, ἵνα μὴ νεωτέρα μηδὲ ἐκ τοῦ νῦν χρόνου εἴη ὑπελθοῦσα ἡ ῥητορικὴ πρὸς ἡμᾶς , ἀλλὰ ἄνωθεν καὶ ἅμα
ὅταν ἡ σελήνη ἐν τῇ πρὸς αὐτὸν συνόδῳ κατὰ κάθετον ὑπελθοῦσα ἐπισκοτήσῃ , εἰδὼς φαίνεται . προειπὼν γὰρ ὅτι ἐλεύσεται
4488924 μεταβεβλησθαι
βοῶπιν δὲ καὶ ταυροπάρθενον εἶπεν , ἐπειδὴ δοκεῖ εἰς βοῦν μεταβεβλῆσθαι . βοῶπιν δὲ αὐτὴν λέγει , ὅτι μυθικῶς ὁ
. . ; , ὁ Φ . ἔλεγεν εἰς Ἔρωτα μεταβεβλῆσθαι τὸν Δία μέλλοντα δημιουργεῖν , ὅτι δὴ τὸν κόσμον
4474190 ἐγγισας
τοῦ ἐνοχλοῦντος χυμοῦ , ἔτι τε τὸν τόπον , ὃν ἐγγίσας ἐρεθίζει καὶ διανιστᾷ τὴν κατ ' ἐκείνον τῆς ψυχῆς
ὅτι ὁ Ἀβραὰμ ” ἔτι ἦν ἑστηκὼς ἐνώπιον κυρίου καὶ ἐγγίσας εἶπε Μὴ συναπολέσῃς δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς ” , τὸν
4358262 θερμαϲιαϲ
τὴν ἐν αὐτῷ ἀκαθαρϲίαν , κωλύεται δὲ ὑπὸ τῆϲ πυρεκτικῆϲ θερμαϲίαϲ πρὸϲ τὴν ἔκκριϲιν τὰ περιττώματα ἀγαγεῖν . δοτέον οὖν
, ὡϲ διδόναι βούλεται οὐκ ἐκταθείϲηϲ , ἀλλὰ μεταϲτάϲηϲ τῆϲ θερμαϲίαϲ εἰϲ τὰ κάτω χωρία . καὶ τοῦτο αὐτὸϲ προϲεκδιδάϲκει
4298227 ὀξωδης
ἀραιός ἐστι : σομφός : ἔστι δὲ καὶ ψυχρὸς καὶ ὀξώδης ὑπὸ τῆς φύσεως πρὸς τὸ διεγείρειν τὸν στόμαχον εἰς
ὑπονοεῖν δεῖ ψυχρὰν λέγειν τὴν δυσκρασίαν : πολλάκις γὰρ καὶ ὀξώδης τροφὴ καὶ στρυφνὴ τὴν ὀξώδη παρεσκεύασεν ἐρυγὴν φανῆναι :
4291831 ἀποδοθεν
ὁριζόμενοι πάλιν γένους ἐμεμνήμεθα φάσκοντες εἶδός ἐστι τὸ ὑπὸ τὸ ἀποδοθὲν γένος , μηδεὶς μέμφοιτο . κατὰ ἀλήθειαν γὰρ ταῦτα
ἀπαρχὰς κομίζετε τῷ ἀνθρώπῳ καὶ δισσὸν ἀργύριον , τό τε ἀποδοθὲν πρότερον , ὃ ἴσως ἀγνοίᾳ τινὸς ἀπεδόθη , καὶ
4290453 πτερωτη
λήγει ἐπὶ ψεῦδος , οἷον εἰ πέταται ἡ γῆ , πτερωτή ἐστιν ἡ γῆ , ἢ ἄρχεται ἀπὸ ἀληθοῦς καὶ
ἔδοξεν οἷον ἐκ γῆς ἀναδοθῆναι : † ἐπορεύθης , ὦ πτερωτή , γῆς θρέμμα καὶ γέννημα : γέγονε γὰρ ἡ
4267335 ἀποσκεδασει
ταύτην , φησίν , ὑπὸ τὸν ὄρθρον ἀνατέλλων ὁ ἥλιος ἀποσκεδάσει σοι . ἑῴαν δέ , τὴν ὑπὸ τὴν ἕω
οὖν , φησὶν , ὑπὸ τὸν ὄρθρον ἀνατέλλων ὁ ἥλιος ἀποσκεδάσει σοι καὶ διασκορπίσει . ἑῴαν δὲ τὴν ὑπὸ τὴν
4254281 πεμφιγα
λαιμῶι ˘ × , καὶ ἐν Πενθεῖ : μηδὲ αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδωι βάληις . . . . Γεωγραφ .
λαιμῶι ˘ × , καὶ ἐν Πενθεῖ : μηδὲ αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδωι βάληις . Κατάλογ . : Ξάντριαι .
4247908 εὐαποβλητος
, ἢ εὐαπόβλητός ἐστιν ἢ δυσαπόβλητος : καὶ εἰ μὲν εὐαπόβλητος εἴη , ποιεῖ πάλιν πάθος τοῦ τρίτου εἴδους τῆς
μὲν δυσαπόβλητός ἐστιν ἡ δὲ εὐαπόβλητος , καὶ εἰ μὲν εὐαπόβλητος εἴη , τὸ ἓν τμῆμα τοῦ τρίτου εἴδους ποιεῖ
4231582 θρεψιν
δ ' ἡ περὶ τὰς κόμας φιλοτεχνία συνέστηκε περί τε θρέψιν καὶ κουρὰν τριχός , ἄμφω δὲ κόραις καὶ κόροις
, καὶ προσφύεται καὶ τῷ χρόνῳ ἐξομοιοῦται καὶ εἰς οἰκείαν θρέψιν τε καὶ αὔξησιν τοῦ τυχόντος μορίου γίνεται . τοσούτων
4228958 ἐπιδιδωσιν
' γὰρ ἀμαυρὸς ὡς ἔοικε προσπίπτειοὐδὲν τῶν εἰς γνῶσιν τηλαυγέστερον ἐπιδίδωσιν , ὡς ἔτι μᾶλλον τὸν ἀνήνυτον καὶ ἀδιεξίτητον ἐπιτείνεσθαι
ὅτε ἐπιδίδωσιν εἰς θερμότητα , πᾶσα ὁμοίως εἰς τοῦτο πᾶν ἐπιδίδωσιν : ἂν γὰρ ἄλλα μένῃ τῆς ὕλης θερμά τε
4214837 προσερρηθη
πάθος : ὁ γὰρ ἀλλοτρίας ἀπέχεσθαι διδαχθείς , ὅτι μητρυιὰ προσερρήθη , πολὺ μᾶλλον ἀφέξεται τῆς φύσει μητρός : καὶ
ψῦξιν , τὴν δὲ σύνοδον ἀπελθόντος ἐκείνου πεπηγὸς εἶναι γένος προσερρήθη . τούτων δὴ πάντων ὅσα χυτὰ προσείπομεν ὕδατα ,
4202501 τυφλοτης
ἢ μηδὲ ἀνακάμπτειν , ὥσπερ ἐν Κατηγορίαις ἐλέγετο ἔχειν ἡ τυφλότης : ἐπεὶ οὖν , ὅπερ ἐλέγομεν , τὰς στερητικὰς
κατὰ μὲν ἔνστασιν οὕτως : οὐ λέγεται ἡ τυφλότης ὄψεως τυφλότης , ἀλλ ' ὄψεως στέρησις : οὐδὲ γὰρ αὐτὴ
