πεφρόντικεν . Ὡς ἡδὺ πᾶν τὸ μέτριον . οὔθ ' ὑπεργέμων ἀπέρχομαι νῦν οὔτε κενός , ἀλλ ' ἡδέως ἔχων
, ὧν καὶ τὸ πρόσωπον ἐπίπλαστον καὶ ὁ τρόπος μοχθηρίας ὑπεργέμων : φύκει γὰρ καὶ ψιμυθίῳ καὶ παιδέρωτι δευσοποιοῦσι τὰς
7266571 ἐνηλατο
περιβὰς ἐφύλαττε τὸν Πύρρον , ἀποθανόντος δὲ καιομένου τοῦ νεκροῦ ἐνήλατο εἰς τὴν πυράν . οἱ δ ' Ἡσιόδου παραμείναντες
ἐπάταξεν , ἦγξεν , ἤραξεν , πὺξ ἐπάταξε , λὰξ ἐνήλατο . Ὑπερείδης δὲ καὶ κονδυλίζειν ἔφη , καὶ τὸ
7080012 κλυει
πρὸς τὸ νηπιώτερον : πόρρω γὰρ ἑστὼς ὁ θεὸς ἐγγύθεν κλύει ὅστις λέγει † κακὰν † φρονῶν σιγῇ στένει ἄγει
δὲ θηρὸς ὡς νεαιρέτου . ἦ μαίνεταί γε καὶ κακῶν κλύει φρενῶν , ἥτις λιποῦσα μὲν πόλιν νεαίρετον ἥκει ,
7022138 πλατιον
συνεκτικὰ καὶ συνακτικά , καὶ μόνα γε ὦν πρὸς τὼς πλατίον ἁ τοιαύτα διάθεσις ἅρμοσται τᾶς ψυχᾶς . ὃν λόγον
τὸ γεωργικὸν ἐργαλεῖόν φασιν . οὔθ ' ἅμα λᾳοτομεῖς τῷ πλατίον : τὸ λήϊον τέμνεις , θερίζεις . κάκτος :
6859010 ἀμοχθον
τῷ γὰρ ἐπιφροσύνην πόρε δαίμων ὄστρεα φέρβεσθαι , γλυκερὴν καὶ ἄμοχθον ἐδωδήν . ὄστρεα μὲν κληῗδας ἀναπτύξαντα θυρέτρων ἰλὺν λιχμάζουσι
φύσις , ὁ θεός . Φέρβεσθαι : ὥστε τρέφεσθαι . ἄμοχθον : ἄκοπον , ἄπονον . Κληῗδας : συμμίξεις ,
6839095 εὐμηχανος
π , ἤως ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ δύων κολυμβητής . εὐμήχανος : ἐπιστήμων . Δόλου : δελεάσματος . Χέρσον ἀμειβόμενος
μὲν ἀνθρωπίνοις ἀποτελέσμασιν ὀξὺς καὶ πρακτικώτατος καὶ πρὸς τὸ ὑποκείμενον εὐμήχανος , λῃστειῶν δὲ καὶ κλοπῶν καὶ πειρατικῶν ἐφόδων καὶ
6801679 πανολβιος
, Κύρνε , δίδου . οὐδεὶς γὰρ πάντ ' ἐστὶ πανόλβιος : ἀλλ ' ὁ μὲν ἐσθλός τολμᾶι ἔχων τὸ
αὐτοῦ ἰδίων οὐδὲν ἐπιστρέφεται . Οὐδεὶς γὰρ πάντ ' ἐστὶ πανόλβιος : ἀλλ ' ὁ μὲν ἐσθλός τολμᾶι ἔχων τὸ
6745444 σιγ
ἐπαινεῖ τις , ἀντὶ τοῦ ἐργάζεται : καὶ τὸ , σίγ ' ἐπαινῶ , ἀντὶ τοῦ σιγῶ , οὕτω καὶ
ἐπαινεῖ τις , ἀντὶ τοῦ ἐργάζεται : καὶ τὸ , σίγ ' ἐπαινῶ , ἀντὶ τοῦ σιγῶ , οὕτω καὶ
6729023 οἰμωξεται
τἄλφιτα , Μητίοχος δὲ πάντα ποιεῖ , Μητίοχος δ ' οἰμώξεται . Δειπνῶμεν ἵνα θύωμεν ἵνα λουώμεθα . Τί καὶ
ἐγὼ ὀρθὸς ἰδεῖν βίον ἀνέρος ἢ τρόπον ὅστις ἔτ ' οἰμώξεται , οὐ πολὺν οὐδ ' ὁ πίθηκος οὗτος ὁ
6714110 τροπωτηρ
. τροποῦτο κώπην ] κώπην εὐήρετμον ἀμφὶ σκαλμὸν ἐδέσμευε . τροπωτὴρ δὲ ὁ λῶρος ὁ δεσμεύων τὴν κώπην πρὸς τῷ
τὴν προῖκα ἅμα τῷ νυμφίῳ φέρουσιν . ἐπικωπητήρ : ὁ τροπωτὴρ ἱμάς . ἐπὶ Λειψυδρίῳ μάχη : χωρίον ὑπὲρ τῆς
6708730 νεαρος
ἔτι νεοττῶν πρόπειραν τῆς ἑαυτῶν πτήσεως λαμβανόντων εἷς ὁ μάλιστα νεαρὸς ἀκρατὴς ὢν ἔτι τῶν ταρσῶν κατώλισθε , καὶ τοῖς
, γλαυκᾶς παιδοτρόφου φύλλον ἐλαίας : τὸ μέν τις οὐ νεαρὸς οὔτε γήρᾳ σημαίνων ἁλιώσει χερὶ πέρσας : ὁ γὰρ
6696197 μεμψῃ
χρυσίον ἔλθοι , οἶδ ' ὅτι τηνικαῦτα ἐμὲ τὴν Τύχην μέμψῃ . ” ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι χρὴ τὸν
τὰ ἀλλότρια ἴδια , ἐμποδισθήσῃ , πενθήσεις , ταραχθήσῃ , μέμψῃ καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους , ἐὰν δὲ τὸ σὸν
