πρὸς τὸν βίον ἀλλότρια , παραπλησίως δὲ τὰ παρακείμενα μακραῖς ᾐόσι : θήραν γὰρ οὔτε ἰχθύος οὔτ ' ἄλλου γένους
τοῦ ἅρματος ῥίψας αὐτὸν , ἐν ταῖς τῶν ποντίων σάλων ᾐόσι ταῖς Γεραιστίαις , ἔνθα ἡ Γεραιστὸς τὸ τῆς Εὐβοίας
6776370 πετραις
δεινὸν μέλος ἐξηύδα ὁ Λάμαχος . ἢ πεσὼν πρὸς ταῖς πέτραις ἐθρήνει τὸ μέγα πτίλον . Γ ἔπαιξε πλάσας ὄνομα
. Κλινοπόδιον θαμνίον ἐστὶ φρυγανῶδες , δισπίθαμον , φυόμενον ἐν πέτραις , ἔχον φύλλα ἑρπύλλῳ παραπλήσια καὶ ἄνθη ὅμοια κλίνης
6634380 πεδια
εὐερκής ἐστιν , ὥσπερ τείχους ἀνεστηκότος . ἐὰν δὲ τὰ πεδία προβαλλομένη ἐν τοῖς σκληροῖς φαίνηται ἱδρυμένη , ὅτι ἥμερός
ὑπὸ τῆς δασύτητος τῶν χωρῶν : πολλὰ δὲ κατὰ τὰ πεδία χαλεπώτερα τῶν ἰοβόλων ζώων ἡ Αἴγυπτος φέρει : ἐπειδὰν
6399134 κορυφαις
ἐπισκεψάμενος δὲ αὐτὸ ὅπη διανίσταται καὶ ὅπη θολοῦται καὶ ὁπόσαις κορυφαῖς ᾄττει καί που καὶ ἐφαπτόμενος τοῦ πυρός , ὅπη
ἄκουε τοῦ Πανός , ὡς τὸν Διόνυσον ᾄδειν ἔοικεν ἐν κορυφαῖς τοῦ Κιθαιρῶνος ὑποσκιρτῶν τι εὔιον . ὁ Κιθαιρὼν δὲ
6342609 Βουν
δὲ φεύγοντες ἐρημίας καὶ τὰ οἰκούμενα διώκοντες χειμῶνα δηλοῦσι . Βοῦν δὲ ἐμπεσόντα εἰς τέλμα λύκοι φοβοῦσιν , ἐπιβῆναι τῆς
ἐπ ' αὐτὴν ὠθούμενος ὁ ῥοῦς πρὸς τὴν καλουμένην ἀνθαμιλλᾶται Βοῦν : ἔστι δ ' οἷον ἀφετήριον τοῦ πρὸς τὴν
6209534 ἐπιχρυσα
ἀλλοίαν ἀνελάμβανε , τοτὲ μὲν λεοντῆν καὶ ῥόπαλον , ἀμφότερα ἐπίχρυσα , διακοσμούμενος εἰς Ἡρακλέα , τοτὲ δὲ πίλους ἐπὶ
ἀκτῖνες ἀνέχουσιν . ἔστι δὲ καὶ Χάρισιν ἱερὸν καὶ ξόανα ἐπίχρυσα τὰ ἐς ἐσθῆτα , πρόσωπα δὲ καὶ χεῖρες καὶ
6191547 ἀντρα
ἐν μυχοῖς τοῦ Δελφινίου τόπου ἤτοι τῆς Φωκίδος περὶ τὰ ἄντρα καὶ σπήλαια τοῦ Κερδώου θεοῦ ἤτοι τοῦ Ἀπόλλωνος :
Ἐρετρικήν , ὄρη , κρημνούς , φάραγγας , καταδύσεις , ἄντρα , χαράδρας , τρώγλας , χηραμούς , πάντας μυχοὺς
6177426 φαραγγες
, καὶ ἀντηχοῦσιν αὐτοῖς ᾄδουσιν οἵ τε σκόπελοι καὶ αἱ φάραγγες , καὶ μουσικωτάτους πάντων τούτους ἴσμεν ὀρνίθων καὶ ἱεροὺς
μυχῶν πρὸς τὸ δειρῶν : ἔνθα γὰρ ὄρη , καὶ φάραγγες καὶ κρημνοί . . Εἰκότως εἶπε τὸ ἀγγελίαις :
6090596 στιβαδες
πτέρις εἶδος βοτάνης ὁμοίας πτερῷ στρουθοκαμήλου , ἀφ ' ἧς στιβάδες ἐπὶ κλίνης τῶν ἀγροίκων γίνονται διὰ τὴν μαλακότητα καὶ
μαλακωτέρας ἀνθρώποις εὐγενέσι καὶ ἀστείοις καὶ φιλοσοφίας ἀσκηταῖς εὐτρεπίσθαι ; στιβάδες γάρ εἰσιν εἰκαιοτέρας ὕλης , ἐφ ' ὧν εὐτελῆ
6055352 πετρωδη
αὐτὴν καὶ διὰ τὸ ἀποκόπτειν τὰς ἀγκύρας τραχὺν ὄντα καὶ πετρώδη τὸν βυθόν . Κἂν κατ ' αὐτὸν δέ τις
τὰ τείχη σαλεῦσαι . τῶν δὲ Καρχηδονίων ἀντιμαχομένων διὰ τὸ πετρώδη εἶναι τὸν τόπον , δύο μῆνας πολιορκήσας καὶ ἀπογνοὺς
6041652 βαθειαις
τῆς Σπάρτης ἐπὶ τοῦ πολέμου τοῦ πρὸς Δημήτριον τάφροις τε βαθείαις καὶ σταυροῖς τετειχισμένης ἰσχυροῖς , τὰ δὲ ἐπιμαχώτατα καὶ
μεγάλη ᾖ , ἢ ὅλον τὸ δέρμα διαιροῦντας πολλαῖς καὶ βαθείαις ἀμυχαῖς καὶ ἐάσαντας ἀπορρυῆναι τὸ αἷμα τῶν φαρμάκων ἐπιτιθέναι
6037527 ἀναντη
. θεραπεύειν . τὴν μὲν κακότητα κτλ . Ἡσιόδου . ἀνάντη . τραχεῖαν . λιστοί . ἀντὶ λιταζόμενοι , λιταῖς
τῶν ἀναδουμένων τὰς ναῦς καὶ ἐκ τῆς γῆς ἐφελκόντων πρὸς ἀνάντη καὶ πολὺν ἐμπίπτοντα τὸν ῥοῦν βιάζεται , ἔστι δ
6025733 δονακα
] δ ' ἐν Οἰδίποδι : τόν θ ' ὑμνοποιόν δόνακα [ ὃν ἐκφύει Μέλας ] ? ποταμὸς ἀηδόν '
, ἐπ ' Ἀξιοῦ πόρον , Βόλβης θ ' ἕλειον δόνακα , Πάγγαιόν τ ' ὄρος , Ἠδωνίδ ' αἶαν
6021313 καταπλεως
μετέωρος ἵδρυται μέγιστος καὶ ἐπιφανέστατος καὶ | οἷος οὐχ ἑτέρωθι κατάπλεως ἀναθημάτων , [ ἐν ] γραφαῖς καὶ ἀνδριάσι καὶ
τῶν μὲν γάρ ἐστιν ἄψυχος ἡ ὕλη , παντοίων δένδρων κατάπλεως , τῶν μὲν ἀειθαλῶν πρὸς τὴν ὄψεως ἀδιάστατον ἡδονήν
6017998 ἐγκαρπα
μιᾶς πέτρας , στελέχη δ ' ἐρυμνὰ πολλὰ φοινίκων πέλει ἔγκαρπα , δεκάκις ἑπτά , καὶ περίρρυτος πέφυκε χλοίη θρέμμασιν
' ἀκάρπων δρῦςτάχα δ ' ἂν εἴη ἀμφίβολος πρὸς τὰ ἔγκαρπα διὰ τοὺς βαλανηφάγους Ἀρκάδας , καὶ μάλιστα εἰ πρὸ
5977142 πνοαις
ἀπὸ τῆς ἄρκτου πνοαῖς : Λυκόφρων : ἀπαρκτίαις πρηστῆρος αἴθωνος πνοαῖς . . . . ἀπάργματα : αἱ μεγάλαι ἀπαρχαὶ
. . . . ἀπαρκτίαις : ταῖς ἀπὸ τῆς ἄρκτου πνοαῖς : Λυκόφρων : ἀπαρκτίαις πρηστῆρος αἴθωνος πνοαῖς . .
