| Ἀλαλαί , ἰὴ παιών : τήνελλα καλλίνικος , ὦ δαιμόνων ὑπέρτατε . Ἀλλ ' εἴ τις εἰς Βακχεῖον αὐτὰς ἐκάλεσεν | ||
| Διός : διὸ καὶ ἀκαμαντόποδα αὐτὴν εἶπεν . ἤτοι δὲ ὑπέρτατε Ζεῦ εἴρηκεν , ἢ ὑπέρτατε ἐλατὴρ τῆς βροντῆς . |
| οὔ νιν διώξω : κεινὸς εἴην . Ἐλατὴρ ὑπέρτατε βροντᾶς ἀκαμαντόποδος Ζεῦ : τεαὶ γὰρ Ὧραι ὑπὸ ποικιλοφόρμιγγος ἀοιδᾶς ἑλισσόμεναί | ||
| λόγος : ὑπέρτατε βροντᾶς ἐλατὴρ Ζεῦ : οἷον ἡνίοχε . ἀκαμαντόποδος δὲ , μὴ καμνούσης τοὺς πόδας . ἀκοπιάστου καὶ |
| ἀπὸ Καμαρίνης πόλεως , ᾗ ὁμώνυμος καὶ λίμην . . Ἐλατὴρ ὑπέρτατε : ἰδίως οἱ νεώτεροι τὴν βροντὴν ὄχημα καὶ | ||
| ἄβατον κἀσόφοις . οὔ νιν διώξω : κεινὸς εἴην . Ἐλατὴρ ὑπέρτατε βροντᾶς ἀκαμαντόποδος Ζεῦ : τεαὶ γὰρ Ὧραι ὑπὸ |
| ἱππόβοτόν τε , ὁππόσον ἀμφὶ ῥοῇς Σιμόεις καὶ Ξάνθος ἐέργει Ἴδηθεν κατιόντες ἐς ἱερὸν Ἑλλήσποντον . Ἀλλ ' ὅτε δὴ | ||
| , Ψ , . . . . Ζεὺς δὲ πατὴρ Ἴδηθεν ἐύτροχον ἅρμα καὶ ἵππους Οὔλυμπον δὲ δίωκε : ἡ |
| ἱππικὴ Δαρδανία . ἢ ἱπποσύνου Γανυμήδους , τουτέστιν ἱππικοῦ : ἰαλέμων : τῶν θρήνων , ἀπὸ Ἰαλέμου τοῦ Καλλιόπης καὶ | ||
| ' : Ἀπόλλων δ ' εἰκότως κλῄζῃ βροτοῖς : ὀτοτοῖ ἰαλέμων : ὀτοτοῖ ἐπίφθεγμά ἐστι θρηνητικόν . ἰάλεμος θρῆνος . |
| Ἥρη : “ Αὐτὴ νῦν προτέρη , θύγατερ Διός , ἄρχεο βουλῆς . τί χρέος ; ἠὲ δόλον τινὰ μήσεαι | ||
| κέρδιστον ἐν ἀθανάτοισι νόημα , φαῖνέ τε καὶ σήμαινε καὶ ἄρχεο , νύσσαν ἀοιδῆς ἰθύνων : βουλὰς δὲ περισσονόων ἁλιήων |
| παῖ παῖ ” , Πολυξένη δηλονότι , “ ἔξελθ ' ἔξελθ ' οἴκων ” . παίζει ⌈ ὁ Ἀριστοφάνης ἐνταῦθα | ||
| νυν τὰ πλείον ' ἱστορεῖν , ἐκ τῆσδ ' ἕδρας ἔξελθ ' : ἔχεις γὰρ χῶρον οὐχ ἁγνὸν πατεῖν . |
| λέγεται ἀπειλῆφθαι ἐν οὐρανῷ ἀθανασίᾳ τιμηθείς . ἄλλως . πῦρ παγκρατές : τὸ πάντων κρατοῦν καὶ δεσπό - ζον διὰ | ||
| πηλίου , ἵνα αὐτὸν οἱ κένταυροι φονεύσωσιν : Πῦρ δὲ παγκρατές . τὴν εἰς πυρὸς καὶ λεόντων φύσιν μεταμόρφωσιν τῆς |
| δὲ Ἀτλαγενέων φασὶ γελοῖον : ἔδει γὰρ εἰπεῖν Ἀτλαντογενέων . ἐπιτελλομενάων : τοῦτο κοινόν ἐστι πανταχοῦ τῶν ἀπλανῶν ἄστρων οὐκ | ||
| , καὶ περαιτέρω τούτων . Ἡσίοδος δὲ τῶν Πληιάδων Ἀτλαγενέων ἐπιτελλομενάων ἀπάρχεται καὶ ὁμοίως Ὁμήρῳ προβαίνει μέχρι πολλοῦ τῶν ἐπῶν |
| μακροκαταληκτεῖ : Ἀλκμάν παιάν δελφίν ἀκτίν ῥίν Σαλαμίν Κάρ ψάρ μάρτυρ φόρην . σεσημείωται τὸ μάκαρ δάμαρ . Τὰ εἰς | ||
| γὰρ Ὧραι ὑπὸ ποικιλοφόρμιγγος ἀοιδᾶς ἑλισσόμεναί μ ' ἔπεμψαν ὑψηλοτάτων μάρτυρ ' ἀέθˈλων : ξείνων δ ' εὖ πρασσόντων ἔσαναν |
| ; ἀλλ ' αἰδώς μ ' ἔχει . οὐκέτι θεατὴς μαινάδων πρόθυμος εἶ ; στολὴν δὲ τίνα φὴις ἀμφὶ χρῶτ | ||
| πάθεα προσμένει τοκεῦσιν μεταῦθις ἐν χρόνῳ . οὐδὲ γὰρ βροτοσκόπων μαινάδων τῶνδ ' ἐφέρψει κότος τις ἐργμάτων : πάντ ' |
| ον [ Τάναϊν ] μέλπουσι [ ] [ ἀμπνύουσιν ] ὄρφναν [ ] ! υ Τυφῶνος ὁλκὸς [ ] νεας | ||
| φροῦδαί σοι θυσίαι χορῶν τ ' εὔφημοι κέλαδοι κατ ' ὄρφναν τε παννυχίδες θεῶν , χρυσέων τε ξοάνων τύποι Φρυγῶν |
| τὴν φωνὴν λέγει ἢ τὴν ὁμιλίαν οὐ τὴν κληδόνα : ὄμφαν . φωνήν * φρενῶν . τὸ ἔπαρμα καὶ τὴν | ||
| τὴν φωνὴν λέγει ἢ τὴν ὁμιλίαν οὐ τὴν κληδόνα : ὄμφαν . φωνήν * φρενῶν . τὸ ἔπαρμα καὶ τὴν |
