/ εἶδον Ἕκτορος παῖδα [ Ἀστυάνακτα ] ? / Τρωίλον ὀλλύμενον / μορφὴν τὴν Ἑκάβης στυγοῦσαν ἐν θαλάμοις κλιθεῖσαν /
οἰκτρῶς : ἐλεεινῶς , ἀθλίως . ὄλισθον : πλάνον . ὀλλύμενον : ἀπολλύμενον . οἶος ἐξ οἴου : μόνος ἐκ
6938059 διενηξαντο
ἐνδακόντες , ἀντιπίπτουσι τῷ ῥεύματι , καὶ ἀλύπως καὶ ἀσφαλῶς διενήξαντο . ἐν Κρήτῃ δὲ λύκος οὐκ ἔστιν . Ἔχθιστον
Παρθενία , ἡ τοῦ Φόρβαντος καὶ τοῦ Περιέργου ἀδελφὴ , διενήξαντο εἰς Ἰηλυσὸν περὶ τὸν καλούμενον τόπον Σχεδίαν . Καὶ
6903887 θυρωροι
ὑποβαρβαρίζοντες ταῦτα νουθετοῦσιν οἱ πολλοὶ καὶ φέρουσιν ἐνίοτε ἀντὶ παιδαγωγῶν θυρωροὶ γιγνόμενοι τοῖς αὐτῶν δεσπόταις , ὁπόταν καταλύσωσι τὴν τέχνην
μελισσῶν ἔξοδον . Οὖροι γὰρ οἱ φυλάσσοντες : καὶ οἱ θυρωροὶ οἱ τὰς θύρας φρουροῦντες . Κίβδηλον . οἱονεὶ κρύβδηλόν
6794298 ἡσθησαν
Δημόκριτον θεήσασθαι . Οἱ δ ' ἐπῄνεον ἀκούσαντες , καὶ ἥσθησαν , ἦγόν τέ με ξυντόμως διὰ τῆς ἀγορῆς ,
ἐδίκαζε τοῖς γείτοσι καὶ τὸ ἴσον ἔχειν αὐτοὺς ἐδίδασκεν . ἥσθησαν τῷ δικαστῇ , καὶ αὐτίκα κλέος ἦν ἐν Μήδοις
6693939 ἐνθησω
στίχος . αὐτὰρ ἐγὼ σῖτον καὶ ὕδωρ καὶ οἶνον ἐρυθρόν ἐνθήσω , μενοεικέ ' , ἅ κέν τοι λιμὸν ἐρύκοι
πόντον . αὐτὰρ ἐγὼ σῖτον καὶ ὕδωρ καὶ οἶνον ἐρυθρὸν ἐνθήσω μενοεικέ ' , ἅ κέν τοι λιμὸν ἐρύκοι ,
6674027 κατειδον
ὁπλοφόρους Δαναῶν θέλους ' ἵππων τ ' ὄχλον ἰδέσθαι . κατεῖδον δὲ δύ ' Αἴαντε συνέδρω , τὸν Οἰλέως Τελαμῶνός
ὄχθῃ τοῦ Ὑδάσπου ὑπολελειμμένοι ἡγεμόνες ἦσαν , ὡς νικῶντα λαμπρῶς κατεῖδον Ἀλέξανδρον , ἐπέρων καὶ αὐτοὶ τὸν πόρον . καὶ
6625155 ἀνεπαυοντο
με δουλεύειν . τότε μὲν δὴ ὥσπερ εἰκὸς ἐκ τοιούτων ἀνεπαύοντο σὺν ἀλλήλοις . Τῇ δ ' ὑστεραίᾳ ὁ Ἀρμένιος
αὑτοὺς ἀπολαβόντες χρόνῳ . Ἐπεὶ δὲ νὺξ ἤδη ἐγεγόνει , ἀνεπαύοντο οἱ μὲν ἄλλοι πάντες ὅπως ἔτυχον , Λεύκων μὲν
6623747 ἀνεστρεψαν
Ῥωμαῖαι μικροῦ δεῖν πᾶσαι καταλιποῦσαι τοὺς ἄνδρας ὡς τοὺς πατέρας ἀνέστρεψαν , αἵ τε Ῥωμαίοις ἐκδεδομέναι Λατίνων πλὴν δυεῖν ,
ἐπειδὴ κατ ' ἀρχὰς προσέσχον , εἶτ ' ἀναχθέντες αὖθις ἀνέστρεψαν : ἡ δὲ πεῖρα τοῦ συμβάντος ἔθετο τῷ τόπῳ
6613175 ἀπεκοψεν
: καὶ Ὅμηρος : ἄχρις ἀπηλοίησεν , ἀντὶ τοῦ ἀκριβῶς ἀπέκοψεν . ἄχρι δὲ χωρὶς τοῦ σ χρονικὸν ἐπίρρημα .
