κἀμοὶ τὰ πιθανώτατα τῶν μνημονευομένων . ἔχει δὲ ὧδε : Ἀμόλιος ἐπειδὴ παρέλαβε τὴν Ἀλβανῶν βασιλείαν τὸν πρεσβύτερον ἀδελφὸν Νεμέτορα
ἄγνοιαν ἐσκήπτετο εἰς ἀκινδυνότερον ἀναβαλέσθαι χρόνον τὴν ὀργὴν βουλευσάμενος . Ἀμόλιος δὲ τὰ τοῦ μειρακίου ὑπολαβὼν λεληθέναι δεύτερα τάδε ἐποίει
7076353 ὁμοτραπεζος
ὁμότροπος , ὁμόδουλος , ὁμόνους , ὁμόφωνος , ὁμόγλωττος , ὁμοτράπεζος , ὁμόφυλος , ὁμόδημος , ὁμωρόφιος , ὁμότιμος ,
, καὶ οὐδὲ Δία ξένιον ᾐδέσθη , ἀλλὰ Κλεάρχῳ καὶ ὁμοτράπεζος γενόμενος αὐτοῖς τούτοις ἐξαπατήσας τοὺς ἄνδρας ἀπολώλεκεν . Ἀριαῖος
6979952 ξυνετος
δὲ ὁ νόμος . ὁ δ ' οὕτω δή τι ξυνετὸς ἦν , ὥστε οἷς ἐφθέγξατο μὴ μαστιγοῦν ἐκεκώλυτο .
τοῦδε τοῦ κινδύνου , μηδεὶς ὑμῶν ἐν τῇ τοιᾷδε ἀνάγκῃ ξυνετὸς βουλέσθω δοκεῖν εἶναι , ἐκλογιζόμενος ἅπαν τὸ περιεστὸς ἡμᾶς
6965815 Αἰσθομενος
' ὀργῆς προαχθεὶς ἀνήκεστόν τι γνῶναι περὶ τῶν ἀναγκαίων . Αἰσθόμενος δὲ τοῦτο Ἀντίπατρος τόν τε Νικόλαον ὑπέβλεπε καὶ ἄλλους
Καταπολεμηθέντων καὶ ἰσχυρῶς νικηθέντων . Καιρὸν εἰ φθέγξαιο ] * Αἰσθόμενος ἑαυτὸν ὁ Πίνδαρος ἀκαίρως ἐκβεβηκότα , φησίν : εἰ
6916957 βουλευτην
, τίνα με θέλεις εἶναι ; ἄρχοντα ἢ ἰδιώτην , βουλευτὴν ἢ δημότην , στρατιώτην ἢ στρατηγόν , † παιδευτὴν
. . . . προσλαβὼν ] οἱονεὶ πείσας τινὰ εὐήθη βουλευτὴν γράψαι τοῦτο τὸ ψήφισμα . . . . τὸ
6913916 ἐξαπεστειλεν
οἷον ἀποστηδᾶ , ἐξ ἀποστήματος . ἀπόπροθεν μακρόθεν . ἀποπροέηκεν ἐξαπέστειλεν . ἀπογυώσεις ἔστι μὲν ἀποχωλώσεις , λέγεται δὲ ψιλῶς
τὴν πατρίδα , τοὺς δὲ Καμπανοὺς ταῖς καθηκούσαις δωρεαῖς τιμήσας ἐξαπέστειλεν ἐκ τῆς πόλεως , ὑφορώμενος αὐτῶν τὴν ἀβεβαιότητα .
6911418 ὠδυρετο
πρὸς αὐτόν : ἐπὶ δὲ τούτοις ἅπασι τῆς κατειληφυίας αὐτὸν ὠδύρετο τύχας , ὡς ἐκ μεγάλης ἐκπεσὼν εὐδαιμονίας ἐν ἡμέρᾳ
; καὶ πῶς ἂν ἔτι ἦν Σωκράτης , εἰ ταῦτα ὠδύρετο ; πῶς ἂν ἔτι ἐν τῇ φυλακῇ παιᾶνας ἔγραφεν
6894150 παρεκαλεσεν
τοῖς βωμοῖς . τότε πρῶτον καὶ Ἔρωτι ἔθυσε καὶ πολλὰ παρεκάλεσεν Ἀφροδίτην , ἵνα αὐτῷ βοηθῇ πρὸς τὸν υἱόν .
Ὃν καὶ ὁμώνυμον ἑαυτῷ τὸ ἑξῆς ἐν τῇ διαθήκῃ γενέσθαι παρεκάλεσεν : ἐπεκλήθη τε ὕστερον Αὔγουστος , καὶ ἐμονάρχησε πρῶτος
6855309 ἀπελυσεν
εἰδὼς ὅτι εἰς φυλακὴν ἀπαχθήσομαι . ” ὁ στρατηγὸς καταπλαγεὶς ἀπέλυσεν αὐτόν . Αἴσωπος ἀπελθὼν εἰς τὸ βαλανεῖον εἶδεν πολὺν
δ ' ἐγχωρίων ἀπαντησάντων μεθ ' ἱκετηριῶν καὶ παραδόντων ἑαυτοὺς ἀπέλυσεν αὐτοὺς τῆς τιμωρίας . Αὐτὸς δὲ καταπλεύσας εἰς τὸν
6821142 μοιχευθηναι
αὐτοῦ τοὺς Ἕλληνας ἀμυνόμενος * ἐν * Ἑλλάδι διατρίβων παρεσκεύασε μοιχευθῆναι * τὰς γυναῖκας τῶν ἐν * Τροίᾳ , Κλυταιμνήστραν
Ναύπλιος μηνίων ὑπὲρ τοῦ παιδὸς πρῶτα μὲν τὰς γυναῖκας αὐτῶν μοιχευθῆναι παρεσκεύασε , Κλυταιμνήστραν μὲν ὑπὸ Αἰγίσθου , Αἰγιάλειαν δὲ
6812584 ἐκραξεν
ἐπιλείποι : ὅτι φωνὴν μὴ ἔχει . πλανηθεὶς ὁ κόραξ ἔκραξεν καὶ τυρὸν κατέβαλεν , ὃν ἥρπαξεν ἡ ἀλώπηξ καὶ
εἰς εἱρκτὴν αὐτὸν ἀπαχθῆναι κελεύει . ἀπαγόμενος τοίνυν ὁ Αἴσωπος ἔκραξεν : „ ὁρᾷς , ὦ στρατηγέ , ὅπως ὀρθῶς
6810517 ἐφοβηθη
μονοπεδίλου τῆς ἀρχῆς ἐκπεσεῖται , ἰδὼν οὕτως ἔχοντα Ἰάσονα , ἐφοβήθη . Ἐκτίθησι δὲ καὶ Πίνδαρος πλατύτερον τὴν ἱστορίαν καὶ
ὁ χορὸς διὰ τὸν Διόνυσον : ἐπειδὴ οὗτος , ὅτε ἐφοβήθη διὰ τὰς τοῦ διακόνου ἀπειλὰς , τὸν Ξανθίαν ἐποίησεν
6791279 Τιμανδρην
δὲ μητέρα [ ἣν ὑπερήνορα ] νηλέι [ χαλκῶι . Τιμάνδρην δ ' Ἔχεμος ⌊ θαλερὴν ⌋ ποιήσατ ' ἄκοιτιν
εἰς Πελοπόννησον κατιόντα . ἐγάμησε δὲ τὴν Τιμάνδραν : Ἡσίοδος Τιμάνδρην , φησὶν , Ἔχεμος θαλερὴν ποιήσατ ' ἄκοιτιν .
