τούτων ἐπὶ τοὺς συγγραφέας βαδίζει Ῥιπαῖα ὄρη λέγοντας καὶ τὸ Ὠγύιον ὄρος καὶ τὴν τῶν Γοργόνων καὶ Ἑσπερίδων κατοικίαν ,
τούτων ἐπὶ τοὺς συγγραφέας βαδίζει Ῥιπαῖα ὄρη λέγοντας καὶ τὸ Ὠγύιον ὄρος καὶ τὴν τῶν Γοργόνων καὶ Ἑσπερίδων κατοικίαν καὶ
7588803 Ῥιπαια
ἄλλα μυρία . ἀπὸ δὲ τούτων ἐπὶ τοὺς συγγραφέας βαδίζει Ῥιπαῖα ὄρη λέγοντας καὶ τὸ Ὠγύιον ὄρος καὶ τὴν τῶν
Εὐρώπης αὐτὸν μόνον φησιν ἀπὸ ἐρήμων φέρεσθαι τὸν Ἴστρον . Ῥιπαῖα δὲ ὄρη πρὸς ταῖς ἀντολαῖς , ὡς Καλλίμαχος :
7270997 Κιμμεριδα
τὴν παρὰ Θεοπόμπῳ Μεροπίδα γῆν , παρ ' Ἑκαταίῳ δὲ Κιμμερίδα πόλιν , παρ ' Εὐημέρῳ δὲ τὴν Παγχαίαν γῆν
τὴν παρὰ Θεοπόμπωι Μεροπίδα γῆν , παρ ' Ἑκαταίωι δὲ Κιμμερίδα πόλιν , παρ ' Εὐημέρωι δὲ τὴν Παγχαίαν γῆν
7046757 Μεροπιδα
Βύσσα καὶ Μεροπὶς καὶ Ἄγρων . καὶ ᾤκουν Κῶν τὴν Μεροπίδα νῆσον , ἡ δὲ γῆ πλεῖστον αὐτοῖς ἐξέφερε καρπόν
. [ ] . τὴν παρὰ Θεοπόμπωι [ . ] Μεροπίδα γῆν , παρ ' Ἑκαταίωι δὲ Κιμμερίδα πόλιν .
5990122 κατοικιαν
. . . τὴν ὀφ . . . . πᾶσαν κατοικίαν παρῆλθε , καὶ τοῖς . . . . .
αὐτόν , ὅτι πρῶτος ἐθάρρησεν ἐν τοῖς πεδίοις θέσθαι τὴν κατοικίαν ” οἱ δὲ παρ ' Ἴλου σῆμα παλαιοῦ Δαρδανίδαο
5873161 Παγχαιαν
τούτωι . ὁ μέν τοί γε εἰς μίαν χώραν τὴν Παγχαίαν λέγει πλεῦσαι : ὁ δὲ καὶ μέχρι τῶν τοῦ
ἢ τούτῳ . ὁ μέντοι γε εἰς μίαν χώραν τὴν Παγχαίαν λέγει πλεῦσαι , ὁ δὲ καὶ μέχρι τῶν τοῦ
5857881 Γοργονων
μέμψεις . κατὰ γὰρ τὸν Πλάτωνα ἐπιρρεῖ μοι ὄχλος τοιούτων Γοργόνων καὶ Πηγάσων καὶ ἄλλων ἀμηχάνων πλήθει τε καὶ ἀτοπίᾳ
Σαρπηδονία περὶ Κιλικίαν : καὶ ἄλλη πρὸς τῷ ὠκεανῷ , Γοργόνων οἰκητήριον . Συβαριτικὴ τράπεζα : ἀντὶ τοῦ ἐν πολυτελείᾳ
5750317 συγγραφεας
. . . . , ἀεὶ δὲ ἔγωγε ἐπαινῶ τοὺς συγγραφέας Μέλισσον καὶ Λαμίσκον τὸν Σάμιον ἐν ἀρχῆι λέγοντας :
κολακευόντων Ἀλέξανδρον πρῶτον μὲν ἐκ τοῦ μὴ ὁμολογεῖν ἀλλήλοις τοὺς συγγραφέας δῆλον , ἀλλὰ τοὺς μὲν λέγειν τοὺς δὲ μηδ
5696211 ἀνδηρα
καθύπερθε τῶν διερῶν εἶναι : ὧν καὶ Ὑπερείδης . . ἄνδηρα : μέρος τι τοῦ κήπου , ὥσπερ ἡ πρασιὰ
, τάχα δὲ καὶ λίμναι καὶ προλιμνάδες καὶ ποταμοὶ καὶ ἄνδηρα ποταμῶν καὶ ὄχθαι καὶ γέφυραι καὶ πυλίδες καὶ ψαλίδες
5640384 Ἑσπεριδων
ἐκεῖ νοουμένου τοῦ ἡλίου , παρὰ τὸ ἔαρος κλέος , Ἑσπερίδων δὲ τῶν τῆς νυκτὸς ὡρῶν . τοῦ γὰρ ἡλίου
Ἄτλαντος μυ - θολογούμενα καὶ τὰ περὶ τοῦ γένους τῶν Ἑσπερίδων . κατὰ γὰρ τὴν Ἑσπερῖτιν ὀνομαζομένην χώραν φασὶν ἀδελφοὺς
5478681 Φασηλιτων
δὲ πυρὸς Κτησίαν φησὶν ἱστορεῖν , ὅτι περὶ τὴν τῶν Φασηλιτῶν χώραν ἐπὶ τοῦ τῆς Χιμαίρας ὄρους ἔστιν τὸ καλούμενον
εἰς αὐτήν . Μέμνηται ταύτης Ἡρόδοτος ἐν τῇ πρώτῃ . Φασηλιτῶν θῦμα : ἐπὶ τῶν εὐτελῶν καὶ ἀναίμων λέγεται .
5460729 Βωλος
ἀνέβλεψε , ἐς μίαν πόλιν , ἣ νῦν καλέεται Ἐρυθρὴ Βῶλος , ἐς ταύτην συναλίσαντα ὑποπρῆσαι πάσας σὺν αὐτῇ τῇ
καὶ Ἀψυνθιάς . ἔστι καὶ εἶδος φυτοῦ , περὶ οὗ Βῶλος ὁ Δημοκρίτειος . ὅτι Θεόφραστος ἐν τῷ περὶ φυτῶν
5442265 Ἑκαταιῳ
διεξιόντες διὰ πασέων , ἐς ὃ ἀπέδεξαν ἁπάσας αὐτάς . Ἑκαταίῳ δὲ γενεηλογήσαντι ἑωυτὸν καὶ ἀναδήσαντι ἐς ἑκκαιδέκατον θεὸν ἀντεγενεηλόγησαν
κῆδος δοκῶν , ὑπεισελθὼν αὐτὴν διεχρήσατο . Τιργαταὼ Μαιῶτις ἐγήματο Ἑκαταίῳ βασιλεῖ Σίνδων , οἳ νέμονται μικρὸν ἄνω Βοσπόρου .