ἐκεῖ Κρόνον τὸ δρέπανον ἀποκρύψαι , ᾧ τὰ τοῦ πατρὸς ἀπέκοψεν αἰδοῖα . Νίκανδρος ἐν τῷ ηʹ Σικελίας „ καί
6597990 ἀνιεσαν
πρόσβασιν , τῶν δὲ βαλλόντων ἀνιόντας : ὡς δὲ οὐκ ἀνίεσαν οἱ Μακεδόνες , ἄλλοι ἐπ ' ἄλλοις ἐπιόντες ,
δ ' ὁμοῦ γλῆναι γένει ' ἔτεγγον , οὐδ ' ἀνίεσαν φόνου μυδώσας σταγόνας , ἀλλ ' ὁμοῦ μέλας ὄμβρος
6593555 γημαντες
τοὺς μὲν ἡβῶντας ἀπέσφαξαν , τὰς δὲ γυναῖκας τῶν παρασπονδηθέντων γήμαντες κατέσχον τὴν πόλιν . Κατὰ δὲ τὴν Ἑλλάδα Λακεδαιμόνιοι
, νυκτὸς ἐφόνευσαν τοὺς ὑποδεξαμένους , καὶ τὰς τούτων γυναῖκας γήμαντες κατέσχον τὴν πόλιν . ἐκάλεσαν δὲ ταύτην Μαμερτίνην ἀπὸ
6590691 ἠχησαν
τελευτᾷ δ ' ἐπηλάλαξαν ] ἐν τέλει , ἐν ὑστέρῳ ἤχησαν . . τὸν ὀξὺν νόμον ] τὸν ὄρθιον καὶ
τελευταία . . ἐπὶ δὲ τῇ τελευτῇ αὐτῶν ἠλάλαξαν καὶ ἤχησαν , κατὰ τὸν ὀξύφωνον καὶ μεγαλόηχον νόμον , ἀραὶ
6583561 βριαρος
τοῦτο δὲ παρὰ τὴν βίαν βιαρός καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ βριαρός , ἔνθεν τὸ Βριάρεως . ἢ παρὰ τὸ †
βριαρώτερος καὶ Βριάρεως . εἴρηται παρὰ τὴν βίαν βιαρός καὶ βριαρός , . , . * ? Βριάρηο : οἷον
6579481 ταραττομενοι
οἱ δύο μὲν κατέπεσον , αὐτόθι δὲ ἀτυζόμενοι , ἤγουν ταραττόμενοι , ἐν ἄτῃ γενόμενοι , τὰς πνοὰς ἀπέβαλον ,
. ἁθρόοι : ἤγουν πανδημεί . κινούμενοι : ἀντὶ τοῦ ταραττόμενοι ἡ πεῖρα : ἤγουν ἡ πρᾶξις . καὶ οὔσης
6578410 ἀποθνῃσκω
ὄντι ὡς ἂν δύνωμαι βέλτιστος ὢν καὶ ζῆν καὶ ἐπειδὰν ἀποθνῄσκω ἀποθνῄσκειν . παρακαλῶ δὲ καὶ τοὺς ἄλλους πάντας ἀνθρώπους
ἐποχοῦμαι , ὀργίζομαι , ὀλισθαίνω , λαλῶ , τήκομαι , ἀποθνῄσκω , ἐν φόβῳ ἐγώ , πρὸς φόβου σύ ,
6553109 ἀγρευονται
Ὑπηματίους : κατὰ τὴν ἡμέραν : πολλάκις γὰρ τῷ φωτὶ ἀγρεύονται οἱ ἰχθύες . ἕσπερος : κατά . Γλαφυρόν :
: κατὰ πολύ . Τέρπονται : χαίρουσιν . ἀγρώσσονται : ἀγρεύονται . ἐδωδῇ : τροφῇ . βίῳ . Πλώοι :
6548519 κατεφλεχθησαν
, Πομπηίου δὲ ὀκτὼ καὶ εἴκοσι , καὶ αἱ λοιπαὶ κατεφλέχθησαν ἢ ἐλήφθησαν ἢ ἐς τὴν γῆν ὀκέλλουσαι συνετρίβησαν :