| καὶ μολπαὶ γινώσκουσιν αὐτόν , ἀντὶ τοῦ λύραι δὲ καὶ μολπαὶ δι ' ἡδέων λόγων ὑμνοῦσιν αὐτόν , ἤγουν τὸν | ||
| τ ' ἀνθεῦσι - ] [ ] [ ] καὶ μολπαὶ λίγειαι [ ] [ ] ονες ? , ὦ |
| δαῒς ὑπὸ ξανθαῖσι ⌊ ⌋ ? πεύκαις : ἐν δὲ Ναΐδων ? ἐρίγδουποι ? στοναχαί μανίαι τ ' ἀλαλαί ? | ||
| ' ὦ μεγάλα ἄνασσα Μᾶτερ Ὀλύμπου . Πᾶνα τὸν νυμφαγέταν Ναΐδων μέλημ ' ἀείδω , χρυσέων χορῶν ἄγαλμα , κωτίλας |
| Κοῦρε , χαῖρέ μοι , Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι | ||
| μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι |
| ἀγρός . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι , Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν | ||
| ἀντάχον . ] Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν |
| μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ . Ἔνθα γὰρ | ||
| μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ . [ Ὧραι |
| Αἰσιμίδα , λίθος οἶνος , ὦ φίλε παῖ , καὶ ἀλάθεα ἦρος ἀνθεμόεντος † ἐπάιον ἐρχομένοιο . . . ἐν | ||
| : ταῦτα δὲ σύμφωνα ποιητά , θεωρούμενα δι ' αὐτῶν ἀλάθεα . διωρισμένων δὲ τούτων τὰ μετὰ ταῦτα δεῖ νοῆσαι |
| στάντες ἀείδομεν τεὸν ἀμφὶ βωμὸν οὐερκῆ . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες | ||
| , θόρε κἐς Θέμιν κλειτάν [ . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες |
| χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε , πολλάκι ματέρ ' Ἐρώτων οὐράνιαι πτάμεναι νόημα ποττὰν Ἀφροδίταν : ὑμῖν ἄνωθεν ἀπαγορίας ἔπορεν | ||
| : ὄντα μὲν αἱ ἄυλοι οὐσίαι καὶ ἀσώματοι καὶ αἱ οὐράνιαι σφαῖραι καὶ αἱ τῶν στοιχείων ὁλότητες , γινόμενα δὲ |
| , μαντείων δ ' ἐπέβας ζαθέων τρίποδί τ ' ἐν χρυσέωι θάσσεις , ἐν ἀψευδεῖ θρόνωι μαντείας βροτοῖς θεσφάτων νέμων | ||
| ' οὑτωσὶ λέγει : – ˘ ˘ – τότε δὴ χρυσέωι ἐν δέπαϊ Ἠέλιον πόμπευεν ἀγακλυμένη Ἐρύθεια . καὶ Αἰσχύλος |
| ὥλαφος ἕλκοι , κἠξ ὀρέων τοὶ σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο . λήγετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι , ἴτε λήγετ ' ἀοιδᾶς . | ||
| γ ' ἔλυσεν τὸ τέλος , φίλαι , βίου , λήγετε τοῦδ ' ἄχους : κακῶν γὰρ δυσάλωτος οὐδείς . |
| , χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ . | ||
| , χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ . |
| ] [ πόντῳ ] νᾶσος , [ ὦ ] Διὸς Ἑλλανίου φαεννὸν ἄστρον . οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν | ||
| ἐὰν ἐν Αἰγίνῃ [ καὶ ] ἐπὶ τοῦ Διὸς τοῦ Ἑλλανίου νεφέλη καθίζηται ὡς τὰ πολλὰ ὕδωρ γίνεται . Ἐὰν |
| ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν ' εὐρυβίαν , ὃν πρόγονον , καὶ τοξοφόρον Δάλου θεοδˈμάτας σκοπόν , αἰτέων λαοτˈρόφον τιμάν τιν ' ἑᾷ | ||
| [ ] ! φόρμιγγι ? ? [ Φοίβωι ] : Δάλου ? [ ] ε μεσόχθονος ? ? [ [ |
| ' εἰλαπίνας θεοῖς βροτείωι τε γένει , Ζεὺς μειλίσσων στυγίους Ματρὸς ὀργὰς ἐνέπει : Βᾶτε , σεμναὶ Χάριτες , ἴτε | ||
| [ [ πρῶτος ] δὲ ἰάτρευσε [ ] [ [ Ματρὸς ] ὀρείας δεῖξαν [ [ πρῶτος ] δένδρα [ |
| καρπὸν ἔδουσι , καὶ ζώιων πάντων , ὁπός ' ἐν κόλποισι τιθηνεῖ γαῖα θεὰ μήτηρ καὶ πόντιος εἰνάλιος Ζεύς . | ||
