' ἐξέχει , καὶ πολὺ θολώτερος ἐφαίνετο ὁ οἶνος , ὑπομειδιάσας ἔφη : ἐγὼ δὲ καθυλίσαι προσέταξα ἀνθρώπῳ μηδὲν ἑωρακότι | ||
, ἵνα τι καὶ αὐτοῦ ἀπολαύσωμεν . ὃ δὲ ἠρέμα ὑπομειδιάσας , ὥσπερ οὖν καὶ εἰώθει , ἀλλ ' ἐγὼ |
' ἀλλοτρίας διαὶ γυναικός : τάδε σῖγά τις βαΰζει : φθονερὸν δ ' ὑπ ' ἄλγος ἕρπει προδίκοις Ἀτρείδαις . | ||
μέγα ἀγαθόν . , Βίων ὁ σοφιστὴς , ἰδών τινα φθονερὸν σφόδρα κεκυφότα , εἶπεν ἢ τούτῳ μέγα κακὸν συμβέβηκεν |
ἤδη ἄρχονται ὁμιλεῖν . τί οὖν ἔτι καταπέπληχθε αὐτοὺς καὶ σιωπᾶτε , ἀλλ ' οὐκ ἐλεύθερα φρονεῖτε καὶ διαρρήξαντες ἤδη | ||
οὖν καὶ ὑμεῖς , ὦ Μολοττικοὶ κύνες , πάντα μὲν σιωπᾶτε , πυθαγορίζετε δ ' οὔ , ἡμεῖς ἄλλως ἰχθυολογήσομεν |
καὶ ἀνάστατος αὐτῶν ἡ χώρα γέγονεν , οἱ δ ' οὐπώποτ ' ἐν τῷ πρόσθεν χρόνῳ γενόμενοι Μακεδόνες καὶ βάρβαροι | ||
. ἀτοπώτερον ] τούτου , μὰ τὼ θεώ , ξένον οὐπώποτ ] ' εἶδον . αἲ τάλας , τί βούλεται |
, φυλάσσου μή τις ἐν στίβωι βροτῶν . ὁρῶ , σκοποῦμαι δ ' ὄμμα πανταχῆι στρέφων . Πυλάδη , δοκεῖ | ||
ν ? τέρψιν [ νῦν ? [ ! ] ! σκοποῦμαι ? χώ ! [ ὡς ἄσμενός ς ' ἐσεῖδον |
, ὀργιζόμενοι δὲ ὅμως καὶ συντρῖψαι σπεύδοντες αὐτῷ στρατοπέδῳ τὸν ἀγένειον ἐκεῖνον στρατηλάτην . ἐπεὶ δὲ πλησίον ἐγένοντο καὶ εἶδον | ||
μὲν στρατηλάτην αὐτὸν ἐφ ' ἅρματος ὀχεῖσθαι παρδάλεων ὑπεζευγμένων , ἀγένειον ἀκριβῶς , οὐδ ' ἐπ ' ὀλίγον τὴν παρειὰν |
ζῷον εὐθαρσέστερον . κακὴ γὰρ αἰδὼς ἔνθα τἀναιδὲς κρατεῖ . Καιρῷ τιθέμενον κέρδος ὡς καρπὸν φέρει . Ἂν γνῷς τί | ||
ἀναγκαῖον κακόν . Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ . Καιρῷ σκόπει τὰ πράγματ ' , ἄνπερ νοῦν ἔχῃς . |
αὑτῷ φαῦλα διαπεπραγμένῳ , πῶς τόν γε μηδὲν εἰδότ ' αἰσχυνθήσεται ; εἰ τοῦ πατρὸς δόξαιμι κρεῖττόν σοι λέγειν , | ||
τοῦ ὁρισμὸν . . . τοῦτον αὐτῆς λέγων οὐδεὶς ἂν αἰσχυνθήσεται ὡς ψευσάμενος , ἐπειδὴ ἔστι τὸν ὁρισμὸν καὶ κατὰ |
τοῦ δ ' ὄνθου φθάνοντος αὐτὴν εἶπεν “ ἦ κακῶς πράσσω : ἔμπροσθεν ἤδη τἀξόπισθέ μου βαίνει . ” [ | ||
καλῷ καὶ κακῷ , ἤγουν πράσσω τὸ εὐτυχῶ , καὶ πράσσω τὸ δυστυχῶ . διὸ καὶ εἶπεν εὖ πρασσόντων ἔσαναν |
ἔκτεινε , τῷδ ' ἐπέστεφε . Σκέψαι γὰρ εἴ σοι προσφιλῶς αὐτῇ δοκεῖ γέρα τάδ ' οὑν τάφοισι δέξεσθαι νέκυς | ||
τὸν κοινὸν τοῦ παντὸς γένους καὶ πάσης τῆς πόλεως ἔπαινον προσφιλῶς καὶ κεχαρισμένως ἀποτίσωμεν καὶ ἀποδώσομεν . ἑλισσομέναν : κυλιομένην |
Ἢν γὰρ ὁ Πλοῦτος νυνὶ βλέψῃ καὶ μὴ τυφλὸς ὢν περινοστῇ , ὡς τοὺς ἀγαθοὺς τῶν ἀνθρώπων βαδιεῖται κοὐκ ἀπολείψει | ||
Αἰθιόπων στολή . μέχρι | δ ' ἂν τοῦτο ἐζωσμένος περινοστῇ , ἅπαντες | τοῦτον οἱ ἐντυγχάνοντες προσκυνοῦσίν | τε |
Παλάμηδες , ὦ σοφωτάτη φύσις . Ταυτὶ πότερ ' αὐτὸς ηὗρες ἢ Κηφισοφῶν ; Ἐγὼ μόνος : τὰς δ ' | ||
ὑφ ' αὑτῶν ἀναμιμνῃσκομένους : οὔκουν μνήμης ἀλλὰ ὑπομνήσεως φάρμακον ηὗρες . σοφίας δὲ τοῖς μαθηταῖς δόξαν , οὐκ ἀλήθειαν |
μὴ τὰ αὐτὰ περὶ τῶν αὐτῶν διατάττεσθαι , καὶ ἔτι ἀτοπώτερον τὰς ἀρχηγικωτάτας δυνάμεις ὑστερογενεῖς ποιεῖν , ὥσπερ ζωὴν καὶ | ||
