' εἴπηθ ' ὡς Ζεὺς ὑμᾶς εἰς ἀπρόοπτον πῆμ ' εἰσέβαλεν : μὴ δῆτ ' , αὐταὶ δ ' ὑμᾶς
ʃ τὸ παράδοξον . μετὰ τὴν πρώτην ἐσβολήν : ᾗ εἰσέβαλεν ὁ Ἀρχίδαμος εἰς τὴν Ἀττικήν , ἄρτι πρώτως κινηθέντος
7575225 μετελευσομαι
τοῦ εἰς . . . πορεύσομαι , μεταχειρίζομαι . , μετελεύσομαι ἐν μεταχειρίσει , ἀποπορεύσομαι , εἶμι δὲ πρὸς αὐτὸν
ὑπόκειται συνέταξα τὸ βιβλίον μηδενὸς καταφρονήσας λόγου . νῦν δὲ μετελεύσομαι ἐπὶ τὰς τοῦ Κυρανοῦ ἑτέρας βίβλους , ὅπως καὶ
7326919 Ἐπανειμι
σταδίους ρκʹ . Ἐκ Καρύστου εἰς Πεταλίας σταδίους ρʹ . Ἐπάνειμι πάλιν ἐπὶ τὰ ἐκ Δήλου διαστήματα πρὸς νήσους τάσδε
στάδιοι ωʹ . Ἐκ Δήλου εἰς Πάρον στάδιοι υʹ . Ἐπάνειμι πάλιν εἰς Μύνδον , ἀφ ' ἧς κατέλιπον .
7297728 ἐληλυθα
τι , πρᾶγμά [ ] τι τοιοῦτον ἀγγελῶν [ ] ἐλήλυθα , κατὰ τὴν [ ] Ἰωνίαν πάλαι γεγενημένον [
. Ἐπὶ πείρᾳ δοὺς τριάκονθ ' ἡμέρας . Ὄρνεις φέρων ἐλήλυθα . Ὄρνιθας ἀποστέλλει . Βουληφόρως τὴν ἡμετέραν , ὦ
7280776 σαγην
οἶμαι ἀντὶ τοῦ ἐοικώς . παντελῆ ] τελείαν . παντελῆ σαγὴν ] πανοπλίαν ἢ τελείαν περιβολὴν ἔχων ξένου . φωνὴν
μάντις ἀψευδὴς τὸ πρίν . ξένῳ γὰρ εἰκώς , παντελῆ σαγὴν ἔχων , ἥξω σὺν ἀνδρὶ τῷδ ' ἐφ '
7237126 ἐξετραπομην
δύο . Ἐπάνειμι δὲ πάλιν ἐπὶ τὴν ἤπειρον , ὅθεν ἐξετραπόμην . ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ . Μετὰ δὲ Τροιζηνίαν πόλις Ἐπίδαυρος καὶ
ἐτράπη “ μετὰ τοῦ ἵνα : ὡσαύτως καὶ τὸ ” ἐξετραπόμην “ μετὰ τῆς ἐξ προθέσεως . τρέψεται : οὕτως
7218333 Συναπτε
ταύτης ἐξελεῖν τὸν Πελίαν καὶ παραδοῦναι τῷ ἐμῷ πατρί . Σύναπτε δὲ τὸ κομίζων πρὸς τὸ τιμάν : τὸ δὲ
σύνταξις Ἀττική . . φαίνεσθον : Δοκεῖτε . πάνυ : Σύναπτε τοῦτο πρὸς τὸ εὖ . . 〚 πλὴν ἓν
7196233 καμπτω
Ῥωμαίων διαλέκτου . λέγει δὲ ὅτι δύναται καὶ παρὰ τὸ κάμπτω κάμψω κάμψα εἶναι : ἐπειδὴ ἐκ κεκαμμένων ξύλων αὐτὴν
τοῦ Ἀντιγόνου φρονῶ . Ἀνύω : πράττω . Νύσσω : κάμπτω : ἐξ οὗ καὶ Νύσσα , ὁ καμπτήρ .
7178633 Τεθνηκεν
ζημίας μεγάλας φέρει . Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν . Τέθνηκεν ἀνθρώποισιν ἅπασα χάρις . Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν
τόδ ' : ἦ τέθνηχ ' ὁ Πηλέως γόνος ; Τέθνηκεν , ἀνδρὸς οὐδενός , θεοῦ δ ' ὕπο ,
7168764 Γυναι
Κῶ εἶχε ὁ Πέρσης . Ὁ δὲ ἀμείβεται τοῖσδε : Γύναι , θάρσεε : καὶ ὡς ἱκέτις καὶ εἰ δὴ
πρός με βαί ' , ἀεὶ δ ' ὑμνούμενα : Γύναι , γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει . Κἀγὼ μαθοῦς
7157882 σπευδετε
ἐνθάδε καλὸν ἀποθανεῖν : ὑμεῖς δὲ πρὶν συμμεῖξαι τοῖς πολεμίοις σπεύδετε εἰς τὴν σωτηρίαν . καὶ ταῦτ ' ἔλεγε καὶ
τοῦτον ἀνάρσιον ἵππον ἄγοντες δαιμόνιοι μαίνεσθε καὶ ὑστατίην ἐπὶ νύκτα σπεύδετε καὶ πολέμοιο πέρας καὶ νήγρετον ὕπνον ; δυσμενέων ὅδε
7138677 νυχιαν
οἰόμενοι τοὺς φεύγοντας τῶν Ἀθηναίων ἐντεῦθεν χειροῦσθαι . λέγει οὖν νυχίαν πλάκα τὴν νῆσον τὴν Ψυταλίαν καὶ δυσδαίμονα ἀκτὴν τὴν
] τῶν Ἀθηναίων . ἑτεραλκὴς ] ἐπίθετον Ἄρεος . . νυχίαν πλάκα ] τὴν Ψυττάλειαν . κερσάμενος ] ἤτοι τεμὼν
7120256 καρδοπην
λέγει ὁ Στρεψιάδης πρὸς τὸν δανειστήν . εἶτα ἀπέρχεται λαβεῖν καρδόπην δεῖξαι τῷ δανειστῇ καὶ ἐρωτῆσαι αὐτόν , πῶς ταύτην
μωρῶς λίαν , ἰδιωτικῶς . τὴν κάρδοπον ] ἤγουν τὴν καρδόπην κάρδοπον . ἔα ] φεῦ , θαυμαστικόν . ἦ
7119931 Καππαδοκικου
τε καλούμενα Μοσχικὰ , διατείνοντα παρὰ τὸ ὑπερκείμενον μέρος τοῦ Καππαδοκικοῦ Πόντου , καὶ ὁ Παρυάρδης , οὗ τὰ πέρατα
ἁλμυρὸν ὕδωρ πρὸς ἀντιπάθειαν αὐτῆς . ἅλμην δὲ κελεύει πιεῖν Καππαδοκικοῦ ἁλός ναιομένην δέ , ἤτοι πατουμένην , ὁδευομένην ἢ
7108676 ἐξεκυλισας
κοιλᾶναι . ἀεῖραι : παρατρέψαι . Μαινομένην : ἐρῶσαν . ἐξεκύλισας : ἐξέφυγες . Ἀντεβόλησας : ἐξ ἐναντίας ἦλθες ,
ἐλέους τυχεῖν ἄξιε , σὺ μὲν ἐμὲ ἐξήλικας , καὶ ἐξεκύλισας ἐκ τῶν ἐμῶν ἤτοι τῆς περιουσίας με ἀπεστέρησας .