6778517 ἀθωιος
τυράννων δώμασιν δώσει δίκην . πέποιθ ' ἀποκτείνασα κοιράνους χθονὸς ἀθῶιος αὐτὴ τῶνδε φεύξεσθαι δόμων ; ἀλλ ' οὐ γὰρ
. [ ἀλλ ' ἐξικνοῦμαι ] πρός σε δεξιᾶς χερός ἀθῶιος ὢν ! ! ! ! ! ! π [
6749208 Κλυταιμνηστρα
, Μέδοντα καὶ Στρόφιον γενέσθαι Πυλάδῃ παῖδας ἐξ Ἠλέκτρας . Κλυταιμνήστρα δὲ ἐτάφη καὶ Αἴγισθος ὀλίγον ἀπωτέρω τοῦ τείχους :
πολιχνίῳ τῶν Ἀθηνῶν γεννήσασαν Ἰφιγένειαν ἣν Ἰφιγένειαν θετὴν παῖδα ἡ Κλυταιμνήστρα ποιεῖ - ται . εἷς μὲν οὖν Ἑλένης νυμφίος
6718442 ὀρφανον
Σπαρτῶν ἀκαμαντολογχᾶν ; ἢ ὅτε καρτερᾶς Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ὀρφανόν μυρίων ἑτάρων ἐς Ἄργος ἵππιον ; ἢ Δωρίδ '
λέγουσι δὲ αὐτὸν υἱὸν Καλλιόπης γενέσθαι κακοδαίμονα καὶ ὑστερούμενον καὶ ὀρφανόν . Ἴαννος ἄλλος : ἐπὶ τῶν διπροσώπων . τοιοῦτος
6705830 προσεφερεν
λαθὼν κατὰ τῆς κύλικος τῆς τελευταίας , ἣν τῇ Πανθείᾳ προσέφερεν : ἡ δὲ ἀναστᾶσα ᾤχετο εἰς τὸν θάλαμον αὑτῆς
γένεσιν προσαγάγῃ : καὶ ἄλλος μέν , φησίν , ἄλλο προσέφερεν , Ἑρμῆς δὲ τὴν ῥητορικὴν ἐχαρίσατο , καὶ ἵνα
6700106 ἐβουλευε
τοὺς Ἀργοναύτας τῷ Πελίᾳ , Ἰάσων εὐθὺς ἐλθὼν Πελίᾳ φόνον ἐβούλευε τῆς ἀρχῆς πέρι , Μήδεια δ ' αὐτῷ ὑπέστη
ἔφυγε , καὶ τὴν εἰς αὐτὸν ἐπιβουλήν , ἣν Περδίκκας ἐβούλευε , διηγήσατο , καὶ ὡς κατὰ πάντων ἡ αὐτὴ
6690794 γηρασας
. Εἰ δὲ ἦν ξένος , ἢ νοσῶν , ἢ γηράσας , ἑψήσας τοὺς ἰχθύας , καὶ ποιήσας αὐτὰ ἀγαθῶς
φιλοπόνηρος ἀνὴρ Τὸν ὅμοιον τοῖς τρόποις οὐκ ἀμύνεται . Λύκος γηράσας νόμους ὁρίζει . Ἑρμηνεία . Νουθετήσει κακοῦργος εἰς γῆρας
6687797 ἐπετελει
, ὥσπερ αὐτῷ ἐπὶ ξυμφοραῖς ἀγαθαῖς νόμος , καὶ ἀγῶνα ἐπετέλει γυμνικόν τε καὶ μουσικόν , καὶ πότοι αὐτῷ ἐγίνοντο
πολέμιον ὄντα μὴ καταγάγοι ἐπὶ βασιλείᾳ , ἃ ὑπεδέξατο οὐκ ἐπετέλει : τοῖς τε Ἀθηναίοις αὐτὸς ὡμολογήκει , ὅτε τὴν
6685285 εὐτυχουντος
εὐτυχοῦντος ] ἤγουν τοῦ πολεμίου . εὐτυχοῦντος ] εὐδαιμονοῦντος . εὐτυχοῦντος ] κτωμένου . θ εὐτυχοῦντος ] ἤγουν ζῶντος .
. καινοπήμονες ] αἱ νεωστὶ πάσχουσαι καινὰ πήματα . . εὐτυχοῦντος ] κτωμένου . . ὑπερτέρου ] κρείττονος . .
6670611 τελεσειν
τυράννου , τὸν κώδωνα κατακομίσαι , πειθόμενος μὴ ἄν ποτε τελέσειν αὐτὸν τόνδε τὸν ἆθλον . Ἀντιλέων δὲ κρύφα τὸ
τυράννου , τὸν κώδωνα κατακομίσαι , πειθόμενος μὴ ἄν ποτε τελέσειν αὐτὸν τόνδε τὸν ἆθλον . Ἀντιλέων δὲ κρύφα τὸ
6666804 Πολυκρατεϊ
μιν διανοεύμενον ὁ Ὀροίτης πέμψας ἀγγελίην ἔλεγε τάδε : Ὀροίτης Πολυκράτεϊ ὧδε λέγει . Πυνθάνομαι ἐπιβουλεύειν σε πρήγμασι μεγάλοισι καὶ
γινομένης γράψας ἐς βυβλίον τάδε ἐπέστειλε ἐς Σάμον : Ἄμασις Πολυκράτεϊ ὧδε λέγει . Ἡδὺ μὲν πυνθάνεσθαι ἄνδρα φίλον καὶ
6647023 φθερει
. τοιγαροῦν τοῦ μὲν τὴν πενίαν τοῦ δὲ τὸν πλοῦτον φθερεῖ , ἐπεὶ καὶ ὁ κεραυνωθεὶς αἰφνίδιον παρασημότερος γίνεται .