5438333 Ἀσαβων
ἐν τῷ περίπλῳ εἰρημένας λεʹ . Οἱ πάντες ἀπὸ τοῦ Ἀσαβῶν ἀκρωτηρίου μέχρι τοῦ Μαισανίτου κόλπου τοῦ παρὰ τὴν Εὐδαίμονα
δὲ σύμπαντες τοῦ περίπλου παντὸς τοῦ Περσικοῦ κόλπου ἀπὸ τοῦ Ἀσαβῶν ὄρους καὶ τοῦ Ἀσαβῶν ἀκρωτηρίου μέχρι τοῦ Σεμιράμιδος στρογγύλου
5346184 Ἰωνικων
προσοψημάτων . μινυρομένη : Ἀντὶ τοῦ ἠρέμα ᾄδουσα . τῶν Ἰωνικῶν : Τῶν τρυφηλῶν . Ἴωνες τρυφηλοί . προσελκύσαι .
ἀπὸ Πριήνης τε καὶ Ἀχιλλείου καὶ ἀπὸ νήσων καὶ τῶν Ἰωνικῶν πόλεων , οἱ μέν τινες καταλιπόντες ἐν τῷ σίτῳ
5310231 ἀκτος
: παρὰ τὸ ἄγω ἄξω ἦγμαι ἦκται γίνεται ὄνομα ῥηματικὸν ἄκτος καὶ , ἀκάτη καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς ,
: παρὰ τὸ ἄγω ἄξω ἦγμαι ἦκται γίνεται ὄνομα ῥηματικὸν ἄκτος καὶ , ἀκάτη καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς ,
5241958 σκαφις
ἀμίς . ἢ παρὰ τὸ ἄμη ἀμίς , ὡς σκάφη σκαφίς . . . . ἀμίσαλλος : οἷον : ἀμίσαλλοί
ἀκριόεις . ἢ παρωνύμως ὑποκοριστικὸν ἄμη ἀμίς , ὡς σκάφη σκαφίς . Μεθόδιος , . , , . . α
5240923 χειριϲτη
. ἡ δὲ τῶν αἰγῶν δριμεῖά τε καὶ κακόχυμοϲ : χειρίϲτη δὲ ἡ τῶν τράγων πρόϲ τε εὐχυμίαν καὶ πέψιν
φύϲεωϲ . διαϲτήϲαντα δὲ ὥραϲ β ἐπὶ λουτρὸν ἐλθεῖν . χειρίϲτη δὲ γίγνϲται διάθεϲιϲ ἐπὶ μοχθηροῖϲ χυμοῖϲ ἀναποθεῖϲιν ἢ ἐμπλαϲθεῖϲι
5161358 εἰδωλοποιιαν
ἠθοποιίᾳ λέγων ἐν τῷ Ὑπὲρ τῶν τεσσάρων τὸν Ἀριστείδην ποιῆσαι εἰδωλοποιίαν καὶ τὸν Εὔπολιν ἐν Δήμοις ποιῆσαι προσωποποιίαν , καὶ
ἐστὶν ἡ λεγομένη τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων σφαῖρα ἡ περιέχουσα τὴν εἰδωλοποιίαν πάντων τῶν κατεστηριγμένων ζῳδίων . Οὐ πάντας δὲ τοὺς
5104657 συλληφθεντων
δὲ ταῦτα προσκαλεσάμενός τινας ἰξευτὰς ἐκέλευσεν συλλαμβάνεσθαι τέσσαρας ἀετούς . συλληφθέντων δὲ τῶν ἀετῶν ἔτιλεν τὰ ἔσχατα πτερά , ἐν
ποιεῖν , ἀλλὰ καὶ τὰ σώματα καὶ τὰ χρήματα τῶν συλληφθέντων κατεῖχον ἐγκαλοῦντες καὶ αὐτοὶ Ῥωμαίοις , ὅτι τοὺς Σαβίνων
5094483 γηινα
τῶν ὅπλων τὸ πολὺ καὶ τείχη πάντα θ ' ὅσα γήινα περιβλήματα καὶ λίθινα , καὶ μυρία ἕτερα ; προβολῆς
μορφαῖς ποιεῖσθαι , οἷον τὰ μὲν οὐράνια , τὰ δὲ γήινα . Καὶ περὶ μὲν τῆς ἐν τοῖς αἰσθητοῖς οὐσίας
5055022 Ταρρακιναν
μηδὲν τῶν ζώων ὑπομένειν αὐτοῦ τὴν ψυχρότητα . Περὶ δὲ Ταρρακίναν τῆς Ἰταλίας φησὶν Ἰσίγονος λίμνην εἶναι Μυκλαίαν καλουμένην καὶ
ἀπορρήτους ἐν ἀλλήλοις ποιησάμενοι , οἱ τῆς στρατείας ἀφειμένοι περὶ Ταρρακίναν πόλιν ἐν ἐπιτηδείοις χωρίοις παρ ' αὐτὴν τὴν ὁδὸν
5033149 Αἰτνηι
τὸ παλαιὸν ἐκφυσῶντος ἄπλατον πῦρ παραπλησίως τῆι κατὰ τὴν Σικελίαν Αἴτνηι : καλεῖται δὲ νῦν ὁ τόπος Οὐεσούιος , ἔχων
Περὶ Παλικῶν ] θεῶν καὶ Πολέμων καὶ Αἰσχύλος ἐν τῆι Αἴτνηι παραδιδόασιν [ . . . ] . . .