| τραγικῇ τέχνῃ , σχῆμα τὸ σεμνότατον . * ἥδε χθὼν κόλποισι Φασηλίτην Θεοδέκτην κρύπτει , ὃν ηὔξησαν Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες . |
| ἦλθον . σᾶς δ ' ἕνεκεν φιλίου μορφᾶς καὶ Ἀταρνέος ἔντροφος ἠελίου χήρωσεν αὐγάς . τοιγὰρ ἀοίδιμον ἔργοις ἀθάνατόν τέ | ||
| ἔπες ' ἔπεσε μελέοις Ἀτρείδαις . Ἦ που παλαιᾷ μὲν ἔντροφος ἁμέρᾳ , λευκῷ δὲ γήρᾳ μάτηρ νιν ὅταν νοσοῦντα |
| τ ' ἐπιβώμια μῆλ ' ἐρύσαντες , αὐτονυχὶ κούρῃ θαλαμήιον ἔντυον εὐνήν ἄντρῳ ἐν ἠγαθέῳ , τόθι δή ποτε Μάκρις | ||
| : τόφρα δ ' ἄρ ' Εὐρυνόμη τε ἰδὲ τροφὸς ἔντυον εὐνὴν ἐσθῆτος μαλακῆς δαΐδων ὕπο λαμπομενάων . αὐτὰρ ἐπεὶ |
| πόσις σός , παῖδ ' ἔδωκ ' αὐτῶι θεός . ὀτοτοτοῖ : τὸν ἐμὸν ἄτεκνον ἄτεκνον ἔλακ ' ἄρα βίοτον | ||
| ἐρημώσας ' ] ἤγουν ἀφεῖσα . στροφή . ἡμέτερον + ὀτοτοτοῖ : αἱ περίοδοι αὗται πᾶσαι καλοῦνται ὡς εἴρηται ἀλλοιόστροφοι |
| πάρα νυμφοκομήσει . τοῖον εἰς ἕρκος πεσεῖται καὶ μοῖραν θανάτου δύστανος : ἄταν δ ' οὐχ ὑπεκφεύξεται . σὺ δ | ||
| οὐ γὰρ ἔχω χεροῖν τὰν πρόσθεν βελέων ἀλκάν , ὦ δύστανος ἐγὼ τανῦν , ἀλλ ' ἀνέδην ὅδε χῶρος ἐρύκεται |
| Τελλίᾳ ἱμερόεντα βίον πόρε , Μαιάδος υἱέ , ἀντ ' ἐρατῶν δώρων τῶνδε χάριν θέμενος . δὸς δέ μιν εὐθυδίκων | ||
| καὶ κρατέει πόντοιο καὶ ἡμετέρων ὀδυνάων . Ὣς εἰπὼν μελέων ἐρατῶν ἀπεδύσατο πέπλα ἀμφοτέραις παλάμῃσιν , ἑῷ δ ' ἔσφιγξε |
| ἐμὸν ὁπλίζων καὶ διεγείρων λόγον . ὡς ἐπεὶ σπλάγχνων ὑπὸ ματέρος αὐτίκα : διηγήσομαι , φησίν , ὅπως ἐκ τῆς | ||
| ἐρωτύλα , καί με δίδασκε θνατῶν ἀθανάτων τε πόθως καὶ ματέρος ἔργα . κἠγὼν ἐκλαθόμαν μὲν ὅσων τὸν Ἔρωτα δίδασκον |
| κρατέεις μούνη καὶ πᾶσιν ἀνάσσεις . ἀλλά , θεά , μόλε μυστιπόλοις ἐπιτάρροθος αἰεὶ ῥυομένη νούσων χαλεπῶν κακόποτμον ἀνίην . | ||
| ὁ Διὸς παῖς . ἰὼ ἰώ , δέσποτα δέσποτα , μόλε νυν ἁμέτερον ἐς θίασον , ὦ Βρόμιε Βρόμιε . |
| καὶ ἔργον ἐπ ' ἔργῳ ἐργάζεσθαι . Πληιάδων Ἀτλαγενέων ἐπιτελλομενάων ἄρχεσθ ' ἀμήτου , ἀρότοιο δὲ δυσομενάων . αἳ δή | ||
| . Ὅθεν καὶ ὁ Ἡσίοδός φησι : Πληϊάδων Ἀτλαγενάων ἐπιτελλομενάων ἄρχεσθ ' ἀμήτου , ἀροτοῖο δὲ δυσομενάων , οὐ διὰ |
| δύστανος ἄταν : ξανθᾶι δ ' ἀμφὶ κόμαι θήσει τὸν Ἅιδα κόσμον αὐτὰ χεροῖν . πείσει χάρις ἀμβρόσιός τ ' | ||
| οὐκέτι μοι ἐλπίδες τοῦ ζήσεσθαι τοὺς παῖδας : θήσει τὸν Ἅιδα κόσμον : θάνατον , φησὶ , μᾶλλον περιθήσεται ἢ |
| ] ! ατώανεκόσμιον ! μάκαρες ] : τῶ δὲ νόος γεγάθι : ὁ δὲ λούπησι ] κάθεκτος [ ] χαλεπῆσιν | ||
| ] ! ατώανεκόσμιον ! μάκαρες ] : τῶ δὲ νόος γεγάθι : ὁ δὲ λούπησι ] κάθεκτος [ ] χαλεπῆσιν |
| : ὄνομα ἔθνους . Μοῦσα : ὄνομα κύριον θεᾶς . Μαῖα : ἡ μάμμη . Σφαῖρα : τὸ στρογγυλοειδές . | ||
| γάρ μοι θῦμος ὔμνην , τὸν κορύφαισιν † αὐγαῖς † Μαῖα γέννατο Κρονίδαι μίγεισα παμβασίληϊ τὸ γὰρ θέων ἰότατι ὔμμε |
| : παραγώγως ἀντὶ τοῦ δάκνου . βαρὺ δ ' ἀμβόασον οὐράνι ' ἄχη ] ἀντὶ τοῦ ὀξέως κώκυσον οὐράνια ἄχη | ||
| στέμβονται : στένε καὶ δακνάζου , βαρὺ δ ' ἀμβόασον οὐράνι ' ἄχη , ὀᾶ : τεῖνε δὲ δυσβάυκτον βοᾶτιν |
