ἐγερθείς φησιν : οὐ γὰρ ὀνειροπολεῖ ἔτι . τοῦτο οὐκέτι ὀνειροπολούμενος , ἀλλ ' ἐγερθεὶς λέγει τὸν πατέρα ἑωρακὼς ὀδυρόμενον
περιέβαλλεν αὐτὸν καὶ κατεφίλει πολλάκις , ταῦτα πάντα ποιεῖν Χλόην ὀνειροπολούμενος . Ὡς δὲ ἐγένετο ἡμέρα , κρύος μὲν ἦν
6089650 προσκαλειται
πολλῷ τῷ δικαίῳ περιεῖναι βουλόμενος συνεχώρουν . καὶ μετὰ ταῦτα προσκαλεῖται μέν με τὴν δίκην πάλιν , ἐπειδὴ θᾶττον ἀνείλετο
ἐπὶ τῶν ἀμφισβητούντων κλήρου ἢ ἐπικλήρου : ὁ γὰρ ἀμφισβητῶν προσκαλεῖται τὸν ἐπιδεδικασμένον πρὸς τὸν ἄρχοντα : εἰ δὲ μὴ
6065164 ἀναμνησθεις
ἀπὸ κορυφῆς ἀρξάμενος πάντα κατήσθιε . μετὰ δὲ πολλὴν ὥραν ἀναμνησθεὶς ὁ κηπουρὸς ἐπεζήτει αὐτόν . ὡς δὲ εἶδεν εἰς
ἀνδρὶ πρεσβύτῃ πράγματα προστάττεις ἀποκρίνεσθαι , αὐτὸς δὲ οὐκ ἐθέλεις ἀναμνησθεὶς εἰπεῖν ὅτι ποτε λέγει Γοργίας ἀρετὴν εἶναι . Ἀλλ
6059287 Ἀμολιος
κἀμοὶ τὰ πιθανώτατα τῶν μνημονευομένων . ἔχει δὲ ὧδε : Ἀμόλιος ἐπειδὴ παρέλαβε τὴν Ἀλβανῶν βασιλείαν τὸν πρεσβύτερον ἀδελφὸν Νεμέτορα
ἄγνοιαν ἐσκήπτετο εἰς ἀκινδυνότερον ἀναβαλέσθαι χρόνον τὴν ὀργὴν βουλευσάμενος . Ἀμόλιος δὲ τὰ τοῦ μειρακίου ὑπολαβὼν λεληθέναι δεύτερα τάδε ἐποίει
5996988 ἐκλαιε
ἐπίτηδες τὴν ἀξίνην εἰς τὰς δίνας ἀφῆκε , καθεζόμενός τε ἔκλαιε . Ἑρμοῦ δὲ ἐπιφανέντος καὶ πυνθανομένου , τί τὸ
λυπεῖν τὸν ἀδελφὸν δακρύοις : ἄλλως : σεαυτὴν ἀποκάλυπτε : ἔκλαιε γὰρ κρᾶτα θεῖς ' εἴσω πέπλων [ ] :
5977247 ἀπελυσεν
εἰδὼς ὅτι εἰς φυλακὴν ἀπαχθήσομαι . ” ὁ στρατηγὸς καταπλαγεὶς ἀπέλυσεν αὐτόν . Αἴσωπος ἀπελθὼν εἰς τὸ βαλανεῖον εἶδεν πολὺν
δ ' ἐγχωρίων ἀπαντησάντων μεθ ' ἱκετηριῶν καὶ παραδόντων ἑαυτοὺς ἀπέλυσεν αὐτοὺς τῆς τιμωρίας . Αὐτὸς δὲ καταπλεύσας εἰς τὸν
5929823 ἀνεκαλει
, καὶ θαμινὰ τὸν Μηνόδωρον ὡς στρατηγικὸν καὶ μόνον εὔνουν ἀνεκάλει . Μουκίας δὲ αὐτὸν τῆς μητρὸς καὶ Ἰουλίας τῆς
, καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ μάλιστα : αὐτὸς δ ' ἀνεκάλει τὸν Καίσαρα οὐχ ἑταῖρον , ἀλλὰ πατέρα , οὐδὲ
5912439 ἀπεσφαξεν
' ὑπερηφανίαν , τοὺς τῶν συγκλητικῶν υἱοὺς καὶ συγγενεῖς ἐκλέξας ἀπέσφαξεν , ταύτην παρὰ τοῦ συνεδρίου λαμβάνων τιμωρίαν . Ὅτι
πεντακοσίους ὄντας : οἷς περιστήσας τῶν μισθοφόρων τοὺς εὐθέτους ἅπαντας ἀπέσφαξεν . σφόδρα γὰρ εὐλαβεῖτο μὴ χωρισθέντος αὐτοῦ εἰς Λιβύην
5844817 μεμηνοτος
σκιάν τε γὰρ ἀποφαίνει καὶ βλέμμα γινώσκει ἄλλο μὲν τοῦ μεμηνότος , ἄλλο δὲ τοῦ ἀλγοῦντος ἢ χαίροντος . καὶ
Ἀσκληπιάδης ὁ ἰατρός . ἔφησε γάρ σε ποιῆσαι ταῦτα ἃ μεμηνότος ἦν , καὶ εἰπὼν ἔπεισεν οὓς ἔπεισε , καὶ
5841626 εἰξεν
τὸν γάμον καὶ Διὸς Κόρινθον ἡγουμένων τὸν Ἀντίπατρον οὐ πρότερον εἶξεν ἢ Σεβῆρον αὐτοκράτορα μεταπέμψαντα αὐτὸν ἐς τὴν ἑῴαν δοῦναί
πάθῃ πρὸς τοὺς ὀδυρμοὺς αὐτῶν καὶ τὰς πολλὰς δεήσεις , εἶξεν ἡ Οὐετουρία καὶ τελέσειν τὴν πρεσβείαν ὑπὲρ τῆς πατρίδος
5840812 μοιχευθηναι
αὐτοῦ τοὺς Ἕλληνας ἀμυνόμενος * ἐν * Ἑλλάδι διατρίβων παρεσκεύασε μοιχευθῆναι * τὰς γυναῖκας τῶν ἐν * Τροίᾳ , Κλυταιμνήστραν
Ναύπλιος μηνίων ὑπὲρ τοῦ παιδὸς πρῶτα μὲν τὰς γυναῖκας αὐτῶν μοιχευθῆναι παρεσκεύασε , Κλυταιμνήστραν μὲν ὑπὸ Αἰγίσθου , Αἰγιάλειαν δὲ
5832177 φονευσας
καὶ τῶν ἐλευθέρων μὴ φονεύεσθαί τινα παρόσον καὶ ὁ δοῦλον φονεύσας τῷ αὐτῷ ἄγει ἐνέχεται . ἐὰν οὖν ταῦτα εἴπῃς
Ἄρεως δὲ υἱοῦ φησιν εἶναι τὴν Ἁρμονίαν θυγατέρα , ὃν φονεύσας Κάδμος ἔγημεν Ἁρμονίαν . Ἔφορος δὲ Ἠλέκτρας τῆς Ἄτλαντος
5831360 προπετεστερον
: διὸ καὶ τὸν Ἐρυθραῖον ἐπῄνεσα θαυμάσαντα , πῶς ἔνιοι προπετέστερον τῶν Ἡροφιλείων ἀκριβείας τὰ πρῶτα ἔδοσαν τῇ περὶ ἐκκρίσεων