7104401 ἐσχηκας
] . ὄσην δὲ καὶ τὴν γλάσσαν , οὖτος , ἔσχηκας . Κύδιλλα , κοῦ ' στι Πυρρίης , κάλει
. ἐμοὶ μὲν οὐδεὶς δοκεῖ κρείσσονα ἐσχηκέναι περίστασιν ἧς σὺ ἔσχηκας , ἂν θέλῃς ὡς ἀθλητὴς νεανίσκῳ χρῆσθαι . καὶ
7102949 ὀξεην
σώματος ἀπ ' αὐτῆς ὁρμήσῃ καὶ καταστηρίξῃ , ὀδύνην παρέχει ὀξέην , καὶ δοκέουσιν ἔνιοι αὐτοῖσι τὸ ῥῆγμα μεθεστάναι :
κατὰ τοὺς δύο ἐβέβρωτο . Ῥίζαν μίην , παχέην , ὀξέην , εἶχεν ὁ ἕβδομος . Τῷ Ἀθηνάδεω παιδίῳ ἄρσενι
7080278 ἐπιπειθονται
ὅσοι θεοί εἰς ' ἐν Ὀλύμπῳ , σοί τ ' ἐπιπείθονται καὶ δεδμήμεσθα ἕκαστος : πολλῶν γὰρ ὄντων τῶν θεῶν
λέγον πρόσωπον , ἑκάτερον καλῶς ἐξενήνοχε , τό τε . ἐπιπείθονται καὶ τὸ δεδμήμεσθα . καθ ' ἕτερον δὲ τρόπον
7076505 Βαδιζε
ὅπως τῷ φθέγματι γυναικιεῖς εὖ καὶ πιθανῶς . Πειράσομαι . Βάδιζε τοίνυν . Μὰ τὸν Ἀπόλλω οὔκ , ἤν γε
. Ποῦ Ξανθίας ; Ἤ , Ξανθία . Ἰαῦ . Βάδιζε δεῦρο . Χαῖρ ' , ὦ δέσποτα . Τί
7074349 ἀναστρεφομαι
προσλαλῶ , ἀμφιβάλλω , ἀμοι - βαδίζω , βακχεύω , ἀναστρέφομαι , ἐπηρεάζω , εἰρωνεύομαι , δικολογῶ , προφασίζομαι ,
τῇ χύτρᾳ . ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ τοῦ πέλω : τὸ ἀναστρέφομαι . ἐνταῦθα δὲ πέλανον τὴν θυσίαν φησί . .
7073154 ϲειομενουϲ
τοῦ φλοιοῦ τῆϲ ῥίζηϲ πινόμενον ϲπλῆναϲ τήκει . καὶ ὀδόνταϲ ϲειομένουϲ κρατύνει μετ ' οἴνου ἑψόμενον καὶ πινόμενον . Ξιφίου
κέραϲ μετ ' οἴνου λειούμενον , εἶτα περιπλαϲϲόμενον , ὀδόνταϲ ϲειομένουϲ ἵϲτηϲι , μετὰ τὸ καυθῆναι δὲ πλυθὲν δυϲεντερίαϲ τε
7071352 Ἀγγελος
αὐτὸ διὰ τοῦ ε ψιλοῦ : ἀνέφελος : πολυνέφελος . Ἄγγελος τὸ γε ψιλόν : ὡς γὰρ παρὰ τὸ εἴκω
βιάζεο : τῶι δὲ δικαίωι τῆς εὐεργεσίης οὐδὲν ἀρειότερον . Ἄγγελος ἄφθογγος πόλεμον πολύδακρυν ἐγείρει , Κύρν ' , ἀπὸ
7051936 φερηι
θεῶν , Ὁσία δ ' ἃ κατὰ γᾶν χρυσέαι πτέρυγι φέρηι , τάδε Πενθέως ἀίεις ; ἀίεις οὐχ ὁσίαν ὕβριν
γενναίοισι δούλοις εὐκλεέστατον θανεῖν . ἐπίσχες ὀργὰς αἷσιν οὐκ ὀρθῶς φέρηι , Θεοκλύμενε , γαίας τῆσδ ' ἄναξ : δισσοὶ
7048501 Θρηικην
τὴν πόλιν εἶχον . Οἰόβαζον μέν νυν ἐκφεύγοντα ἐς τὴν Θρηίκην Θρήικες Ἀψίνθιοι λαβόντες ἔθυσαν Πλειστώρῳ ἐπιχωρίῳ θεῷ τρόπῳ τῷ
Θεσσαλοί , ὡς ὁρᾶτε , ἐπείγομαι κατὰ τάχος ἐλῶν ἐς Θρηίκην καὶ σπουδὴν ἔχω , πεμφθεὶς κατά τι πρῆγμα ἐκ
7047309 παραμυθουμαι
ἐγὼ δ ' ] λείπει οὐκ ἔχω . σαίνομαι ] παραμυθοῦμαι . εἶχε φωνὴν ] ὁ πλόκαμος δηλονότι . δίφροντις
χρήσωνται , ἀλλ ' ὅπως ὑμεῖς θαυμάζοιτε . Ταῦτα ὑμᾶς παραμυθοῦμαι εἰδὼς τὸν βίον ἑκάτερον , καὶ ἄξιον ἑορτάζειν ἐνθυμουμένους
7039785 προσφθογγον
] θρηνητὸς τῇ γέννῃ . ἀντὶ τοῦ δυστυχῶς γεννηθείς . πρόσφθογγον ] προσφώνησίν σοι τοῦ νόστου πέμψω , τὴν κακοφάτιδα
βʹ ἑφθημιμερῆ , τὸ δὲ γʹ δίμετρον ἐκ προκελευσματικοῦ . πρόσφθογγον ] τὸ αʹ ἑφθημιμερὲς , τὰ Ϛʹ δὲ μονόμετρα
7038830 Ἀνυω
Ἐνυώ ἐπίθετον Ἥρας παρὰ τὸ ἀνύειν καὶ φονεύειν ὡς πολεμικὴ Ἀνυώ καὶ Ἐνυώ . καὶ μυθικῶς μὲν οὕτως , ἀλληγορικῶς
Ἐνυώ ἐπίθετον Ἥρας παρὰ τὸ ἀνύειν καὶ φονεύειν ὡς πολεμικὴ Ἀνυώ καὶ Ἐνυώ . καὶ μυθικῶς μὲν οὕτως , ἀλληγορικῶς
7038675 τρω