| τί πᾳ εἰς Ἀίδαν γε τὸν ἐκλελάθοντα φυλαξεῖς . Ἄρχετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι φίλαι , ἄρχετ ' ἀοιδᾶς . Θύρσις | ||
| ἕλκοι , κἠξ ὀρέων τοὶ σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο . λήγετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι , ἴτε λήγετ ' ἀοιδᾶς . χὢ |
| μ ' ἔκιχεν κιθάρην πολυδαίδαλον ἐντύνοντα , ὄφρα κέ σοι μέλπων προχέω μελίγηρυν ἀοιδήν , κηλήσω δέ τε θῆρας ἰδ | ||
| ὁ Πίνδαρος μεταφορικῶς εἰπεῖν ἔστην τῷ λόγῳ καὶ τῇ μολπῇ μέλπων αὐτὸν καὶ ὑμνῶν . ἐὰν μὲν οὖν ὁ χορὸς |
| ὑμῖν , πρόσθε δ ' ἄνασσαν , [ λάβετε φέρετε πέμπετ ' ἀείρετέ μου ] γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμεναι : κἀγὼ | ||
| ὕμνος . ἀλλὰ κλύοντες , μάκαρες χθόνιοι , τῆσδε κατευχῆς πέμπετ ' ἀρωγὴν παισὶν προφρόνως ἐπὶ νίκῃ . πάτερ , |
| καὶ στάντες ἀείδομεν τεὸν ἀμφὶ βωμὸν οὐερκῆ . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , | ||
| ἰχθύσιν οἱ θηραταί . Ἐκ πάντων δή σοι , βασιλεῦ μέγιστε , λογιστέον ὡς οὐδὲν τοῖς ἀνθρώποις ἀπείρατον , ἤν |
| ' Ἐλευθεραῖς Ὑσιαί τὸν μὲν κίκλησκε Ζῆθον : ἐζήτησε γὰρ τόκοισιν εὐμάρειαν ἡ τεκοῦσά νιν . λαμπρός θ ' ἕκαστος | ||
| Οἰδίποδι : οὔτε γὰρ ἔκγονα κλυτᾶς χθονὸς αὔξεται : οὔτε τόκοισιν ἰήων καμάτων : τῶν θρηνητικῶν . Ἴδρις . εἴδω |
| ξείνων δ ' εὖ πρασσόντων : ξείνων , φίλων . ἔσαναν ἀντὶ τοῦ ἐχάρησαν , ἀπὸ τῶν σαινόντων ζώων . | ||
| αὐτῶν γλυκεῖαν οὖσαν ἱλαρῶς οἱ ἀγαθοὶ προσδέχονται καὶ ἀφθόνως . ἔσαναν : ἐχάρησαν . ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν σαινόντων κυνῶν |
| φέρωμεν οἱ προτεταγμένοι τὸν νυμφίον , ὦνδρες . Ὑμήν , Ὑμέναι ' , ὤ . Ὑμήν , Ὑμέναι ' ὤ | ||
| κρατήσας καὶ πάρεδρον Βασίλειαν ἔχει Διός . Ὑμὴν ὤ , Ὑμέναι ' ὤ . Ἕπεσθέ νυν γαμοῦσιν , ὦ φῦλα |
| βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ , τάν τοι κρέκομεν πακτίσι μείξαντες ἅμ ' αὐλοῖσιν | ||
| βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ . Ἁμῖν [ θόρε , κἐς σταμνία ] , |
| φθασάντων κατάστασιν εὐδία ἄλυπος παρὰ τῶν θεῶν ὑμᾶς διεδέξατο . ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων : ὁ λόγος ἐπαμφοτερίζει . ἤτοι | ||
| : ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος . ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων . ὁ δ ' ἀθανάτων μὴ |
| Αἰτναίου ἐν Σικελίᾳ ἐκ διαδοχῆς Τηλίνου τοῦ προγόνου αὐτῶν . σκάπτῳ : Ἀρίσταρχος : τοῖς κατὰ τὸν χορὸν εἰπεῖν ἐπικελεύει | ||
| αἰχματὰν κεραυνὸν σβεννύεις αἰενάου πυρός . εὕδει δ ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς αἰετός , ὠκεῖαν πτέρυγ ' ἀμφοτέρωθεν χαλάξαις , |
| κίνησις ἀβούλητός τε καὶ ἀκούσιος ἐπαιρομένων τε καὶ καταφερομένων τῶν παλλομένων μερῶν . ἢ παλμός ἐστι μὲν διαστολὴ παρὰ φύσιν | ||
| λέγων : Ἦ τοι ἐγὼν ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν αἰεὶ παλλομένων , Ἀίδης δ ' ἔλαχε ζόφον ἠερόεντα , Ζεὺς |
| τάχιστ ' ἀπάγξασθαι θεῶν . ἤκουσα μαστικτῆρα καρδίας λόγον . ξυνῆκας : ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον . ναί : ἦ πολλαχῇ | ||
| δαιμόνων βούλει παρασιτεῖν ; ἢ τί τῶν ἐν τῷ βίῳ ξυνῆκας ; εἶπον , ἄξιον γὰρ εἰδέναι : τίνος μαθητὴς |