καὶ ἁρπάζειν λαβόντες ἐξουσίαν , οὐκέτι διακρίνοντες τίνες ἦσαν οἱ προπετέστερον φθεγξάμενοι , ἀφειδῶς τοὺς ἐντυγχά - νοντας ἀπάγοντες ἀνῄρουν
5787371 συστρατιωτην
Ἀλέξανδρον , ἀνειπεῖν δὲ αὐτοκράτορα καὶ Σεβαστὸν τὸν Μαξιμῖνον , συστρατιώτην τε αὑτῶν ὄντα καὶ σύσκηνον , ἔς τε τὸν
καὶ ἦν καὶ τοῦτο συμμαχικὸν ἀγαθὸν αὐτοῖς καὶ ἐπικουρικόν . συστρατιώτην δέ τις Ἀθηναῖος ἐν τῇ μάχῃ τῇ ἐν Μαραθῶνι
5776268 τρεμων
καταστήσας εἰς φόβον τοῦ παρέξειν πράγματα ἐπηρεάζει ῥᾳδίως . ΓΘ τρέμων τὰ πράγματα ] πολλοὶ γὰρ δι ' ἐπιείκειαν τρόπων
φοβεῖσθαι αὐτὸν μὴ ἀποφύγω , ἀλλ ' ἀποθάνω πενθῶν καὶ τρέμων ; αὕτη γὰρ γένεσις πάθους θέλειν τι καὶ μὴ
5771430 παρωξυνεν
τῶν λεγομένων . τὸν δὲ ἐμοῦ νεώτερον ἀδελφὸν Ἰουλιανὸν οὕτω παρώξυνεν εἰς φιλολογίαν , ὥστε καὶ ἐκμαθόντος ἠνείχετο τά τε
ὑπῆρχεν αὐτὸς ἔρωτι δουλωθεὶς τῆς Χρυσηΐδος , ἧττον ἂν Ἀχιλλέα παρώξυνεν ἄνθρωπος ὢν ἀγνοῶν , ἡλίκον ἐστὶν ἐραστῇ παιδικά :
5766440 ὀδυρεσθαι
ἀποκλαίειν ἀνακλαίειν , δακρύειν ἀποδακρύειν , κλαυθμυρίζεσθαι , θρηνεῖν , ὀδύρεσθαι ἐποδύρεσθαι ἀποδύρεσθαι , δεινοπαθεῖν , οἰμώζειν , ὀλοφύρεσθαι κατολοφύρεσθαι
ποταμὸς Ἠριδανός , ἐφ ' ᾧ τὰς θυγατέρας τὰς Ἡλίου ὀδύρεσθαι νομίζουσι τὸ περὶ τὸν Φαέθοντα τὸν ἀδελφὸν πάθος .
5748389 τιτρωσκων
: ἐμβάλλει . Ἐγχρίπτων : ἐμβάλλων , προσπελάζων , κοντῷ τιτρώσκων . ὀρίνει : ἐκείνους τοὺς δύο ἰχθύας ἐγείρει .
ζῆν ἤγουν οὐ μετέχειν τῆς κοινῆς φύσεως . κέντρων ] τιτρώσκων δίκην κέντρου , πλήκτης . , πλήττειν δυνάμενος ,
5743459 φιλτατου
ἢ φίλων τις , ἢ πρὸς αἵματος φύσιν . Ὦ φιλτάτου μνημεῖον ἀνθρώπων ἐμοὶ ψυχῆς Ὀρέστου λοιπόν , ὡς ς
δώσουσιν δάσασθαι , τὴν Ἀπόλλωνος λάτριν . ὦ στέφη τοῦ φιλτάτου μοι θεῶν , ἀγάλματ ' εὔια , χαίρετ '
5739193 ἀθωιος
τυράννων δώμασιν δώσει δίκην . πέποιθ ' ἀποκτείνασα κοιράνους χθονὸς ἀθῶιος αὐτὴ τῶνδε φεύξεσθαι δόμων ; ἀλλ ' οὐ γὰρ
. [ ἀλλ ' ἐξικνοῦμαι ] πρός σε δεξιᾶς χερός ἀθῶιος ὢν ! ! ! ! ! ! π [
5720898 ἀκουσαν
μὲν Δείνων ὑπουργῆσαι τῆι φαρμακείαι φησί , συγγνῶναι δὲ μόνον ἄκουσαν ὁ Κτησίας : τὸν δὲ δόντα τὸ φάρμακον οὗτος
τὸν ἐξ αὐτοῦ παῖδα ἐφύλαττεν . ὕστερον δὲ τὴν γυναῖκα ἄκουσαν δορυφόρῳ αὑτοῦ πάντων μάλιστα θεραπευτῇ Τιμοκράτει γυναῖκα δίδωσι :
5704979 δακρυσαι
, τὰ ῥήματα δὲ τοῖς ῥήμασι , τῷ δὲ μὴ δακρύσαι τὸν Σωκράτην μόνον τὸ μηδὲ τοῦτον . δεομένων δὲ
βασιλέως αὐτῶν ἀποθανόντος , ἠναγκάσθησαν πάντες ὑπὸ τῆς αὐτοῦ γυναικὸς δακρύσαι . Μένε βοῦς ποτε βοτάνην : ἐπὶ τῶν βραδέων
5700307 πηρωσας
τοῦ ὄντος καταλέλοιπεν , τὸ ᾧ μόνῳ βλέπειν ἠδύνατο ἑκουσίως πηρώσας . Ἄξιον δὲ σκέψασθαι καὶ τὴν χώραν , εἰς
ἐπὶ τοῦ ἤθους , καὶ οὗτος , τουτέστιν ὁ ἑκὼν πηρώσας ἑαυτόν , τοῦ ἄκοντος . Ἐντεῦθεν λέγει ἡμῖν περὶ
5697709 βουλευτην
, τίνα με θέλεις εἶναι ; ἄρχοντα ἢ ἰδιώτην , βουλευτὴν ἢ δημότην , στρατιώτην ἢ στρατηγόν , † παιδευτὴν
. . . . προσλαβὼν ] οἱονεὶ πείσας τινὰ εὐήθη βουλευτὴν γράψαι τοῦτο τὸ ψήφισμα . . . . τὸ
5663091 Νεμετωρ
κρύπτειν τὸν εἰργασμένον , ἀλλ ' εἰς μέσον ἄγειν . Νεμέτωρ δὲ παραδόξων τε λόγων ἀκούειν ἔφη καὶ παντὸς ἀναίτιος
. τῷ δὲ Πρόκᾳ δύο ἐγενέσθην υἱοί , πρεσβύτερος μὲν Νεμέτωρ , νεώτερος δὲ Ἀμούλιος . λαβόντος δὲ τοῦ πρεσβυτέρου
5654617 φοβηθεισα
καὶ φάσματα ἡρώων τῇ γυναικὶ ὀφθῆναι : ἃ δὴ πάντα φοβηθεῖσα ἀπέστη ἔργων ἀνηκέστων , ὁμολογίην πικρὴν ποιησαμένη , καὶ
ὑπὲρ τὴν ἀξίαν ἐλάλησεν : ἱκανὴν γὰρ ἡμῖν τιμωρίαν ἔδωκεν φοβηθεῖσα ἐπὶ τῇ παιδί . χαίρωμεν οὖν τῷ γάμῳ .