5976335 ὀρυγματα
τμηθὲν ἐκπληροῦται πάλιν τῷ χρόνῳ , τῆς ἐγχωννυμένης εἰς τὰ ὀρύγματα γῆς μεταβαλλούσης εἰς ἄσφαλτον , ὥς φησι Ποσειδώνιος .
ὀρύξαντες καίουσί τε ταυτὶ τὰ πολυτελῆ δεῖπνα καὶ εἰς τὰ ὀρύγματα οἶνον καὶ μελίκρατον , ὡς γοῦν εἰκάσαι , ἐγχέουσιν
5975265 χειμαρρων
καὶ στρογγύλα λιθίδια , οἷα ἡμεῖς ἐπὶ ταῖς ὄχθαις τῶν χειμάρρων ἀνευρίσκομεν : ταῦτά ποτε μὲν ἓν κατὰ μίαν ἔσκεπε
καὶ πεδιάδα βρίθουσαν ζῴων καὶ φυτῶν καὶ ποταμῶν αὐθιγενῶν καὶ χειμάρρων φορὰς καὶ πελαγῶν ἀναχύσεις καὶ εὐκρασίας ἀέρος καὶ τῶν
5974834 παλιρροιαις
λέγονται κύματα ἐξερχόμενα καὶ πάλιν εἰσερχόμενα . διαύλοις οὖν ταῖς παλιρροίαις τῶν κυμάτων . δίαυλοι δὲ τὰ ἔνθεν καὶ ἐκεῖθεν
καὶ τοὐναντίον ἀφαυαίνουσι : καὶ πελαγῶν ἐργάζονται τροπὰς ἐξαναχωρούντων ἢ παλιρροίαις χρωμένων : εὐρεῖς γὰρ ἔστιν ὅτε κόλποι θαλάττης ὑποσυρείσης
5936372 ἐπιπεμπων
γε ὁ Πύθιος ὀνείρατά τε προδείξας καὶ τοὺς μηνύσοντας ἕκαστα ἐπιπέμπων . Ἐγὼ δὲ ἐνταῦθα ἤδη ὑμᾶς , ὦ Δελφοί
τρέφοιντο . ΓΘ ἤρειδε ] ἠφίει . κρημνοὺς ἐρείδων : ἐπιπέμπων καὶ ἀκοντίζων , τουτέστιν ἐγκλήματα ὑπέρογκα καὶ διαβολὰς χαλεπωτάτας
5930042 θαλασσια
πολύπους τὸν κάραβον . πόνοισι : ἀγῶσιν . Ἰχθυόεσσα : θαλασσία , ἰχθυηρά . μετά σφισιν : ἐν αὐτοῖς τοῖς
τέλει γεγράφθαι : „ ἐκ δὲ παίδων χαύνοις φρένας ἁ θαλασσία λέπας „ . ὁ δ ' Ἀριστοφάνης γράφει ἀντὶ
5905578 ἐπισκιαζει
[ ἡ μὲν ] πρὸς αὐτὸν τὸν πάγον ἀνατρέχει καὶ ἐπισκιάζει τὴν πέτραν : καὶ ἐκείνη μὲν ὑπολανθάνει , ὁρᾶται
, πολλὴ δὲ σμίλαξ πρὸς αὐτὸν τὸν πάγον ἀνατρέχει καὶ ἐπισκιάζει τὴν πέτραν : καὶ ἐκείνη μὲν ὑπολανθάνει , ὁρᾶται
5903485 πελαγη
ἀνὰ τὰ πρόσω , ἐν δεξιᾷ μὲν ἔχοντες τὰ Τυρσηνικὰ πελάγη , ἐπὶ θάτερα δὲ αὐτοῖς παρετέταντο αἱ τοῦ Ἰονίου
τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ . καινῶς δὲ ὁ Πίνδαρος ταῦτα τὰ πελάγη ἱστορεῖ πεπλανῆσθαι τοὺς Ἀργοναύτας . ἄλλως : ἐν τ
5902964 αὐραις
ἑκάστη κυλίνδρων ὡραΐζονται τμήμασιν , ὁ δὲ κύκλος ἀνειμένος ταῖς αὔραις τὴν ὥραν τοῦ ἔτους καὶ ἄλλως εὔχαριν οὖσαν ἡδίω
αὐτὰ ἄγαν ἁθρόως ποτίζῃ , οὐ δύναται ὀρθοῦσθαι οὐδὲ ταῖς αὔραις διαπνεῖσθαι : ὅταν δ ' ὅσῳ ἥδεται τοσοῦτον πίνῃ
5902602 σιδηρα
αὐτὸν φλὸξ πυρός , καὶ ἐτάκησαν πάντα τὰ περὶ αὐτὸν σίδηρα , καὶ ἰάσατο κύριος τὸν Μανασσῆν ἐκ τῆς θλίψεως
ἔστι δὲ μία τῶν Αἰολίδων . λέγεται δέ , ὅτι σίδηρα διάφορα θέντες ἐν αὐτῇ ναῦται ἕωθεν εὑρήκασιν αὐτὰ ἐκ
5900556 ἀστραπῃ
σειομένην , ὥστ ' ἐκ μακροῦ διαστήματος ὁρᾶσθαι τὴν πρόσοψιν ἀστραπῇ παραπλησίαν . ἡ δ ' ὑπὸ τὴν καμάραν καθέδρα
καὶ θηρσὶν αὐτὸς γίνεται παρεμφερής , ἀνέμῳ νεφέλῃ τε καὶ ἀστραπῇ , βροντῇ , βροχῇ . ὑπηρετεῖ δὲ αὐτῷ θάλασσα
5895863 Ἐρυθραιου
Εὐξείνου πόντου . Ὑψηλότερον γάρ ἐστι τὸ Περσικὸν πέλαγος τοῦ Ἐρυθραίου , ὥσπερ κατὰ διάμετρον κείμενον . Εἴπομεν γὰρ τὴν
γὰρ κέγχρος ἀέξεται , ἄλλοθι δ ' αὖτε ὗλαι τηλεθόωσιν Ἐρυθραίου καλάμοιο . φράζεο δ ' ὥς τοι σχῆμα καὶ