δεινῆς ἀβιώτῳ βίῳ χρήσεται : οὗ τί γένοιτ ' ἂν ἀτοπώτερον ; ὀκνῶ λέγειν , ὃ μηδὲ θέμις εἰπεῖν , |
' ὅλως ; τοιοῦτόν ἐστι τοῦτο ; πάνυ γε , βάρβαρε . τοῦ θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου ἡμᾶς γὰρ ἀπολύσασα | ||
ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι . . ἐγώ σε προσκυνήσω , βάρβαρε ; κρείττων Ζώπυρος ἑκατὸν Βαβυλώνων . . . . |
κλάγξαντος , ἢ λέοντος βρυχησαμένου , γνωρίσαι ἄν τις τῷ λυπηρῷ τῆς ἀκοῆς τὴν ῥώμην τοῦ φθεγγομένου . Εἰ δὲ | ||
. καταψήχων : καταμαλάττων . ἀδινῷ : νῦν οἰκτρῷ , λυπηρῷ . συνημοσύνας : συγγενείας . πορσανέουσι : νῦν ἀντὶ |
ὁ λόγος , καὶ ὅπη ὑγιές , ἵνα τὸ μὲν πρόσοιτο , τὸ δὲ ἐξελέγξειε . , . . Μαρῖνος | ||
ἡγεῖται καὶ σαφῶς οἶδε μηδὲν ἔχουσαν βέβαιον , ἑκὼν ἂν πρόσοιτο ; * Ῥωμαῖοι γάρ εἰσιν οἱ πλείους αὐτῶν , |
τύπτων ἄρρηκτον ὀρεσκῴοιο κάρηνον ἀμφ ' αὐτῷ θραύεσκον ὑπέκπυρον ὄζον ἄκικυν : οὐδ ' ἄρα μόρσιμος ἦα δαφοινῷ θηρὶ δαμῆναι | ||
ἀλκά ; τίς ἐφαμερίων ἄρηξις ; οὐδ ' ἐδέρχθης ὀλιγοδρανίαν ἄκικυν , ἰσόνειρον , ᾇ τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος ἐμπεποδισμένον |
ἔρως . φοβεῖσθαι δὲ ἄμεινον τυχόντα ὧν βούλεταί τις ἢ ἀνιᾶσθαι ἀμελούμενον . λβʹ . Τὰ μὲν ὄμματά σου διαυγέστερα | ||
τὴν λέξιν . καρδιαλγεῖν λέγεται τὸ μετὰ ναυτίας καὶ ὀδύνης ἀνιᾶσθαι τὸν στόμαχον . Βακχεῖος μὲν ἐν αʹ φησὶν ἀργεῖν |
θανάτου , ἀμφορεὺς δὲ ἔμελλεν διαμετρηθεὶς πρὸς ῥητορείας καιρὸν βραχὺς ῥύσεσθαι τὸν Σωκράτην ; ἀλλ ' οὔτε ἠδύνατο , οὔτε | ||
. ʃ ἀθροίζειν . ὁ δέ : ὁ Ἆγις . ῥύσεσθαι : ἀπολύσειν . ἐν τῷ παρόντι : τῷ τότε |
δι ' ἧς τύραννος ἐκολάκευσε δῆμον , καὶ τὸ πόλεμον διακενῆς ἀνατείνασθαι καὶ τῆς παρασκευῆς ἡ δαπάνη καὶ τὸ κατενεχθῆναι | ||
τὰς εἰρημένας αὐτοῖς ἀποφηνάμενος , κἂν τὰ κράτιστα ὑποθῶμαι , διακενῆς ἐρραψῳδηκὼς ἔσομαι . εὐαρίθμητοι γάρ τινές εἰσιν οἱ μετ |
εἰκόνα τὴν Χαιρέου καὶ καταφιλοῦσα “ ἀληθῶς ἀπόλωλά σοι , Χαιρέα ” φησί , “ τοσούτῳ διαζευχθεῖσα πελάγει . καὶ | ||
ἀλύοντι “ κἀμοὶ ” φησὶν “ υἱὸς ἦν , ὦ Χαιρέα , σὸς ἡλικιώτης , πάνυ σε θαυμάζων καὶ φιλῶν |
ἓν μὲν παιδικῶν : καὶ τὰ λοιπά . ἀβόλοις . ἄβολος , νέος οὐδέπω γνώμονα ἔχων . γνώμονα δ ' | ||
' οὐδ ' ἂν εἰπεῖν τὸ μέγεθος δύναιτό τις . ἄβολος : νέος οὐδέπω γνώμονα ἔχων . γνώμονα δὲ ἔλεγον |
χρυσοῦν ἔξωθεν ; ἐν σαυτῷ φέρεις αὐτὸν καὶ μολύνων οὐκ αἰσθάνῃ ἀκαθάρτοις μὲν διανοήμασι , ῥυπαραῖς δὲ πράξεσι . καὶ | ||
εἶναι τούτου τοῦ ἔρωτος καὶ τῆς ἐπιθυμίας ; ἢ οὐκ αἰσθάνῃ ὡς δεινῶς διατίθεται πάντα τὰ θηρία ἐπειδὰν γεννᾶν ἐπιθυμήσῃ |
ὅπως ἡμεῖς τε τῷ φίλῳ συγχαίρωμεν καὶ Μόντιος ὑπὸ γῆς ἥδοιτο . λέγεται γάρ τι περὶ τῶν οἰχομένων καὶ τοιοῦτον | ||
τῶν ναυτῶν . ἀλλὰ κυβερνήτης γε οἶμαι κυβερνήτην οὐκ ἂν ἥδοιτο ὁρῶν συμπλέοντα αὑτῷ . Πότερον ὅταν χειμὼν ἰσχυρὸς ᾖ |
πανοῦργος γέγονεν . Θ . . . ὡς πολὺ : Λίαν καταπολύ . μεθέστηχ ' : Μετεβλήθη . εἶχε : | ||
σοι αὐτὸν ἐν μιᾷ νυκτί . Καὶ ἔγνω Ἰακὼβ τὴν Λίαν , καὶ συλλαβοῦσά με ἔτεκε : καὶ διὰ τὸν |