σύκων κλοπῆς φωράσεως . . . ἐξολεῖ : Ἐξολέσει , φθερεῖ ὄντας κακούς . οἴμοι τάλας : Φεῦ ὁ ἄθλιος
6630547 λωποδυτην
τῷ δεσμωτηρίῳ δεδεμένος ἀπέθανε : τὸν δὲ τρίτον Φαινιππίδης ἐνθάδε λωποδύτην ἀπήγαγε , καὶ ὑμεῖς κρίναντες αὐτὸν ἐν τῷ δικαστηρίῳ
δ ' οὐ σοφός , ὃς τὸν Ἔρωτα ἀλλοτρίαν σπείρων λωποδύτην ἀπάγεις . ὅτι οὐ καλῶς ὁ Φρύνιχος εἶπε :
6629193 σαντος
ζῶντός τε Μαρκίου πάντων ἐγένετο Ῥωμαίων ἐπιφανέστατος καὶ τελευτή - σαντος ἐκείνου τῆς βασιλείας ὑπὸ πάντων ἄξιος ἐκρίθη . ἐπειδὴ
Σπαραμείζου θεάσασθαι Σαρδανάπαλλον καὶ μόλις αὐτῶι ἐπετράπη ἐκείνου ἐθελή - σαντος , ὡς εἰσελθὼν εἶδεν αὐτὸν ὁ Μῆδος ἐψιμυθιωμένον καὶ
6628963 Αἰγισθῳ
καὶ τοῦ Διὸς ἐπιθήσω σοι τὸν λόγον . οὐχὶ τῷ Αἰγίσθῳ εἴρηκεν ὡς ἀποσχομένῳ μὲν τῆς μοιχείας καὶ τῆς Ἀγαμέμνονος
μοιχευθῆναι * τὰς γυναῖκας τῶν ἐν * Τροίᾳ , Κλυταιμνήστραν Αἰγίσθῳ , Αἰγιάλειαν Κομήτῃ τοῦ Σθενέλου : ἐν Ἰθάκῃ τοὺς
6617579 δολωι
καὶ ἐλθεῖν εἰς Ἰταλίαν πρὸς Δαῦνον βασιλέα , ὅστις αὐτὸν δόλωι ἀνεῖλεν . . . . , : ἐοίκασιν οἱ
– ˘ – × – ˘ × κλίνει ] ? δόλωι ? [ × – ˘ ⋮ – × –
6602747 ἐπερχομενας
θλίψεσι καὶ ποικίλαις : καὶ ἐὰν ὑπενέγκῃ τὰς θλίψεις τὰς ἐπερχομένας αὐτῷ , πάντως σπλαγχνισθήσεται ὁ τὰ πάντα κτίσας καὶ
ἐπιλάθεται . Γενύεσσι : δυνάμεως . Ἐπεσσυμένας : ἐρχομένας , ἐπερχομένας . Ἀλκαίῃ : οὐρῇ . λαχαίνων : σχίζων ,
6596313 κτενει
ἔχουσα , πέτρινον ἄχθος , ὡς ἐπεμβάληι . οἴμοι , κτενεῖ με : ποῖ φύγω ; παρῆν δ ' ὁρᾶν
: Λάϊε Λαβδακίδη μὴ σπεῖρε τέκνων ἄλοκα δαιμόνων βίῃ : κτενεῖ γάρ ς ' ὁ φύς . Ἐπιλαθόμενος δὲ τοῦ
6595355 ἐθεραπευε
. ὁ γὰρ Μαρῖνος ἐμμένων τῇ παραδοθείσῃ σεμνότητι τῶν φιλοσόφων ἐθεράπευε μὲν τὰ εἰκότα τὸν Θεαγένη : καὶ οὐκ ἦν
ἡμῖν οἰκειότατος καὶ ἡμᾶς εἰς τὴν οἰκίαν τὴν αὑτοῦ λαβὼν ἐθεράπευε καὶ ἐπεμελεῖτο τῶν ἡμετέρων ὥσπερ τῶν αὑτοῦ πραγμάτων ,
6582807 Γνους
καὶ ἐνόμιζεν ὅτι ἄρα ἐκ μόνου τραύματος αἷμα γίνεται . Γνοὺς δὲ τὰ συνήθη τέρπεσθαι μετ ' αὐτῆς , ἐξέβη
διαθέσιος καὶ πολογραφίης , ἔτι τε ἄστρων οὐρανίων ξυγγράφοντες . Γνοὺς δὲ τὴν ἐπὶ τούτοις φύσιν , ὡς ἀκεραίως κάρτα
6573720 συναντησας
δόλῳ ἀνέλῃ τοὺς μνηστῆρας . Μελάνθιος δὲ ὁ τότε οἰκέτης συναντήσας αὐτῷ συνεπομένῳ τῷ Εὐμαίῳ τῷ συφορβῷ φησι πρὸς τὸν
. χαλκοῦ : τοῦ ἀγκίστρου . Ἀντιάσας : προσεγγίσας , συναντήσας . τάχα : ἴσως : γλυκὺ τὸ σχῆμα .
6571800 αὐτοχειρ
ἀκόντων τελευτᾷ , καθαρὸς ἔστω κατὰ νόμον . ἐὰν δὲ αὐτόχειρ μέν , ἄκων δὲ ἀποκτείνῃ τις ἕτερος ἕτερον ,
Ἐπάφου λέγων εἶναι τῆς ἀληθείας κυρήσεις καὶ οὐ ψεύσηι . αὐτόχειρ ] αὐτὸς ὁ πατὴρ φυτουργὸς τοῦ γένους , ὁ
6571360 Ἐτεοκλεης
Οἰδίπου , λόγων ἄκουσον : ἀρχὰς τῆσδε γῆς ἔδωκέ μοι Ἐτεοκλέης παῖς σός , γάμων φερνὰς διδοὺς Αἵμονι κόρης τε
' ἱδρὼς ἢ τοῖσι δρῶσι διὰ φίλων ὀρρωδίαν . ] Ἐτεοκλέης δὲ ποδὶ μεταψαίρων πέτρον ἴχνους ὑπόδρομον , κῶλον ἐκτὸς
6564245 πειθαρχων
λαβὼν τῶν γινομένων καὶ προαναπεφωνημένων οὐκ ἀπιστῶ , ἀλλὰ πιστεύω πειθαρχῶν θεῷ : ᾧ , εἰ βούλει , καὶ σὺ
γυμνός : προσιὼν δὲ ῥοπάλοις τὴν τελευτὴν ἀντηλλάσσετο . ἐχθροῖς πειθαρχῶν ὑποστήσῃ τὸν κίνδυνον . γῆρας ἐλύπει τὸν λέοντα καὶ
6563477 κἀπογυμναζων
. Ξ κἀπογυμνάζων ] ἀνοίγων . κἀπογυμνάζων ] ἀπολύων . κἀπογυμνάζων ] μὴ κατέχων . κἀπογυμνάζων ] μὴ δεσμεύων .
