λαιμῶι ˘ × , καὶ ἐν Πενθεῖ : μηδὲ αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδωι βάληις . . . . Γεωγραφ .
λαιμῶι ˘ × , καὶ ἐν Πενθεῖ : μηδὲ αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδωι βάληις . Κατάλογ . : Ξάντριαι .
6568616 Πενθει
' ἐπενδύτας . καὶ Θέσπις δέ πού φησιν ἐν τῷ Πενθεῖ ἔργῳ νόμιζε νεβρίδ ' ἔχειν ἐπενδύτην . ἄντικρυς δὲ
' ἑαυτοῦ νῦν εἶναι Πυθαγόρειον : ὡς νῦν μανικώτερον ἢ Πενθεῖ τινι προσῆκε διελκόμενος πάσχει μὲν κατὰ μέλη , ὅλος
6339672 βαληις
, καὶ ἐν Πενθεῖ : μηδὲ αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδωι βάληις . . Ὀνομαστ . : τῶν δὲ γυμνασίοις προσηκόντων
οὖσα τῶν ἐμῶν Ἐρινύων μέσον μ ' ὀχμάζεις , ὡς βάληις ἐς Τάρταρον . οἲ ' γὼ τάλαινα , τίν
6040081 ἀνυπομονητα
οὐδὲν γὰρ ταῦτα αὐτῷ βοηθήσει εἰς τὸ μὴ καταπεσεῖν πτώματα ἀνυπομόνητα καὶ ἀφόρητα : τοιοῦτον ἀντίπαλον νῦν εὐτρεπίζει αὐτὸς ἑαυτῷ
ἃ οὐ δύναταί τις ὑπομένειν . θ οὐχ ἀνασχετὰ ] ἀνυπομόνητα . ἀνασχετὰ ] ὑπομονητά . καθ ' ὑπόκρισιν ἀναγνωστέον
6032656 ἐκφανη
καὶ τὰ ὕπτια . πάντα δὴ ἢ τά γε πλεῖστα ἐκφανῆ ἔχει τὰ ὕπτια καὶ ταῦτα γίνεται τῷ ἡλίῳ φανερά
ἢ τὸν Ὀδυσσέα ὅταν ἐπὶ τὸν οὐδὸν ἐφαλλόμενον ᾄδῃς , ἐκφανῆ γιγνόμενον τοῖς μνηστῆρσι καὶ ἐκ - χέοντα τοὺς ὀιστοὺς
5993557 ἠγμενον
εἰργμένον ἀδικίης ὑπὸ νόμου , τὸν δὲ ἐς τὸ δέον ἠγμένον πειθοῖ οὐκ εἰκὸς οὔτε λάθρηι οὔτε φανερῶς ἔρδειν τι
ἃς ἐκ τοῦ παύειν εὐδοκιμεῖς ; ἤδη τις ἵππον φαύλως ἠγμένον ἐπρίατο πιστεύων αὐτὸν ἐπανορθώσειν τῇ παρ ' ἑαυτοῦ τέχνῃ
5988868 τηλεσκοπον
φαεινομένων ὑμεναίων μαρτυρίην λύχνοιο πολυκλαύτοιο δοκεύων , εὐνῆς δὲ κρυφίης τηλεσκόπον ἀγγελιώτην . ὡς δ ' ἴδε κυανέης λιποφεγγέα νυκτὸς
φαεινομένων ὑμεναίων μαρτυρίην λύχνοιο πολυκλαύτοιο δοκεύων , εὐνῆς δὲ κρυφίης τηλεσκόπον ἀγγελιώτην . ὡς δ ' ἴδε κυανέης λιποφεγγέα νυκτὸς
5851958 Βυζαντιωι
αὐτὸν καὶ Ἵππαρχος κατὰ τὸν ὁμώνυμον καιρὸν εὑρεῖν ἐν τῶι Βυζαντίωι φησίν . ἐκ Μασσαλίας δὲ εἰς μέσην τὴν Βρεττανικὴν
ἀχθῆναι , Διονύσιος ὁ Μιλήσιος ἐν β τῶν Ἀργοναυτῶν ἐν Βυζαντίωι φησίν , Ἀντίμαχος δὲ ἐν Λύδηι ἐν Κόλχοις πλησίον
5812055 κατεποντισθη
, ἑφθούς τε καὶ ὀπτούς , οὓς αὐτοὶ καταναλίσκουσι . κατεποντίσθη δ ' ἡ Ἀταργάτις ὑπὸ Μοψοῦ τοῦ Λυδοῦ ἁλοῦσα
λέγει ὁ Λυδὸς , ὑπὸ Μόξου τοῦ Λυδοῦ ἁλοῦσα , κατεποντίσθη μετὰ Ἰχθύος τοῦ υἱοῦ ἐν τῇ περὶ Ἀσκάλωνα λίμνῃ
5775219 ἡδιστε
ἀδικίαν κακίαν ; Εἰκός γ ' , ἔφη , ὦ ἥδιστε , ἐπειδή γε καὶ λέγω ἀδικίαν μὲν λυσιτελεῖν ,
Ἑρμοκράτη τὸν Ἕρμωνος ” . ὥστε θαυμάζειν με , Τερεντιανὲ ἥδιστε , πῶς οὐ καὶ εἰς Διονύσιον γράφει τὸν τύραννον
5751220 ἀτμουϲ
ἄγαν διακαῶν . ἀραιοῖ γὰρ τοὺϲ πόρουϲ καὶ διαφορεῖ τοὺϲ ἀτμοὺϲ καὶ κατακιρνᾷ τὰϲ δριμύτηταϲ , καὶ τὸ ὅλον παρηγορικώτερόν
βραχὺ καὶ οὐκέτι ἐκκαίει τὴν ὑγρότητα , ἀλλὰ χέει καὶ ἀτμοὺϲ ἀντὶ λιγνύοϲ ποιεῖ καὶ οὕτωϲ διαδέχεται ὁ ὄμβροϲ τοὺϲ
5734813 παραφρονω
. παραφρονῶ ] μαίνομαι . παραφρονῶ ] παράνους γίνομαι . παραφρονῶ ] τῶν φρενῶν ἐξίσταμαι : εἰπὼν γὰρ ταῦτα εἰς
φησιν αὐτὸν εἰπεῖν , Εἰ μὲν εἰμὶ Σοφοκλῆς , οὐ παραφρονῶ : εἰ δὲ παραφρονῶ , οὐκ εἰμὶ Σοφοκλῆς ,
5730792 ἡϲυχιη
ὁρῆϲθαι τὰ πάντα ἡδέωϲ . λαλιὴ τῶν παρεόντων φιλομειδήϲ : ἡϲυχίη , θυμηδίη τοῦ νοϲέοντοϲ . ὀϲμαὶ εὐώδεεϲ , ἀβαρέεϲ
μηδὲ βαθείη , ἄθερμοϲ : ὄρθιον δὲ τὸ ϲχῆμα : ἡϲυχίη λαλιῆϲ ἠδὲ ἀκουϲμάτων : ψυχῆϲ ἀταραξίη , εὐθυμίη .