5636496 ἀγανακτησας
ποτε ἔργῳ ἐπιγραφείην ἀδίκῳ , παρὼν ὁ Χαρικλῆς καὶ ἰδίᾳ ἀγανακτήσας ἦπου οὐδέν , ὦ Σώκρατες , ἔφη ἡγῇ κακὸν
Ἱπποκόωντος εἴκοσι τὸν ἀριθμὸν ὄντες ἀπέκτειναν : ἐφ ' οἷς ἀγανακτήσας Ἡρακλῆς ἐστράτευσεν ἐπ ' αὐτούς : μεγάλῃ δὲ μάχῃ
5631447 παρεσκευασε
ἐν μέσῳ κειμένων ἀμφοτέρων τῶν σπλάγχνων , δεσμὸν ἡ φύσις παρεσκεύασε σκληρὸν ἕνα καὶ παχύν , ἀμφίεσμά τε ἅμα τῆς
εὐθύμους ποιῆσαι βουλόμενος πρὸς τὸν κίνδυνον τῆς μάχης , ἱερεῖα παρεσκεύασε , Σουδίνου Χαλδαίου μάντεως θυσίαν βραβεύοντος . ὁ μὲν
5624781 ἀνοσιος
. Μυκήναις , μὴ ' νθάδ ' ἀνακάλει θεούς . ἀνόσιος πέφυκας . . . ἀλλ ' οὐ πατρίδος ὡς
ἄνανδρος , θρασύς , δειλός , ἄρρωστος , ἄδικος , ἀνόσιος , ἀγνώμων , ἀνεπιεικής , μικρόψυχος , ἀσεβής ,
5619819 ὀδυρομενος
' ἔκ τ ' ὀνόμαζε : τέκνον ἐμὸν τέο μέχρις ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων σὴν ἔδεαι κραδίην μεμνημένος οὔτέ τι σίτου
ἐλθὼν καὶ μὴ εὑρὼν τοὺς βόας ἤρξατο θρηνεῖν καὶ κόπτεσθαι ὀδυρόμενος . ἡ δὲ γυνὴ εὑροῦσα αὐτὸν ὀλοφυρόμενόν φησι :
5619271 ὑπεμεινε
ὁμοίου συνελθόντων . ἀλλ ' ὅμως δυοῖν γενομένων ὁ πρεσβύτερος ὑπέμεινε τὸν νεώτερον δολοφονῆσαι καὶ τὸ μέγιστον ἄγος , ἀδελφο
περιπλεκομένων τέκνων , γυναικὸς , φίλων , συγγενῶν , οὐχ ὑπέμεινε παραβῆναι τὸν ὅρκον , πλεύσας δὲ ὡς τοὺς Καρχηδονίους
5602447 ἀφεξεται
γενόμενος , τῆς πόλεως λόγον περί τινος προτιθείσης , οὐκ ἀφέξεται τοῦ συμβουλεύειν , εὔδηλον ἐξ ὧν ἐπιτηδεύει : δοκεῖ
τὸ νομιζόμενον καὶ τὸ θεῖον δεδιὼς ἁγνεύει τε ἑαυτὸν καὶ ἀφέξεται ὧν εἴρηται ἐν τῷ νόμῳ , ἐλπίζων οὕτως ἂν
5596934 ὑπεμεινας
παιδίον , εἶπεν , ὅτι παιδείας ἕνεκεν καὶ θηρίῳ διακονεῖν ὑπέμεινας . . . , . Ἀντισθένης δ ' ἐν
δῶρα εἰληφότα ἐπὶ τὴν ἡμετέραν πρεσβείαν κεχειροτονημένος , σὺν ἡμῖν ὑπέμεινας πρεσβεύειν καὶ οὐκ ἐξωμόσω ; πρὸς τοῦτο ἀντιθεὶς ἄνευ
5589719 ἁρπαζει
τῶν Ἀργείων σὺν τῷ Παλλαδίῳ προσενεχθέντος Ἀθήναις ἐξ Ἰλίου Δημοφῶν ἁρπάζει τὸ Παλλάδιον καὶ πολλοὺς τῶν διωκόντων ἀναιρεῖ . Ἀγαμέμνων
ἡ τίγρις ἐπιπηδῶσα δράττεται αὐτοῦ τοῦ γρυπός , ὅτε ἐκεῖνος ἁρπάζει τὰ τέκνα αὐτῆς , καὶ οὐ μεθίησιν ἕως ἐκεῖνος
5583947 σχειν
δὲ μετρητικὸν ὂν τοῦ συζύγου , μιᾷ προσβολῇ περι - σχεῖν ὅλον οὐ δύναται . καθ ' ὑποδιαίρεσιν δὲ τὰ
τῶν τοῦ σώματος μερῶν τὸ σχῆμα , γινόμενον ἐκ τοῦ σχεῖν πως ἕκαστον αὐτῶν , ὅθεν δὴ καὶ σχῆμα ἐκλήθη
5578256 δυστυχους
, τοὺς δὲ ἐφορᾷ Θέμις . Καὶ μὴν καὶ τόδε δυστυχοῦς ἐν ἀσθενείᾳ τε καὶ ἀτιμίᾳ καὶ προπηλακισμῷ τῶν λόγων
τρυφᾶι δ ' ὁ δαίμων : πρός τε γὰρ τοῦ δυστυχοῦς , ὡς εὐτυχήσηι , τίμιος γεραίρεται , ὅ τ
5576970 φοβηθησῃ
διαβόλου , ὅτι πονηρά ἐστι . φοβούμενος οὖν τὸν κύριον φοβηθήσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου καὶ οὐκ ἐργάσῃ αὐτά ,
ὀλίγον αὐτῇ προσπλέξας ἀπομέλιτος οὕτως ἐπιδίδου . οὕτω γὰρ οὐ φοβηθήσῃ , μὴ τῇ ψύξει παχυτέραν ἐργάσηται τὴν ὕλην τὸ
5575064 ἐργασαμενος
εἶθ ' ἃ πράττειν ὅπως μήποτε λάθῃς ἀντὶ λειποθυμίας θάνατον ἐργασάμενος , ἐὰν δὲ ὥρα ἐαρινὴ καὶ τὸ χωρίον εὔκρατον
ἔργοις καὶ τοῖς μικροῖς , οἷον ὁ Πολύκλειτος καὶ μέγα ἐργασάμενος καὶ μικρὸν ἐδήλου τὴν τέχνην , οὕτως καὶ ὁ
5574387 κραυγαζειν
: παροιμία , Ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος καθεύδει . Ὕλαν κραυγάζειν : ἐπὶ τῶν μάτην βοώντων ἡ παροιμία εἴρηται .
