ἀσθένειαν κέρδος ἂν ἐποιοῦντο λαθεῖν . ἐπειδὴ δὲ οὐκ ἔστιν οὐδενὶ τὴν ἧτταν διαφεύγειν |
| τὸ Ὁμηρικὸν [ Χ ] οὐδ ' ἄρα οἷ τις ἀνουτητί γε παρέστη : τῷ τάφῳ τῆς γῆς : ἐμνημόνευσε | ||
| καὶ εἶδος ἀγητὸν Ἕκτορος : οὐδ ' ἄρα οἵ τις ἀνουτητί γε παρέστη . ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς |
| , εὐθὺς αὐτὴν ἀναβιώσεσθαι τῶι τῆς τελετῆς νόμωι δυσωπουμένην . ἀπορήσαντος δὲ ἐπὶ πολὺ τοῦ Δαρείου καὶ μηδένα ἄνδρα δυνηθέντος | ||
| δὲ πάλιν πυθέσθαι ποῦ δὲ καλοὶ κἀγαθοὶ γίνονται ἄνθρωποι : ἀπορήσαντος δέ , “ ἕπου τοίνυν , ” φάναι , |
| , τό τε πρὸς τελειότητα ἄγον , ὅπερ ἂν καὶ πάθοι καὶ νοῦς καὶ αἴσθησις , καὶ τὸ πρὸς φθοράν | ||
| διὸ , καὶ εἰ μὴ μεγάλως βιάσαιτο , οὐκ ἂν πάθοι . παθοῦσα δὲ λίαν πάσχει , καὶ πολλῶν συμπτωμάτων |
| οὔτε φόβος οὔτε κίνδυνος , οὐ κῦμα , οὐ σκηπτὸς ἐλέγξειεν ἂν ἐν καιρῷ καλοῦντι φίλων ἀνδρίαν . ἡ μὲν | ||
| εἰ δὲ οὐδεὶς ἐξελήλεγκτο , τί παρῆν ; ἢ ἵνα ἐλέγξειεν ; καὶ μὴν οὐδὲν ἤλεγξεν . ἢ τοῦτο μὲν |
| τῆς οὐκέτ ' οὔσης οἵδε προσσαίνουσί με . φέρ ' ἐξελίξας περιβολὰς σφραγισμάτων ἴδω τί λέξαι δέλτος ἥδε μοι θέλει | ||
| ὡς ἐξ εὐθείας οὖν μαχούμενος ἑαυτὸν ὑποφαίνει , εἶτα , ἐξελίξας , εἰς τὰ νῶτα ἀνέθορε , καὶ ἐγκρατῶς ἔχεται |
| οὐκ ἄρα πολλὰ τὰ ὄντα . ἄγασθαι . θαυμάζεσθαι . ἔθραξε . ἐτάραξεν , ἠνώχλησεν , ἔνυξεν . τινα βυθόν | ||
| παραλελειμμένην ὁσιότητα . ἔστι γὰρ ἀφοσίωσις ὁσιότητος παραλελειμμένης ἀποπλήρωσις . ἔθραξε . ἐτάραξεν , ἠνώχλησεν , ἔνυξεν , ἐκίνησεν , |
| χαμαὶ ἐνθάδ ' ἔδομαι . . . . καί τις ὄψεται . ὁ αὐτός : εὐτρέπιζε δὴ ψυκτῆρα , λεκάνην | ||
| , ἐπεί τοι ἐγὼ μὲν ἀπέσσομαι , οὐδέ σε μήτηρ ὄψεται : οὐ μὲν γάρ τι θαμὰ μνηστῆρς ' ἐνὶ |
| τινα προτροπήν . οὐ μόνον δὲ διὰ τὴν τοιαύτην βοήθειαν ἀγαπήσειεν ἄν τις αὐτῶν τὴν δύνα - μιν , ἀλλὰ | ||
| , σχολῇ ποτ ' ἂν οὗτος τὰς πρὸς ἀλλήλους σπονδὰς ἀγαπήσειεν . εἶναι γάρ τι καὶ ἐν ἑκάστῳ βάρβαρον φῦλον |
| πρόσθεν πεπνυμένε ποῖον ἔρεξας . ᾔσχυνας μὲν ἐμὴν ἀρετήν , βλάψας δέ μοι ἵππους τοὺς σοὺς πρόσθε βαλών , οἵ | ||
| στράτευμα διὰ τῆς φιλίας χώρας μέχρι τῆς Φαρναβάζου Αἰολίδος οὐδὲν βλάψας τοὺς συμμάχους . Ἡ δὲ Αἰολὶς αὕτη ἦν μὲν |
| ἑκὼν ψευδόμενος ἀσεβεῖ , καθόσον ἐξαπατῶν ἀδικεῖ : ὁ δὲ ἄκων , καθόσον διαφωνεῖ τῇ τῶν ὅλων φύσει καὶ καθόσον | ||
| , ὃν οὐδὲν διέφευγε τῶν θηρίων : ὃς ἀπέκτεινεν . ἄκων τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα Πρόκριν , καθηράντων αὐτὸν τῶν Καδμείων |
| . . . . τῶν πηγαίων . . . . ἀναστήσειν ] οὐ λέγει πορθήσειν , ἀλλ ' ἐπὶ τὸ | ||
| λιμοῦ πιέζεσθαι , ἐλπίζων δὲ τοὺς στρατηγοὺς αὐτῶν ἀπὸ Καπύης ἀναστήσειν ἢ αὐτός τι Καπύης μεῖζον ἐργάσεσθαι . συντόνῳ δὲ |
| ἦγχε καὶ ἐβιάζετο , σὺ δὲ ἐκ μέσου τοῦ βρόχου διετέλεις τὴν φίλην σου τίτθην Ἀθηνᾶν ἀναφθεγγόμενος , ἕως πάσης | ||