5894176 κυματα
αὐτό . . ὡς κύματα : ὅτι Ζηνόδοτος γράφει φὴ κύματα . οὐδέποτε δὲ Ὅμηρος τὸ φή ἀντὶ τοῦ ὡς
εἶναι τοὺς ναύτας τὰ κύματα δέχεσθαι , Κυμὼ διὰ τὰ κύματα , Ἠϊόνη διὰ τοὺς αἰγιαλούς , Ἁλιμήδη διὰ τὸ
5879400 Συμπληγαδων
Αἴας . τοῦτο δὲ λέγει , παρόσον οὐ διὰ τῶν Συμπληγάδων ὑποστρέψουσιν . ἀλλά , φίλοι , φράζεσθε : διὰ
θεοῦ καθεύδοντος ἡ γῆ ὑποδέξηται εἰς ἵππον . Βοσπόρου καὶ Συμπληγάδων ἡ Ἀργὼ διεκπλεύσασα μέσον ἤδη τέμνει τὸ ῥόθιον τοῦ
5874231 παταγον
. κλύουσα ] ἀκούσασα . Ξ πάταγον ] ἦχον . πάταγον ] κτύπον . θ κτύπον ] πάταγον . ταρβοσύνῳ
χρεμετισμοὺς ἵππων καὶ φριμαγμοὺς τράγων , πυρός τε βρόμον καὶ πάταγον ἀνέμων καὶ συριγμὸν κάλων καὶ ἄλλα τούτοις ὅμοια ,
5870738 ἠλεκτρος
ἀεὶ περίδρομον ἀνάγκην . Ἠλέκτωρ δὲ δυοῖν θάτερον : ἢ ἤλεκτρος ὁ θεὸς ὀνομάζεται μηδέποτε κοίτης ἐπιψαύων , ἢ τάχα
Κρονίου ὠκεανοῦ , τῆς νεκρᾶς οὕτω καλουμένης θαλάσσης , ὁ ἤλεκτρος αὔξεται ὁ ἡδεῖαν καὶ καλὴν τὴν λαμπηδόνα ἔχων ,
5870053 σκιερα
ἐκ Βελλεροφόντου παίζει ⌈ ταῦτα Γ : πάρες , ὦ σκιερὰ φυλλάς Γ , ὑπερβῶ κρηναῖα νάπη : τὸν ὑπὲρ
ἧσσόν ἐστιν εὔπνους καὶ εὐήλιος : διόπερ καὶ χειμῶνός ἐστι σκιερὰ καὶ ψυχρὰ καὶ θέρους δυσήνεμος καὶ πνιγώδης : διόπερ
5862806 βρυα
τῆς πιτύης τὸ δέρμα κόψας λεῖον , καὶ σπόγγον καὶ βρύα λεῖα μίσγειν τῷ ἐλαίῳ τῆς φώκης , καὶ ὑποθυμιῇν
' ἐνὶ πόντῳ ἀτρυγέτῳ , ἵνα φύκι ' , ἵνα βρύα γίνετ ' ἐλαφρά . αὐτὰρ ἐπεί κ ' ἔλθῃσι
5861562 ἑλη
σύνδεσμος συναπτικός . καὶ ἀντὶ τοῦ ὅπως . εἴλει . ἕλη . εἰμί βʹ : ὀξυνόμενον τὸ ὑπάρχω . βαρυνόμενον
σήπεται τὸ ὕδωρ : φθινοπώρου δὲ πληρώσας ὁ Νεῖλος τὰ ἕλη τὸ μὲν ἐξέωσε τὸ παλαιόν , ἄλλο δ '
5861475 ζεφυρου
: ἐξ οὗ μυθολογεῖται πάντας τοὺς σφοδροὺς ἀνέμους κυΐσκεσθαι χωρὶς ζεφύρου καὶ βορέου : θεογενεῖς γὰρ οὗτοι . εἶτα Προμηθεὺς
ὁπόσαι ὑπὸ ἡλίῳ εἰσί , καὶ τὸ πέλαγος οἰκειοῦται , ζεφύρου τε πηγὰς ἔχει , ἀλλ ' ἀνδράσιν ἐστεφανῶσθαι αὐτὴν
5860123 νηματα
ζῳδίων φύσεις ὁρᾶν οὕτως . Σελήνης ἐν Κριῷ ἱμάτια , νήματα , ἔρια , τάπητας , κεφαλοδέσμια λέγε τὰ ἀπολωλότα
, ἀπόχρη γε μὴν ἀλλήλας περιλιχμήσασθαι . ἄγρα δὲ αὐτῶν νήματα ἄγαν λεπτὰ καὶ ἐρραφέντα τούτοις ἀραιῶν στημονίων τὰ ἱμάτια
5854645 νεφελαις
τις ῥέζῃ , μακάρων ἰαίνεται ἦτορ , καί οἱ καρφαλέας νεφέλαις κορέσουσιν ἀρούρας : ἥδε γὰρ αὐχμηρῇσιν ἄγει πολὺν ὄμβρον
ἔμπυρος οὖσα καθάπερ αἱ πλησίον , ἀλλὰ μαλακαῖς καὶ δασείαις νεφέλαις πολλάκις κατεχομένη : ἐκ δὲ τούτων ὑετοὶ γίνονται καὶ
5839735 κομᾳ
κομᾷ τις ἀντὶ τοῦ κό - μην ἔχει . καὶ κομᾷ τις τῷ πλούτῳ , καὶ κομᾷ τις διὰ τὸν
. ἐὰν δὲ θέρος , ὅτι νῦν μὲν τὰ λήϊα κομᾷ τοῖς ἀστάχυσι καὶ ἡμερίδες τοῖς βότρυσι καὶ ἀκρόδρυα τοῖς
5833584 Ἀχερων
τοῦ Πάδου καὶ τῶν Ἄλπεων . τὸ ἐθνικὸν Ἀχερραῖος . Ἀχέρων , Ἀχέροντος , Ἀχερούσιος Ἀχερουσία Ἀχερούσιον . ἔστι καὶ
κατέσχον , ὡς Ἔφορος ἱστορεῖ . παραρρεῖ δὲ αὐτὴν ὁ Ἀχέρων ποταμός . Ἀχέρων δὲ παρὰ τὰ ἄχεα εἴρηται .