οἰκετῶν ὀλίγους ἐνέπρησε τὴν ναῦν , καὶ οἱ λοιποὶ πάντες κατεφλέχθησαν : τὸ γὰρ πάντας ἄγειν οὔτε ἐδύνατο οὔτε ἀσφαλὲς
6546833 θαλαμονδε
μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον . βῆ δ ' αὖτις θάλαμόνδε Μελάνθιος , αἰπόλος αἰγῶν , οἴσων τεύχεα καλά :
μῦθον ἀνώιστον , διὰ δ ' ἔσσυτο θαμβήσασα ἐκ θαλάμου θάλαμόνδε διαμπερές , ᾧ ἔνι κούρη κέκλιτ ' , ἀκηχεμένη
6543773 ἐκοιμηθησαν
. καὶ τότε μὲν ἀπῆλθον ἐπὶ τὸ στρατόπεδον καὶ δειπνήσαντες ἐκοιμήθησαν . τῇ δ ' ὑστεραίᾳ αὐτός τε ὁ Τιγράνης
καὶ φυλακὰς καταστησάμενοι καὶ πυρὰ πολλὰ πρὸ τῶν φυλακῶν καύσαντες ἐκοιμήθησαν . τῇ δ ' ὑστεραίᾳ πρῲ Κῦρος μὲν ἐστεφανωμένος
6533164 κλαιοντες
παροινίας μαρτυρόμενοι καὶ τῷ νυμφοστολήσαντι κακῶς ἐπαρώμενοι , ἐσύστερον δὲ κλαίοντες τρόπον τινὰ καὶ πηδῶντες ἀκάθεκτα ταῖς ἀντικειμέναις πέτραις τὰς
τῷ αἰγιαλῷ τῷ δεχομένῳ τὰ κύματα ἐφιλοκαλοῦμεν τοὺς ἵππους , κλαίοντες ἐπὶ τῇ φήμῃ τῆς ἐξορίας τοῦ Ἱππολύτου : ψήκτραισιν
6511230 ἐμβλεπειν
διὰ τῶν ἄνω κενώϲεων ἐκ τῶνδε ἂν μάλιϲτα γνοίηϲ : ἐμβλέπειν γὰρ ἤδη πρὸϲ τοῖϲ εἰρημένοιϲ καὶ τὸ τοῦ νοϲοῦντοϲ
ὅταν μὴ παρόντος τοῦ εὐθυνομένου καταδικασθῇ ὁ διωκόμενος . Ἔρημον ἐμβλέπειν : ἀκίνητον καὶ νωθρόν . οἷον ὅταν εἰς ἐρημίαν
6485694 θηρευται
, ἀλλ ' ἐπὶ τὴν γῆν ἐξελαύνουσιν , [ ὡς θηρευταὶ κύνες ὑλακῇ τὰ φανέντα τῶν θηρίων μεταδιώκοντες , ὥστε
δὲ τῶν κεράτων μορφῇ ἐπετέρπετο . ἄφνω δέ τινες ἐφίστανται θηρευταὶ καὶ ταύτην ἐδίωκον . καὶ καθ ' ὅσον μὲν
6483914 φωρες
παραλοῦσθαι καὶ τοὺς σπόγγους ἐᾶν . ἀναχύρωτον τὸν πηλὸν Ἀργεῖοι φῶρες στόμια πριονωτά ἀμφιανακτίζειν τὸν πνιγέα ὑφόλμιον τὴν ψήκτραν ἀλλ
ναῦς : ἔστιν ἃ δὲ ταύτης καὶ διαρπάζοντες ἔνιοι ὥσπερ φῶρες καὶ λαθραίως ἐξιόντες τῶν πυλῶν ἀπῄεσαν ἐς τὰ οἴκοι
6480817 ἐκπεπληγμενοι
ἐπ ' εὐνῆς τινος ἡμίγυμνος πρόκειται καὶ θεραπεία πᾶσα , ἐκπεπληγμένοι τὸ ἔργον οἱ μὲν ὥσπερ βοῶσιν , οἱ δέ
ἐκ τούτου δὴ οἱ Ἕλληνες ἔθεον ἐπὶ τὰ ὅπλα πάντες ἐκπεπληγμένοι καὶ νομίζοντες αὐτίκα ἥξειν αὐτοὺς ἐπὶ τὸ στρατόπεδον .
