: ἀρθείην δ ' ἐπὶ πόντιον κῦμα τᾶς Ἀδριηνᾶς ἀκτᾶς Ἠριδανοῦ θ ' ὕδωρ , ἔνθα πορφύρεον σταλάσσους ' ἐς
δὲ ἔνδοθεν τῶν Ἀλπείων ἐπὶ τὸν Ἰόνιον , Πάδος ἀντὶ Ἠριδανοῦ μετονομασθείς . ἀφικομένου δ ' ἐς Ἰβηρίαν αὐτίκα ὁ
7798753 Ζεφυρου
, καὶ Μοῦσαί τε καὶ Ὧραι . περὶ δὲ ἀνέμου Ζεφύρου , καὶ ὡς ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος Ὑάκινθος ἀπέθανεν ἄκοντος
τὸ δὲ ῥόθιον πρὸς ὑποδοχὴν ἐκολποῦτο κυμαίνειν εἰωθός , καὶ Ζεφύρου τι κατέχει τὸ σῶμα λιγυρῷ πνεύματι τὴν θάλατταν κατευνάζοντος
7271678 λεπας
κλαίειν : ἐπὶ τοῦ ἀφροντίστου . Προσέχεται δ ' ὥσπερ λεπάς : ἐπὶ τῶν τινος ἐχομένων . Πρὸς λέοντα δορκὰς
ὄστρεον , μῦς , κτείς , σωλήν , κόγχη , λεπάς , τῆθος , βάλανος . πορευτικὰ δὲ κῆρυξ ,
7260185 αὐλωνος
. Τὸ δὲ παλαιὸν λέγεται , οὐκ ἐόντος κω τοῦ αὐλῶνος καὶ διεκρόου τούτου , τοὺς ποταμοὺς τούτους καὶ πρὸς
Ἰταλίας , ἣν Αὐλωνίαν Ἑκαταῖος καλεῖ , διὰ τὸ μέσην αὐλῶνος εἶναι . ἀπὸ γὰρ τῆς Αὐλῶνος ὕστερον μετωνομάσθη Καυλωνία
7213221 ζεφυρου
: ἐξ οὗ μυθολογεῖται πάντας τοὺς σφοδροὺς ἀνέμους κυΐσκεσθαι χωρὶς ζεφύρου καὶ βορέου : θεογενεῖς γὰρ οὗτοι . εἶτα Προμηθεὺς
ὁπόσαι ὑπὸ ἡλίῳ εἰσί , καὶ τὸ πέλαγος οἰκειοῦται , ζεφύρου τε πηγὰς ἔχει , ἀλλ ' ἀνδράσιν ἐστεφανῶσθαι αὐτὴν
7171490 Αἰγαιος
. ὥσπερ δὴ Λέσβον τὴν νῆσον , περὶ ἣν | Αἰγαῖος κυμαίνων σχίζεται , ἄμουσον οὖσαν χρόνον τὸν ἔμπροσθεν [
. περὶ σὲ πᾶσα φύσις θαλάσσης δείκνυται : ἔνθεν μὲν Αἰγαῖος δι ' Ἑλλησπόντου μέσου τοῖς σοῖς αἰγιαλοῖς προσορμίζεται :
7154831 προχοαι
αὖτ ' ἀγκῶνα ποτὶ ῥόον , ἀμφὶ δὲ δοιαί σχίζονται προχοαί : τὴν μὲν καλέουσι Νάρηκος , τὴν δ '
μετὰ τοῦτον ἡ κατ ' Αἴγυπτον Ἀλεξάνδρεια καὶ τοῦ Νείλου προχοαί , βορειότατον δὲ τὸ τοῦ Βορυσθένους [ στόμα ]
7068565 ῥειθρα
καλουμένους Ὀλύμπους , ὅπου ὁ Κίος ποταμὸς τὰ ἐπιθυμητὰ αὐτοῦ ῥεῖθρα ἐπιπέμπει , ἐφ ' οὗτινός ποτε Κίου προχοαῖς ἢ
ποταμούς , ἀπό τε τῶν ἤχων καὶ τῶν κατὰ τὰ ῥεῖθρα καμπῶν , ἃς καλοῦσι κέρατα , δράκοντι δὲ διὰ
7057701 κατασκιον
. ἐσμοί : τάξεις , πλήθη . Σκιάουσιν : ἢ κατάσκιον ποιοῦσιν . ἄλυτον : ἀδιάλυτον , οἷον μὴ ἀναλυόμενον
τὸ δὲ δέκατον ὄρος εἶχε δένδρα μέγιστα , καὶ ὅλον κατάσκιον ἦν , καὶ ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν δένδρων πρόβατα
7054942 Τριτωνος
εἷλκον ἀκάνθας . ἡ δὲ Φαληρικὴ ἦλθ ' ἀφύη , Τρίτωνος ἑταίρη , ἄντα παρειάων σχομένη ῥυπαρὰ κρήδεμνα τοὺς δ
: αὔξεται γὰρ ὑπὸ τῆς κατασυρομένης ἰλύος τῆς Νείλου . Τρίτωνος ἐκβολαῖσιν τοῦ Νείλου ταῖς ἐκχύσεσι καὶ ταῖς ἀναβάσεσι .