| ἴσην ἁρπυίαις ὁπλαῖς εἶπεν . Ἅρπυιαι δὲ μυθικῶς δαίμονές τινες Ἀελλὼ καὶ Ὠκυπέτη καὶ Κελαινὼ Ἴριδος ἀδελφαὶ καὶ θυγατέρες Θαύμαντος | ||
| . Θαύμαντος μὲν οὖν καὶ Ἠλέκτρας Ἶρις καὶ ἅρπυιαι , Ἀελλὼ καὶ Ὠκυπέτη , Φόρκου δὲ καὶ Κητοῦς Φορκίδες καὶ |
| χιόνεοι τὸ πάροιθεν Ἀδώνιδι πορφύροντο . αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν , ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα , σὺν ὤλεσεν | ||
| Ἄδωνιν , ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις : ὤλετο καλὸς Ἄδωνις , ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . μηκέτι πορφυρέοις ἐνὶ φάρεσι Κύπρι κάθευδε : |
| ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ ἀθανάτων οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου , Τάρταρά τ ' ἠερόεντα μυχῷ χθονὸς εὐρυοδείης , ἠδ ' | ||
| ἀσφαλὲς αἰεὶ ἀθανάτων , οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου , Τάρταρά τ ' ἠερόεντα , μυχὸν χθονὸς εὐρυοδείης , ἠδ |
| βέλτιον τὸ πρᾶγμα τῇ πόλει ξυνοίσεται . ἀμφί μοι αὖτε Φοῖβ ' ἄναξ Δήλιε , Κυνθίαν ἔχων ὑψικέρατα πέτραν : | ||
| τί σὺ πρὸς μελάθροις ; τί σὺ τῆιδε πολεῖς , Φοῖβ ' ; ἀδικεῖς αὖ τιμὰς ἐνέρων ἀφοριζόμενος καὶ καταπαύων |
| καὶ φωνὴν τάλαιναν καὶ τληπαθῆ , δυσβάϋκτον καὶ θρηνητικὴν , βοᾶτιν καὶ βοητικήν . . τεῖνε ] εἰς ὕψος αἶρε | ||
| τοῦ οὐρανοῦ βόησον τὰ ἄχη . δυσβάϋκτον ] θρηνητικήν . βοᾶτιν ] βοητικήν . ἀναύδων ] τῶν ἰχθύων . τᾶς |
| εὐκαρπείαι : τὰ δὲ δεύτερά μοι μετὰ τὰν ἱερὰν Θησέως ζαθέαν ἐλθεῖν χώραν . καὶ τὰν Αἰτναίαν Ἡφαίστου Φοινίκας ἀντήρη | ||
| διὰ τὸ ἐμβάλλειν τὸν ἥλιον ἀνίσχοντα πρῶτον εἰς αὐτήν : ζαθέαν θεράπναν : ἔνθα τὸ θεῖον θεραπεύεται . νῦν δὲ |
| πολεμαδόκον ἁγνάν παῖδα Διὸς μεγάλου δαμάσιππον Παλλάδα περσέπολιν δεινὰν θεὸν ἐγρεκύδοιμον αἵ τε ποταναῖς ὁμώνυμοι πελειάσιν αἰθέρι κεῖσθε . θεὸς | ||
| δ ' ἐκ κεφαλῆς γλαυκώπιδα γείνατ ' Ἀθήνην , δεινὴν ἐγρεκύδοιμον ἀγέστρατον ἀτρυτώνην , πότνιαν , ᾗ κέλαδοί τε ἅδον |
| ] θρηνητὸς τῇ γέννῃ . ἀντὶ τοῦ δυστυχῶς γεννηθείς . πρόσφθογγον ] προσφώνησίν σοι τοῦ νόστου πέμψω , τὴν κακοφάτιδα | ||
| βʹ ἑφθημιμερῆ , τὸ δὲ γʹ δίμετρον ἐκ προκελευσματικοῦ . πρόσφθογγον ] τὸ αʹ ἑφθημιμερὲς , τὰ Ϛʹ δὲ μονόμετρα |
| , καὶ τὰ ἑξῆς . τὸ μὲν οὖν προσυντετάχθαι τῆς Μᾶτερ Ἀελίου τὴν Θάλλοντος ἀνδρῶν ὑγιές . οὐκ αἰτιατέον δὲ | ||
| πλῆθος ἐν πύλαις δάκρυσι † κατάορα στένει † βοᾶι βοᾶι Μᾶτερ , ὤμοι , μόναν δή μ ' Ἀχαιοὶ κομίζουσι |
| . Καὶ περαιτέρω τούτων . Ἡσίοδος δὲ , τοῦ Πληϊάδων Ἀτλαγενέων ἐπιτελλομενάων ἀπάρχεται , καὶ ὁμοίως Ὁμήρῳ προβαίνει , μέχρι | ||
| ἰδίων ποιημάτων εἰπεῖν . Ἡσίοδος οὖν ἔφη πρῶτος : Πληιάδων Ἀτλαγενέων ἐπιτελλομενάων ἄρχεσθ ' ἀμήτου , ἀρότοιό τε δυσομενάων : |
| πέλταν Ἀθάνας περικίοσιν ἀγκρεμάσας θαλάμοις δέλτων τ ' ἀναπτύσσοιμι γᾶρυν ἇι σοφοὶ κλέονται . ἀνέγγυοι γάμοι ἀνέξοδον Ἐλευσίνιοι μετ ' | ||
| λέκτρων σκότια νυμφευτήρια . ἦ τὰν τοῦ Φοίβου παρθένον , ἇι γέρας ὁ χρυσοκόμας ἔδωκ ' ἄλεκτρον ζόαν ; ἔρως |