6680735 ἐγρηγορως
Ἀβδηριτῶν καταλειφθήσεσθαι . Ἐκλαθόμενος γὰρ ἁπάντων καὶ ἑωυτοῦ πρότερον , ἐγρηγορὼς καὶ νύκτα καὶ ἡμέρην , γελῶν ἕκαστα μικρὰ καὶ
καθ ' ὕπνον δὲ οἷόν πού τις ἢ καὶ ὕπαρ ἐγρηγορὼς ὠνείρωξεν μαντευόμενος αὐτότὸ δ ' οὖν δόγμα περὶ αὐτοῦ
6646038 συσκηνος
συσσιτία , συμπότης , συλλογεύς , συστρατιώτης , σύνεδρος , σύσκηνος , συστράτηγος συντράπεζος , συνεραστής , σύμπλους , σύντροφος
δ ' ἀπεκρίνατο : Ἔστι νὴ Δί ' ἀνὴρ ἡμῖν σύσκηνος , ὃς ἐν παντὶ μαστεύει πλέον ἔχειν . ἄλλος
6603432 πονηροτερος
ἐγώ , ὁμόσε τῷ λόγῳ τολμᾷ ἰέναι καὶ λέγειν ὡς πονηρότερος καὶ ἀδικώτερος γίγνεται ὁ ἀποθνῄσκων , ἵνα δὴ μὴ
ἱερά , ἢ Βάτραχος τοὺς ἀνθρώπους . ὅστις οὖν καὶ πονηρότερος καὶ ἀμαθέστερος Βατράχου ἐστί , πάνυ δεῖ ἀγαπητῶς ὑφ
6593172 διασκεψαμενος
, τὴν δὲ τραχεῖαν καὶ χαλεπὴν λυσιτελὲς ἔχουσαν πέρας . διασκεψάμενος οὖν , ἣν ἄμεινον εἴη βαδίζειν , τὴν ἐπὶ
ἔσωθεν δὲ διὰ μοχθηροὺς χυμοὺς ἀθροισθέντας . ταῦτα οὖν πάντα διασκεψάμενος ἀκριβῶς , πρότερον μὲν τὰς αἰτίας ἐκκόπτειν δι '
6588952 ἀνιδρυτος
οὐκ ἄλλο τῶν εἰς κοινωνίαν οὐδὲν διασῴζεται , ἀλλ ' ἀνίδρυτος ὢν σπείρεται , πάντῃ φορούμενος καὶ μετανιστάμενος ἀεὶ καὶ
Μωυσέα ὁ μὲν φαῦλος , ὥσπερ ἄοικος καὶ ἄπολις καὶ ἀνίδρυτος καὶ φυγάς , οὕτως καὶ αὐτόμολος , ὁ δὲ
6588355 ζευχθεις
αὐθιγενὴς στεγανοὺς παρέχει Χαλύβῳ πελέκει τμηθεῖσα δοκοὺς καὶ ταυροδέτῳ κόλλῃ ζευχθεῖς ' ἀτρεκεῖς ἁρμούς . οὐκ εἶπεν ἀληθεῖς ἁρμοὺς ,
αὐθιγενὴς στεγανοὺς παρέχει Χαλύβῳ πελέκει τμηθεῖσα δοκοὺς καὶ ταυροδέτῳ κόλλῃ ζευχθεῖς ' ἀτρεκεῖς ἁρμούς . οὐκ εἶπεν ἀληθεῖς ἁρμοὺς ,
6586156 ἀμεριμνος
πόδας ἐπιθυμίας , ἡδίστην ἂν σχοίη τὴν μέριμναν , οἱονεὶ ἀμέριμνος λοιπόν ἐστιν . τὰ δ ' εἰς ἐνιαυτόν :
σάλην , ἣ σημαίνει τὴν φροντίδα . ἀσαλής : ὁ ἀμέριμνος . οὕτως Ἡρωδιανὸς καὶ Ἀπολλόδωρος . καὶ γὰρ ἀσαλέαν
6579191 συσσιτος
εὔσιτος , σιτοφάγος , σιτικός , πολύσιτος ὀλιγόσιτος μετριόσιτος , σύσσιτος συσσιτεῖν , ἀείσιτος , ἐπίσιτις ἐπισιτισμός , παρασιτεῖν καὶ
Σοῦσα ἔχε τά περ ἂν ἐγὼ ἔχω , ἐμός τε σύσσιτος ἐὼν καὶ σύμβουλος . Ταῦτα Δαρεῖος εἴπας καὶ καταστήσας
6558765 στραβος
στίλβω στιλπνός , ὡς τέρπω τερπνός . . , : στραβός : παρὰ τὸ στρέφω , τροπῇ τοῦ ε εἰς
στρεβλός : ὁ διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς , ἀλλ ' οὐχὶ στραβός . σφαιρομαχεῖν : τὸ τὰς σφαῖρας περιδονούμενον διαμάχεσθαι .
6555838 δυσπνους
ἰχθύος οὔτε ἄλλου τινὸς γεύεται : κεῖται δὲ ὑπεργέμων καὶ δύσπνους , ὥστε εἶναι τρόπον τινὰ τῷ μεθύοντι παραπλήσιον τὸ
ἐφ ' ὧν ἀνέλπιστος ὁ θάνατος . καί φησιν ὅτι δύσπνους ἐάν ἐστιν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνόρεκτος καὶ παραφροσύνη σύνεστιν
6550569 αἱματηρον
Πηλέως , ὅν μοι προτείνας πόσιν ἐν ἁρμάτων ὄχοις ἐς αἱματηρὸν γάμον ἐπόρθμευσας δόλωι . ἐγὼ δὲ λεπτῶν ὄμμα διὰ