7041587 συνηρεφης
ἦμεν . μικρὸν δὲ ἄπωθεν τῶν ἐπαυλίων πέτρα τις ἦν συνηρεφὴς κατὰ κορυφὴν δάφναις καὶ πλατανίστοις , ἑκατέρωθεν δὲ μυρρίνης
ἦν γάρ τις οὐ πολὺ ἀπέχων ἱερὸς χῶρος ὕλῃ βαθείᾳ συνηρεφὴς , καὶ πέτρα κοίλη πηγὰς ἀνιεῖσα : ἐλέγετο δὲ
7036239 ὑπωρειαν
τῷ ῥεύματι κατηρεφῆ διὰ τῆς ὑπωρείας πῆ μὲν ἔγκοιλον τὴν ὑπώρειαν τέμνοντες , πῆ δὲ προσοικοδομοῦντες , ἔστι δὲ οὗ
λεγόμενον τῶν βαρβάρων προσηγορίας ἐποίησαν εὐξείνου τυχεῖν . Περὶ τὴν ὑπώρειαν δὲ τοῦ καλουμένου Αἵμου πόλις ἐστὶ λεγομένη Μεσημβρία ,
6979018 Αἰγαιου
- λον στάδια λʹ : ἐπὶ τὸ Ἄργεννον διὰ τοῦ Αἰγαίου στάδια φʹ : ἐπὶ τὸ Ἐρυθραῖον Κορυναῖον στάδια κεʹ
πορφυρευθῆναί φησιν ἀπὸ τῆς θαλάσσης . αἱ μέν τ ' Αἰγαίου : Αἰγαῖος ποταμὸς περὶ Κέρκυραν : τούτου θυγάτηρ Μελίτη
6949749 Ἡλιαδες
ἐπλανήθη εἰς βοῦν μεταμορφωθεῖσα , ἐν δὲ τῷ Ἠριδανῷ αἱ Ἡλιάδες εἰς αἰγείρους μετεβλήθησαν : ἔνθα πορφύρεον : εἰς πορφύρεον
ὁμοτονεῖν αὐταῖς , οἷον : οἱ Ἡλιάδαι τῶν Ἡλιαδῶν αἱ Ἡλιάδες τῶν Ἡλιάδων , οἱ Δαναΐδαι τῶν Δαναϊδῶν αἱ Δαναΐδες
6923225 Φαεθοντος
Οὐκαλέγων Οὐκαλέγοντος , Κελάδων Κελάδοντος , Ὑψίζων Ὑψίζοντος , Φαέθων Φαέθοντος . Καὶ τοῦτο δὲ μὴ ἀγνοητέον , ὅτι ἔστιν
, Ἄργον ὃς ὀφθαλμοῖσιν ἀμοιβαδὸν ὑπνώεσκεν : ἐν δὲ βίη Φαέθοντος ἀνὰ ῥόον Ἠριδανοῖο βλήμενος ἐκ δίφροιο : καταιθομένης δ
6923007 ναματος
οὖν ὀρύσσειν εἰς βάθος , ἕως οὗ ἡ ῥίζα τοῦ νάματος καταληφθῇ , ὅπως ἡ ῥοὴ διηνεκὴς εἴη καὶ μονίμη
ξεσμόν : ἁρμόξει δὲ καὶ τῇ ὑστεραίᾳ γάλα πίνειν μετὰ νάματος θυγατέρων ταύρων ἢ γλυκέος , οὕτω γὰρ τὰς ἐπιῤῥεούσας
6896045 Ἀλφειου
οἷον ἀναπνοὴ διὰ τὸ ἀπορρῶγα καὶ οἷον στόμα εἶναι τοῦ Ἀλφειοῦ τὴν αὐτόθι Ἀρέθουσαν , ἥ ἐστι κρήνη : ὥστε
τοῦ πελάγους ἀφίκοντο δι ' ἡμέρας ἕκτης ἐπὶ τὰς τοῦ Ἀλφειοῦ ἐκβολάς , ἀφ ' ὧν ὁ ποταμὸς οὗτος Ἀδρίᾳ
6886104 Ἐχιναδων
τὸ ἀθάνατον τῆς διαίτης οὐδεμιᾶς γῆς τῶν ὑπὸ Ἰλίῳ , Ἐχινάδων τε τῶν κατ ' Οἰνιάδας καὶ Ἀκαρνανίαν ἤδη μεμιασμένων
ἱεράων : ἡ διπλῆ ὅτι οὐχ ὡς κεχωρισμένου Δουλιχίου τῶν Ἐχινάδων οὕτως εἴρηκεν , ἀλλ ' ἀντὶ τοῦ ἐκ Δουλιχίου
6885790 χασμα
νῦν ἐς τοσοῦτον λελέχθω . Παρὰ τοῖς Ἀριανοῖς τοῖς Ἰνδικοῖς χάσμα Πλούτωνός ἐστι , καὶ κάτω τινὲς ἀπόρρητοι σύριγγες καὶ
καὶ προορᾶν , ὡς μὴ ἐς βόθρον ἢ τάφρον ἢ χάσμα κατενεχθείη ὁ ἵππος , ὅτε γε δι ' ἕλους
6869992 ὀρεων
Τοὶ δ ' ἑκάτερθε μάρναντ ' ἀκμήτοισιν ἐειδόμενοι σκοπέλοισιν ἠλιβάτων ὀρέων : μέγα δ ' ἔβραχον ἀμφοτέρωθε θεινόμεναι μελίῃσι τότ
οἱ μὲν κατὰ πίονα ἔργα λιπόντες φεῦγον Ἰθωμαίων ἐκ μεγάλων ὀρέων . ὥσπερ ὄνοι μεγάλοις ἄχθεσι τειρόμενοι , δεσποσύνοισι φέροντες
6865991 ἀναβλυζον
ἄντρου τῆς μεγάλης πέτρας ἦν τὸ μεσαίτατον . Ἐκ πηγῆς ἀναβλύζον ὕδωρ ῥεῖθρον ἐποίει χεόμενον , ὥστε καὶ λειμὼν πάνυ
κατὰ μέσον ἔρρει τοῦ λειμῶνος τῆς γραφῆς , τὸ μὲν ἀναβλύζον κάτωθεν ἀπὸ τῆς γῆς , τὸ δὲ τοῖς ἄνθεσι
6861675 χευμα
, τόν ῥ ' ὑποκυσσαμένη τέκεν Ἀπόλλωνι ἄνακτι Ἀμφρύσου παρὰ χεῦμα Φερητιὰς Ἀντιάνειρα . Τῷ καὶ μαντοσύνην ἔπορεν καὶ θέσφατον
ἀπολέσθαι . . . Μηδέ ποτ ' ἐκ λήθης ῥεύσωμεν χεῦμα ταπεινόν . ἧς κατασύρονται πολλοὶ σκολιοῖσι ῥεέθροις . .
6852158 ῥειθρον
ὁρμῆσαν τὸ τῆς λίμνης ὕδωρ ἐμβάλλοι εἰς τὸ τοῦ Πηνειοῦ ῥεῖθρον , καὶ τὴν πρότερον λιμνάζουσαν χώραν ἅπασαν γεγυμνῶσθαι καὶ
πλάγια μᾶλλον διδόναι τοῖς ὕδασιν ἢ ἀναθλίβειν κατὰ τὸ ἀρχαῖον ῥεῖθρον εἰς τὴν κρήνην : νοτίζεσθαι δ ' ἀναγκαῖον ἐπικλύσαντος
6821863 Ἀλπειων
Ἄλπεις εἰς τὴν Τυρρηνικὴν θάλασσαν , ὁ δὲ ἔνδοθεν τῶν Ἀλπείων ἐπὶ τὸν Ἰόνιον , Πάδος ἀντὶ Ἠριδανοῦ μετονομασθείς .