5822744 πηγαις
τί δῆτα μᾶλλον θεᾶς ἄγαλμ ' ἁλίσκεται ; πόντου σε πηγαῖς ἁγνίσαι βουλήσομαι . ἔτ ' ἐν δόμοισι βρέτας ἐφ
ἄνθος ἔχει τὸ νοεῖν πατρικὸν νοῦν καὶ νόον ἐνδιδόναι πάσαις πηγαῖς τε καὶ ἀρχαῖς καὶ δινεῖν αἰεί τε μένειν ἀόκνῳ
5822665 χειμεριοις
νέμονται ἐσχατιάς : παρὰ δέ σφι δυσήμενος ἐκτέταται χθών , χειμερίοις ἀνέμοισι κεκλειμένη ἠδὲ χαλάζαις . τόσσοι μὲν φῶτες περὶ
ἐμπειρίαν καταγιγνόμενοι . Τὸ δ ' αὐτὸ καὶ ἐν ταῖς χειμερίοις ἐπετήδευον νυξὶ , φιλολογίᾳ προσαγρυπνοῦντες , ἅτε μήτε πορισμοῦ
5816844 ἐδαφος
ᾧ καὶ διασκευάσεις τὴν παροῦσαν τύχην , ὅτι πέπτωκεν εἰς ἔδαφος , καὶ μάλιστα ἐκείνων μνημονεύσεις ἃ πρὸς τὴν χρείαν
πῦρ κατακαῖον τοὺς ἁμαρτωλούς . καὶ κατήγαγόν με εἰς τὸ ἔδαφος τῆς ἀπωλείας , καὶ ἴδον ἐκεῖ τὸ δωδεκάπληγον τῆς
5812784 πρηστηρες
οὔκ εἰσιν ἐν τῆι Ἰνδικῆι , ἄνεμοι δὲ πολλοὶ καὶ πρηστῆρες πολλοί : καὶ ἁρπάζουσιν ὅ τι ἂν λάβωσιν .
ἐξ αὐτοῦ ἢ δι ' αὐτὸν οἱ τοῦ πυρὸς ἀναδίδονται πρηστῆρες . κρουνοὺς δὲ τροπικῶς μέν φησιν ὡς ἐπὶ ποταμοῦ
5811354 κρουνηδον
, τὰς δ ' ἀνατεμνομένας φλέβας καθάπερ ἐν ταῖς αἱμορραγίαις κρουνηδὸν αὐλοὺς ἀκοντίζειν αἵματος , μηδεμιᾶς ἐνορωμένης διαυγοῦς λιβάδος .
Χειμῶνος , ὑπερκύπτοντα λοχείης . καὶ πτερόεις ὀχετηγὸς ἀνέβλυσεν Ἀγγελιώτης κρουνηδὸν κατὰ μέτρον ἐπήτριμα χεύματα πέμπων , ὄφρα μὴ ὀμβρήσαντος
5808898 συσκιον
, κιττοῦ καὶ μυρρίνης καὶ δάφνης ἐς ταὐτὸ συμπεφυκότων καὶ σύσκιον ἀκριβῶς ποιούντων αὐτό . . . . . .
σελίνῳ ἐστεφανωμένον . ἀλλ ' εἰ δοκεῖ , εἰς τὸ σύσκιον ἐκεῖσε ἀπελθόντες καθίσωμεν ἐπὶ τῶν θάκων , ὡς μὴ
5804828 λινα
καί τις ἐκ τούτου κατ ' αὐτῶν ἐπινενόηται τρόπος : λίνα τις ποταμοῦ πλησίον ἢ λίμνης ἐπιτηδείῳ στήσας χωρίῳ καὶ
ἐπίστασθαί σε ὧδε ἔχει . Ὅσα πέπλεκται , οὐ μόνον λίνα καὶ δίκτυα καὶ νεφέλαι ἀλλὰ καὶ κανᾶ καὶ σπυρίδες
5804111 Ἠριδανου
: ἀρθείην δ ' ἐπὶ πόντιον κῦμα τᾶς Ἀδριηνᾶς ἀκτᾶς Ἠριδανοῦ θ ' ὕδωρ , ἔνθα πορφύρεον σταλάσσους ' ἐς
δὲ ἔνδοθεν τῶν Ἀλπείων ἐπὶ τὸν Ἰόνιον , Πάδος ἀντὶ Ἠριδανοῦ μετονομασθείς . ἀφικομένου δ ' ἐς Ἰβηρίαν αὐτίκα ὁ
5800331 ἠγγισα
καὶ εἰσήνεγκάν με εἰς τὸν οὐρανόν , καὶ εἰσῆλθον μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς κύκλῳ
μακρὸν καὶ ἄλλον κολοβὸν καὶ ἤκουσα ὡσεὶ φωνὴν βροντῆς καὶ ἤγγισα τοῦ ἀκοῦσαι καὶ ἐλάλησε πρός με καὶ εἶπεν :
5779176 δροσος
τούτου χάριν ἐριναζομένων : ἐὰν γὰρ συμμύωσιν οὔθ ' ἡ δρόσος οὔτε τὰ ψακάδια δύναται διαφθείρειν ὑφ ' ὧν ἀποπίπτουσι
, καὶ πλεονασμῷ τοῦ , καὶ συγκοπῇ τοῦ ι , δρόσος . Δυάς . παρὰ τὸ συνδεδέσθαι ἄλλῳ ἀριθμῷ ,
5777994 ὑψηλα
ἀπαγορεύει καὶ ἐντεῦθεν ἑάλωκε . τὰ δὲ ἀνάντη μὲν καὶ ὑψηλὰ οἱ λαγῲ ἀναθέουσι ῥᾷστα : τὰ γάρ τοι κατόπιν
εἰς ἐμέ : κἀγὼ ἀκούσας ἑβδομαίαν οὖσαν ἐπέτρεψα πρὸς γῆν ὑψηλὰ πηδᾶν : ἑπτὰ δέ οἱ πεπήδητο , καὶ ἐξῆλθεν
5767344 κητη