4196458 διωκομενην
αὐτὴν ὠνομάσθαι Δίκτυνναν ἀπὸ τοῦ συμφυγεῖν εἰς ἁλιευτικὰ δίκτυα , διωκομένην ὑπὸ Μίνω συνουσίας ἕνεκα , διημαρτηκέναι τῆς ἀληθείας :
Ἀρτέμιδός ἐστι φίλη . ταύτης ἠράσθη Ζεὺς καὶ αὐτὴν Ἄρτεμις διωκομένην εἰς ἔλαφον μεταβάλλει : ὅθεν καὶ εἰς ὑπόμνημα τοῦ
4137301 ἐπιπολαζουσα
ἀλλὰ διὰ τὸ μᾶλλον ἐκθερμαίνεσθαι . ξηραίνει γὰρ ἡ θερμότης ἐπιπολάζουσα τὸ δ ' ἐν τοῖς ποσὶ συντήκει διὰ τὸ
: ταῦτα γὰρ τὰ μέρη πλατύτερα τῆς σφενδόνης . Ἡ ἐπιπολάζουσα γραφὴ καὶ ἐν πᾶσιν ὡς εἰπεῖν εὑρισκομένη τοῖς ἀντιγράφοις
4136925 ἐρυγη
παντὸς προτιμᾶν ἀεί : εἰ γὰρ ἀπὸ θερμότητος ἡ κνισσώδης ἐρυγὴ καὶ ἀπεψία συνέβη , ἐχρῆν οἶμαι τοῖς ἐναντίοις χρώμενον
τείνονται γὰρ κατὰ τὸ συνεχὲς δίκην σχοινίου : καὶ οὔτε ἐρυγὴ ἄνω οὔτε φύσα κάτω . Εἰ μὲν ἐξαίφνης εἰσβάλλῃ
4120856 μαζοις
καρκινωθεῖσαν μήτραν ἀναγραφησομένοις ἐνέμασιν , καὶ τοῖς πρὸς τοὺς ἐν μαζοῖς καρκίνους διὰ τοῦ Ἀδριανοῦ οἴνου καὶ τῆς βυρσοδεψικῆς ῥοὸς
ὥσπερ οἱ ἄλλοι ὄρνιθες , ἀλλὰ ζῳοτοκεῖ καὶ γάλα ἐν μαζοῖς ἔχει καὶ τοὺς ἰδίους ἐκτρέφει νεοττούς . ὅ τι
4107821 ἀμυδραν
ὣς αὐγὴ . . . εὐρύν [ ] ἀσθενῆ καὶ ἀμυδρὰν ἀνάρροιαν ἴσχει πρὸς ἡμᾶς διὰ τὴν κλάσιν ἐκλυομένης τῆς
, διὰ μνήμης ἔχων τὴν ἐκείνου φύσιν , ὁρῶν αὐτὴν ἀμυδρὰν ἐν γῇ πλανωμένην καὶ ἀνακεκραμένην ἀλλοτρίᾳ φύσει : ὁ
4092389 παιπαλην
, τὸ μὲν αὐτοῦ λεπτότατόν ἐστιν , ὃ δὴ καὶ παιπάλην καλοῦσι , τὸ δ ' αὖ παχύτατον , ὃ
, κρόταλον δὲ παρὰ τὸ προσκρούειν τοὺς λίθους ἑαυτοῖς , παιπάλην δὲ διὰ τὴν ἀπὸ τούτων ἐκπίπτουσαν λατύπην . καλοῦμεν
4084987 καταληφθεντα
τῷ χρόνῳ ὑπὸ τοῦ θερμοῦ ξηραινομένης τῆς γῆς , ταῦτα καταληφθέντα περὶ αὐτὰ σηπεδόνας ποιέει οἷόν περ χιτῶνας . Καὶ
κινδυνῶδες καὶ ὀφθαλμῶν κοιλότης καὶ διαστροφὴ καὶ ἐκστροφὴ καὶ τὸ καταληφθέντα ἐφ ' ἡμέραν καὶ νύκτα μὴ ἀνενεγκεῖν παραλυθῆναί τε
4082844 σταυρῳ
καθ ' οὕς ποτε τύχοι τοῦ σώματος τόπους , ὥστε σταυρῷ παραπλησίαν εἶναι τὴν ὕβριν ἅμα καὶ τὴν τιμωρίαν .
καὶ τὸ πλοῖον , καὶ ἡ κατάρτιος αὐτοῦ ὁμοία ἐστὶ σταυρῷ . ἀγαθὸν δὲ καὶ πένητι : καὶ γὰρ ὑψηλὸς
4056251 εἰσρυηναι
φασιν . Ἀλλ ' ὑποθώμεθα ἐξαιρεθέντος τοῦ ὕδατος μηδὲν ἕτερον εἰσρυῆναι σῶμα . μένει τοίνυν μεταξὺ τῆς ἐπιφανείας διάστημα κεχωρισμένον
τοῦ καπνοῦ πᾶσαν τὴν τῆς κεδρέας καὶ τοῦ θείου ὀσμὴν εἰσρυῆναι , καὶ ἀποπνίξαι τὸν ἀσπάλακα : καὶ οὕτως ἑκάστου
4050629 τοὐμπαλιν
ἧττον δέ ἐϲτιν εὐϲτόμαχοϲ , ὁ δὲ ἄωροϲ καὶ αὐϲτηρότεροϲ τοὔμπαλιν . τὸ δὲ κόμμι τοῦ δένδρου , γράφουϲί τινεϲ
καινὸν ὅπερ εἴωθε δρᾶν , τῶν ἑστιωμένων . ἔδει δὲ τοὔμπαλιν τὰς τῶν ἀδείπνων ἐξετάζειν οἰκίας . καταμαθὼν δὲ κειμένην
4028479 θεωρουντι
ἂν οἰκεία εἴη . τοῦτο δὲ καὶ καθ ' ἕκαστον θεωροῦντι γίνεται δῆλον . ἑτέρα γὰρ ἵππου ἡδονὴ καὶ κυνὸς
τοῦ Ἕκτορος ἡμιθέῳ ἀνθρώπῳ ἔοικε καὶ πολλὰ ἤθη ἐπιφαίνει τῷ θεωροῦντι αὐτὸ ξὺν ὀρθῷ λόγῳ : καὶ γὰρ φρονηματῶδες δοκεῖ
3976666 αἱμασσει
πρὸς κέντρα λακτίζων κατὰ τὴν ἐντεῦθεν παροιμίαν τοὺς ἰδίους πόδας αἱμάσσει . φησὶν οὖν , ἐάν μοι μὴ πεισθῇς ,
. ὑπὸ γοῦν τῆς ἀηθείας τε καὶ τρυφῆς ἀκάνθῃ περιτυχοῦσα αἱμάσσει τὸν πόδα ἐπ ' εὐτυχίᾳ τοῦ ῥόδου , καὶ
3974946 Πενθει
' ἐπενδύτας . καὶ Θέσπις δέ πού φησιν ἐν τῷ Πενθεῖ ἔργῳ νόμιζε νεβρίδ ' ἔχειν ἐπενδύτην . ἄντικρυς δὲ
' ἑαυτοῦ νῦν εἶναι Πυθαγόρειον : ὡς νῦν μανικώτερον ἢ Πενθεῖ τινι προσῆκε διελκόμενος πάσχει μὲν κατὰ μέλη , ὅλος
3969864 ῥιψιν
, ὃ δ ' ἂν θέλωμεν , οἷον καὶ πυρὸς ῥῖψιν καὶ δόρατος ἀνάτασιν καὶ τὰ τοιαῦτα . τὸ δὲ
. πρόπρυμνα ] διόλου , ἐσχάτως . θΞ ἐκβολὰν ] ῥῖψιν . ἐκβολὰν ] ἐκφόρευσιν . ἐκβολὰν ] ἔκπτωσιν .