ἀναχεῖται μεγάλην , ἧς ἐφάπτονται καὶ Ῥαιτοὶ καὶ Ὀυινδολικοὶ τῶν Ἀλπείων τινὲς καὶ τῶν ὑπεραλπείων . φησὶ δὲ τὸ μῆκος
6771418 κευθμων
, φυλάττει τὸ ω : οἷον , χειμὼν χειμῶνος : κευθμὼν κευθμῶνος : οὐχ οὕτως δὲ ἔχοντα διὰ τοῦ ο
συνεβούλευσα μελαμβαθὴς [ ] ] ὁ σκοτεινὸς διὰ τὸ βάθος κευθμὼν ] ὁ κατώτατος τόπος ἤγουν ὁ Ἅιδης καλύπτει ]
6765223 καμψας
' ἐπαλαμήσατο ; κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας λεπτὴν τέφραν , κάμψας ὀβελίσκον , εἶτα διαβήτην λαβών , ἐκ τῆς παλαίστρας
ἄνθρωπος : τῶν μὲν γὰρ ἄλλων τὰς ὄψεις περιήγαγε κάτω κάμψας , διὸ νένευκε πρὸς χέρσον , ἀνθρώπου δὲ ἔμπαλιν
6760860 ῥει
πρὸς τῇ ῥίζῃ διέχον τῆς θαλάττης ὅσον σταδίους ἑκατόν : ῥεῖ δ ' ἐξ αὐτοῦ ποτάμιον πάνακες πρὸς τὰς τῶν
καὶ ἡ τομὴ βίᾳ ξηραινομένη ῥήγνυται , τοῦ δὲ ἔαρος ῥεῖ τό τε δάκρυον καὶ ἀμβλωπεῖς ἐπιγίνονται πολλαί . Καίτοι
6759813 ἐξιησιν
ἐτησίας αἰτίαν παρέχειν , διὰ τοῦθ ' ὁ Νεῖλος οὐκ ἐξίησιν εἰς θάλατταν , ἀλλ ' ἐπ ' αὐτὰ τὰ
Γλαῦκος καὶ ὁ Ἵππος : πληρωθεὶς δὲ καὶ γενόμενος πλωτὸς ἐξίησιν εἰς τὸν Πόντον καὶ ἔχει πόλιν ὁμώνυμον ἐφ '
6751590 πηγων
καὶ αὐτῷ τῷ Τανάϊδι ποταμῷ καὶ ἔτι τῷ ἀπὸ τῶν πηγῶν τοῦ Τανάϊδος ποταμοῦ ἐπὶ τὴν ἄγνωστον γῆν μεσημβρινῷ μέχρι
καὶ ἄλυπα νάματα ἔχουσαι . ἐντεῦθεν ὁδὸς μεμηχάνηται τὰ τῶν πηγῶν εἰσάγουσα δῶρα τῇ πόλει κρήναις πεποιημέναις εἰς ὑδάτων ὑποδοχήν
6748407 δελφινος
καταχρηστικῶς δὲ καὶ ὁ ἥλιος . λέγει οὖν ὅτι ὥσπερ δελφῖνος τὸ σῶμα ἐκβρασθὲν ἡ τοῦ ἡλίου ἀκτὶς καθαυανεῖ τουτέστι
ὁμοίως προσκομισθῆναι , τὸν δὲ Ἀδειμάντου οἰκέτην τὸν νεώνητον ἀπορήσειν δελφῖνος ἐρωτικοῦ ; Καὶ σὺ γάρ , Τιμόλαε , μιμῇ
6743657 ῥεουσι
ἐξίητε τοῦ θέρους , ἀπὸ τῶν μὲν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσι μέλανος , ἐκ δὲ τῶν γνάθων ἱδρὼς ἐπὶ τὸν
γῆν . Δίρκη πηγὴ ἐν Θήβαις ἐξ ἧς ποταμοὶ δύο ῥέουσι , Ἰσμηνὸς καὶ Διρκαῖος ἔχων τὸ ὄνομα ἀπὸ τῆς
6743426 νοτιους
: δι ' ὃ τούς τε ὄμβρους συμφέρει βορείους μὴ νοτίους εἶναι καὶ πλῆθος χιόνος ὅπως τηκομένη κατὰ μικρὸν διαδύηται
αὐτοῦ λεγομένας σφραγῖδας , τὰς μὲν βορείους καλῶν τὰς δὲ νοτίους , ὅρια ἀποφαίνει τῶν κλιμάτων ἀμφοῖν τὰς Κασπίους πύλας
6742664 Κασιου
κειμένων , τοῦ τε Λιβάνου καὶ τοῦ Ἀντιλιβάνου καὶ τοῦ Κασίου : οἱ μὲν δὴ τοιαῦτα λέγουσι . Πολύκλειτος δέ
τὸ Πομπηίου τοῦ Μάγνου σῶμα κεῖται καὶ Διός ἐστιν ἱερὸν Κασίου : πλησίον δὲ καὶ ἐσφάγη ὁ Μάγνος δολοφονηθεὶς ὑπὸ
6732376 πλωτος
τοὺς ἀνθρώπους ἔστε ἐπὶ τὴν Περσίδα γῆν , εἰ δὴ πλωτός τέ ἐστιν ὁ ταύτῃ πόντος καὶ τὸ ἔργον οὐκ
ὡς εἴρηται , διὰ τοῦ τος κλίνονται , οἷον πλώς πλωτός , φώς φωτός , χρώς χρωτός : οἱ δὲ
6719407 λιμναν
/ βασιλέα καὶ ? ? ? τὰν ? ? ? λίμναν ? ? ? ἐπὶ / τοῦ πεδίου ! !