λοιδορῇ καὶ ἄθλιον ἀποκαλεῖς καὶ δύσμορον πολύ σου βελτίω καὶ μακαριώτερον γεγενημένον ; ἢ τί σοι δεινὸν πάσχειν δοκῶ ; | ||
ἀλλὰ τῇ γῇ ὡς τάχιστα ἀπόδοτε . τί γὰρ τούτου μακαριώτερον τοῦ γῇ μειχθῆναι , ἣ πάντα μὲν τὰ καλά |
λείπεται τὴν ἀληθινὴν καὶ πρώτην ὕλην ἐκτὸς τούτων καὶ δυνάμει ἐννοεῖσθαι . ἀλλ ' ὕλη μὲν τοῦτο : τὸ δὲ | ||
Μενελάου Ἀχιλλεὺς ἐστράτευσε , τουτέστι Μενελάῳ χαριζόμενος . ἐννοεῖν καὶ ἐννοεῖσθαι διαφέρει . ἐννοεῖ μὲν γὰρ ἄφνω , μὴ † |
δείξας τὸν ἄνθρωπον μηδενὸς ὄντος ἐπιτιμίου αὐτῷ ὑπ ' ἀνάγκης ἐμπαίζει . ἀποθέμενος οὖν καὶ αὐτὸς τὸν τρίβωνα καὶ τὴν | ||
, τῶν μεγάλων πάρεδρος ἐν ἀρχαῖς θεσμῶν : ἄμαχος γὰρ ἐμπαίζει θεὸς Ἀφροδίτα . Νῦν δ ' ἤδη ' γὼ |
ἐπωτειλοῦται . ποτὶ καὶ τὸ οὖρον χολῶδεϲ , δριμύ , δακνῶδεϲ τοῦ ἕλκεοϲ , ἡ ξυνὴ δίαιτα : ἠδὲ ἐν | ||
ὀδύνην ἐργάζοιτο , τὸν ὄγκον ἰατέον . εἰ δὲ διὰ δακνῶδεϲ ὑγρόν , ἐναντιώτατα τούτοιϲ ἐϲτὶ τὰ λεπτύνοντα καὶ θερμαίνοντα |
. . . . οὔ ς ' ἔτι Πηλέος υἱὲ φοβήσομαι : ἡ διπλῆ ὅτι σαφῶς φεύξομαι . . . | ||
, ἃ μὴ οἶδα εἰ καὶ ἀγαθὰ ὄντα τυγχάνει οὐδέποτε φοβήσομαι οὐδὲ φεύξομαι : ὥστε οὐδ ' εἴ με νῦν |
πράττειν , καλῶς ἂν πάντα ποιήσειε καὶ περὶ οὐδὲν ἂν σφάλλοιτο . ἄνευ δὲ τούτου καθ ' ἕκαστον μὲν τῶν | ||
κεκραμένον σώματι ἐν τῷ πρώτῳ νοητῷ τις τιθέμενος οὐκ ἂν σφάλλοιτο . Οὐ γὰρ τόπον ζητητέον οὗ ἱδρύσομεν , ἀλλ |
ὄντως αἰών , ὃν μιμεῖται χρόνος περιθέων ψυχὴν τὰ μὲν παριείς , τοῖς δὲ ἐπιβάλλων . Καὶ γὰρ ἄλλα καὶ | ||
στρατιωτικῶν , ὑπνώδης , μέθυσος , ἀκρατής , τοὺς καιροὺς παριείς , ἀπερίσκεπτος , ἀπροόρατος , ἀπρονόητος , ἄβουλος , |
παίζων καὶ λοιδορῶν τὸν Φειδιππίδην οὑτωσὶ λέγει : “ ἰδοὺ κρέμαιό γ ' ” . λέγει δηλονότι ὁ Φειδιππίδης : | ||
τρίβων τῶν ἐνθάδε . αὐτὸς τρίβων εἴης ἄν , εἰ κρέμαιό γε . οὐκ εἰς κόρακας ; καταρᾷ σὺ τῷ |
μῆνας ἐκέκτηντο , παρὰ Αἰγυπτίων τοῦτο λαβόντες . ἀποδοίην ] μέλλοιμι ἀποδώσειν , ἵνα ἀποδώσω , ἀποδώσαιμι . τοὺς τόκους | ||
ἔθος . ἔτι δ ' ἔγωγ ' , εἰ μὴ μέλλοιμι δόξειν παίζειν , φαίην ἂν δεῖν καὶ τὰς φερούσας |
, ἐπειδὰν δέ τις περὶ Ὁμήρου μνησθῇ , εὐθύς τε ἐγρήγορα καὶ προσέχω τὸν νοῦν καὶ εὐπορῶ ὅτι λέγω ; | ||
] τάλαντα πένθ ' ἅμα [ ] κόσμον . οὐκ ἐγρήγορα . [ τοὺς γάμους ] γ ' ἤδη ποεῖ |
τῆς τῶν ἑτερογενῶν δείξεως ψευδοποιηθῆναι τὴν διαίρεσιν . Ἄλλοι δὲ κἀκείνως ἐνέστησαν : πᾶσα γάρ , φασίν , ὑγιὴς διαίρεσις | ||
, τί δεῖ τὸν τρόπον ἐξετάζειν , εἰ καὶ οὕτω κἀκείνως τελευτᾷν ἔδει : ὥσπερ δὲ τὴν μετάληψιν οὐκ ἀεὶ |
περὶ ἄρτου αὐτοῦ ὄντος οὑτωσὶ λέγει : ἐξεπήδης ' ἀρτίως πέττουσα τὸν χαρίσιον . ΕΠΙΔΑΙΤΡΟΝ πλακουντῶδες μάζιον ἐπὶ τῷ δείπνῳ | ||
εἰς εὐκαρπίαν ἄφθονον μὲν τροφὴν ἔχουσα ταύτης τε κατακρατοῦσα καὶ πέττουσα ῥᾳδίως . Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ ἡ λειμωνία δοκεῖ |
θ πολυρρόθοις ] πολὺν ἦχον ἔχουσιν ὡς ὑπὸ πολλῶν λεγομένοις οἰμώγμασι ] ὕβρεσι . οἰμώγμασι ] θρήνοις . οἰμώγμασι ] | ||
ἦχον ἔχουσιν ὡς ὑπὸ πολλῶν λεγομένοις οἰμώγμασι ] ὕβρεσι . οἰμώγμασι ] θρήνοις . οἰμώγμασι ] λοιδορίαις . οἰμώγμασι ] |
