τῆς γενομένης ἀφορμῆς κατὰ τὸ τρίτον , ὡς τὸ μὲν ὀρθοτονούμενον εἰς τὸ σύνθετον ἐχώρει , τὸ δὲ μὴ οὕτως | ||
, “ περὶ γάρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν : ” ὀρθοτονούμενον δὲ δηλοῖ ἑαυτὸν ἢ ἑαυτήν , οἷον “ κάλεόν |
ἔστι τοῦτο Κορίσκος , εἶναι τοῦτο Κορίσκον : ἀλλαττόμενα δὲ σολοικίζει . καὶ ἐπὶ τῶν λεγομένων σκευῶν , ἐχόντων δὲ | ||
, ὁ δὲ οὐλόμενον φαίνεται μέν , ἀλλ ' οὐ σολοικίζει . . . . τί γὰρ ἄν τις ὑπολάβοι |
Εὔρυτος οὐδ ' ἐπὶ γῆρας ἵκετ ' ἐνὶ μεγάροισι : χολωσάμενος γὰρ Ἀπόλλων ἔκτανεν , οὕνεκά μιν προκαλίζετο τοξάζεσθαι . | ||
' οὐ πάντες ἀκούσαμεν , οἷον ἔειπεν . μή τι χολωσάμενος ῥέξῃ κακὸν υἷας Ἀχαιῶν . θυμὸς δὲ μέγας ἐστὶ |
λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν . Λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν . πολλῶν μαθητῶν γενομένων ἐμοί , Λύκε | ||
τῇ πρὸς τὸ ἀνὰ μέσον ἀρετῆς καὶ κακίας ἀδιαφορίᾳ . φίλησον τὸ ἀνθρώπινον γένος . ἀκολούθησον θεῷ . ἐκεῖνος μέν |
ἄρα τοῦ ἔτης ἡ κλητική ἐστιν ἔτα καὶ † Δωρικῶς ἔταν † . ὠόψ : ἐπίφθεγμα τῶν ἀφιέντων τινὰς ἅμα | ||
ὅτε τὸ κύριον μόλῃ φάος τόκου , δαίμονά τ ' ἔταν , ἄμαχον ἀπόλεμον ἀνίερον , Θράσος , μελαίνα μελάθροισιν |
τοιοῦτον οὐκ ἄγαν ἄλογον , ἐπεὶ καὶ τὸ τόφρα ὂν ἀνταποδοτικὸν οὐκ ἀναδέδεκται τὴν ἐπέκτασιν . διὸ καὶ ὁ Τρύφων | ||
, ἀόριϲτον , ἀναφορικόν ὃ καὶ ὁμοιωματικὸν καὶ δεικτικὸν καὶ ἀνταποδοτικὸν καλεῖται , περιληπτικόν , ἐπιμεριζόμενον , περιεκτικόν , πεποιημένον |
ὅταν εἴπω περιπατῶ , καὶ τῶν τοῦ δευτέρου ὡς τοῦ περιπατεῖς , καὶ τῶν τοῦ τρίτου , ὅσα ἐπί τινος | ||
! ! ! [ ! ! ! ! ! ] περιπατεῖς [ ] ? ? [ ] ὅλην [ τὴν |
εἰ ζῇ : ἐγὼ πρὶν τοῦ ἀποθανεῖν ὑπὸ τῶν κακῶν τέθνηκα : ἄπαγε καλύψας τοῖς ἱματίοις διὰ τὸ κόσμιον : | ||
, τέθνηκα ἡμιθνής ἡμιθνῆτος : τοῦτο δέ , φημὶ τὸ τέθνηκα , τῇ μὲν φωνῇ ἐστιν ἐνεργητικόν , τῷ δὲ |
δὲ αὐτοῦ θερμότεραι . τὸ δὲ δρακόντιον ἰϲχυρότερον . Ἀρϲενικὸν καυϲτικῆϲ ἐϲτι δυνάμεωϲ , χρῶνται δὲ αὐτῷ καὶ εἰϲ τὰϲ | ||
ἀποροῦντεϲ κουφολίθου , ἀϲβέϲτῳ χρῶνται εἰϲ τὴν ϲκευαϲίαν . Ϲανδαράκη καυϲτικῆϲ ἔϲτι δυνάμεωϲ , ὥϲπερ τὸ ἀρϲενικόν : ὅθεν εἰϲ |
τρίτοις νοούμενα , εἴτε κατ ' ἀπόλυσιν , ὡς τὸ ἐγκλινόμενον , εἴτε κατ ' ὀρθὸν τόνον ἀνεγνώσθη ἕνεκα διαστολῆς | ||
ἐνεστῶτα οὐ πάντως κατὰ τὰ λοιπὰ ἐγκλίνονται . ] Πᾶν ἐγκλινόμενον μόριον ἢ ὀξύνεται ἢ περισπᾶται , οὐδὲν δὲ βαρύνεται |
ἀποβολῇ τοῦ κατ ' ἀρχὴν συμφώνου : ἦν οὖν τέθεμαι ἐτέθην : ἐπειδὴ γὰρ ἔδει πάντως εἰς θην λήγειν τὸν | ||
τεθείσθωσαν . Ἑνικά . Τέθητι , τεθήτω : τὸ ῥῆμα ἐτέθην , ἡ μετοχὴ τεθείς , τὸ προστακτικὸν τέθητι . |
λῆγον τοῦ ἄρθρου , ἐκεῖνο , τοῦτο , καὶ κατὰ συνεκδρομὴν τούτων , ὅτε φαμὲν αὐτό . ἀναλογώτερον οὖν ὁ | ||
πλαγίου δὲ καὶ αὐτὴν σημαίνουσαι : ἡ δὲ ὀρθὴ κατὰ συνεκδρομὴν πτῶσις καλεῖται , ὥσπερ ἡ ἀπαρέμφατος ἔγκλισις , καὶ |
δὴ πάντως ὀφείλει συντετάχθαι τοῦ αὐτοῦ προσώπου ῥῆμα , ἐμαυτοῦ ἔτυψα παῖδα . ἀλλ ' εἰ καὶ ἡ συντασσομένη αἰτιατικὴ | ||