| ἐπιστολὴν παρὰ σοῦ , ἐν ᾗ φιλοφρονούμενός τε περὶ ἡμᾶς διετέλεις ἀξίως τῆς ἡμετέρας περὶ σεαυτὸν σπουδῆς καὶ οὐκ ἀπιθάνως |
| ἐσμὲν καὶ ζῶμεν , αἱρετὸν ἄρα καὶ ἡδὺ καὶ τὸ συναισθάνεσθαι , ὅτι ζῇ καὶ ἔστιν ὁ φίλος . τοῦτο | ||
| καὶ οἰκεῖον τοῦ ζῴου πάθος , ἀφ ' οὗ κατήρξατο συναισθάνεσθαι τὸ ζῷον τῆς συστάσεως αὐτοῦ , οὔπω λογικόν , |
| μή που καὶ αὐτὸς ἐπιλάθωμαι ἐμαυτοῦ . Ὁ ἁμαρτάνων ἑαυτῷ ἁμαρτάνει : ὁ ἀδικῶν ἑαυτὸν ἀδικεῖ , ἑαυτὸν κακὸν ποιῶν | ||
| εἰ μὴ τοῦτο , οὐδὲ ἡμέρα ἔσται οὐδὲ νύξ : ἁμαρτάνει οὖν συνάγων καὶ συνελαύνων τὴν τοῦ Ζήνωνος ὑπόθεσιν εἰς |
| . ὁ δὲ ἐν τοῖς δημιουργικοῖς μέτροις ἕκαστα ἀφορίζων καὶ γινώσκων τὰ ὄντα , ᾗ γέγονε , καὶ παραμετρῶν τῷ | ||
| διὰ τὴν τῶν ποδῶν πτέρωσιν . ληρεῖ , φλυαρεῖ μὴ γινώσκων τί γράφει ὡς καὶ τὸ ἡπατουργὸν : οὐ γὰρ |
| καί τι καὶ ἐνεδίδοτο αὐτῷ ἐκ τῶν Μυνδίων , εἰ λάθοι νυκτὸς προσελθών . αὐτὸς μὲν δὴ κατὰ τὰ ξυγκείμενα | ||
| . ὁ δ ' ἐν θεοῦ δόμοισιν ἄφετος , ὡς λάθοι , παιδεύεται . νεανίαν δ ' ὡς ἤισθετ ' |
| ἐκλῦσαι πόνων : σὺ δ ' ἡσύχαζε μηδ ' ἄγαν λαβροστόμει . ἢ οὐκ οἶσθ ' ἀκριβῶς ὢν περισσόφρων ὅτι | ||
| πατὴρ Θηβαῖος . Τζέτζου . ἄνθρωπε σίγα , μὴ μάτην λαβροστόμει : Θηβῶν μέν ἐστιν Ὀρχομενὸς ἡ πόλις , ἐγκωμίου |
| ' ἀπέμασσεν τοῦτο ἄν τις σημειώσαιτο . . οὔ μιν ἀφαυρότατος : ὅτι τὸ ἐναντίον ὑπακουστέον , ἀλλ ' ἰσχυρότατος | ||
| ἄσθματι κῆρ ἀπινύσσων αἷμ ' ἐμέων , ἐπεὶ οὔ μιν ἀφαυρότατος βάλ ' Ἀχαιῶν . ἡ διπλῆ ὅτι κατὰ τὸ |
| τοῦ ψελλίζεσθαι . Σὲ δ ' οἰωνίσατ ' ἄν τις ἰδών : ἐπὶ τῶν εἰδεχθῶν : παρόσον οἱ παλαιοὶ οἰωνίζοντο | ||
| ἡδονήν . ὁ μὲν οὖν κατέχων τὰ τοιαῦτα τὴν ὥραν ἰδών τούτων ἑκάστοις ὡς προσῆκε χρήσεται : ὁ δ ' |
| φῦναι τοῦ Διὸς ἔφη : μὴ γὰρ ἂν οὕτω μεγάλα ἐργάσασθαι μὴ θειοτέρων ὄντα γονέων . ὡς οὖν καὶ τούτῳ | ||
| ἐφ ' ὑδρείαν ἄνθρωπόν τε καὶ ἄλλα ζῷα ὀλισθηρὰν αὐτὴν ἐργάσασθαι θέλων : τὰ γάρ τοι κατολισθαίνοντα οὐ κρατεῖ τῆς |
| γυναικῶν . καὶ μύροις ἐλούετο καὶ ἔφασκεν ὅτι : κἀν βακχεύμασιν οὖς ' ἥ γε σώφρων οὐ διαφθαρήσεται . κωμῳδῶν | ||
| ἀεί ] τοῦτο : σκοπεῖν χρή : καὶ γὰρ ἐν βακχεύμασιν οὖς ' ἥ γε σώφρων οὐ διαφθαρήσεται . ὁρᾶις |
| καὶ κρᾶσιν καὶ συμμετρίαν ἐνδέχεται πανταχοῦ καὶ πᾶσιν ὑπάρχειν , εἰ δὲ μή , τοῦτο αὐτὸ λεκτέον . ἔτι δὲ | ||
| γεγραμματευκόσι καὶ κεχορευκόσι καὶ τετελωνηκόσι καὶ τὴν ὥραν πεπωληκόσι : εἰ δὲ ἐκέλευσε ? ? ? ? ? ? μὴ |
| , δεκάτηι γενεᾶι μετὰ τὰ Τρωικά : τοὺς γὰρ πρότερον δεδιέναι τὰ ληιστήρια τῶν Τυρρηνῶν καὶ τὴν ὠμότητα τῶν ταύτηι | ||
| , ὥσπερ ἄγκυραν , καὶ μήτε τὴν ὄψιν τοῦ θηρίου δεδιέναι μήτε τὸ ὕψος μήτε τὴν ῥώμην τοσαύτην οὖσαν , |
| ἂν μεθύων νήφοντα διδάξειέ τις οὔτ ' αὖ μεθύων πρὸς νήφοντος πεισθείη . ἔνθα δ ' ἂν μὴ παρῇ πειθοῦς | ||