καὶ γλαυκᾶς θαλλὸν ἱερὸν ἐλαίας , Λατοῦς ὠδῖνι φίλον , λίμναν θ ' εἱλίσσουσαν ὕδωρ κύκλιον , ἔνθα κύκνος μελωιδὸς
6702016 θαλασσων
, καὶ Σηρικῇ . Τῶν δὲ περιλαμβανομένων ὑπὸ τῆς οἰκουμένης θαλασσῶν ἡ μὲν καθ ' ἡμᾶς μετὰ τῶν συνημμένων αὐτῇ
Εὐρώπη . Ὁμοίως δὲ καὶ τῶν εἰρημένων ἐμπεριέχεσθαι τῇ γῇ θαλασσῶν , πρώτη μέν ἐστι μεγέθει πάλιν ἡ κατὰ τὸ
6698102 ἀντρα
ἐν μυχοῖς τοῦ Δελφινίου τόπου ἤτοι τῆς Φωκίδος περὶ τὰ ἄντρα καὶ σπήλαια τοῦ Κερδώου θεοῦ ἤτοι τοῦ Ἀπόλλωνος :
Ἐρετρικήν , ὄρη , κρημνούς , φάραγγας , καταδύσεις , ἄντρα , χαράδρας , τρώγλας , χηραμούς , πάντας μυχοὺς
6696210 χλοερα
ἀντὶ τοῦ ὑπὸ τοῦ βασιλέως κατασταθεὶς ἄρχων : καὶ ῥέεθρα χλοερά : χλοητρόφα βοτανώδη . χλοερά δὲ εἶπε διὰ τὸ
κατασταθεὶς ἄρχων : καὶ ῥέεθρα χλοερά : χλοητρόφα βοτανώδη . χλοερά δὲ εἶπε διὰ τὸ ἄνθη εἶναι ἐπ ' αὐτοῖς
6675755 πεζαν
, . : πεζοφόροις ζώμασιν : Αἰσχύλος Τοξότισιν : ὥσπερ πέζαν ἐχόντων τῶν χιτώνων , τινὲς δὲ ποδήρεσι . ζῶμα
Χαρίτων ἤρανος Ἀντιόπην : ἥ τε πολὺν μύστῃσιν Ἐλευσῖνος παρὰ πέζαν εὐασμὸν κρυφίων ἐξεφόρει λογίων , Ράριον ὀργειῶνι νόμῳ διαποιπνύουσα
6674817 κιονος
δυσβάστακτον , κατεδικάσθη γὰρ ὑπὸ Διὸς ὑπανέχειν τὸν οὐρανὸν δίκην κίονος . . τὸν γηγενῆ ] μυθεύεται ὅτι οἱ Τιτᾶνες
ῥόδων ἄνθος καὶ αὐτὰ τὰ ῥόδα ξηρά . Φλεγμαίνοντος τοῦ κίονος , τῶν ἀναστελλόντων βοηθημάτων χρεία : στυπτικῆς οὖν αὐτὰ
6674780 ναπη
. ἐκ δ ' αὐτῆς εἴσω κατακέκλιται ἤπειρόνδε κοίλη ὕπαιθα νάπη , ἵνα τε σπέος ἔστ ' Ἀίδαο ὕλῃ καὶ
τέλους συλλαβὴν εἰς φωνῆεν λήγουσαν μὴ τῷ Ο βαρύνεται : νάπη λύπη σκέπη κώπη . τὸ δὲ τυπή ὀξύνεται καὶ
6673165 ἀκται
κατὰ τὸ θυρῶν ἀρασσομένων . νωλεμές : συχνῶς . ἁλιμυρέες ἀκταί : αἱ ὑπὸ θαλάσσης περιρρεόμεναι ἢ περιρραινόμεναι . θελήμονα
πετράων νωλεμὲς οὔατ ' ἔβαλλε , βόων δ ' ἁλιμυρέες ἀκταί : δὴ τότ ' ἔπειθ ' ὁ μὲν ὦρτο
6652102 πλοκαμος
ἑξῆς δὲ τὰ Μέγαρα καὶ Νῖσος καὶ Σκύλλα καὶ πορφυροῦς πλόκαμος καὶ Μίνωος πόρος καὶ περὶ τὴν εὐεργέτιν ἀχαριστία .
καὶ νεφέλας , τοὺς κεραυνούς . αὕτη ἡ ἀστραπὴ ὥσπερ πλόκαμος οὕτω κατέρχεται . Τυφῶν ἡ ἐκ τῆς ἀναθυμιάσεως συστροφὴ
6649055 Πινδου
, ῥέων διὰ τῶν Τεμπῶν , καὶ ἀρχόμενος ἀπὸ τοῦ Πίνδου ὄρους , καὶ διὰ μέσης Θεσσαλίας καὶ τῶν Λαπιθῶν
εἴποι τις : ὁ γὰρ Ἀχελῷος ποταμὸς ῥεῖ μὲν ἐκ Πίνδου ὄρους , ἐκβάλλει δὲ παρ ' Οἰνιάδας ἐς θάλασσαν
6645602 Ἀχελῳος
, ταῦτα . τίς δὲ ὁ τῆς γραφῆς λόγος ; Ἀχελῷος ὁ ποταμός , ὦ παῖ , Δηιανείρας τῆς Οἰνέως
νβʹ ∠ ʹʹ λζʹ γʹʹ Τῶν δὲ ποταμῶν ὁ μὲν Ἀχελῷος ἔχει τὴν ἀρχὴν ἐν τῷ Πίνδῳ ὄρει , ὁ
6645096 τεναγος
. Τέναγος . παρὰ τὸ τέγγω τὸ βρέχω . τέγγος τέναγος , ὁ ὑπόβροχος τόπος . Τάφρος . πλεονασμῷ τοῦ
τὴν ξυνεχῆ τῇ Ἀράβων γῇ , καὶ ἔνθεν μὲν ἐς τέναγος ἐπὶ πολύ , ἐκ δὲ τοῦ ἐς θάλασσαν κατὰ
6640426 ἀγηνορος
ἔχον τὸ υ , οἷον . . , Βεβρύκων βασιλῆος ἀγήνορος , καὶ συνεσταλμένον , οἷον . . , οὐδ
ἠφάνισται διὰ τοὺς γενομένους πολέμους καθάπερ καὶ ἄλλων ἐθνῶν . ἀγήνορος : αὐθάδους . ἀγήνορα δὲ τὸν ὑπερήφανον . Βιθυνὶς
6636785 αὐλακας
ἀπεφύσων . Ὀρθὰς δ ' αὔλακας ] * Τὸ ὀρθὰς αὔλακας πρὸς τὸ ἤλαυνε συναπτέον , τὸ δὲ ἐντανύσας διὰ
. Πνέον ] Ἔπεμπον , ἀπεφύσων . Ὀρθὰς δ ' αὔλακας ] * Τὸ ὀρθὰς αὔλακας πρὸς τὸ ἤλαυνε συναπτέον
6632507 καμινων
ἐπ ' ἀναιδείην τρεφθέντες ψεύδε ' ἄρησθε , συγκαλέω δἤπειτα καμίνων δηλητῆρας , Σύντριβ ' ὁμῶς Σμάραγόν τε καὶ Ἄσβολον