| χαδέειν τόσον ὄρνιν , κυκλόσε λαϊνέοις θωρησσόμενον κελύφεσσι . Πτῶκας ἀείδωμεν , θήρης ἐρίδωρον ὀπώρην . σῶμα πέλει τυτθόν , | ||
| νόμιοί τε χαμεῦναι . τλησιπόνων δ ' ἀνδρῶν χρέος ἄπλετον ἀείδωμεν , ἀμφότερον κρατερόν τε μένος καὶ ἐπίφρονα βουλὴν κέρδεά |
| [ οιμ ? [ φρ [ ου [ κα [ ωνα ? [ κτει ? [ εἰ γαρ [ ἁνηρ | ||
| ! ! ! ] [ ! ! ! ] ‖ ωνα καὶ η [ ! ! ! ! ! ! |
| ὄρος περὶ τὴν Λυδίαν . ἀγλαοτρίαιναν : τὸν Ποσειδῶνα . χρυσέαισιν : ἀντὶ τοῦ ἐπὶ χρυσῶν ἵππων . μεταβιβάσαι , | ||
| ἔτυχον ἕλικά τ ' ἀνὰ χλόαν φοίνικας ἁλίωι † πέπλους χρυσέαισιν αὐγαῖς θάλπους ' † ἀμφὶ δόνακος ἔρνεσιν : ἔνθεν |
| τῶν γὰρ οὐ δεῖται πόλις . ἴδοιτο δῆτ ' ἄνατον φυγὰν ἱκεσία Θέμις Διὸς κλαρίου . σὺ δὲ παρ ' | ||
| , ἐπεὶ προθυμῆι τῆσδε κοινοῦσθαι φυγῆς . ἴθ ' ἐς φυγὰν τάλαιναν : ὄρεγε χέρα φίλαν , πάτερ γεραιέ , |
| βλέφαρον Κύκλωπος , ὡς πίηι κακῶς . κἀγὼ τὸν φιλοκισσοφόρον Βρόμιον ποθεινὸν εἰσιδεῖν θέλω , Κύκλωπος λιπὼν ἐρημίαν : ἆρ | ||
| , Φοῖβόν τ ' οὐ καταισχύνεις λόγοις , τιμῶν τε Βρόμιον σωφρονεῖς , μέγαν θεόν . ὦ παῖ , καλῶς |
| Τάξομεν , κατασκευάσομεν . . στήσομεν . . ἐπὶ : Ἐπάνω . τῆς κεφαλῆς : Τῆς σῆς . φέρε : | ||
| ἀφρὸς διὰ τὸ λευκόν . . ἔπεστ ' ἀνωτάτω : Ἐπάνω . Θ . ἐπάνω ὑπάρχει . . ἡ γραῦς |
| . μεστὸς : Πλήρης τῆς ἀθάρας . Θ . . ἔμπλεος ἢ κεκορεσμένος . . οὐ προσῄειν : Οὐκ ἔγνω | ||
| χαράξει τοὺς χρόνους διπλώματι . Ῥήτρης εὐρυνόοιο [ ] διαμπερὲς ἔμπλεος ἦσθα , ὦ βαθέης σοφίης πολυήρατον εὖχος ἐρώτων , |
| πνεύσαις ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν . τὶν δ ' ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ ' αὐλὸς ἀναπάσσει χάριν : | ||
| τοῦτο καὶ τὰς τῶν ἀδελφῶν οἰκίας ἀδελφὰς ἐκάλεσεν : Σέθεν ἁδυεπής . ἢ συνεργησάσης τῆς ἐν σοὶ θεᾶς , ἢ |
| Ἑρμῆς , ὡς Ὀδυσσεύς : Ἑρμείας δ ' οὐκ ἔστι διάκτορος . . ὅπως παρευθὺς ὑπηρέτης καλὸς ὑπάρχειν φαίνῃς . | ||
| τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον : ἀγχίμολον δέ σφ ' ἦλθε διάκτορος Ἀργεϊφόντης ψυχὰς μνηστήρων κατάγων Ὀδυσῆϊ δαμέντων . τὼ δ |
| πρόπολοι πίλναντο Πέλειαι . Ὅν ῥ ' Ἀμύκλαντος παιδὸς ἄπο φθιμένου . . . λαοὶ κικλήσκουσιν . Ἱστία ἁγνά , | ||
| ? προλέλοιπε γόων ! [ ˘˘˘˘ – – | ] φθιμένου μελέα σέθεν , Ἕκτορ , [ ˘ˈ˘˘˘ – – |
| διὰ τὸν ἀναχωματισμόν . Ἀϊδωνεὺς δ ' ἀναπομπὸς : ὁ Ἀϊδωνεὺς δὲ ὁ ἀναπομπὸς τῶν νεκρῶν ἀνίει καὶ ἀναπέμψει καὶ | ||
| ἠὲ καὶ φεῦ : εἶτα διὰ μέσου ἐρεῖς τὸ ὁ Ἀϊδωνεὺς δέ , ὁ Ἀϊδωνεὺς εἴην ἂν ἀναπομπός , ἀντὶ |
| ἤτοι θρήνοις πρὸς ὃν ἡ ἀντιθρήνησις γίνεται . † τὸ ὀτοτοῖ ἔν τισι μὲν δι ' ἑνὸς τ εὕρηται , | ||
| θέλει ὁπωσδήποτε περισπᾶσθαι , ὡς ἔχει τὸ οἰμοιμοῖ καὶ τὸ ὀτοτοῖ καὶ τὸ οἰοιοῖΦαίνεται . ὅτι καὶ τὸ εὐοἵ κατὰ |
| κούρη . Χειμερίοις αὔραισι δονῶν βαθὺν ἠέρα κόσμου , κρυμοπαγὴς Βορέα , χιονώδεος ἔλθ ' ἀπὸ Θράικης λῦέ τε παννέφελον | ||
| . πνοιαῖς ὄπισθεν : τὸ πνοιαῖς ἀντὶ τοῦ πνοιῶν . Βορέα δὲ ἀντὶ τοῦ Βορέου Δωρικῶς : οἱ γὰρ Δωριεῖς |
| ναι μέγαν ἢ τὸν πολύκοινον Ἅιδαν κεῖνος ἁνὴρ , ὃς στυγερῶν ἔδειξεν ὅπλων Ἕλλασιν κοινὸν Ἄρη . Ὢ πόνοι πρόγονοι | ||