] Λαμπρόν . Τοιαύτη γὰρ ἡ τῶν ἄστρων φύσις . Ἄστρον ] ἀντὶ ἀστέρα . Ἐρήμας δι ' αἰθέρος ] | ||
λόγου : ἰαινόμεθα γὰρ τῇ εὐηγήσει τῶν τοιούτων λόγων . Ἄστρον , παρὰ τὸ αἴθω : ἄστρον , ἀποβολῇ τοῦ |
δ ' ἔχε θυμόν . ” ἁμαρτήσεσθαι διαμαρτεῖν : “ ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς . ” ἀμφιμέμυκεν περιήχει : “ δάπεδον δ | ||
μοι ἔφη τάδε πάντα τελευτήσεσθαι ὀπίσσω , χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς . ἀλλ ' αἰεί τινα φῶτα μέγαν καὶ |
οὐδὲ μύροισιν ? ? ? ? ? [ ] [ κοιμᾶται ] μαλακὸν χρῶτα λιπαινόμενος [ ] , ἀλλὰ χάμευνα | ||
, ταῖς γινομέναις εἰς τὴν γῆν : ἐν αὐταῖς γὰρ κοιμᾶται ὁ κεράστης ἔχις . γράφεται ἁματροχιῇσι ἀντὶ τοῦ ἁρματροχιαῖς |
κεραμὶς ἐμπεσοῦσα οὐκ οἶδ ' ὅτου κινήσαντος ἀπέκτεινεν αὐτόν . ἐγέλασα οὖν οὐκ ἐπιτελέσαντος τὴν ὑπόσχεσιν . ἔοικα δὲ καὶ | ||
ὑπέλαμπεν , ἀπὸ τῆς δᾳδός μοι δοκεῖν . “ κἀγὼ ἐγέλασα ἐπιμετρήσαντος τοῦ μάρτυρος τὴν ὑλακὴν καὶ τὸ πῦρ . |
παραϲύνθετον : ἁπλοῦν μὲν οἷον φρονῶ , ϲύνθετον δὲ οἷον καταφρονῶ , παραϲύνθετον δὲ οἷον ἀντιγονίζω φιλιππίζω . Ἀριθμοὶ τρεῖϲ | ||
, στεφάνους ἔχειν οὐκ ἀγωνίζομαι , δοξομανίας ἀπήλλαγμαι , θανάτου καταφρονῶ , νόσου παντοδαπῆς ἀνώτερος γίνομαι , λύπη μου τὴν |
σχῇς , ἕξεις : ἂν μὴ σχῇς , ἐξελεύσῃ : ἤνοικται ἡ θύρα . τί πενθεῖς ; ποῦ ἔτι τόπος | ||
' οὐδεὶς κωλύσει οἰκεῖν : ἐκείνη γὰρ ἡ οἴκησις παντὶ ἤνοικται . καὶ τὸ τελευταῖον χιτωνάριον , τοῦτ ' ἔστι |
πρὸς τοὺς πέλας ἑρμηνείᾳ . εἶτα καὶ ὡς ἔφην , προσκοπὴν ἐμποιεῖ τὸ μετὰ προσοχῆς καὶ ῥητορείας λαλεῖν . μετακτέον | ||
παρ ' ἐκείνην καὶ οἱονεὶ βάρβαρον ἀδόκιμος γενήσεται καὶ ὡς προσκοπὴν ἐμποιοῦσα τελέως ἄχρηστος . Ἐπιχειρητέον δὲ καὶ ἀπὸ τῆς |
φιλονικίας ἐπὶ τοῖς πράγμασι πάντ ' ἄνδρα παρασχέσθαι δεῖ , ὅσηνπερ ἐκ τῶν ἄνωθεν χρόνων ἀμελείας : μόλις γὰρ οὕτως | ||
δύναμιν τοσαύτην εἰς τὸν λόγον παρὰ τῶν Μουσῶν λαβεῖν , ὅσηνπερ αὐτὸς ἔσχηκας εἰς τὸ περισῶσαι τὴν πόλιν . ὁ |
. καὶ αὐτὸς δέ φησιν , ὡς Ἡρακλείδης ἱστορεῖ , μονήρη αὑτὸν γεγονέναι καὶ ἰδιαστήν . ἔνιοι δὲ καὶ γῆμαι | ||
μὲν συναγελαστικὰ καὶ φιλάλληλα , ὡς γέρανοι , τὰ δὲ μονήρη καὶ ἐχθρά , ὡς ἰκτῖνες καὶ τὰ ἄλλα , |
μισθόν , οἷον ὁ Ῥαδάμανθυς . Ἔλαχε ] Εἶχε . Καρπὸν ] Ἤγουν τὸν λογισμὸν καὶ διάνοιαν . Καρπὸν ἀμώμητον | ||
θαλαττία διαρρήγνυται , ὥς φασιν , ἀνθρώπου προσπτύσαντος αὐτῇ . Καρπὸν δὲ ἰτέας εἴ τις θλιβέντα δοίη πιεῖν τοῖς ἀλόγοις |
Εὐριπίδῃ , . τά τ ' ἄστρα καὶ τὸν Ὠρίωνα δέρκομαι : ὁ γὰρ ποιητὴς διὰ τὸ μέτρον ἐξέτεινε τὸ | ||
θεῶμαί σε , ὀσσόμενος πατέρ ' ἐσθλόν , λεύσσω , δέρκομαι , ὀπτεύω . καὶ δοκεῖ μοι τὰ τῆς συντάξεως |
μετοχήν . ἐπ ' ἄτρυτον : τὸν ἄτρυτον καὶ τὸν ἀκαταπόνητον : ἐκ δὲ τούτου τὸν ὑπερβεβλημένον ὡς δεινὸν ἐμφαίνει | ||
ἀκατάβλητον ] τὸν μὴ καταβάλλοντά τι ἤτοι διδόντα , τὸν ἀκαταπόνητον . , τὸν ἀκαταγώνιστον , τὸν ἰσχυρόν . ἔξαρνος |
μόνον τὸν φίλον δηλονότι , ἀλλὰ καὶ τὸν ἐχθρὸν καλὰ ῥέζοντα καὶ πράττοντα : ἐπαινεῖν δ ' οὐχ ἁπλῶς , | ||