τοῦ φ καὶ ι φοιτῶ . τρώξιμον : παρὰ τὸ τρῶ τὸ σημαῖνον τὸ βλάπτω παραγωγὸν τρώγω . σημαίνει δὲ
Ὅμηρος : οἶνός σε τρώει μελιηδής . παρὰ δὲ τὸ τρῶ παράγωγον τρῶμι , καὶ παρῳχημένος ἔτρων ἔτρως ἔτρω ,
7035991 τυχἀγαθῃ
ἔγχεον . λαβὲ τῆς Ὑγιείας δὴ σύ . φέρε , τύχἀγαθῇ . τύχη τὰ θνητῶν πράγμαθ ' , ἡ πρόνοια
ἔγχεον . λαβὲ τῆς ὑγιείας δὴ σύ . φέρε , τύχἀγαθῇ . τύχη τὰ θνητῶν πράγμαθ ' , ἡ πρόνοια
7034196 σισυραν
: ἱματίῳ δὲ χρῆσθαι σισύρᾳ Γαλατικῇ . καὶ πρῶτος ἐνεπορπήσατο σισύραν μέλαιναν , τοῖς δὲ στρατηγοῖς ἐπὶ στιβάδος ἀνακείμενος ἑωρᾶτο
ἐκ τῶν κωδίων , τὸ ἀμπεχόνιον καλούμενον . καὶ τὴν σισύραν βαίτην ὑπέλαβον εἶναι τινές . τὸ δὲ οὐκ ἔστιν
7023006 Ἡκει
ἀνεχόμενος οὔτε γεραιὸν προσειπεῖν καρτερῶν ὅνπερ εὐχόμην νέον ἰδεῖν . Ἥκει δὴ πάλιν ὁ Περικλῆς ἑτέραν ἡμῖν παράθεσιν προξενῶν .
ἐν τῇ γενέσει καὶ φύσει κατὰ τὴν οἰκείαν βούλησιν . Ἥκει δὴ οὖν εἰς ταὐτὸ τῷ τῆς δημιουργίας καὶ προνοίας
7022306 Δευρο
; Τὴν ἄκανθαν ἔξελε . Τί τὸ πρᾶγμα τουτί ; Δεῦρο πάλιν βαδιστέον . Ἄπολλον , ὅς που Δῆλον ἢ
οἵτινες οἶνον μὴ πίνους ' ἄστρου καὶ κυνὸς ἀρχομένου . Δεῦρο σὺν αὐλητῆρι : παρὰ κλαίοντι γελῶντες πίνωμεν , κείνου
7019727 αὐλητικῃ
: κρουπεζοφόρους δ ' τοὺς Βοιωτοὺς Κρατῖνος διὰ τὰ ἐν αὐλητικῇ κρούματα . ἀπὸ δὲ ἐθνῶν ἢ πόλεων λέγονται καὶ
μίδαν , νικήσαντα ἐν τῇ τέχνῃ αὐτοῦ , ἤτοι τῇ αὐλητικῇ , νὶν καὶ αὐτὴν τὴν ἑλλάδα : ἥντινα τέχνην
7017772 Χαλκιοικον
τε ἐφ ' οἷς ἐβουλεύετο καὶ μόνον τῶν ἱκετευσάντων τὴν Χαλκίοικον ἁμαρτεῖν ἀδείας κατ ' ἄλλο μὲν οὐδέν , φόνου
ἁμᾶ ποίη χορωφελήταν , καὶ τὰν κρατίσταν παμμάχον , τὰν Χαλκίοικον ὕμνη . Ὦ Ζεῦ , χελιδὼν ἆρά ποτε φανήσεται
7011157 ἀποτευγμα
, ὃ οὐκ ἔστιν ἀπότευγμα τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου ; ἀπότευγμα δὲ τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δοκεῖ σοι ,
μ εἰς β ἤμβλωκα . ἔκτρωμα , ἄμβλωσις καὶ ἠλιτόμηνον ἀπότευγμα . ἐξευρημένην ] ἀποδεδειγμένην , ἐπινοηθεῖσαν , τὸ ἐπινοηθέν
7007882 Κορωνη
, ἡ αἲξ τοῖς ποσὶ σκαλεύουσα ἀνέφηνεν . Ὅμοιον , Κορώνη τὸν σκορπίον , Κόνιν φυ - σᾷς , Εὖ
Βοὺς τὴν προσθίαν ὁπλὴν λείξας χειμῶνα ἢ ὕδωρ σημαίνει . Κορώνη ἐπὶ πέτρας κορυσσομένη ἣν κῦμα κατακλύζει ὕδωρ σημαίνει :
7002966 σευω
ἀμεύω : τὸ πορεύομαι : παρὰ τὸ ἅμα καὶ τὸ σεύω , τὸ ὁρμῶ . ἢ παρὰ τὸ νεύω καὶ
ὁ δύσσοος : ὁ δυσκίνητος ἀπὸ τοῦ δυς καὶ τοῦ σεύω τὸ ὁρμῶ . Ὄλπις : ἤτοι ἐκεῖθεν ἁλοῦμαι ,
7002367 δεικω
. . ἀριδείκετος : ὁ ἄγαν ἐμφανής : παρὰ τὸ δείκω , τὸ σημαῖνον τὸ δηλῶ , δείκετος καὶ ἀριδείκετος
οὖν ἀπὸ τοῦ ἔχω ἔχετος , ἐμῶ ἔμετος , οὕτως δείκω δείκετος , καὶ ἐν συνθέσει ἀριδείκετος , ὁ πάνυ
7002261 ἐδη
παρὰ τὸ ἀργὸς ἀργής : ἀργῆτι κεραυνῷ . Ἐδωδή . ἔδη , διπλασιασμῷ ἐδηδὴ , καὶ ἐδωδὴ κατὰ τροπὴν τοῦ
ἀκίνητα κινεῖν παροιμία καθ ' ὑπερβολήν , ὅτι μὴ δεῖ ἔδη μηδὲ βωμοὺς κινεῖν ἢ τάφους ἢ ὅρους . ἐμνήσθη
7000564 ὀλολυγην
ὁ Ἀπόλλων . ποταμοῦ γένος ἀρχαίοιο : τοῦ Ἰνωποῦ . ὀλολυγήν : τὴν μετὰ εὐφημίας λέγει εὐχήν . τροχόεσσα .