ἡ δ ' ἑξῆς θάλαττα βαθεῖα παντελῶς ἐστι , καὶ κήτη φέρει παντοδαπὰ παράδοξα τοῖς μεγέθεσιν , οὐ μέντοι λυποῦντα
ἐτησίων ἀναχωρεῖν . εἶναι δὲ αὐτὴν καὶ γλυκεῖαν , καὶ κήτη παραπλήσια τοῖς ἐν τῶι Νείλωι κροκοδείλοις καὶ ἱπποποτάμοις ἔχειν
5759547 πτησις
: ὡς μεγάλων ἐκεῖ γινομένων . Γλαὺξ ἵπταται : ἡ πτῆσις τῆς γλαυκὸς νίκης σύμβολον τοῖς Ἀθηναίοις ἦν . Γυμνότερος
: καὶ οὔτε λέοντα σῴζει τὸ θράσος οὔτε ἀετὸν ῥύεται πτῆσις : καὶ τὸ μέγιστον τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ζῴων
5748647 εὐθαλη
τῷ δαμάζοντι Ποσειδῶνι , τῷ πατρί σου , θύων ταῦρον εὐθαλῆ καὶ μέγαν , οὕτως ἐπίδειξον αὐτόν . καὶ δαμαίῳ
' ὁ ἄνεμος οὐκ ἐφῆκεν . ἐθεώμεθα μέντοι τὴν χώραν εὐθαλῆ τε καὶ πίονα καὶ εὔυδρον καὶ πολλῶν ἀγαθῶν μεστήν
5742616 βριθοντα
φέριστον ἔχων καὶ ἀκλινέας αὐγάς , σώματος ὡς ἀνέχοιτο μέγα βρίθοντα χαλινὰ ἐκ καθαρῆς ψυχῆς τε καὶ αἰθερίης πατρὸς αἴγλης
πυλεῶνας στρωφῶντ ' ἔνθα καὶ ἔνθα πέριξ λυκάβαντα φέρουσαι καρποῖσι βρίθοντα , κυλινδομένου περὶ κύκλον χειμῶνος κρυεροῖο καὶ εἴαρος ἀνθεμόεντος
5739438 ταφροις
ἀρξάμενοι δ ' ἀπὸ Κεγχρεῶν μέχρι Λεχαίου σταυρώμασι καὶ βαθείαις τάφροις διελάμβανον τὸν τόπον : ταχὺ δὲ τῶν ἔργων συντελουμένων
, Νύμφῃσιν Ἰαονίδεσσι νυχεύσων . αὐτὰρ ἀκανθοβόλοιο ῥόδου κατατέμνεο βλάστας τάφροις τ ' ἐμπήξειας , ὅσον διπάλαιστα τελέσκων πρῶτα μὲν
5736822 ἀβατα
τε ἐνέργειαι αὐτῶν οὐδαμῶς εἰσιν ἀνθρώπιναι : τά τε γὰρ ἄβατα βατὰ γίγνεται θεοφορούμενα , καὶ εἰς πῦρ φέρονται καὶ
, ἑαυτοῖς δὲ δι ' ἐμπειρίαν τῆς χώρας ἐγνωκόσι τὰ ἄβατα καὶ ἀντιτυπῆ τῶν τόπων ἐς γόνυ τε βρεχομένοις διατρέχειν
5733568 ἀλση
, φυτουργήματα ἀμπελουργία ἀμπελουργήματα , κηπεύματα κῆποι , παράδεισοι , ἄλση . καὶ γεωργικοί , φυτουργικοί , ἀμπελουργικοί , κηπουρικοί
Ἀτλαντίδας καὶ τὴν Δαρδάνου γένεσιν . ἐνταῦθα δὲ καὶ τὰ ἄλση τό τε Ἰωναῖον καὶ τὸ Εὐρυκύδειον . . .
5726861 κρυσταλλον
πῆξιν , τὸ δ ' ἐπὶ τῆς γῆς πεπηγὸς ὕδωρ κρύσταλλον , πάχνην δὲ δρόσον πεπηγυῖαν . . . .
: τοσαύτη ψυχρότης ἐνῆν ὑπὲρ τὴν Κασπιακὴν χιόνα καὶ τὸν κρύσταλλον τὸν Κελτικόν . ἡ γοῦν ἀσπὶς ἡ τοῦ αὐτοκράτορος
5715958 κτηνη
ἐν τῇ Γαδαρίδι ὕδωρ μοχθηρὸν λιμναῖον , οὗ τὰ γευσάμενα κτήνη τρίχας καὶ ὁπλὰς καὶ κέρατα ἀποβάλλει . ἐν δὲ
σύ , ποτήρια ἀργυρᾶ οὐχ ἕξω ὡς οὐδὲ σύ , κτήνη καλὰ ὡς οὐδὲ σύ . πρὸς ταῦτα ἴσως ἀρκεῖ
5713278 λαβρος
, παρὰ τὸ μὴ λάω ἢ τὸ οὐ βλέπω . λάβρος : ἀπὸ τοῦ λίαν καὶ τοῦ βορός . Ὑπέροπλοι
Ἐνιπέως Λευκωσία ῥιφεῖσα τὴν ἐπώνυμον πέτραν ὀχήσει δαρόν , ἔνθα λάβρος Ἲς γείτων θ ' ὁ Λᾶρις ἐξερεύγονται ποτά .
5709771 ἁρμαμαξαις
ὁ Ῥοδανός , τινὰ τῶν ἐντεῦθεν φορτίων πεζεύεται μᾶλλον ταῖς ἁρμαμάξαις , ὅσα εἰς Ἀρουέρνους κομίζεται καὶ τὸν Λίγηρα ποταμόν
τοῖς νομάσιν , ὥστ ' ἐκείνους μιμούμενοι τὰ οἰκεῖα ταῖς ἁρμαμάξαις ἐπάραντες ὅπῃ ἂν δόξῃ τρέπονται μετὰ τῶν βοσκημάτων .