, ὡς εἰ καὶ ἔλεγεν οὕτως , ἐγὼ ἐμὲ αὐτὸν ἔτυψα . τοῦ οὖν ῥήματος συνόντος τῇ πλαγίᾳ πτώσει κατὰ |
τῇ τοῦ Κτησιφῶντος κατηγορίᾳ . ἔστι δὲ καὶ τέταρτον αὐτοῦ φρόντισμα , ἐπιστολαί , οὐ πολλαὶ μέν , εὐπαιδευσίας δὲ | ||
δ ' οὐκέτι Φοῖβος ⌊ ἄεθλον ⌋ τοῦτον ἔχει : φρόντισμα ἐνδμενη ? ! ! ! [ ! ! ! |
πολλὴν ἀναισθησίαν σκατὰ ἤσθιον . ἑτερόκλιτος δέ ἐστιν ἡ “ σκατός ” γενικὴ ἀπὸ εὐθείας τῆς “ σκώρ ” . | ||
καὶ ὕδος : εἰς ωρ μονοσύλλαβον τὸ σκώρ ἑτερόκλιτον τοῦ σκατός , ὅθεν ἐν τῇ συνηθείᾳ σκατά . Τὸ κρέας |
, φησί , τοῦ Αἰήτου ἐσμὲν χείρους . τὸ δὲ ἠθεῖε οἶμαι κατ ' ἐπένθεσιν τοῦ η γεγονέναι , ὥσπερ | ||
τὸν πρότερος προσέειπε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος : τίφθ ' οὕτως ἠθεῖε κορύσσεαι ; ἦ τιν ' ἑταίρων ὀτρυνέεις Τρώεσσιν ἐπίσκοπον |
ὅμοιον : τὸ ιϘʹ ὅμοιον τῷ δʹ : τὸ ιζʹ σπονδειακὸν μονόμετρον : τὸ ιηʹ ἀναπαιστικὸν δίμετρον καταληκτικόν . ἀτεχνῶς | ||
λοιπὸν ἐκτάσεως τοῦ ε γενομένης εἰς τὸ η ἐγένετο Μήλης σπονδειακὸν καὶ ἐφύλαξε τὴν αὐτὴν κλίσιν : οὗτοι δὲ κακῶς |
εἰς ἵππους ἅλεται . ἡ διπλῆ πρὸς τὴν διαφορὰν τοῦ τύψαι καὶ βαλεῖν . . . . ἅλεται : ἡ | ||
. τετύποιμεν τετύποιτε τετύποιεν Ἀορίϲτου αʹ Ἑν . τύψαιμι τύψαιϲ τύψαι Δυ . τύψαιτον τυψαίτην Πληθ . τύψαιμεν τύψαιτε τύψαιεν |
ῥαδιεστέραν τὴν πόλιν „ . . . . . . ἀνιηρέστερον : ἀνιηρέστερον : ” αὐτῷ μέν οἱ πρῶτον ἀνιηρέστερον | ||
Ὑπερείδης τε : ἀκρατέστερον ἔπιεν . τούτῳ ὅμοιον καὶ τὸ ἀνιηρέστερον καὶ παρ ' Αἰσχύλῳ τὸ ἀφθονέστερον λίβα . καὶ |
ὁ Γρᾶς τοῦ Γρᾶ . Ἔστι δὲ ἀπολογήσασθαι περὶ τοῦ Γράδης καὶ εἰπεῖν , ὅτι εὐλόγως εἰς τὴν ου δίφθογγον | ||
δισύλλαβα μὴ διὰ τοῦ ΟΥΣ κλινόμενα βαρύνονται : Πύδης ᾅδης Γράδης μέδης . τὸ μέντοι ψευδής καὶ φραδής ἐπιθετικά . |
“ Αἰσονίδη , τίνα τήνδε μετὰ φρεσὶ μῆτιν ἑλίσσεις ; αὔδα ἐνὶ μέσσοισι τεὸν νόον . ἦέ σε δαμνᾷ τάρβος | ||
; † Πάριν ὡς ἀφέλοιτο . . . πῶς ; αὔδα . Κύπρις ὧι μ ' ἐπένευσεν . . . |
ἄδοξα ἀσύστατα : τὰ δὲ μὴ πρὸς ὑπερβολὴν συνίσταται . Παράδειγμα ἄλλο τοῦ ἀπιθάνου . Περικλῆς τῇ Ἀσπασίᾳ συνόντα Σωκράτη | ||
κατηγορούμενα , κατηγορήσωμεν πῇ , τουτέστι συνθέτως καὶ ἡνωμένως . Παράδειγμα τοῦ προτέρου ὁ συλλογισμόςμᾶλλον δὲ παραλογισμόςτοῦ αἱρετικοῦ [ μᾶλλοναἱρετικοῦ |
ξηραίνει δὲ κατὰ τὴν δευτέραν . Ϲκορπίοϲ ὁ μὲν χερϲαῖοϲ ὠμὸϲ ἐπιτεθεὶϲ βοήθημα τῆϲ ἰδίαϲ γίνε - ται πληγῆϲ : | ||
δὲ καὶ δυϲῶδεϲ εὑρίϲκεται τὸ μετέχον πύου . ὁ δὲ ὠμὸϲ χυμὸϲ διορίζεται τῶν χρηϲτῶν ὑποϲτάϲεων τῇ ἀνωμάλῳ ϲυϲτάϲει τοῦ |
οὐκ ἄκλητος , ἀλλ ' ὑπάγγελος : νέαν φάτιν δὲ πεύθομαι λέγειν τινὰς ξένους μολόντας οὐδαμῶς ἐφίμερον , μόρον γ | ||
ὑμᾶς ἀποδέχομαι , ὡς ἴστε αὐτοί , ὅτι δαμοτικώτατα . πεύθομαι ὡς πέρυτι ἐγένετο ὑμῶν ἁλία παρὰ τὸν Λυδὸν ἐς |
, καὶ ξάνησιν . νεῖν , κλώθειν , στρέφειν . στήμων κρόκη , στημονονητικὴ καὶ κροκονητική : Πλάτων δ ' | ||