6478864 κατεφιλουν
τι ἐψιθύριζεν , ἐπιπολῆς ψαύουσά μου τῶν χειλέων . κἀγὼ κατεφίλουν σιωπῇ , κλέπτων τῶν φιλημάτων τὸν ψόφον , ἡ
, οἱ δὲ ἄνθρωποι , μηκέτι ἔχοντες Καλλιρόην ὁρᾶν , κατεφίλουν τὸν δίφρον . βασιλεὺς δὲ ὡς ἤκουσεν ἀφῖχθαι Διονύσιον
6475958 ἀνεσχον
ἀνέξω , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἀνέχον , πλεονασμῷ τοῦ σ ἀνέσχον : ὁ μέσος δεύτερος ἀόριστος ἀνεσχόμην ἀνέσχου ἀνέσχετο ἀνασχέσθαι
ἔπειτα τὸ σημεῖόν τε τοῦ πυρός , ὡς εἴρητο , ἀνέσχον , καὶ διὰ τῶν κατὰ τὴν ἀγορὰν πυλῶν τοὺς
6475857 πλαγα
ἂν ἔλθοι . ὦ πόνος ἐγγενὴς καὶ παράμουσος ἄτας αἱματόεσσα πλαγά . ἰὼ δύστον ' ἄφερτα κήδη : ἰὼ δυσκατάπαυστον
μεμίξεται ] προσαρμοσθήσεται , γενήσεται . στονόεσσα ] στενακτική . πλαγά ] η η . κτύπος περὶ τὰ στήθη καὶ
6475716 ἐκαμνον
προγεγονότων κατορθωμάτων ἀξίους φανῆναι . . . . ὅμως οὐκ ἔκαμνον ταῖς ψυχαῖς , κατισχύοντος τοῦ λογισμοῦ τὴν τῶν σωμάτων
καὶ ἐφελκυσαμένου τὸ ἐπίθημα , κάματον ἐς ἀνωφελὲς οἱ Ἀστυπαλαιεῖς ἔκαμνον ἀνοίγειν τὴν κιβωτὸν πειρώμενοι : τέλος δὲ τὰ ξύλα
6473017 ὀφθαλμιωντες
πρὸς παιδαγωγὸν τὴν φιλοσοφίαν ἐπανιέναι , ἀλλ ' ὡς οἱ ὀφθαλμιῶντες πρὸς τὸ σπογγάριον καὶ τὸ ᾠόν , ὡς ἄλλος
τὸν ἥλιον λάβωσιν , εὑρήσει γινομένην ἶριν : καὶ οἱ ὀφθαλμιῶντες δὲ τοῦτο πάσχουσιν , ὅταν εἰς τὸν λύχνον ἀποβλέψωσιν
6462425 ἀωτεις
ἄνθος δηλοῖ ἱμάτιον , δέρμα ' . . . . ἀωτεῖς : Ὅμηρος : τί πάννυχον ὕπνον ἀωτεῖς ; ἀντὶ
. . . ἀωτεῖς : Ὅμηρος : τί πάννυχον ὕπνον ἀωτεῖς ; ἀντὶ τοῦ τὸ κάλλιστον τοῦ ὕπνου ἀπανθίζῃ καὶ
6453642 λεοντε
καὶ τοῦτο τὸ ὄνομα . Λύκω συννόμω καὶ ἵππω , λέοντέ γε μὴν οὐκέτι : λέαινα γὰρ καὶ λέων οὐ
τῇ ἐξ ἀρχῆς ὑλοτομίᾳ . Λύκω συννόμω καὶ ἵππω , λέοντέ γε μὴν οὐκέτι : λέαινα γὰρ καὶ λέων οὔτε
6451237 γελασαντες
αὐτὸς μετὰ τῶν ἡγεμόνων ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ φανερῶς ἔπιεν . γελάσαντες οἱ στρατιῶται καὶ τὴν αἰτίαν τῆς ἀπάτης νοήσαντες ἀδεῶς
μαθηταὶ εἰς σύντονον καὶ δυσαπάλλακτον ἔρωτα ἦλθον , διὸ κτηνοτροφίαν γελάσαντες ἐξεπόνησαν ποιμενικὴν ἐπιστήμην . τεκμήριον δέ : ὁ τὴν
6444741 παρθενικαις
γαμήλια θεσμὰ θεαίνης . παρθένον οὐκ ἐπέοικεν ὑποδρήσσειν Κυθερείῃ , παρθενικαῖς οὐ Κύπρις ἰαίνεται . ἢν δ ' ἐθελήσῃς θεσμὰ
σὺν δὲ καὶ ὑψῆέν τε πανόσμεον ὅσσα τε τύμβοι φάσγανα παρθενικαῖς νεοδουπέσιν ἀμφιχέονται , αὐταί τ ' ἠιθέας ἀνεμωνίδες ἀστράπτουσαι
6443229 ἐδεξιουντο
τὸν ἕτερον καὶ περιβάλλειν τὰς χεῖρας ἐν τῷ φιλοφρονεῖσθαι . ἐδεξιοῦντο : τὰς δεξιὰς συμβαλόντες ἑτέραν τῇ ἑτέρᾳ ἠσπάζοντο .