| θεῶν , ὅτε σὸς γόνος ἔκφυγεν Ἅιδαν , ὃς λεχέων στυγερῶν χάριν ὤλεσε πέργαμα Τροίας : αἱματόεντα δὲ θεᾶι παρὰ |
| ὑφάνται δ ' ἦσαν ἔνδοξοι . καὶ ἦν Ἑλικὼν υἱὸς Ἀκεσᾶ , ὥς φησιν Ἱερώνυμος . ἐν Πυθοῖ γοῦν ἐπί | ||
| ἡ τῶν ποικίλων ὑφή , μάλιστα ἐντέχνων περὶ αὐτὰ γενομένων Ἀκεσᾶ καὶ Ἑλικῶνος τῶν Κυπρίων . ὑφάνται δ ' ἦσαν |
| ἐπὶ τραύμασιν , αἵματος ἤδη ψυχρὰν λοιβὰν φονίαν , ἃν ἔλαχ ' Ἅιδας , ὤπασε δ ' Ἄρης . ] | ||
| καὶ Μινύαι , καὶ ἐμυθήσαντο ἕκαστοι , ἐκ δ ' ἔλαχ ' Αἰσονίδης ἄλοχον Μήδειαν ἄγεσθαι Ἀλκινόου , τοὶ δ |
| τῶν Πυθίων ἑορτῇ ἐγεννήθη , ὡς αὐτός φησι : Πενταετηρὶς ἑορτὰ βουπομπὸς , ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην ἀγαπατὸς ὑπὸ σπαργάνοις | ||
| τῶν Πυθίων ἑορτῇ ἐγεννήθη , ὡς αὐτός φησι : Πενταετηρὶς ἑορτὰ βουπομπὸς , ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην ἀγαπατὸς ὑπὸ σπαργάνοις |
| ἐκ πάντα τέτυκται : Ζεὺς πύθμην γαίης τε καὶ οὐρανοῦ ἀστεροέντος . καὶ ἀρχὴ μὲν οὗτος ὡς ποιητικὸν αἴτιον , | ||
| ἐκ πάντα τέτυκται : Ζεὺς πύθμην γαίης τε καὶ οὐρανοῦ ἀστεροέντος . καὶ ἀρχὴ μὲν οὗτος ὡς ποιητικὸν αἴτιον , |
| ἐκ τοῦ θύω τὸ ὁρμῶ . θυὰς ] μαινομένη . θυὰς ] βάκχα . θυὰς ] μαινὰς Διονυσιακή . θ | ||
| πόλεμον ἔνθεος καὶ ὁρμητικὸς καὶ πηδητικὸς πρὸς τὴν ἀλκὴν ὡς θυὰς ἤτοι βάκχα τις φόβον βλέπων , ἤτοι ἐκπληκτικῶς καὶ |
| σὺ δὲ θεῖον Ὅμηρον ἄειδέ μοι κλέος ἀνέρων , κλέος ἁμετέρων πόνων , δι ' ὃν οὐ θάνον , δι | ||
| . ἄλλως : σημειωτέον ὅτι τὰς κενὰς οὕτως εἶπεν . ἁμετέρων ἀποσυλᾶσαι : Χαῖρις γράφει ἁμετέρων , καὶ περισπᾷ τὸ |
| . Μελαναιγίδα Διόνυσον ἱδρύσαντο ἐκ τοιαύτης αἰτίας . αἱ τοῦ Ἐλευθῆρος θυγατέρες θεασάμεναι φάσμα τοῦ Διονύσου ἔχον μέλαιναν αἰγίδα ἐμέμψαντο | ||
| , ἀπὸ Ἀώρας νύμφης . μετωνομάσθη δ ' Ἐλευθήρα ἀπὸ Ἐλευθῆρος ἑνὸς τῶν Κουρήτων . ὁ πολίτης Ἀώριος , ἢ |
| [ χθονίων ] καθαρά , χθονίων βασίλεια , Εὖκλε καὶ Εὐβουλεῦ καὶ ὅσοι θεοὶ δαίμονες ἄλλοι : καὶ γὰρ ἐγὼν | ||
| ἄριστε , ἁβροκόμη , φιλέρημε , βρύων ὠιδαῖσι ποθειναῖς , Εὐβουλεῦ , πολύμορφε , τροφεῦ πάντων ἀρίδηλε , κούρη καὶ |
| ἐπιφανὴς εἰς πανήγυριν , ἔνθα Ἁρμοδίου καὶ Ἀριστογείτονος εἰκόνες . Ὅσια . τὰ ἰδιωτικὰ καὶ μὴ ἱερά . Ὀσταφίδα οὐχ | ||
| ἀλλὰ θαυμάζων αὐτήν . Ὁσία , κλυτὰν χέρα ] * Ὅσια δὲ τὰν χέρα γράφε : οὕτω γὰρ ἔχει πρὸς |
| πανέξοχον ἐφράσσαντο ἴδμονες ἱπποδρόμων καὶ βουκολίων ἐπίουροι , εἴδεσιν ὃς τοίοισιν ὅλον δέμας ἐστεφάνωται : βαιὸν ὑπὲρ δειρῆφι μετήορον ὕψι | ||
| αὖθι μένοντες , εἰ μὴ ἀολλίσσας ἑτάρους ἀπάνευθε γυναικῶν Ἡρακλέης τοίοισιν ἐνιπτάζων μετέειπεν : “ Δαιμόνιοι , πάτρης ἐμφύλιον αἷμ |
| ἐμὲ δεῖ λέγειν , εἰ ἀγαθὸς ἦν . ἀεὶ γὰρ εὐφημεῖτε αὐτὸν καὶ κοινῇ καὶ καθ ' ἕκαστον , ὅπου | ||
| ἀπὸ τοῦ νῶ τὸ νήθω . ἐμπλείμην ] ἐμπλησθείην . εὐφημεῖτε ] Δικαιόπολις μέλλων ποιεῖν θυσίαν τοῦτο λέγει : τοῦτο |
| χεύμασι λοιβᾶς . φυγῆι , τέκν ' , ἐξορμᾶτε . δάιον τόδε δάιον μέλος ἐπαυλεῖται . κυναγετεῖ τέκνων διωγμόν : | ||
| ἀντὶ τοῦ : ὑπὸ τὴν σὴν μασχάλην : πέμπομαι θῦμα δάιον ὑμῶν μέλλων φονεύεσθαι : κατακεκομμένον σφάγιον : ὦ βασιλεῖς |