5704546 Ζεφυρου
, καὶ Μοῦσαί τε καὶ Ὧραι . περὶ δὲ ἀνέμου Ζεφύρου , καὶ ὡς ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος Ὑάκινθος ἀπέθανεν ἄκοντος
τὸ δὲ ῥόθιον πρὸς ὑποδοχὴν ἐκολποῦτο κυμαίνειν εἰωθός , καὶ Ζεφύρου τι κατέχει τὸ σῶμα λιγυρῷ πνεύματι τὴν θάλατταν κατευνάζοντος
5702042 ἁδρα
τραχύτηταϲ ἴϲχει κεγχραμίϲιν ὁμοίαϲ : δεῖ οὖν θρύπτειν αὐτὴν εἰϲ ἁδρὰ καὶ ἕψειν ἐν ὄξει μὴ κινοῦντα , ἕωϲ μηκέτι
κατελείφθη , καί ποτε καὶ ἕλμινς δι ' αὐτοῦ διῆλθεν ἁδρὰ , καὶ ἔφη , ὅτε πυρέξειε , χολώδεα ὅτι
5697321 κνισαν
τῷ Προμηθεῖ ὠργίσθη . ἐξ ἐκείνου γὰρ τῷ Διὶ θύουσι κνῖσαν . Ἐζήτηται δὲ εἰ ὁ Προμηθεὺς ἐπεβουλεύσατο τῷ Διί
Τρῶας ἔπαυλιν ποιουμένους ἔρδειν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἑκατόμβας : τὴν δὲ κνῖσαν ἐκ τοῦ πεδίου τοὺς ἀνέμους φέρειν οὐρανὸν εἴσω ἡδεῖαν
5694465 λειμωνες
μεταλλεύων ἤτοι ζητῶν . ἵππου δέ : λειμῶνες δέ : λειμῶνές τινες ἐν Τροίᾳ : Κρύμνης : ὁμοίως δὲ Κρύμνη
μεταλλεύων ἤτοι ζητῶν . ἵππου δέ : λειμῶνες δέ : λειμῶνές τινες ἐν Τροίᾳ : Κρύμνης : ὁμοίως δὲ Κρύμνη
5690998 δρυμοι
γεωργία , ἀγροικία , ἀγροί , ἐσχατιαί , ἄλση , δρυμοί , δρυμῶνες , ὗλαι , ἕλη , ἶδαι ,
, μεμερτινοὶ ὀνομάσθησαν : οἱ ἴσα ἐργαζόμενοι Ἄρηϊ : ἄπαι δρυμοί : φάραγγες κοιλάδες : παρὰ τὸ πίω ῥῆμα :
5685989 ἠλεκτρον
οἷον διὰ τί ἡ λίθος ἡ μαγνῆτις ἕλκει καὶ τὸ ἤλεκτρον καὶ ἡ σικυῖα ; πάντων γὰρ τὸ αὐτὸ μέσον
ποτὲ ἄργυρον διὰ τὸν χρυσὸν , ποτὲ χαλκὸν διὰ τὸ ἤλεκτρον , ποτὲ μόλυβδον διὰ τὸν μόλυβδον . Αὕτη ἡ
5685087 δενδρα
ἀκρίδας λάλους , ἐλάμβανον τέττιγας ἠχοῦντας , ἄνθη συνέλεγον , δένδρα ἔσειον , ὀπώραν ἤσθιον : ἤδη ποτὲ καὶ γυμνοὶ
δὲ καλεῖ ἡ παλαιὰ συνήθεια καὶ πόας καὶ θάμνους καὶ δένδρα . λοιπὸν ὁ Ἱπποκράτης ἐπιφέρει θαυμαστὸν λόγον , ὅτι
5681115 ψαμμωδη
ἐν ταῖς ἑξῆς ἡμέραις ὑπόστασιν ἔχοντα παχεῖαν , εἶτα ἀκριβῶς ψαμμώδη . Ἐπὶ δὲ τῶν κωλικῶν , κἂν διαχωρήσῃ ποτὲ
τε καὶ κόπρον χολωδεϲτέραν , τὰ δὲ οὖρα ὀλίγα καὶ ψαμμώδη μᾶλλον ἐκδίδοϲθαι , καὶ ϲτύφεϲθαι τὸν οὐρητικὸν πόρον .
5675565 ῥιπαις
ἔτι σοι φίλος , ἀλλ ' ἅμα πάντα ἐχθρὰ Τύχης ῥιπαῖς συμμεταβαλλόμενα . Οὐδὲν ἐν ἀνθρώποισι Φύσις χαλεπώτερον εὗρεν ἀνθρώπου
Ἄρεος εἰκών . δένδρον δ ' ὡς ἕστηκε σιδηρείαις ὑπὸ ῥιπαῖς κοὐκ ἐθέλει πεσέειν , τάχα δ ' ἔρχεται ἔνδοθι
5673617 συστροφη
καὶ τῷ τοῦ Ἄρεως , ἡ δὲ ἐν τῷ προσώπῳ συστροφὴ τῷ τε τοῦ Ἡλίου καὶ τῷ τοῦ Ἄρεως ,
τὸν ἐκείνου φόβον . ΓΘ τὴν ἐριώλην : τυφὼς ἀνέμου συστροφὴ ἢ πυρός : τὸν Κλέωνα δὲ λέγει . ἐριώλη
5673603 ποντιον
. οὐδὲ γὰρ γεωργίᾳ προσέχουσιν ἀναταράσσοντες τὴν γῆν : οὐδὲ πόντιον ὕδωρ : ἀπὸ κοινοῦ τὸ ταράσσοντες : ἀντὶ τοῦ
δὲ τοῦ φλοιοῦ φοινικοῦν . Ὁ δὲ φοῖνίξ ἐστι μὲν πόντιον βραχυστέλεχες δὲ σφόδρα , καὶ σχεδὸν εὐθεῖαι αἱ ἐκφύσεις
5671655 ῥοθιοισι
ῥεύμασιν . . ἀκριτόφυρτος ] ἀδιαίρετος . . οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοισι ] ἀχρείοις , ἤτοι ἀνευφράντοις , οὔτι δάνος καὶ
, παῖδες δ ' ἐπ ' ἐρετμοῖς ἥμενοι γλαυκὴν ἅλα ῥοθίοισι λευκαίνοντες ἐζήτουν ς ' , ἄναξ . ἤδη δὲ
5643455 λιμναις
τοῖόσδε . τῶν βασιλέων τῶν Ἀσσυρίων τοὺς τάφους ἐν ταῖς λίμναις τε εἶναι τοὺς πολλοὺς καὶ ἐν τοῖς ἕλεσι δεδομημένους
ἰχθύες ὀλίγου δεῖν ἅπαντες εὔχυμοι πλὴν τῶν ἐν ἕλεσι καὶ λίμναις καὶ ποταμοῖς ἰλυώδεσι διαιτωμένων , καὶ μάλιστα ὅταν ἐκ
5642119 κυκνων
ἐστιν ἄλλοι λέγουσιν . Εἶπον μὲν καὶ ἀνωτέρω περὶ τῶν κύκνων , εἰρήσεται δὲ ἄρα καὶ νῦν ὅσα οὐ πρότερον
τῷ πρόσθεν βίῳ : καί , ὡς ἔοικε , τῶν κύκνων δοκῶ φαυλότερος ὑμῖν εἶναι τὴν μαντικήν , οἳ ἐπειδὰν
5638121 χαραδραις
σέλας πέμπουσιν ὀπωπαῖς ὀξύτατον : καί πού τιν ' ὑποπτήσσοντα χαράδραις καί τιν ' ὑπὸ ψαμάθοις εἰλυμένον ἔδρακον ἰχθύν .