ἀπῄειν οἴκαδε , προσιόντες δέ μοι τῶν ἀκηκοότων πολλοὶ οὖν ἐδεξιοῦντο καὶ θαυμάζουσιν ἐῴκεσαν . ἐπὶ πολὺ γοῦν παρομαρτοῦντες ἄλλος
6441793 ἠγγειλαν
καὶ τὰς τῶν ἰδιωτῶν οἰκίας . οἱ πρεσβευταὶ πλοῦτον ἰδόντες ἤγγειλαν Ἀθηναίοις , οἱ δὲ τὴν συμμαχίαν ἔπεμψαν . Οἱ
φεύγουσαν ἑὸν λέχος Ἀμφιτρίτην φρασσάμενοι δελφῖνες ἐν Ὠκεανοῖο δόμοισι κευθομένην ἤγγειλαν : ὁ δ ' αὐτίκα κυανοχαίτης παρθένον ἐξήρπαξεν ἀναινομένην
6441678 χοἰ
γυναῖκας εἶναι τάσδε μηδ ' ἀνειμένας . Φεύγουσι γάρ τοι χοἰ θρασεῖς , ὅταν πέλας ἤδη τὸν ᾅδην εἰσορῶσι τοῦ
Ἀντιόπη [ ] αι πέτραν δρασμοῖς ἐπ [ τίνες δὲ χοἰ συνδρῶντες ἐκ ποίας χθονός [ ; σημήνατ ' ,
6441296 ἐκλυομενοι
ἐπιῤῥιγεῦντα τρομώδεα γινόμενα κρίνει . Οἱ ἐκ ῥίγεος μετὰ κεφαλαλγίης ἐκλυόμενοι , σφαλεροί : τὸ αἱματῶδες οὖρον τουτέοισι κακόν .
διὰ τὴν περὶ τὸ αἷμα ῥύσιν καὶ σφοδρότητα τοῦ ῥεύματος ἐκλυόμενοι παρεφέροντο . τοιαύτης δὲ συμφορᾶς γενομένης περὶ τοὺς Ῥωμαίους
6437604 ἐπηγαγον
λόγον αἰτησάμενοι κατηγόρουν τῶν Ῥωμαίων , ὅτι τὸν Τυρρηνικὸν πόλεμον ἐπήγαγον σφίσιν ὄντες συγγενεῖς καὶ παρέσχον ὅσον ἐφ ' ἑαυτοῖς
ἐν δυοῖν στροφαῖν , καὶ τρίτην , οἶμαι , τινὰ ἐπήγαγον , ἣν καλοῦσιν οἱ γραμματικοί μοι δοκεῖν ἐπῳδόν .
6432041 δουλευουσαν
καὶ δεσποτεία χεὶρ ὁ δεσπότης παρὰ Λυκόφρονι . δουλείαν ] δουλεύουσαν . δουλείαν ] ὑποχειρίαν γενομένην . δουλείαν ] δουλικήν
καὶ φήσει τοῦτο εἶναι τυραννίδος κατάλυσιν τὸ παῦσαι τὴν πόλιν δουλεύουσαν : ἢ ἀπὸ τοῦ τρόπου λέγων , εἰ λάθρα
6431466 ἐκαθαιρον
πηγῆς , ἀφ ' ἧς οἱ μέλλοντες θύσειν τὰς χεῖρας ἐκάθαιρον : φασὶ γοῦν διὰ τὸ αἰτίαν εἶναι καθαρμοῦ Καλλιρρόην
καὶ τὰς μὲν [ ἐν Δήλῳ ] | αὖ ταφὰς ἐκάθαιρον ? [ ] , ὡς οὐχ ὅσιον οὔτε [
6427154 σκιρτωσι
ἐριαύχενας εἴρυσε πώλους : οἳ δὲ θυελλήεσσαν ἐπιστήσαντες ἀνάγκην ἱστάμενοι σκιρτῶσι μεμηνότες : ἔξοχα δ ' ἄλλων δεξιὸς ἀσθμαίνων καὶ
ἐπίτασιν : πελάσαντα γοῦν τῷ τόπῳ καὶ πλησθέντα τοῦ κράματος σκιρτῶσι πρῶτον ὥσπερ χορεύοντα , εἶτα καρηβαρήσαντα νεύει πρὸς γῆν
6426976 ἀναστρεψαντες
χωρίου . καὶ οἱ μὲν πεισθέντες ἐκράτουν , οἱ δὲ ἀναστρέψαντες ἐζεύγνυον ὁρμώμενοί τε ἐξ οἰκείων καὶ τελευτῶντες εἰς τὸ
σπεύδετε ; ὁ λόγος τῶν γυναικῶν ᾔσχυνε τοὺς Πέρσας καὶ ἀναστρέψαντες ἐπὶ τὴν μάχην τοὺς Μήδους ἐς φυγὴν ἐτρέψαντο .