' ὧν βοᾶν , φωνεῖν , λαλεῖν , φθέγγεσθαι , κραυγάζειν , κεκραγέναι , λέγειν . καὶ τὰ μὲν ἀπὸ
5571512 κατεργασθεις
ὠμότερον ἐργάζεται , καὶ χρόνου πλείονος δεῖται πρὸς τὸ καλῶς κατεργασθεὶς αἷμα χρηστὸν γενέσθαι . Τῶν ἡμέρων ζῴων ἡ κρᾶσις
. πέπρωται ] μεμοίραται . . δύαις καμφθεὶς ] κακοπαθείαις κατεργασθεὶς , ταλαιπωρήσας . φυγγάνω ] φεύξομαι . . τέχνη
5566167 φονευσαι
ὑπὸ τούτων ἐνήδρευσαν τὸν Τήμενον παρά τινα ποταμόν , καὶ φονεῦσαι μὲν οὐκ ἠδυνήθησαν , κατατραυματίσαντες δὲ εἰς φυγὴν ὥρμησαν
γὰρ ἀπὸ τοῦ προσώπου , ὅτι παῖδα ὄντα οὐκ ἐχρῆν φονεῦσαι : ἐχρῆν οὖν διὰ ταῦτα οὕτως ὁρίσασθαι καὶ εἰπεῖν
5518597 ἀναιδως
ἑαυτὸν ἀκριβῶς ὁρᾶν , ἀλλ ' , ἐάν τις αὐτὸν ἀναιδῶς ἐγχειρῇ θεάσασθαι , τὴν ὄψιν ἀφαιρεῖται . καὶ τοὺς
. κυνηγεττεῖν : διὰ δυοῖν ττ λέγουσιν . κυνοφθαλμίζεται : ἀναιδῶς καὶ ἰταμῶς ὁρᾷ , τρόπον ματρύλλου . κέρκῳ σαίνειν
5511653 ἀγαγεσθαι
καὶ ὡς γυναῖκα οὐδεὶς ἤθελεν ἐξ αὐτῶν διὰ τὸ μίασμα ἀγαγέσθαι , διέπεμπε δὴ ὁ Δαναὸς ἕδνων ἄνευ δώσειν ᾗ
τείρεσιν αὐγάζηται , κουριδίην μὲν ἀεικὲς ἑὸν ποτὶ δῶμ ' ἀγαγέσθαι , ὠνητὴ δ ' ἂν ἔοι πολὺ φιλτέρη ,
5509948 Ἀντιλεων
πειθόμενος μὴ ἄν ποτε τελέσειν αὐτὸν τόνδε τὸν ἆθλον . Ἀντιλέων δὲ κρύφα τὸ φρούριον ὑπελθὼν καὶ λοχήσας τὸν φύλακα
οἷον ὅπλα . καὶ ἐν εἰσθέσει ἴαμβοι ιʹ . ΓΓΘ Ἀντιλέων : οὗτος πονηρὸς κωμῳδεῖται καὶ πολυπράγμων . προειρήκει δὲ
5507049 εἱπε
πρεσβύτην . ὃ δὲ μέλλων ἤδη κατακρημνίζεσθαι , ὦ Ζεῦ εἷπε , τί ποτέ σε ἠδίκησα , ὅτι οὕτω παρὰ
κήλην ἐποίησεν . Σχολαστικὸς ἰατρῷ συναντήσας : Συγχώρησόν μοι , εἷπε , καὶ μή μοι μέμψῃ , ὅτι οὐκ ἐνόσησα
5500861 κατεμαθεν
τοῦ Λυκούργου πῶς οὐ μεγάλως ἄξιον ἀγασθῆναι ; ὃς ἐπειδὴ κατέμαθεν ὅτι ὅπου οἱ βουλόμενοι ἐπιμελοῦνται τῆς ἀρετῆς οὐχ ἱκανοί
ἀνάδεσιν δὲ καὶ κατάστεψιν ἡγητέον τὸ ἐξ ὧν αὐτός τις κατέμαθεν οἷόν τε γενέσθαι καὶ ἑτέρους εἰς τὴν αὐτὴν θεωρίαν
5499008 ἐβιασατο
ὥστε προσελθὼν ἐνεκάλει αὐτῷ ὡς ἀδικούμενος , καὶ οὐχ ὧν ἐβιάσατο μετέμελεν αὐτῷ , ἀλλ ' ὅτι κατέλιπε τὸ ἔργον
εἴ τις οὖν τὴν γενέσεως οἰκείαν φορὰν ἔρωτι ἐπιστήμης ἐγχαλινωσάμενος ἐβιάσατο στῆναι ποιήσας , μὴ λανθανέτω θείας εὐδαιμονίας ἐγγὺς ὤν
5497048 θελων
ἀποβιοτευόντων ? ? ? ? [ ] [ πολλοῖς ] θέλων ? παρεγένετο [ τροφῆι ] . [ Τοῦ δ
ἐν Νόμοις εἶπε . Τὸ δὲ ἕπεται δὲ ὁ αἰεὶ θέλων τε καὶ δυνάμενος περὶ τῶν ἡμετέρων λέγεται ψυχῶν :
5496747 ἐντραπεις
ἔλαθεν . ὁ δὲ ὄχλος , καίπερ ἀγανακτῶν , ἡσύχασεν ἐντραπεὶς τὸ βάρος καὶ τὴν παρρησίαν τἀνδρός . ἀλλὰ μὴν
μετὰ παρρησίας . τούτου δὲ ῥηθέντος ὁ μὲν δῆμος ἅπας ἐντραπεὶς τὸ βάρος τοῦ λόγου παραχρῆμα ἐκ τῆς ἐκκλησίας ἀπεχώρησεν
5494952 ἰασατο
μὰ τὸν Δί ' οὐδὲν ἄπιστον , ὃς ὅλην ποτὲ ἰάσατο τὴν πόλιν . Ἀλλὰ γὰρ οὗπερ ἕνεκα ἐμνήσθην αὐτοῦ
τὸ χεῖρον ἰωμένων . καὶ Ἀριστοφάνης : Ἀκεσίας τὸν πρωκτὸν ἰάσατο . . , : Ἄκουε τοῦ τὰ τέσσαρα ὦτα
5493363 βουλομενη
σπουδάζειν αὐτὸν παρορμῶσα , ἢ τὰς καθ ' ἑαυτῆς ἀπολύσασθαι βουλομένη διαβολὰς ὑπὲρ τοῦ μηθενὸς ὧν ἔπραττεν ὁ ἀνὴρ μήτε
γὰρ ἡ ἐκ πτερῶν ῥιπίς : ἀπὸ τῶν φρυγίων σκύλων βουλομένη - συρράψαι ἐνδύματα πορφυρᾶ ὅπως ἐπὶ τὸν τάφον ἀναθῇ
5492713 ἀπωσαμενον
διαμονὴν ὑστερίζοντα , τὰς κενώσεως καὶ πληρώσεως ἐν μέρει διαδοχὰς ἀπωσάμενον , αἷς διὰ τὴν ἄμουσον ἀπληστίαν τὰ ζῷα χρῆσθαι