κλειτῆς πολυαρκέος ἄγρης , ἄρμενα καὶ θήρεσσι καὶ ἔθνεσιν ἠδὲ χαράδραις , μυρία : τίς κεν ἅπαντα μιῇ φρενὶ χωρήσειεν
5637084 ἀνερπει
τέθηλε καὶ δίκην τῶν εὐγενῶν ἀμπέλων κατὰ τῶν ὑψηλῶν δένδρων ἀνέρπει καὶ συμπέφυκεν αὐτοῖς , πολλὴ δὲ σμίλαξ πρὸς αὐτὸν
μάθεν ἐγγὺς ἐλαίην πούλυπος , ἐκδύνει δὲ βυθῶν καὶ γαῖαν ἀνέρπει καγχαλόων , πρέμνοισι δ ' Ἀθηναίης ἐπέλασσεν : ἔνθ
5615912 πεποιημεναις
, ἀέρος , οὐρανοῦ . ὧν ἕκαστον ἐπινοίαις εἰς ἄκρον πεποιημέναις διεξελθόντες ἐν μὲν τοῖς τρισὶν εὗρόν τινα καταληπτάδιὸ καὶ
ἐς ταύτην τὴν ὥραν καὶ τήνδε τὴν ἐπιδημίαν τοῦ ποταμοῦ πεποιημέναις . εἶτα ὃ μὲν ὑπονοστεῖ καὶ ἐς τὰ ἑαυτοῦ
5613785 ὑδατα
ἀποδημίαϲ αὐτῇ χρῶνται , ὅταν ὑπονοῶϲι μοχθηρούϲ τιναϲ ἀέραϲ ἢ ὕδατα , ἔνθα πορεύονται . Λαβὼν ἐχίδναϲ νεοθηράτουϲ δ ,
δεξιὰν ἤπειρον ἐκπίπτει κατὰ πολλοὺς τόπους ἐκ πέτρας εἰς θάλατταν ὕδατα πολλά , πικρᾶς ἁλμυρίδος ἔχοντα γεῦσιν . παραδραμόντι δὲ
5608923 χρυσιτιν
ὁδοὺς γινώσκουσιν : ὅθεν ἐπ ' αὐταῖς οἱ Ἰνδοὶ τὴν χρυσῖτιν κόνιν τῶν Ἰνδικῶν μυρμήκων κλέπτουσι πρὸς ἀνατολὰς ὁδεύοντες .
εἰσιν οἰκεῖσθαι δυνάμεναι , ὡς δ ' εἰρήκασί τινες καὶ χρυσῖτιν ἔχουσαι γῆν . αἴτιον δ ' ὅτι καὶ οἱ
5607147 σπηλαια
ἐπενόησαν δὲ οὗτοι αὐλὰς προστιθέναι τοῖς οἴκοις καὶ περιβόλους καὶ σπήλαια . ἐκ τούτων ἀγρόται καὶ κυνηγοί . οὗτοι δὲ
κάτω δὲ Βότρυν καὶ Γίγαρτον καὶ τὰ ἐπὶ τῆς θαλάττης σπήλαια καὶ τὸ ἐπὶ τῷ Θεοῦ προσώπῳ φρούριον ἐπιτεθέν ,
5604474 αἰγιαλος
ἔχουσι , πέλαγος . Ἐπέδραμον : ἐπιτρέχουσιν . αἰγιαλοῖσι : αἰγιαλὸς παρὰ τὸ αἶα ἡ γῆ καὶ τὸ γείτων καὶ
* κρόκῃσι κρόκαις , αἰγιαλοῖς . κρόκη δὲ λέγεται ὁ αἰγιαλὸς ἀπὸ τοῦ κείρω τὸ κόπτω κερόκη καὶ κρόκη ,
5598072 ἀπλετοι
ποικιλία , πρὸς ὑγίειαν , οὐ πρὸς ἡδονὴν γέγονεν . ἄπλετοι γὰρ τούτων αἱ δυνάμεις , καὶ καθ ' αὑτὰς
βαθυτάτη : ἅλες τε ἐπὶ τῷ στόματι αὐτοῦ αὐτόματοι πήγνυνται ἄπλετοι : κήτεά τε μεγάλα ἀνάκανθα , τὰ ἀντακαίους καλέουσι
5597242 συντριβομενοι
ἀπὸ τοῦ πάλλω τὸ κινῶ καὶ τοῦ ἐγγὺς , οἱ συντριβόμενοι ἀλλήλοις . φάλαγγες λέγεται καὶ τὰ τῶν δακτύλων ἄρθρα
καὶ τληπαθῆ , βοᾶτιν καὶ βοητικήν . γναμπτόμενοι δὲ καὶ συντριβόμενοι οἱ Πέρσαι τῇ δεινῇ θαλάσσῃ σκύλλονται καὶ σύρονται καὶ
5596128 παρηκων
Οὐενδικὸν κόλπον ἐξίασιν , ὅστις ἀπὸ τοῦ Οὐϊστούλα ποταμοῦ ἄρχεται παρήκων ἐπὶ πλεῖστον . Ἀπὸ δὲ τοῦ Ῥουδῶνος ποταμοῦ ἑξῆς
ἐκδέχεται συναφὴς αἰγιαλὸς ἐπιμήκης καὶ κόλπος ἐπὶ δισχιλίους ἢ πλείονας παρήκων σταδίους , Νομάδων τε καὶ Ἰχθυοφάγων κώμαις παροικούμενος ,
5594883 βρεμει
ἂν τάδ ' ἐξέχει . νῦν δ ' ὑπὸ σκότῳ βρέμει θυμαλγής τε καὶ οὐδὲν ἐπελπομένα ποτὲ καίριον ἐκτολυπεύσειν ζωπυρουμένας
μακρὰ πέσῃσιν ὑπ ' ἐκ ῥιζῶν ἐριπόντα ἄλσεος εὐρυπέδοιο , βρέμει δέ τε πᾶσα περὶ χθών : ὣς οἵ γ
5592875 ὀθοναις
καὶ ὄξει , τὰ δ ' ἄλλα προβολαῖς ἱματίων ἢ ὀθόναις κεχαλασμέναις τῆς φορᾶς ἀνέλυον ὅλως τε οὐδὲν προθυμίας ἀνδρὶ
δαπάναις κατεσκευάζετο ἡ σκηνὴ τριωρόφοις οἰκοδομήμασι , πεποικιλμένη παραπετάσμασι καὶ ὀθόναις λευκαῖς καὶ μελαίναις , βύρσαις τε παταγούσαις καὶ χειροτινάκτῳ
5589947 νεμεται
Ἀριστείδης λίχνους εἶναί φησιν . * ποιφύγδην : ὀργίλως * νέμεται : βόσκεται * διψήρεας : καταξήρους * διψήρεας ὄγμους