ἄλλη ἡ ἕψησις , καὶ ἄλλη ἡ ὄπτησις , δύο καμίνων χρεία , πρῶτον φανῶν , ληκυθίων , ἔπειτα κηροτακίδων
6631462 πρων
, καὶ στόμωμα Πόντου : νᾶσοί θ ' αἳ κατὰ πρῶν ' ἅλιον περίκλυστοι τᾷδε γᾷ προσήμεναι οἵα Λέσβος ἐλαιόφυτός
δ ' ἐπ ' ἔργοις προπηδήσεταί νιν Παγγαίου γὰρ ἀργυρήλατον πρῶν ' † ες τὸ τῆς ἀστραπῆς † πευκᾶεν σέλας
6630911 αἰγιαλων
μὲν οὖν ἐνδέχεται προσχωσθῆναι τὸ πέλαγος πᾶν , ἀπὸ τῶν αἰγιαλῶν ἀρξάμενον , ἂν συνεχεῖς ἔχῃ τὰς ἐκ τῶν ποταμῶν
ἐπίτευγμα τοῖς οἰκηταῖς αἴτιον ἀκληρίας . Ἀπὸ δὲ τῶν ἐφεξῆς αἰγιαλῶν κόλπος ἐστὶ νενευκὼς μὲν εἰς τὸν μυχὸν τῆς χώρας
6626629 Σικελικου
καὶ φιλίαν ἔθετο Μαμερτίνοις , τοῖς ἐπὶ τοῦ πορθμοῦ τοῦ Σικελικοῦ κατῳκημένοις , οὐ πρὸ πολλοῦ κἀκείνοις ἐς ἰδίους ξένους
Φάρος , πρὸ τῆς Ἰταλίας δὲ αἱ Διομήδειοι . τοῦ Σικελικοῦ δὲ τὸ ἐπὶ Κρήτην ἀπὸ Παχύνου τετρακισχιλίων καὶ πεντακοσίων
6612814 ἀγκη
ἔμψυχον ὁ λόγος : ποιητικὸν δέ ἐστι τὸ ἔθος . ἄγκη δὲ τὰ τῶν ὀρῶν κοιλώματα . οἱ δὲ τὰ
: παρὰ τὸ ἄγω ἄγη , καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ ἄγκη καὶ μετὰ τῆς ἀνά ἀνάγκη . ἢ παρὰ τὸ
6607030 πρεμνων
τε καὶ ὀσμύλους ἐκ τῶν κυμάτων προελθόντας καὶ διὰ τῶν πρέμνων ἀνερπύσαντας καὶ τοῖς κλάδοις περιπεσόντας καὶ ὀπωρίζοντας , καὶ
τοὺς μὲν ἄλλους τρόπους φύεται πάντας , ἀπὸ δὲ τῶν πρέμνων καὶ τῶν ξύλων οὐ φύεται : μηλέα δὲ καὶ
6596323 Ἀρεθουσαν
ὀνομάζουσιν . Οἶδα οὐκ ἄμορφον , ὦ Ἀλφειέ , τὴν Ἀρέθουσαν , ἀλλὰ διαυγής ἐστι καὶ διὰ καθαροῦ ἀναβλύζει καὶ
ἧς καὶ τὴν πόλιν ὠνομάσθαι . Ἀρτέμων δὲ πρὸς τὴν Ἀρέθουσαν τὸν λόγον εἶναί φησιν : αὕτη δὲ ἐν Συρακούσαις
6596256 Καυκασου
λαμβάνει μῆκος ἐπὶ τῆς διὰ στηλῶν καὶ Κασπίων πυλῶν καὶ Καυκάσου γραμμῆς , ὡς ἂν εὐθείας , τὸ δὲ τῆς
, τοσοῦτον γὰρ ἐπέχει μέτρον τῆς γῆς ὁ ἀγκὼν τοῦ Καυκάσου , τὸ δὲ περὶ τοῦ ἐν τῇ ἡμεδαπῇ Ταύρου
6593533 πετρων
ἐστι τῆς αὐάνσεως , ἀλλὰ καὶ δίυγρος ἀπὸ τῆς τῶν πετρῶν ψύξεως . καὶ οἶνον Βίβλινον , ὃν ἀξιοῖ ,
τῶν φλυάρων καὶ μακρὸν ἀποτεινόντων λόγον . Ἀπὸ πέντε ἅλλεσθαι πετρῶν εἰς σκυτάλην : ἐπὶ τῶν δι ' ἃ πάσχουσιν
6585594 ναπαι
ποτῶν , καὶ Πῖς ' Ἀγύλλης θ ' αἱ πολύρρηνοι νάπαι . σὺν δέ σφι μίξει φίλιον ἐχθρὸς ὢν στρατόν
τέκε τέκνα καὶ αὐτίκα γίνετο μήτηρ . Αἴλινά μοι στοναχεῖτε νάπαι καὶ Δώριον ὕδωρ , καὶ ποταμοὶ κλαίοιτε τὸν ἱμερόεντα
6583502 Ἀχερων
τοῦ Πάδου καὶ τῶν Ἄλπεων . τὸ ἐθνικὸν Ἀχερραῖος . Ἀχέρων , Ἀχέροντος , Ἀχερούσιος Ἀχερουσία Ἀχερούσιον . ἔστι καὶ
κατέσχον , ὡς Ἔφορος ἱστορεῖ . παραρρεῖ δὲ αὐτὴν ὁ Ἀχέρων ποταμός . Ἀχέρων δὲ παρὰ τὰ ἄχεα εἴρηται .
6583355 βορεην
ἄνθρωποι , ὀργήν τε καὶ ξύνεσιν βελτίους εἰσὶ τῶν πρὸς βορέην , ᾗπερ καὶ τὰ ἄλλα τὰ ἐμφυόμενα ἀμείνω ἐστίν
δὲ τοῦ Αἵμου τῶν κορυφέων τρεῖς ἄλλοι μεγάλοι ῥέοντες πρὸς βορέην ἄνεμον ἐσβάλλουσι ἐς αὐτόν , Ἄτλας καὶ Αὔρας καὶ
6578037 Μελανος
πυλῶν ἕως τοῦ Μέλανος ποταμοῦ στάδιοι ͵δνʹ . Ἀπὸ τοῦ Μέλανος ποταμοῦ εἰς Σίδην στάδιοι νʹ . Ἀπὸ Σίδης εἰς
Ἀλκάθοον , ὡς δὲ ὁ τὴν Ἀλκμαιωνίδα γεγραφώς , τοὺς Μέλανος παῖδας ἐπιβουλεύοντας Οἰνεῖ , Φηνέα Εὐρύαλον Ὑπέρλαον Ἀντίοχον Εὐμήδην
6567313 ῥαδινων
Προμηθεῦ : δακρυσίστακτον [ δ ' ] ἀπ ' ὄσσων ῥαδινῶν λειβομένα ῥέος παρειὰν νοτίοις ἔτεγξα παγαῖς : ἀμέγαρτα γὰρ
] ῥεῦμα ἔχον τὴν σύστασιν ἀπὸ τῶν δακρύων . . ῥαδινῶν ] ἁπαλῶν , παρθενικῶν . λειβομένα ῥέος ] στάζουσα
6565930 βυθου