. ἀλλ ' ἥκομεν γὰρ εἰς ἀναγκαίας τύχας , θυγατρὸς αἱματηρὸν ἐκπρᾶξαι φόνον . πῶς ; τίς δ ' ἀναγκάσει
6545438 ἀμοχθος
' αὐτὸ τῆς ὥρας τὸ χειμέριον , ὅτε τοῖς ὀφθαλμοῖς ἄμοχθος ἡ τῶν ἰχνῶν θεωρία πρόκειται , τοῦτο μὲν τῇ
κακῶς πράσσουσιν ἡδὺ καὶ βραχὺν χρόνον λαθέσθαι τῶν παρεστώτων κακῶν ἄμοχθος γὰρ οὐδείς : ὁ δ ' ἥκιστ ' ἔχων
6541611 ἀχαλινωτος
τῷ ὑποπεπτωκότι τῷ χείρονι , ἀφηνιάσει δὲ καὶ αὐτὸς καὶ ἀχαλίνωτος ἐνεργήσει τὰ ἴδια , ἢ καταπεσεῖται παντελῶς διὰ τὸ
εὔδρομος δέ , ὥσπερ εἴρηται , φέρει δὲ οὗτος καὶ ἀχαλίνωτος εἶναι . Οἱ Θετταλοὶ ἵπποι δεινοὶ μὲν εἰς τὸ
6540708 ἀγχομενος
καὶ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ λευκὰ πελιδνὰ , καὶ ἐξορᾷ ὡς ἀγχόμενος : ἐνίοτε καὶ τὴν χροιὴν μεταβάλλει , καὶ ἐκ
αἰὲν ὀρούων , ὁπποῖος περὶ νύσσαν ἀεθλοφόρος θοὸς ἵππος , ἀγχόμενος παλάμῃσι καὶ ἡνιόχοιο χαλινῷ . οἱ δ ' ἄρ
6529315 ἀβροχος
γείτονα πόντου , τὴν αὐτὴν ἐπὶ νύσσαν ἔχει στροφάλιγγα κελεύθου ἄβροχος ἀστυφέλικτον ἑλισσομένη περὶ κέντρον . ἀλλὰ παλαιγενέων ἐγκύμονα βίβλον
ὄμβρος τοὺς καρποὺς ἐπέκλυσεν , ἢ αὐχμὸς ἐνέσκηψεν , ἢ ἄβροχος ἡ γῆ διέμεινεν , ἢ ἐδίψησαν οἱ καρποί ,
6527552 βαρυμηνις
, θηριώδης , ἀνήμερος , δύσθυμος , δυσόργητος , μηνιῶν βαρύμηνις , ἰοῦ γέμων , σκορπιώδης , σκορπίος ζητῶν ὅτῳ
, αὐξητά , φαεσφόρε , κάρπιμε Παιάν , ἀντροχαρές , βαρύμηνις , ἀληθὴς Ζεὺς ὁ κεράστης . σοὶ γὰρ ἀπειρέσιον
6525295 εὐχρως
' , ὦ Δάματερ . Λεωτροφίδης ὁ τρίμετρος ὡς λεοντῖνος εὔχρως τε φάνει καὶ χαρίεις ὥσπερ νεκρός . ἐλεφαντοκώπους ξιφομαχαίρας
αἰγίδι , πλὴν τὸ μὲν λευκὸν ἡ δ ' αἰγὶς εὔχρως διὰ τὸ ἔνδᾳδον . πυκνὸν δὲ καὶ λευκὸν γίνεται
6521189 περιστελλει
ὅτι μὲν τὰ γιγνόμενα ὀρθῶς καὶ μηθὲν ἔχοντα ἄτοπον οὐδεὶς περιστέλλει δῆλόν ἐστιν . ὅτι δὲ ἥκιστ ' ἄν τις
Θεττάλης ἐραστῇ : τὸν γὰρ τῆς Ἀφροδίτης ἐρώμενον ἡ Θεττάλη περιστέλλει . ὅπως δ ' ἥξεις φέρουσα κηπίον καὶ κοράλλιον
6512313 ἐγχειρητης
μὲν γὰρ τὸ ὄνομα , κέχρηται δὲ αὐτῷ Ἀριστοφάνης . ἐγχειρητὴς δὲ καὶ ἐγχείρησις Ἀριστοφάνης . Ἀριστοφάνης δὲ μελῳδὸς καὶ
τὸ ἀχειρούργητον , δυσχείρωτα δὲ Δημοσθένης , ἐγχειρίθετον Ἡρόδοτος , ἐγχειρητὴς δὲ καὶ ἐγχείρησις Ἀριστοφάνης , ἐπιχειρηταὶ δὲ Θουκυδίδης ,
6512185 ἑτοιμη
ἡ δ ' οὔτι τόση , μάλα δ ' ἐστὶν ἑτοίμη εὑρέσθαι : περὶ γὰρ πολέων εὐάστερός ἐστιν . Τῶν
περόωσι θάλασσαν . Ἀλλ ' ἡ μὲν καθαρὴ καὶ ἐπιφράσσασθαι ἑτοίμη πολλὴ φαινομένη Ἑλίκη πρώτης ἀπὸ νυκτός : ἡ δ
6510938 μεθεισα
τόδε ψυχὴν διέφθαρκ ' : οἴχομαι δὲ καὶ βίου χάριν μεθεῖσα κατθανεῖν χρήιζω , φίλαι . ἐν ὧι γὰρ ἦν
Ὑφ ' ἡδονῆς τοι , φιλτάτη , διώκομαι τὸ κόσμιον μεθεῖσα σὺν τάχει μολεῖν : φέρω γὰρ ἡδονάς τε κἀνάπαυλαν
6506447 μεμοιρασμενον
τὸ μόρσιμον ] τὸ πεπρωμένον . τὸ μόρσιμον ] τὸ μεμοιρασμένον . θΞ τοῦτ ' ἀντ ' ἐκείνων : εἰπόντος
* κατασκευάσειν . συμπράκτορα . τὴν Τροίαν . * † μεμοιρασμένον . ἐγειρομένων . ταῖς τὰς πόλεις πορθούσαις . .