5028865 χοιραγχαν
. ταυτᾶι ταὶ θύραι , μᾶτερ . εἷ τὰ τῶν χοιραγχᾶν . ὕδωρ ἄκρατον εἰς τὰν κύλικα . στρουθωτὰ ἑλίγματα
παρὰ Δωριεῦσι πεῖ γὰρ ἁ ἄσφαλτος καὶ εἷ τὰ τῶν χοιραγχᾶν . τὸ μὲν γὰρ σὺν τῷ ν λεγόμενον πάλιν
5026408 ἀμφιτριτη
ἀνθρώπων γενεὴν καὶ ἤθεα γαίης . τοῖς ἐπὶ Κασπίη κυμαίνεται ἀμφιτρίτη . ῥεῖα δέ τοι κἂν τήνδε καταγράψαιμι θάλασσαν ,
' εἰς αὐγὰς σκολιὸν περιτέλλεται οἶμον πολλὸν ἔσω βεβαυῖα περίδρομος ἀμφιτρίτη , γείτων Εὐξείνοιο πολυκλύστοιο θαλάσσης . κεῖνός τοι Κιλίκων
5024260 κακιζομεν
γέρα μετὰ τὴν νίκην τοῖς ἀριστεύσασιν : οὕτω τοὺς προδότας κακίζομεν . οὕτω τοὺς λείποντας τὴν τάξιν ἐκβάλλομεν : καὶ
ἵππος ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἂν κακουργῇ , τὸν ἱππέα κακίζομεν : τῆς δὲ γυναικός , εἰ μὲν διδασκομένη ὑπὸ
5020677 δοχμολοφων
δουλεῦσαι . θ δουλοσύνας ] δουλείας . θ κῦμα γὰρ δοχμολόφων ἀνδρῶν περὶ τὴν πόλιν καχλάζει ταῖς πνοαῖς ταῖς πεμπομέναις
, ἡ δὲ κίνησις κατηγορεῖται τοῦ ἐμπράκτου . ἄλλοι δὲ δοχμολόφων φασὶν διότι οἱ πολεμοῦντες κόρυθας ἐν τῇ κεφαλῇ ἐπεφέροντο
5013465 Ἀτενες
, οὐκ ἔσται καὶ ἐπιβαλεῖ καὶ εἰς τὸ ἐπέκεινα ; Ἀτενὲς γὰρ ὂν διὰ τί οὐ περάσει οὐκ ἐποχούμενον ;
ἢ ἀγγείων ἀστραπὴ ἐν τοῖς τοίχοις γινομένη οὐδὲν δύναται . Ἀτενὲς ὁρᾷς : ἐπὶ τῶν φιληδούντων τισίν . Ὥσπερ ,
4996693 πληκτικωτερα
: ἔστι δὲ καὶ φθονερωτέρα καὶ μεμψίμοιρος καὶ φιλολοιδορωτέρα καὶ πληκτικωτέρα μᾶλλον . ἔστι δὲ καὶ δύσφημον τὸ θῆλυ καὶ
φρόνησιν , ἥτις ὀνειροπολεῖται μὲν παρὰ Στωικοῖς , μᾶλλον δὲ πληκτικωτέρα τῶν ἄλλων εἶναι δοκεῖ , καὶ οὕτως οὐδὲν ἧττον
4981359 ΗΘΜ
ἄρα ἐστὶν ἡ ὑπὸ τῶν ΑΕΒ γωνία τῇ ὑπὸ τῶν ΗΘΜ . ἀλλ ' ἡ μὲν ὑπὸ ΑΕΒ τῇ ὑπὸ
ἐστιν ἴση , καὶ ἡ ὑπὸ ΘΚΖ ἄρα τῇ ὑπὸ ΗΘΜ ἐστιν ἴση . κοινὴ προσκείσθω ἡ ὑπὸ ΚΘΗ :
4981146 κοτυλιζειν
θεοί . ἀρκεῖ μία σκόνυζα καὶ θύμω δύο . μηδὲν κοτυλίζειν , ἀλλὰ καταπάττειν χύδην . τουτὶ τί ἐστιν ;
τούτῳ δεῖπνον παραθεῖναι . Ὦ ξανθοτάτοις βοτρύχοισι κομῶν . Μηδὲν κοτυλίζειν , ἀλλὰ καταπάττειν χύδην . Τουτὶ τί ἐστιν ;
4963061 προξενουντων
πυραύστου μόρον . Εἴρηται δὲ ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ἑαυτοῖς προξενούντων ἀπώλειαν . Πάλαι ποτ ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι :
εἶ ; τοὺς γὰρ σπουδαίους οἱ θεοὶ καὶ ἄνευ τῶν προξενούντων ἀσπάζονται . ” „ ὅτι νὴ Δί ' ,
4958625 Ἰσσηδονων
μὲν Ἀριμασπῶν ἐξωθέεσθαι ἐκ τῆς χώρης Ἰσσηδόνας , ὑπὸ δὲ Ἰσσηδόνων Σκύθας , Κιμμερίους δὲ οἰκέοντας ἐπὶ τῇ νοτίῃ θαλάσσῃ
περ ὀλίγῳ πρότερον τούτων μνήμην ἐποιεύμην , οὐδὲ οὗτος προσωτέρω Ἰσσηδόνων αὐτὸς ἐν τοῖσι ἔπεσι ποιέων ἔφησε ἀπικέσθαι , ἀλλὰ
4955676 ὀρυγων
. πολεμούμενοι δὲ ὑπὸ τῶν Σιμῶν οὗτοι , τοῖς τῶν ὀρύγων κέρασιν ὅπλοις χρῶνται , μεγάλοις καὶ τμητικοῖς οὖσι :
δ ' αὕτως ἔχει καὶ περὶ τῶν κητέων ἁπάντων , ὀρύγων τε καὶ φαλαινῶν καὶ φυσητήρων , ὧν ἀναφυσησάντων φαίνεταί
4945596 Ἑκαταιωι
κατοικίαν καὶ τὴν παρὰ Θεοπόμπωι Μεροπίδα γῆν , παρ ' Ἑκαταίωι δὲ Κιμμερίδα πόλιν , παρ ' Εὐημέρωι δὲ τὴν
ἀντὶ τοῦ ἀδελφὸν καλεῖν παρ ' Ἰσοκράτει ἐν Αἰγινητικῶι καὶ Ἑκαταίωι τῶι Μιλησίωι ἐν β Ἡρωολογίας καὶ Στράττιδι ἢ Ἀπολλωφάνει
4941621 καταπραϋνει
ἤπειρον , οὖσαι τῶν Γηρυόνος βοῶν ἀπόγονοι . πείσει , καταπραϋνεῖ , καταπαύσει . . 〚 τεθνεὼς Κεφαλῆσι : Προσέπαιξε
ἤπειρον , οὖσαι τῶν Γηρυόνος βοῶν ἀπόγονοι . πείσει , καταπραϋνεῖ , καταπαύσει . . 〚 τεθνεὼς Κεφαλῆσι : Προσέπαιξε
4940820 διαμεμενηκε
ἀρχαῖον : οἰκιστὴς δὲ Αἵμων ἐγένετο αὐταῖς ὁ Λυκάονος , διαμεμένηκε δὲ καὶ ἐς τόδε Αἱμονιὰς τὸ χωρίον τοῦτο ὀνομάζεσθαι
ἀνάγκη τὸν ἀνοῖξαι βουλόμενον ἢ κλεῖσαι τὸ προειρημένον κατασκεύασμα : διαμεμένηκε δ ' ἡ λίμνη τὴν εὐχρηστίαν παρεχομένη τοῖς κατ