3961708 ἡρμοσθαι
Θαυμάζω δέ , εἰ θαυμαστόν σοι δοκεῖ τὸ μὴ καλῶς ἡρμόσθαι τὰς πόλεις τοιούτου διδασκάλου πολὺν δὴ χρόνον τυχούσας .
ἄρμη : πᾶσα σύνοδος τραυμάτων . εἴρηται δὲ παρὰ τὸ ἡρμόσθαι . αἰάζειν : θρηνεῖν . ἄλθεσθαι : ὑγιάζεσθαι .
3960045 παρατριβομενον
βάσανος γάρ ἐστι λίθος ἡ λεγομένη Λυδία ἡ τὸ χρυσίον παρατριβόμενον δοκιμάζουσα καὶ διακρίνουσα τὸ καθαρὸν καὶ τὸ κίβδηλον :
ὡς χόνδρῳ ἐοικέναι τῇ σκληρότητι . τυλοῦται γὰρ τῷ χρόνῳ παρατριβόμενον συνεχῶς ἐν ταῖς συνουσίαις καὶ ταῖς ἀποτέξεσιν , ἀλλὰ
3959437 κινυρεσθαι
. . : κινύρετο : . . . κυρίως δὲ κινύρεσθαί ἐστιν ἐπὶ βοὸς καὶ εἴρηται παρὰ τὸ κινεῖν τὴν
μινύρεσθαι δὲ τὸ θρηνεῖν : τὸ δ ' αὐτὸ καὶ κινύρεσθαί φασιν . μισητὴ καὶ μισήτη διαφέρει παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς
3940905 ἀναπεπταμενην
. ἰδὲ γὰρ ἀνθρώπους οἷον ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει , ἀναπεπταμένην πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἐχούσῃ μακρὰν παρὰ πᾶν
ἀνάγκη ἦν καὶ τὴν γῆν κυμαίνεσθαι , ὡς ἐν αὐτῷ ἀναπεπταμένην . ἄλλως τε οὐδὲ ἔπαινος τὸ τοιοῦτον , ἀλλὰ
3939270 ζωιου
πέμπτον . . . . , καὶ τέσσαρες ἀρχαὶ τοῦ ζώιου τοῦ λογικοῦ , ὥσπερ καὶ Φ . ἐν τῶι
: τὸ σπέρμα εἶναι θερμόν , κατασκευαστικὸν δὲ τοῦτο τοῦ ζώιου : καὶ ὁ τόπος δέ , εἰς ὃν ἡ
3937644 ταχυτητα
: μακροτέρα γὰρ οὐκ ἀπεικότως ἡ ἀπὸ βάθους διέξοδος . ταχυτῆτα δὲ πάλιν ἀνατολῆς δηλῶν ἔμψυχον τῷ ἄστρῳ καὶ ὁρμητικὴν
δὴ λέγεται ὑπὸ Περσέων , μαθόντες διώκουσι . Εἶναι δὲ ταχυτῆτα οὐδενὶ ἑτέρῳ ὅμοιον , οὕτω ὥστε , εἰ μὴ
3923516 οἰκουντος
. Καί φασι τοῦτο εὑρῆσθαι ὑπὸ Κτησιβίου κουρέως , ἐνταῦθα οἰκοῦντος ἐν τῇ Ἀσπενδίᾳ , ἐπὶ τοῦ δευτέρου Εὐεργέτου :
διαφέρεσθαι πόρρω μὲν οὐρανοῦ , πόρρω δὲ τοῦ τὸν οὐρανὸν οἰκοῦντος χοροῦ . οὕτως ἔτρεχες δρόμον ὑπὸ θεῶν ἐπαινούμενον καὶ
3922763 ἐνικμον
ἀπὸ παρασπάδος καὶ ἀπὸ σπέρματος : τόπον δὲ ζητεῖ ψυχρὸν ἔνικμον , φιλόζωον δ ' ἐν τούτῳ καὶ δυσώλεθρον :
' εὐθέως ψύχειν ἐπὶ κεραμίδων καινῶν ἐν ἡλίῳ ὀξυτάτῳ : ἔνικμον γὰρ κἂν ἐπ ' ὀλίγον μένῃ , ὀξίζει .