ὁ Ἀπόλλων . ποταμοῦ γένος ἀρχαίοιο : τοῦ Ἰνωποῦ . ὀλολυγήν : τὴν μετὰ εὐφημίας λέγει εὐχήν . τροχόεσσα .
6996905 Μεταληψις
κράτος κάρτος . καλεῖται δὲ καὶ ἐναλλαγὴ καὶ ὑπέρθεσις . Μετάληψις δέ ἐστι στοιχείων μετακίνησις ἐπ ' ἀντίστοιχον ἄλλο ,
ἁπλουστέρας τε καὶ ταῖς λογικαῖς ἃς ἔτι μελετῶμεν ᾠκειωμένης . Μετάληψις τοίνυν ἐστὶ στάσις πολιτικοῦ πράγματος τῶν ἐπὶ μέρους ,
6996677 ἀλιζω
. τὸν Αἰσχύλον . . ἀλινδήθρας : ἀλινδῆθραι ἀπὸ τοῦ ἀλίζω , τὸ συναθροίζω . . κυλίστρας . . 〚
ἀφ ' οὗ τὸ † ἀλεύατο νίφα πολλήν , γίνεται ἀλίζω , ὡς φοιτῶ φοιτίζω : Καλλίμαχος : φοιτίζων ἀγαθοὶ
6993862 πλαζω
, τουτέστιν ἐξήνεγκαν τοῦ ὀρθοῦ καὶ φρόνιμον . ἀπὸ τοῦ πλάζω τοῦ πλανῶ τὸ παρέπλαξαν . περὶ τῆς τοῦ φόνου
τὸ πληροῦσθαι ὑπὸ τοῦ ἄξονος . Πλαγγών . παρὰ τὸ πλάζω . πλαγὼν , καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ , πλαγγών
6992799 δωρουμαι
Ἑλένη ς ' ἀδελφὴ ταῖσδε δωρεῖται χοαῖς “ . τὸ δωροῦμαι δὲ τὸ ἀποχαρίζομαι , ἀπὸ δοτικῆς εἰς αἰτιατικήν .
Προπίνω σοι , ὦ Σεύθη , καὶ τὸν ἵππον τοῦτον δωροῦμαι , ἐφ ' οὗ καὶ διώκων ὃν ἂν θέλῃς
6992649 προσελθετω
ὑποδήματα . Θ . . τὰ ὑποδήματα ἄφελε . . προσελθέτω : Ἔμπροσθεν . . Οὐκοῦν ἐκεῖνός εἰμ ' ἐγὼ
' ὑπόλυσαι . Πάντα ταῦτα σοὶ λέγει . Καὶ μὴν προσελθέτω πρὸς ἔμ ' ὑμῶν ἐνθαδὶ ὁ βουλόμενος . Οὐκοῦν
6992078 Ἱππουρις
[ νῆσος ἰδεῖν ] Ἱππουρίδος ἀντία νήσου : νῆσος ἡ Ἱππουρὶς πλησίον Θήρας . μνημονεύει δὲ αὐτῆς καὶ Τιμοσθένης καὶ
ἑαυτοῦ θυγατέρα . . . . , : Νῆσος ἡ Ἱππουρὶς πλησίον Θήρας . Μνημονεύει δὲ αὐτῆς καὶ Τιμοσθένης ,
6985644 μεταμορφουμενην
ἔπη τὴν Νέμεσιν ποιεῖ διωκομένην ὑπὸ Διὸς καὶ εἰς ἰχθὺν μεταμορφουμένην , ἣ Διοσκούρους καὶ Ἑλένην ἔτεκε . φησί που
πρὸς αὐτήν , Ὦ φιλτάτη , δεῖξόν μοι μαγγανεύουσαν ἢ μεταμορφουμένην τὴν δέσποιναν : πάλαι γὰρ τῆς παραδόξου ταύτης θέας
6984563 Διηκει
κατοικημένων καταλέξαι , τὸ δ ' ἀπὸ τούτων οὐκέτι . Διήκει δ ' ὦν ἡ ὀφρύη μέχρι Ἡρακλέων στηλέων καὶ
καὶ βούλει φασὶ τὰ δεύτερα τοῦ λέγομαι καὶ βούλομαι . Διήκει δέ , φησί , καὶ ἐπὶ τῶν εἰς μι
6984557 κοινολεκτρον
] ἤγουν προιξίν . ἐν ἄγαγες ] ἤγουν ἠγάγου δάμαρτα κοινόλεκτρον Ἡσιόναν ] τὴν πιθὼν ] καταπείσας δάμαρτα ] γυναῖκα
κοινόλεκτρον Ἡσιόναν ] τὴν πιθὼν ] καταπείσας δάμαρτα ] γυναῖκα κοινόλεκτρον ] ποταπήν ; ὁμόκοιτον . στροφὴ κώλων λβʹ ἡμέτερον
6981564 συγγον
ὑπὸ ζυγοῦ ? [ ] ! ουμεν ? ἀρτίως καὶ συγγον [ [ ] ! [ ! ] αὖ ?