κἀπογυμνάζων ] μὴ κατέχων . κἀπογυμνάζων ] μὴ δεσμεύων . κἀπογυμνάζων ] ἀναιδῶς ἀποκαλύπτων καὶ διανοίγων . θ ματαίᾳ ]
6563343 ἐδεδοικει
ἀχαριστίας ἐς πεῖραν ἐρχόμενος διὰ μακροῦ , καὶ τὴν αἰτίαν ἐδεδοίκει τοῦ τοσοῦδε πολέμου πρῶτος ἐμβαλὼν ἐν Ἰβηρίᾳ , ἐγνώκει
καὶ ἂν ἤδη ἀφῖχθαι αὐτὸν παρὰ βασιλέα , εἰ μὴ ἐδεδοίκει Πάρθους . . . . ὠνητή : καὶ τὴν
6559841 ἐκτινων
τῆς ἐκείνων λήξεως ἤδη . τῇ μητρὶ γῇ τὸ χρέος ἐκτίνων τὸν ναυηγὸν θάπτει . ἰδὼν ναυηγοῦ σῶμα ἐρριμμένον ἀκηδῶς
; οὐκ ἀμοιβάς , ὡς ἄν τις ὑπολάβοι , μόνον ἐκτίνων τῆς παιδείας , ἀλλὰ καὶ τὴν πανταχοῦ νεότητα ,
6558728 ξυγγενομενος
ἐρομένου ” νὴ Δί ' ” εἶπεν „ ἤν γε ξυγγενόμενος μὴ καλόν τε καὶ ἀγαθὸν εὕρω αὐτόν . „
γὰρ οὐκ ἂν διακρίναιμι αὐτούς . Ὁ μὲν χθὲς ἡμῖν ξυγγενόμενος ἐκεῖνος Κάστωρ ἦν , οὗτος δὲ Πολυδεύκης . Πῶς
6554428 Ἀστυφιλου
οὐ προύθετο οὐδ ' ἔθαψεν , ‖ οἱ δὲ φίλοι Ἀστυφίλου καὶ οἱ συστρατιῶται , ὁρῶντες τὸν πατέρα τὸν ἐμὸν
, σκέψασθε ὁπόσων αἴτιοι γενήσεσθε . Πρῶτον μὲν τοὺς ἐχθίστους Ἀστυφίλου ἐπί τε τὰ μνήματα ἰέναι καὶ ἐπὶ τὰ ἱερὰ
6550031 συνεγνω
. “ ταῦτα τῶν μάγων εἰπόντων ὁ βασιλεὺς ἥσθη καὶ συνέγνω . τοιάδε μὲν ἐπυθόμην περὶ Σελευκείας : ὁ δὲ
τινὸς λαβομένη δεινοῦ , οὐ συνεῖδε τὴν φύσιν , οὐ συνέγνω τῷ σφάλματι , ἀλλ ' εὐθὺς ἦλθεν ἐπὶ τὸν
6544706 ὑποσπονδον
πέποιθ ' ἅμα , ἥτις μ ' ἔπεισε δεῦρ ' ὑπόσπονδον μολεῖν . ἀλλ ' ἐγγὺς ἀλκή κοὐκ ἔρημα δώματα
τὸ δὲ τελευταῖον Λάμψακον ἑλὼν τὴν μὲν Ἀθηναίων φρουρὰν ἀφῆκεν ὑπόσπονδον , τὰς δὲ κτήσεις ἁρπάσας τοῖς Λαμψακηνοῖς ἀπέδωκε τὴν
6544106 Κατωνος
. Ἦ πολιτικὸν ὄντωςὦ ? ? Μηνόδωρετὸ ? ? ? Κάτωνος παράγγελμα ? καὶ λόγου ἄξιον . Τούτοις φημίὦ Θωμάσιεκαὶ
τε ἦσαν αὐτῷ παρὰ τὴν ἐκκλησίαν καὶ εὐφημίαι ποικίλαι . Κάτωνος δ ' αὐτὸν καὶ πατέρα τῆς πατρίδος προσαγορεύσαντος ἐπεβόησεν
6542943 παραδοτω
μαστιγώσας ὁπόσας ἂν ἐθέλῃ , μηδὲν βλάπτων τὸν δεσπότην , παραδότω ἐκείνῳ κεκτῆσθαι κατὰ νόμον . ὁ δὲ νόμος ἔστω
. δοῦλος δ ' ἐάν τις ἐλεύθερον ὀργῇ τρώσῃ , παραδότω τὸν δοῦλον ὁ κεκτημένος τῷ τρωθέντι χρῆσθαι ὅτι ἂν
6536894 ἐξεδωκεν
τοιαύτης ταραχῆς οὔσης φθάσας Θεόδοτος πυλίδα νύκτωρ ἀνοίξας εἰσαγαγὼν Σέλευκον ἐξέδωκεν αὐτῷ τοὺς θησαυρούς . Σέλευκος Δημητρίου στρατοπεδεύοντος ὑπὸ τοῖς
δεομένοις . πόσων , οἴεσθε , θυγατέρας πρὸς γάμον ὡραίας ἐξέδωκεν οἴκοθεν προῖκα προσθεῖσα ; πόσους ἔθρεψε νέους ἐν ὀρφανίᾳ
6528689 ἀποπεμψεις
οἴκαδε ἀπόπλουν ἡμᾶς τε εὖ πεποιηκὼς ἔσῃ καὶ ἅμα ἄγγελον ἀποπέμψεις πρὸς τοὺς σεαυτοῦ οἴκαδε τῶν σοὶ προσόντων κακῶν .