3913673 ἐκπεφευγεναι
ἄδεκτος λευκότητος , διὰ τὸ μηδένα τῶν κατὰ μέρος κύκνων ἐκπεφευγέναι τὴν λευκότητα . πρόσθες δὲ σὺ καὶ ἄλλα ἴδια
σεμνότητα : ὃ δὲ σφαλερὸν πρόσεστιν ἐκείνῳ , τοῦτ ' ἐκπεφευγέναι διὰ τὸ βελτίους τοὺς κοινωνοὺς ἔχειν . ὃ δ
3912607 διαλιπουσα
τὸ χαλεπὸν ἀναιρεῖται καὶ ἀναβὰς ἤλαυνεν . ἡ δὲ μικρὸν διαλιποῦσα ἀνέσφηλε : τὸ δὲ κτῆνος πτοηθὲν ἀποβάλλει τὸν ἄνδρα
: ἀνακινηθέντος δὲ τοῦ ὕδατος ἄνεισιν ἀχλὺς ἐοικυῖα ὁμίχλῃ , διαλιποῦσα δὲ ὀλίγον γίνεται νέφος ἡ ἀχλὺς καὶ ἐς αὑτὴν
3908284 ὀπτικου
λοιπὸν δὲ καὶ τὰ πνεύματα : πλείστη γὰρ μοῖρα πνεύματος ὀπτικοῦ πέμπεται εἰς τοὺς ὀφθαλμούς . τούτων δὲ δαπανωμένων ὡς
μέρος τι τῆς ὕλης πέμπεται ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς διὰ τοῦ ὀπτικοῦ νεύρου μολύνον τὸ ὀπτικὸν πνεῦμα , καὶ τὸ τηνικαῦτα
3897542 ἀθροιζομενον
ὡς ἐμαυτὸν πείθω λίαν ὀρθῶς . θιάσους ἄγων ] τὸ ἀθροιζόμενον πλῆθος ἐπὶ τελετῇ καὶ τιμῇ τῶν θεῶν . εὐοῖ
αὐτοῦ τὴν ἐκροὴν λεκάνης κενῆς , ὥστε ἀναλαμβανόμενον αὖθις τὸν ἀθροιζόμενον οἶνον ἐν αὐτῇ καταντλεῖσθαι δεύτερον . γνωστέον δ '
3886703 τιμωντος
γενόμενος εὔφρανεν . ἦν δὲ καὶ ὅσα ἐλύπει τὸ δίκαιον τιμῶντος : διδασκάλῳ γὰρ βοηθῶν ἐν ὅπλοις ἦν . ἐπεὶ
καὶ Εὐμαθίου τοῦ φενακίζειν οὐκ εἰδότος καὶ ἐμοῦ τοῦ τἀληθῆ τιμῶντος ; ὡς ἔγωγε οὐδεπώποτε πρὸς πατέρας περὶ παίδων ἀμβλυτέρων
3884307 κινητικη
εἰπεῖν , ὡς οὐκ αὐτόθεν ἡ ἐν τῷ θεωρητικῷ ὄρεξις κινητική ἐστι τοῦ σώματος , ἀλλ ' ὀρεχθεὶς τοῦ μαθεῖν
τελειοτέροις τῶν ζώων πρὸς ταύταις ὑπάρχει καὶ ἡ κατὰ τόπον κινητική , ἑτέροις δὲ καὶ ἡ διανοητική τε καὶ ὁ
3874848 ὑπνουϲ
αὐτῷ γενομένοιϲ παρακολουθεῖ δυϲκινηϲία καὶ ναρκώδηϲ ϲυναίϲθηϲιϲ , παρὰ τοὺϲ ὕπνουϲ πνιγμοῦ φανταϲία καὶ κατάληψιϲ ὡϲ ἐπιπεϲόντοϲ τινὸϲ μετὰ τοῦ
καταφορικὴ τυγχάνουϲα πέψιν τελείαν ἀπεργάζεται : μετὰ γοῦν τοὺϲ νυκτερινοὺϲ ὕπνουϲ ὡϲ μάλιϲτα πρὸϲ ἔκκριϲιν ἐπειγόμεθα . ὅροϲ οὖν ἔϲτω
3874230 ἐπιπροσθουντος
, ὃ μὴ συμβαίνειν πέφυκεν ἐπὶ τῶν ὑπόχυμα παθόντων , ἐπιπροσθοῦντος ἀλλοτρίου τῷ πνεύματι σώματος . Εἰ τοίνυν αὐγοειδὲς μὲν
ἐπιπολάζει καὶ ἄνω περιφέρεται , λέγεται νεφέλη , δίκην τοῦ ἐπιπροσθοῦντος νέφους ἐπιπολάζοντος τῷ ἀέρι : ἢ βρίθει ἐν τῷ
3874079 ἐναργεστατα
δικαίως τοὺς ἀνθρώπους βιοῦν , καὶ τοῦτό φησιν ὁ ποιητὴς ἐναργέστατα οὐ γὰρ σχέτλια ἔργα θεοὶ μάκαρες φιλέουσιν , ἀλλὰ
ἄγονα ; . . § : δίχα δὲ τῶν εἰρημένων ἐναργέστατα παριστᾶσι τὴν τελεσφόρον δύναμιν ἑβδομάδος καὶ αἱ ἐκ βρέφους
3858631 ἀνεπιτηδεια
, ὥστε καὶ κόλυμβος ὁ ἐν τοῖς τοιούτοις καὶ βαπτισμὸς ἀνεπιτήδεια . ὑπέχειν δὲ κρουνοῖς αὐτοφυῶν ὑδάτων ἐκείνοις χρὴ μόνοις
ἐν τῷ πρότερον εἴρηκα , καὶ τὰ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀνεπιτήδεια γίνηται , καὶ θερμαίνηται ὁ ἄνθρωπος , ταράσσεσθαι τὸ
3854008 αὐξανομενην
ἔγραφον πρῶτον μὲν μικράν , ἔπειτα δὲ κατ ' ὀλίγον αὐξανομένην . πάντα δὲ ὅσα εἶπε τὴν Ἔριν γεννῆσαι ,
ἕνεκα , καὶ τούτου δὲ σελήνην , καθάπερ εἴπομεν , αὐξανομένην καὶ φθίνουσαν ἐμποιήσας , μῆνας πρὸς τὸν ἐνιαυτὸν συνεστήσατο
3850803 παιανιζειν
Ἀδμήτου . μὴ μαθὼν δὲ τὴν τελευτὴν τῆς εἰρημένης Ἐριβοίας παιανίζειν ἀρξάμενος μία τῶν δουλίδων προσῆλθεν αὐτῷ καὶ εἶπεν :
μία τῶν δουλίδων προσῆλθεν αὐτῷ καὶ εἶπεν : οὐ δεῖ παιανίζειν ὧδε διὰ τὸ τὴν γυναῖκα τοῦ Ἀδμήτου τεθνάναι .