| περιποιεῖσθαι δύνασθαι , μεθυούσης καὶ παραφόρου ψυχῆς δόγμα εἰσηγούμεναι : νήφοντος μὲν γὰρ ἔργον λογισμοῦ καὶ σώφρονος τὸν θεὸν ὁμολογεῖν |
| , δεύτερον ἀγωνιστὴν τοῦ δράματος ἔχουσα δήμιον δοῦλον , σφαγέα δεσπότου , μαστιγίαν ἀνδρὸς ἀλιτήριον , ὃς ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου | ||
| κάλλος , ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα . Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν . Ὡς ἡδὺ τῷ σωθέντι μεμνῆσθαι πόνων |
| αὐτῶν , ἀλλ ' ἧττον ἔτι πολλῷ : ὁ γὰρ τάχιστος ἀνὴρ τοῦ βραδυτάτου τοξεύματος οὐδὲ μέρος ταχυτῆτος παρέχει . | ||
| ] ν ? ἀμφιβαλ ? [ [ ] ως ὁ τάχιστος ? [ ? [ ] αρτοις ' υπτ ? |
| παθήματι , τὸ μίασμα ὡς εἰς αὐτὸν περιεληλυθός , τοῦ παθόντος προστρεπομένου τὴν πάθην , ὁ βουλόμενος ἐπεξελθὼν τούτῳ δίκην | ||
| ἄκοντ ' ἀπεκτονότα , ἔκδοτον λαβών , εἰς τὴν τοῦ παθόντος βίᾳ πατρίδα . ἆρ ' οὐ πάντα συγχεῖς τἀνθρώπινα |
| . Μὴ τοίνυν , ὦ βασιλεῦ , δόξαν οὕτω καλὴν ἀνέλῃς , ἀλλ ' ἐνθυμοῦ μέν , ὡς ἐοικέναι δεῖ | ||
| καὶ εὐγενείᾳ ὑψουμένους αἱ σαὶ χεῖρες ἤτοι σὺ καταξανεῖς καὶ ἀνέλῃς . λέγει δὲ τὸν Ἕκτορα διὰ τὸ ἀνελεῖν τὸν |
| πεποίηται : ἀλλ ' ἄγετ ' , αἴ κέν πως θωρήξομεν υἷας Ἀχαιῶν . διὰ τοῦτο ἐπαινεῖ τὸν Νέστορα , | ||
| τοῦ ταγεύοντος : ἀλλ ' ἄγετ ' αἴ κέν πως θωρήξομεν υἷας Ἀχαιῶν καὶ τὸ πρῶτα δ ' ἐγὼν ἔπεσιν |
| ἰσχύϊ πρὸ δίκης χρῆσθαι , μόνον οὐκ ἄντικρυς βοῶν καὶ κεκραγὼς τοῖς ὦτα ἔχουσιν ἐν ψυχῇ , μηδένα τῶν ἑτεροεθνῶν | ||
| λέγων ἕκαστος αὐτῶν , ἀλλὰ μόνον πλούσιον εἶναι τὸν σοφὸν κεκραγὼς μικρὸν ὕστερον προσελθὼν αἰτεῖ καὶ ἀγανακτεῖ μὴ λαβών , |
| Εὐκλείδου δέεται οὐδέν : κάθηται δὲ ἐν τῷ κέντρῳ μέσῳ ἐλλοχῶσα τὴν ἑαυτῆς ἄγραν : ἔστι δὲ ὡς ἰδόντι εἰπεῖν | ||
| δὴ ἦν ἡ ἀπόπειρα , σπουδή τις εἶναι προσποιουμένη καὶ ἐλλοχῶσα τὰς νεοπρεπῶς ᾀττούσας κινήσεις . ἐμὲ γοῦν διεκώλυεν ὡς |
| . προσήκοι δ ' ἂν τούτῳ τῷ μέρει τυφλός , τυφλούμενος , πεπηρωμένος τοὺς ὀφθαλμούς : ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ | ||
| ὀλέθριον κακόν : ἀνάνδρῳ , γυναικείῳ : ἔνδοθεν ὁ Πολυμήστωρ τυφλούμενος ταῦτα βοᾷ : θρῆνον : λείπει τὸ ἕνεκεν : |
| χειμών : ταῦτα γὰρ εἰ καθαρὸν σῶμα καὶ πάντως ἄμεμπτον παραλάβοι , τὸ μὲν τὴν ὠχρὰν χολὴν εἴωθε πλείονα τοῦ | ||
| εἰδὼς καὶ ἱππεύειν μὴ μεμελετηκὼς εἰ ὁ μὲν ναῦν καλλίστην παραλάβοι , τοῖς πᾶσι καὶ εἰς κάλλος καὶ εἰς ἀσφάλειαν |
| πολυσπερεῖ μέν , ὦ γέρον , καθ ' Ἑλλάδα φήμῃ πλανᾶται καὶ διέγνωσται πάλαι τὸ μὴ βεβαίους τὰς βροτῶν εἶναι | ||
| : οὐ γὰρ ὥσπερ ἐν γῇ . . . ἀλλὰ πλανᾶται διὰ τὸ ἀφ ' ὑγροῦ βεβηκέναι ἐφ ' ὁμαλῆ |
| , οὕτως οὐδ ' αὐτός , φησίν , ὀχλῶν μοι ἀνύσεις τι ὥστε ἃ χρῄζεις ἀκοῦσαι . † ἤγουν ἐννόησον | ||
| μάτην πονεῖ , οὕτως οὐ δ ' αὐτὸς ὀχλῶν μοι ἀνύσεις τι , ὥστε ἃ χρῄζεις ἀκοῦσαι . Ὄψ ' |