οὐ μόνον τὸν φίλον δηλονότι ἀλλὰ καὶ τὸν ἐχθρὸν καλὰ ῥέζοντα καὶ πράττοντα . ἐπαινεῖν δὲ οὐχ ἁπλῶς , ἤτοι |
μοι οὕτω . Ἔστιν ἄρα , ὡς ἔοικεν , ὦ Κρατύλε , δυνατὸν μαθεῖν ἄνευ ὀνομάτων τὰ ὄντα , εἴπερ | ||
τὰ πολλὰ ἐκείνως ἐσήμαινεν . Τί οὖν τοῦτο , ὦ Κρατύλε ; ὥσπερ ψήφους διαριθμησόμεθα τὰ ὀνόματα , καὶ ἐν |
οὐχ εἷς ὢν οὐδὲ συνεχής , ἐπεὶ καὶ ἄλλο ἀτοπώτερον ὑπομείνειεν ἂν ὁ λόγος . εἰ γὰρ εἷς ὁ χθές | ||
' αὐτῶν καὶ πάντα πρότερον πάθοι ἂν ἢ ἐμὲ προέσθαι ὑπομείνειεν ἄν . Ὡς δὲ λεῖος εἶ καὶ ὀλισθηρός , |
ποιεῖν τὸν σώφρονα ; μάλιστα πάντων . τὸν μὲν οὖν ἀβέλτερον . σὺ δ ' οὐ καταθεῖναι διανοεῖ ; φυλάξομαι | ||
τι οὗτος μεγαλεῖόν ἐστι διαπεπραγμένος ἐπαβελτερώσας τὸν πάλαι γ ' ἀβέλτερον . λέγουσι δὲ καὶ ἀβελτέρειον τὴν ἀβελτηρίαν . Ἀναξανδρίδης |
. σὺ δ ' ᾧ παντελῶς ἀπώλειαν προσένειμας , ἥκιστα ζημιούμενος , ἕτοιμος ἔσο πρὸς τὴν δόσιν [ ἔρρωσο ] | ||
ἀνέμου εἰς τοὔμπαλιν ἀνατραπείη τὸ σκάφος . Δολωθῇς ] Ἤγουν ζημιούμενος καὶ στερούμενος λάθῃς . Δολωθῇς ] * Μὴ τοὺς |
: ἐπὶ τῶν τὰ μικρὰ ἐπαιρόντων τῷ λόγῳ . Ἐμαυτῷ βαλανεύσω : ἀντὶ τοῦ , ἐμαυτῷ διακονήσω . Εἰς ἀσθενοῦντας | ||
. Ἀλλ ' εἰ ταῦτα δοκεῖ , κἀγὼ ' μαυτῷ βαλανεύσω . Σπονδὴ σπονδή . Ἔγχει δὴ κἀμοὶ καὶ σπλάγχνων |
πολλὰ καὶ τῇ βελτίστῃ Πενίᾳ προσφιλοσοφῶν . Ὥστε διὰ ταῦτα ὑγιαίνεις τε καὶ ἔρρωσαι τὸ σῶμα καὶ διακαρτερεῖς πρὸς τὸ | ||
αὗται αἱ τομαὶ συζυγεῖς . Ἀπολλώνιος Εὐδήμῳ χαίρειν . Εἰ ὑγιαίνεις , ἔχοι ἂν καλῶς : καὶ αὐτὸς δὲ μετρίως |
οἷσιν ἄφθιτον θέν νιν . εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεταί τι λαθέμεν ἔρδων , ἁμαρτάνει . τοὔνεκα πˈροῆκαν υἱὸν | ||
Εὐφάνης . τὰ δ ' αὐτὸς ἄν τις τύχῃ , ἔλπεταί τις ἕκαστος : ἕκαστος γάρ , φησίν , οἴεται |
, πλήκτης . , πλήττειν δυνάμενος , οἱονεὶ διὰ κέντρου πλήττων . . μιαρός ] κακός , φθονούμενος , χαλεπός | ||
ὄρη ῥήξειν ἔμελλε , δεινὸς ἄν που ἐγράφετο καὶ οἷον πλήττων , ξένον δὲ τὸν Μελικέρτην ποιούμενος ὡς ἐν τῇ |
τῆς διακρίσεως καὶ τῶν κύκλῳ βοστρύχων , ὡς ἐκ πολλοῦ δυστυχοῦσα . ἡ δὲ κόρη νεαρὸν πρόσωπον , οἵα ἂν | ||
εὑρεῖν καὶ ἀπὸ τοῦ χρώματος : ἐπὶ γὰρ τῆς καθάρσεως δυστυχοῦσα ἡ φύσις , ὠχρότερον ποιεῖ τὸ χρῶμα : εἰ |
. Ἐπὶ νεκρῷ μὴ γέλα . Φίλοις χρῶ . Συμβούλευε ἀναιτίως . Εὔφραινε φίλους . Εἰς κάτοπτρον ἐμβλέψας θεώρει , | ||
ὅρος ὀρθὸς καὶ μία ἀρχὴ περὶ πάντων τοιούτων , μηδαμῶς ἀναιτίως παράγειν τὴν τοῦ μέλλοντος μαντείαν ἀπὸ τῶν μηδεμίαν ἐχόντων |
τε καὶ ποικίλλει καὶ τοῖς ἐπινοήμασι τεχνικῶς χρῆται , Ὁμηρικὴν ἐκματτόμενος χάριν . ὅθεν εἰπεῖν † Ἰωνικόν τινα † μόνον | ||
τε καὶ ποικίλλει καὶ τοῖς ἐπινοήμασι τεχνικῶς χρῆται , Ὁμηρικὴν ἐκματτόμενος χάριν , ὅθεν εἰπεῖν † Ἰωνικόν τινα μόνον Σοφοκλέα |
ἀντέρως ἡττήθη τοῦ φθόνου . ἔτυχε γοῦν ὁ παῖς πλείω γυμνασάμενος , καὶ καμὼν ἑαυτὸν τῷ ὀχοῦντι κατὰ τὴν γαστέρα | ||
: ῥᾴων γὰρ ἔσται οὕτω ποιῶν . Πινέτω δὲ τοῦτο γυμνασάμενος , ἢν οἷός τε ᾖ , καὶ λουσάμενος πολλῷ |