6422865 Μιμνερμος
ποτηρίου διεκομίζετο ἐπὶ τὴν δύσιν Στησίχορός φησιν , ὃ ποτήριον Μίμνερμος εὐνὴν κοίλην Ἡφαίστου χερσὶν ἐληλαμένην χρυσοῦ τιμήεντος . Φερεκύδης
ἐν τῶι ἱερῶι τῆς Ἥρας ὑπὸ Λαοδάμαντος τοῦ Ἐτεοκλέους : Μίμνερμος δέ φησι , τὴν μὲν Ἰσμήνην προσομιλοῦσαν Θεοκλυμένωι ὑπὸ
6421522 δαμασθεντες
οὐκ ἔσκεν , ἤγουν οὐκ ἦν . Καὶ οὗτοι μὲν δαμασθέντες , τουτέστι φονευθέντες , ὑπὸ ταῖς σφετέραις , ἀντὶ
. , . * . . Ἀδηκότες : κεκμηκότες , δαμασθέντες , ἀδημονοῦντες , τουτέστιν ὑπὸ κόπου ἀηδῶς διακείμενοι :
6421000 ἐπισπευδοντες
ἐκλήρουν δικαστήριον τῷ φονεῖ , διὰ τὴν πρὸς Ἑρμοκράτην τιμὴν ἐπισπεύδοντες τὴν κρίσιν . ἀλλὰ καὶ ὁ δῆμος ἅπας εἰς
οὗ δὴ καὶ μίαν ἄλλην ἡμέραν προσδιατρίψαντες τομῶς ὑπέστρεψαν , ἐπισπεύδοντες τὰ πρὸς τὸν πλοῦν , καλοῦντος αὐτοὺς ἤδη τοῦ
6411061 φονευσαντες
τὸν τοῦ πατρὸς φόνον διατρήσαντες τὴν κοιλίαν τῆς μητρὸς καὶ φονεύσαντες αὐτὴν γεννῶνται ὡς Νίκανδρος ἐν τοῖς Θηριακοῖς [ .
ἐν Ἠλέκτρᾳ κεῖσθαι τὴν λέξιν ἔθος σημαίνουσαν . οἱ γὰρ φονεύσαντες ἐξ ἐπιβουλῆς τινας ὑπὲρ τοῦ μῆνιν ἐκκλίνειν ἀκρωτηριάσαντες μόρια
6407428 τυφλαι
μὲν γὰρ αὐτῶν εἰσι τυφλαὶ , αἱ δὲ κρυπταί . τυφλαὶ μὲν αἱ τὸ στόμιον ἐν τῷ βάθει ἔχουσαι ,
[ ] [ ] κόραισί τ ' εὐμαχανίαν διδόμεν . τυφλαὶ ] ? [ γὰρ ] ἀνδρῶν φρένες , ὅστις
6404384 βαρβαρωι
τὸν ἡδονῆς μελωιδὸν εὐάζων χορόν . πηκτὶς δὲ Μούσηι γαυριῶσα βαρβάρωι δίχορδος εἰς σὴν χεῖρα πῶς κατεστάθη ; ἐδέξατ '
' , ἀνθηρὸς μὲν εἱμάτων στολῆι χρυσῶι τε λαμπρός , βαρβάρωι χλιδήματι , ἐρῶν ἐρῶσαν ὤιχετ ' ἐξαναρπάσας Ἑλένην πρὸς
6402507 περιφοβοι
. τῇ δὲ τῶν ἐθνῶν τούτων ἀπωλείᾳ πάντες οἱ πλησιόχωροι περίφοβοι γενόμενοι προσεχώρησαν τῷ βασιλεῖ . ὁ δ ' Ἀλέξανδρος
Οἱ δ ' ὕπατοι τῇ κατόπιν ἡμέρᾳ συνεκάλουν τὴν βουλὴν περίφοβοι ὄντες ἐπὶ τοῖς καινοτομουμένοις καὶ τὴν τοῦ Βρούτου δημοκοπίαν
6391517 φυσωντος
διὰ τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ ἔρωτος . ἀκραέος : τοῦ ἄκρως φυσῶντος ἢ εὐκραοῦς , καλοῦ καὶ ἀμιγοῦς ἢ ἠρέμα πνέοντος
ἀναπνοάς . φυσιόωντα : μεγάλα , πνευστιῶντα . φυσιόωντος : φυσῶντος καὶ ἐκπνέοντος , ἢ φυσιόωντος ἀντὶ τοῦ σοβαρῶς καὶ
6387141 οἰμωγῃ
Λυδῶν δὶς ἑπτά . Ὡς δὲ ἐθεάσαντο Λυδοὶ , πάντες οἰμωγῇ καὶ στόνῳ ἀνέκλαυσαν , καὶ ἔπληξαν τὰς κεφαλάς .