4934881 Δοιδυξ
Καὶ κατέλαβεν αὐτὸν γῆν ἐν θυΐᾳ τρίβοντα δοίδυκι λιθίνῳ . Δοίδυξ δὲ ἔστιν ὁ τριβεύς , ὃν Ἀριστοφάνης καλεῖ ἀλετρίβανον
: φθαρέντος γὰρ τοῦ λιμώττοντος καὶ ὁ λιμὸς ἀπόλλυται . Δοίδυξ αὔξει : ἐπὶ τῶν μὴ αὐξανομένων : ὁ γὰρ
4925104 φωνουντων
: ποιεῖ δὲ ἡ φωνὴ προσιοῦσα τοῖς ἀκούουσιν ἀπὸ τῶν φωνούντων . . τὸ δὲ κῶλον Ἀριστοτέλης οὕτως ὁρίζεται ”
. οἱ δ ' ἐν τοῖς ὑποχονδρίοις ἐντείνονται καὶ προσστέλλονται φωνούντων , οὐχ ἵνα συστέλλωσι τὸν θώρακα , ἀλλ '
4918536 μετορχιον
παρὰ τὸ ἔρχεσθαι . καὶ Ἀριστοφάνης τὸ μεταξὺ τῶν φυτῶν μετόρχιον ἐκάλεσεν ἐν τοῖς Γεωργοῖς , ὁ δὲ Ἡσίοδος ὄρχον
. Γ τινὲς μετόρχιον τὸ μεταξὺ τῶν φυτῶν . Γ μετόρχιον Γ : τὸ μεταξὺ τῶν χωρίων , ὅπερ λέγεται
4917551 εἰσεβαλεν
' εἴπηθ ' ὡς Ζεὺς ὑμᾶς εἰς ἀπρόοπτον πῆμ ' εἰσέβαλεν : μὴ δῆτ ' , αὐταὶ δ ' ὑμᾶς
ʃ τὸ παράδοξον . μετὰ τὴν πρώτην ἐσβολήν : ᾗ εἰσέβαλεν ὁ Ἀρχίδαμος εἰς τὴν Ἀττικήν , ἄρτι πρώτως κινηθέντος
4898829 πυραμιδων
ἀγοράν , ἔτι δὲ πύργων ἀξιολόγους κατασκευὰς καὶ κατὰ τάφους πυραμίδων πολλῶν καὶ μεγάλων διαφόρων ταῖς φιλοτεχνίαις . Ἐπ '
τῆς ΑΒΓΗ πυραμίδος ὕψος . τῶν ΑΒΓΗ , ΔΕΖΘ ἄρα πυραμίδων ἀντιπεπόνθασιν αἱ βάσεις τοῖς ὕψεσιν . Ἀλλὰ δὴ τῶν
4893112 ἀναρθρα
παρ ' αὐτὰς βυκανισμοὺς καὶ βηχίας , φθέγματα ἄσημα καὶ ἄναρθρα καὶ ἐκμελῆ , ἐπὶ δὲ τὸ ὀξὺ τούς τε
ὀστᾶ καὶ τὰ τῶν πήχεων , καὶ ὅσα ἄλλα ἡμῶν ἄναρθρα , ὅσα τε ἐντὸς ὀστᾶ δι ' ὀλιγότητα ψυχῆς
4890647 Ἀπεννινων
τὰς μὲν ἀρχὰς λαμβάνουσι τῆς ῥύσεως ἐκ τῆς ὑπωρείας τῶν Ἀπεννίνων ὀρῶν , ὑφ ' ὧν δίχα τέμνεται πᾶσα ἐπὶ
πᾶσαν , ὅση μεταξὺ κεῖται τοῦ Τυρρηνικοῦ πελάγους καὶ τῶν Ἀπεννίνων ὀρῶν τῶν κεκλιμένων πρὸς τὸν Ἀδρίαν μέχρι Σαυνιτῶν [
4890068 ἀπονιμμα
βόθυνον πρὸς ἑσπέραν βλέπε , ὕδωρ κατάχεε λέγων τάδε ὑμῖν ἀπόνιμμα οἷς χρὴ καὶ οἷς θέμις . ὅτι χειρόμακτρον καλεῖται
τρόπωι καὶ χειρόνιπτρον . ἰδίως δὲ καλεῖται παρ ' Ἀθηναίοις ἀπόνιμμα ἐπὶ τῶν εἰς τιμὴν τοῖς νεκροῖς γινομένων καὶ ἐπὶ
4886742 τραχειων
δὲ τοῦτο δι ' ἔμφραξιν τοῦ πνεύμονος καὶ μάλιστα τῶν τραχειῶν ἀρτηριῶν τῶν ἐν αὐτῷ . ὥς φησιν ὁ συγγραφεὺς
τοῦτο δὲ γίνεται ἐπὶ ἐμφράξει τοῦ πνεύμονος καὶ μάλιστα τῶν τραχειῶν ἀρτηριῶν τῶν ἐν αὐτῷ : δεῖ οὖν τοὺς τοιούτους
4882387 σχαζω
καλύπτου ] σκεπάζου . σχάσας ] παύσας , καταπαύσας . σχάζω τὸ ἀφίημι , ⌈ ὡς ἔχει καὶ τὸ “
σχασάμενος τὴν ἱππικήν ” : ⌈ κυρίως δὲ [ καὶ σχάζω ] τὸ τέμνω ⌈ τινὰ [ ⌈ τὴν ]
4878865 κοσσυφων
οἵ τε μάχιμοι καὶ οἱ κόσσυφοι καλούμενοι . τούτων τῶν κοσσύφων μέγεθος μὲν κατὰ τοὺς Λυδούς ἐστιν ὄρνιθας , χρόα
Ἀγρεὺς τὸ ὄνομα , τὴν φύσιν πτηνός , τὸ γένος κοσσύφων φράτωρ , μέλας τὴν χρόαν , μουσικὸς τὴν γλῶτταν
4875438 πεζως
οἰκίας αὐτοῦ . Ἑκαταῖος . . . πρῶτος δὲ ἱστορίαν πεζῶς ἐξήνεγκε , συγγραφὴν δὲ Φερεκύδης : τὰ γὰρ Ἀκουσιλάου
ἐτελεύτησεν ἐν Περπερήνηι τῆι καταντικρὺ Λέσβου . συνεγράψατο δὲ πλεῖστα πεζῶς τε καὶ ποιητικῶς . . . . : ἀρχαῖοι
4873294 ἀγρευειν
: διὰ τὴν ἀδηφαγίαν τὰ μείζω τῶν ζῴων αὐτὴν κελεύει ἀγρεύειν . [ ] πρόκας : νεβρούς . περὶ θῆρα
οἱ ἰχθύες ἐλλοπιεύειν ἐστὶ τὸ ἔλλοπας , ἤγουν ἰχθῦς , ἀγρεύειν : ἔλλοπες γὰρ οἱ ἰχθύες παρὰ τὸ ἐν λεπίσιν
4868868 σχασαμενος
σχάζω τὸ ἀφίημι , ⌈ ὡς ἔχει καὶ τὸ “ σχασάμενος τὴν ἱππικήν ” : ⌈ κυρίως δὲ [ καὶ
σχίζεται ἐρεσσούσῃ . καὶ Πίνδαρος κώπαν ἤδη μοι σχάσον . σχασάμενος : ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἐρεσσόντων . σχάσαι γὰρ δεῖ
4864987 καρυοφυλλον
καὶ ξηρόζεμα πίνειν : στάχος , πέπερι , κινάμωμον , καρυόφυλλον , στύρακα , καὶ μέλι τὸ ἀρκοῦν . Ἐκ
, καρυκευτά , στάχος , πέπερι , κινάμωμον , καὶ καρυόφυλλον , ταῦτα διὰ τῶν βρωμάτων ἐσθίειν καὶ πίνειν .