. ἐξαιρεῖται δὲ τοῦ ἀδικεῖν ποτε καὶ ᾧ τὸ πλέον νέμεται . εἰ γὰρ ἑκόντι καὶ πραγματευομένῳ τοῦτο περιγίνοιτο καὶ
5587705 ῥεοντες
ὅτι κἀκεῖνοι βελτίους ἂν ἐδόκουν ὀλίγοι μέν , ἀλλὰ τοιοῦτοι ῥέοντες . καὶ ᾄδουσιν οἶμαι ταῦτα γυναίοις ἅμα καὶ παιδίοις
ὃς πολλῷ ῥεύσας τότ ' ἐπαίνῳ : οἱ γὰρ λάβρως ῥέοντες ποταμοὶ καὶ αὐτῆς τῆς γῆς παρασύρουσι μέρος , δι
5587401 ἑδραις
ᾗπερ ἡμεῖς , οὐδὲ τὴν συνουσίαν οἱ παῖδες ἐν ταῖς ἕδραις παρέχουσιν , ἀλλ ' ἐν ταῖς ἰγνύσιν ὑπὲρ τὴν
τὰ καλὰ διώκοντας , τούτους καὶ δώροις καὶ ἀρχαῖς καὶ ἕδραις καὶ πάσαις τιμαῖς ἐγέραιρεν : ὥστε πολλὴν πᾶσι φιλοτιμίαν
5585105 αὐα
τραφερὴν ἀνανίσσεται , ἐκ δὲ βολάων ἠελίου φολίδας περιδαίεται , αὖα δὲ γυῖα ἐς πόντον φορέει , τὴν δ '
ἀλγῇ : καὶ γὰρ τὰ δένδρα , ὅταν κεραυνωθῇ , αὖα γίνεται καὶ τοὺς βλαστοὺς ἀπόλλυσιν . [ ὥσπερ δὲ
5578324 λειμων
καὶ ἐπὶ γενικῆς : δαφνών : παρθενών : ἀνδρών : λειμών : χειμών : ἀγών : αἰών : σεσημείωται τὸ
] ! [ . . . θελουσ ! [ ! λειμών ? ? ? [ ! ] ! ! !
5576546 εἰσρει
, ὡς δ ' Ἔφορος ποταμὸς περὶ Πριήνην , ὃς εἰσρεῖ εἰς λίμνην . Αἰγύπτιος μιαρώτατος τῶν ἰχθύων κάπηλος ,
συνελόντι εἰπεῖν τὰς τῶν θηρίων κοίτας καὶ εὐνὰς τὸ μέλος εἰσρεῖ . καὶ τὰ μὲν πρῶτα παριόντος αὐτοῖς εἰς τὰ
5576110 ὀμβρῳ
. . . . . . δινήεις προΐησιν ἀεξόμενος Διὸς ὄμβρῳ . Υἱὸς δ ' αὖτ ' Ἀχιλῆος ἀταρβέος ἵκετο
αὐγήν , καταπέμπει εἰς τὴν θάλασσαν σκιὰν ἐρυθράν : καὶ ὄμβρῳ δὲ κατακλυσθέντων τῶν ὀρέων κάτω συρρέοντι εἰς θάλασσαν ,
5575817 χροαις
καὶ ἐν Κυρήνῃ μυῶν διάφορα γίνεσθαι γένη οὐ μόνον ταῖς χρόαις , ἀλλὰ καὶ ταῖς μορφαῖς : ἐνίους γὰρ αὐτῶν
προβαίνοντα δὲ ταῖς ἡλικίαις εἰς τὸ τῶν πατέρων χρῶμα ταῖς χρόαις μετασχηματίζεται . ἀγριωτάτων δ ' ὄντων τῶν ὑπὸ τὰς
5574777 διναις
. φρεσὶν ] ἤγουν λογισμοῖς . τελεσφόροις ] τετελεσμένοις . δίναις ] στροφαῖς , ἤγουν πολλοὺς λογισμοὺς ἀνελίσσει καθ '
αὐτοῦ καθίησιν ἐς τὸ ὕδωρ , καὶ εἰλεῖται ἐν ταῖς δίναις στρεφόμενον , τό γε μὴν τέλος διὰ χειρῶν ἔχει
5571127 κρημνοι
τὸ δειρῶν : ἔνθα γὰρ ὄρη , καὶ φάραγγες καὶ κρημνοί . . Εἰκότως εἶπε τὸ ἀγγελίαις : διὰ γὰρ
τρίτη δὲ ὄπισθεν τῆς Καρίας , τὰ δ ' ἄλλα κρημνοί : ἐν δὲ τῷ μέσῳ αὐτῶν χάσμα ἐστὶ τῶν
5569370 ἀγονα
μὴ πάλιν ἡ τεκοῦσα ὑποθάλψῃ αὐτὰ ἐπελθοῦσα ταχέως , γίνεται ἄγονα . ἀθρόα δὲ καὶ πεντεκαίδεκα ᾠὰ ἀποτίκτει . Παφλαγόνων
, ὡς ὀκτὼ μῆνας ἐνδιαιτηθῆναι γαστρί , κατὰ τὸ πλεῖστον ἄγονα ; λογικόν τέ φασιν ἄνθρωπον κατὰ τὴν πρώτην ἑπταετίαν
5569085 συρεται
μισητὸς , καιρὸς , θανατηφόρος . ἕρπει : ἀκολουθεῖ , σύρεται , διατρέχει , ἐπιγίνεται : ἕρπει ἐπὶ τῶν βραδέως
μὲν ἔθνη τὴν Ἰταλίαν κατοικεῖ . Ἐκεῖθεν δὲ πρὸς ἀνατολὰς σύρεται ἢ τὴν θάλασσαν ἐπερεύγεται ὁ Ἀδρίας κόλπος , τοὺς
5564790 ὀρη
ὄρη τῆς Μυσίας , ἤτοι τῆς μικρᾶς Βιθυνίας : τὰ ὄρη δὲ λέγει τοὺς νῦν καλουμένους Ὀλύμπους , ὅπου ὁ
στήλας , ἐπ ' ἀνατολῇ δὲ τὰ ἄκρα καὶ ἔσχατα ὄρη τῶν ἀφοριζόντων ὀρῶν τὴν πρὸς ἄρκτον τῆς Ἰνδικῆς πλευράν
5563100 σχινῳ
τὸ ἄγαλμα τῆς Ἀρτέμιδος οἱ μὲν δικτάμνῳ , οἱ δὲ σχίνῳ , οἱ δὲ λωτῷ στέφεσθαί φασιν : ἐκ καθαρᾶς
ἧττον ῥιζοῦται καὶ διευρύνεται μᾶλλον . Ὅσα δ ' ἐν σχίνῳ φυτεύουσιν ἢ σκίλλῃ πάντα τῆς εὐβλαστίας ἕνεκα καὶ εὐτροφίας

Back