συνέχεε οὕτω ὥστε τοὺς κιθῶνας κατηρείξαντο πάντες βοῇ τε καὶ οἰμωγῇ ἐχρέωντο ἀπλέτῳ , Μαρδόνιον ἐν αἰτίῃ τιθέντες . Οὐκ
6385421 Πλαγκτας
δῆσαι κελεύει ; . . . , . Πλαγκτάς . Πλαγκτὰς διὰ τὸ προσπλήσσεσθαι αὐταῖς τὰ κύματα : οἱ δὲ
οὐδ ' Ἀβίλυκα ὄρος οὐδὲ Μεταγώνιον ἔθνος . καὶ τὰς Πλαγκτὰς [ δὲ ] καὶ τὰς Συμπληγά - δας ἐνθάδε
6383268 ἡμιθνητες
τῶν ἄλλων . . κύρισσον ] προσέκρουον : πεσόντες γὰρ ἡμιθνῆτες ποσί τε καὶ κεφαλῇ ἐστροβοῦντο . εἴρηται δὲ τὸ
μένοντες , οἱ δὲ ἐκθέοντες ἐγκαταλαμβανόμενοι , οἱ δὲ ἀπολειφθέντες ἡμιθνῆτες , οὐκ ἔχοντες ἐξαναδῦναι οὐδὲ αὑτοὺς ῥύσασθαι , κακῶν
6379589 ἐπετοντο
διὰ πεδίου . . . . . οἱ δ ' ἐπέτοντο κονίοντες πεδίοιο : ἡ διπλῆ ὅτι λείπει ἡ διά
ἐφέροντο . διὸ ἀθετοῦνται . . . , , . ἐπέτοντο κονίοντες πεδίοιο . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι
6379097 ἐφυλαττον
κολλὺς γὰρ ἡ θρὶξ ἡ ἐπὶ τοῦ ἄκρου , ἣν ἐφύλαττον ἀκούρευτον θεοῖς ἀνατιθέντες : καταχρηστικῶς καὶ ἐπὶ τοῦ ἀπογεγυμνωμένου
στάσεως ἐπαύσαντο , τὰς δὲ αὑτῶν τάξεις ἀναλαβόντες τὸν χάρακα ἐφύλαττον . Παυσίστρατος , ναύαρχος Ῥοδίων , παρήγγειλεν ἀριθμὸν καὶ
6378175 Ἠλεκτρυονος
τὴν οἰκειότητα τοῦ σημείου αὐτοῦ : ἄλλως : ἢ ἀπὸ Ἠλεκτρυόνος τοῦ πατρὸς Ἀλκμήνης ἢ ἀπὸ Ἠλέκτρας τῆς Ἀμφίονος .
τὴν οἰκειότητα τοῦ σημείου αὐτοῦ : ἄλλως : ἢ ἀπὸ Ἠλεκτρυόνος τοῦ πατρὸς Ἀλκμήνης ἢ ἀπὸ Ἠλέκτρας τῆς Ἀμφίονος .