5719997 διαπορω
' ἐμοὶ δοκοῦντα ὁποῖα ἂν ᾖ ; Νὴ Δία . διαπορῶ μέντοι ὅ τι ἂν εὔλογον ἀντειπεῖν ἔχοις πρὸς τὸ
ὑποπτεύω , ἐνδοιάζω , ἀμφιγνοῶ , ἀντιλέγω , ἀμφισβητῶ , διαπορῶ , εἰκάζω , τεκμαίρομαι , ὑφορῶμαι , ὑπονοῶ ,
5710561 Δεδοικα
που τοῦδέ γ ' ὄντος ἀδελφιδοῦ πάμπολυ πρότεροί ἐσμεν . Δέδοικα δὲ μὴ λίαν ὁμολογούμενα λέγων ἐνοχλεῖν ὑμῖν δόξω :
, τὸ κάλλος , τὸν γάμοντουτουὶ τοῦ μήλου πρίασθαι . Δέδοικα μή μου ἀμελήσῃς μετὰ τὴν κρίσιν . Βούλει οὖν
5702707 ἐξεπληρωσεν
βίᾳ , εἰς γὰρ κακόν σου τοῦτ ' ἔσται , ἐξεπλήρωσεν Οἰδίπους . γράφεται καὶ τέλεσε . ἰδοῖσα δ '
αὐτῶν μερίσασθαι αὐτούς : ταύτην δὲ τὴν τοῦ Οἰδίποδος κατάραν ἐξεπλήρωσεν ὁ σίδηρος . ὅμοια Ϛʹ . τὸ αʹ τρίμετρον
5699107 ἀνελθουσα
τραπέζης ὑπάρχοντα . ὁ δὲ φοβηθεὶς μή πως ἡ κύνα ἀνελθοῦσα ἀχρειώσῃ τὴν τράπεζαν , ἀναμνησθεὶς τῆς κυρίας αὐτοῦ εἰπούσης
εἶπον τῇ κυρίᾳ μου προσέχειν τῇ τραπέζῃ , μή πως ἀνελθοῦσα ἡ κύνα καταφάγῃ τι . αὐτὴ δὲ ἔφη πρός
5696459 ἀπελαθηναι
. Ξ ἡμέτερον : ἐπειδὴ Πολυνείκης ἀδίκως ᾤετο τῆς πατρίδος ἀπελαθῆναι καὶ τοῦ τῆς ἀρχῆς ἀνήκοντος αὐτῷ μέρους , ἔγραψεν
τοὺς Μήδους , τοσούτους ὄντας , ὑπὸ μικρᾶς χώρας αὐτοὺς ἀπελαθῆναι . αὐτῶν : τῶν Μήδων . Σηστόν : σημείωσαι
5693288 Τιθορεαν
ἀνάπλεα εἰδώλων φαίνεσθαι , καὶ ἀναστρέψαι μὲν αὐτὸν ἐς τὴν Τιθορέαν , διηγησάμενον δὲ ἃ ἐθεάσατο ἀφεῖναι τὴν ψυχήν .
, Ποσειδῶνος δὲ ἐπίκλησιν . καὶ ὁ μὲν ἀπῴκησεν ἐς Τιθορέαν τῆς νῦν καλουμένης Φωκίδος , Θόας δὲ Ὀρνυτίωνος υἱὸς
5692715 Πολυφημε
καλὰ καλὰ πέφανται : μὴ θαύμαζε , φησίν , ὦ Πολύφημε , εἰ ἐρᾷ σου ἡ Γαλάτεια ἀμόρφου ὄντος .
. ὁ νοῦς : καὶ ἐπειδὰν αἴσθηταί σε , ὦ Πολύφημε , φιλοῦντα , φεύγει καὶ οὐ προσδέχεται , μισοῦντα
5692087 Λυκαστου
Ἀμισοῦ ἐπὶ τὸν Λύκαστον ποταμὸν στάδιοι κʹ . Ἀπὸ τοῦ Λυκάστου εἰς κώμην καὶ ποταμὸν Χαδίσιον στάδιοι ρνʹ . [
” Λύκτον Μίλητόν τε καὶ ἀργινόεντα Λύκαστον „ . ἀπὸ Λυκάστου αὐτόχθονος [ ἢ παιδὸς τοῦ Μίνωος . ] ὁ
5676091 Νεκρῳ
πόντῳ οὐχὶ πλωΐμη : ἐπὶ τῶν εἰς μηδὲν συντελούντων . Νεκρῷ λέγουσα μύθους εἰς οὖς : ἐπὶ τῶν ἀναισθήτων .
. Νῷ πείθου : ὁμοία τῇ : θεῷ ἕπου . Νεκρῷ μῦθον εἰς οὖς ἔλεγεν : ἐπὶ τοῦ μὴ ἐπαΐοντος
5648258 ΗΑΛ
, ΝΔ : λέγω , ὅτι ἴση ἐστὶν ἡ ὑπὸ ΗΑΛ γωνία τῇ ὑπὸ ΜΔΝ γωνίᾳ . Κείσθω τῇ ΔΜ
καὶ ἡ ΛΓ . ἐπεὶ οὖν ὀρθή ἐστιν ἡ ὑπὸ ΗΑΛ ἐν ἡμικυκλίῳ καὶ κάθετος ἡ ΑΜ , ἔστιν ἄρα
5630405 Λυδηι
. Ἡσίοδος δὲ καὶ Πίνδαρος ἐν Πυθιονίκαις καὶ Ἀντίμαχος ἐν Λύδηι διὰ τοῦ Ὠκεανοῦ φασιν ἐλθεῖν αὐτοὺς εἰς Λιβύην καὶ
β τῶν Ἀργοναυτῶν ἐν Βυζαντίωι φησίν , Ἀντίμαχος δὲ ἐν Λύδηι ἐν Κόλχοις πλησίον τοῦ ποταμοῦ μιγῆναι . . .