ἐξελθὼν ἐπάνω τῆς θαλάσσης καυθῇ , καὶ ὑπεισέρχεται ἔνδον τοῦ βυθοῦ , καὶ κεῖται ἐκεῖ ὅλον τὸν ὀπωρινὸν καιρὸν ,
εἰ δὲ καὶ μέχρι δεῦρο , οὔ γε καὶ κατὰ βυθοῦ ὥστε πόρον γενέσθαι πλωτόν : ὅπου Ἀλέξαρχον τὸν Ἀντιπάτρου
6565275 Σπερχειος
ειος τρισύλλαβα ἐπὶ ποταμοῦ ὀξυνόμενα δίφθογγον ἔχει , οἷον Πηνειός Σπερχειός Ὀλμειός Ἀλφειός Δενθειός . πρόσκειται ὀξύτονα διὰ τὸ Κώϊος
οὐδέτερον Δώτιον , Διονύσιος ἐν αʹ Γιγαντιάδος ” καὶ κελάδων Σπερχειός , ἔχουσι δὲ Δώτια τέμπεα ” . καὶ τὸ
6562562 Ἀχελῳου
δὲ κούρας : τὰς σειρῆνάς φησιν , αἵ εἰσι θυγατέρες Ἀχελῴου ὁ δὲ Ἀχελῷος υἱὸς Ὠκεανοῦ καὶ Τηθύος . αἱ
∠ ʹʹγʹʹ λζʹ γʹʹ Ἀλύζεια μηʹ γʹʹ λζʹ γʹʹ ιβʹʹ Ἀχελῴου ποταμοῦ ἐκβολαί μηʹ γʹʹ ιβʹʹ λζʹ ∠ ʹʹ Πόλεις
6560818 ῥαχιαν
εἰ συνέβη , πλέοντος τοῦ πλοίου , γενέσθαι ἀμπώτιδα καὶ ῥαχίαν . περὶ τούτων Ὅμηρος : Ἔνθεν μὲν Σκύλλη ,
χρήσασθαι τῇ πόλει . τίνα γὰρ μεσόγειαν ἢ ποίαν Ἀτλαντικὴν ῥαχίαν οὐκ ἔσεισεν ; ἢ ποῖον κόλπον ὧν ἴσασιν ἄνθρωποι
6552010 ἀπειρεσιου
, ῥοιζήτωρ , πυρόεις , φαιδρωπέ , διφρευτά , ῥόμβου ἀπειρεσίου δινεύμασιν οἶμον ἐλαύνων , εὐσεβέσιν καθοδηγὲ καλῶν , ζαμενὴς
κονίῃσι δεδουπότες ἐξεχέοντο . Ὡς δ ' ὅτ ' ἐπιβρίσαντος ἀπειρεσίου ποταμοῖο ὄχθαι ἀποτμήγονται ἐπὶ ψαμαθώδεϊ χώρῳ μυρίαι ἀμφοτέρωθεν ,
6549452 ποροιο
καιρός . Πρῶτον : πρώτως . ἐπιψαίρωσι : κινηθῶσιν . πόροιο : τοῦ πόντου . πειρήσονται : δοκιμάσωσι , δοκίμασον
μὲν ἔχηι κατὰ βένθεα χαλκοῦ πορθμοῦ χωσθέντος βροτέωι χροῒ ἠδὲ πόροιο , αἰθὴρ δ ' ἐκτὸς ἔσω λελιημένος ὄμβρον ἐρύκει
6549015 ναυσιπορον
τείχους οἰκίας . ἀπὸ δὲ τοῦ Φάσιδος Χαρίεντα ποταμὸν παρημείψαμεν ναυσίπορον : στάδιοι μεταξὺ ἀμφοῖν ἐνενήκοντα . καὶ ἀπὸ τοῦ
λαβὼν γὰρ αἰχμαλώτους τῶν αὐτοῦ που πλησίον οἰκούντων ἐζήτει διώρυχα ναυσίπορον καὶ ταύτην ἐκ βίβλων , ἔργον μὲν παλαιοῦ βασιλέως
6548025 κοιλαδος
κυβιστητῆρι κυδοιμῷ δοῦπον ὑποπτήξαντες ὀριτρεφέος ποταμοῖο θῆρες ἐρωήσαντες ὑπὸ πτύχα κοιλάδος εὐνῆς σιγῇ φρικαλέῃσιν ἐπὶ πλευρῇσι μένουσι , πικρὰ δὲ
βήσσης : τοῦ συνδένδρου τόπου , ἢ κοίλου ὀρεινῆς τῆς κοιλάδος * ἐσχατιήν : τὸ ἔσχατον μέρος τέλος * ὅθι
6545822 παραπεπταται
καναχηδὸν ἐπ ' ἀλλήλῃσι φέρεσθαι . ἐκ δὲ τοῦ οἰγόμενος παραπέπταται ἐγγύθι Πόντος πολλὸς ἐὼν καὶ πολλὸν ἐπ ' ἀντολίης
βεβλημένος ἄλλος Ὀϊστὸς αὐτὸς ἄτερ τόξου : ὁ δέ οἱ παραπέπταται Ὄρνις ἀσσότερος βορέω . Σχεδόθεν δέ οἱ ἄλλος ἄηται
6542084 σπιλαδων
πελάσαντα , πάλλεται ὀρχηστῆρι πανείκελος , ὄφρα ἑ πόντου προπροκυλινδόμενον σπιλάδων ἄπο χεῦμα σαώσῃ . Οἱ δὲ καὶ ἐν πέτρῃσι
σακὸς δ ' εὐίερος περιδέδρομεν , ἀέναον δέ ῥεῖθρον ἀπὸ σπιλάδων πάντοσε τηλεθάει δάφναις καὶ μύρτοισι καὶ εὐώδει κυπαρίσσῳ ,
6535253 Κραθις
ὁ Αἴας ποταμὸς κατέρχεται . Κρᾶθις : τὸ ἑξῆς : Κρᾶθις δὲ γείτων χῶρος συνοίκους αὐτοὺς δέξεται Κόλχων Πόλαις ἠδὲ
ὀνομασίαν ἔχων : ἀφ ' οὗ καὶ ὁ ἐν Ἰταλίᾳ Κρᾶθις . Ἑκάστη δὲ τῶν δώδεκα μερίδων ἐκ δήμων συνειστήκει
6533083 Παρνασσου
. ὁ δὲ Σκήψιός φησι μήτε Ἐλεῶνα μηδένα τόπον τοῦ Παρνασσοῦ δείκνυσθαι , ἀλλὰ Νεῶνα , καὶ ταύτην οἰκισθεῖσαν μετὰ
Κῆρες ἀναπλάκητοι . Ἔλαμψε γὰρ τοῦ νιφόεντος ἀρτίως φανεῖσα φάμα Παρνασσοῦ τὸν ἄδηλον ἄνδρα πάντ ' ἰχνεύειν : φοιτᾷ γὰρ
6531969 εὐθαλη
τῷ δαμάζοντι Ποσειδῶνι , τῷ πατρί σου , θύων ταῦρον εὐθαλῆ καὶ μέγαν , οὕτως ἐπίδειξον αὐτόν . καὶ δαμαίῳ
' ὁ ἄνεμος οὐκ ἐφῆκεν . ἐθεώμεθα μέντοι τὴν χώραν εὐθαλῆ τε καὶ πίονα καὶ εὔυδρον καὶ πολλῶν ἀγαθῶν μεστήν