6505853 Συμβουλος
γὰρ συκῆ χαῦνον φυτόν ἐστι καὶ ἀνωφελῆ ξύλα ποιεῖ . Σύμβουλός ἐστιν ὁ χρόνος τῶν πραγμάτων . Συγγνώμη πρωτοπείρῳ :
Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει . Συνῆλθεν ἀτταγᾶς νουμηνίῳ . Σύμβουλός ἐστιν ὁ χρόνος τῶν πραγμάτων . Συγγνώμη πρωτοπείρῳ :
6498578 συνεραστης
, συστρατιώτης , σύνεδρος , σύσκηνος , συστράτηγος συντράπεζος , συνεραστής , σύμπλους , σύντροφος , συνεργός , συγγενής ,
οὖν ὁρῶν ὁ Ζεύς , καὶ εἴ τις ἡμῶν αὐτῷ συνεραστής , τὸ τελευταῖον ὁρᾷ μένον ἐπὶ πᾶσιν ὅλον τὸ
6484882 Θρηιξ
Ἔνθα καὶ ὁ τῶν Βισαλτέων βασιλεὺς γῆς τε τῆς Κρηστωνικῆς Θρῆιξ ἔργον ὑπερφυὲς ἐργάσατο : ὃς οὔτε αὐτὸς ἔφη τῷ
τε Γοργόνος τρίαιναν ὀρθὴν στᾶσαν ἐν πόλεως βάθροις Εὔμολπος οὐδὲ Θρῆιξ ἀναστέψει λεὼς στεφάνοισι , Παλλὰς δ ' οὐδαμοῦ τιμήσεται
6472526 εὐοψος
καταπιεῖν ; ἀλλ ' οὐ μόνη γὰρ τὰς συνουσίας ποιεῖ εὔοψος ἀγορά ; τίς δὲ συνδειπνεῖ βροτῶν , φρυκτοὺς καταλαβὼν
ἔστι δέ τις καὶ πρὸς τῇ Καλυδῶνι λίμνη μεγάλη καὶ εὔοψος , ἣν ἔχουσιν οἱ ἐν Πάτραις Ῥωμαῖοι . Τῆς
6471149 πρεσβευσεις
κοινωνήσεις ἐπ ' ὠφελείᾳ α οὐ γενήσῃ βουλευτής β οὐ πρεσβεύσεις μόνος : οὐ γὰρ συμφέρει σοι γ οὐ φυγαδευθήσῃ
ὁ δρασμὸς πρὸς ὀλίγον ζ γενήσῃ βουλευτὴς καὶ φυρατής η πρεσβεύσεις καὶ εὐημερήσεις , ἐὰν σπεύσῃς θ οὐ φυγαδευθήσῃ τὸ
6462394 ὑπαντων
σοι „ , ἐπειδὴ τῷ ὄντι ὁ λόγος τοῖς ἐνθυμήμασιν ὑπαντῶν , ῥήματα καὶ ὀνόματα προστιθεὶς χαράττει τὰ ἄσημα ,
τι ποππυλιάσδει . κἠμὲ γὰρ ὁ Κρατίδας τὸν ποιμένα λεῖος ὑπαντῶν ἐκμαίνει : λιπαρὰ δὲ παρ ' αὐχένα σείετ '
6457495 κουφοτατος
, θᾶττον ἀφιστάμενος , ἄλλως τε καὶ ὡς πολλάκις εἰρήκαμεν κουφότατος ὢν , οὐ βαρύνει αὐτήν . Μακρότατος δὲ καὶ
γὰρ πολύρριζον καὶ βαθύρριζον καὶ πολυκάλαμον : ὁ δὲ καρπὸς κουφότατος καὶ προσφιλὴς πᾶσι τοῖς ζώοις . τῶν δὲ ἄλλων
6456546 πολυπονος
οὑν νεκροῖς , γέρον ; ἐμὸς ἐμὸς ὅδε γόνος ὁ πολύπονος , ὃς ἐπὶ δόρυ γιγαντοφόνον ἦλθεν σὺν θεοῖσι Φλεγραῖον
χαλᾷς , αὔδασον , τίς ἔφυς βροτῶν ; τίς ὁ πολύπονος ἄγῃ ; τίν ' ἂν σοῦ πατρίδ ' ἐκπυθοίμαν
6455116 εὐτυχοιης
τῇ λώβῃ διενυκτέρευσαν . σὺ δ ' ὡς ἐπὶ μήκιστον εὐτυχοίης . ἔρρωσο . καὶ τὸ μὲν μηδὲν παθεῖν τοιοῦτον
Ἀλλὰ γὰρ ἅλις μὲν ἤδη δακρύων , σὺ δ ' εὐτυχοίης , καὶ μὴ μόνον πολιτείαν ἅπασαν , ἀλλὰ καὶ
6452936 μιαινων
. δόμων ] τῶν . ἄγαλμα ] τὴν εὐπρέπειαν . μιαίνων ] μολύνων . παρθενοσφάγοισι ] παρθενικοῖς . ῥείθροις ]
ὅταν ὁ Ἀχιλεὺς ἀνελὼν τὸν Ἕκτορα ἐφ ' ἅρματος ἕλκῃ μιαίνων τὴν γῆν τῷ ἐκείνου αἵματι . ἐκεῖνό α ς
6452218 ἀτᾳ
δυσπαραβούλοισι φρεσίν , καὶ διάνοιαν μαινόλιν κέντρον ἔχων ἄφυκτον , ἄτᾳ δ ' ἀπάταν μεταγνούς . τοιαῦτα πάθεα μέλεα θρεομένα
τίς ἂν γονὰν ἀραῖον ἐκβάλοι δόμων ; κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ . ἐς τόνδ ' ἐνέβη σὺν ἀληθείᾳ χρησμός .
6449522 ναρκᾳ
καὶ τοῦ δικτύου ἐν ᾧ τεθήραται εἴ τις προσάψαιτο , ναρκᾷ πάντως . εἰ δέ τις ἐς σκεῦος αὐτὴν ἐμβάλοι
πήγανον ἀκινήτους ποιεῖ . Ὄφις , καλάμῳ πληγεὶς ἅπαξ , ναρκᾷ , κινεῖται δὲ , πολλάκις τυπτόμενος . Μυρσίναι δὲ
6447469 ἀλγησει
οὖς εἴπῃ τοῦ ὄνου , σκορπίος με ἔπληξεν , οὐκ ἀλγήσει , εἰς τὸν ὄνον μετελθούσης τῆς ἀλγηδόνος . οἱ
τέλος προΐεται δαίμονος ἀπόρροιαν εἶναι τὸ φάσμα . Πῶς οὖν ἀλγήσει ψυχὴ τιμωρουμένη , εἰ τὸ ἀέριον ἀνέλοιμεν σῶμα ;
6444301 ἠκρατισω
. τί τὸ κακόν ; ἀλλ ' ἦ κοκκύμηλ ' ἠκρατίσω ; τὸν Πειραιᾶ δὲ μὴ κεναγγίαν ἄγειν . ἥ