4859393 Σαυροματων
τὸ τεταμένως ῥεῖν , ὅστις δὴ συστρεφόμενος ἐπὶ τὴν τῶν Σαυροματῶν γῆν σύρεται καὶ ἐπὶ τὴν Σκυθίαν καὶ ἐπὶ τὴν
. Ἀλβανοῖς τε αὐτὸς ἔδωκε βασιλέα , Ἰβήρων τε καὶ Σαυροματῶν καὶ τῶν ἐν Βοςπόρῳ , ἔτι δὲ Ἀραβίων καὶ
4856459 βεβρωκεν
ἢ διὰ πλειόνων , οἷον Αἴας , τραχὺ δὲ οἷον βέβρωκεν : καὶ αὐτὸ δὲ τοῦτο τὸ τραχὺ ὄνομα κατὰ
τινων λεγόντων , ” Ποταπὸς δὲ οὗτος φίλος ὅστις οὔτε βέβρωκεν οὔτε πέπωκεν μεθ ' ἡμῶν , “ δῆλον ὅτι
4850231 Ἱππωνακτι
γάλα . Ὅμηρος : εὐγλαγέας κατὰ πέλλας . παρ ' Ἱππώνακτι δὲ πελλίς : ἐκ πελλίδος πίνοντες . οὐ γὰρ
Ἀλκμᾶνι Σάμβας καὶ Ἄδων καὶ Τῆλος , καὶ παρ ' Ἱππώνακτι Κίων , Κώδαλος καὶ Βάβυς , ἐφ ' ᾧ
4846368 μακτρα
φάρτρα γὰρ ὤφειλεν εἶναι ἰσοσυλλάβως τῷ ῥήματι , ὡς μάσσω μάκτρα , καλύψω καλύπτρα . οὕτω Φιλόξενος . . ,
Μεσσηνίᾳ , ἡγεῖται μὲν ὅλως ἐπικόπανόν τι . ἔτι δὲ μάκτρα , σκάφη , μαγίς , σκαφίς , κάρδοπος ,
4844950 δοιδυξ
δυξ , καὶ δι ' εὐφωνίαν προσῆλθε τὸ ι , δοίδυξ , ὁ ταρακτικὸς ὤν . Δύστηνος . παρὰ τὸ
. Ἔστωσαν δὲ ἐν τῇ τοιαύτῃ σφαιροποιΐᾳ ἐργαλεῖα τοιαῦτα : δοίδυξ ἀργυροῦς , λαβὶς ἀργυρᾶ , χειροδάκτυλοι ἀργυροῖ : καὶ
4844115 χηραμος
χηραμὸς γίνεται ἀπὸ τοῦ χῶ τὸ χωρῶ καὶ ἐξ αὐτοῦ χηραμὸς ὁ φωλεὸς καὶ ἡ κατάδυσις τῶν ὄφεων καὶ σφηκῶν
ἀπὸ τοῦ διϊστᾶν τοὺς δακτύλους , καὶ διέχειν . καὶ χηραμὸς , ἡ κεχηνυῖα . Χολάδες . ἀπὸ τῆς χύσεως
4838300 ἐξεχοντων
αὐτὸν καὶ δίχηλον πλάττοντες , τάχα δὲ τὸ διττὸν τῶν ἐξεχόντων ἐν αὐτῷ ὤτων αἰνιττόμενοι . Ἴσως δ ' ἂν
ἕτερον τῶν ὀπισθίων σκέλος οὐρεῖν καὶ ἀποπατεῖν πρός τι τῶν ἐξεχόντων τῆς γῆς . εὑρίσκεται δ ' ἐν ταῖς κόπροις
4835251 Τιτανιδα
ἐπακούοντες , ὡς Νίκανδρος ἐν αʹ Αἰτωλικῶν . , : Τιτανίδα παροικεῖς , ἐπὶ τῶν φιλοθέων . Οἱ μὲν τὴν
[ ? ? ἐν ! ] ˈ Ἠλιακῶν ? . Τιτανίδα γῆν : . . . Ἴστρος ἐν αʹ Ἀττικῶν
4834129 δυσπορα
λῃστὰς αἴρων ἔπραξεν ἢ ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἢ γεφυρῶν τὰ δύσπορα . περὶ δὲ Δημώνακτος ἤδη δίκαιον λέγειν ἀμφοῖν ἕνεκα
, ἀπείκασται δὲ τῇ κατὰ τὰ ἄγκη πορείᾳ , ὅτι δύσπορα καὶ τραχέα καὶ λάσια ὄντα ἴσχει τοῦ ἰέναι .
4830510 Δακιαν
. Ὁ ἔννατος πίναξ τῆς Εὐρώπης περιέχει Ἰάζυγας Μετανάστας καὶ Δακίαν , καὶ τὰς δύο Μυσίας , καὶ Θρᾴκην ,
. Ταυρικὴν Χερσόνησον . Ἰάζυγας Μετανάστας . Πίναξ θʹ . Δακίαν . Μυσίαν τὴν ἄνω . Μυσίαν τὴν κάτω .
4827569 πλευσει
αὐτὸ τῷ ὁμοίῳ τάχει τοῖς ἕλκουσιν , τάχιον τῶν ἄλλων πλεύσει : οὐδὲ γάρ , ἐὰν ἀφῶσι τὸ δέμα ,
ἀποτηλίστων ἄκρα Βεληδονίων . ἀμφοτέροις ἐπιβὰς Ἅρπυς ἐληΐσατο . Ἰβηρίτῃ πλεύσει ἐν αἰγιαλῷ . Κρανίδες . Λάμπεια . Γαλλήσιον .