δέ , ὅ τι ἂν φθέγξῃ πρὸς αὐτόν , θαυμάζοντα ἀποπέμψεις . Οὗ μάλιστα ἐπεθύμεις , ἐπεθύμεις δέ , οἶμαι
6523838 Ἀμουλιος
Οἱ δὲ συλλαβόντες τὸν Φαυστύλον ἄγουσιν ἐπὶ τὸν βασιλέα . Ἀμούλιος δὲ ἀπειλῇ βασάνων καταπληξάμενος τὸν ἄνθρωπον , εἰ μὴ
ἡ Σιλουία ἔκυε παρὰ τὸν νόμον . καὶ τὴν μὲν Ἀμούλιος ἐπὶ κολάσει συνελάμβανε , δύο δὲ παῖδας ἐκ τῆσδε
6517894 ἱκετευοντα
δὲ παρὰ Προμηθέα καὶ ὀφθεὶς ὑπ ' αὐτοῦ , οἰκτείρει ἱκετεύοντα καὶ κτείνει τὸν ἀετόν , ὃς αὐτοῦ τὸ ἧπαρ
γενόμενον καὶ μὴ δυνάμενον τὴν γλῶτταν κινῆσαι , νεύμασι δὲ ἱκετεύοντα συνεπιλαβέσθαι αὐτῷ , αὐτοῦ που μένειν τοῦτον παρεκελεύσατο τέσσαρσι
6513328 συμπραξειν
τῇ χειροτονίᾳ ψεύσασθαι περὶ διοσημείας , ἐλπίσαντές τι καὶ Ἀντώνιον συμπράξειν , ὕπατόν τε ὄντα καὶ τῶν σημείων ἱερέα καὶ
ἐλπίδι βεβαίῳ τὰ πάντα θέμενοι : τὴν γὰρ βουλὴν σφίσι συμπράξειν ἐς πάντα ἐπεποίθεσαν . ὁ δὲ Ἀντώνιος τὰς μὲν
6510427 Ἰοκαστην
, ὅτι τικτόμενος παῖς ἀπ ' αὐτοῦ ἀναιρεῖ αὐτὸν , Ἰοκάστην γήμας , γεννᾷ Οἰδίποδα , καὶ τοῦτον ἐκτίθησι Σικυῶνι
Φοινίσσαις Εὐριπίδου . Ἐβασίλευσεν ὁ Λάιος ἐν Θήβαις ἔχων γυναῖκα Ἰοκάστην . μὴ ποιῶν δὲ παῖδα ἠρώτησεν Ἀπόλλωνα . ὁ
6509994 σεβομενος
δὲ οὐχ ὑπέμεινε , καὶ ταῦτα Πρόκλον ἴσα καὶ θεῷ σεβόμενος . , ; , . . σπουδή προβεβηκόσι Ἰσίδωρος
ἀπὸ Λιλαίου ποιμένος . Οὗτος γὰρ δεισιδαίμων ὑπάρχων καὶ μόνην σεβόμενος τὴν Σελήνην , νυκτὸς βαθείας ἐξετέλει τὰ μυστήρια τῆς
6508006 αἰτησομενος
ς ' ἀπαιτῶν οὐδ ' ἔχων κλητῆρας , ἀλλ ' αἰτησόμενος λεβήτιον . λεβήτιον ; λεβήτιον . μαστιγία , θύειν
ἴτω , φησί , μετὰ ταῦτα καὶ εἰς τὸ ἱερὸν αἰτησόμενος ὧν ἐξήμαρτεν ἄφεσιν , ἐπαγόμενος παράκλητον οὐ μεμπτὸν τὸν
6507625 Αὐναν
αὐτῆς . Ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ θαλάμου ἐπεγάμβρευσα αὐτῇ τὸν Αὐνᾶν : καίγε οὗτος ἐν πονηρίᾳ οὐκ ἔγνω αὐτήν ,
Βησσοῦς εἰς γυναῖκα . Αὐτὴ ἔτεκέ μοι τὸν Ἦρ καὶ Αὐνᾶν καὶ Σιλώμ : ὧν τοὺς δύο ἀτέκνους ἀνεῖλε Κύριος
6506967 Ἀντιασας
ἐπιτιθήσας . αἰόλος : διὰ τὴν πανουργίαν , πανοῦργος . Ἀντιάσας : ἐξ ἐναντίας ἐλθὼν , συναντήσας τὴν νῆα .
κακῆς . Ἅλμενος : πηδήσας . ἀνέσχε : ἀνῆλθεν . Ἀντιάσας : συναντήσας . Κέκλεται : σημαίνει . αὖ :
6499779 ἐπισφαξας
τάφους : κἀνταῦθα κατέθετο ἔν τινι οἰκήματι , πολλὰ μὲν ἐπισφάξας ἱερεῖα , πολλὴν δὲ ἐσθῆτα καὶ κόσμον ἄλλον ἐπικαύσας
; ὡς μή γ ' ἔχηις σύ , τήνδ ' ἐπισφάξας πυρί . κτεῖν ' : ὡς κτανών γε τῶνδέ
6498483 Μονος
Εὐβούλου πολιτευμάτων , ἐν ἅπασι δὲ τούτοις ἐγὼ τέταγμαι . Μόνος δ ' ἐν τῷ λόγῳ φαίνεται κηδεμὼν τῆς πόλεως
' ἰσχὺν δὲ τὴν ἑκάστοις προσοῦσαν τοῦ πράγματος βραβευομένου . Μόνος δὲ Καῖσαρ , ᾧ τὸ σύμπαν κράτος κατελέλειπτο νομίμως
6495661 ἀντιβολων
[ ! ! ! ! ] ! α ⌋ κλαῶν ἀντιβολῶν ὄνος λύρας : [ συμπεριπατήσω ] ⌊ ⌋ καὐτὸς
Τίς ; Ὅστις ; Ἀριφράδης , ἄγειν παρ ' αὐτὸν ἀντιβολῶν . Ἀλλ ' , ὦ μέλε , τὸν ζωμὸν
6494946 ἐτελεσεν
τὰ Μιτραίων ὄρη , διαναπαύων μεταξὺ τὴν παῖδα , τριταῖος ἐτέλεσεν ἐκ Μαχλύων ἐς Σκύθας . καὶ ὁ μὲν ἵππος
καὶ πάντας τοὺς σπερματικοὺς καρποὺς δέδωκε , καὶ τὰ μυστήρια ἐτέλεσεν αὐτούς , καὶ ἔδειξε πῶς δεῖ τελεῖν καὶ τελεῖσθαι
6489024 ψευδομαρτυριας
ἀπεχθῶς πρὸς σὲ διακειμένους ; ἀλλ ' εὔδηλον ὡς τῆς ψευδομαρτυρίας αἰτιάσῃ τὴν ἀπέχθειαν : ἀλλὰ τοὺς οἰκέτας βασάνῳ τἀληθῆ
ἵνα μὴ λελωβημένον ἀλλ ' ὁλόκληρον διδῶται τῷ θεῷ : ψευδομαρτυρίας δ ' ὁ ἁλοὺς ἀκρωτηριάζεται , ὅ τε πηρώσας
6485801 ἠνοιξεν
νόμον ἀναφύεται στοχαστικὴ ζήτησις , πότερα φθόνῳ τοῦ κατορθώματος οὐκ ἤνοιξεν , τῇ ἀληθείᾳ δὲ δέει τοῦ νόμου : ἔστι
τοιοῦτο ζῷον φωνὴν οὐκ ἔχει . πλανηθεὶς οὖν ὁ κόραξ ἤνοιξεν τὸ στόμα καὶ τὸν τυρὸν πεσόντα ἀλώπηξ ἁρπάσασα κατέφαγεν
6475825 Θυεστῃ
Φιλομήλα καὶ Πρόκνη Θεμιστώ τε καὶ Μήδεια . Οὗτος καὶ Θυέστῃ τὴν ἐξάγιστον ἐκείνην παρέθηκε τράπεζαν καὶ ὡς θηρίον σαρκοβόρον