κατὰ τὸν τοῦ περιναίου τόπον ἐρείδειν καὶ εἰς τὸ κύτος ἀπωσάμενον αὐτὸν τῆς μήτρας , εἶτα καθέντα τὴν χεῖρα τὸ
5480606 αἰτιωμενου
ταῦτα οὖν ἰδὼν ὁ ταῦρος ἐξῆλθεν . τοῦ δὲ λέοντος αἰτιωμένου αὐτὸν καὶ τὴν αἰτίαν μαθεῖν θέλοντος ἔφη ὁ ταῦρος
τὸν τιθασὸν πέρδικα καὶ τοῦτον θύειν ἔμελλε . τοῦ δὲ αἰτιωμένου αὐτὸν ὡς ἀχάριστον , εἴγε πολλὰ ὠφελούμενος παρ '
5469654 φοβηθεις
: Προσπεσεῖν τῷ Ἡρακλεῖ ἐκ λόχου οἱ Μολιονίδαι , αὐτὸς φοβηθεὶς ἔφυγε . Οὐκ ἐπιγλωττήσομαι : Ἀριστοφάνης , οὐ βλασφημήσω
παρηγορῶν . εἰσελθέτω σε μήποθ ' ὡς ἐγὼ Διὸς γνώμην φοβηθεὶς θηλύνους γενήσομαι , καὶ λιπαρήσω τὸν μέγα στυγούμενον γυναικομίμοις
5467547 προσεφερεν
λαθὼν κατὰ τῆς κύλικος τῆς τελευταίας , ἣν τῇ Πανθείᾳ προσέφερεν : ἡ δὲ ἀναστᾶσα ᾤχετο εἰς τὸν θάλαμον αὑτῆς
γένεσιν προσαγάγῃ : καὶ ἄλλος μέν , φησίν , ἄλλο προσέφερεν , Ἑρμῆς δὲ τὴν ῥητορικὴν ἐχαρίσατο , καὶ ἵνα
5467452 ἑλομενην
, τέλος δὲ ἐκέλευε Πηνελόπην συνακολουθεῖν ἑκοῦσαν ἢ τὸν πατέρα ἑλομένην ἀναχωρεῖν ἐς Λακεδαίμονα . καὶ τὴν ἀποκρίνασθαί φασιν οὐδέν
ψυχῆς δὲ τάξιν οὐκ ἐνεῖναι διὰ τὸ ἀναγκαίως ἔχειν ἄλλον ἑλομένην βίον ἀλλοίαν γίγνεσθαι : τὰ δ ' ἄλλα ἀλλήλοις
5454960 παρακαλουντος
ὁ τῆς Σικελίας στρατηγός , διαπεμπομένου πρὸς αὐτὸν Σύλλα καὶ παρακαλοῦντος μετ ' αὐτοῦ τάττεσθαι , τοσοῦτον ἀπέσχε τοῦ πειθαρχεῖν
ὑμῶν δὲ τοιαῦτα ψηφιζομένων , τοῦ δὲ στρατηγοῦ Βυζαντίους τε παρακαλοῦντος καὶ διαγγέλλοντος πρὸς ἅπαντας , ὅτι πολεμεῖν αὐτῷ προστάττετε
5448162 προσδραμων
, θεῶν ὁ διὰ ταύτην δεθεὶς Ἄρης , καὶ ἅμα προσδραμὼν λιπαρέσι τοῖς χείλεσιν ἐφ ' ὅσον ἦν δυνατὸν ἐκτείνων
, ἐν τῇ φυγῇ θεασάμενος ἱππέων Νομάδων πλῆθος συνεστώς , προσδραμὼν ἠξίου μὴ προλιπεῖν αὑτὸν καὶ πείσας ἐπῆγε τοῖς διώκουσιν
5447035 ἀπολαβων
τὸ βιβλίον : ᾠόμεθα καταλιπεῖν μόνα τὰ περὶ γυμναστικῆς . ἀπολαβών , ταὐτόν . ἀπολαβών , ταὐτόν . ἁμόθεν γέ
ὠνόμασαν : Ὑπερείδης Δηλιακῷ . Ἀποικοδομεῖς : ἀντὶ τοῦ ἀποφράττεις ἀπολαβών τινα οἰκοδομήματι Δημοσθένης ἐν τῷ πρὸς Καλλικλέα . Ἀποκηρύττοντες
5444565 ἐφιησιν
αὐτῆς . ἔοικα δὲ σμῆνος ἐπεγείρειν , καί μοι σύνδυο ἐφίησιν ἡ θεός . ἐνιδὼν γὰρ ἐμπορίᾳ τε καὶ ναυμαχίᾳ
ἢ χρημάτων πολλῶν ἐκτίσεσιν , οὐ πάνυ τι πρὸς ταῦτα ἐφίησιν . ὁ δὲ ἀτενέστερός τε καὶ θρασύτερος πάντα ἁπλῶς
5443225 αἰσχυνθεις
, μὴ τὴν τελευταίαν τοῦ νῦν εἶναι , ἀλλ ' αἰσχυνθεὶς τήν τε χρείαν τὴν κοινὴν καὶ τοὺς πρέσβεις ἡμᾶς
τίθεσθαι . ” Τὰ ὅπλα “ μοι δοκεῖς βουληθεὶς εἰπεῖν αἰσχυνθεὶς ἀπολιπεῖν . Ἔστω νῦν ταῦτα ταύτῃ ὅπῃ σοι δοκεῖ
5422304 ἀπατησαι
. καὶ αὐτὸς δὲ ὁ χρυσὸς δαμασίφρων , ἐπεὶ ἱκανὸς ἀπατῆσαι . ἐνυπνίῳ δ ' ᾇ τάχιστα πείθεσθαι : τοῦ
τυραννοῦντα τὴν καθ ' ἑαυτὸν ἐλαύνειν , τὸ τοὺς δορυφόρους ἀπατῆσαι , τὸ σῶσαι τοὺς νόμους , τὸ δοῦλον ἐλεύθερον
5419269 Αἰγισθῳ
καὶ τοῦ Διὸς ἐπιθήσω σοι τὸν λόγον . οὐχὶ τῷ Αἰγίσθῳ εἴρηκεν ὡς ἀποσχομένῳ μὲν τῆς μοιχείας καὶ τῆς Ἀγαμέμνονος
μοιχευθῆναι * τὰς γυναῖκας τῶν ἐν * Τροίᾳ , Κλυταιμνήστραν Αἰγίσθῳ , Αἰγιάλειαν Κομήτῃ τοῦ Σθενέλου : ἐν Ἰθάκῃ τοὺς
5418555 ἀποτρεψαι
εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν πολεμίων ἢ τὴν πόλιν , δύνασαι ἀποτρέψαι ὧν ἐπιχειρῶσι πράσσειν . Τούτων δὲ οὕτω πραχθέντων ,
ἐγὼ οὔτ ' ἄλλος οὐδεὶς οἷός τ ' ἂν εἴη ἀποτρέψαι μὴ οὐ γενέσθαι ἥντινα δεῖ ἑκάστῳ . . .