. τί τὸ κακόν ; ἀλλ ' ἦ κοκκύμηλ ' ἠκρατίσω ; τὸν Πειραῐᾶ δὲ μὴ κεναγγίαν ἄγειν ἥτις κυοῦς
6442034 ἀγροιωτης
δὲ καὶ αὐτοὶ ἀμφίβιοι : καί πού τις ἀνὴρ ἴδεν ἀγροιώτης γηπόνος , ἀγχιάλοισι φυτηκομίῃσι μεμηλώς , ὀσμύλον εὐκάρποις ἢ
τοῦ ἀγροῦ , ἀγροώτης , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ί , ἀγροιώτης . . . ΑΥΤΗι ΜΕΝ ΓΑΡ ΝΥΚΤΙ . Ἐν
6441809 πουλυπους
πρώτιστα σέ . Ἀλκαῖος : ἔδω δ ' ἐμαυτὸν ὡς πουλύπους . οἳ δὲ πουλύποδα προφέρονται ἀνάλογον τῷ ποὺς ποδὸς
Ἰχθὺς ἐώνηταί τις ἢ σηπίδιον ἢ τῶν πλατειῶν καρίδων ἢ πουλύπους , ἢ νῆστις ὀπτᾶτ ' , ἢ γαλεός ,
6435510 ἀμελης
. ἀργὸς ] ὡς τὸ ” κλυτὸς Ἱπποδάμεια “ , ἀμελής . τὸ σπαθᾶν ἀπὸ . . . ἐργάζεσθαι εἴληπται
τύχῃ ληρεῖ , τοῖς ἐντυγχάνουσιν ἐπιδεικνύμενος ὡς οὐδὲ ὁδῷ βαδίζων ἀμελής ἐστι τῶν Μουσῶν , ἀλλ ' εἰς καλὸν τὴν
6435456 ὀξεη
ἠπάτησε τοιούτῳ : “ κόραξ , καλαί σοι πτέρυγες , ὀξέη γλήνη , θεητὸς αὐχήν : στέρνον αἰετοῦ φαίνεις ,
, καὶ ἔγκειται βαρὺ ἐν τῷ πλευρῷ , καὶ ὀδύνη ὀξέη ἐς τὸ αὐτὸ ἀεὶ χωρίον λαμβάνει , καὶ δίψα
6434712 παχυνθεις
αὐτὸ καὶ ὁ χυλὸς τῆς περδικιάδος μετὰ μέλιτος χλιανθεὶς καὶ παχυνθεὶς ἠρέμα καὶ ἐλλυχνίου βραχέντος καὶ ἐντεθέντος κατὰ τοῦ πόρου
οἰκείαν ἔχοντος φύσιν : ὅταν δ ' εἰς ταύτην ἐπέλθῃ παχυνθεὶς καὶ πεφθεὶς τὰ μὲν τῆς ὀσμῆς ἐλάττω τὴν δὲ
6422822 γηθει
κρυπτομένοισιν , ἄχρι κεν ἵζηνται μακάρων ἱεροῖς παρὰ βωμοῖς . γηθεῖ δ ' αὖ Φαέθων ἐν Καρκίνῳ , οὕνεκεν αὐτοῦ
βίῃ θάνατος καὶ μοῖρα τελεῖται . οὐδὲ μὲν οὐδὲ Κύπρις γηθεῖ Μήνης ἐνὶ οἴκῳ : μάχλους γὰρ τεύχει καὶ τερπομένους
6419228 ἀλευεται
πρωῒ παραστήσεσθαι ἔμελλε μοῖρ ' ὀλοή , τὴν οὔ τις ἀλεύεται , ὅς κε γένηται . ὡς ὄφελες τιμῆς ἀπονήμενος
. α . . . . ὄφρα καὶ ἄλλος πτωχὸς ἀλεύεται ἠπεροπεύειν . , ὅτι τὸ ἀλεύεται ἀντὶ τοῦ ἀλεύηται
6415145 φλεγων
σκεδασθῆναι ] διαχυθῆναι . θεοῦ ] τοῦ ἡλίου . . φλέγων γὰρ αὐγαῖς ] ὁ γὰρ λαμπρὸς κύκλος τοῦ ἡλίου
ἐνιδρυμένος ἢ κατὰ συστάδην μαχόμενος ὁ Ζεὺς ἀπὸ τῆς χερὸς φλέγων καὶ ἀνάπτων καὶ ἐκπέμπων τὸν κεραυνόν , καὶ οὐδαμῶς
6412940 ἐπιτηρητης
ἐπίρροθον ] αὐξητικόν . . ὅ τοι κατόπτης ] ὁ ἐπιτηρητὴς τοῦ στρατοῦ ἤγουν ὁ ἄγγελος φέρει ἡμῖν , ὦ
. θύνοντας : ὁρμῶντας . ἐπίσκοπος : ἐπιτηρητὴς , ὁ ἐπιτηρητὴς τῆς παλαίστρας . Κομιδῆς : καὶ ἐπιμελείας . μέληται
6408887 ἀποπνιγων
ἐλάμβανον . , ἔξω ἔμπροσθέν μου ἐκράτουν . ἀπάγχων ] ἀποπνίγων . τὰ εʹ ταῦτα κῶλα δίμετρά εἰσιν ἰαμβικά ,
ἐπαχθής , ἄπληστος , ἄμετρος , αἰσχροκερδής , βίαιος , ἀποπνίγων , πιέζων , λωποδυτῶν , ἀποδύων , ἁρπάζων ,
6404368 ἡσυχαιον
ἥ γε τῶν κηρύκων παρουσία καθίστησιν αὐτοὺς καὶ ἐς τὸ ἡσυχαῖον ἄγει . ταυτὶ μὲν οὖν σοι μέση τις πολέμου
ἔστ ' οἰμωγμός . ἐν κείνῃ τὸ πᾶν σπουδαῖον , ἡσυχαῖον , ἐς βίαν ἄγον . ἐντήκεται γὰρ πλευμόνων ὅσοις
6400756 ἀκοιτης
Σπάρτης ἔνοικοι δόλια βουλευτήρια . οἰκείως δὲ ἀπέδωκεν τὸ μὲν ἀκοίτης πρὸς τὸ νύμφης , τὸ δὲ ἄναξ πρὸς τὸ
πλέκω κορύμβους . οὔ σοι λέγω περὶ τούτου . οὑμὸς ἀκοίτης ἐνταῦθα . ἀνδρεράστρια γυνή γνάθους θηλείας ἐκβολὴ λόγου ἐπιτριπτότατος
6393976 ἠισθετ
, ὡς λάθοι , παιδεύεται . νεανίαν δ ' ὡς ἤισθετ ' ἐκτεθραμμένον , ἐλθεῖν ς ' ἔπεισε δεῦρ '
γὰρ παῖδα φήις ς ' ἄγειν ἐμόν : τίς Σπαρτιατῶν ἤισθετ ' ; ἢ ποίαν βοὴν ἀνωλόλυξας , Κάστορος νεανίου
6386601 τρυφᾳ