5624770 ἁρπαγεισαν
τὸν πλοῦν . τὴν δὲ Ὠρείθυιαν Σιμωνίδης ἀπὸ Βριλησσοῦ φησιν ἁρπαγεῖσαν ἐπὶ τὴν Σαρπηδονίαν πέτραν τῆς Θρᾴκης ἐνεχθῆναι : ἔστι
. . : τὴν δὲ Ὠρείθυιαν Σιμωνίδης ἀπὸ Βριλησσοῦ φησιν ἁρπαγεῖσαν ἐπὶ τὴν Σαρπηδονίαν πέτραν τῆς Θράικης ἐνεχθῆναι : ἔστι
5616246 ναυτιᾳ
πρῴρας ἐχούσης κριοῦ , καὶ τὴν Ἕλλην δυσφοροῦσαν ἐπὶ τῇ ναυτίᾳ , καὶ διὰ τοῦτ ' ἐπὶ τοῦ τοίχου τῆς
οὕτως ἐπὶ τὴν θεραπείαν αὐτῶν . συμβαίνει γὰρ δάκνεσθαι τῇ ναυτίᾳ τὸν παῖδα καὶ στρωφᾶσθαι : ἐνδέχεται δὲ καὶ διὰ
5600007 κἀκροθινια
αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδῳ βάλῃς ποῦ μοι τὰ πολλὰ δῶρα κἀκροθίνια ; ποῦ χρυσότευκτα κἀργυρᾶ σκυφώματα ; ἀργυρηλάτοις κέρασι χρυσᾶ
' ἐν Περραιβίσι φησί : ποῦ μοι τὰ πολλὰ δῶρα κἀκροθίνια ; ποῦ χρυσότευκτα κἀργυρᾶ σκυφώματα ; . . .
5577485 συνακολουθουντος
καβαλλαρίων , πρῶτον τῶν πλαγίων μερῶν ὡς ἐπὶ πλαγιοφύλακας , συνακολουθοῦντος αὐτοῖς καὶ τοῦ μέσου μέρους , ὁμοίως καὶ τῶν
πόλιν μαστίζων καὶ κατὰ πάντα τρόπον αἰκιζόμενος , ἅμα κήρυκος συνακολουθοῦντος ὅτι τὸν ἄνδρα Διονύσιος τιμωρεῖται παρηλλαγμένως , ὅτι τὴν
5557199 ἐλατινων
τῶν γὰρ ἐν τῇ Λατίνῃ καλῶν γινομένων ὑπερβολῇ καὶ τῶν ἐλατίνων καὶ τῶν πευκίνωνμείζω γὰρ ταῦτα καὶ καλλίω τῶν Ἰταλικῶνοὐδὲν
ἔργματ ' οὐχὶ θνητὰ δρῶν . Πενθέα δ ' ἱδρύσας ἐλατίνων ὄζων ἔπι ὀρθὸν μεθίει διὰ χερῶν βλάστημ ' ἄνω
5556669 προσχες
γυίας πάντως περισσὴ καὶ ἀνόητός ἐστιν ἡ γραφή . καὶ πρόσχες : ἐπόψεται δὲ ὁ Μενέλαος τοὺς τόπους , ὅπου
, καὶ πρὸς τὸν καιρὸν ἡρμοσάμην τοῖς ὅλοις . εἶτα πρόσχες τὰ ἐκ τῆς διανοίας : τοῦτο δὲ στοχαστικόν ἐστι
5555805 Ἰφιγενειᾳ
: λέγεται δὲ οὕτως , ὅτι Ὀρέστης ἀπὸ Ταύρων σὺν Ἰφιγενείᾳ τὴν Ἄρτεμιν κομίσας τῆς μανίας λύσιν εὗρεν . .
Σοφίλλου ἐν τοῖς Ἀλεάδαις : ὁ δὲ Εὐριπίδης ἐν τῇ Ἰφιγενείᾳ ἔλαφον δ ' Ἀχαιῶν χερσὶν ἐνθήσω φίλαις κεροῦσσαν ,
5554362 Ἀπωλεσας
μελῶν ἀνυποτάκτων ποιητής . Μέμνηται αὐτοῦ Δικαίαρχος ὁ Μεσσήνιος . Ἀπώλεσας τὸν οἶνον ἐπιχέας ὕδωρ : ἐν Κύκλωπι δράματι Πολύφημος
τοῖς σπουδάζουσιν : ὁ γὰρ μόθων φορτικῆς ὀρχήσεως εἶδος . Ἀπώλεσας τὸν οἶνον , ἐπιχέας ὕδωρ : αὕτη γέγονεν ἐκ
5553602 κηπωρος
ἀδικοῦντα . κηπωροῦ κύων εἰς φρέαρ κατέπεσεν . ὁ δὲ κηπωρὸς βουλόμενος αὐτὸν ἐκεῖθεν ἀνενεγκεῖν κατῆλθε καὶ αὐτὸς εἰς τὸ
Οὐρανός . ἀπὸ τοῦ οὐρεῖν καὶ φυλάττειν πάντα , καὶ κηπωρὸς , καὶ θυρωρὸς , παρὰ τὸ οὐρεῖν . Ἡσίοδος
5553488 ἐπανελθοντος
τῶν σωμάτων φυλακὴν πολυχρόνιον . Ὁ δ ' Ἀντίγονος , ἐπανελθόντος τοῦ Δημητρίου καὶ τὰ κατὰ μέρος τῶν πεπραγμένων ἀπαγγείλαντος
κρίσεως καὶ τῶν ἐγκλημάτων ἀπολυθῆναι . μετὰ δὲ ταῦτα Θησέως ἐπανελθόντος ἐκ Τροιζῆνος εἰς τὰς Ἀθήνας , ἐγκληθεῖσαν ἐπὶ φαρμακείᾳ
5551773 ὠνοματοπεποιησθαι
: πρὸς τὴν λέξιν , ὅτι ἀπὸ τῶν μυῶν ἔοικεν ὠνοματοπεποιῆσθαι τὸ διερευνᾶσθαι ⌈ κρυφᾷ [ κρύφα ] . ἐν
σφαδάζειν , . , . Βορέας : ὁ μὲν Ὠρίων ὠνοματοπεποιῆσθαι τὴν λέξιν φησὶ κατὰ μίμησιν τοῦ ἤχου τοῦ γινομένου
5535874 λαλησον
ὑπόγειον ἢ καταχθόνιον ἢ Ἐβουσαῖον ἢ Χερσαῖον ἢ Φαρισαῖον . λάλησον ὁποῖον ἐὰν ἦς , ὅτι ὁρκίζω σε θεὸν φωσφόρον