5413088 ἀπεκειρε
σῶμα φυτικοῦ καθάπερ δένδρου περιττοὺς κλάδους τὰς τῆς κεφαλῆς τρίχας ἀπέκειρε καὶ παρέδωκε πυρί , ᾧ τὰ κρέα τῆς τοῦ
καὶ ἑώρα τὸν ποιητὴν ὑπὸ τοῦ παιδὸς ἀντιφιλούμενον : καὶ ἀπέκειρε τὸν παῖδα ὁ Πολυκράτης , ἐκεῖνον μὲν αἰσχύνων ,
5410959 Ἰοκαστην
, ὅτι τικτόμενος παῖς ἀπ ' αὐτοῦ ἀναιρεῖ αὐτὸν , Ἰοκάστην γήμας , γεννᾷ Οἰδίποδα , καὶ τοῦτον ἐκτίθησι Σικυῶνι
Φοινίσσαις Εὐριπίδου . Ἐβασίλευσεν ὁ Λάιος ἐν Θήβαις ἔχων γυναῖκα Ἰοκάστην . μὴ ποιῶν δὲ παῖδα ἠρώτησεν Ἀπόλλωνα . ὁ
5402916 Ἀκαστου
ἡ σπουδὴ μάλιστα ἐς Ἄκαστον καὶ τοὺς ἵππους ἔχει τοὺς Ἀκάστου . ὑπὲρ δὲ τῶν Διοσκούρων τὸ ἱερὸν Ἀγλαύρου τέμενός
, ὅτι ἄρα ἐπειρᾶτο ὁ Πηλεὺς ἐπιβουλεῦσαι τῇ κοίτῃ τοῦ Ἀκάστου καὶ μοιχεῦσαι τὴν Κρηθηΐδα : ἦν δὲ τὸ ἐναντίον
5401063 σεσωκα
τοῦ θανεῖν . ταῦτα δὲ Ἀντισθένει μὴ λέξῃς , εἰ σέσωκα τοὺς φίλους : οὐ γὰρ αὐτῷ ἀρέσκει τυράννοις φίλοις
' ὧν ἠδίκηκέ μου τοὺς ναυάρχους , μετέγνων ὕστερον καὶ σέσωκα . μᾶλλον γὰρ βούλομαι διὰ τῆς ἐκείνου ζωῆς σὲ
5400680 ἡρωικην
θεασάμενον τὸν κατάπλουν , καὶ δόξαντα τεθνηκέναι τὸν υἱόν , ἡρωικὴν ἅμα πρᾶξιν καὶ συμφορὰν ἐπιτελέσασθαι : ἀναβάντα γὰρ εἰς
πολλῶν στρατιωτῶν . οὗτος δὲ τῶν ἐπιφανεστάτων στρατιωτῶν ἐπετελέσατο πρᾶξιν ἡρωικὴν καὶ μνήμης ἀξίαν . ὁρῶν γὰρ ὅτι διὰ τὸ
5400291 ἐποθει
. πεπληγμένος ] τετρωμένος . ποθεῖν ] ἤγουν λέγεις ὅτι ἐπόθει ἡ γῆ τὸν στρατόν . ὡς ] ὥστε .
ὁ δὲ ἐλέφας τῆς συνηθείας διαμαρτάνων καὶ οὐχ ὁρῶν ἣν ἐπόθει γυναῖκα , ὥσπερ οὖν ἐραστὴς ἐρωμένης ἀποτυχὼν ἐξηγριώθη :
5398598 καθευδουσα
, ἡ δὲ νόσος οὐκ ἐκουφίζετο . ἅπαξ οὖν ποτε καθεύδουσα , ταύτην ἀφίησιν πυρπολουμένην τὴν φωνήν : “ Διὰ
Λυκοῦργος ὧν ἐς Διόνυσον ὕβρισαν διδόντες δίκας , Ἀριάδνη δὲ καθεύδουσα καὶ Θησεὺς ἀναγόμενος καὶ Διόνυσος ἥκων ἐς τῆς Ἀριάδνης
5397386 δωσων
. Ἐπῆλθες ἡμῖν ὡς μεμηνόσιν , ὦ Ἱππόκρατες , ἐλλέβορον δώσων , πεισθεὶς ἀνοήτοις ἀνδράσι , παρ ' οἷσιν ὁ
. Φερεκράτης Δουλοδιδασκάλῳ : νυνὶ δ ' ἀπόνιζε τὴν κύλικα δώσων πιεῖν , ἔγχει τ ' ἐπιθεὶς τὸν ἡθμόν .
5389116 ἡσε
μου ἴδια ποιήματα θέλεις ἀκροάσασθαι ; κελευσθεὶς οὖν λέγειν οὕτως ἧσε τὸν βασιλέα ὥστ ' ἐράνου τε ἀξιωθῆναι καὶ τῶν
ὥσπερ πολέμιον , ἀλλὰ τοῖσι στρουθίοις χανοῦς ' ὁμοίως , ἧσε , παρεμυθήσατο , ἐποίησέ θ ' ἱλαρὸν εὐθέως τ
5388775 ἀνηγγειλεν
ὑπέμεινε παραβῆναι τὸν ὅρκον , πλεύσας δὲ ὡς τοὺς Καρχηδονίους ἀνήγγειλεν αὐτοῖς τό τε αὑτοῦ στρατήγημα καὶ τὴν Ῥωμαίων γνώμην
ὧν παρα - βάντι τῷ Ἀδὰμ ἐδικάσατο εἰπὼν τίς σοι ἀνήγγειλεν , ὅτι γυμνὸς εἶ , εἰ μὴ ἀπὸ τοῦ
5386780 μισησας
] ἃς ἰδών τις , φησὶ , βδελύξαιτο καὶ τραπείη μισήσας αὐτὰς ὡς δυσειδεῖς : ἀπὸ γὰρ ὀμμάτων αὐτῶν λείβουσι
τῆς Περσῶν ἀρχῆς ἐγκρατὴς ἐγένετο , ἀκούσας τὰ τολμηθέντα καὶ μισήσας αὐτῶν τὴν τοῦ γένους διαδοχὴν ἀπέκτεινε πάντας , κακοὺς
5385878 παρῃτησατο
τοὺς ἄλλους , οἷς ἔθος ἦν τὰς κατευχὰς ποιεῖσθαι , παρῃτήσατο : τῶν δὲ παραγεγονότων σὺν ἡμῖν Ἐλισσαῖον , ὄντα
μ ' ἐφίλησεν ἀντὶ τοῦ καὶ ἐφίλησέν με . αὐτὸς παρῃτήσατο εἰ μὴ κατέλειψεν , ὃν προσεθήκαμεν λόγον , ὡς
5379634 διαζευχθεισα
θέλει : ἡ δ ' ἁμαρτοῦσα ἀνδρὸς , ὅ ἐστι διαζευχθεῖσα , συννοσεῖν ἀνανδρίαν αὑτῇ βούλεται καὶ τὰς ἄλλας :
τὰς ἄλλας βούλεται ἵνα μὴ μόνη ἀσχημονῇ : ὅ ἐστι διαζευχθεῖσα συννοσεῖν ἀνανδρίαν αὑτῇ βούλεται καὶ τὰς ἄλλας : πορνείᾳ
5375407 γεροντ
σε μήτηρ ; ἐγὼ μὲν οὐκ ἰδὼν τἀκεῖ κακὰ δακρύοις γέροντ ' ὀφθαλμὸν ἐκτήκω τάλας . ἓν γοῦν λόγοισι τοῖς
' ἄμμοροι τέκνων . τί σοι πρὸς Ἕκτορ ' ἢ γέροντ ' εἴπω πόσιν ; ἄγγελλε πασῶν ἀθλιωτάτην ἐμέ .