, Ἀφροδίτην προξενεῖ , εὐώδεσι φύλλοις κομᾷ , εὐκινήτοις πετάλοις τρυφᾷ , τὸ πέταλον τῷ Ζεφύρῳ γελᾷ . ” ἡ
ὅμοια πάντα ποιῶν τῇ ἰδίᾳ νόσῳ τὸ ἱκανὸν ποιεῖ : τρυφᾷ οὖν ἐν τῇ πράξει αὐτοῦ . αὗται πᾶσαι τρυφαὶ
6386589 λαμπαδ
χρόνος τὰ πάντ ' ἀμαυροῖ χὐπὸ χεῖρα λαμβάνει ὦ καλλιφεγγῆ λαμπάδ ' εἱλίσσων φλογός Ἥλιε , ποθεινὸν πᾶσιν ἀνθρώποις σέλας
, ὦ χύρτα , τὸν ἄνθρακ ' ἐξεγείρειν , τὴν λαμπάδ ' ἡμμένην ὅπως παρὼν ἐμοὶ προσοίσει . Δέσποινα Νίκη
6385314 ἰθυντηρ
, ἄνεμος : λέγεται δὲ καὶ οὖρος ὁ φύλαξ καὶ ἰθυντήρ . οὖρος δὲ ὁ ἄνεμος , παρὰ τὸ οὐρόειν
: σκοτεινῆς . ἢ διωλυγίης ἀντὶ τοῦ ἐπιπολὺ διηκούσης . ἰθυντήρ : κυβερνήτης . τεναγώδεα : πηλώδη . τέναγος δέ
6380379 Πασης
. Καὶ παροιμία : τὸ Πάσητος ἡμιωβόλιον . Ὁ δὲ Πάσης οὗτος μαλακὸς ἦν τὴν φύσιν , πάντων δὲ ἀνθρώπων
κάλλος . Τὸ ἀποθεωθῆναι πῶς λέγεις , ὦ πάτερ , Πάσης ψυχῆς , ὦ τέκνον , διαιρετῆς μεταβολαί . Πῶς
6378055 βαρυθυμος
τῷ γὰρ ἀνδρί μου χαλεπαίνει Διονύσιος : φύσει δέ ἐστι βαρύθυμος , ὥσπερ καὶ φιλάνθρωπος . οὐδεὶς ἂν ῥύσαιτο ἡμᾶς
Ἐκ δὴ τούτων μισοῦσα τὴν Στάτειραν ἡ Παρύσατις καὶ φύσει βαρύθυμος οὖσα καὶ βάρβαρος ἐν ὀργαῖς καὶ μνησικακίαις ἐπεβούλευεν αὐτὴν
6374634 ἐπανηχθη
παρέπλεον , ὁ δὲ Χάρης ὡς ἀναρπασόμενος τὰς τέσσαρας ναῦς ἐπανήχθη ταῖς εἴκοσιν . αἱ δὲ τέσσαρες ἐλαφραὶ καὶ ἀρίστους
, τὰ δὲ ἐξ ἱερῶν , ὁπόσα ὑπ ' αὐτοῦ ἐπανήχθη παραλελυμένα τοὺς θεσμοὺς ἤδη , τὰ δὲ ἐξ ὧν
6374429 πολυσιτος
κακόσιτος ἀπόσιτος φιλόσιτος ἄσιτος εὔσιτος , σιτοφάγος , σιτικός , πολύσιτος ὀλιγόσιτος μετριόσιτος , σύσσιτος συσσιτεῖν , ἀείσιτος , ἐπίσιτις
. . . . βαθυλήϊος : ἀντὶ τοῦ πολυλήϊος , πολύσιτος . . . . βάναυσος : πᾶς τεχνίτης ὁ
6373060 στερομαι
μοι , χρονίαν ς ' ἐσιδὼν τῶν σῶν εὐθὺς φίλτρων στέρομαι καὶ ς ' ἀπολείψω σοῦ λειπόμενος . πόσις ἔστ
πόσις ἡμῶν προδότης γέγονεν ; στέρομαι δ ' οἴκων , στέρομαι παίδων , φροῦδαι δ ' ἐλπίδες , ἃς διαθέσθαι
6372592 ἰσηλιξ
καὶ θρυπτομένη . θνησείδιον : μᾶλλον ῥητέον ἢ κενέβριον . ἰσῆλιξ : καινότερον τοῦ ἡλικιώτης . ἰδιάζειν : ἴδιον πρᾶγμα
ὁμόσιτος , ὁμοτράπεζος , ὁμόσπονδος , ὁμωρόφιος , ὁμῆλιξ , ἰσῆλιξ . καὶ ἐχρῆτό μοι , καὶ ἐχρώμην αὐτῷ :
6371682 ἀφροντιστος
συστολὴν ἀκή , . , . * . Ἀκηδής : ἀφρόντιστος , ἀνελεήμων , κηδεμόνα μὴ ἔχων , . ,
ἡ ὀξύτης τὴν ὀξύτητα . . . . ἀκηδής : ἀφρόντιστος , ἀνελεήμων , κηδεμόνα μὴ ἔχων : παρὰ τὸ
6367373 κατασθμαινων
εἴργεται παρὰ τοῦ ἐπιβάτου . τὸ δὲ ” ἵππος ὣς κατασθμαίνων μένει “ ἀντιστροφή ἐστιν , ἀντὶ τοῦ ὡς ἵππος
πηδῶν . κατασθμαίνων ] σπεύδων . κατασθμαίνων ] φριμάσσων . κατασθμαίνων ] καταφρυαττόμενος . θ κατασθμαίνων ] μαινόμενος . Ξ
6366979 νικον
„ ὕδατα δινήεντος ἀμευσάμενος Ἀθύραο „ . τὸ ἐθ - νικὸν διὰ τῆς αι διφθόγγου Ἀθυραῖος , ὡς Ῥήβας Ῥηβαῖος
, ὅτι τὸ παλαιὸν βασιλεῖς πολυθρέμμονες , καὶ ποιμε - νικὸν ἔζων βίον : μῆλον δὲ λέγεται τὸ πρόβατον Αἰολικῶς
6365292 πολυξυλος
πολύπους , πολυάδελφος , πολύθηρος , πολύδενδρος πολύυλος πολύυδρος , πολύξυλος , πολυσκώμμων , πολυτελής , πολύτιμος , πολυειδής ,
, καὶ ἐπίτασιν , ὡς ἐν τῷ ἄξυλος , ἡ πολύξυλος , καὶ ὁμοῦ , ὡς ἐν τῷ ἄλοχος ,
6358988 ἀλωμενος
ἄμμι βροτῶν ἐπιμίσγεται ἄλλος . ἀλλ ' ὅδε τις δύστηνος ἀλώμενος ἐνθάδ ' ἱκάνει , τὸν νῦν χρὴ κομέειν :
εἰρηνεύειν δυναμένους μήτε ἀδεεῖς εἶναι τῶν ἐξελαθέντων : ὁ γὰρ ἀλώμενος καὶ τῶν ὄντων ἀφῃρημένος ἔμελλεν ὑμῖν περιπολῶν ἐφεδρεύειν καιροφυλακῶν