ἐπὶ τῆς γενικῆς : μνήμων μνήμονος : κτήμων κτήμονος : στήμων στήμονος : γνώμων γνώμονος : τὸ Τίμων Τίμωνος : |
: ἀσπάσω ἀσπάσιος : ἀλέξω ἀλέξιος : κτήσω κτήσιος : μνήσω μνήσιος : τὸ δεξιὸς καὶ ἀνεψιὸς κατὰ τόνον μόνον | ||
' ἐμόγησα ἀμφ ' αὐτῷ καὶ παισὶν ἀεικέα τειρομένοισι , μνήσω ἀκηχεμένη , ἵνα οἱ σὺν θυμὸν ὀρίνω . Ὣς |
τοῦ Ν γινόμενα : κυνῶ καὶ ἐν συνθέσει προσκυνῶ , πλανῶ σινῶ . τὸ δὲ τιῶ τίνω κατ ' ἐπένθεσιν | ||
ἀλείτης ἀλοίτης : τοῦτο δὲ παρὰ τὸ ἀλῶ , τὸ πλανῶ ἢ ὀλοθρεύω , . , . . . + |
δὲ τῇ συνθέσει ἐπειδὴ γίνεται ἀρσενικοῦ γένους ἀναδέχεται τὴν εἰς αιξ κατάληξιν , οἷον ὡς ὢν ἄπαις τε κἀγύναιξ κἀνέστιος | ||
ἀπέβαλε τὸ ξ κατὰ τὴν κλητικήν , ἐπειδὴ τὰ εἰς αιξ λήγοντα ἢ ἀρσενικοῦ μόνου γένους εἰσίν , οἷον Θρᾷξ |
ἧδε κέκευθε : Τρωσὶν δ ' αὖ μετόπισθε γερούσιον ὅρκον ἕλωμαι μή τι κατακρύψειν , ἀλλ ' ἄνδιχα πάντα δάσασθαι | ||
εἰ δέ κε μὴ δώῃσιν , ἐγὼ δέ κεν αὐτὸς ἕλωμαι : πρὸς τὸ σχῆμα , ὅτι ἕλωμαι ἀντὶ τοῦ |
, ὑποδράξ , ὀκλάξ : ἀλλ ' ἐλλεῖψαν ἐν τῷ ὑπόδρα μετέστησε καὶ τὴν ὀξεῖαν , ὅμοιον αὐτὸ καταστῆσαν τῷ | ||
ὅθεν χωρητέον καὶ ἐπὶ τὸν προκείμενον λόγον . Τὸ δὴ ὑπόδρα δύναται μὲν καὶ κατὰ φύσιν εἰς α λήγειν , |
καὶ εἶπεν Σεμειαζᾶς πρὸς αὐτούς , ὃς ἦν ἄρχων αὐτῶν Φοβοῦμαι μὴ οὐ θελήσετε ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο , καὶ | ||
οἰκοδεσπότην ἐδάκρυσε . τοῦ δὲ τὴν αἰτίαν ἐρωτήσαντος ἔφη : Φοβοῦμαι καὶ κλαίω : μέλλω γὰρ τραυματίσαι σε , καὶ |
ἥξω : παρὼν δὲ πρὸς παρόντας ἐμφανῶς γαμβροὺς διδάξω καὶ διδάξομαι λόγους . κἂν μὲν κολάζηι τήνδε καὶ τὸ λοιπὸν | ||
μέντοι πεσών γε κείσομαι , ἀλλ ' εὐξάμενος τοῖσιν θεοῖς διδάξομαι αὐτὸς βαδίζων εἰς τὸ φροντιστήριον . πῶς οὖν γέρων |
ηὔδαες ηὔδας , τὸ τρίτον ηὔδαε ηὔδα , καὶ τὸ προστακτικὸν αὔδαε αὔδα . Ὅμηρος : ἐξαύδα , μὴ κεῦθε | ||
πρόσωπον τοῦ δευτέρου ἀορίστου τὴν ἐν ἀρχαῖς κλιτικὴν ἔκτασιν ἀποβάλλον προστακτικὸν γίνεται , ἔνυγον ἔνυγες ἔνυγε νύγε . τυπέτω . |
ἐγκωμιάζων αυ [ * * * ] τὸ “ μάκαρ Στρεψίαδες ” ; ὦ Στρεψίαδες ] ἐγκωμιάζων αὐτὸς ἑαυτόν . | ||
φίλοι καὶ οἱ δημόται , τὸ ” ὦ μάκαρ ὦ Στρεψίαδες “ . εἶτ ' ἄνδρα τῶν αὐτοῦ : διπλῆ |
ἐγᾦδα : τέθλιπται μὲν τὸ ο̄ , συνῄρηται δὲ τὸ ω̄ , προσγραφέντος καὶ τοῦ ῑ . Κρᾶσις δὲ καὶ | ||
τῆς διφθόγγου , κέκραται δὲ τὸ ᾱ καὶ ο̄ εἰς ω̄ μέγα , συνῄρηται δὲ τὸ ω̄ καὶ ῑ . |
παισθεὶς ] τυφθείς . παισθεὶς ] πληγείς . ἔπαισας ] ἔτυψας . σὺ δ ' ἔθανες : ἀνῃρέθησαν οὕτως : | ||
διάθεσιν τῆς εὐθείας , ἐγώ σοι δέδωκα , σύ με ἔτυψας , Ἀριστοφάνης Ἀρίσταρχον ἐδίδαξεν . Ἡ καλουμένη ἐπιταγματικὴ ἀντωνυμία |
συλλαβῆς ἀπειλήτην . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀπειλῶ ἠπείλουν , τὸ δυϊκὸν ἠπείλειτον ἠπειλείτην καὶ ἐν συστολῇ τῆς ἀρχούσης καὶ τροπῇ | ||
καὶ πεντήκοντα . οὐ γάρ φασι κατὰ τοῦ πληθυντικοῦ τὸ δυϊκὸν τίθεσθαι , τό γε μὴν πληθυντικὸν κατὰ δυϊκοῦ . |
σοι δοκεῖ ; ἀπροαίρετον , οὐ κακόν . Καῖσαρ αὐτὸν κατέκρινεν . ἀπροαίρετον , οὐ κακόν . ἐλυπήθη ἐπὶ τούτοις | ||