γανόωσα : χαίρουσα , καλλωπιζομένη , εὐφραινομένη . καγχαλόωσα : γελῶσα , εὐφραινομένη , εὐφραινομένη λίαν , ὑπερβαλλόντως χαίρουσα , | ||
φοβῇ τοὺς κύνας ; Ἡ δὲ πρὸς αὐτὸν οὕτως ἔφη γελῶσα : Ὅτι μὲν ἐγὼ ταῦτα πάντα κατέχω εὖ οἶδα |
τῶν κουρέων . μινυρίζειν μὲν λέγουσι τὸ ἠρέμα προσᾴδειν , μινύρεσθαι δὲ τὸ θρηνεῖν : τὸ δ ' αὐτὸ καὶ | ||
ἀλύω . παραστατεῖ ] ἔρχεται . ἀείδειν ] λέγειν . μινύρεσθαι ] κλαίειν . ἀντίμολπον ] τὸ ἐναντιούμενον πρὸς τὸν |
; ἂν μέτριον , μενῶ : ἂν λίαν πολύν , ἐξέρχομαι . τούτου γὰρ μεμνῆσθαι καὶ κρατεῖν , ὅτι ἡ | ||
δῷς , ἀλλ ' ἀπόδος . καὶ δὴ φέρους ' ἐξέρχομαι . Ῥύγχος φορῶν ὕειον ᾐσθόμην τότε . Παραγεύσεταί σοι |
, ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ τὴν ἐπιστήμην τῶν γεγονότων ἱδρυκέναι βεβαιότατα παρ ' ἑαυτῷ : λέγεται γὰρ ὅτι „ εἶδεν | ||
αὐτὴν καὶ μήτε γένεσιν μήτε ὄλεθρον προσδεχομένην , ὅμως εἶναι βεβαιότατα μίαν ταύτην ; μετὰ δὲ τοῦτ ' ἐν τοῖς |
κατεσθίειν . Αὐτόματα πάντ ' ἀγαθὰ τῷδέ γε πορίζεται . Οὐδέποτ ' ἐγὼ Πόλεμον οἴκαδ ' ὑποδέξομαι , οὐδὲ παρ | ||
' αὐθαίρετον . τί σαυτὸν ἀδικῶν τὴν τύχην καταιτιᾷ ; Οὐδέποτ ' ἀληθὲς οὐδὲν οὔθ ' υἱῷ πατήρ εἴωθ ' |
εἷς δέ τις αὐτῶν ἀναιδέστερος τῶν ἄλλων ὡς εἰκὸς καὶ θρασύτερος , ὡσεί τις ὑλακτικὸς κύων μεμηνὼς κατηκολούθει , καί | ||
. Περδίκκας δὲ πυθόμενος τὴν κατὰ τὸν Εὐμενῆ νίκην πολλῷ θρασύτερος ἐγένετο πρὸς τὴν εἰς Αἴγυπτον στρατείαν : ὡς δ |
ποσὶ καὶ παρέχων τὸ οὖς ἁπαλόν τε καὶ πρᾷον . Τοὐμὸν ἦθος ἑρμηνεύει σοι , ξένε , καὶ ὅτι πρὸς | ||
δίδασχ ' ἃ χρή με δρᾶν . Ὀκνοῦντ ' ἀνάγκη Τοὐμὸν οὐκ ὀκνεῖ κέαρ . Οὐκ οἶσθ ' ἀπειλάς Οἶδ |
πίπτειν εἰς ἄλλο σῶμα καὶ ὥσπερ σπειρομένη [ μὴ ] ἐμφύεσθαι , καὶ ἐκ τούτων ἄμοιρος εἶναι τῆς τοῦ θείου | ||
ὥστε ταχὺ πάλιν πίπτειν εἰς ἄλλο σῶμα καὶ ὥσπερ σπειρομένη ἐμφύεσθαι , καὶ ἐκ τούτων ἄμοιρος εἶναι τῆς τοῦ θείου |
ν ] , κἂν σημαίνῃ τὸ ὑπῆρχεν [ ἀπὸ τοῦ ἔε δηλονότι ] . [ καὶ οὕτω μὲν κατέστησεν ὁ | ||
ν ] , κἂν σημαίνῃ τὸ ὑπῆρχεν [ ἀπὸ τοῦ ἔε δηλονότι ] . [ καὶ οὕτω μὲν κατέστησεν ὁ |
: ἢ ὅτι εἶδος τοῦ γενικοῦ σώματός ἐστι βλεπόμενον . Ἐγκέφαλος . παρὰ τὸ ἐγκεῖσθαι τῇ κεφαλῇ . Ἔδνον . | ||
πάσχοντος πόδα , ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τὸν εὐώνυμον . Ἐγκέφαλος δὲ λαγωοῦ περιχριόμενος εἰς τὰ οὖλα νηπίων ἀνοδύνως φύειν |
μὲν τῶν λογισμοῦ μεμοιραμένων κήδεται , προμηθεῖται δὲ καὶ τῶν ὑπαιτίως ζώντων , ἅμα μὲν καιρὸν εἰς ἐπανόρθωσιν αὐτοῖς διδούς | ||
, εὐφραίνεται : εἰ μὴ νομίζεις , ὅτι οἱ μὲν ὑπαιτίως ζῶντες παραπικραίνειν καὶ παροργίζειν ἐνδίκως λέγοιντ ' ἂν θεόν |
τὸν βουκόλον , τὸν Αἴγωνα , διότι κατέλιπεν αὐτάς . λῶντι νέμεσθαι : καὶ οὐκέτι θέλουσι νέμεσθαι , δηλονότι ζητοῦσαι | ||
κακὸν εὗρον . ἦ μὰν δείλαιαί γε , καὶ οὐκέτι λῶντι νέμεσθαι . τήνας μὲν δή τοι τᾶς πόρτιος αὐτὰ |
, παχέα , ἐπίδοϲιν ἔχοντα πολλὴν ἰλυώδεα , καταρραγῇ , ἐλπὶϲ ἐκρεῦϲαι τὸν ὕδερον : ἢν δὲ λεπτὰ καὶ ἀνυπόϲτατα | ||
εἰ δὲ χρονίζοι ἡ ὀδύνη τῆϲ ἀνακαθάρϲεωϲ ὑγρᾶϲ γιγνομένηϲ ἐμπυούμενον ἐλπὶϲ τὸν ἄνθρωπον γίγνεϲθαι . ϲίνηπι δὲ ϲυμμίϲγειν χρὴ τοῖϲ |