| εὐφήμους τελετὰς ὁσίας νεομύστοις εὐκάρπους καιρῶν γενέσεις ἐπάγουσαι ἀμεμφῶς . Κικλήσκω κούρην Καδμηίδα παμβασίλειαν , εὐειδῆ Σεμέλην , ἐρατοπλόκαμον , | ||
| πρὸς σὸν χῶρον , ἄνασσα , καὶ εὐδύνατον Πλούτωνα . Κικλήσκω Διόνυσον ἐρίβρομον , εὐαστῆρα , πρωτόγονον , διφυῆ , |
| τέκεν Ὠρείθυια ἐσχατιῇ Θρῄκης δυσχειμέρου : ἔνθ ' ἄρα τήνγε Θρηίκιος Βορέης ἀνερείψατο Κεκροπίηθεν , Ἰλισσοῦ προπάροιθε χορῷ ἔνι δινεύουσαν | ||
| οὐδεμίαν κατάκοιτος ὥραν . † τε † ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων Θρηίκιος Βορέας ἀίσσων παρὰ Κύπριδος ἀζαλέαις μανίαισιν ἐρεμνὸς ἀθαμβὴς ἐγκρατέως |
| εὐστέφανος , Παφίη , Κυθερία . Ἑρμῆς : Στίλβων , Ἀργεϊφόντης , διάκτωρ , Κυλλήνιος , ὀξύς , πινυτός , | ||
| πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον : ἀγχίμολον δέ σφ ' ἦλθε διάκτορος Ἀργεϊφόντης ψυχὰς μνηστήρων κατάγων Ὀδυσῆϊ δαμέντων . τὼ δ ' |
| θ ' ὁμοίως καὶ θεοῖς εἴη φίλος . Ὀρεστέρα παμβῶτι Γᾶ , μᾶτερ αὐτοῦ Διός , ἃ τὸν μέγαν Πακτωλὸν | ||
| ? το ! ! ! ! ! [ ἰώ , Γᾶ , θεῶν ⌊ μᾶτερ ἀξύνετ ! ! [ ὁ |
| ἂν τὴν διπλοΐδα , ἣν Ὅμηρός φησι δίπλακα μαρμαρέην . κατέβα τοι : ἀντὶ τοῦ : διὰ πόσου σοι ἀπὸ | ||
| ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις . ἐς δ ' Ἰαολκὸν ἐπεὶ κατέβα ναυτᾶν ἄωτος , λέξατο πάντας ἐπαινήσαις Ἰάσων . καί |
| ἔχων , ἤως ὁ Ποσειδῶν : ἀποστροφὴ τὸ σχῆμα . γαιήοχος : ὁ τῆς γῆς κρατῶν , ἤως ὁ Ποσειδῶν | ||
| : ἀσκελές : τὸ σκληρόν . οἷον ” ἀλλὰ Ποσειδάων γαιήοχος ἀσκελὲς αἰέν ” . παρὰ τὸ σκέλλω , τὸ |
| ἐνεργητικὸν ἀντὶ τοῦ παθητικοῦ . τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ ὦ κλεινὰ Σαλαμίς , σὺ μέν που ναίεις ἀντὶ τοῦ κατοικῇ | ||
| γάνυται : φέρε δ ' ἶνιν ἀπὸ δειράδος εἰναλίας λοχεῖα κλεινὰ λιποῦσα μάτηρ τὰν ἀστάκτων ὑδάτων συμβακχεύουσαν Διονύσωι Παρνάσιον κορυφάν |
| οὗτος οὐκ ὀλίγος γενόμενος , ὅτε Χίων οὐδεὶς ἐκ τοῦ Ἀταρνέος τούτου οὔτε οὐλὰς κριθέων πρόχυσιν ἐποιέετο θεῶν οὐδενὶ οὔτε | ||
| ὁρμώμενος , Κάνης ὄρος ἔχων ἐν ἀριστερῇ , διὰ τοῦ Ἀταρνέος ἐς Καρήνην πόλιν : ἀπὸ δὲ ταύτης διὰ Θήβης |
| δρυῶν καὶ δρυμῶν : ἀπὸ τούτου καλεῖται τὸ δάσος . ἀΐουσα : ἀκούουσα . Ἰάνθη : εὐφράνθη , ηὐφράνθη . | ||
| , οἷα τιναχθεὶς Ὀρτυγίῃ ταύτης ἦλθε διὰ πτόλεως γιγνώσκεις , ἀΐουσα μέγαν πόθον ὃν Γαλατείη αὐτοῖς μηλείοις θήκαθ ' ὑπὸ |
| τοῖς δεξιοῖς τοῦ Ἀπόλλωνος . ὦ σεβασμία Ἀγλαΐα καὶ ὦ Εὐφροσύνη φίλη τῶν μολπῶν , θυγατέρες τοῦ κρατίστου τῶν θεῶν | ||
| ἢ σβεσθῆναι τὸ πνευμάτιον ἢ μεταστῆναι καὶ ἀλλαχοῦ καταταχθῆναι . Εὐφροσύνη ἀνθρώπου ποιεῖν τὰ ἴδια ἀνθρώπου , ἴδιον δὲ ἀνθρώπου |
| δυσήλατα , τραχέα , δύσπορα , λιθώδη , πετρώδη , πέτρινα , ἄλιθα , ὀρεινά , βαθέα , ἔγκοιλα , | ||
| ὄρεσι † φυγάδα γάμων † ἱεῖσα γοερόν , ὑπὸ δὲ πέτρινα γύαλα κλαγγαῖσι Πανὸς ἀναβοᾶι γάμους . ὦ θήραμα βαρβάρου |
| διαχεῖται , καθά περ ἄρμενον . λαῖφος : ἄρμενον . Ὑμήν : δέρματος πτέρυξ , ἡ λεγομένη τζίπα . Λεπτὸς | ||
| ὅστις τὰ σιγῶντ ' ὀνόματ ' οἶδε δαιμόνων . Ὑμὴν Ὑμήν . τὰν Διὸς οὐρανίαν ἀείδομεν , τὰν ἐρώτων πότνιαν |