3848399 ἐπιτεινομενα
, καὶ οὐχ ὡσαύτως δὲ ὧδε τὰ πάθη ἐνοχλεῖ , ἐπιτεινόμενά τε καὶ κολαζόμενα ῥᾳδίως ταῖς τυχούσαις διαίταις . Ὅσοι
, καὶ οὐχ ὡσαύτως δὲ ὧδε τὰ πάθη ἐνοχλεῖ , ἐπιτεινόμενά τε καὶ κολαζόμενα ῥᾳδίως ταῖς τυχούσαις διαίταις . Ὅσοι
3846054 Ὡσει
βάσιν τῶν ἵππων . . φρίξας δ ' αὐτοκόμου : Ὡσεὶ εἶπεν , ὀργισθεὶς ὥσπερ σῦς : πᾶν δέ τ
Εἰς ὅσον αὐτοὺς ἐγὼ χρόνον διεδεχόμην . τὰ νεόττια : Ὡσεὶ εἶπεν ἐμὲ καὶ τὰ τέκνα μου ἀνατίθημί σοι ὥστε
3840456 ὁραμασιν
, δοκοῦσι δέ , ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἀκούσμασιν αἰσχροῖς καὶ ὁράμασιν ἐρυθραίνεται ὁ ἐπιεικὴς καὶ αἰδεῖται . δοκεῖ δὲ ταύτῃ
, οἷαι ὠφελέουσι , βρώμασι , πόμασιν , ὀδμῇσιν , ὁράμασιν , ἀκούσμασιν , ἐννοήμασιν , ἀφόδοισιν , θάλψει ,
3832420 κατορθωθεντα
τὰ γὰρ μέγιστα τῶν πραγμάτων ἐκ πόνων φιλεῖ κατορθοῦσθαι , κατορθωθέντα δὲ τὴν ἡδονὴν φέρει . εἶτα κατὰ τὸ ἐναντίον
φησιν , ἐγγύς τι τείνειν τοῦ σώματος ἔθεσι καὶ ἀσκήσεσι κατορθωθέντα . Ὥστε εἶναι σαφέστερον , ὡς τὸ ἄυλόν ἐστι
3829852 ψυχομενος
ἡ χρεία , ἡ εἱμαρμένη . δονακώδεος : ὑλώδους . ψυχόμενος : ψυχιζόμενος , τῷ ψυχρῷ βρεχόμενος . ἑλειονόμοι :
ὃν οὐκ ἔστιν ἀποθέσθαι , ὁ δὲ ἀπόθετος , ὁ ψυχόμενος καὶ ἡλιούμενος . περὶ φοίνικος ἐρεῖς ὄρθιος , ὑψηλός
3825898 δυσθηρατος
εἶπεν ὅτι ὁ μετατεθεὶς ” οὐχ εὑρίσκετο ” δυσεύρετος καὶ δυσθήρατος ὤν . μεθορμίζεται οὖν εἰς παιδείαν ἐξ ἀμαθίας καὶ
ὁ τόπος , ὧδε ἂν γένοιτο φανερόν . ἐπειδὴ γὰρ δυσθήρατος ἡ φύσις αὐτοῦ , πρότερον θεωρήσωμεν , ὅσα ὑπάρχειν
3822395 κεφαλαλγια
δυϲθυμία καὶ τῶν προϲεχῶν λήθη καὶ ἐνυπνίων ὄψειϲ ταραχώδειϲ καὶ κεφαλαλγία καὶ πλήρωϲιϲ τῆϲ κεφαλῆϲ ϲυνεχήϲ , ἐπ ' ὀξυθυμίαιϲ
, πυραυγῆ καὶ ἐρυθρὰ φαντάσματα ὁρῶσιν , ἡλικία ἀκμαστική , κεφαλαλγία αὐτοῖς γίνεται ἄλογος καὶ ἀμβλυώττουσιν . Εἰ δὲ καὶ
3822203 βουλευτεον
, φίλτατε ξένων Πυλάδη , τί χρὴ δρᾶν ἐν τάχει βουλευτέον , ὡς ἡμὶν ἤδη λαμπρὸν ἡλίου σέλας ἑῷα κινεῖ
ἔτι ἐχθίονές εἰσιν ἢ ἐμοί : οὕτως οὖν ἡμῖν ἀμφοτέροις βουλευτέον ὅπως τῶν μὲν νῦν παρόντων μηδεὶς ἀποστατήσει ἡμῖν συμμάχων
3814694 ΖΗΕ
τουτέστιν τῇ ὑπὸ ΖΗΕ . ἀλλ ' ἦν ἡ ὑπὸ ΖΗΕ μετὰ τῆς Α δυσὶν ὀρθαῖς ἴση : καὶ ἡ
γωνίας : ὀρθὴ ἄρα ἐστὶν ἑκατέρα τῶν ὑπὸ ΖΗΔ , ΖΗΕ γωνιῶν . διὰ τὰ αὐτὰ δὴ καὶ ἑκατέρα τῶν
3811307 ὁμογνιον
δεῖ λέγειν ; ἀλλ ' ἄντομαί σε Δία καλοῦς ' ὁμόγνιον , πέμψον με χώρας τῆσδ ' ὅποι προσωτάτω ἢ
αὐτὸν καὶ χρησμός , ἐν ᾧ ποτε θεὸς εἶπε σῴζειν ὁμόγνιον ὄντα τὸν ὑπὸ τῶν μελισσῶν τρεφόμενον . ὁ δὲ
3801238 πεφθεισα
ἡ μὲν φυσικὴ ἐνέργεια πέττει τὴν προσενεχθεῖσαν αὐτῇ τροφήν . πεφθεῖσα δὲ αὐτὴ , πρῶτον μὲν ἔοικεν χυλῷ πτισσάνης .
ἐν τῷ σώματι ἅτε παχεῖα ἐοῦσα , ἡ δὲ ἑτέρη πεφθεῖσα ὑπὸ τῆς θέρμης διακέχυται , καὶ λεπτὴ γενομένη παραγίνεται
3797975 καρπευειν
καρπίσασθαι Ὑπερείδης ἐν τῷ πρὸς Λυσίδημον . καὶ τὸ ῥῆμα καρπεύειν : λέγει γοῦν ἐν τῷ πρὸς Θασίους εὐθὺς δὲ
τῷ περὶ τῶν Εὐβ . δωρεῶν . . εὐθὺϲ δὲ καρπεύειν ἀγαθὴν καὶ πλείϲτην χώραν . , . παρακαταβολὴ καὶ
3797861 τιμωρησασαν
* : τὴν Ἀδράστειαν : Ἢ τὴν Δίκην τὴν Ἄδραστον τιμωρήσασαν : θεὰ γὰρ ἦν τοὺς ὑπερηφάνους τιμωροῦσα . :
τῶν χρησμῶν τοῦ Ἀπόλλωνος , τὴν ὠκύποινον , τὴν ταχέως τιμωρήσασαν καὶ μετελθοῦσαν ἐκεῖνον . μένει δὲ ἀκμὴ καὶ εἰς
3791232 μαχλον
. πυρέφατον ] πυρὶ ἀναλωθεῖσαν . κτίσαι ] ποιῆσαι . μάχλον ] τὸν εἰς τοὺς πολέμους κατωφερῆ ἢ τὸν παλίμβολον