' Ἀτρέϊ ποιμένι λαῶν , Ἀτρεὺς δὲ θνῄσκων ἔλιπεν πολύαρνι Θυέστῃ , αὐτὰρ ὃ αὖτε Θυέστ ' Ἀγαμέμνονι λεῖπε φορῆναι
6471239 προκαλεσαμενος
πάνυ μηκῦναι τὴν συμβουλίαν : σὺ δὲ αἴτιος ἀναπείσας καὶ προκαλεσάμενος : ὥσπερ οἱ ἐν πάλῃ ὑπερέχοντες τοῖς ἀσθενεστέροις ὑπείκοντες
ἢ ἀποθανεῖν , κοινωνὸν κἀκείνην λαβών : ὁ δὲ Λάμων προκαλεσάμενος ἔξω τῆς αὐλῆς τὴν Μυρτάλην οἰχόμεθα εἶπεν ὦ γύναι
6462346 συλλαβοντας
ἐπιστείλας κρύφα , οὓς ἂν ὁ συφορβὸς αὐτοῖς δείξῃ , συλλαβόντας ὡς αὐτὸν ἄγειν , ἀποστέλλει διὰ ταχέων . Ταῦτα
ὁπλοφόρων ἐπιστείλας κρύφα , οὓς ἂν ὁ συοφορβὸς αὐτοῖς δείξῃ συλλαβόντας ὡς αὐτὸν ἄγειν , ἀποστέλλει διαταχέων . ταῦτα δὲ
6459554 προσκαλειται
πολλῷ τῷ δικαίῳ περιεῖναι βουλόμενος συνεχώρουν . καὶ μετὰ ταῦτα προσκαλεῖται μέν με τὴν δίκην πάλιν , ἐπειδὴ θᾶττον ἀνείλετο
ἐπὶ τῶν ἀμφισβητούντων κλήρου ἢ ἐπικλήρου : ὁ γὰρ ἀμφισβητῶν προσκαλεῖται τὸν ἐπιδεδικασμένον πρὸς τὸν ἄρχοντα : εἰ δὲ μὴ
6458462 μικροπρεπης
καὶ τοῦ Πηλέως οὕτως ἀκόλαστος ἦν περὶ τὰς ἡδονὰς καὶ μικροπρεπὴς ὥστε ἀπελθούσης τῆς Βρισηίδος παρ ' αὐτοῦ καὶ χρόνον
καὶ βάναυσος καλεῖται . ὁ δὲ ἐλλείπων , ὃς καὶ μικροπρεπὴς καλεῖται , περὶ πάντα ἐλλειπής ἐστιν . ἀναλίσκων γὰρ
6454026 ὁμοσπονδος
οἴνου σπονδή , σπεῖσαι ἀποσπεῖσαι ἐπισπεῖσαι , ἀπόσπονδος ἄσπονδος ἔνσπονδος ὁμόσπονδος ἡμίσπονδος ἐνσπονδότατος ἀσπονδότατος , σπονδῶν καὶ κρατήρων μετασχών ,
τὸν φόνον εἰς Ἀθήνας ἀφικόμενος , ὡς μὴ γένοιτο σφίσιν ὁμόσπονδος ἀπεκτονὼς τὴν μητέρα , ἐμηχανήσατο τοιόνδε τι Πανδίων :
6451746 ἐποθει
. πεπληγμένος ] τετρωμένος . ποθεῖν ] ἤγουν λέγεις ὅτι ἐπόθει ἡ γῆ τὸν στρατόν . ὡς ] ὥστε .
ὁ δὲ ἐλέφας τῆς συνηθείας διαμαρτάνων καὶ οὐχ ὁρῶν ἣν ἐπόθει γυναῖκα , ὥσπερ οὖν ἐραστὴς ἐρωμένης ἀποτυχὼν ἐξηγριώθη :
6447774 τρυφητης
τοῦ τρίτου γεννώμενος ἔσται κεχαριτωμένος καὶ πεπαιδευμένος , πολύφιλος , τρυφητής , ἕξει δὲ σίνος ἐν τῷ σώματι καὶ ὄψεται
ἐπιθεωρήσει ἀγαθοποιὸς πολλὰ μὲν κτήσεται , ἀναλώσει δὲ ταῦτα ὡς τρυφητής . οἱ δὲ κλιμακτῆρες τούτου εἰσὶν ἔτος βʹ ,
6446076 ῥιψασπις
: δειλὸς γὰρ καὶ ῥίψασπις ὁ Κλεώνυμος . ΓΘ ] ῥίψασπις γὰρ οὗτος . Γ οὐδ ' ἀγοράσει ] οὐ
νυν ] δή . εὐνούστατος μὲν ἦν Γ : ὅτι ῥίψασπις καὶ δειλὸς ἦν . Γ ψυχήν γ ' ἄριστος
6444811 νικησειεν
. , . ὑπεροπλίσσαιτο . † ) ὁ Ἀρίσταρχος ἀποδίδωσι νικήσειεν [ τοῖς ὅπλοις . . . . ] καὶ
φωρᾷ . ἀλλὰ καὶ Ἔφορος ἱστορεῖ ὡς εὔξαιτο , εἰ νικήσειεν Ὀλύμπια τεθρίππῳ , χρυσοῦν ἀνδριάντα ἀναθεῖναι : νικήσας δὲ
6442444 καλυπτε
' ἐφηψάμαν ἅμα . δεινότατον παθέων ἔρεξα . λαβοῦ , κάλυπτε μέλεα ματέρος πέπλοις καὶ καθάρμοσον σφαγάς . φονέας ἔτικτες
, δαιόμενος Νύμφης κυανώπιδος Ὠκεανίνης : δήθυνεν δὲ πάγοισι , κάλυπτε δ ' ἐρίσπορον αἶαν οὔτι θέλων προλιπεῖν δυσέρωτα πόθον
6427376 προστροπαιον
Αἰσχίνης Περὶ τῆς πρεσβείας : ἐάσετε οὖν αὐτὸν τὸ τοιοῦτον προστρόπαιον , ἀντὶ τοῦ ἄγος καὶ τὸ μίασμα . καὶ
οἱονεὶ τὸν φονεύσαντα : αὐθέντης γὰρ λέγεται ὁ φονευτής . προστρόπαιον ] ἱκετεύοντα . σημείωσαι . ἀργῆτι ] λευκῶι .
6425603 μνησικακων
πηρώσας τὴν ὄψιν . Μνησικακία καμήλου : ἐπὶ τῶν ἄγαν μνησικάκων . φασὶ γὰρ αὐτὴν πάνυ τοι μέχρι πολλοῦ διαμνημονεύειν
πηρώσας τὴν ὄψιν . Μνησικακία καμήλου : ἐπὶ τῶν ἄγαν μνησικάκων . φασὶ γὰρ αὐτὴν πάνυ τοι μέχρι πολλοῦ διαμνημονεύειν
6420639 ἀνταλλαγον
φεύγειν ἐστὶν οὐκ αὐθαίρετον . ἐδεῖτο χρῆσαι τὴν σεαυτῆς θυγατέρα ἀντάλλαγον . ὃ δ ' ἀποκρινεῖται , κἂν ἐγὼ λέγοιμί
. Μένανδρος Κανηφόρῳ : „ ἐδεῖτο χρῆσαι τὴν σεαυτῆς θυγατέρα ἀντάλλαγον . „ Χήρᾳ : ” ἑκοῦσα ἡ ἀδελφὴ ποιήσει
6418310 Θερσανδρος
οὕτως θερμὸν εὑρήσεις τὸ πῦρ . ” Ταῦτα ἀκούσας ὁ Θέρσανδρος παντοδαπὸς ἦν : ἤχθετο , ὠργίζετο , ἐβουλεύετο .