” ἐλάλησε κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων : ἐγὼ κύριος , λάλησον Φαραὼ βασιλεῖ Αἰγύπτου , ὅσα ἐγὼ λαλῶ πρὸς σέ
5527298 Κολαινις
Πυθίῳ καὶ Δηλίῳ καὶ Λητοῖ Ὀρτυγομήτρᾳ καὶ Ἀρτέμιδι Ἀκαλανθίδι Οὐκέτι Κολαινίς , ἀλλ ' Ἀκαλανθὶς Ἄρτεμις . καὶ φρυγίλῳ Σαβαζίῳ
διό φησιν Ἄρτεμιν ὀρνιθείαν καλεῖσθαι . ἔστι γὰρ καὶ Ἄρτεμις Κολαινίς . . . Ἀκαλανθὶς Ἄρτεμις : Ἡ κύων ,
5524161 κατηξιωσατο
. προσεῖπε ] ἐχαιρέτισε . προσεῖπε ] ἠσπάσατο . θ κατηξιώσατο ] ἐφιλιώθη . κατηξιώσατο ] ἄξιον ἔκρινε . Ξ
οὔτ ' ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος , Δίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατο : οὐδ ' ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳ οἶμαί
5514207 φοιτῳ
χρυσοῦ κατασκευασθέντα . φλύοντα ] φλυαροῦντα . θ Ξ σὺν φοίτῳ : μανίᾳ . καὶ Σοφοκλῆς : φοιτῶντ ' ἄνδρα
' Εὐριπίδῃ μανικός . γράφεται δὲ καὶ συμφύτῳ φρενί . φοίτῳ ] μανίᾳ . θΞ ἀπὸ τοῦ φοιτᾶν εἰς τὸν
5513438 λυκε
εἱστήκει . λύκον δὲ ἰδὼν ἔφη αὐτῷ : „ ὦ λύκε , ἰδοὺ ἐκ πόνου ἀποθνῄσκω καὶ δεῖ με σοῦ
κατεδιώκετο . ἐπιστραφεῖσα δὲ πρὸς αὐτὸν εἶπεν : ” ὦ λύκε , ἐπεὶ πέπεισμαι , ὅτι σὸν βρῶμα γενήσομαι ,
5508382 βημεν
στονάχησε καὶ ἴαχε παρθένος ἐσθλή : Ἆ δειλοί , νῦν βῆμεν ὑπὸ ζόφον : ἀμφὶ γὰρ ἡμῖν ἔμπλειον πυρὸς ἄστυ
ἄνθινον εἶδαρ ἔδουσιν . ἔνθα δ ' ἐπ ' ἠπείρου βῆμεν καὶ ἀφυσσάμεθ ' ὕδωρ , αἶψα δὲ δεῖπνον ἕλοντο
5504227 ἐπαϊοντος
. Νεκρῷ μῦθον εἰς οὖς ἔλεγεν : ἐπὶ τοῦ μὴ ἐπαΐοντος . καὶ ἐπὶ τῶν ἀναισθήτων . Νεφέλας ξαίνεις :
. Νεκρῷ μῦθον εἰς οὖς ἔλεγεν : ἐπὶ τοῦ μὴ ἐπαΐοντος . καὶ ἐπὶ τῶν ἀναισθήτων . Νέους φίλους ποιῶν
5501026 τελευτησασαν
διάκουσον σαφῶς παρὰ τῶν ἐκ Βαβυλῶνος ὃν τρόπον Πυθιονίκην περιέστειλεν τελευτήσασαν , ἣ Βακχίδος μὲν ἦν δούλη τῆς αὐλητρίδος ,
Βορέου καὶ μηκέτι ὡς ἄνθρωπον ἐνεργοῦσαν καὶ ἐν τῇ κατοκωχῇ τελευτήσασαν , λεχθῆναι οὕτω αὐτὴν ὑπὸ τοῦ Βορέου ἡρπάσθαι .
5500516 συσκιοις
παχεῖαν , πικράν . γεννᾶται ἐν ὑψηλοτάταις ἀκρωρείαις καὶ ἐν συσκίοις τόποις καὶ ἐνύδροις . χυλίζεται δὲ θλασθεῖσα καὶ βρεχθεῖσα
ἐν πέτραις οὐ πόρρω θαλάσσης . Δρακοντία μεγάλη φύεται ἐν συσκίοις καὶ φραγμοῖς . καυλὸν δ ' ἔχει λεῖον ,
5497000 θαυμαζε
ἡμῶν τῷ δέρματι , παντάπασιν ἀσθενὲς ὑπάρχει . μὴ τοίνυν θαύμαζε , εἰ κάλαμοι ξηροὶ καὶ τρίχες εὐέκκαυτα μέν ἐστιν
καὶ ὅταν σου μᾶλλον γάλλοις καὶ κιναιδολόγοις μεταδιδῶσι , μὴ θαύμαζε : τιμᾷ γὰρ ἕκαστος τὸν πλησίον ἑαυτοῦ καὶ οὐ
5496983 Μορυχου
: ἐπὶ τῶν καταφρονητῶν καὶ εὐκαταφρονήτων * * μωρότερος εἶ Μορύχου : παροιμία . Πολέμων λέγεσθαι ταύτην παρὰ Σικελιώταις οὕτως
τις βούλεται , δύναται καθέζεσθαι . Μορυχίᾳ . τῇ ἀπὸ Μορύχου . Μόρυχος δὲ γάστρις τις ἄνθρωπος , ὃν καὶ
5492030 δεικνυῃς
ὄψει ὅτι ἀκολουθεῖ . μέχρι δ ' ἂν οὗ μὴ δεικνύῃς , μὴ ἐκείνου καταγέλα , ἀλλὰ μᾶλλον αἰσθάνου τῆς
, αὐτὸς ἀφ ' αὑτοῦ ἀναποχωρήσει . μέχρι δὲ μὴ δεικνύῃς , μὴ θαύμαζε , εἰ ἐπιμένει : κατορθώματος γὰρ
5490712 δοξαζῃ
ἄλογος λέγεται διότι αἰτίας ἐστέρηται , οἷον ὡς ὅταν τις δοξάζῃ τὴν ψυχὴν ἀθάνατον εἶναι , μὴ λέγων αἰτίαν ,
καὶ οὐχ ὑπ ' αὐτοῦ , ὅταν μέντοι αὐτὸς οὕτως δοξάζῃ , τὸ ἔστι προστίθησιν , ὡς ἥτις οὐδὲ καθ