εἶπεν ὁ Μενέλαος οὐ δεινὰ πάσχειν δεινὰ τοὺς εἰργασμένους καὶ κατέκρινεν αὐτὸν δεινὰ πεπραχέναι , φησὶν Ὀρέστης : ἀλλ ' |
λέγομεν πταρμοὺς ἢ φήμας ἢ ἀπαντήσεις . ὡς Ἀρχίλοχος : μετέρχομαί σε σύμβολον ποιούμενος . σύμβολον δ ' οὔπω τις | ||
Κὰρ κεκλήσομαι . χαίτην ἀπ ' ὤμων ἐγκυτὶ κεκαρμένος . μετέρχομαί σε σύμβολον ποιεόμενος . χραίσμησε δ ' οὔτεπ [ |
. ἐκ μεσημβρίας δὲ παρέσῃ μοι , ὦ Σώκρατες . Ποιήσω ὡς λέγεις , κἀγὼ δὲ ἐπάνειμι ἐς Κυνόσαργες , | ||
τούτων ἀπήρχοντο χαριστήρια τοῖς θεοῖς ἀπονέμοντες . 〛 ποιῶ : Ποιήσω . . τὰς χύτρας : Τὰ τζυκάλια . . |
δὲ λέγῃ τὸν χρυσὸν νητόν , οἷον τὸν σεσωρευμένον . νῆϊς τῆς προτέρας περισπωμένης σημαίνει τὸν ἄπειρον , κατὰ στέρησιν | ||
ε , ἴς , καὶ μετὰ τῆς νη στερήσεως , νῆϊς . Νῆσσα . παρὰ τὸ νέω τὸ κολυμβῶ , |
στρατευόμενον καὶ πονοῦντα οὐ ξενίζουσιν . ταῦτα δῆτ ' οὐκ ἀγχόνη ] ἀγανακτῶν ὡς ξενιζομένων τῶν πρέσβεων τοῦτο λέγει . | ||
βρόγχον ὑγροῦ παχέος καὶ γλίσχρου , μάλιστα ἐπὶ παιδίων . ἀγχόνη πυώδης ἀπόστασις μεταξὺ ἐπιγλωττίδος καὶ ῥίζης γλώττης . παρίσθμια |
δὲ οἶμαι . Θ . 〚 ὠὸπ , ὂπ , ὠὸπ , ὂπ : Εἴσθεσις μέλους χοροῦ μονοστροφική : ἧς | ||
. ἀντὶ τοῦ βαστάσω . . ἐγὼ βαστάζω . . ὠὸπ , παραβαλοῦ : Ἐλατικὸν ἐπίφθεγμα τὸ ὠόπ . τὸ |
ὅπως ἂν ἔχοιμεν ὀϊζύος ἀτρεκὲς ἄλκαρ . Γηθόσυνοι δέχνυσθε βροτοίπινυτοῖσιν ἐνίσπω , οἷς ἀγαθὴ κραδίη καὶ πείθεται ἀθανάτοισι : νηπυτίοισι | ||
ποιεῖ : τέκω , τίκτω : ἔπω , ἴσπω , ἐνίσπω : βλάβω βλάπτω : ἐπεισόδῳ τοῦ τ , καὶ |
μάλιστα αἰσχύνας ἑαυτόν : δεύτερον δὲ καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνέλεγκτος ὑπ ' αὐτῶν μένων . Δείκνυσι δὲ ὅτι μόνη | ||
ἐμὴν πλάνην ἐπιδεῖξαι ὥσπερ πόνους τινὰς πονοῦντος ἵνα μοι καὶ ἀνέλεγκτος ἡ μαντεία γένοιτο . μετὰ γὰρ τοὺς πολιτικοὺς ᾖα |
. νεοχμὸν ] νέον . ἐμβριθὲς ] μέγα . . σέβομαι ] ὑποστέλλομαι . προσιδέσθαι ] σέ . . ἀρχαίῳ | ||
περιέσχε πάντας . ξένιον ] τὸν φίλιον . αἰδοῦμαι ] σέβομαι . πράξαντ ' ] ἐπαγαγόντα . ἐπ ' Ἀλεξάνδρωι |
Νοῦσος : ἀῤῥωστία . ἀταρτηρή : βλαπτικὴ , βλαβερὰ , ἐπώ . ἐδάησαν : ἔγνωσαν , ἔμαθον . Τέρμα : | ||
Νοῦσος : ἀῤῥωστία . ἀταρτηρή : βλαπτικὴ , βλαβερὰ , ἐπώ . ἐδάησαν : ἔγνωσαν , ἔμαθον . Τέρμα : |
ὑπό τινος ἑαυτοῦ μέρους , καθ ' ἕκαστον μέρος τοῦ μετρουμένου γινομένου τοῦ μετροῦντος , ὡς ὅταν δακτύλῳ πῆχυν μετρῶμεν | ||
, ποιητικοῦ τε αὖ καὶ παθητικοῦ , καὶ μέτρου καὶ μετρουμένου ; Καὶ ἐπιστήμη καὶ αἴσθησις , ἡ μὲν πρὸς |
γὰρ δύναται μεγάλα τοῖς σωφροσύνην διώκουσιν . Οὐκ ἐγώ σε κωμῳδῶ , ἀλλὰ Φαίδων , λέγων γεγονέναι σε κρείσσω καὶ | ||
, τέμνω σοι τὸ κρέας , ἀναγινώσκω σοι Ἀλκαῖον , κωμῳδῶ σοι τοὺς Ἐπιτρέποντας : ὧν , ὡς ἔφαμεν , |
ἡ μετοχὴ τύψας , τὸ ἀπαρέμφατον τύψαι , τὸ εὐκτικὸν τύψαιμι : τούτου χάριν οὐδὲ τὸ προστακτικὸν ἐχωρίσθη τοῦ α | ||
τετυποίτην Πληθ . τετύποιμεν τετύποιτε τετύποιεν Ἀορίϲτου αʹ Ἑν . τύψαιμι τύψαιϲ τύψαι Δυ . τύψαιτον τυψαίτην Πληθ . τύψαιμεν |