| τῆς λεπτύνσιός τε καὶ τοῦ μὴ συλλαμβάνειν δύνασθαι , αἷμα ἐμέσαι τὴν γυναῖκα προσδόκιμον : τὰ δὲ καταμήνια τῇ τοιαύτῃ | ||
| ὅτι εἴρηκας ἔγραψας , ἀλλὰ πρὸς μὲν Ὀλύμπιον εἰρωνευόμενος ἔφης ἐμέσαι , πρὸς δὲ ἡμᾶς οὐδὲ τοῦτο . Χαίρω σου |
| Πρόκρις , δοῦσα τὴν Κιρκαίαν πιεῖν ῥίζαν πρὸς τὸ μηδὲν βλάψαι , συνευνάζεται . δείσασα δὲ αὖθις τὴν Μίνωος γυναῖκα | ||
| τοὺς πολεμίους , ἤν τι δύνηται , ἀπ ' αὐτῶν βλάψαι . ὁ δὲ ἔς τε τὴν Τάναγραν ἀπεβίβασεν αὐτοὺς |
| δὲ ὁ πολὺς πλοῦτος αὐτοῖς κέκρυπται , ἀντὶ τοῦ ἐν ἀφανείᾳ . ὑπὸ δὲ σώματι γᾶς : πολλὴ τῆς γῆς | ||
| δυσμενῶν καὶ ἀπηνῶν ἀπαντήσασα κεφαλῇ , τὴν ἀλαζονείαν αὐτῶν ἐν ἀφανείᾳ τιθεῖς . ἔθος δὲ Πινδάρῳ ἀπὸ ἑνικοῦ εἰς πληθυντικὸν |
| ἁρμόσω τὰς φύσεις , ἔφησέ μοι δύσκολον λέγειν , οὐκ ἐπιτρέποντος αὐτῷ τοῦ δαίμονος : μόνον δὲ εἶπεν : αἱ | ||
| τὸν υἱόν , ἐμαυτόν ” , τοῦ δὲ μέτρου οὐκ ἐπιτρέποντος εἰπεῖν “ ἐμαυτόν ” “ διδάξομαι ” ἔφη “ |
| ὁ Ἀνάξαρχος , συλλαβὼν αὐτὸν καὶ εἰς ὅλμον βαλὼν ἐκέλευσε τύπτεσθαι σιδηροῖς ὑπέροις . τὸν δ ' οὐ φροντίσαντα τῆς | ||
| φασι πάντα αὐτὸν λέγειν τὸν Πλούτωνα , ἀγανακτοῦντα ἐπὶ τῷ τύπτεσθαι τοὺς ἀκολούθους ὑπὸ Ξανθίου , ἀπὸ τοῦ εἶεν καὶ |
| ἐς γῆν δ ' Ἀτρεῖδαι πᾶς στρατός τ ' ἔστη βλέπων . ἱερεὺς δὲ φάσγανον λαβὼν ἐπεύξατο λαιμόν τ ' | ||
| πηγὴν οὐκ ἀγνοοῦμεν : ἣν ἐλεεῖν ἄμεινον ἢ μισεῖν . βλέπων δὲ εἴς τε τὴν φύσιν τοῦ σοῦ παιδὸς καὶ |
| ὡς ἂν εἴποις , καταχορεύουσα : εἶτα ἐμπήγνυται τῷ δειλαίῳ θηρατῇ τὰ κέντρα καὶ ἑλκοῦταί οἱ τὰ ἔνδον καὶ ἀνοιδήναντα | ||
| τῇ τῆς ἐπιθυμίας ὁρμῇ προσερχομένων . δεῖ δὲ τῷ πρώτῳ θηρατῇ τὴν αἱρεθεῖσαν ὡραίαν τε εἶναι καὶ εὖ ἥκουσαν σαρκῶν |
| ἄν . καὶ ὁ λόγος δὲ ὡσαύτως : οὐδὲν γὰρ ὑπομένει τῶν μορίων αὐτοῦ , ἀλλ ' εἴρηταί γε καὶ | ||
| : ὁ μὲν γὰρ ἄνθρωπος μουσικὸς γενόμενος ἄνθρωπός ἐστι καὶ ὑπομένει , τὸ δὲ ἄμουσον οὐχ ὑπομένει : οὔτ ' |
| τις τὸν ὄνειρον Ἀχαιῶν ἄλλος ἔνισπε ψεῦδός κεν φαῖμεν καὶ νοσφιζοίμεθα μᾶλλον : νῦν δ ' ἴδεν ὃς μέγ ' | ||
| μάντιές εἰσι θυοσκόοι ἢ ἱερῆες , ψεῦδός κεν φαῖμεν καὶ νοσφιζοίμεθα μᾶλλον : νῦν δ ' , αὐτὸς γὰρ ἄκουσα |
| ἅπας ] , ἑαυτὸν δὲ οὐδεὶς ᾐτιᾶτοἡγεῖτο γὰρ ἕκαστος τῇ μέμψει τοῦ πέλας ἀνέγκλητος εἶναι , εἶδον , ὅτι τὸν | ||
| φανέρωσον . γέγων ' ] εἰπέ . . αἰτιάματι ] μέμψει . . αἰκίζεται ] κολάζει . . δίδαξον ] |
| ὑπὸ ψόφου ἐκπλήττονται καὶ θορυβώδεις εἰσὶν καὶ ἐπὶ πολλὰ καὶ εἰκῇ κινοῦνταικαὶ ταῦτα ἀλογίστων ἐστὶν καὶ οὐκ ἐμφρόνων , καθάπερ | ||
| ἂν εἰ χαλκοῦς ἔχων μυκτῆρας εἰσέλθοι τις , ἐξελθεῖν πάλιν εἰκῇ : τοσαύτην ἐξακοντίζει πνοήν . λέγεις μάγειρον ζῶντα . |
| τὸ στόμιον τῆς ὑστέρας , εἰ μὲν ἀσθενὴς εἴη ἡ κυοφοροῦσα καὶ ἄτονος , τὴν μαίωσιν ἐπὶ κατακειμένης αὐτῆς | | ||
| δὲ λειπούσαις ἑκατὸν εἴκοσι τὴν ἑαυτῆς ἐπιμέλειαν ποιεῖται , μήτε κυοφοροῦσα , μήτε τρέφουσα , παρασκευάζουσα δὲ ἑαυτὴν εἰς ἑτέραν |