4820388 ὁλμος
ὣς ἐπιπωλεῖται στίχας ἀνδρῶν , μωλυτὴς ἐπέων φίλος Ἄσσιος , ὅλμος ἄτολμος . καὶ σκωπτόμενος ὑπὸ τῶν συμμαθητῶν ἠνέσχετο καὶ
. εἶτα ἄροτρον , βωλοκόπος , σφῦρα , σκαλίς , ὅλμος , ὕπερον , κάρδοπος , ἡ καὶ θυΐα ,
4814482 Σαρματιαν
. . . . . π μζ Κατανέμονται δὲ τὴν Σαρματίαν ἐν μὲν τοῖς πρὸς τῇ ἀγνώστῳ γῇ κλίμασιν οἱ
ἔχοντα μὲν ἐν τῷ Καυκάσῳ τὰς πηγὰς , ἀρδεύοντα δὲ Σαρματίαν , εἰσβάλλοντα δ ' εἰς Μαιῶτιν λίμνην , οὕτως
4798736 γρυψ
βόας ἁμάξῃ συνδέουσι καὶ βάρος ἐπιβάλλουσιν αὐτῇ , ὁ δὲ γρὺψ καὶ βοῦν σθένων ἁρπάσαι τοὺς ὄνυχας περιελίσσει . οὓς
' αὐτὸς ἐπιπετόμενος ἀπέλαυον ἁπάντων ἐς κόρον . καὶ ἐπεὶ γρὺψ ὑπόπτερον θηρίον ἢ φοῖνιξ ὄρνεον ἐν Ἰνδοῖς ἀθέατον τοῖς
4790760 Ὑρκανιαν
τὴν λίμνην ἐκδιδόναι τὴν Μαιῶτιν , τοὺς δὲ ἐς τὴν Ὑρκανίαν καλουμένην θάλασσαν , καὶ ταύτην κόλπον οὖσαν τῆς μεγάλης
τὸν ἄνω τὸν Περσικὸν , οὐκ ἐρυθρὰν θάλατταν , οὐχ Ὑρκανίαν , οὐ πάντας συνήγαγεν ; οὐ διηρευνήσατο πάντας τῆς
4787380 παραφερομενων
βραδύτερον φέρεσθαι . Τοῦ ὄμματος μένοντος , τῶν δὲ ὄψεων παραφερομένων , τὰ πόρρω τῶν ὁρωμένων καταλείπεσθαι δόξει . ἔστω
βιάζεσθαι τὸν ἄνθρωπον , ἐπ ' ἄλλο δέ τι τῶν παραφερομένων τὰς χεῖρας ἐπιβάλλειν . καὶ ὁ Οὐλπιανὸς ἔφη :
4786253 αἰολειν
τοῦτο οὐκ ἔστι πλεονασμὸς ἀλλὰ ἀντίθεσις : παρὰ γὰρ τὸ αἰολεῖν τὴν οὐρὰν ἐτυμολογεῖται † αἴλουρος , . , .
τὰ γιγνόμενα ἐκ τῆς γῆς : τὸ δὲ ποικίλλειν καὶ αἰολεῖν ταὐτόν . Τί δὲ ἡ ” σελήνη “ ;
4785408 διεγειρω
τοῦτο ποιεῖν , ” ἐπὶ γὰρ τὰ συνήθη τῶν ἔργων διεγείρω ” , ἐκ δευτέρου ὁ αἴλουρος ἔλεγεν : „
λάμπω . Ἀλεείνω : ἐκκλίνω . φεύγω . Ὀρίνω : διεγείρω . Ὠδίνω : γεννῶ . Ἴκελος : ὅμοιος .
4783896 ἑβδομαδικων
. τί γὰρ δεῖ νῦν καὶ περὶ τῶν κλιμακτήρων λεπτολογεῖν ἑβδομαδικῶν μάλιστα παρὰ τοῖς ἀποτελεσματολόγοις δογματιζομένων ; ὅτι Ἀθηνᾶν καὶ
. τί γὰρ δεῖ νῦν καὶ περὶ τῶν κλιμακτήρων λεπτολογεῖν ἑβδομαδικῶν μάλιστα παρὰ τοῖς ἀποτελεσματολόγοις δογματιζομένων ; ὅτι Ἀθηνᾶν καὶ
4780805 παραπλεοντων
φήμης διαδοθείσης ὡς ἀπόλωλεν Ἡρακλῆς , τῶν Σινωπέων λεγόντων , παραπλεόντων τῶν Ἀργοναυτῶν παρεκάλεσαν ἀναλαβεῖν αὐτοὺς τῇ νηί . τινὲς
Στρογγύλην νῆσον , καὶ ἐν ταύτῃ κατοικοῦντα λῄζεσθαι πολλοὺς τῶν παραπλεόντων . σπανίζοντας δὲ γυναικῶν περιπλέοντας ἁρπάζειν ἀπὸ τῆς χώρας
4777086 ἐπιπλαϲματων
καὶ τοιϲίδε πυριῆν , βοείῃϲι κύϲτεϲι ἐγχέοντα ἔλαιον ἀνθεμίδοϲ . ἐπιπλαϲμάτων νῦν ὕλη ξὺν τοῖϲι ἀλήτοιϲι ἡ ωὐτή . ἔλυϲε
. χρὴ δὲ ἐνεργὸν ποιέεϲθαι ἐϲ πολλὸν τὴν θερμαϲίην τῶν ἐπιπλαϲμάτων διαρκέειν : κρέϲϲων γὰρ ἤδη καὶ ἡ θέρμη τῆϲ
4770347 περιχευας
κεκαλυμμένα : κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν ἅλις χέραδος περιχεύας μυρίον , οὐδέ οἱ ὀστέ ' ἐπιστήσονται Ἀχαιοὶ ἀλλέξαι
αὐτῶν , ὃ λέγει ὁ ποιητής : ” χρυσὸν κέρασιν περιχεύας . “ τὸ οὖν παρεπόμενον τοῖς μέλλουσι σφάττεσθαι ,
4769840 Ἀχαρνευσιν
, χηλοί , κιβωτοί κιβώτια , κίσται κιστίδες ὡς ἐν Ἀχαρνεῦσιν Ἀριστοφάνης , κοῖται κοιτίδες , καὶ φάσκωλοι ὡς ἐν
. τῇ αἰτιατικῇ ἐχρήσατο ἀντὶ εὐθείας , ὡς καὶ ἐν Ἀχαρνεῦσιν δεινόν γε τὸν κήρυκα τὸν παρὰ βροτοῖς οἰχόμενον ,
4768779 κεχυσθαι
, τουτέστι τὴν τροφὴν λαμβάνειν : ἢ ἀπὸ τοῦ αὐτὰ κεχύσθαι καὶ μαλακὰ . ἢ παρὰ τὸ ἕλκειν τὸ κεχυμένον
. Χαίτη . κυρίως ἡ ἐκτεταμένη θρίξ . παρὰ τὸ κεχύσθαι . Χάρμη . ἡ μάχη , κατ ' εὐφημισμόν
4767890 ποιωδων
, οὐθὲν ὅλως τῶν δένδρων οὐδὲ τῶν ὑλημάτων οὐδὲ τῶν ποιωδῶν ὅμοιόν ἐστι τοῖς ἐν τῇ Ἑλλάδι πλὴν ὀλίγων .