5480158 Δημ
ὡς ἕτεροί τινες λέγουσιν , οἷον Λ . τε καὶ Δημ . ὁ Ἀβδηρίτης , εὔλογα τὰ συμβαίνοντα : φασὶ
. . σκαφίον : Ἀ . ἐν τῇ πρὸς τὴν Δημ . γρ . ἀπολ . ὅτι δὲ τὸ σκαφίον
5479719 Μανδροβολου
Ἔφορος δεδήλωκεν ἐν τῆι θ . . . ἐπὶ τὰ Μανδροβόλου : ἐπὶ τῶν εἰς τὰ χείρονα τρεπομένων . ἀπὸ
Μανδροβόλου : ἐπὶ τῶν εἰς τὰ χείρονα τρεπομένων . ἀπὸ Μανδροβόλου τινὸς τὸ ἐν Σάμωι γεωφάνιον εὑρόντος καὶ πρῶτον μὲν
5479574 κοπιδος
ξίφος ἐπαινοῦμεν : ἐφ ' ὑψηλοῦ γὰρ ὄντι τῷ ἱππεῖ κοπίδος μᾶλλον ἡ πληγὴ ἢ ξίφους ἀρκέσει . ἀντί γε
Τέλητος ὑπέστης ; κἀγχειριδίου δ ' ἀκόνῃ σκληρᾷ παραθηγομένης βρύχεις κοπίδος , δηχθεὶς αἴθωνι Κλέωνι . Χλανίδες δ ' οὖλαι
5478634 κεροεσσης
οἷά τε νεβρὸν νεοθηλέα γαλαθηνὸν , ὅστ ' ἐν ὕλαις κεροέσσης ὑπολειφθεὶς ὑπὸ μητρὸς ἐπτοήθη . Ζηνόδοτος δὲ μετεποίησεν ἐροέσσης
τε νεβρὸν νεοθηλέα γαλαθηνόν , ὅς τ ' ἐν ὕλῃ κεροέσσης ἀπολειφθεὶς ἀπὸ μητρὸς ἐπτοήθη . Κράτης Γείτοσι : νῦν
5477780 ὑποχυϲεωϲ
ὑπὸ τῆϲ τυχούϲηϲ προφάϲεωϲ ὀδυνωμένοιϲ τὴν κεφαλὴν καὶ τοῖϲ ὑποψίαν ὑποχύϲεωϲ ἔχουϲι καὶ πᾶϲιν ἁπλῶϲ τοῖϲ περὶ τοὺϲ ὀφθαλμοὺϲ πάθεϲιν
ἐπειδὰν τελειωθῇ , κωλύειν τὸ ὁρᾶν . ἀρχομένηϲ δὲ τῆϲ ὑποχύϲεωϲ τοιαῦτα παρέπεται τοῖϲ πάϲχουϲιν : οἷον κωνώπια μικρὰ καί
5474859 Πυθιονικαις
δὲ αὐτῷ καὶ Ἀπολλώνιος . Ἡσίοδος δὲ καὶ Πίνδαρος ἐν Πυθιονίκαις καὶ Ἀντίμαχος ἐν Λύδῃ διὰ τοῦ ὠκεανοῦ φασιν ἐλθεῖν
περὶ Κυρήνην ἀποικίας ἡγήσατο . ἱστορεῖται ταῦτα παρὰ Πινδάρωι ἐν Πυθιονίκαις , ἐπιμελέστερον δὲ παρὰ Θεοχρήστωι ἐν α Λιβυκῶν καὶ
5472437 ἀνακρουων
χαλκῷ : ἀγκίστρῳ . Πεῖρεν : ἐσούβλισεν , ἐκέντησεν . ἀνακρούων : ἀνελκύων . ἐέργων : κωλύων . Ἀναγκαίῃσι :
: τῶν δὲ ἐν Ὀδυσσείᾳ διὰ μουσικῆς παιδευόντων ὁ μὲν ἀνακρούων τοὺς μνηστῆρας τῆς τε ἐς τὴν Πηνελόπην ὕβρεως καὶ
5470840 σταζουσα
ὀλεθρίας τύχης ἧς πάσχεις . ἀπὸ δὲ τῶν ὀφθαλμῶν δακρυσίστακτον στάζουσα ῥεῦμα τὴν ἐμὴν παρειὰν ἔβρεξα ὑγραῖς πηγαῖς , ἤτοι
, ὅ ἐστιν ἀνακεκλιμένη καὶ ψυχρὰ πέτρα , συνεχὲς ὕδωρ στάζουσα : ἐγγύς : δέσποινα : Λίμνη γυμνάσιον ἐν Τροιζῆνι
5467865 πλατανῳ
τῇ πηγῇ πλάτανος : ὑπὸ ταύτῃ τὴν ὕδραν τραφῆναι τῇ πλατάνῳ φασίν . ἐγὼ δὲ τὸ θηρίον πείθομαι τοῦτο καὶ
, πεφυκυίᾳ δὲ ἐπὶ τοῦ ὕδατος . καὶ ὑπὸ τῇ πλατάνῳ καθεύδοντι κελεύειν φασὶν αὐτῷ τὰς Νεμέσεις ἐπιφανείσας πόλιν ἐνταῦθα
5464232 ἀφανιζεις
ἐν ὕδατι τῇ ἀφανείᾳ , ἤγουν βαρέως αὐτῷ ἐπιπίπτεις καὶ ἀφανίζεις ἐν τῷ σῷ κράτει καὶ τῇ ἰσχύϊ . Ἀμείλιχον
τιθεῖς αὐτοῦ τὴν ὕβριν ἐν ἄντλῳ , τουτέστι καταβαπτίζεις καὶ ἀφανίζεις ὡς ἐν ὕδατι τῇ ἀφανείᾳ , ἤγουν βαρέως αὐτῷ
5463643 σκωπτε
τί δαί σε Τλημπόλεμός ποτ ' εἴργασται κακόν ; μὴ σκῶπτέ μ ' , ὦ τᾶν , ἀλλά μοι τὰ
' ἀνδρός ; Ἀπαπαῖ . Ξυνεγένου τῷ Κλεισθένει ; Μὴ σκῶπτέ μ ' , ὦδέλφ ' : οὐ γὰρ ἀλλ
5463555 κλινιδιον
χλανίσκια , χλανιδοποιός κλινοποιική κλινοποιός κλινοποιικός , κλινοπήγιον , κλίνη κλινίδιον κλιντήριον , κλινήρης κλινοπετής , κατακλιθῆναι : κλίνην δὲ
σισύραις ἐγκεκορδυλημένος . Σκηπτόμενος . προφασιζόμενος . Σκίμπους . ἀσκάντης κλινίδιον εὐτελές , ὃ ὑπὸ τῶν Ἀττικῶν Σκίμπους ὀνομάζεται .