| ἦν ἐπὶ ναῦν κατιέναι . δεομένων δ ' ὅ τι φρονοίην ἀποφήνασθαι , δι ' ὀλίγου τοὺς ἑκατέρων λόγους ἀριθμησάμενος | ||
| οὐχὶ συντετρῖφθαι ἄμορφον ὄν . καὶ εἴ γε μὴ οὕτω φρονοίην , ἄξιος ἂν εἶναι μοι δοκῶ ὑπὸ ἑκκαίδεκα γυπῶν |
| διὰ δυοῖν ττ λέγουσιν . κυνοφθαλμίζεται : ἀναιδῶς καὶ ἰταμῶς ὁρᾷ , τρόπον ματρύλλου . κέρκῳ σαίνειν : ἐπὶ τῶν | ||
| ἀπέκτειναν ; . αὐτόδηλα ] αὐτὰ δὲ ταῦτα φανερά . ὁρᾷ γὰρ αὐτὰ τὰ σώματα βασταζόμενα ὁ χορός . . |
| εἴ γέ τι καὶ πρὸς βραχὺ μὴ καθόσον οἴονται χρῆναι ξυμπέσοι , παραιρεῖται τὸ χαῖρον εὐθὺς καὶ τὰς ἐλπίδας ἀμβλύνει | ||
| ἀστάθμητον τὸ τῆς ξυμφορᾶς ᾧτινί ποτ ' ἂν καὶ ἀναξίῳ ξυμπέσοι . ἡμεῖς τε , ὡς πρέπον ἡμῖν καὶ ὡς |
| ' εἴσειμ ' ἐνθάδε μείνας εἰς ὤμιλλαν , κἂν μὴ μεθιῇ . ὠμογέρων : ὁ παρ ' ἡλικίαν γεγηρακὼς διὰ | ||
| μίσγεσθαι , διὰ παντὸς τοῦ χρόνου , μέχρις ἂν αὐτὴν μεθιῇ ὁ ἀνήρ : κἢν μὲν ὀργᾷ ἡ γυνὴ μίσγεσθαι |
| . ] Δρακόντιον τρίψας τὴν χεῖρά σου κατάχριε καὶ μὴ δηχθήσῃ . σπέρμα δὲ ταύτης βοτάνης τετριμμένον σὺν ὕδατι καὶ | ||
| ἡ δῆξις γίνεται , κἂν μέσου τοῦ ὄφεως ἐπιλαμβάνῃ , δηχθήσῃ , ἐὰν τοῦ τραχήλου , οὐδὲν πείσῃ : οὕτω |
| γὰρ πεπονθέναι ὠφελοῦς ' ὑμᾶς ἅπαντας οὐ λόγοις ἀλλ ' ἐμφανῶς : πρῶτα μὲν τοῦ μηνὸς εἰς δᾷδ ' οὐκ | ||
| τῇ δὲ τρίτῃ λύσας , εὑ - ρήσεις τὰς χοιράδας ἐμφανῶς συνεστραμμένας καὶ τὸν πέριξ τόπον λελεπισμένον . ταύτας οὖν |
| τοῦ κρέσσονος : ἐκ τῶν γνωμῶν τοῦ Δημοκράτους . Ἄμυρις μαίνεται : ἐπὶ τοῦ φρενήρους . οὗτος θεωρὸς ὑπὸ Συβαριτῶν | ||
| οὔτε εὐσεβὲς νεανίσκον ἄθλιον ἀνελεῖν , πιστεύσαντας μανίας λόγοις . μαίνεται γὰρ ὑπὸ λύπης . ” Ταῦτα εἰπόντος τοῦ Κλεινίου |
| τε καὶ κόπρον κατά γε δίκην , μηδὲ ἐπιτηδείῃ διαίτῃ χρέηται ἡ ἄνθρωπος . Ἢν δὲ ὑδρωποειδὴς ᾖ , ἔρχεται | ||
| καὶ ἐκ τούτου νοῦσοι γίνονται , ἢν μή που προμηθείῃ χρέηται . Ξυμφέρει δὲ καὶ τούτοισιν ὡς καὶ τῷ προτέρῳ |
| ἐνταῦθα καὶ ξένους καὶ φυγάδας ἡμᾶς ὄντας . . . φεύγει [ . ἡ ψυχή ] καὶ πλανᾶται θείοις ἐλαυνομένη | ||
| τείχους , καὶ νενικήκασι μὲν ἐξελθόντες , δημοσίων δὲ ὕστερον φεύγει . ὁ οὖν βίαιος ὅρος , εἰ μηδὲ νίκη |
| καὶ πενία : φιλοσοφία μὲν ἀδεκάστως ἔχουσα , πενία δὲ αὐθαιρέτως . ἔρρωσο . ” ” Ταῦθ ' ὁ πατὴρ | ||
| πόνοις . τὸν Δία μὴ φοβούμενος ἐν ἰδίᾳ γνώμῃ καὶ αὐθαιρέτως ἄγαν ὑπερβολικῶς σέβῃ καὶ τιμᾷς τοὺς ἀνθρώπους , ἄγαν |
| ὡς σὺ χώραν ἔχῃς . ” εἰσῄειν οὖν μάτην λύκος χανὼν παρὰ μικρόν , αἰσχυνόμενος ὅτι ἐδόκουν ἐξεληλακέναι τοῦ συμποσίου | ||
| καὶ ἑαυτὸν χθαμαλωτέρᾳ τῇ πτήσει κατάγων πλησίον γίνεται , καὶ χανὼν ἀνεμεῖ λίθον ἐς τὸν τῆς Ἡρακληίδος κόλπον , καὶ |
| κατὰ Τιμοθέου . ὁπότε δημευθείη τινὸς ἡ οὐσία , ἐξῆν προσελθόντι τῷ φάσκοντι δανειστῇ γεγονέναι τούτου τοῦ ἀνδρὸς λέγειν ὅτι | ||