6523682 χειμαρρων
καὶ στρογγύλα λιθίδια , οἷα ἡμεῖς ἐπὶ ταῖς ὄχθαις τῶν χειμάρρων ἀνευρίσκομεν : ταῦτά ποτε μὲν ἓν κατὰ μίαν ἔσκεπε
καὶ πεδιάδα βρίθουσαν ζῴων καὶ φυτῶν καὶ ποταμῶν αὐθιγενῶν καὶ χειμάρρων φορὰς καὶ πελαγῶν ἀναχύσεις καὶ εὐκρασίας ἀέρος καὶ τῶν
6522260 φαραγξ
σταθμὸν ἐποιοῦντο : τό τε γὰρ χωρίον ἀπόρρυτον ἑκατέρωθεν , φάραγξ βαθεῖα καὶ σύσκιος , καὶ διὰ μέσου ποταμὸς οὐ
ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων , αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν ; γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι
6520888 ἁγνης
, ἀπὸ τούτου καὶ αὐτὴν καταχρηστικῶς ἁγνὴν καλεῖ : ἢ ἁγνῆς τῆς ἀγελαίας , παρόσον αὗται τροφῆς καθαρωτάτης καὶ ποτοῦ
, ὅπου ὁ οἶκος , ἤγουν ἡ πόλις , τῆς ἁγνῆς Παρθενόπης , μιᾶς τῶν Σειρήνων , ἡ πολλὰ τῶν
6516499 ἐλατας
συμβαίνει διὰ τὴν φύσιν τῶν κτηδόνων . τὰς δὲ τοιαύτας ἐλάτας καὶ πεύκας τετραξόους καλοῦσι . εἰσὶ δὲ καὶ πρὸς
πτελέας , καθάπερ καὶ ὅπου πεῦκαι καὶ ἔλαται πεύκας καὶ ἐλάτας , ὥσπερ μιμουμένων κἀκείνων . Ἀλλὰ τὴν ἰτέαν ταχὺ
6516490 ἀντρων
, ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον . τὸν γηγενῆ τε Κιλικίων οἰκήτορα ἄντρων ἰδὼν ᾤκτιρα , δάιον τέρας , ἑκατογκάρανον πρὸς βίαν
πολλὰ μενοινῶν ἢ κυσὶν ἢ ἀγρότῃς οἵ οἱ τέκνα δῃώσωνται ἄντρων ἐξερύσαντες , ὃ δ ' ἀμφὶ γένυσσι βεβρυχώς ,
6510290 Ταναϊδος
, ὁ Ἴστρος , ὁ Ῥοδανός . ΣΑΥΡΟΜΑΤΑΙ . Ἀπὸ Τανάϊδος δὲ ποταμοῦ ἄρχεται ἡ Ἀσία , καὶ πρῶτον ἔθνος
ἐκ τῆς Σογδιανῆς ἱππέας , καὶ Δάαι οἱ ἀπὸ τοῦ Τανάϊδος . οἱ δὲ τῶν Βακτρίων ἱππεῖς ὡς φεύγειν ἐγνωκότα
6509130 ἀχνην
' ἄκρας κυρτὸν ἐὸν κορυφοῦται , ἀποπτύει δ ' ἁλὸς ἄχνην : ὣς τότ ' ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες νωλεμέως
τῶν παραδείσων τάττειν τὴν ἅλω . οἱ γὰρ ἄνεμοι τὴν ἄχνην , τουτέστι τὰ λεπτὰ τῶν ἀχύρων , ἐπιφέροντες λεληθότως
6505160 ἠιονες
. καὶ τὸ συναιρεῖν τὸ ι ἐπὶ τῶν τοιούτων , ἠιόνες ᾐόνες , Νηρηίδες Νηρῇδες . οὕτω καὶ τὸ σφῲ
οἰκῶν τυγχάνει γέρων , ἀπ ' ἀρχῆς Λαομέδων καλούμενος : ἠιόνες δ ' ἅλιαι : τὴν ἁλκυόνα λέγει . οὕτως
6491612 κρυσταλλου
θοιναζόντων , Φάβιος , τῶν ὑπατευκότων εἷς , λαβὼν ἔκπωμα κρυστάλλου μέγα τίμιον , εἶτα ἄκων κατέαξεν αὐτό : καὶ
ἐσθῆτα πᾶσαν καὶ τὰ σκεύη τὰ ἐξ ἀργύρου τε καὶ κρυστάλλου τὴν βασιλικήν τε ἅπασαν σκευὴν ὤνιον προθεῖναι καὶ τὸ
6488919 εἰναλιου
Θυτήριον ἀρχαίη Νύξ , ἀνθρώπων κλαίουσα πόνον , χειμῶνος ἔθηκεν εἰναλίου μέγα σῆμα : κεδαιόμεναι γὰρ ἐκείνῃ νῆες ἀπὸ φρενός
δέ φησιν οὕτως εἰν Ἀρίμοις ὅθι φασὶ Τυφωέος ἔμμεναι εὐνάς εἰναλίου πέμπελος : ἡ γραῦς , παρὰ τὸ εἶναι πλησίον
6485561 βοθρος
διαστᾶσα , ἔνθα ἐστὶν ἐν τῷ ἄλσει τῷ ἐν Λεβαδείᾳ βόθρος τε Ἀγαμήδους καλούμενος καὶ πρὸς αὐτῷ στήλη : τὴν
λύρας ποίησιν χελώνην ᾑρηκώς . ἔστι δὲ ἔμπροσθεν τοῦ ναοῦ βόθρος πεποιημένα ἐν τύπῳ ταύρου μάχην ἔχων καὶ λύκου ,
6478870 Ἀκρα
τὸ ἐθνικὸν Ἀκραῖος καὶ τὸ θηλυκὸν Ἀκραία . θʹ ἔστιν Ἄκρα ὑπὲρ Ἀντιόχειαν τὴν περὶ τὴν Δάφνην . Ἀκραῗται δὲ
ἐν τῇ Πεσσινουντίων πολιτείᾳ . . . . , : Ἄκρα κατὰ τὴν Ἡράκλειαν , ἣν Ἀχερούσιον καλοῦσιν οἱ ἐγχώριοι
6472044 συρεται
μισητὸς , καιρὸς , θανατηφόρος . ἕρπει : ἀκολουθεῖ , σύρεται , διατρέχει , ἐπιγίνεται : ἕρπει ἐπὶ τῶν βραδέως
μὲν ἔθνη τὴν Ἰταλίαν κατοικεῖ . Ἐκεῖθεν δὲ πρὸς ἀνατολὰς σύρεται ἢ τὴν θάλασσαν ἐπερεύγεται ὁ Ἀδρίας κόλπος , τοὺς