νόμων ἀποθανεῖν . ἔχεις δὲ καὶ δούλην ἐμήν , γυναῖκα μάχλον καὶ πρὸς ἄνδρας ἐπιμανῆ : ταύτην ὅπως μοι φυλάξῃς
3786266 Μωυση
ἐκάλεσεν αὐτὸν κύριος ἐκ τοῦ βάτου λέγων : Μωυσῆ , Μωυσῆ . ὁ δὲ εἶπε : τί ἐστιν ; „
, τρίτην δὲ καὶ τελεωτέραν δεκάδος ἑβδομάδα ἀπὸ τούτου μέχρι Μωυσῆ τοῦ πάντα σοφοῦ παρήκουσαν : ἕβδομος γὰρ ἀπὸ Ἀβραὰμ
3784336 ἐπαναγωγην
αὐτῶν ἐς τὸ πέλαγος καὶ διὰ τὴν τῶν Κορινθίων οὐκέτι ἐπαναγωγήν , διεκρίθησαν ἀπ ' ἀλλήλων , καὶ δίωξις οὐδεμία
τὸ κράτιστον ὁμοῦ πάντων διὰ τὴν εἰς τὸ ὂν κοινὴν ἐπαναγωγήν . Οὐ γὰρ τῷ ἀπορρήτῳ συναπτόμεθα διὰ γνώσεως ,
3779964 διαχεεται
τὸ ἰένω τὸ πέμπω καὶ διαχέω . ἰαίνεται γὰρ καὶ διαχέεται ἡ ψυχὴ τῇ διηγήσει τῶν τοιῶνδε λόγων : ἴαινος
αἵματος συστελλομένου , οὕτω καὶ τὸ κῦμα ὡσανεὶ γελᾷ καὶ διαχέεται συχνὸν ἐρχόμενον καὶ ἐπάλληλον . . ἀνήριθμον γέλασμα ]
3777636 ἀποσβεσιν
γῆς ἐπισκότησιν . διὰ τί ἐστι βροντή ; διὰ τὴν ἀπόσβεσιν τοῦ πυρός . δῆλον τοίνυν ἐξ ἁπάντων τῶν εἰρημένων
ὁριζόμενοι δὲ λέγομεν βροντὴν εἶναι ψόφον ἐν νέφει διὰ πυρὸς ἀπόσβεσιν , ταὐτὰ μὲν λέγοντες δι ' ἀμφοτέρων τῶν λόγων
3773383 παραφροϲυνη
παρακοπὴ οὐδὲ φρενῖτίϲ ἐϲτιν , ἀλλ ' αὐτὸ δὴ μόνον παραφροϲύνη . παρέπεται δὲ τοῖϲ κυρίωϲ φρενιτικοῖϲ ἀγρυπνία μὲν ὡϲ
καὶ πυρετοὶ καὶ ϲπαϲμοὶ τούτοιϲ περιγίνονται , τιϲὶ δὲ καὶ παραφροϲύνη διὰ τὴν πρὸϲ τὸν ἐγκέφαλον τῶν νεύρων ϲυνέχειαν :
3755770 χρειωδης
εὐλόγως διὰ ταῦτα . πρῶτον μὲν γὰρ πρὸς ὃ δοκεῖ χρειώδης εἶναι πρᾶγμα , τοῦτ ' ἐν ὑποθέσει λαμβάνει .
καὶ τὰς ἐσθῆτας καὶ τὰς ὑποδέσεις καὶ τὴν ἄλλην ἀπόλαυσιν χρειώδης εἰμὶ νοσοῦσι καὶ ὑγιαίνουσι , καὶ ἐν μὲν εἰρήνῃ
3753860 ὑδρωπι
πυκιναί : κορυφὴ δὲ τῶν κακῶν ὕδρωψ . ἐπὶ τῷ ὕδρωπι , ἢν μὲν οὖρα πολλά , παχέα , ἐπίδοϲιν
' ἀτροφίαις καὶ ἐπὶ παρέσεσι καὶ ἐπ ' ἀπεψίᾳ καὶ ὕδρωπι τῇ κατὰ σάρκα , καὶ ἐφ ' ὧν ἐπανάστασις
3745744 τυλουται
πρότερον ἐξήφθη πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν . καὶ τούτου συνεχῶς γινομένου τυλοῦται λοιπὸν καὶ τὸ ἀρρώστημα βεβαιοῖ τὴν φιλαργυρίαν . ὁ
καὶ διὰ τὴν δι ' αὐτοῦ γιγνομένην ἐπιμήνιον κάθαρσιν μᾶλλον τυλοῦται : ὥσπερ τὰ διὰ τὴν πλείστην δριμεῖαν ὑγρότητα συριγγούμενα
3737480 ἀναλοι
παραλλήλου τὸ κοινὸν καὶ τὸ ἅμα . αὐτὸς δ ' ἀναλοῖ : ὁ Ἀπόλλων ἀναλίσκει τὸ τοῦ Οἰδίποδος γένος .
. ἃ γὰρ ἐκεῖνοι κατ ' ὀβολὸν συνήγαγον , ἀθρόως ἀναλοῖ τὸ πολύκοινον τοῦτο καὶ αἰσχρότατον γύναιον . πάσχω μὲν
3734138 ἀνεγειραι
οὕτως ἀρκοῦσαν ἔχω ὥστ ' ἔργον μέγ ' ἐστὶ καὶ ἀνεγεῖραι . ἂν δέ ποτε καὶ ἀφροδισιάσαι τὸ σῶμά μου
δὲ ὅλοι βίοι πίπτουσιν , οὓς ἅπαξ ἀνατραπέντας μόλις ἔστιν ἀνεγεῖραι . Τῆς δὲ προνομίας καὶ τιμῆς καὶ τοὐναντίον κολάσεως
3724391 σκαπανην
νέος ὢν καὶ ἐν ὁρμῇ τοῦ βλαστάνειν ὡραίαν λάβη τὴν σκαπάνην , ἔπειτα πάλιν βλαστολογεῖν πρὸ τοῦ ἀνθεῖν . Συμβαίνει
νῦν ἐῶμεν ; ” ὅ τε Δᾶος παρῆν ἐπὶ τὴν σκαπάνην διάδοχος . ἡ πρώτη μὲν οὖν ἔφοδος ] τοιαύτη
3723261 Κοριννῃ
ἔστι καὶ ἡ ἑΐν ἀπὸ τῆς τεΐν παρὰ Ἀντιμάχῳ καὶ Κορίννῃ , ἐπὶ αἰτιατικῆς ἔσθ ' ὅτε παραλαμβανομένη : Ἡ
μὴ ἄρα καὶ ἡ Καρία Φοινίκη ἐκαλεῖτο , ὡς παρὰ Κορίννῃ καὶ Βακχυλίδῃ ἔστιν εὑρεῖν . ὀνομάζονται δὲ οἱ αὐλοὶ
3721154 Πλεονασμος
ἀθροιζομένης , ἐπὶ δὲ τὴν τῶν βαρβάρων πονηρίαν πορευομένης . Πλεονασμὸς δέ ἐστι , οἷον : τί δεῖ πράττειν καὶ
: πολὺ δὲ τὸ σχῆμα παρὰ τῷ ἀνδρὶ τούτῳ . Πλεονασμὸς δέ ἐστιν , ὅταν ᾖ τῷ λόγῳ προσκείμενον μόριον