| οἷσπερ καὶ τὸ πολεμικὸν σημαίνουσιν ὄχλου προσκληθέντος , τῷ δὲ προσελθόντι τὰ ὀπίσθια πρῶτον ἀνασύρεσθαι μέχρι τῶν ὤμων εἶτα τὰ |
| ἀπόρου σχήματος καὶ ματαία ἡ σκέψις διότι οὔτε ἀλαζὼν οὔτε ἀνόητος ἀρετή , οἷοι δὴ καὶ τυφλοὶ πόνοι πάντες οἱ | ||
| Ὑπέρβολος ὁ λυχνοποιὸς καὶ Διοκλῆς ὁ λωποδύτης καὶ Μελιτίδης ὁ ἀνόητος . Καὶ τί σοι λέγομεν τὸν Ἀπόλλω ; ὁρᾷς |
| ἀνθρώπου ἐπεισῆλθέν τις τῶν δοκούντων φιλολόγων , ὃς κατείληπτό ποτε μοιχὸς ἐν τῇ πόλει . ὁ δ ' Ἀλλ ' | ||
| . κωμῳδεῖται δὲ ἐπὶ μοιχείᾳ καὶ ὡς ἀσέμνως κειρόμενος . μοιχὸς δὲ εἶδος καὶ ὄνομα κουρᾶς ἀπρεποῦς καὶ κιναιδώδους . |
| ἑτέρας ἐπεισελθούσης ἐξ ἔριδος , οἷα φιλεῖ , κατὰ ζηλοτυπίαν πάθῃ τι τῶν ἀνηκέστων , ἅμα καὶ τοῦ δεσπότου καινοτέροις | ||
| δὲ ὀφειλομένας ἐν Χερρονήσῳ . ἐπέσκηψε δέ , ἐάν τι πάθῃ , τάλαντον μὲν ἐπιδοῦναι τῇ γυναικὶ καὶ τὰ ἐν |
| Ξενοκράτης δὲ καίπερ αὐστηρὸς ὢν τὸν τρόπον ὅμως ὑπὸ δυσωπίας ἐκάμφθη , καὶ συνέστησε Πολυσπέρχοντι δι ' ἐπιστολῆς ἄνθρωπον οὐ | ||
| ἴδιον ἔστιν εὑρεῖν ἐπὶ τοῦ ἱδροῦν . ἰδνώθη εἰς τοὐπίσω ἐκάμφθη , οἱονεὶ τὸ ἰνίον ἐδονώθη . ἱδρῶ , κατ |
| ἀναγκαῖα δὲ δίψα λιμός . καὶ γὰρ φοβηθείς τις μὴ τρωθείη προλαβὼν ἔτρωσε καὶ ἔβλαψε προβουλευσάμενος καὶ ἐρῶν ἐπείσθη κελεύσαντι | ||
| δὲ μὴ νυγείη τὸ νεῦρον , ἀλλὰ σαφεῖ τῇ τομῇ τρωθείη , διαιρεθέντος καὶ τοῦ προκειμένου δέρματος , ὡς γυμνὸν |
| διώκω , δίσω , δέδικα : ὁ μέσος δέδια : δεδιὼς ἡ μετοχὴ , καὶ δειδιὼς κατ ' ἐπέκτασιν . | ||
| ἄλλων δέδωκε χρήματα . ὁ δὲ ἐδέξατο μὲν , ὅμως δεδιὼς μὴ διὰ τὸ μὴ λαβεῖν ἐγείρῃ καθ ' αὑτοῦ |
| ὦμος : παρὰ τὸ ὦ τὸ ὑπαρκτικὸν ῥῆμα : ὁ ὑπομένων τὰ βάρη ἰσχυρῶς καὶ τὰ φορτία . καὶ παρὰ | ||
| ἐκτήσατο πολλὰ ὁμολογουμένως , ἐναντιώματα δὲ καὶ ἀνωμαλίας κατὰ καιρὸν ὑπομένων κατὰ τὰς τῶν κακοποιῶν παραλήψεις ἢ ἐπιμαρτυρίας , ἀπαράμονον |
| . “ ὁ Ξάνθος ἀκούσας φιλοσόφου μὲν ζήτημα , μὴ εὑρίσκων αὐτὸ δὲ ταχέως ἀναλῦσαι , [ τῷ Αἰσώπῳ ἑστῶτι | ||
| . , λόγους ἐφευρίσκων εὑρίσκων καὶ ἀπολογίαν , καινοὺς λόγους εὑρίσκων . . περίτριμμα ] ἐντριβὴς . , ἄκρον . |
| ἐπὶ Βαβυλῶνα στράτευσιν διαίρεε τὴν στρατιὴν δίχα , διελὼν δὲ κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξας διώρυχας ὀγδώκοντα καὶ ἑκατὸν παρ ' ἑκάτερον | ||
| ἀληθῆ , ὅτι Γυμνάσιος ἐρῴη Συρίας , εὐθὺς μὲν ἐγκώμιον κατέτεινε , σοφιστοῦ πόνον , οὕτως ἦν πολύ τε καὶ |
| ἐσχάτων , ὡς ἔστιν ἀκούειν , τῷ δαίμονι , ἀλλὰ παραχωρῶν τοῦ σώματος , τοῦ φρονήματος οὐ παρεχώρησας : ἀλλ | ||
| φίλων ἢ πολεμίων , σπεύδων δ ' ἐπὶ τὰ πρόσω παραχωρῶν ἤρξατο ἤδη ὁρᾶν περὶ γηλόφους πολεμίους συνεστηκότας : βραχὺ |
| διαχειρίᾳ ] διαχειρήσει . διαχειρίᾳ ] σφαγῇ . διαχειρίᾳ ] φονεύσει . διαχειρίᾳ ] διαχειρήσει ἀλλήλων . θ διαχειρίᾳ ] | ||
| καὶ καταλείψει αὐτά , ὡς δὲ πρὸς τὴν ἀλήθειαν ὅτι φονεύσει αὐτά : πολλή μ ' ἀνάγκη : λείπει τὸ |