ὑπὸ ζυγοῦ ? [ ] ! ουμεν ? ἀρτίως καὶ συγγον [ [ ] ! [ ! ] αὖ ?
6981304 ἑζω
* παρὰ τὸ πέδον * , τοῦτο δὲ παρὰ τὸ ἕζω τὸ κάθημαι . πόδες οὖν τῆς νηὸς κυρίως οἱ
ἑννύω : ἀφ ' οὗ καὶ ἐν πλεονασμῷ τοῦ ζ ἕζω : δηλοῖ γὰρ τὸ ἕω τὸ δασυνόμενον πλείονα .
6978314 διωκω
γάρ ἐστιν ἡ αἴκεια . καὶ τοὺς μάρτυρας διὰ τοῦτο διώκω τῶν ψευδομαρτυρίων , ὅτι ἐμαρτύρησαν ἐθέλειν παραδιδόναι τὸν Θεόφημον
οὐκ ἂν γένοιτο τούτου μείζων ἀγών μοι . νῦν γὰρ διώκω μὲν κακηγορίας , τῇ δ ' αὐτῇ ψήφῳ φόνου
6977111 προθυμῃ
] ὅτι . ἐμοὶ γλυκὺ ] τοῦτο μαθεῖν . . προθυμῇ ] προθυμίαν ἔχεις . χρὴ ] πρέπει . .
. : ἐμοὶ γλυκύ ] τὸ ἀκούειν . : ἐπεὶ προθυμῇ ] Τὸ ἐπεὶ σχῆμα γρεγότητος καὶ τροχαιστικόν . μήπω
6976991 κραζω
, καὶ τροπῇ τοῦ λ εἰς ρ κρῶ , ὅθεν κράζω παράγωγον . τὸ δὲ κλῶ , τὸ φωνῶ ,
οὖν λάξω μέλλων . ὄνομα λαχμὸς , ὡς παρὰ τὸ κράζω κράξω κραγμός : τὸ δὲ γ εἰς χ μεταπεσόντος
6974504 Μολις
τὰ μὲν ἔχοντες , εἰς δὲ τὰ βλέποντες μάχονται . Μόλις ἥψω τῶν σαυτοῦ καὶ γέγονας ἐπιστάτης τῶν τῇ σῇ
εἰσδέξασθαί τινας : οἷον καὶ καθ ' ἡμᾶς ἐγεγόνει . Μόλις γὰρ ἀνόπλους ὄντας ἡμᾶς δύο παρεδέξαντο πρὸς τὸ κατανοῆσαι
6973317 πηδησαι
: Αἰσχύλος δὲ Ἀχιλλέα σὺν τῆι πανοπλίαι φησὶν ὄπιθεν ὁρμήσαντα πηδῆσαι τὴν τάφρον μὴ δείξαντα τὰ νῶτα τοῖς ἐχθροῖς .
ἔστι καταβαίνοντα ὀροῦσαι , ὅ ἐστι πηδῆσαι , ἢ ἀνιόντα πηδῆσαι , διὰ τὸ μὴ ἔχειν βαθμούς . ὄρχος η
6962699 φιλοσοφεις
ὄντες . ” καὶ ἅμα ἐς τὸν Ἀσκληπιὸν βλέψας „ φιλοσοφεῖς , „ ἔφη ” ὦ Ἀσκληπιέ , τὴν ἄρρητόν
ἂν ταῦτα ᾤου . „ „ σὺ δέ , ἐπειδὴ φιλοσοφεῖς , ὦ βέλτιστε , ” ἔφη ” τί περὶ
6957725 εὐφραινομαι
οἰκείαν . ἀλλ ' ὑπὸ τᾷ πέτρᾳ : ἀλλ ' εὐφραίνομαί σε ἐν ταῖς ἀγκάλαις ἔχων ὑπὸ τῇδε τῇ πέτρᾳ
οἰκείαν . ἀλλ ' ὑπὸ τᾷ πέτρᾳ : ἀλλ ' εὐφραίνομαί σε ἐν ταῖς ἀγκάλαις ἔχων ὑπὸ τῇδε τῇ πέτρᾳ
6955305 μεμνης
, σὸν τὸ νικητήριον . Ὦ χαῖρε καλλίνικε : καὶ μέμνης ' ὅτι ἀνὴρ γεγένησαι δι ' ἐμέ : καί
τοῦτο καρπὸν τὸ δάκρυον . χαλκοῦς ὀφείλεις πέντε μοι . μέμνης ' ; ἐγὼ σοὶ πέντε χαλκοῦς , σὺ δέ
6953671 μαθησομαι
ἀντίδοσιν , οἷον ὅτι τοσάδε σοι μέλλω δοῦναι ὑπὲρ ὧν μαθήσομαι καὶ τοσάδε ὑπὲρ ὧν τερφθήσομαι . ἡ μὲν οὖν
τίνος ἀκούσω : τίνος κλύω : ἀπὸ τίνος ἀκούσω καὶ μαθήσομαι τὸ συμβάν σοι αἴτιον ὅθεν ἀπώλου : ἦ ,
6948540 ἀρασσω
. . Ἀράξης : ποταμὸς καταρρήγνυται . . . . ἀράσσω : τὸ ἀποτέμνω , κυρίως γὰρ ἀράσσω τὸ διὰ
. . . ἀράσσω : τὸ ἀποτέμνω , κυρίως γὰρ ἀράσσω τὸ διὰ σιδήρου τέμνω . . . . ἀράχνια
6948128 διαινε
, ἐπεὶ φίλον ἦτορ ἀπηύρα , κείμενον ἐν ψαμάθοισι , δίαινε δέ μιν μέλαν ὕδωρ . τὸν μὲν ἄρ '
] ἐστερημένος . προπομπῶν ] τῆς θεραπείας τῆς βασιλικῆς . δίαινε ] ἤγουν θρήνει καὶ δάκρυσι τίμα τὴν συμφοράν .