5461355 Λαβης
, ἐπεὶ παρεδήλωσεν ἂν αὐτό . ἀλλ ' ἔοικεν ὁ Λάβης ὠνοματοπεποιῆσθαι ἁπλῶς , καθάπερ ὁ Δάκης ⌈ ὁ Γ
, ἢν ἅπαξ ἁλῷ . καὶ μὴν ὁ φεύγων οὑτοσὶ Λάβης πάρα . ὢ μιαρὸς οὗτος . ὡς δὲ καὶ
5450773 ἐμφραττον
Αἷμα δὲ ταύρειον νεοσφαγὲς ποθὲν δύςπνοιαν ἐπιφέρει καὶ πνιγμόν : ἐμφράττον τοὺς περὶ τὰ παρίσθμια καὶ τὴν κατάποσιν πόρους μετὰ
ἂν εἴη ἐζυμωμένος καλῶς , οὐ δύναται τὸ παχὺ καὶ ἐμφράττον μὴ ἔχειν . λαχάνων δὲ δεῖ λαμβάνειν , εἰ
5438291 Λυδῃ
. στήτας οἶστρε Σαέττας : τουτέστιν ὁ οἶστρον ἐμβαλὼν τῇ Λυδῇ γυναικί . φασὶ γάρ , ὅτι ἡ Ὀμφάλη ἡ
χθονός ; Τὸν μὲν παρελθόντ ' ἄροτον ἐν μήκει χρόνου Λυδῇ γυναικί φασί νιν λάτριν πονεῖν . Πᾶν τοίνυν ,
5437692 κρυψῃς
. ἤγουν , ἅπερ εἶπας κατὰ τοῦ Διὸς , μὴ κρύψῃς , ἵνα μὴ κἀκεῖνος πάλιν με πρὸς σὲ πέμψῃ
τις , ἐνὶ τριόδοισιν ἀκούει . εἰπὲ δέ , μὴ κρύψῃς , τέον οὔνομα καὶ σέο πάτρην . οὐ γὰρ
5432535 εἰσαγω
παρῆν μὲν ὁ διδά - σκαλος οὔπω καθαρῶς ἀναπεπνευκώς , εἰσάγω δὲ αὐτὸν εἰς τὸν λόγον ὡς δὴ ἐπῃνεκότα πρός
δὴ τὸν ἄνδρα παρά τε τὸν Μόδεστον εἰσάγω καὶ πάλιν εἰσάγω παρὰ σὲ διὰ γραμμάτων νομίζων ταύτην ἐκείνης οὐ λείπεσθαι
5428852 σπευδ
καλεῖ , τίτθη , σε ” καὶ “ βάδιζε καὶ σπεῦδ ' : οὐκ ἀκήκο ' οὐδέν : εὐτυχέστατα .
πρίν ποτ ' ὄντι δοὺς πόσει τάδε πάλιν πρὸς οἴκους σπεῦδ ' ἐμὴν δάμαρτ ' ἔχων , ὡς τοὺς γάμους
5427429 Χαρικλης
διακονουμένης ποτὸν ἐδεξάμην . ἐνθεαστικῶς ταῦτα τοῦ Καλλικρατίδου βοῶντος ὁ Χαρικλῆς ὑπὸ τοῦ σφόδρα θάμβους ὀλίγου δεῖν ἐπεπήγει τακερόν τι
ὁπόσου πωλεῖ ; Ναὶ τά γε τοιαῦτα , ἔφη ὁ Χαρικλῆς : ἀλλά τοι σύγε , ὦ Σώκρατες , εἴωθας
5426668 βοηκας
Ἁλιευτικῷ διὰ τοῦ υ λέγων φησίν : ἢ λευκὴν συνόδοντα βόηκάς τε τρικκούς τε . καὶ πάλιν : τοῖσί κε
δ ' ἐν Ἁλιευτικῷ διὰ τοῦ υ : λευκὴν συνόδοντα βόηκάς τε . σινόδοντα δ ' αὐτὸν λέγει διὰ τοῦ
5426247 ἀναβαλειν
τὸν Ἐπωμέα λόφον ἐν μέσηι τῆι νήσωι τιναγέντα ὑπὸ σεισμῶν ἀναβαλεῖν πῦρ , καὶ τὸ μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῆς θαλάττης
τὴν πανήγυριν θυομένων βοῶν , καὶ φιάλην χρυσῆν ποτ ' ἀναβαλεῖν , ἣν ἐπιγνόντες εἶναι τῆς ἑορτῆς ἀνείλοντο . ,
5426038 ὠλισθεν
. εὑρέθη βοῦς : ἠκολούθει . ἦλθεν εἰς Θήβας , ὤλισθεν ἡ βοῦς , καὶ ὁ μὲν Κάδμος ἐκεῖ ᾤκησεν
βοῦς : ἠκολούθει οὖν αὐτῇ . ἦλθεν εἰς Θήβας , ὤλισθεν ἡ βοῦς , καὶ ὁ Κάδμος ἐκεῖ ᾤκησε ,
5421671 Ἀγγελος
αὐτὸ διὰ τοῦ ε ψιλοῦ : ἀνέφελος : πολυνέφελος . Ἄγγελος τὸ γε ψιλόν : ὡς γὰρ παρὰ τὸ εἴκω
βιάζεο : τῶι δὲ δικαίωι τῆς εὐεργεσίης οὐδὲν ἀρειότερον . Ἄγγελος ἄφθογγος πόλεμον πολύδακρυν ἐγείρει , Κύρν ' , ἀπὸ
5417752 Κουριδι
Τιμοκλῆς ὁ κωμικὸς ἐν Νεαίρᾳ πρόκειται τὸ μαρτύριον Ἄμφις ἐν Κουρίδι . παρεσίτει δὲ τῇ Φρύνῃ Γρυλλίων εἷς ὢν τῶν
τὸν θάλαμον σκατὸς ἐνέπλησαν . ἀλλὰ μὴν καὶ Ἄλεξις ἐν Κουρίδι φησί : καὶ γὰρ ἐπὶ κῶμον . . .
5412237 σιγᾳ
ἔγχει . προτέρα δὲ σὺ λέγε ἡ Μέθη . τί σιγᾷ καὶ διανεύει ; μάθε , ὦ Ἑρμῆ , προσελθών
; ἢ τὸν τῶν Ὀλυμπίων νόμον τιμᾷς , ἐν οἷς σιγᾷ μὲν ὁ νικῶν ἀθλητής , ἑτέρων δὲ τὸ κηρύττειν
5409056 Ξενοδαμον
καλουμένων , οἱ δὲ περὶ Σακάδαν ἐλεγείων . ἄλλοι δὲ Ξενόδαμον ὑπορχημάτων ποιητὴν γεγονέναι φασὶ καὶ οὐ παιάνων , καθάπερ
χαλκοῦς : φησὶ δ ' ἐπ ' αὐτῷ τὸ ἐπίγραμμα Ξενόδαμον παγκρατιαστὴν Ἀντικυρέα ἐν ἀνδράσιν Ὀλυμπικὴν ἀνῃρῆσθαι νίκην . εἰ
5405866 ἐκαιεν
ἀντὶ τοῦ κατεσθίουσι . δαιδαλόεν τῇ κατασκευῇ ποικίλον . δαῖεν ἔκαιεν . σημαίνει καὶ τὸ ἐμέριζεν , ἀφ ' οὗ
ῥέω , ῥύω ἀναδʹ ἔφλεται καλὰ ῥέεθρα , ἀπὸ τοῦ ἔκαιεν : ἀπὸ τοῦ φλέω καὶ τοῦ φῶ τὸ λέγω
5404985 Μαιραν
ἐκέκαυτο δὲ πᾶσα περιπρὸ τυπτομένη φλογμοῖσιν , ἐπεί ῥά ἑ Μαῖραν ὑπ ' αὐτὴν κεκλιμένην ἀκτῖνες ἀειθερέες πυρόωσιν : αἱ
πᾶσα περὶ . . τυπτομένη φλογμοῖσιν , ἐπεί ῥά ἑ Μαῖραν ὕπ ' αὐτήν κεκλιμένην ἀκτῖνες ἀειθερέες πυρόωσιν . αἱ
5400253 μονομματους
στεγανόποδας ἱστοροῦντος , οὐδ ' Αἰσχύλου κυνοκεφάλους καὶ στερνοφθάλμους καὶ μονομμάτους , ὅπου γε οὐδὲ τοῖς πεζῇ συγγράφουσιν ἐν ἱστορίας
δ ' ὥστ ' ἀνασπᾶν δένδρα καὶ ῥήττειν νευράν , μονομμάτους τε ἄλλους ὦτα μὲν ἔχοντας κυνὸς ἐν μέσῳ δὲ
5398891 δεδιθι
Ἑρμῆν ἀπέστειλεν ὁ Ζεύςἀλλὰ τί τρέμεις καὶ ὠχριᾷς ; μὴ δέδιθι : χαλεπὸν γὰρ οὐδέν . κελεύει δέ σε δικαστὴν
ἐάσεις , οὐκ ἄνομος ἔσῃ , ὅθεν τὴν Ἐριννὺν μὴ δέδιθι : τοὺς γὰρ ἀνόμους αὐτὴ τιμωρεῖται . τοῦτο δὲ
5394434 λακτιζειν
ὡς γνόφος καὶ δνόφος 〛 . δηλοῖ δὲ καὶ τὸ λακτίζειν , ὡς τὸ “ ἀπεπυδάρισα μόθωνα , περιεκόκκυσα ”
γὰρ τὴν καρδίαν αἱ φρένες εἰσί . τινὲς δὲ τὸ λακτίζειν φρένα φασὶν ἀντὶ τοῦ παραφρονεῖν ὑπὸ τοῦ πάθους .