ἡμίονοι . λάβραξ . Ἀριστοτέλης φησὶν ὅτι μονήρεις εἰσὶ καὶ σαρκοφάγοι . γλῶσσαν δ ' ἔχουσιν ὀστώδη καὶ προσπεφυκυῖαν , | ||
ἃς οἱ ποδαγρικοὶ τοὺς πόδας ἐντιθέντες ὠφελοῦνται , καὶ σοροὶ σαρκοφάγοι γίνονται . ἰσχναίνει καὶ τὰ πολύσαρκα καὶ παχέα σώματα |
' ὅτι μὲν κἀκείνους ἐπήγειρας προσλαβὼν τὸν καλὸν Ὀλύμπιον , ἐπεπείσμην τε πρίν τινα ἀγγεῖλαι καὶ δὴ σαφῶς ἤγγειλεν Ἀντίοχος | ||
δὲ σβεννύων φήμην ἀκμάζουσαν οὐκ ἀληθῆ μέν , ὡς ἔγωγε ἐπεπείσμην , ἦσαν δὲ οἱ βουλόμενοι τὰ χείρω κρατεῖν , |
ἀνθρώποις κακόν . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Φίλους ἔχων | ||
γίγνεται κακά . Ὑπερήφανον πρᾶγμ ' ἐστὶν ὡραία γυνή . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Ὕπνος πέφυκε |
: μήτι ἄρα ὁ Θησεὺς εἰς σὲ ἥμαρτεν : μὴ δρῶς ' ἔγωγ ' ἐκεῖνον : εἴθε , φησὶν , | ||
τοὐπίκλημα τοῦτό μου ; Οὐκ οἶδ ' : ἃ γὰρ δρῶς ' οἱ κρατοῦντες οὐχ ὁρῶ . Αὐτὸς δ ' |
περιπατῶν σιτόκουρος . Μένανδρος δὲ τὸν ἄχρηστον καὶ μάτην τρεφόμενον σιτόκουρον εἴρηκεν ἐν Θρασυλέοντι οὕτως : . . ὀκνηρός , | ||
: ὀκνηρός , πάντα μέλλων σιτόκουρος . καὶ πάλιν : σιτόκουρον , ἄθλιον εἰς τὴν οἰκίαν εἰλήφαμεν . αὐτόσιτος δὲ |
ἄλλοις ἐπ ' Ἀρχεμόρου εἴρηκεν : ἰοστεφάνου γλυκεῖαν ἐδάκρυσαν ψυχὰν ἀποπνέοντα γαλαθηνὸν τέκος . Κλέαρχος δ ' ἐν τοῖς περὶ | ||
, ἐπ ' ἄκρῳ δὲ κορύμβια δριμύ τι μετέχον εὐωδίας ἀποπνέοντα . Πολυπόδιον φύεται ἐν πέτραις βρύα ἐχούσαις καὶ ἐν |
τὴν μητέρα αὐτοῦ λήψεσθαι ἔφη . ὁ δὲ ἀνιαθεὶς ἀπέρχεται ὀλοφυρόμενος τὴν συμφορὰν εἰς τὸ ἔσχατον τῆς νήσου . Ἑρμῆς | ||
πατρίδα γαῖαν ἑρπύζων παρὰ θῖνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης , πόλλ ' ὀλοφυρόμενος . σχεδόθεν δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη , ἀνδρὶ δέμας |
καὶ λυπήσῃ δι ' αὐτὰ καὶ πολλὰ πονήσεις μάτην καὶ διατελέσεις ἅπαντα τὸν βίον φροντίζων ἐκείνων , ὀνήσῃ δὲ οὐδ | ||
γυμνάσιον ἐλέγετο ὁ τόπος , ἔνθα ἠγωνίζοντο . διατρίψεις ] διατελέσεις . στωμύλλων ] πολυλογῶν , ποικιλολογῶν . , ὑθλῶν |
τὸ ἀπορρέον , οὐδὲν ἔτι προσαφώρισεν ὥστε ἢ οὐ τῶι ὁμοίωι ἡ αἴσθησις ἢ οὐ διά τινα ἀσυμμετρίαν οὐ κρίνουσιν | ||
δ ' ἐν ταῖς κατὰ μέρος : συμβαίνει γὰρ τῶι ὁμοίωι γίνεσθαι τὴν γνῶσιν : τὴν γὰρ ὄψιν ὅταν ἐκ |
. χατέουσα : χρῄζουσα . Οἷα : καὶ οὕτως . Τοῖον Ἄρκτος λιχμῶσα τοὺς ἑαυτῆς δακτύλους ἔκλεψεν ἐν χειμῶνι γαστρὸς | ||
πόντος : ὣς τοῦ ἐπερχομένοιο κακὸν δέος ἄμπεχε Τρῶας . Τοῖον δ ' ἔκφατο μῦθον ἐποτρύνων ἑτάροισι : Κλῦτε , |
τὰς τῶν ἄρθρων παρεμπτώσεις . ] . Ἔτι πᾶσα δοτικὴ ἐπιθετικοῦ ὀνόματος κατ ' ἐπισταλτικὴν σύνταξιν συνέχει τὸ ἄρθρον , | ||
δημότερος συγκριτικόν , οὐκ ἀποκοπῇ , ἀλλ ' ἐκ τοῦ ἐπιθετικοῦ τοῦ „ δῆμον ἐόντα παρὲξ ἀγορευέμεν „ . καὶ |
ἰδοίατο νοστήσαντα . ” τὸν δ ' αὖτ ' Ἀλκίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε : “ ὦ Ὀδυσεῦ , τὸ μὲν | ||
υἷα Ἥρη ἀκηχεμένη . Ὃ δ ' ἄρ ' οὐκ ἀπαμείβετο μύθῳ : ἅζετο γὰρ παράκοιτιν ἑοῦ πατρὸς ἀκαμάτοιο , |