γὰρ γινομένης ἡ πέψις καλλίων . Τῶν δὲ λαχανωδῶν ἢ ποιωδῶν ὅσα κολουόμενα ἢ κειρόμενα βελτίω , καθάπερ τά τε
4767415 θηγω
λευκῇ μυθιάζομαι ῥήσει , καὶ τῶν ἰάμβων τοὺς ὀδόντας οὐ θήγω , ἀλλ ' εὖ πυρώσας , εὖ δὲ κέντρα
θήγω : τὸ ἀκονῶ . παρὰ τὸ θοῶ θοήγω καὶ θήγω , τουτέστι θοὸν καὶ ὀξὺ ποιῶ . Ὅμηρος :
4767188 ὀνομαστικως
δὲ ἀπὸ ταύτης τῆς παλαίστρας ἀπαγχέσθω . ὁ δὲ Μόλων ὀνομαστικῶς εἴρηται . τὴν δὲ προσκαρτέρησιν παλαίστραν εἶπεν . ἀλλ
: ἔχοι , δυνηθῇ , κατ ' ὄνομα εἴπῃ , ὀνομαστικῶς εἴποι , ὀνομάσῃ , εἴποι ἂν κατ ' ὄνομα
4766617 Ἀδουλι
οἱ δὲ Πανὸς νῆσον αὐτὴν καλοῦσιν . καὶ τἀμοῦ βιβλία Ἄδουλι δίχα τοῦ σ . σφάλμα δέ ἐστιν . Ἄδουλις
οἱ δὲ Πανὸς νῆσον αὐτὴν καλοῦσιν . καὶ τἀμοῦ βιβλία Ἄδουλι δίχα τοῦ σ . σφάλμα δέ ἐστιν . Ἄδουλις
4766549 φολιδα
ἧς κατεσκεύαστο κατὰ μὲν τὴν κορυφὴν καμάρα χρυσῆ , ἔχουσα φολίδα λιθοκόλλητον , ἧς ἦν τὸ μὲν πλάτος ὀκτὼ πηχῶν
οἱ ἀρχαῖοι τὸ διάφραγμα . φιλεῖ : εἴωθεν . | φολίδα χαλκοῦ : τὴν λεπίδα . φαλακροῖσι : περιφερέσι .
4765862 καρδοπος
τρύπημα , ὡς δοκεῖν εἶναι τηλία , σανὶς ἡ λεγομένη κάρδοπος : τηλία δὲ ἡ σηλία , ὥσπερ τὸ σήμερον
βωλοκόπος , σφῦρα , σκαλίς , ὅλμος , ὕπερον , κάρδοπος , ἡ καὶ θυΐα , δοῖδυξ ὁ καὶ ἀλετρίβανος
4765258 πετρωδη
αὐτὴν καὶ διὰ τὸ ἀποκόπτειν τὰς ἀγκύρας τραχὺν ὄντα καὶ πετρώδη τὸν βυθόν . Κἂν κατ ' αὐτὸν δέ τις
τὰ τείχη σαλεῦσαι . τῶν δὲ Καρχηδονίων ἀντιμαχομένων διὰ τὸ πετρώδη εἶναι τὸν τόπον , δύο μῆνας πολιορκήσας καὶ ἀπογνοὺς
4760914 κεραστων
οὖν καθεῖναι καὶ μάλα ἐλεγκτικήν φασιν αὐτόν . λάρνακα πληρώσας κεραστῶν ἐμβάλλει τὸ βρέφος , οἱονεὶ πυρὶ τὸν χρυσὸν τεχνίτης
Δείπνῳ φησίν πίνετο νεκτάρεον πῶμ ' ἐν χρυσέαις προτομαῖς ταύρων κεραστῶν , ἔβρεχον δὲ κατὰ μικρόν . Ἀθηναῖοι δὲ καὶ
4760764 μιγνυντων
ὕδωρ λαμπρὸν οὔποθ ' εὑρήσεις : ἐπὶ τῶν τὰ κάλλιστα μιγνύντων τοῖς αἰσχίστοις . Βὴξ ἀντὶ πορδῆς : ἐπὶ περδόντων
, ἀμβλυνομένης ὑπ ' αὐτοῦ τῆς δριμύτητος , καὶ μάλιστα μιγνύντων ἡμῶν τῶν τὰς δήξεις ἀμβλυνόντων . ἐν δὲ τῷ
4760425 τροφιμε
δή , φασίν , εὔχθω : δ [ οἰκίαν ἄνοιγε τρόφιμε . δεῖ μ ? [ ἐμὲ [ δὲ ]
τεμε πάντα . τα ! [ ] αϲ , ὦ τρόφιμε , τοιουτο ! ! [ ] ϲαϲ ϲαυτὸν ἕνεκ
4756149 προσοψηματων
διαφέρειν . σὺν τοῖσδε . . τῶν ματτομένων : Τῶν προσοψημάτων . μινυρομένη : Ἀντὶ τοῦ ἠρέμα ᾄδουσα . τῶν
' ὅτε χερσαίων , ἐνίοτε δὲ ἐλαιῶν καὶ τῶν λιτοτάτων προσοψημάτων . ἐναλλὰξ δὲ αὐτοὺς τοὺς μὲν ἀλλήλοις διακονεῖν ,
4752925 λεπτυνον
τὴν ἀρτηρίαν λεαίνει καὶ τῇ γλισχρότητι τὸ προσηνὲς καὶ μετρίως λεπτύνον εὐανάγωγον ἐργάζεται τὸ ἀναπτυόμενον μετὰ τοῦ καὶ εὐκρασίαν παρέχειν
καλουμένων , ὧν ἡ ὕλη μᾶλλον τὸ κατάγλισχρον κέκτηται μὴ λεπτύνον . εἰσὶ δὲ διάφορα τὰ τοιαῦτα , ᾗ τὰ
4745327 στρατευομενων
Μακεδόνων διὰ τὸ τοὺς πλείστους τῶν Μακεδόνων ἐνταῦθα οἰκῆσαι τῶν στρατευομένων , τὴν δὲ Πέλλαν ὥσπερ μητρόπολιν γεγονέναι τῶν Μακεδόνων
μὴ κρίνοντος , ὥςπερ ἐν χρυσῷ τινα βάσανον κατὰ τῶν στρατευομένων ἐπιζητεῖς , καὶ γίγνῃ τοῦ δήμου τῷ πένητι μετὰ
4743310 μαγις
ὀξύνεται , εἰ μὴ ἄρχοιντο ἀπὸ τοῦ Γ : αἰγίς μαγίς σφαγίς . τὸ μέντοι Γέργις βαρύνεται : ἀπὸ τοῦ
ὅλως ἐπικόπανόν τι . ἔτι δὲ μάκτρα , σκάφη , μαγίς , σκαφίς , κάρδοπος , κάνεον . καὶ νεόκοπον
4742066 Θυνων
Θρᾴκῃ λέγεσθαί τι - νας Βιθυνούς , τοῦ δὲ τῶν Θυνῶν τὴν Θυνιάδα ἀκτὴν τὴν πρὸς Ἀπολλωνίᾳ καὶ Σαλμυδησσῷ .