6358241 βουλευτης
τῆς γυναικός ε οὐ λήσεται σου ὁ δρασμός Ϛ γενήσῃ βουλευτής , ἄρτι δὲ οὔ ζ πρεσβεύσεις , οὐ μόνος
προκόπτεις ἄρτι ι ἐὰν κοινωνήσῃς , βλάπτῃ α οὐ γίνῃ βουλευτής β πρεσβεύεις . ἑτοιμάζου γ οὐ φυγαδεύῃ . μὴ
6347518 σνʹ
δὲ Οὐίδρου ποταμοῦ εἰς Μαραρμανὸν λιμένα στάδιοι τνʹ , στάδιοι σνʹ . Ἀπὸ δὲ Μαραρμανοῦ λιμένος εἰς Ἀμασίου ποταμοῦ ἐκβολὰς
ὕδωρ ἐν τῷ αἰγιαλῷ . Ἀπὸ Ναυσίδος εἰς Πτολεμαΐδα στάδιοι σνʹ : πό - λις ἐστὶ μεγίστη : ἐπίσαλός ἐστιν
6347264 λυμεων
οἷον παιών παιῶνος , πλειών πλειῶνος , αἰών αἰῶνος , λυμεών λυμεῶνος , ἀπατεών ἀπατεῶνος , Καρνειών Καρνειῶνος , Ἐλεών
* ὁ λυμεὼν ὁ Ὀδυσσεύς , τῶν Τρώων δὲ ὁ λυμεών . * ἑκουσίαν σμώδιγγα : διὰ τοῦτο ἔμεινεν ἀστένακτος
6347019 Σπαρτακος
περὶ τὴν Ἰταλίαν μονομάχων ἐς θέας ἐν Καπύῃ τρεφομένων , Σπάρτακος Θρᾲξ ἀνήρ , ἐστρατευμένος ποτὲ Ῥωμαίοις , ἐκ δὲ
Ἐρατοσθένης ἐν Γαλατικῶν δευτέρῳ . τὸ ἐθνικὸν Σπαρτάκιος ἢ καὶ Σπάρτακος . Σπαλέθρη , πόλις Θεσσαλίας . Ἑλλάνικος δὲ Σπάλαθρον
6341938 ἐφιμερον
μέλεα μελιπτέρωτα Μουσᾶν Ἄρτεμι , σοί μέ † τι φρὴν ἐφίμερον ὕμνον υεναιτε ὅθεν αδε τις ἀλλὰ χρυσοφανια † κρέμβαλα
ἀρρενωπὸν ἐκ φύσεως ὂν ἀνίστησιν ὁ καιρὸς ἐπὶ μᾶλλον οὐκ ἐφίμερον βλεπούσης , ἀλλὰ τὰς τῶν ὀφθαλμῶν βολὰς ἐς τὴν
6341393 ἀνολβος
* αἰδώς τοι πρὸς ἀνολβίῃ : διὰ τὴν αἰδῶ ταύτην ἄνολβος ἔσῃ καὶ ἄπορος αἰσχυνόμενος ἐργάζεσθαι : διὰ δὲ τὸ
ἔστω . ἐκ τῶνδ ' ἀνάγκας ἄτερ δίκαιος ὢν οὐκ ἄνολβος ἔσται : πανώλεθρος δ ' οὔποτ ' ἂν γένοιτο
6340603 συνοδοιπορον
λάινον ἄντρον Ἄρει ξέσας , τίς ὁ κέντρον ἐπίσκοπον ἁρμόσας συνοδοιπόρον εὗρε τὸν ἁλίου , ἐνέκλεισεν ἔσω δρόμον ἁμέρας ,
ἀποβεβληκότων τὸν πέλεκυν ὁ ἔχων αὐτὸν διωκόμενος ἔλεγε πρὸς τὸν συνοδοιπόρον : „ ἀπολώλαμεν ” , ἐκεῖνος δὲ ἔφη :
6339653 ξυνοικος
τίς ἀθλιώτερος ; τίς ἄταις ἀγρίαις , τίς ἐν πόνοις ξύνοικος ἀλλαγᾷ βίου ; Ἰὼ κλεινὸν Οἰδίπου κάρα , ᾧ
σειραφόρον κριθῶντα πῶλον : ἀλλ ' ὁ δυσφιλὴς σκότῳ λιμὸς ξύνοικος μαλθακόν σφ ' ἐπόψεται . τί δὴ τὸν ἄνδρα
6339425 ἀλεξεται
πρόπας στόλος , οὐδ ' ἔνι φροντίδος ἔγχος ᾧ τις ἀλέξεται : οὔτε γὰρ ἔκγονα κλυτᾶς χθονὸς αὔξεται οὔτε τόκοισιν
τῆς γῆς ἐχούσης βοτάνας * βοτεῖται : βόσκεται τὸ δὲ ἀλέξεται γράφεται καὶ ἀλεύεται : οὐδ ' ἀπαλεύεται καὶ ἰᾶται
6337764 θνησκων
ὑπὸ Τηλεγόνου θανάτου αὐτοῦ καὶ πῶς πάλιν φαίνεται ζῶν καὶ θνήσκων διὰ τὸν θάνατον Κίρκης καὶ Τηλεμάχου * . ἄλλοι
δὴ τόνδ ' ἄνδρα θεοὶ δαμάσασθαι ἔδωκαν , ὁ δὲ θνήσκων φράζεο νῦν , μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι
6329749 δικαιαις
μὴν οὐδέποτε παύσεται τιμῶν , τοῖς καλοῖς ἔργοις καὶ ταῖς δικαίαις πράξεσιν . ἕκαστόν γε μὴν τῶν θεῶν ἱλάσκεται κατὰ
σὺ , τοῦ Διὸς θυγάτηρ Ἀλήθεια , ταῖς ἴσαις καὶ δικαίαις χερσὶν ἀποκωλύσατε καὶ ἀπείρξατε ἀπ ' ἐμοῦ τὴν ἐπίπληξιν
6328241 ἐπιγενομενον
ἐν ὀξεῖ νοσήματι , ἐπειδὴ ξένον καὶ ἀλλότριόν ἐστι τὸ ἐπιγενόμενον σύμπτωμα . τινὰ δὲ “ εἰ δὲ καὶ σφυγμός
τοῦτο θερμοτέρη ἐστὶ τοῦ ἀνδρός : ἢν δὲ τὸ πλεῖον ἐπιγενόμενον ἀποχωρέῃ , οὐ γίνεται ὁ πόνος καὶ ἡ θέρμη
6324485 πολυηκοος
δὲ τοῦ πολυ τάδε σύνθετα . πολυπράγμων , πολυλόγος , πολυήκοος , πολυθεάμων , πολύφωνος , πολυμελής , πολύχειρ ,
ἐπιστομίζων δὲ τοὺς ἀποροῦντας . , ; , . . πολυήκοος ἀγχίσποροι οὐδὲ ἦν τῶν βιβλίων πολυήκοος , ἀλλὰ ῥώμῃ
6321693 θρῳσκων
ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες : ὃ δ ' ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεὶ θρῴσκων ἄλλοτ ' ἐπ ' ἄλλον ἀμείβεται , οἳ δὲ
δ ' ἐμοί κἄγωγε τὰς σὰς βακκάρεις τε καὶ μύρα θρῴσκων κνώδαλα καὶ παλτὰ κἀγκυλητὰ καὶ χλῆδον βελῶν Καπανεύς †
6321441 ψιθυρος
: μέλισμα , μέλος , λάλημα , ὅθεν καὶ τὸ ψίθυρος ὁ λάλος . ἡ δὲ φωνὴ τῶν κατὰ μίμησιν
λαμβάνουσιν . ἔστι γὰρ ψίθυρ ψίθυρος ὡς μάρτυρ μάρτυρος καὶ ψίθυρος ψιθύρου ὡς μάρτυρος μαρτύρου : τὸ δὲ ψίθυρ παρὰ
6319856 εἰσιθ
καὶ τραγήματα ἔφρυγε , κᾦνον ἀνεκεράννυ γλυκύτατον . Ἀλλ ' εἴσιθ ' ἅμ ' ἐμοί . Πάνυ καλῶς . Ληρεῖς
] αὐτῶν . καθ ' αὑτὸν ] παίζει ἐνταῦθα . εἴσιθ ' ] εἰσέλθετε . ' κεῖνος ] ὁ Σωκράτης
6319303 Ἁπας
μάχην οὐκ ἄλλου τινὸς εἶναι καιροῦ σημεῖον ἢ θέρους . Ἅπας γὰρ ἀναπαύεται πόλεμος ἐν χειμῶνι , καὶ τὴν πρὸς
' ἐντέχνως τε καὶ ἀπταίστως καὶ τάχιστα ἐφόδῳ τοιαύτῃ . Ἅπας πολλαπλάσιος τοσούτων ἐπιμορίων ἡγήσεται λόγων ἀντιπαρωνύμων αὐτῷ ; ὁπόστος
6316307 ἐμαλακισθη
ἐπὶ ἀρρώστου ἔκαμεν , ἠρρώστησεν , ἐνόσησεν , ἠσθένησεν , ἐμαλακίσθη , μαλακῶς ἔσχεν : καὶ κάμνων , ἀρρωστήσας ,
γάρ , ὅτι παρὰ γνώμην αὐτοῦ τοῦτο πεποιήκαμεν : καίγε ἐμαλακίσθη ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ . Ἀλλ ' ἐγὼ εἶδον
6314895 ὑποβρεμει
] συμπίπτων , συγκρούων . . κελαινὸς ] μέλας . ὑποβρέμει ] ὑπηχεῖ . . γᾶς ] γῆς . ἁγνορρύτων
θάλασσα , καὶ ὁ μέλας τόπος τῆς γῆς τοῦ Ἅιδου ὑποβρέμει . αἱ πηγαί τε τῶν καθαρῶν ὑδάτων στένουσιν ἄλγος
6310889 βαρυνομενος
: ὁπόταν δὲ φοβηθῇ , οὐ συμφέρεται τῷ ἀρμένῳ , βαρυνόμενος δὲ καθέλκεται , κατασύρεται , κατασπᾶται , κατέρχεται ,
δή τις ὑποστατικὸς νωταγωγῶν τῷ τῆς ψυχῆς ἤθει καὶ οὐ βαρυνόμενος οὐδενὶ τῶν αἰσχρῶν . Οὐκ ἂν διαμάρτανοι δέ τις
6310424 σιγηλος
Κρόνου καὶ Τιθωνοῦ παππεπίπαππος νενόμισται . ἀρρησία κάναστρα κορδακισμός κωδωνοφορῶν σιγηλός σταφυλήν ὦ ' τάν Ἅπερ ἐσθίει ταυτὶ τὰ πόνηρ
Τὰ διὰ τοῦ ΗΛΟΣ ὑπερδισύλλαβα ἁπλᾶ ἔχοντα θηλυκὰ ὀξύνεται : σιγηλός μιμηλός ἀπατηλός ὑψηλός ὑδρηλός . Τὰ διὰ τοῦ ΙΛΟΣ
6309816 Ἀιδας
ἀπεστάλη τοῦ Κερβέρου χάριν παρὰ τοῦ Εὐρυσθέως . οὐδ ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον : τῇ ῥάβδῳ κέχρηται καθάπερ ὅπλῳ
Ἀίδα δόμοισιν τὸν ἀνάλιον οἶκον οἰκετεύοις . ἴστω δ ' Ἀίδας ὁ μελαγχαίτας θεὸς ὅς τ ' ἐπὶ κώπαι πηδαλίωι
6307289 δοριμαργος
μέμονας , τέκνον ; μή τί σε θυμοπλη - θὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω : κακοῦ δ ' ἔκβαλ ' ἔρωτος
τοῦ θυμὸς ἡ ψυχή . Ξ δορίμαργος ] πολεμική . δορίμαργος ] πρὸς πόλεμον ὁρμῶσα καὶ μαινομένη . δορίμαργος ]
6305690 μυχοθεν
βάλοις δοιὼ ὀρόβοιο : εὐ δ ' ὑπέρῳ μίξας συνδονέων μυχόθεν αἴνυσο καὶ δινήεντας ἀνάπλασσε τροχίσκους : τοὺς δ '
καθαραῖς . παρηγορίαις ] θεραπείαις . πελάνωι ] θύματι . μυχόθεν ] ἤγουν ἐκ τῶν μυχῶν , τουτέστι τῶν θαλάμων
6305669 κρυοεσσα
ἡλίου , ἢ ὅτι ἡ θεὸς τοιαύτῃ κέχρηται ἐσθῆτι . κρυόεσσα φρικτή : κρύος γὰρ τὸ ῥῖγος . κρῖ ὁ
. αἰδῶ : γράφεται ἀνδρῶν . Πᾶσιν : ὅλοις . κρυόεσσα : φρικτὴ , ἡ φοβερὰ , ἡ ἀλγεινὴ ,
6305029 ταχυπους
Γαῖα δὲ τὰν μαντείων ἀφείλετο τιμὰν Φοῖβον φθόνωι θυγατρός . ταχύπους δ ' ἐς Ὄλυμπον ὁρμαθεὶς ἄναξ χέρα παιδνὸν ἕλιξεν
, ἀφροσύνᾳ πρόσω βιοτὰν τεκμαιρόμενοι . ὁ δ ' ἀμφιβάλλει ταχύπους κέλευθον ἕρπων σκοτίαν , ἄφνω δ ' ἄφαντος προσέβα

Back