6944623 ἐμισθουτο
συνήγαγεν οὐκ ἐλάττω ταλάντων πεντακοσίων . εὐπορήσας δὲ χρημάτων , ἐμισθοῦτο στρατιωτῶν παντοδαπῶν πλῆθος , καὶ δύναμιν ἀξιόλογον συστησάμενος φανερὸς
ἐς Τεγέην καὶ φράζων τὴν ἑωυτοῦ συμφορὴν πρὸς τὸν χαλκέα ἐμισθοῦτο παρ ' οὐκ ἐκδιδόντος τὴν αὐλήν . Χρόνῳ δὲ
6936533 κοιτου
καμάτου ἐπιδεύεται , ἄγχι δέ τοι νύξ αὖλιν ἄγει , κοίτου δὲ λιλαίεαι ἔργον ἀνύσσας , τῆμος δὴ ποταμοῖο πολυρραγέος
δεπάεσσιν ἐυσκόπῳ ἀργειφόντῃ , ᾧ πυμάτῳ σπένδεσκον , ὅτε μνησαίατο κοίτου . * ) ἡ διπλῆ πρὸς τὸ ἔθος .
6933628 ΓΑΙΑ
τοὺς πολλοὺς παρ ' ἐλπίδα κινδύνους . . ΦΕΡΕΙ ΜΕΝ ΓΑΙΑ ΠΟΛΥΝ ΒΙΟΝ . Γαῖαν νῦν τὴν ἀρόσιμον λέγει :
, οὐκ ἀπὸ γῆς δὲ , προσέθηκε τὸ , ΤΟΝ ΓΑΙΑ ΦΕΡΕΙ . . ΔΗΜΗΤΕΡΟΣ ΑΚΤΗΝ . Ἤτοι τῆς γῆς
6929949 παιζεις
. Πρὸς ταῦτα δὲ εἶπεν ὁ Ἰσχόμαχος : Σὺ μὲν παίζεις , ἔφη , ὦ Σώκρατες : ἐγὼ δὲ καὶ
με δίδασκε . Καὶ ὁ Ἰσχόμαχος γελάσας εἶπεν : Ἀλλὰ παίζεις μὲν σύγε , ἔφη , ὦ Σώκρατες . εὖ
6929561 Χωρωμεν
φίλων , χὠ πανδαμάτωρ δαίμων ὃς ταῦτ ' ἐπέκρανεν . Χωρῶμεν δὴ πάντες ἀολλεῖς , Νύμφαις ἁλίαισιν ἐπευξάμενοι νόστου σωτῆρας
γυναιξίν , οὗ παννυχίζουσιν θεᾷ , φέγγος ἱερὸν οἴσων . Χωρῶμεν εἰς πολυρρόδους λειμῶνας ἀνθεμώδεις , τὸν ἡμέτερον τρόπον ,
6925645 καταρχεις
ταῖσδ ' Ἐλευθεραῖς Αἰθέρα καὶ Γαῖαν πάντων γενέτειραν ἀείδω κακῶν κατάρχεις τήνδε μοῦσαν εἰσάγων κοὔτ ' ἂν δίκης βουλαῖσι προσθεῖ
„ . ἄττιν , οὐχ Ἄττιδα . Δημοσθένης : ” κατάρχεις τοῖς Σάβοις : Ἄττις Ὕις , Ἄττις ” .
6924052 Χωρει
ὦνδρες , αὐτοὶ δὴ μόνοι λαβώμεθ ' οἱ γεωργοί . Χωρεῖ γέ τοι τὸ πρᾶγμα πολλῷ μᾶλλον , ὦνδρες ,
λύραν , ἔργον Εὐδόξου , τιταίνει ψίθυρον εὐήθη νόμον . Χωρεῖ ' πὶ γραμμὴν λορδὸς ὡς εἰς ἐμβολήν . Ὃς
6923641 Ἀντρωνα
καλουμένη . . . . . . ἀγχίαλόν τ ' Ἀντρῶνα : ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἀγχιάλην
ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἀγχιάλην τ ' Ἀντρῶνα . καὶ εἰ θηλυκῶς δὲ λέγεται ἡ Ἀντρών ,
6922817 δουλευσω
' οὐχ ἑκὼν μεθήσομαι . [ ἄρχειν παρόν μοι τῶιδε δουλεύσω ποτέ ; ] πρὸς ταῦτ ' ἴτω μὲν πῦρ
φεῦ . τῶι δ ' ἁ τλάμων ποῦ πᾶι γαίας δουλεύσω γραῦς , ὡς κηφήν , ἁ δειλαία , νεκροῦ
6921656 νεμεθω
: ἀπὸ τοῦ φθίνω φθινύθω , ὡς ἀπὸ τοῦ νέμω νεμέθω . . ΟΥΔΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΙΚΤΟΥΣΙ . Καὶ τοῦτο λίαν
εθω ποιοῦσι τὴν παραλήγουσαν , οἷον φλέγω φλεγέθω , νέμω νεμέθω , ὅθεν τὸ ἀγειρέθω καὶ ἀείρω ἀειρέθω γενόμενον κατὰ
6920277 ὀρτω
ὄνομα ῥηματικὸν ὄρτος , καὶ ὀρτῶ ῥῆμα . τὸ δὲ ὀρτῶ ῥῆμα ποιεῖ τὸ ὀρτίζω , καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ
Ζεύς ” , ἀφ ' οὗ ὄνομα ῥηματικὸν ὀρτὸς καὶ ὀρτῶ ῥῆμα . τὸ δὲ ὀρτῶ ῥῆμα ποιεῖ τὸ ὀρτίζω
6909929 πανδακρυτον
πῶς ποτ ' ἀμφιπλήκτων ῥοθίων μόνος κλύων , πῶς ἄρα πανδάκρυτον οὕτω βιοτὰν κατέσχεν : ἵν ' αὐτὸς ἦν πρόσουρος
. ὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος , ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένος : ὤμοι , πατρὸς δὴ νῦν
6908393 χαδω
ὡς προσηγορικόν . Κάδος . σκεῦός τι , παρὰ τὸ χαδῶ ῥῆμα περισπώμενον . ἀπὸ δὲ τοῦ χαδῶ γίνεται ὁ
ζ εἰς δ ῥωδῶ , ὡς μύζω μυδῶ καὶ χάζω χαδῶ , ἔνθεν τὸ „ κεχανδότα „ πλεονασμῷ τοῦ ν
6899137 κερτομον
τε καὶ περιχορεύουσιν αὐτήν : εἶτα ἐμπηδήσαντες κατεκυβίστησαν καὶ κατωρχήσαντο κέρτομόν τινα καὶ πιθήκοις πρέπουσαν ὀρχηστικήν , καὶ ποικίλως ἐνυβρίσαντες
ἐγκρατῶς . ἀθρόοι οὖν γενόμενοι οἱ πίθηκοι περιχορεύουσι καὶ κυβιστῶσι κέρτομόν τι καὶ ὀρχηστικόν . ἡ δὲ ὑπομένει , καὶ
6896731 πατρῳ
βαίνει , οἱονεὶ τὸν πατέρα αὐτοῦ τιμᾷ . τὸ δὲ πάτρῳ , τῷ πρὸς πατρὸς θείῳ Θήρωνι . ἐπερχόμενος οὖν
πρεσβύτερος τῶν παίδων τῷ Κίμωνι Στησαγόρης ἦν τηνικαῦτα παρὰ τῷ πάτρῳ Μιλτιάδῃ τρεφόμενος ἐν τῇ Χερσονήσῳ , ὁ δὲ νεώτερος
6894966 παρεγενηθη
μεσόγειον ἀποδιωχθεὶς διὰ τὴν ἰδίαν ἀρετὴν μεγάλην ἤθροισε δύναμιν καὶ παρεγενήθη παρ ' ἐλπίδας εἰς Ἰταλίαν . , . .