6469998 διναις
. φρεσὶν ] ἤγουν λογισμοῖς . τελεσφόροις ] τετελεσμένοις . δίναις ] στροφαῖς , ἤγουν πολλοὺς λογισμοὺς ἀνελίσσει καθ '
αὐτοῦ καθίησιν ἐς τὸ ὕδωρ , καὶ εἰλεῖται ἐν ταῖς δίναις στρεφόμενον , τό γε μὴν τέλος διὰ χειρῶν ἔχει
6461955 ῥειθρων
ὥσπερ μακρὸν τεῖχος ἀποτεινούσης , ἐντὸς εἱλεῖται , κἄπειτα τῶν ῥείθρων ὑπαντιαζόντων τοῦ τε κατιόντος ἄνωθεν ἀπὸ τῶν πηγῶν καὶ
' ἄλλος πάντα φαίνεται κατερχόμενος μήπω ἐντὸς ὑδάτων καὶ βυθοῦ ῥείθρων ὠκεανέων , ὃν καὶ κόσμον οἱ παλαιοὶ κατ '
6456231 Ἀχελωιου
ληίζετ ' ἀρούρας . πῶς δ ' ἐπορεύθης ῥεῦμ ' Ἀχελωίου ἀργυροδίνα , Ὠκεανοῦ ποταμοῖο δι ' εὐρέος ὑγρὰ κέλευθα
? [ ! ! ] 〚 ν ? 〛 κατέλεξα Ἀχελωίου [ ] ἀργυροδίνεω [ ] ἐξ οὗ πᾶσα θάλασσα
6452590 Λημνιας
δυσῶδες καὶ λίαν πλαδαρὸν ἀνέχεται δι ' ὄξους δριμυτάτου τῆς Λημνίας ἀνιεμένης εἰς πηλώδη σύστασιν : καὶ δι ' οἴνου
λίαν πλαδαρὸν καὶ ῥυπαρὸν ἀνέχεται δι ' ὄξους δριμυτάτου τῆς Λημνίας ἀνιεμένης εἰς πηλώδη σύστασιν : καὶ δι ' οἴνου
6451690 Μαιωτις
λεγόμενον , ὡς Δημήτριος εἴρηκεν , ἐφ ' οἷς καὶ Μαιῶτις λίμνη λέγεται : ὡς δὲ Ἔφορος λέγει , Σαυροματῶν
στόμα τῆς Μαιώτιδος λίμνης ἐστὶ στάδια κʹ . Ἡ δὲ Μαιῶτις λίμνη λέγεται ἥμισυ εἶναι τοῦ Πόντου . Ἐν δὲ
6450477 Θερμωδοντος
στρατευομένας ἐπὶ Ἀθήνας τε καὶ Θησέα . αἱ δὲ ἀπὸ Θερμώδοντος γυναῖκες ἔθυσαν μὲν καὶ τότε τῇ Ἐφεσίᾳ θεῷ ,
ἐμίγησαν τοῖς Σαυομάταις , πόρρω τῆς οἰκείας πατρίδος καὶ τοῦ Θερμώδοντος ποταμοῦ πλανηθεῖσαι , ὁπόταν καθ ' Ἑλλάδος ἐστρατοπέδευσαν ,
6447925 χυσιν
τὸ διπλοῦν βάρος ἄχθος ] σταθμόν ὁρμίθοιο ] γράφεται ὁρμίνθοιο χύσιν ] φυλλάδα κόψαις ] κόψον ὑπέρεικον ] εἶδος βοτάνης
ὕδωρ σῶμά ἐστιν ἄλογον , ἐκ πολλῶν συγκριμάτων παρατεθλιμμένον εἰς χύσιν , ἡ δὲ ψυχὴ πρᾶγμα ἰδιοφυές , τέκνον ,
6444128 σαλαμβας
χερσαίας πλάτης τράμπις ς ' ὀχήσει καὶ Φερέκλειοι πόδες δισσὰς σαλάμβας κἀπὶ Γυθείου πλάκας , ἐν αἷσι πρὸς κύνουρα καμπύλους
ἄκραι ἐν Λακωνικῇ Θυρίδες λεγόμεναι , ἃς μεταφορικῶς λέγουσιν οὕτω σαλάμβας ἤγουν θυρίδας . δισσὰς : δύο εἰσὶν ἄκραι ἐν
6443618 τριοδων
χαλκοτύπων ἢ σπέρματος ἢ χαρακισμοῦ ; αὐτόματοι γὰρ διὰ τῶν τριόδων ποταμοὶ λιπαροῖς ἐπιπάστοις ζωμοῦ μέλανος καὶ Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες
ὁ κύκλος . ἐντεῦθεν ἤδη καὶ τριοδῖτις ἐπεκλήθη καὶ τῶν τριόδων ἐπόπτης ἐνομίσθη διὰ τὸ τριχῶς μεταβάλλειν ὁδεύουσα διὰ τῶν
6439419 ἠλεκτρον
οἷον διὰ τί ἡ λίθος ἡ μαγνῆτις ἕλκει καὶ τὸ ἤλεκτρον καὶ ἡ σικυῖα ; πάντων γὰρ τὸ αὐτὸ μέσον
ποτὲ ἄργυρον διὰ τὸν χρυσὸν , ποτὲ χαλκὸν διὰ τὸ ἤλεκτρον , ποτὲ μόλυβδον διὰ τὸν μόλυβδον . Αὕτη ἡ
6438691 Φασιδος
βάρβαρον ὑπὲρ Κόλχων ἐν τῇ ἠπείρῳ , ὅθεν αἱ τοῦ Φάσιδος πηγαὶ ἐξερεύγονται . ἢ ὄρος Κολχικὸν καλούμενον Ἀμαράντιον ,
, ἀτταγήν , φασιανός , κορυδαλλός . Ἀγαθαρχίδης δὲ περὶ Φάσιδος τοῦ ποταμοῦ λέγων γράφει : πλῆθος δ ' ὀρνίθων
6435141 μηριων
τε καὶ Ἄργην ὀνομάζοντάς τε καὶ ἀγείροντας , καὶ τῶν μηρίων καταγιζομένων ἐπὶ τῷ βωμῷ τὴν σποδὸν ταύτην ἐπὶ τὴν
δευτέραν σύνθεσιν διαφρῶ καὶ εἰσφρῶ . Ἀριστοφάνης : ” τῶν μηρίων τὴν κνῖσαν οὐ διαφρήσετε ” . γέγονε δὲ ἡ
6432158 δελφινων
] καὶ αὐτοὺς ἐπειρᾶτο διαλύειν . εἷς δέ τις τῶν δελφίνων ὑπολαβὼν ἔφη πρὸς αὐτόν : ” ἀλλ ' ἡμῖν
] ἐνταῦθα σύναπτε τὸ “ πρὸς τὸ παρεστώς ” . δελφίνων μεδέων : περιφραστικῶς , τῆς θαλάσσης βασιλεῦ . “

Back