ἀνήνηται : ἀναίνω ἀνανῶ , ὁ ἀόριστος ἤνηνα , τὸ ὑποτακτικὸν ἐὰν ἀνήνω , τὸ ὑποτακτικὸν παθητικὸν ἐὰν ἀνήνωμαι , | ||
εἴδην , ἡ μετοχὴ εἰδείς , εἰδέντος , καὶ τὸ ὑποτακτικὸν ἐὰν εἰδῶ , ἐὰν εἰδῇς . πλείονα ] περισσότερα |
ἀλλοπαθές , ἐμὲ αὐτὸν ἔπαισα ἐμαυτὸν ἔπαισα , ἐμοὶ αὐτῷ ἐλάλησα ἐμαυτῷ ἐλάλησα . ἔνθεν τὰ κατὰ διάστασιν παρὰ τοῖς | ||
ἔσῃ , κύριε , τῇ δούλῃ σου , διότι ἐγὼ ἐλάλησα πονηρὰ ἐν ἀγνοίᾳ ἐνώπιόν σου . Καὶ τούτων γινομένων |
τινος ὄρους καὶ περισπάσας τῆς ὁπλῆς . ὦ χαρίεσς ' Ἀμαρυλλί : ταῦτά φησιν ἀναμνησθεὶς τοῦ ἔρωτος τῆς Ἀμαρυλλίδος . | ||
κνάκωνα , φυλάσσεο μή τυ κορύψῃ . Ὦ χαρίεσς ' Ἀμαρυλλί , τί μ ' οὐκέτι τοῦτο κατ ' ἄντρον |
γὰρ δύο εὐθεῖαι νοοῦνται , λέγω τοῦ ὀνόματος καὶ τοῦ ὑποτακτικοῦ ἄρθρου , ὅταν τὸ αὐτὸ πρόσωπον τὰς δύο διαθέσεις | ||
Ὅμηρος οὐδέποτε τίθησι : τοὔμπαλιν δ ' ἀντὶ τοῦ ὃς ὑποτακτικοῦ παραλαμβάνει τὸ προτακτικὸν ὅ : Σίσυφος ἔσκεν , ὃ |
Κρεοφύλου πόνος εἰμί , δόμῳ ποτὲ θεῖον ἀοιδόν δεξαμένου , κλείω δ ' Εὔρυτον ὅσς ' ἔπαθεν καὶ ξανθὴν Ἰόλειαν | ||
ὥριστος . . . . . ἐγὼ δὲ κέ σε κλείω κατ ' ἀπείρονα γαῖαν . * ) [ ἡ |
οὐκ ἐρεῖς , ἀλλὰ μεθυστικός . μέθυσον δὲ γυναῖκα καὶ μεθύσην λέγε . Ἤμην : εἰ καὶ εὑρίσκεται παρὰ τοῖς | ||
ἐκστρέψας τοὺς ἡμετέρους Ἱππέας κακὸς κακῶς , προσθεὶς αὐτῷ γραῦν μεθύσην τοῦ κόρδακος οὕνεχ ' , ἣν Φρύνιχος πάλαι πεπόηχ |
. , . τόδε κρήδεμνον τανύσσαι . † ) τὸ τανύσσαι ἀπαρέμφατον διὰ τὸ βαλέειν . . Ο . ἂψ | ||
. Π . . . . , . τόδε κρήδεμνον τανύσσαι . † ) τὸ τανύσσαι ἀπαρέμφατον διὰ τὸ βαλέειν |
τὸ δάκω μάθω λάχω ἅδω πρὸς τὸ δαγκάνω μανθάνω λαγχάνω ἁνδάνω . ταύτῃ τοι καὶ τοῦ ἁμαρτάνω ὑποτακτικόν , φησίν | ||
τοῦ ΑΝΩ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς συστέλλει τὸ Α : λιμπάνω ἁνδάνω λαμβάνω , πλὴν τοῦ ἱκάνω κιχάνω . Τὰ εἰς |
δαιτὶ θεοὶ ποίησαν ἑταίρην . ” τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφης , Εὔμαιε συβῶτα : “ ῥεῖ ' ἔγνως , | ||
σοὶ δὲ φρένας ἄφρονι πεῖθε . Τὸν δ ' ὀλιγοδρανέων προσέφης Πατρόκλεες ἱππεῦ : ἤδη νῦν Ἕκτορ μεγάλ ' εὔχεο |
, ὦ Σώκρατες : ὥσπερ καὶ ἃ νυνδὴ σὺ πρὸς Ἑρμογένη ἔλεγες ἐξαιρῶν τε καὶ ἐντιθεὶς γράμματα οὗ δέοι , | ||
, ὡς ἐγὼ ἀκούω , ἐρῶν τῆς γυναικὸς ἀντερᾶται . Ἑρμογένη γε μὴν τίς ἡμῶν οὐκ οἶδεν ὡς , ὅ |
ἐσπουδασμένως ἀποδεδεῖχθαι . ἀλλὰ τοῦτό γε πρὸς Διός , ὦ Σίσυφε , σκόπει νῦν σπουδῇ : εἰ δοθείη τὸ βουλεύσασθαί | ||
Ἡμεῖς δὲ καὶ χθές σε πολὺν χρόνον ἀνεμείναμεν , ὦ Σίσυφε , ἐπὶ τῇ Στρατονίκου ἐπιδείξει , ὅπως ἂν συνηκροῶ |
αὐτῷ , λέγω δὴ τὸ ξηρόν , θᾶττον ἐπὶ τὸ γῆραϲ ἄγει τὰ ϲώματα τῶν ζῴων ἁπάντων : ὡϲ , | ||
ἄμετρον αὐχμόν . τοῦτο δέ ἐϲτιν ὃ καλοῦϲιν ἐκ νόϲου γῆραϲ . τοιοῦτον γὰρ τὸ ϲῶμα γίγνεται ἐπὶ τῶν κατὰ |
μέγα Ἀττικῶς . εἶτα συναιρεῖται τὸ ω̄ μέγα μετὰ τοῦ ῑ εἰς τὴν ῳ̄ δίφθογγον καταχρηστικῶς . Κατ ' ἔκθλιψιν | ||