μεσογείου τὴν πορείαν ποιεῖσθαι : ὁδοιπορήσας δ ' ἡμέρας εἴκοσι παρεγενήθη πρὸς Θάψακον πόλιν , ἣ κεῖται παρὰ τὸν ποταμὸν
6894888 λαμβανομαι
τοῖς αὐτῷ παροῦσιν ἑκάτερον βαρύνεσθαι . φανέντος δὲ τοῦ θεοῦ λαμβάνομαι τῆς κεφαλῆς ἐπαλλὰξ τοῖν χεροῖν , καὶ λαβόμενος ἐδεόμην
” ” ἀλλ ' ἐγὼ „ ἔφη ὁ Νεῖλος „ λαμβάνομαι τῶν πεισμάτων καὶ ἀντιβολῶ σε , ναύκληρε , κοινωνῆσαί
6892669 ἀφοριζω
δίδωμι , δαμάζω , ἀπατενίζω , πελεκῶ , νουθετῶ , ἀφορίζω , διπλασιάζω , ἀφοσιῶ . α : . ,
: Νίκανδρος : καὶ ἀφόρδια πάντα . εἴρηται παρὰ τὸ ἀφορίζω ἀφορίζιον καὶ ἀφορίδιον καὶ κατὰ συγκοπὴν ἀφόρδιον , τὸ
6890457 καλλωπιζω
κεκαδμένον : κεκοσμημένον . κεκοσμημένον . ἀπὸ τοῦ κάζω τὸ καλλωπίζω . γράφεται δὲ καὶ κεκασμένον . σύγκειται δὲ τὸ
. Διαπορηθέντες , διαποροῦντες . Διαπρέπω τὸν δεῖνα , ἤτοι καλλωπίζω . Πλάτων ἐν Γοργίᾳ : „ φύσιν ψυχῆς ὧδε
6887737 καρδοπον
θήλειαν οὖσαν . τῷ τρόπῳ ; ἄρρενα καλῶ ' γὼ κάρδοπον ; μάλιστά γε , ὥσπερ γε καὶ Κλεώνυμον .
: ὅτι ἣν ἔδει σε καρδόπην εἰπεῖν , εἶπες ἀπαιδεύτως κάρδοπον . εὐηθικῶς : ἀπαιδεύτως . ' κάλεσας εὐηθικῶς ]
6887547 θυσιην
, εἴρηται πρότερόν μοι . τύπτονται γὰρ δὴ μετὰ τὴν θυσίην πάντες καὶ πᾶσαι , μυριάδες κάρτα πολλαὶ ἀνθρώπων .
δὲ χοροὺς μὲν τῷ Διονύσῳ ἀπέδωκε , τὴν δὲ ἄλλην θυσίην Μελανίππῳ . Ταῦτα μὲν ἐς Ἄδρηστόν οἱ ἐπεποίητο :
6886116 ῥωδω
ἔνθεν τὸ κεχανδότα , πλεονασμῷ τοῦ ν . ῥώζω οὖν ῥώδω , καὶ μετὰ τῆς α στερήσεως , ἀῤῥωδῶ ,
ἔνθεν τὸ κεχανδότα , πλεονασμῷ τοῦ ν . ῥώζω οὖν ῥώδω , καὶ μετὰ τῆς α στερήσεως , ἀῤῥωδῶ ,
6886015 σακον
, ἀνειλκυσμένη . τὰ δὲ μέρη τούτων προείρηται . καὶ σάκον μὲν καὶ σακίον ἡ κωμῳδία , Ὑπερείδης δὲ ἐν
Χαλυβδικὸν στόμωμα . εἰ δὲ καὶ πλέγμα τι σπάρτινον ἢ σάκον σπάρτινον ἐθέλοις καλεῖν , καὶ πρὸς τοῦτο Κρατῖνός σοι
6885493 Κερνην
δὲ καὶ περὶ τῶν ἔξω στηλῶν Ἡρακλείων πολλοῖς μυθώδεσι , Κέρνην τε νῆσον καὶ ἄλλους τόπους ὀνομάζων τοὺς μηδαμοῦ νυνὶ
Σολόεντα ἄκραν παράπλους ἡμερῶν τριῶν . Ἀπὸ δὲ Σολόεντος εἰς Κέρνην παράπλους ἡμερῶν ἑπτά . Σύμπας δὲ ὁ παράπλους οὗτός
6884584 θαν
καινὸν εὐρίσκει ? [ ] , πρόσω πιεῦσα τὴν προκυκλίην θαν ! ! ! . ἀλλ ' οὖν γ '
ῥηθῇναι ἐν ταῖς μετὰ ταῦτα διέξιμεν . . π . θαν . . , . . . : ατην μνήμην
6883255 πεμψομεν
κατεβάλετο , πίστευσον ἡμῖν καὶ ἐγγύησαι πρὸς τὴν Μελίτην ὅτι πέμψομεν : ἐγγὺς γὰρ τὸ Βυζάντιον . ἐὰν δὲ ἀποτίσῃς
αὐτοῖς ἔπραττες καὶ νῦν ἀλλήλοις χρώμεθα . λόγους δέ σοι πέμψομεν πολλούς : εἰ δὲ φαύλους , ὁ μὴ καλῶν
6882957 διομαι
, τὴν ἐμὴν αἰδῶ μεθείς . δίομαι μὲν χαρίσασθαι , δίομαι δ ' ἀντία φάσθαι , λέξας δύσλεκτα φίλοισιν .