5373238 εἰσερχομενου
Φερεκύδου τερατοποιίας οὐκ ἀπέστη . καὶ γὰρ ἐν Μεταποντίωι πλοίου εἰσερχομένου φορτίον ἔχοντος καὶ τῶν παρατυχόντων εὐχομένων σωστὸν κατελθεῖν διὰ
! ! ] εύεται : οιδε [ . ] [ εἰσερχομένου ] αὐτ ? [ . εἶπεν - ] [
5372324 τεθνηξεσθαι
τεθνήξεσθαι δ ' εἰ μὴ γένοιτο , ἀλλ ' ἁπλῶς τεθνήξεσθαι , κἂν ὁτιοῦν πρὸς τὸ μὴ ἀποθνήσκειν καθόλου γένηται
καταστροφῆς τοῦ βίου ὁ θεὸς ἔφη ὑπὸ ἑνὸς τῶν τέκνων τεθνήξεσθαι . Κατρεὺς μὲν οὖν ἀπεκρύβετο τοὺς χρησμούς , Ἀλθαιμένης
5361560 ταλαιπωρησας
ἀεὶ ] παρακεῖσθαι ψευδῆ . τί τοίνυν πάθω τοσούτῳ χρόνῳ ταλαιπωρήσας ; πῶς δέ μου τῆς γνώμης ἐκχέω τὰ τοσαῦτα
πημοναῖς ] βλάβαις δύαις ] κακοπαθείαις καμφθεὶς ] κατεργασθείς , ταλαιπωρήσας ὧδε ] οὕτως φυγγάνω ] φεύξομαι τέχνηἀσθενεστέρα ] ὥστε
5360998 ᾐτησατο
πολιορκίαν Πνυταγόραν ἀποστέλλων ἄλλας τε δωρεὰς ἔδωκε καὶ χωρίον ὃ ᾐτήσατο . πρότερον δὲ τοῦτο Πασίκυπρος [ ὁ ] βασιλεύων
ὅτι τῶν δημάρχων παρόντων οὐ παρ ' ἐκείνων ὁ δημαγωγὸς ᾐτήσατο τὴν χάριν , ἐπιτρέπουσιν αὐτῷ λέγειν . σιωπῆς δὲ
5359955 κληρονομησαι
Ἡρακλέους , φασί , τοῦ Ἀλκμήνης μαθὼν αὐτό , καὶ κληρονομῆσαι λέγεται τῶν τόξων , ὁπότε Ἡρακλῆς ἀπιὼν τῆς ἀνθρωπείας
δεῖν ἢ θεῶν τινα χεῖρα ὑπερέχειν , ἢ τὴν πόλιν κληρονομῆσαι τῶν ἐκείνοις ὄντων κινδύνων ἐθελοντάς : καίτοι ἀφῖκτο μὲν
5359587 μοιχευειν
ταύτην δὲ τὴν μερικὴν δόξαν , ὅτι κακόν ἐστι τὸ μοιχεύειν ἢ οὐκ ἔχει , ἤτοι οὐ γινώσκει ὁ ἀκρατὴς
μᾶλλον ἢ . . . συμβουλεύειν , ἢ καλὸς ὢν μοιχεύειν μᾶλλον ἢ γαμεῖν , οὗτος τῶν ἀπὸ τῆς φύσεως
5358218 παρελεσθαι
οὐ γὰρ μὴ οὐκ ἔσται εἰς τόδε κάλλιστον ἰσχύσαι καὶ παρελέσθαι τοῦ κινδύνου τὸν ἐν τῇ συμφορᾷ . Ῥητίνην τοίνυν
γὰρ ἀξιόλογα κτήματα ἦν ὑπάρχοντα , οἳ μὲν ἐπὶ τὸ παρελέσθαι φιλοτιμίαν ἐποιοῦντο , ἀθροιζόμενοί τε καὶ παρακαλοῦντες ἀλλήλους ,
5352838 προσειπε
, ὥσπερ εἴρηται , ψυχὴν ἐναντίαν καὶ ἀντίπαλον τῷ ἀγαθουργῷ προσεῖπε . . . . , : καὶ ὅτι τὰ
παιδὸς οἱ ψυχικοὶ τόνοι μαλθακώτεροι . διὸ καὶ τέκνον αὐτὸν προσεῖπε , τὸ δ ' ἐστὶν εὐνοίας καὶ ἡλικίας ὄνομα
5352815 θεασαμενη
εἰς τὸν μέλλοντα γάμον ἀπεστάλκει , τοῦτον δὴ τὸν πέπλον θεασαμένη πεφυρμένον αἵματι τόν τε χιτῶνα κατερρήξατο καὶ ταῖς χερσὶν
, χλαμύδος διαβολάς . καὶ ἡ Ἠλέκτρα ἐν τῷ Ὀρέστῃ θεασαμένη τὴν ὑδρίαν ἐν ᾗ πλαστῶς κεκομισμένα ὀστέα αὐτοῦ ,
5345524 ἐκδωσειν
δικάσσει : παρθενικὴν μὲν ἐοῦσαν , ἑοῦ ποτὶ δώματα πατρός ἐκδώσειν : λέκτρον δὲ σὺν ἀνέρι πορσαίνουσαν , οὐκέτι κουριδίης
. Ἀσδρούβας θυγατέρα παρθένον ἔχων , θαυμαστὴν τὸ κάλλος , ἐκδώσειν ὑπέσχετο τῷ Σόφακι τῆς Ῥωμαίων συμμαχίας ἀποστάντι . ὁ
5344945 ἐθεραπευε
. ὁ γὰρ Μαρῖνος ἐμμένων τῇ παραδοθείσῃ σεμνότητι τῶν φιλοσόφων ἐθεράπευε μὲν τὰ εἰκότα τὸν Θεαγένη : καὶ οὐκ ἦν
ἡμῖν οἰκειότατος καὶ ἡμᾶς εἰς τὴν οἰκίαν τὴν αὑτοῦ λαβὼν ἐθεράπευε καὶ ἐπεμελεῖτο τῶν ἡμετέρων ὥσπερ τῶν αὑτοῦ πραγμάτων ,
5343863 ἐξαιτων
θυγάτηρ Κορωνίδου ὄνομα , ἐφ ' ἣν ἔπεμψεν ὁ Παυσανίας ἐξαιτῶν τὸν πατέρα : ὁ δὲ Κορωνίδης δεδοικὼς τὴν ὠμότητα