3719939 συστρεψαι
ἀλλ ' ὑπὲρ τοῦ προτρέψαι τε πρὸς τὰς ἐνεργείας καὶ συστρέψαι τὸν τόνον καὶ τὴν ἐκ τῆς μαλακῆς τρίψεως ἀραιότητα
καὶ δυσχερεῖ χρώμενος . στείλασθαι τὸ πρόσωπον : ἀντὶ τοῦ συστρέψαι καὶ σκυθρωπάσαι . ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν ἱστίων τῶν
3717924 ἐμπτωσιν
σβέννυσθαι . Μητρόδωρος τὴν εἰς τὰ νέφη τοῦ ἡλίου βιαίαν ἔμπτωσιν σπινθηρίζειν . Ξενοφάνης πάντα τὰ τοιαῦτα νεφῶν πεπυρωμένων συστήματα
Δ . ἀστέρας εἶναι τοὺς κομήτας . , Δ . ἔμπτωσιν πυρὸς εἰς νέφος ὑγρόν , βροντὴν μὲν τῆι σβέσει
3716393 ἐγγυτητα
μᾶλλον ξηρὸς ὢν καὶ εὐκίνητος διὰ τὴν πρὸς τὸν ἥλιον ἐγγύτητα καὶ τὸ τάχος τῆς ἀνακυκλήσεως πνευμάτων ἀτάκτων καὶ ὀξέων
ὄφρα νοτισθέντα κρατεροὺς ἀνεχοίατο γόμφους πρός τε τὴν τῶν αἰγιαλῶν ἐγγύτητα καὶ πρὸς ἕτερον , ὅτι οἱ τέκτονες τοῦτο ποιοῦσιν
3705224 ἐρυθροτητα
. τὴν ἐπικειμένην θερμότητα τῷ προσώπῳ μου , ἤτοι τὴν ἐρυθρότητα , ἣν οὐκ ἔξεστιν ἐν ἀνδρὶ βλέπειν : καὶ
δ ' ἡ μὲν τοιαύτη τετάρτη πέψις ἐς ὑφειμένην πάνυ ἐρυθρότητα τὴν τοῦ αἵματος χροιὰν μετατίθησι καὶ οἵα ἡ τῆς
3702801 ἀποσφαττεσθαι
καλῶς ἴσασιν αἶγες καὶ φυλάττονται . μέλλουσα δὲ ἡ αἲξ ἀποσφάττεσθαι σοφῶς οἶδε : καὶ τὸ μαρτύριον , οὐκ ἂν
αὐτὸ δήπου πτύελον δεινότατόν ἐστι . μέλλουσα δὲ ἡ αἲξ ἀποσφάττεσθαι σαφῶς οἶδε . καὶ τὸ μαρτύριον , οὐκ ἂν
3701957 βοστρυχου
καίοντα . μεταφορικῶς δὲ καὶ βόστρυχον λέγει διὰ τὸ δίκην βοστρύχου πίπτειν τὸν κεραυνόν . σφάκελος δέ ἐστι κυρίως ὁ
[ ! ] τὸν ἀναγνωρισμὸν [ ] ? διὰ τοῦ βοστρύχου [ Στησιχόρωι ] γάρ ἐστιν [ ! ! ]
3701752 Σαρραν
οἰκητόρων , οὓς τὸ διπλοῦν σπήλαιον ζυγάδην κεχώρηκεν , Ἀβραὰμ Σάρραν , Ἰσαὰκ Ῥεβέκκαν , Λείαν Ἰακώβ , ἀρετὰς καὶ
αὐτοῦ Σάρας νῦν ἐροῦμεν : καὶ γὰρ αὕτη μετονομάζεται εἰς Σάρραν κατὰ τὴν τοῦ ἑνὸς στοιχείου πρόσθεσιν τοῦ ῥῶ .
3699506 μεταμορφωθηναι
, ἵνα μὴ κατὰ τὸν θεῖον Πλάτωνα ὑπολάβωμέν σε ἀποθανόντα μεταμορφωθῆναι [ ἐν τῷ περὶ Ψυχῆς ] : τοὺς μὲν
ἀπὸ τοῦ πολλοῖς εἶναι χρειώδεις ἢ ἀπὸ τοῦ εἰς πελείας μεταμορφωθῆναι ἐκ τοῦ φεύγειν τὸν Ὠρίωνα ὡς το - ξότην
3698579 προλειπω
βαίνω μεταξὺ καὶ πυρᾶς Ἀχιλλέως . οἲ ' γώ , προλείπω , λύεται δέ μου μέλη . ὦ θύγατερ ,
ἡ προ ἀντὶ τῆς ἀπο τίθεται . καὶ τὸ ” προλείπω : λύεται δέ μου μέλη “ παρ ' αὐτῷ
3693601 δραστικην
γέννησις ὕλην μὲν ἑαυτῆς ἔχει τὰ παχέα τῶν ὑγρῶν , δραστικὴν δὲ ποιότητα τὴν θερμὴν καὶ ξηράν , καθάπερ ἔστιν
ὡς ἔφαμεν , μετὰ ῥήματος ἀσύστατοί εἰσιν ὡς πρὸς διάβασιν δραστικὴν τοῦ τε δρῶντος καὶ τοῦ δρωμένου . ἐπὶ μέντοι
3692844 Προμηθεως
] Τοὺς πλατεῖς . οὔκουν , Προμηθεῦ : Εἰπόντος τοῦ Προμηθέως ὅτι ἐγὼ τὴν παροῦσαν ὑπομενῶ τύχην , ἕως οὗ
οἷον εἴ τις τοὺς ἀνθρώπους μὴ πεπλάσθαι εἴποι ὑπὸ τοῦ Προμηθέως , ἀλλ ' ὑπ ' ἄλλου τινὸς τῶν θεῶν
3692615 τρεψαι
ὅγε παρηγορήϲεται . λίθων μὲν ὦν εὐφυῆ γένναν ἐϲ ἄγονον τρέψαι ἀδύνατον . ῥηΐτερον μὲν γὰρ μήτρην ἄτοκον θέμεναι ,
ῥίψαντες ἔφυγον . τὸ δὲ ἔργον βαλεῖν , τρῶσαι , τρέψαι , ἀνατρέψαι , ἀπώσασθαι , παραρρῆξαί τι τῆς φάλαγγος
3690473 Στυγα
καλοῦσι δὲ Ἕλληνες αὐτὸ ὕδωρ Στυγός . εἶναι δὲ τὴν Στύγα Ἡσίοδος μὲν ἐν Θεογονίᾳ πεποίηκενἩσιόδου γὰρ δὴ ἔπη τὴν
χωρεῖν : μετὰ γὰρ δὴ ταύτης τῆς θεοῦ καὶ τὴν Στύγα ἂν διαφύγοι . δίκαιος δ ' ἂν εἴης χεῖρα
3684954 παρειληφεναι