ο̄ , συνῄρηται δὲ τὸ ω̄ , προσγραφέντος καὶ τοῦ ῑ . κατὰ κρᾶσιν καὶ συναίρεσιν , οἷον ὁ αἰπόλος |
. , : ἠλάσκουσαι : παρὰ τὸ ἀλῶ ἀλῶμαι , ἀλάσκω γίνεται παράγωγον , ὡς φῶ φάσκω : οἷον περὶ | ||
γίνονται , οἷον γενειῶ γενειάσκω , γοῶ γοάσκω , ἀλῶ ἀλάσκω καὶ κατὰ παραγωγὴν ἀλασκάζω , † ἠλάσκαζον , βοῶ |
μὲν ἐπὶ τοῦ ἵππου γένωμαι , τὰ τοῦ ἱπποκενταύρου δήπου διαπράξομαι : ὅταν δὲ καταβῶ , δειπνήσω καὶ ἀμφιέσομαι καὶ | ||
βιασθέντα : ἢ ὡς μὴ λέγοντός σου , βίαιόν τι διαπράξομαι . Ἄλλως . ἢ τἀπὶ τούτοις : Ἤγουν τὰ |
ἔργον . αἶψα δὲ Τηλέμαχον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : “ Τηλέμαχ ' , ἦ μάλα δή τις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν | ||
τὸν δ ' αὖτ ' Ἀντίνοος ἀπαμειβόμενος προσέειπε : “ Τηλέμαχ ' ὑψαγόρη , μένος ἄσχετε , ποῖον ἔειπες . |
ὁ ῥιγοπύρετος . Ἡράκλεις : ἐπίφθεγμα θαυμαστικόν . τὸ δὲ Ἥρακλες κλητικὴ πτῶσις , ὥσπερ τὸ ὦ Δάματερ τοῦ Δήμητερ | ||
: Ἡρακλῆος δὲ ἰωνικῶς : ἡ κλητικὴ Ἡράκλεες Ἡράκλεις : Ἥρακλες δὲ κατὰ συγκοπήν : ἡ μέντοι συνῃρημένη Ἡρακλοῦς ἐν |
μάρναντο περὶ Σκαιῇσι πύλῃσι : καί νύ κεν αὐτῆμαρ πόλιν ἔπραθον , εἰ μὴ Ἀπόλλων πολλὰ κακὰ ῥέξαντα Μενοιτίου ἄλκιμον | ||
Κικόνεσσι πέλασσεν , Ἰσμάρῳ : ἔνθα δ ' ἐγὼ πόλιν ἔπραθον , ὤλεσα δ ' αὐτούς . ἐκ πόλιος δ |
ἔξοχα δ ' αὖ τίουσι φύσιν : τὸ δὲ πάμπαν ἄπυστον ἐς φιλότητα μολεῖν , τὴν οὐ θέμις : ἀλλὰ | ||
: ἐκβάλῃ . Τιν ' : τῶν ἀνθρώπων δηλονότι . ἄπυστον : ἀνήκοον , ἀμαθῆ . Τέχνης : πανουργίας , |
ὁμαλὸϲ ὁ τοιοῦτοϲ καλεῖται ϲφυγμόϲ : εἰ δὲ ὁ μὲν πρῶτοϲ καὶ ὁ δεύτεροϲ καὶ ὁ τρίτοϲ ἴϲοι φανεῖεν , | ||
καὶ τοὺϲ τεχνικοὺϲ αὐτοῦ διοριϲμοὺϲ οὐ παροπτέοϲ ἡμῖν ἔϲται . πρῶτοϲ τοίνυν τῆϲ φλεβοτομίαϲ ἐϲτὶ ϲκοπὸϲ ἡ τοῦ πλεονάζοντοϲ αἵματοϲ |
τίς διετάξατο , φαμὲν ἐγώ , ἐξαιροῦντες τῆς κατὰ τὸ πύσμα ἀορίστου προφορᾶς τὸ δεδρακὸς πρόσωπον . Ὡς μὲν οὖν | ||
, ψεῦδος . διαφέρει δ ' ἀξίωμα καὶ ἐρώτημα καὶ πύσμα , προστακτικὸν καὶ ὁρκικὸν καὶ ἀρατικὸν καὶ ὑποθετικὸν καὶ |
ἔφαθ ' , Ἕκτωρ δ ' αὖτις ἐδύσετο οὐλαμὸν ἀνδρῶν ταρβήσας , ὅτ ' ἄκουσε θεοῦ ὄπα φωνήσαντος . ἐν | ||
' οἴκτιρέ με . Τί δῆτα δράσω ; Μή με ταρβήσας προδῷς : ἥκει γὰρ αὕτη διὰ χρόνου , πλάνοις |
ποιμένα λαῶν συνεξέδραμε κατὰ κλίσιν . Τὸ Ἀχέρων Ἀχέροντος ὡς μετοχικόν : ἐν τῷ τέλει τὸ ῥέων ἔχον τῷ λόγῳ | ||
ὦ τυπτόμενε ἐστίν , καὶ ὁ ἐρώμενος τοῦ ἐρωμένου ὄνομα μετοχικόν , καὶ τούτου ἡ κλητικὴ ὦ ἐρώμενε ἐστίν . |
. Ἐνέργειαν δὲ καὶ κάλλος ἅμα τὸ σχῆμα ἔχει . Ἔλλειψις δέ ἐστιν ὅταν ὁ λέγων ἐλλείπῃ λέξιν ἣν παρ | ||
Πύδναν , Ποτίδαιαν , Ἁλόννησον , οὐδενὸς τούτων μέμνημαι . Ἔλλειψις δὲ γίνεται , ὅταν ὀνόματα πολλὰ περιῃρημένα χρὴ ὀνομαστὶ |
τάρβος : οἱ γὰρ εὐλαβούμενοι φεύγουσι . τρίτον ἐκ τοῦ τείρω τὸ καταπονῶ , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔταρον , τάρος | ||
τρῶ τρᾷς ἐστι ῥῆμα , ὅπερ ἐστὶ κατὰ συγκοπὴν τοῦ τείρω . παρὰ δὲ τὸ τείρω τέρετρον , ὡς παρὰ |