, μίλια κδʹ . Οὗτος ὁ ποταμὸς ἐκ τῆς ὑπὲρ Θυνῶν τε καὶ Φρυγίας φερόμενος ἐξίησι διὰ τῆς Θυνιάδος .
4739804 αἰρω
κινῶ πολυπενθῆ δηλονότι γόον . λείπει δὲ τοῦτο . . αἴρω ] φέρω . . δοκίμως ] ὀξέως καὶ μεγάλως
καὶ ἀκαταπαύστοις . κἀγὼ δὲ διὰ τὸν μόρον τῶν οἰχομένων αἴρω καὶ κινῶ πολυπενθῆ δηλονότι γόον . λείπει δὲ τοῦτο
4736473 Λυκαονων
Λευκοσύρων δ ' οὔ , οὐδὲ Σύρων οὐδὲ Καππαδόκων οὐδὲ Λυκαόνων , Φοίνικας καὶ Αἰγυπτίους καὶ Αἰθίοπας θρυλῶν : καὶ
φησί . Τινὲς δὲ Δέλβειαν , ὅ ἐστι τῇ τῶν Λυκαόνων φωνῇ ἄρκευθος : καὶ Ἀρκεύθη ἡ πόλις . Πιτύη
4734372 Ἀλκμανι
ὡς Ἀλ . Κορνήλιος ἐν τῷ Περὶ τῶν παρ ' Ἀλκμᾶνι ποτικῶς εἰρημένων . Ἄσσος . . . Ἀλέξανδρος δ
παρ ' Ἀπολλοφάνει ἐν Δαλίδι . αἱ δὲ παρ ' Ἀλκμᾶνι θριδακίσκαι λεγόμεναι αἱ αὐταί εἰσι ταῖς Ἀττικαῖς θριδακίναις .
4732104 βοτρυϊτις
, ἀρσενικὸν καυθέν , γύψος καυθεῖσα , θεῖον , καδμεία βοτρυῗτις μᾶλλον , κίσηρις κεκαυμένη , κονία , ἡ τοῦ
διαφορᾷ σύμμετρός πώς ἐστιν . καὶ λεπτομερεστέρα δ ' ἡ βοτρυῗτις , παχυμερεστέρα δ ' ἡ πλακῖτις . Κιννάβαρι δριμείας
4722716 αἰραων
, . Αἶρα : ἡ † σφαῖρα : Καλλίμαχος : αἰράων ἔργα διδασκόμενοι . παρὰ τὸ ῥαίω , τὸ σημαῖνον
” αἰράων ἔργα διδασκόμενοι ” . [ ἔργον δὲ πάντως αἰράων τὸ σφυροκοπεῖν ] . εἰκὸς δὲ καὶ τὸ σπέρμα
4722421 Λωτοφαγων
σαυτοῦ κύνα . πλὴν τό γε παράδειγμα , τὴν τῶν Λωτοφάγων καὶ Σειρήνων εἰκόνα , πάνυ ἀνομοιοτάτην μοι δοκεῖς εἰρηκέναι
τοῖς μεγέθεσι . τὴν δὲ Μήνιγγα νομίζουσιν εἶναι τὴν τῶν Λωτοφάγων γῆν τὴν ὑφ ' Ὁμήρου λεγομένην , καὶ δείκνυταί
4716778 ἀφιδρυματων
τε θεῶν πρῶτοι κατασκευάσαι λέγονται , καί τινα τῶν ἀρχαίων ἀφιδρυμάτων ἀπ ' ἐκείνων ἐπωνομάσθαι : παρὰ μὲν γὰρ Λινδίοις
θύσωσιν , ἀναλογιζόμενοι τὸν χρησμὸν ἀντέλεγον τοῖς Ἴωσι περὶ τῶν ἀφιδρυμάτων , λέγοντες μὴ κοινὸν τῶν Ἀχαιῶν , ἀλλ '
4716670 ἀζωστους
ὅς ῥα Χίμαιραν θρέψεν . * . . Ἀμιτροχίτωνας : ἀζώστους . ἢ μίτρᾳ καὶ θώρακι μὴ χρωμένους , .
Ὅμηρος θυσάνους καλεῖ : τῆς ἑκατὸν θύσανοι . ἀμίτρους : ἀζώστους , μὴ διαπεπαρθενευμένας . μίτρας γὰρ ἐζώννυντο , ἃς
4715901 ἐκδιδωσι
κατὰ τὸ Ἕλος , οὗ μέμνηται καὶ ὁ ποιητής , ἐκδίδωσι μεταξὺ Γυθείου τοῦ τῆς Σπάρτης ἐπινείου καὶ Ἀκραίων .
παρ ' ὧν τέ τις ἄγεται καὶ ἃ καὶ οἷς ἐκδίδωσι , περὶ παντὸς ποιούμενον ὅτι μάλιστα τὸ μὴ σφάλλεσθαι
4711986 πλεοναχως
Καὶ ἔτι τοσαχῶς , τοσαυταχῶς , ὀλιγαχῶς , πολλαχῶς , πλεοναχῶς , πλεισταχῶς , ἀπειραχῶς καὶ τὰ τοιαῦτα . Εἰ
ἐπεὶ οὖν ὁ ὁρισμὸς λέγεται λόγος τοῦ τί ἐστι , πλεοναχῶς ἀκούσεται : τὸ γὰρ τί ἐστι καὶ τὸ τί

Back