ἤγαγον ἐγώ τε καὶ ἡ δύναμίς μου πᾶσα ἐπὶ τῷ παρειληφέναι σε τὴν βασιλείαν παρὰ χρηστοῦ ἀνδρὸς καὶ δεδοκιμασμένου ὑπὸ
, ἀνάγκη τοὺς πρώτους ἀποδειχθέντας ὑπάτους ὁμολογεῖν ἄρχοντος Ἀθήνησιν Ἰσαγόρου παρειληφέναι τὴν ἀρχὴν κατὰ τὸ πρῶτον ἔτος τῆς ὀγδόης καὶ
3684180 λανθανον
τί δρᾷ , τῇ τοῦ ἔχοντος ψυχῇ ἐνόν , καὶ λανθάνον θεούς τε καὶ ἀνθρώπους , οὐδεὶς πώποτε οὔτ '
, οἷόν ἐστι σήσαμον διὰ τὴν μάσησιν καὶ διὰ σμικρότητα λανθάνον : φυλακτέα δὲ οὐκ ἔλαττον καὶ τὰ ξενίζοντα τῶν
3683381 ποιηθεις
ὁ μὲν γὰρ πλασθεὶς νοῦς ἐστι γεωδέστερος , ὁ δὲ ποιηθεὶς ἀυλότερος , φθαρτῆς ὕλης ἀμέτοχος , καθαρωτέρας καὶ εἱλικρινεστέρας
δὲ ἀληθῆ λέγουσιν οὗτοι , δῆλός ἐστιν ἐξ ἀρχῆς Ἰφιγενείᾳ ποιηθεὶς ὁ ναός . ἔστι καὶ Ἀπόλλωνος ἱερὸν ἐς τὰ
3669772 παρακοπηϲ
καὶ ληθάργου πάθοϲ εὑρήϲειϲ , ὅ ἐϲτιν εἶδοϲ παρανοίαϲ ἢ παρακοπῆϲ . καλεῖν δὲ τοῦτο εἰθίϲθηϲαν οἱ ἰατροὶ κατοχὴν καὶ
λυγμοὺϲ καὶ βῆχα καὶ γλώϲϲηϲ ξηρότητα καὶ ψῦξιν ἀκρωτηρίων μετὰ παρακοπῆϲ καὶ δυϲκινηϲίαϲ . οἷϲ ἁρμόζει διδόναι μελίκρατον ἢ ϲύκων
3666752 θερμαινεσθαι
ἀλλὰ καὶ τὸ πάσχειν τῷ πάσχειν ἐναντίον : τὸ γὰρ θερμαίνεσθαι τῷ ψύχεσθαι ἐναντίον . ὑπάρχει δὲ τῷ ποιεῖν καὶ
τῷ ἀλλοιοῦσθαι παθητικῶς τὸ γίνεσθαι καὶ ἡ γένεσις , οἷον θερμαίνεσθαι ἢ λευκαίνεσθαιἔστι γὰρ τούτων γενομένων μήπω τὴν ἁπλῶς γένεσιν
3666689 βρωθηναι
γὰρ καὶ φαρμακῶδεϲ ὑπὸ τῶνδε γίγνεται : καὶ τὰ πράϲα βρωθῆναι ὑπὸ τοῦ χυλοῦ , ὀνηϲιφόρα καὶ ἥδιϲτα . ἤδη
δὲ τοῦτον ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς ῥίψας εἰς θάλασσαν , ἐποίησε βρωθῆναι ὑπὸ τῆς χελώνης : τὰ εὐτυχήματα τοῦ Θησέως :
3654144 διαπλαττει
σχῆμα . οὕτω οὖν καὶ ἡ δύναμις αὕτη ἀλλοιοῖ καὶ διαπλάττει : ἀλλοιοῖ γὰρ τὴν ὕλην , ποιοῦσα ταύτην ἐπιτηδείαν
εἰσίν , οἷον ὡς Ἀριστοφάνης ἐν τῷ δράματι τῆς Εἰρήνης διαπλάττει τὴν ἄνοδον τοῦ κανθάρου πρὸς τὸν Δία τῆς εἰρήνης
3653334 νοουμενη
. μία μὲν γάρ ἐστι ἡ ὁλοσχερέστερον πρὸς τὰ τεταρτημόρια νοουμένη , καθ ' ἣν τηρεῖν ὡς ἔφαμεν δεήσει τὰς
ἀκαταλλήλου , σαφὲς ἂν γένοιτο , εἰ ἡ ἐν τρίτῳ νοουμένη εὐθεῖα κατὰ τὴν ὑπαρκτικὴν σύνταξιν τῶν ῥημάτων ἐπινοηθείη καὶ
3651476 ὠδινουσης
τὸν ὄγκον τῆς γαστρὸς φυγεῖν εἰς τὰ ὄρη , κἀκεῖ ὠδινούσης αὐτῆς τὸν πατέρα ἐλθεῖν κατὰ ζήτησιν , τὴν δ
ἡ πρόφασις , τοῦ δὲ ἔρως καὶ πόθος νέον ἀκοῆς ὠδινούσης ἀγώνισμα . ἀλλὰ γὰρ μεταθέντες ἀπὸ τῶν τειχῶν ἐπὶ
3650911 ἀφορᾳ
Ἀλλ ' ὁ ἀκούων , φής , πρὸς τὰ σημαινόμενα ἀφορᾷ , ὥστε αὐτάρκης ἡ αὐτὴ μένουσα ἔννοια , κἂν
δὲ τέχνη οἶδεν τὴν ὁδόν , καὶ πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀφορᾷ , καὶ τοὺς λιμένας γνωρίζει . Πέπονθεν δὲ αὐτὸ
3649768 φυϲιν
ἄλλων ϲυμπεϲουϲῶν διαϲτάϲεων : οὐ γὰρ δὴ μακροτέραν τοῦ κατὰ φύϲιν ἐγχωρεῖ γενέϲθαι τὴν ἀρτηρίαν : καὶ μᾶλλον ἄν τιϲ
νοϲημάτων ἐϲτὶν ὁ πυρετὸϲ εἰϲ τοϲαύτην ἀμετρίαν αἰρομένηϲ τῆϲ παρὰ φύϲιν θερμότητοϲ , ὡϲ ἀνιᾶν τε τὸν ἄνθρωπον καὶ τὴν
3649224 διεφθαρμενη
ἐχομένηι χαῖρε γύναι . καὶ ἦν ἡ κόρη τῆς νυκτὸς διεφθαρμένη . τελευτῆσαι δὲ τὸν Δημόκριτόν φησιν Ἕρμιππος [ .
ἀρχὴ ἰσχυρὰ ἐν τῷ λόγῳ ὁ νοῦς . ὅταν οὖν διεφθαρμένη ᾖ ἡ τοιαύτη ἀρχή , μεγάλων κακῶν αἰτία γίνεται
3642307 φερομενη
καὶ οἰστρουμένη , τὰς πτέρυγας ἁπλώσασα ὡς ἱστίον , δρόμῳ φερομένη συντόνῳ καὶ ῥοίζῳ ἐσήλατο ἐς τὴν ἑαυτῆς καλιὰν καὶ
, καὶ ἡ δυστυχία ἄλλοτε πρὸς ἄλλον προσιζάνει πλανωμένη καὶ φερομένη ἤγουν ἄστατός ἐστι καὶ οὐκ ἀεὶ τοῦ αὐτοῦ καταφέρεται

Back