ὅθεν καὶ λῷον τὸ ἐπωφελές , ὃ πάντες θέλομεν . Δωρικῶς δὲ τὸ λῇς κατ ' ἀφαίρεσιν τῆς θε συλλαβῆς | ||
ΩΝ εἰς μίαν μακράν . ΝΟΕΥΝΤΕΣ , νοοῦντες Αἰολικῶς καὶ Δωρικῶς : ἄλλη ἀλλαχοῦ . . ΠΑΡΑΚΛΙΝΟΥΣΙ . Τὸ ΠΑ |
συμβουλεύει μετατίθεσθαι πρὸς τὸ ἠρεμαίως βιοῦν . καὶ ἡ μὲν ἀπότασις αὕτη . τὰ δὲ κατὰ θεῶν βλάσφημα ἐπιτηδείως ᾠκονόμηται | ||
σῶμα , ποτὲ δὲ μέρος . σλζʹ . Τέτανός ἐστιν ἀπότασις καὶ πῆξις τῶν ἐν τῷ σώματι πάντων νεύρων τε |
ὦ Ἡράκλεις “ ἐπὶ θαυμασμοῦ λαμβάνεται . τὸ ” ὦ ἀλεξίκακε “ ἐπὶ σχετλιασμοῦ καὶ λαμβάνεται διὰ μέσου . ὁμομητρίαν | ||
. σχετλιάζων δ ' ἔθηκε διὰ μέσου τὸ ” ὦ ἀλεξίκακε “ : ἔστι δὲ ἐπίθετον τοῦ Ἡρακλέους . ὦ |
τῷ ἐνεστῶτι . Γνώτην . ῥήματος δεύτερος ἀόριστος . τὸ θέμα ἄδηλον : οὐ γὰρ εὑρέθη ἐπὶ τρίτης συζυγίας , | ||
οὖν τοῦ δεῖνος ἔξωθεν ἡ κλίσις ; ἄμεινον οὖν ἦν θέμα καταλιπεῖν , ἢ ἀποκοπὴν τοῦ ὁδεῖνα , ἵνα καὶ |
ἤκουσας τὸν Πέλοπος δρόμον ; οὐκ ἐζήλωσας τὴν ἐκ θεάτρου γαμηθεῖσαν ; οὐκ ἐθαύμασας τὸν Ἀλφειόν ; οὐκ ἔπιες τοῦ | ||
κρινόμενος ῥιψασπίας : ὅρου δὲ τοῦτο : νόμος τὴν τρὶς γαμηθεῖσαν ἄτιμον εἶναι : ἀπολιποῦσά τις τὸν πρότερον ἄνδρα ἐγαμήθη |
ἢ ἄλλῳ . δίελε καὶ μέρισον τὸ ὑποκείμενον εἰς τὸ αἰτιῶδες καὶ ὑλικόν . ἐννόησον τὴν ἐσχάτην ὥραν . τὸ | ||
ὁ σύνδεσμος οὗτος τὸ ἕτερον τῶν ἀξιωμάτων ψεῦδος εἶναι . αἰτιῶδες δέ ἐστιν ἀξίωμα τὸ συντασσόμενον διὰ τοῦ ” διότι |
ἡ γὰρ ἀδικία στέρησις , τὸ δὲ ἀντικείμενον τῇ δικαιοσύνῃ ἀκατονόμαστόν ἐστι , καὶ οὐ δεῖ τὰς ἕξεις στρερητικοῖς ὀνόμασιν | ||
ἀδυναμίας . ἰστέον ὅτι ὅλον τὸ δεύτερον εἶδος τῆς ποιότητος ἀκατονόμαστόν ἐστι : τὸ γὰρ πυκτικὸν παιδίον καὶ τὸ δρομικὸν |
ὡς δηλοῖ τὸ ἐπίγραμμα νᾶμα τὸ Διηνὸν γλυκερὸν ποτόν , ἠνιδὲ πίῃς , παύσει μὲν δίψης , εὐθὺ δὲ καὶ | ||
ὡς δηλοῖ τὸ ἐπίγραμμα νᾶμα τὸ Διηνὸν γλυκερὸν ποτόν , ἠνιδὲ πίῃς , παύσει μὲν δίψης , εὐθὺ δὲ καὶ |
περὶ τῆς εἷο , ὡς μόνως ὀρθοτονεῖται . Ἡ ἕθεν ὀρθοτονεῖται μέν , ὡς ἐπὶ τοῦ ἀπὸ ἕθεν ἧκε χαμᾶζε | ||
, οὐκ ἀναστρέφοντος τοῦ λόγου : οὐ γὰρ εἴ τι ὀρθοτονεῖται , τοῦτο καὶ πρός τι . τὸ ὃς σφῶι |
προσκυνήσεως ἐπιτελῆ τῶι Καλλισθένει ἐγένετο . ἀλλὰ Δημήτριον γὰρ τὸν Πυθώνακτος , ἕνα τῶν ἑταίρων , ὡς προσήιει αὐτῶι ὁ | ||
προσκυνήσεως ἐπιτελῆ τῷ Καλλισθένει ἐγένετο . ἀλλὰ Δημήτριον γὰρ τὸν Πυθώνακτος , ἕνα τῶν ἑταίρων , ὡς προσῄει αὐτῷ ὁ |
, ἄστρωτος εὕδω : καὶ τὰ μὲν πρᾶτ ' οὐ κοῶ , ἇς κά μ ' ἔχων ὥκρατος ἀμφέπηι φρένας | ||
Ἱππεῦσιν , οἷον ” κοάλεμον αἱματοπώτην ” . παρὰ τὸ κοῶ ῥῆμα δηλοῦν τὸ νοῶ , οἷον „ ἡ δ |
ἐστι ῥῆμα , παράγωγον κρύω , πλεονασμῷ τοῦ ο , κρούω , ὡς ὄρω ὀρύω ὀρούω . Κλύω . παρὰ | ||
γὰρ Ἡρακλέους τὸ ἐπίθετον . ἐξαράττω : λοιδορῶ αὐτόν , κρούω , πλήττω πολλοῖς κακοῖς . ταράττω . Πγ πρὸς |
καὶ ἐπὶ γενικῆς καὶ ἰχθύος κλίνεται διότι μονογενὲς καὶ οὐ τριγενές ἐστιν . Ἐπὶ μόνου γὰρ ἀρσενικοῦ εὑρίσκομεν ὁ ἰχθύς | ||
, εἰ ἔστι τριγενὲς τὸ πρέσβυς : εἰ γάρ ἐστι τριγενές , διὰ τοῦ ε καὶ ο μόνως ἐστί : |