5393694 Κωφοις
, Δακτύλους κληθῆναι . Σοφοκλῆς δὲ αὐτοὺς Φρύγας καλεῖ ἐν Κωφοῖς Σατύροις . Δάκτυλοι Ἰδαῖοι : ἑκατέρους πέντε φασὶ τούτους
, Δάκτυλοι κληθῆναι . Σοφοκλῆς δὲ αὐτοὺς Φρύγας καλεῖ ἐν Κωφοῖς Σατύροις . : Ἔτι δὲ Κρόνου τινὲς τοὺς Κορύβαντας
5392967 ἐπιβεβουλευσθαι
παρέχειν , οἰηθεὶς ὑπὸ τῶν περὶ Κάσσιον αὐτὸν καὶ Βροῦτον ἐπιβεβουλεῦσθαι . Καὶ ὁ μὲν ταῦτα ἐφιλανθρωπεύετο , οὐδὲν ὑπονοῶν
ὡς μὴ δοκεῖν αὐτὸν δι ' ἔχθραν ὑφ ' ἡμῶν ἐπιβεβουλεῦσθαι . τὰ δὲ ἐς τὴν εἰρήνην ἐπίμεμπτος ἦν ,
5392604 Ἀχιλληϊ
' Ἕκτορα εἶπε παραστὰς Φοῖβος Ἀπόλλων : Ἕκτορ μηκέτι πάμπαν Ἀχιλλῆϊ προμάχιζε , ἀλλὰ κατὰ πληθύν τε καὶ ἐκ φλοίσβοιο
ς ' ἐκέλευσεν Ὀλύμπιος Ἕκτορα δῖον , δῶρα δ ' Ἀχιλλῆϊ φερέμεν τά κε θυμὸν ἰήνῃ οἶον , μὴ δέ
5390026 ῥᾳθυμου
μεμψάμενον τὴν διατριβὴν ταύτην ἀπεφθέγξατο : διασύροντος γὰρ αὐτὸν ἀνθρώπου ῥᾳθύμου τε καὶ βασκάνου καὶ τὰ μὲν ἄλλα ὀρθῶς ἀναγράφειν
τὴν νίκην ὁ βασιλεὺς μακροβιώτερον Ἀργανθωνίου , χορηγὸν ἀπράγμονος καὶ ῥᾳθύμου τρυφῆς , πάλαι ἂν ἴσως καὶ πρόπαλαι διελόμενον ὑπὸ
5381802 ἱκετευσω
δὲ πρόσωπον ἀποστρέφοντα , ἵνα μὴ ἱκετεύω σε : οὐχ ἱκετεύσω σε , ἐπεὶ πέφευγας παρ ' ἐμοῦ τούτου τυχεῖν
μετὰ ἱκετείας . . , Χ ὅτι τὸ ἵκωμαι ἀντὶ ἱκετεύσω . δ . ζ . . . . ,
5381595 Ἐπιλησμονι
τοῦ ἔθους Κρατῖνος μὲν ἐν Δηλιάσιν , Φερεκράτης δὲ ἐν Ἐπιλήσμονι . Γ ] ἀντὶ τοῦ ἐργάται , ὡς ἐν
ἔχει . Γ [ εἶχεν , ] Γ Φερεκράτης ἐν Ἐπιλήσμονι κἂν μὲν σιωπῶ , † φέρεται † πνίγεται καί
5374014 κυνηγιᾳ
καλλιτεκνίας , ὑποσχεῖν τίσιν τοιάνδε : τὸν μὲν Φίλοττον ἐν κυνηγίᾳ διαφθαρῆναι , τὸν δὲ Ἀσσάονα τῆς θυγατρὸς πόθῳ σχόμενον
' ὄντος καὶ θυγατρὸς τῷ Νουμίτορι , τὸν μὲν ἐν κυνηγίᾳ δολοφονεῖ , τὴν δέ , ἵνα ἄτεκνος διαμείνῃ ,
5373630 πλεοις
. Ἐκ τοῦ Θυέστου : Θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις . Ἐκ τοῦ αὐτοῦ : Οὐκ ἔστιν οὐδὲν χωρὶς
Θετταλικαὶ χλαμύδες πτερὰ εἶχον . Θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις . Θρᾷκες ὅρκια οὐκ ἐπίστανται : ἐπὶ τῶν τοῖς
5369236 Ἀρχεμορου
τῆς Ὑψιπύλης : καὶ γὰρ κατὰ Εὐριπίδην τροφὸς ἦν τοῦ Ἀρχεμόρου [ ] | [ ] Λήμνῳ ? ? [
αὐτῷ ὡς ἀπὸ τοῦ Ὀφέλτου μὲν πρότερον , νυνὶ δὲ Ἀρχεμόρου , ἀπὸ τοῦ μαντεύσασθαι τοῖς ἐπὶ Θήβας στρατευσαμένοις διὰ
5368597 ᾠκισμενην
δὲ χώραν ἐν τόποις Βορειγόνων ὑπὲρ Λατίνους Δαυνίους τ ' ᾠκισμένην , πύργους τριάκοντ ' ἐξαριθμήσας γονὰς συὸς κελαινῆς ,
ἐνακισχιλίους . ἀπὸ δὲ Παντικαπαίου εἰς κώμην Καζέκα ἐπὶ θαλάττῃ ᾠκισμένην στάδιοι εἴκοσι καὶ τετρακόσιοι . ἐνθένδε ἐς Θεοδοσίαν πόλιν
5367129 Ἐλπιζω
καὶ ὑπήκουσε . τοῦ δὲ πλοῦ μελήσει τοῖν Διοσκόροιν . Ἐλπίζω σε τὴν Ῥαδαμάνθυος δόξαν ἐν τῷ δικάζειν ἕξειν ὥσπερ
, πολὺ μᾶλλον ἢ πρὶν ἄρχεσθαι τὴν ἀπόστασιν γινομένην . Ἐλπίζω δὲ καὶ τἄλλα προῤῥηθῆναι ἀνθρωπινωτέρως ἢ ὅσα περ τοῖσιν
5366108 τινασσειν