ῥ ' οὐδ ' ἠγνοίησε δόλον : κακὰ δ ' ὄσσετο θυμῷ θνητοῖς ἀνθρώποισι , τὰ καὶ τελέεσθαι ἔμελλε . | ||
ἀλλοφρονέων ἀλλοῖα διανοούμενος : “ ἀλλοφρονέων , κακὰ δ ' ὄσσετο θυμός . ” ἀλῆτις : “ χερνῆτις ἀλῆτις ἥ |
αὐτόν τε τὸν ἄρρωϲτον πειθήνιον καὶ μηδὲν ἐν τῇ διαίτῃ ἁμαρτάνοντα περιγένοιτο ἂν τῆϲ νόϲου : ϲυνεργοὺϲ δὲ εἶναι χρὴ | ||
ἐν αὐτῇ καὶ τῆς ποσότητος ἀστοχοῦντα , εἰκότως ἂν ὡς ἁμαρτάνοντα διέβαλλεν . ὃ δὲ τούτων μὲν οὐδέτερον ἔχει δεικνύναι |
, τὰ τριώβολα . Ἅπαντα τἄρ ' αὐτῷ ταμιεύει ; Φήμ ' ἐγώ . Ἥν γ ' ἢν σὺ παρ | ||
ἀνειληφόσι . φυσικῶς δέ πως ἐν τῷ διαλέγεσθαι ἐχρῆτο τῷ Φήμ ' ἐγώ , καί , Οὐ συγκαταθήσεται τούτοις ὁ |
τοῖς Ἀθηναίοις συμφορὰν χαριέστερον : εἰ γὰρ αἴτιος τοῦ κακῶς διατεθῆναι τὰς πόλεις ὁ πόλεμος καὶ φύσει πονηρὸς ἐπὶ τὴν | ||
τοῖς δεσπόταις βασιλεῦσι μεγιστᾶσι καὶ πᾶσι τοῖς ὑπερέχουσι , κακῶς διατεθῆναι σημαίνει πρὸς τῶν οἷς τις ἐμάχετο . Μισεῖν ἢ |
ἀνακρούων : ἀνασείων . γενύεσσι : στόμασιν . Ἀσχαλόωντα : λυπούμενον . ἀσπαίροντα : ψυχοῤῥαγοῦντα . Ἐνίπαπε : ἐνέπληξεν , | ||
καὶ συνεχοῦς ἡμέραις τε καὶ νυξίν , ὁρῶν ἐπὶ τούτοις λυπούμενον βασιλέα ” μὴ λυποῦ “ φησίν , ” ὦ |
ἐρίβωλον ἵκοιο , πρὸς Αἰσχίνην ἔφη , “ εἰς τρίτην ἀποθανοῦμαι . ” μέλλοντί τε αὐτῷ τὸ κώνειον πίεσθαι Ἀπολλόδωρος | ||
τε καὶ ἀηδέστερον ζῆν ; ἀλλὰ μὴν εἴ γε ἀδίκως ἀποθανοῦμαι , τοῖς μὲν ἀδίκως ἐμὲ ἀποκτείνασιν αἰσχρὸν ἂν εἴη |
ἐκ τῆς ἐπαγωγῆς δείκνυσιν , ὁριζόμενος ἅμα καὶ λέγων : Δείκνυσιν ἤδη διὰ τῆς ἐπαγωγῆς , ὡς εἴρηται , εἶναί | ||
. . μόνον : Μονογενῆ . . ὃν ἐγὼ : Δείκνυσιν , ὡς καὶ τῶν παίδων αὐτῶν πλέον τὸν πλοῦτον |
' ἄμφω καὶ διὰ τοῦτο πρὸϲ ϲηπεδόναϲ καὶ τὰ ῥεύματα χρήϲιμοϲ ὑπάρχει , πρὸϲ δὲ τὰ ϲηπόμενα ἐν τῷ ϲτόματι | ||
καὶ μάλιϲτα τραγήματοϲ παντὸϲ φείδεϲθαι . οἶνοϲ λεπτὸϲ καὶ λευκὸϲ χρήϲιμοϲ εἰϲ ἡδονὴν δὲ καὶ ὁ γλυκὺϲ καὶ τὸ οἰνόμελι |
ὑποπίνων , ἐκ μιμήσεως τῆς τῶν παίδων φωνῆς . ΓΘ βρύλλων ] πίνων , κερδαίνων . βρύλλων ] ἐξαπατώμενος ὑπό | ||
ἠλιθιάζω ] προσποιοῦμαι ἠλίθιος εἶναι , ἤγουν ἑκὼν ἀνοηταίνω . βρύλλων : ἐξαπατώμενος , ὑποπίνων καὶ μεθύων . Σύμμαχος δὲ |
ἡ φύσις ἐγέννησεν : ἐκ τουτέων δὲ πάλιν φιλοδοξίη χυθεῖσα ἔσφηλε πολλῶν ὀρθογνώμονα ψυχὴν , σπουδαζόντων μὲν ἅπαντα ὡς ἐπὶ | ||
Ἀλέξανδρος μὲν οὖν , ὡς ᾤετο , ἄριστα βεβούλευτο : ἔσφηλε δὲ αὐτοῦ τὴν γνώμην ἡ τύχη . τὸ μὲν |
μέρος . θ περιπίτνει κρύος ] περιπίπτει φόβος κακοῦ . περιπιτνεῖ κρύος ] φρίσσω , δέδοικα . περιπιτνεῖ ] περιπίπτει | ||
φόβος κακοῦ . περιπιτνεῖ κρύος ] φρίσσω , δέδοικα . περιπιτνεῖ ] περιπίπτει . περιπιτνεῖ ] ἐπέρχεται . πίτνω γίνεται |
δ ' ἐσφαλμένοι ζητοῦσι τὸν τεκόντ ' , ἐγὼ δὲ διαφέρω λόγοισι μυθεύουσα . θαυμάζων δ ' ὅταν πύλαι ψοφῶσι | ||
ἐμοῦ δὲ οὔ : οὐ γὰρ ἔσθ ' ὅτῳ σου διαφέρω πλήν γ ' ἑνί . Τίνι ; Ὁ ἐπίτροπος |
κοινοῦ πατρὸς ὑπηρέτης τοῦ Διός . Ἄν σοι δόξῃ , πυθοῦ μου καὶ εἰ πολιτεύσεται . σαννίων , μείζονα πολιτείαν | ||
εἶ , καὶ τὸ πρᾶγμα πᾶν σύνοισθα . τοιγαροῦν ἐμοῦ πυθοῦ , τῆι γυναικὶ μὴ ' νοχλήσας μηδέν . ἆρ |