Πολυνείκη καὶ Ἐτερόκλη δι ' ἀλληλοφονίας : ὑπελείφθη δὲ ὁ Θέρσανδρος ζώπυρον τοῦ Πολυνείκους , τιμώμενον ἐν μάχαις τοῦ καὶ
6411789 ἀποτυγχανων
μὲν Καλλιρόην , τὸ δὲ ἀληθὲς ἑαυτόν : ᾐσθάνετο γὰρ ἀποτυγχάνων τῆς ἐπιθυμίας . “ θάρρει δὲ ” ἔφη ,
δι ' ἀβελτερίαν οὐδὲ δι ' ἄγνοιαν , οὐδ ' ἀποτυγχάνων ; Καὶ τίς μου καταμαρτυρεῖ , φήσει , δῶρα
6389123 φιλανθρωποτατος
. πλησίον μὲν ἡμῖν ἡ Κιλικία , πλησίον δὲ ὁ φιλανθρωπότατος θεός , καὶ ῥᾷστον ἀλγοῦντι καὶ πέμψαι καὶ ἀφικέσθαι
καὶ Σαράπιδος μνησθεὶς ἀνὴρ εὐθυμίας ἅμα καὶ δέους ἐμπίπλαται . φιλανθρωπότατος γὰρ θεῶν καὶ φοβερώτατος αὐτὸς , τὸν λυσιτελῆ φόβον
6387919 αὐτοχειρι
: ὃν οὖν καθ ' ἑτέρων ἤμελλον τίθεσθαι νόμον . αὐτοχειρὶ σφαγεὶς τὸν βίον ἐξέλιπεν . αἱ θυγατέρες Ἐρεχθέως τῷ
καὶ δεῖξαι τοῖς ἔργοις , ὡς ὑπὲρ ἐλευθερίας οὐδὲ σφάττειν αὐτοχειρὶ παρ ' ἡμῖν ἀποκνοῦσι τέκνα πατέρες . οὐ γὰρ
6384259 Πενης
θέλῃς ποτέ , μυστήριόν σου ψευδὲς αὐτῷ προσανάθου . } Πένης ὑπάρχων ἂν γένῃ ποτὲ πλούσιος , μέμνης ' ἐκείνης
ἀδελφόν : ᾐδέσθη τὴν φύσιν , καὶ τὰ τοιαῦτα . Πένης μετὰ δύο υἱῶν ἔλιπε τὴν τάξιν . ἐμονομάχησε καὶ
6382315 ἐγνωρισε
: μέλλων δὲ βασανίζεσθαι Πολύχαρμος εἶπέ μου τοὔνομα καὶ Μιθριδάτης ἐγνώρισε : Διονυσίου γὰρ ξένος γενόμενος ἐν Μιλήτῳ Χαιρέου θαπτομένου
ἀνώρθωσε , καὶ Φρυγίαν Αἴσωπος | εἰς μόνον τὸν μῦθον ἐγνώρισε . Πλάτων δέ , αἰτιασαμένου τινός , ] ὅτι
6379829 θεραπευτης
ἁπάντων ἡδονήν . ἀφ ' ἧς ἐξαναστὰς ὁ ἱερεὺς καὶ θεραπευτὴς τοῦ μόνου καλοῦ Φινεές , ὁ τῶν σωματικῶν στομίων
σύμβολον ὁ βραχίων πόνου καὶ κακοπαθείας : τοιοῦτος δὲ ὁ θεραπευτὴς καὶ λειτουργὸς τῶν ἁγίων , ἀσκήσει καὶ πόνῳ χρώμενος
6379815 πεπιστευκε
παιδὸς βοῶντος : „ δεῦτε , λύκος „ οὐκέτι τις πεπίστευκε προσδραμεῖν αὐτῷ καὶ βοηθῆσαι . ὁ δὲ λύκος εὑρηκὼς
ἐκείνοις πεπιστευκὼς ἀπιστεῖ θεῷ , ὁ δ ' ἀπιστῶν ἐκείνοις πεπίστευκε θεῷ . ἀλλ ' οὐ μόνον τὴν πρὸς τὸ
6378814 Στροφιου
τῶι μὲν ὁ στρατηλάτας πατὴρ κλήιζεται , ὁ δὲ παῖς Στροφίου , κακόμητις ἀνήρ , οἷος Ὀδυσσεύς , σιγᾶι δόλιος
Δεκάτῳ δ ' ἔτει ἐκ Φωκέων ἐλθὼν μετὰ Πυλάδου τοῦ Στροφίου , Αἴγισθον καὶ τὴν μητέρα κτείνας , τῶν Μυκηνῶν
6377003 Δρομιχαιτης
. . . . . . . . . α Δρομιχαίτης . . . . . . . α Ἀριοβαρζάνης
σὺν αὑτῷ Θρᾳκῶν εὐπατρίδας πολλοὺς , ὧν ἡγοῦντο Τήρης καὶ Δρομιχαίτης . τούτους κοσμήσας στρεπτοῖς χρυσοῖς καὶ ὅπλοις ἀργυροπάστοις προῆλθεν
6375124 ὠμοσεν
ὅρκων πίστιν προῆλθον . Ὁ μὲν δὴ Δάφνις τὸν Πᾶνα ὤμοσεν ἐλθὼν ἐπὶ τὴν πίτυν μὴ ζήσεσθαι μόνος ἄνευ Χλόης
, ἔτι δ ' οὐχὶ τοὺς ἄνδρας ἀπαθανατίσας ὁ ποιητὴς ὤμοσεν , ἵνα τῆς ἐκείνων ἀρετῆς τοῖς ἀκούουσιν ἐντέκῃ λόγον
6374874 ἐλεγξεις
ἐκ χειρὸς τύψαι . ἐλαφηβόλος κυνηγός . ἐλεαίρει ἐλεεῖ . ἐλέγξεις ἐλέγχῳ περιβάλῃς , ὀνείδει περιβάλῃς . ἐλεγχείη ἡ αἰσχύνη
οὖν αὐτὸν ὁ Ἀπολλώνιος , οὐδὲ γὰρ πικρὸς πρὸς τὰς ἐλέγξεις ἦν , „ ἀλλὰ μὴ τοῦτο „ ἔφη ”
6373626 δημηγορικος
ἀνθρωπίνων . ὅστις ἂν οὖν ὑμῶν βούληται ἢ οἰκονομικὸς ἢ δημηγορικὸς ἢ στρατηγικὸς γενέσθαι ἢ ὅμοιος Ἀχιλλεῖ ἢ Αἴαντι ἢ
ἀνθρωπίνων . ὅστις ἂν οὖν ὑμῶν βούληται ἢ οἰκονομικὸς ἢ δημηγορικὸς ἢ στρατηγικὸς γενέσθαι ἢ ὅμοιος Ἀχιλλεῖ ἢ Αἴαντι ἢ
6368613 ἐξεσωσεν
μετὰ αὐξήσεως . Εὐριπίδης , ἀλλ ' ἥδε μ ' ἐξέσωσεν , ἥδε μοι τροφός , [ ἡ ] μήτηρ
θεριστήν τις ἀετὸς ἐρρύσατο θανάτου , ἀνθ ' ὧν αὐτὸς ἐξέσωσεν ἐκ δράκοντος ἐκεῖνον . . . . . .