| φαῦλος , αὐτὸς ἐξ ἀλογίας παρωξυμμένος , Θεὸς ἀναίτιος : ἀδικήσῃ δὲ τὸν προσπεσόντα , οἷον τοξότου βάλλοντος ἀνάγκη τὸν | ||
| . οὐ γάρ ; Πάνυ γε . Ἐὰν δέ γε ἀδικήσῃ ἢ αὐτὸς ἢ ἄλλος τις ὧν ἂν κήδηται , |
| κόπῳ κόπον , ψόφῳ ψόφον , τριωβόλῳ δὲ πόρνην , αὐθαδίαν αὐθαδίᾳ , Καλλίστρατον μαγείρῳ , στάσιν στάσει , μάχῃ | ||
| ὅπως οὐκ εἶ κακός . Εἴ τοι νομίζεις κτῆμα τὴν αὐθαδίαν εἶναί τι τοῦ νοῦ χωρίς , οὐκ ὀρθῶς φρονεῖς |
| . Σκορπίοις ὀκτάπουν ἀντεγείρεις : οἷον ἱκανὸν ἀμύνασθαι εἰς πληγὴν παροξύνεις . Σκάνδιξ : λάχανον ἄγριον : διὸ καὶ σκανδοπώλης | ||
| ἀλλ ' ὑποκαίεις σπινθῆρσι λόγων τὴν τοῦ δεσπότου ὀργὴν καὶ παροξύνεις δεσπότην κατ ' οἰκέτου . τοῦτο δέ ἐστιν οὐκ |
| μᾶλλον πέφυκε τἀνθρώπῳ . Ὁ δ ' αὖ οὐ πάνυ πονηρὸς καθέστηκεν ἀπὸ τῆς τῶν χρωμάτων τεκμαιρομένων ἡμῶν οἰκειότητος . | ||
| ἔλυσε τοὺς νόμους : εἰ δ ' ἐκβαλεῖν ἀπάτην ἣν πονηρὸς ἄνθρωπος ἐνέθηκέ σοι , μένει μὲν Ἱεροκλῆς ἐν τῷ |
| ἄνδρα ἐφεξῆς πρόθυμον εἶναι , καὶ ὅπως μηδεὶς μήθ ' ἑκὼν μήτ ' ἄκων ἀνατρέψει τοῦτο σκοπεῖσθαι , ἐπειδὰν δὲ | ||
| ; Ἔμοιγε . Πότερον δὲ γραμματικώτερον κρίνεις , ὃς ἂν ἑκὼν μὴ ὀρθῶς γράφῃ καὶ ἀναγιγνώσκῃ ἢ ὃς ἂν ἄκων |
| τῆς θημονίας ἔπληξεν ὄφις κατὰ τοῦ βουβῶνος , ἤγουν τοῦ γονατίου , ὃς ἀναστὰς καὶ ἀνασπάσας τὴν βοτάνην ταύτην , | ||
| ʹ γʹ νο κ δʹ ὁ μετὰ τοῦτον πρὸ τοῦ γονατίου τοῦ Τοξότου . . . . . . . |
| τοὺς παρόντας , ὡς μηδὲ κατασχόντας αὑτῶν τινὰς ἐς οἰμωγὴν ἀναβοῆσαι . ὃ μὲν οὖν νυκτός τε καὶ ἡμέρας ἐπιβιώσας | ||
| ἀγῶνος ἀσκεῖν ἐπὶ τὸ βοᾶν τὴν φωνὴν καὶ τὸ ἄλλως ἀναβοῆσαι . ἀνθρωποειδὲς θηρίον , ὕδατι συζῶν : ἐπὶ τοῦ |
| , ἵνα μὴ πάλιν στάσεις καὶ ταραχὰς κατὰ τὴν πόλιν ἐργάσηται , πολέμους εἰςηγησάμενος , καὶ μὴ συγχωρῶν τὸν δῆμον | ||
| μὴ ἐμπεσὼν εἰς τυραννίδας καὶ ἄλλας τοιαύτας πράξεις πολλὰ μὲν ἐργάσηται καὶ ἀνήκεστα κακά , ἔτι δὲ αὐτὸς μείζω πάθῃ |
| ἐπιθέον , καθὸ τῇ μέν ἐστι κατὰ φύσιν ἰούσῃ τὸ ἐμποδίζον καί τι τοῦ ἐναντίου παραμεμιγμένον , ὃ οὐκ ἐᾷ | ||
| τῷ σκοτοποιῷ παραποδίζῃ τὴν ἐνέργειαν . ἆρα οὖν ὡς μὴ ἐμποδίζον μόνον χρήσιμον τὸ διαφανές , καθάπερ εἰ καὶ κενὸν |
| τέτοκεν . Τὸν Μουσῶν τέττιγα Πόθος δήσας ἐπ ' ἀκάνθαις κοιμίζειν ἐθέλει πῦρ ὑπὸ πλευρὰ βαλών : ἡ δὲ πρὶν | ||
| ἀναβαλλόμενος . Πανόλβιος γὰρ τῶν ἄλλων ἐλαίῳ τὰς ἀλγηδόνας ἀξιούντων κοιμίζειν τέμνει μοι φλέβα , καὶ ῥᾴων μὲν εὐθὺς ἐγενόμην |
| ἀνάγκη . Παρὰ Ἀπελλίωνι τῷ χρηστῷ περὶ ὧν ἀδικεῖσθαι φῂς ἀγωνιῇ , τοῦτον γὰρ ἀπέδειξέ σοι δικαστὴν ὁ γενναῖος Στρατήγιος | ||
| ὦ Σώκρατες , πρᾶγμα , ἀλλὰ σύ τε κατὰ νοῦν ἀγωνιῇ τὴν δίκην , οἶμαι δὲ καὶ ἐμὲ τὴν ἐμήν |
| , τῷ Ὑπερβίῳ δὲ ἐγκεκόλαπται ἐπὶ τῆς ἀσπίδος σταδαῖος καὶ στάσιμος ἐνιδρυμένος ἢ κατὰ συστάδην μαχόμενος ὁ Ζεὺς ἀπὸ τῆς | ||