ἣν μεμαρτυρήκασιν οὗτοι προκαλέσασθαι τὸν Θεόφημον παραδοῦναι , ἐγὼ δὲ ἐξαιτῶν οὐ δύναμαι παραλαβεῖν , ἵν ' ὑμεῖς τὴν ἀλήθειαν
5330848 λιμωττων
τοῖς εἰδόσιν πονηρεύωνται , ἀνόνητοι τῶν τεχνασμάτων γίνονται . λύκος λιμώττων περιῄει ζητῶν ἑαυτῷ τροφήν . ὡς δὲ ἐγένετο κατά
ὥρᾳ τῶν σίτων βραχέντων οἱ μύρμηκες ἔψυχον . τέττιξ δὲ λιμώττων ᾔτει αὐτοὺς τροφήν . οἱ δὲ μύρμηκες εἶπον αὐτῷ
5329383 διερρηξε
αἱ λακίδες καὶ αἱ διασχίσεις : τουτέστιν ὑπὸ τῆς θλίψεως διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὑτοῦ ὁ Ξέρξης . . . πρὸς
τὸν λαὸν εἰς Βαβυλῶνα . Ἀκούσας δὲ ταῦτα Βαροὺχ , διέρρηξε καὶ αὐτὸς τὰ ἱμάτια αὐτοῦ , καὶ εἶπε :
5328775 καθικετευε
ποιεῖν ἐπαγγελλομένοις . ἄνθρωπός τις ξύλινον θεὸν ἔχων πένης ὢν καθικέτευε τοῦ ἀγαθοποιῆσαι . ὡς οὖν ταῦτ ' ἔπραττε καὶ
. κἀκεῖνος ἐστέναξε τὸ στόμα βρύχων , πάλιν δὲ κερδὼ καθικέτευε φωνήσας ἄλλον τιν ' εὑρεῖν δεύτερον δόλον θήρης .
5327024 θηρευων
τις οὖν ἄν σοι δοκεῖ θηρευτὴς εἶναι , εἰ ἀνασοβοῖ θηρεύων καὶ δυσαλωτοτέραν τὴν ἄγραν ποιοῖ ; Δῆλον ὅτι φαῦλος
αἰνὸν ἄμυνεν . Ἰξευτὰς ἔτι κῶρος ἐν ἄλσεϊ δενδράεντι ὄρνεα θηρεύων τὸν ἀπότροπον εἶδεν Ἔρωτα ἑσδόμενον πύξοιο ποτὶ κλάδον :
5325829 τιμωρουμενος
τὴν πᾶσαν Ἑλλάδα , ἔτι δὲ πρὸς τούτοις τὸν ἀδικοῦντα τιμωρούμενος ; εἰ δὲ φθόνωι ἢ κακοτεχνίαι ἢ πανουργίαι συνέθηκε
οὔσας τὰς ἀποδείξεις ἔδωκεν : οὔτε γὰρ εἴδομεν τίς ὁ τιμωρούμενος , οὔτε ἠκούσαμεν γόων οὐδ ' ὀλοφυρμῶν : τὰς
5321488 ἀπροικον
κόρην , ἀνήχθη ἐπὶ τὸ πρυτανεῖον ἡ κόρη ἢ γάμον ἄπροικον ἢ θάνατον αἱρησομένη τοῦ βιασαμένου : παρακαλοῦντος τοῦ πλουσίου
παρ ' ἡμῶν οἷα σὺ διεξελήλυθας , ἐπαινῶν εἴ τις ἄπροικον ἔγημεν αἰσχρὰν γυναῖκα ἢ εἴ τις ἀργύριον ἐπέδωκε γαμουμένῃ
5320097 Ἰδων
, τὸ ἐπίγραμμα , ὥστε ἐβουλόμην αὐτὸ ἤδη ἐπιγεγράφθαι . Ἰδὼν δέ τις ἐπὶ τῶν σκελῶν αὐτοῦ οἷα τοῖς γέρουσιν
ἁμαρτάνειν , γενναίων δὲ τὸ καὶ ἁμαρτάνοντας αἰσθέσθαι . „ Ἰδὼν δὲ ἐς τὸ ἕδος τὸ ἐν Ὀλυμπίᾳ „ χαῖρε
5315099 δεδοικως
δώσειν ὑπέσχετο . Ὁ δὲ οἰκτείρει μὲν τὴν κόρην , δεδοικὼς δὲ τὴν Μαντὼ ἔρχεται παρὰ τὴν Ἀνθίαν καὶ λέγει
δι ' Ἀρμενίας ἐποιεῖτο τὴν πορείαν σφοδροτέραν , μάλιστα μὲν δεδοικὼς μὴ καὶ τοῦτο ἐπαίτιον αὐτῷ γένηται πρὸς βασιλέως ,
5313902 διαναστας
τῆς πατρίδος χρείαν , αὐτὸς δὲ καθοπλισθεὶς καὶ εἰς γόνυ διαναστὰς ἠμύνατο τοὺς πολεμίους καί τινας καταβαλὼν καὶ συνακοντισθεὶς κατέστρεψε
Ἀριάδνην ἐᾷν , καὶ ἀφικνεῖσθαι εἰς Ἀθήνας . Συντόμως δὲ διαναστὰς ποιεῖ τοῦτο . Κατολοφυρομένης δὲ τῆς Ἀριάδνης ἡ Ἀφροδίτη
5313070 ἀντιποινα
, κοὐκ ἀπήρκεσαν οὓς πρόσθε Μαραθὼν βαρβάρων ἀπώλεσεν : ὧν ἀντίποινα παῖς ἐμὸς πράξειν δοκῶν τοσόνδε πλῆθος πημάτων ἐπέσπασεν .
ὅτι ἐπὶ τιμῆι τοῦ Προμηθέως τὸν στέφανον περιτίθεμεν τῆι κεφαλῆι ἀντίποινα τοῦ ἐκείνου δεσμοῦ , καίτοι ἐν τῆι ἐπιγραφομένηι Σφιγγὶ
5312499 ἀποθανουσης
τῶν ἐπιθυμιῶν ἐφέξοντα , πολλὰ χαίρειν φράσας τοῖς δαίμοσι τῆς ἀποθανούσης γυναικός , εἰ πατέρα μὲν ἐκείνης ἑαυτοῦ δὲ γενόμενον
τῆς ἐπιθυμίας κεκρατημένος , ὥστε οὐδὲ τῆς μητρὸς τῆς ἐμῆς ἀποθανούσης ἠξίωσεν αὐτὴν εἰς τὴν οἰκίαν παρ ' ἑαυτὸν εἰσδέξασθαι

Back