. ἵκωμαι ἐπὶ μὲν τοῦ παραγένωμαι “ ὁ δέ κεν κεχολώσεται ὅν κεν ἵκωμαι , ” ἐπὶ δὲ τοῦ ἱκετεύω | ||
γέρας , ἢ Ὀδυσῆος ἄξω ἑλών : ὁ δὲ κὲν κεχολώσεται , ὅν κεν ἵκωμαι . ἀθετεῖται , ὅτι πλήρης |
ὅτου χάριν αὐτὸν ἐπεβοήσατο . τὸ δὲ ἀντεφθέγξατο πρὸς τὸ ὄρσο ἔχει τὴν δύναμιν καὶ πάγκοινον τὸν χῶρον καλεῖ διὰ | ||
ἀκολούθει εἰς τὴν ἐσομένην πάγκοινον χώραν , τὴν Ὀλυμπίαν . ὄρσο τέκνον δεῦρο : ταῦτα παρὰ Ἀπόλλωνος πρὸς Ἴαμον : |
ὡς τὸ ὦ μόριον ἐπεκταθὲν διὰ τοῦ τα ἐποιεῖτο καὶ κλητικὸν ἐπίφθεγμα , καθότι καὶ τῷ δή τὸ δῆτα παρέκειτο | ||
ἔα ] φεῦ φεῦ φεῦ φεῦ . . τὸ ἆ κλητικὸν ἐπίρρημά ἐστιν , ἢ μᾶλλον προσφωνηματικόν : διαφέρει δὲ |
γὰρ τὸ πλατὺ σκαφεῖον . μακεδνῆς μηκεδανῆς , μακρᾶς . μαργαίνειν ἐνθουσιᾶν καὶ οἱονεὶ μαίνεσθαι . μαρμαρυγάς τὰς συνεχεῖς τῶν | ||
ῥάπτεις . . . ; . , : Τὸ δὲ μαργαίνειν , ὅ ἐστι μαίνεσθαι , καὶ ὁ πρωτότυπος αὐτοῦ |
ἕψω ; τί φής ; ἢ Σικελικῶς ὀπτὴν ποιήσω ; Σικελικῶς . ΒΩΚΕΣ . Ἀριστοτέλης ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ Ζωικῷ ἢ | ||
τὴν βατίδα τεμάχη κατατεμὼν ἕψω ; τί φῄς ; ἢ Σικελικῶς ὀπτὴν ποιήσω ; Σικελικῶς . Παππία , βούλει δραμών |
. . , : τάλας : παρὰ τὸ τάλλω καὶ τλῶ κατὰ συγκοπὴν ῥῆμα . . . . . . | ||
ὁμοίως πεποίηται . οὕτως Ἀπολλώνιος . Ὄτλος . παρὰ τὸ τλῶ τὸ κακοπαθῶ καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο . ἢ παρὰ |
τὸ „ ἐκλέλαθον κιθαριστύν „ ; ἐκ τοῦ λήθω τὸ λανθάνω : καὶ ὁ μέσος παρακείμενος λέληθα καὶ κατὰ συστολὴν | ||
παίζεις , ἐμὲ δὲ ἡ Κυνίσκα ἐκμαίνει ἐρῶντα αὐτῆς . λανθάνω , φησίν , ἐμαυτὸν εἰς μανίαν ἐμπεσών . εἶτα |
ἀπαλλάσσου καὶ ἀναχώρει : ἀπὸ τοῦ στείχω , δευτέρου ἀορίστου προστακτικοῦ , . , . . . . Ἀπόερσε : | ||
πουσαν . διώκοι : διωκέτω : τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῦ προστακτικοῦ . Κραδίης : ἀπὸ τῆς ψυχῆς καὶ καρδίας . |
ἀφ ' οὗ καὶ δέος , [ καὶ χίω καὶ χείω . . . ] των μὲν χιών , ἀφ | ||
γράφονται : οἷον , πνέω , πνείω : χέω , χείω : ζέω , ζείω . Τὰ διὰ τοῦ ιω |
αὐτοὺς ἔχῃς διὰ τὴν δωροδοκίαν . Θ . . . εἰρωνικὸν τοῦτο . Θ . . . φίλως : Προσφιλῶς | ||
. Οὐκοῦν τὸν μὲν ἁπλοῦν μιμητήν τινα , τὸν δὲ εἰρωνικὸν μιμητὴν θήσομεν ; Εἰκὸς γοῦν . Τούτου δ ' |
ὁ σοφιστὴς καὶ [ ὁ ] ἀσπαλιευτὴς ἅμα ἀπὸ τῆς κτητικῆς τέχνης πορεύεσθον . Ἐοίκατον γοῦν . Ἐκτρέπεσθον δέ γε | ||
ἐν τούτοις τῆς γενικῆς ἡ κτῆσις μηνύεται καὶ οὐ τῆς κτητικῆς ἀντωνυμίαςἔτι . γε μὴν καὶ ἐκ τῶν παρατιθεμένων ἄρθρων |
ῥαφὴν ὑπερθέμενοι ὁμοίωϲ ἀποθεραπεύϲωμεν . εἰ δὲ ἔνδοθεν εἴη τὸ χαλάζιον , ὥϲτε διὰ τοῦ χονδρώδουϲ αὐτὸ διαυγάζεϲθαι , ἐκϲτρέψαντεϲ | ||
ϲμιλίῳ τὸ βλέφαρον ἔπειτα μηλωτίδι ἢ τοιούτῳ τινὶ κομιϲόμεθα τὸ χαλάζιον : καὶ μεγάληϲ μὲν οὔϲηϲ ἢ καὶ ϲεϲηρυίαϲ τῆϲ |
ἃ λέγομεν ; εἰ δέ ἐστιν δόξα αὐτοῦ , καὶ δοξαστόν ἐστιν : ἢ ὅ τι οὐκ ἔστι , δοξάζομεν | ||
καὶ τῇ ῥήσει ἢ τῇ δόξῃ λέγεται εἶναι ῥητὸν ἢ δοξαστόν , καὶ ἔστι τῶν πρός τι κατὰ τὴν πρὸς |