| ἔχει τὸν Τυφῶνα , τῷ Ὑπερβίῳ δὲ ἐγκεκόλαπται σταδαῖος καὶ στάσιμος , ὡς κατὰ σύστασιν μαχόμενος , ὁ Ζεὺς ἀπὸ |
| | τοῦ θεοῦ ὅτι καὶ τοξότης ἀγαθός | ἐστι καὶ ἰατρὸς καὶ μάντις | καὶ ἐπόπτης τῆς τροφῆς τῶν θρεμμάτων | ||
| . Μετὰ μικρὸν δὲ τοῦτον θανεῖν συνέβη . Ἀλλ ' ἰατρὸς ἔλεγε πρὸς τοὺς παρόντας : Εἰ οἴνου ἀπείχετο , |
| γεωργικὸς λαός . Ἀγροῖκος ὀπώρα , ἀπ ' ἐναντίου τῇ γενναίᾳ , ὡς ἐν διαφορᾷ τῆς μὲν πρὸς τὸ ὀπωρίσαι | ||
| καὶ δεξιοὶ πρὸς πόλεμον , ἐν τλήμονι καὶ καρτερικῇ καὶ γενναίᾳ δόξῃ καὶ γνώμῃ ψυχῆς . . δόξῃ ] ἢ |
| οὐχ ὅπως τῇ θηριώδει καὶ ἀλόγῳ ἡδονῇ ἐπιτρέψας ἐνταῦθα τετραμμένος ζήσει , ἀλλ ' οὐδὲ πρὸς ὑγίειαν βλέπων , οὐδὲ | ||
| οὐκ ἀπολύεσαι τῆς συνοχῆς ζ γίνῃ μοναχός η ὁ ἀσθενῶν ζήσει θ σώζῃ τῆς συκοφαντίας ι κληρονομεῖς τὴν γυναῖκα α |
| Ὅτι Πυθαγόρας πυθόμενος Φερεκύδην τὸν ἐπιστάτην αὐτοῦ γεγενημένον ἐν Δήλῳ νοσεῖν καὶ τελέως ἐσχάτως ἔχειν , ἔπλευσεν ἐκ τῆς Ἰταλίας | ||
| αὐτοῖς ἐστι καὶ ἅμα ὠχρότης , μανίαν ἢ ἐπιληψίαν δηλοῦσι νοσεῖν τὸν ἄνδρα . ὅσοις δὲ ὀφθαλμοῖς ἡ στάσις ἐστὶν |
| προστιθεὶς διὰ τῆς τέρψεως τῇ συμφορᾷ ποιοῦντός τι καὶ τοῦ κώδωνος καὶ τὸν γενόμενον ἂν διὰ τῶν δακρύων ἔλεον ἐξορίζων | ||
| οἴεσθαι δῆλον εἶναι πῶς ἀκούουσιν , ἔνδον ποιήσαντα ψόφον ὥσπερ κώδωνος . τῶν μὲν γὰρ ἔξω δι ' ἐκεῖνον ἀκούομεν |
| ἡμεῖς πειρώμεθα ἀποδιδράσκειν ὅσα ἀνθρώπῳ κακόν ἐστιν , εἴπερ οὖν ἀπογεύσαιτο αὐτῶν . ἤδη μέντοι τις καὶ ἄνθρωπος ἀγνοῶν καὶ | ||
| εἴ τις ὀλίγον ὅσον ἀκαριαῖον ἀποξύσας αὐτῶν ἄκρῳ τῷ ὄνυχι ἀπογεύσαιτο : ἀλλὰ ἢν μὴ τοσοῦτον ὅσον χρή , καὶ |
| Ἔλεγεν Ἐτεοκλῆς ὁ Λάκων δύο Λυσάνδρους τὴν Σπάρτην μὴ ἂν ὑπομεῖναι . καὶ Ἀρχέστρατος ὁ Ἀθηναῖος ἔλεγε δύο Ἀλκιβιάδας τὴν | ||
| ἀναμιμνῄσκου δὲ καὶ δι ' οἵων διελήλυθας καὶ οἷα ἤρκεσας ὑπομεῖναι καὶ ὅτι πλήρης ἤδη σοι ἡ ἱστορία τοῦ βίου |
| πλανᾷ . πρὸς μὲν οὖν τὸ πλάνῃ οὕτω λέγε , ἀποσφαλεὶς φρενῶν ἐν πλάνῃ , τουτέστιν ἐκπεσὼν καὶ πλανηθεὶς τοῦ | ||
| πολλοὺς τῶν ἐν αὐταῖς ὄντων διαφθαρῆναι . ὁ δὲ Δημήτριος ἀποσφαλεὶς τῆς ἐλπίδος οὐδ ' ὣς ἔληγεν , ἀλλὰ προσεκαρτέρει |
| τῶν ἠπορημένων , τίνος ἐστὶ περὶ ταὐτοῦ καὶ ὁμοίου καὶ ἐναντίου καὶ ἑτέρου καὶ ἀνομοίου διαλαβεῖν ἐπιστημόνως , καθάπερ ἐνδόξως | ||
| , ὁ γεωργικὸς λαός . Ἀγροῖκος ὀπώρα , ἀπ ' ἐναντίου τῇ γενναίᾳ , ὡς ἐν διαφορᾷ τῆς μὲν πρὸς |
| πολέμου χρείας καὶ τύχης , πράγματος οὐχ ἑστῶτος οὐδ ' ὡμολογημένου . Ἀθλητῇ μὲν γάρ ἐστιν Ὀλυμπιάσιν ἀγωνισαμένῳ ἀμελῆσαι τοῦ | ||
| . ἀναγκαῖον δ ' ἂν εἴη καὶ ἐκ τοῦ νῦν ὡμολογημένου τοῦτο συμβαίνειν , ἐνίοτε τοὺς ἐπιστημονεστέρους πλουσιωτέρους εἶναι . |
| , ἆρα ἐξομοιῶν αὑτὸν τῇ πολιτείᾳ ταύτῃ ἐν ᾗ ἂν οἰκῇ , καὶ νῦν δὲ ἄρα δεῖ σὲ ὡς ὁμοιότατον | ||
| νόσοισι καὶ κακοῖς πόσει ἥδιστόν ἐστι , δώματ ' ἢν οἰκῇ καλῶς , ὀργήν τε πραΰνουσα καὶ δυσθυμίας ψυχὴν μεθιστᾶς |