χαρίσασθαι ] τὰ πρὸς χάριν εἰπεῖν δέδια μέν σοι . δίομαι ] δέδια . ἀντία ] ἀληθεῦσαι : λυπηθήσῃ γάρ
6882604 Ἀμισηνων
[ τὰ ] μεταξὺ ταύτης τε τῆς χώρας καὶ τῆς Ἀμισηνῶν καὶ Σινωπέων , πρός τε τὴν Καππαδοκίαν συντείνοντα καὶ
δὲ εἰσβάλλει εἰς τὸν Πόντον , ὁρίζει τὰ Σινωπέων καὶ Ἀμισηνῶν ἔργα : τριακόσια δὲ στάδια ἀπέχων τῆς Ἀμισοῦ ,
6881665 πετευρον
Νωνακριεύς νωτοπλῆγα ξειρης Ὀλυμπίειον ὀνηλατεῖν ὀνυχίζεται οὐδαμᾷ Παμβωτάδαι πέδων περίζυξ πέτευρον πλεισταχόθεν πλυντρίδες προσχίσματα πρόσχορον προσῳδός πυξίον καὶ πυξίδιον πυτίνη
. ἔνιοι τὴν δοκόν , οἱ δὲ πηκτὸν ὀρνιθοτροφεῖον . πέτευρον δὲ σανίδιον λεπτὸν καὶ τεταμένον , ᾧ εἰς τοὺς
6880324 ΟΥΤΕ
πολὺ τῶν προτέρων προμηθέστεροι , καὶ πανουργότεροι . . ΧΡΥΣΕΩι ΟΥΤΕ ΦΥΗΝ ΕΝΑΛΙΓΚΙΟΝ , ΟΥΤΕ ΝΟΗΜΑ . Τῷ χρυσῷ γένει
εἶναι . Καὶ τροπῇ τοῦ γ εἰς κ . . ΟΥΤΕ ΝΟΗΜΑ . Κατὰ τὸ ἁπλοῦν ἐκεῖνο λέγει , καὶ
6880154 σθενω
, ὦ θανών μοι πάτερ , ὅσον γ ' ἐγὼ σθένω , οὔποτε κεκλήσηι δυσσεβὴς ἀντ ' εὐσεβοῦς . οὐδείς
. . κέπφε : Λάρε . Θ . . . σθένω : Δύναμαι . Θ . . πολυπραγμονεῖν : Τὸ
6879434 παραπλωσαντες
τὰ θεῖα ἐν κόσμῳ πεποίητο , οὕτω δὴ ἀνήγοντο . παραπλώσαντες δὲ νῆσον ἐρήμην τε καὶ τραχείην ἐν ἄλλῃ νήσῳ
τοι ἐγὼ μύθοισιν ἐπὶ προτέροισιν ἔλεξα . Ἔνθεν ἄκραν προβλῆτα παραπλώσαντες ἔβημεν γῆν ἐπὶ Παφλαγόνων , τὴν δὴ παράμειψε θέουσα
6877525 ποδανιπτρον
' ἅττ ' ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός . μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . κἀπὸ τῆς Διειτρέφους
' ἅττ ' ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός . Μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . Κἀπὸ τῆς Διϊτρέφους
6876356 σπουδαστεον
ἐπιρρίπτειν , ἀρίστη δὲ πασῶν ἡ λεγομένη Σαραπίωνος μηλίνη . σπουδαστέον μέντοι ὡς ὅτι τάχιστα εἰς διαπύησιν ἄγειν τοὺς ἄνθρακας
θεᾶς γεγῶτος : τί γὰρ ἐγὼ σεμνύνομαι ; ἦ τινος σπουδαστέον μοι μᾶλλον ἢ τέκνου πέρι ; ἀλλ ' ἄμυνον
6873864 στειχω
οι διφθόγγου γραφόμενα : γέγονε δὲ τὸ τοῖχος ἀπὸ τοῦ στείχω στοῖχος , καὶ ἀποβολῇ τοῦ σ τοῖχος . Τὰ
. ] Ὦ πρέσβυ , δόμων τῶνδε πάροιθεν στεῖχε . στείχω . τί δὲ καινουργεῖς , Ἀγάμεμνον ἄναξ ; σπεῦδε
6872954 Θρηικι
μοι τήνδ ' ἀσφαλῶς διὰ στρατοῦ γυναῖκα . καὶ σὺ Θρηικὶ πλαθεῖσα ξένωι λέξον : Καλεῖ ς ' ἄνασσα δή
Πάγγαιον ὀργάνοισιν ἐξησκημέναι Μοῦσαι μεγίστην εἰς ἔριν μελωιδίας κλεινῶι σοφιστῆι Θρηικὶ κἀτυφλώσαμεν Θάμυριν , ὃς ἡμῶν πόλλ ' ἐδέννασεν τέχνην
6871545 ἑσω
, ἕσαντο , ἕω , τὸ πληρῶ . Ὁ μέλλων ἕσω , ὁ ἀόριστος ἦσα καὶ ἕσα κατὰ συστολὴν ,
γὰρ θαλάσσης . Ἥμονες . οἱ ἀκοντισταί . παρὰ τὸν ἕσω μέλλοντα . Ἥμισυ . ἅμα ἶσον . τοῦ ὅλου
6871177 καταρατε
τλητὸν ἔμοιγε . Σιώπα . Σοί γ ' , ὦ κατάρατε , σιωπῶ ' γώ , καὶ ταῦτα κάλυμμα φορούσῃ
ἀπένεγκον παρ ' ἐμοῦ τοὺς λόγους . Ἀπόδος , ὦ κατάρατε , τὰ πορθμεῖα . Βόα , εἰ τοῦτό σοι
6868746 δυσποτμων
, ἄγαμος , ἅδ ' ἐγὼ μέτοικος ἔρχομαι . Ἰὼ δυσπότμων γάμων , κασίγνητε , κυρήσας , θανὼν ἔτ '
' ἐμοὶ ] τὰ περισσότερα τὰ ἐπελθόντα ἐμοί . . δυσπότμων ] αὕτη ἡ γενικὴ πρὸς τὸ ἀρχηγέτα . κακῶν

Back