6361247 ἐλεει
, καὶ τὸ σῶμα λαμπρύνει : πολλοὺς ἀναιρεῖ καὶ ὀλίγους ἐλεεῖ : καὶ τοῦτο μὲν διπρόσωπόν ἐστιν . Ἄλλος μοιχεύει
γὰρ τὸ ἐκ χειρὸς τύψαι . ἐλαφηβόλος κυνηγός . ἐλεαίρει ἐλεεῖ . ἐλέγξεις ἐλέγχῳ περιβάλῃς , ὀνείδει περιβάλῃς . ἐλεγχείη
6360184 ᾐτησε
, θέσει , ποιότητι καὶ γνώμῃ . οἷον ἀριστεύσας τις ᾔτησε πολίτου φόνον καὶ ἔλαβεν , εὕρηται προαπεκτονὼς αὐτὸν καὶ
Ἰωνιτῶν πόλει τοῦ λεγομένου Δράκοντος , νυνὶ δὲ Ὀρόντου , ᾔτησε τοὺς Ἰωνίτας εὔξασθαι : καὶ ἐν τῷ εὔχεσθαι αὐτοὺς
6359833 ἀκηδης
' ἐνὶ οἴκῳ εὐνῇ καὶ σίτῳ , ἦ αὔτως κεῖται ἀκηδής ; τοιαύτη γὰρ ἐμὴ μήτηρ , πινυτή περ ἐοῦσα
παρὰ τὸ κήδω γίνεται κηδής καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀκηδής . . . . ἀκήδεστοι : ἀφρόντιστοι , κηδεμόνα
6358890 ἀπειλων
ὁπόσα δὲ κομπάζει ἐν τῇ τοῦ Ὁμήρου ποιήσει ὁ Ἕκτωρ ἀπειλῶν τοῖς Ἀχαιοῖς τὸ ἐπὶ τὰς ναῦς πῦρ , πάνυ
, βιαστικὰς ἀπειλάς , μερίζεται δὲ περὶ τὸ πλῆθος τῶν ἀπειλῶν πολυμερῶς : ἢ γὰρ τὸν οὐρανὸν προσαράξειν ἢ τὰ
6357465 Μακρινος
καὶ αὐτομολοῦντας φοιτᾶν πρὸς τὸν νέον Ἀντωνῖνον . ὁ δὲ Μακρῖνος καταφρονῶν τοῦ πράγματος ὡς παιδαριώδους , χρώμενός τε τῇ
ἐπιέναι ἕκαστοι ἐπανῆλθον ἐς τὰ ἑαυτῶν στρατόπεδα . ὁ δὲ Μακρῖνος συνεὶς ὅτι οὐκ ἄλλως Ἀρτάβανος ἐκθύμως τε μάχεται καὶ
6357441 ἐλοιδορει
οὐδέν , τοῖς δὲ μηροῖς σου προσκεφαλᾴδιον . Εὐτράπελόν τις ἐλοιδόρει , ὅτι Σοῦ τὴν γυναῖκα δωρεὰν ἔσχον . ὁ
περὶ μουσικὴν διατετριφώς , ὁ δ ' ἕτερος , ὃν ἐλοιδόρει , περὶ γυμναστικήν . καί μοι ἔδοξε χρῆναι τὸν
6356153 χειρωσεται
, ὅταν ἴδωμεν τὰ οἰκεῖα πάσχοντα . τὸ δὲ παραστήσεται χειρώσεται . στικτέον δὲ ἐνταῦθα , ἵν ' ᾖ :
πόνον αὐτῷ παρέξει , καὶ τελευτῶν ἀσθενέστερος ὢν τὸν ἰσχυρότερον χειρώσεται . Ταῦτα ᾀδούσης ἐνθύμια ποιεῖται Ἀστυάγης ὡς τείνοντα εἰς
6354539 πεποιθε
μήτ ' εἴην φίλος μήτε ξυνείην , ὅστις αὐτάρκη φρονεῖν πέποιθε δούλους τοὺς φίλους ἡγούμενος . ἀλλ ' ὅμως οἰκτρός
γλῶττα , ἵσταται ὑψοῦ τε ἄτρεπτος καὶ ἀνέκπληκτος καὶ μόνῳ πέποιθε τῷ λόγῳ πρὸς τὸν ἀγῶνα , τοῦτον εὐλαβησόμεθα εἰπεῖν
6353965 Μεδοντι
. παραγενόμενον δὲ ἐκεῖθεν εἰς Ἀθήνας αὐτὸν ξενισθῆναί φασι παρὰ Μέδοντι τῷ βασιλεῖ τῶν Ἀθηναίων . ἐν δὲ τῷ βουλευτηρίῳ
σφισιν ἀνενεγκεῖν ἐς τὸ χρηστήριον τὸ ἐν Δελφοῖς , δίδωσι Μέδοντι ἡ Πυθία βασιλείαν τὴν Ἀθηναίων . οὕτω δὴ ὁ
6350609 Μεθυσος
, οὐκ ἤληθεν : ἀλοῦσα , οὐχὶ δὲ ἀλήθουσα . Μέθυσος ἀνὴρ οὐκ ἐρεῖς , ἀλλὰ μεθυστικός . μέθυσον δὲ
: Οὐκοῦν , πραγματευτά , μέλαινα οἶνόν μοι κέρνα . Μέθυσος ὀνειδιζόμενος ὑπό τινος , ὅτι πολλὰ πίνων οὐ φρονεῖ
6350201 ἀνελαβετο
καὶ οὐ Λαίς . Ἰσοκράτης δὲ καὶ Λαγίσκαν τὴν ἑταίραν ἀνελάβετο εἰς τὴν οἰκίαν . Δημοσθένη δὲ τὸν ῥήτορα καὶ
καὶ ἡμᾶς παίζει . ὁ δὲ θεωρήσας τὸν παῖδα αὐτοῦ ἀνελάβετο καὶ εὐθὺς ἔλαβον αὐτόν . Παλαμήδης * δὲ *
6343754 Ἀλκαθουν
Ἱππόστρατον : Αἰολοπέα : Πείραντα : Ἀκαρνᾶνα : Ἱππομέδοντα : Ἀλκάθουν : Εὐρύαλον : Εὐρύμαχον : Κρόκαλον : Ἀκρόκομον :
δὲ τοῦτον ἐκάλεσεν , ἐπειδὴ τοὺς Μελαίνης ἀπέκτεινε παῖδας , Ἀλκάθουν καὶ Λυκάνορα . . . κακοῖσι βάζει ] κακολογεῖ

Back