συνεχῶς ἐπικλίνειν καὶ ἐγείρειν τὴν κεφαλὴν τοῦ βάνδου ἢ πυκνῶς τινάσσειν ὀρθόν , ὥστε καὶ ἐντεῦθεν αὐτὸ ἐν ταῖς συγχύσεσιν
οὐρανὸν ὑψιμέδοντος ἀιστῶσαι Διὸς ἕδρην . ἤθελεν ἠχήεντα πυρὸς πρηστῆρα τινάσσειν , Ἡφαίστῳ δ ' ὑπόεικεν ἀμαιμακέτη περ ἐοῦσα ,
5362990 ἐπιτρεψῃς
γέλως σημεῖον ἀπροσεξίας . σεαυτῷ διαχεῖσθαι πέρα τοῦ μειδιᾶν μὴ ἐπιτρέψῃς . σπουδῇ πλείονι ἢ διαχύσει χρῶ . ἀγὼν ὁ
τὸ πᾶν ἢ καὶ συνεπωθεῖν αὐτόν . ὅταν δ ' ἐπιτρέψῃς τοῖς μυσί , μὴ καταλίπῃς τὴν κάτω χώραν ἀφρούρητον
5359095 τολμηρε
ἐκ τῆς καρδίας ὁ Ἔρως ἀντεφθέγγετο : “ Ναί , τολμηρέ , κατ ' ἐμοῦ στρατεύῃ καὶ ἀντιπαρατάττῃ ; ἵπταμαι
συστρεφόμεναι , πρὸς ἀλλήλας φερόμεναι . τολμῶν ] λέγειν , τολμηρέ , τολμηρῶς λέγων , ὁ ἐπιχειρῶν τολματίας ὤν .
5352959 δοξασειν
Πτολεμαῖον τὸν Φιλοπάτορα . λόγου δέ ποτε γενομένου περὶ τοῦ δοξάσειν τὸν σοφὸν καὶ τοῦ Σφαίρου εἰπόντος ὡς οὐ δοξάσει
φησὶν ἐν Πολιτείᾳ , καὶ παιδοποιήσεσθαι . ἔτι τε μὴ δοξάσειν τὸν σοφόν , τουτέστι ψεύδει μὴ συγκαταθήσεσθαι μηδενί .
5352924 ὑπαιθρια
αἴθρῃ καὶ καμάτῳ δεδμημένον . καὶ ἡμεῖς ἐν τῇ συνηθείᾳ ὑπαίθριά φαμεν τὰ ὑπὸ ἀνέμου καταπνεόμενα . πλαγκταὶ πέτραι ἐν
αἴθρῃ καὶ καμάτῳ δεδμημένον . καὶ ἡμεῖς ἐν τῇ συνηθείᾳ ὑπαίθριά φαμεν τὰ ὑπὸ ἀνέμου καταπνεόμενα . πλαγκταὶ πέτραι ἐν
5352890 Ἱερεμιαν
σύμβουλος τοῦ φωτὸς , μὴ μεριμνήσῃς τὸ πῶς ἀποστείλῃς πρὸς Ἱερεμίαν : ἔρχεται γὰρ πρός σε ὤρᾳ τοῦ φωτὸς αὔριον
ἀπὸ τοῦ βασιλέως τῶν Χαλδαίων , ἐλάλησεν ὁ θεὸς πρὸς Ἱερεμίαν λέγων : Ἱερεμία , ὁ ἐκλεκτός μου , ἀνάστα
5352450 Δολοπιας
' ὑπὸ [ Πρωτε - σιλάῳ ] τῆς Φθίας ἀπὸ Δολοπίας καὶ τῆς Πίνδου μέχρι τῆς Μαγνητικῆς θαλάττης : μέχρι
ὕπαρξιν ἐπιφανέστερα γεγονότα φυγάδων γενομένων ; ἢ οὐ Φοῖνιξ ἐκ Δολοπίας ἐκπεσὼν ὑπὸ Ἀμύντορος εἰς Θετταλίαν φεύγει ; Πηλέα δ
5349352 Ἡμαρτον
: τοιοῦτον ἡμῖν τὸν καλὸν ἡνίοχον καὶ διφρηλάτην ἐκπέπομφας . Ἥμαρτον , ὦ Ζεῦ , ἀλλὰ μὴ χαλέπαινε , εἰ
τὸ στόμα μου πρὸς σέ , ἐγὼ ἡ ἀθλία . Ἥμαρτον , κύριε , ἐνώπιόν σου , ἐγώ , ἡ
5345834 ὑπερηφανιᾳ
τὸν θάνατον . εἷς δὲ τῶν συνεληλυθότων , κακίᾳ καὶ ὑπερηφανίᾳ διαφέρων , ἐγγελῶν τοῖς κινδυνεύουσι πολλὰ κατ ' αὐτῶν
τὸν χορόν : μή τί με δοκεῖτε σιγᾶν ἢ ἐν ὑπερηφανίᾳ ἢ αὐθαδείᾳ μὴ συνομιλοῦντα ὑμῖν καὶ καταλέγοντα τὰ ἐμά
5345080 πλησιαζε
' ἧς αἱ ἀποδείξεις συμπεραίνονται . Χρυσὸν δὲ ἐχούσῃ μὴ πλησίαζε ἐπὶ τεκνοποιίᾳ , οὐ γυναικὶ λέγει , ἀλλ '
νόει : κάτω γὰρ περὶ τοῦ Νείλου διεξέρχεται πέλαζε ] πλησίαζε τηλουρὸν ] εἰς . μακράν γῆν ] ἤγουν τὴν
5343131 ῥιπος
γένος . Ἐκ τοῦ Θυέστου : Θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις . Ἐκ τοῦ αὐτοῦ : Οὐκ ἔστιν οὐδὲν
. Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν . Θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις . Θνητὸς γεγώς , ἄνθρωπε , μὴ φρόνει

Back