6373936 καινοπημονες
. Ξ φορεῖται ] ἄγεται . αἱ δμωίδες δὲ αἱ καινοπήμονες νέαι , ἤτοι αἱ νέον πῆμα ἔχουσαι ἤγουν παθοῦσαι
ἀκριτόφυρτος γᾶς δόσις οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοις φορεῖται . δμωίδες δὲ καινοπήμονες † νέαι τλήμονες εὐνὰν αἰχμάλωτον † ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ,
6371606 ξυμμαχιδα
ἐν Πλαταιαῖς εὐθὺς περιήγγελλον κατὰ τὴν Πελοπόννησον καὶ τὴν ἔξω ξυμμαχίδα στρατιὰν παρασκευάζεσθαι ταῖς πόλεσι τά τε ἐπιτήδεια οἷα εἰκὸς
πρῶτον ὕπνον ξὺν ὅπλοις ἐς Πλάταιαν τῆς Βοιωτίας οὖσαν Ἀθηναίων ξυμμαχίδα . ἐπηγάγοντο δὲ καὶ ἀνέῳξαν τὰς πύλας Πλαταιῶν ἄνδρες
6369879 Ἱπποκοωντα
τύπτοντες κατεργάζονται τὸν Οἰωνόν . τοῦτο Ἡρακλέα μάλιστα ἐξηγρίωσεν ἐς Ἱπποκόωντα καὶ τοὺς παῖδας : αὐτίκα δὲ ὡς ὀργῆς εἶχε
πλὰν Νέστορος : Σπάρταν / τε λαβὼν δορυάλωτον / , Ἱπποκόωντα καὶ τοὺς / παῖδας φονεύσας , Τυνδάρεων [ σὺν
6366685 συγκλεισαι
τῶν πυ - λῶν ὠθούμενοι ἐς τὴν πόλιν οὐκ ἔφθησαν συγκλεῖσαι τὰς πύλας . ἀλλὰ συνεσπίπτουσι γὰρ αὐτοῖς εἴσω τοῦ
φενακίσαι , σοφίσασθαι , παρενεγκεῖν , παρασῦραι , κλεῖσαι , συγκλεῖσαι , συγχέαι τὴν γνώμην , συνταράξαι τὸν λογισμόν ,
6364592 ἐκλαυσαν
δὲ ἤγγισαν μακρόθεν , οὐκ ἐπεγίνωσκόν με : κράξαντες δὲ ἔκλαυσαν , ῥήξαντες τὴν ἑαυτῶν στολὴν καὶ καταπασάμενοι γῆν παρεκάθισάν
αὐτὰ ἡ γῆ . Ἐκάθισαν δὲ οἱ δύο , καὶ ἔκλαυσαν . Πρωΐας δὲ γενομένης , ἀπέστειλεν Ἱερεμίας τὸν Ἀβιμέλεχ
6363665 λυπουντες
φαίνεται τὰ οὖρα πέψεως , καὶ οἱ κατέχοντες παροξυσμοὶ ἐπιμείνοιεν λυποῦντες τὸν κάμνοντα . Ἐπειδὰν δὲ βραχύ τι πέψεως διαγνωσθείη
ἁμαρτάνωσιν , τὰς μὲν ὑβρίζοντες τῇ μοιχείᾳ , τὰς δὲ λυποῦντες οἷς ὑβρίζουσιν . Δίκαιον τοῖς λογικὴν ἐξετάζουσι τέχνην αὐτὸ
6362852 ὠνησαντο
πρώτῃ συμπλοκῇ : ὡς δὲ οὐκ ἐξεχώρουν τοῦ ἄστεως , ὠνήσαντο Ῥωμαῖοι τὴν ἀναχώρησιν αὐτοῦ χρυσίῳ . Τοῦτο οὐκ ἤνεγκε
παρ ' ἐκείνου ] . καὶ οἳ πορευθέντες παρὰ Κροίσου ὠνήσαντο . Ἱέρων δ ' ὁ Συρακόσιος βουλόμενος ἀναθεῖναι τῷ
6362633 Πτερελαου
ὄντα . Ἠλεκτρύονος δὲ βασιλεύοντος Μυκηνῶν , μετὰ Ταφίου οἱ Πτερελάου παῖδες ἐλθόντες τὴν Μήστορος ἀρχὴν τοῦ μητροπάτορος ἀπῄτουν ,
, τὴν ποίης ' Ἴθακος καὶ Νήριτος ἠδὲ Πολύκτωρ ] Πτερελάου παῖδες Ἴθακος καὶ Νήριτος ἀπὸ Διὸς ἔχοντες τὸ γένος
6362202 αἱματοσταγη
τάλαιναν τέκνων ἄπαιδα . προσάγετ ' ἄγετε δυσπότμων σώμαθ ' αἱματοσταγῆ , σφαγέντας οὐκ ἄξι ' οὐδ ' ὑπ '
; εἴ τι μὴ φρενῶν στύγος . φόνον δόμοι πνέουσιν αἱματοσταγῆ . καὶ πῶς ; τόδ ' ὄζει θυμάτων ἐφεστίων
6355637 ἀνῃρουντο
ἐφονεύοντο . πολλοὶ δὲ καὶ τῶν μηδ ' ὁτιοῦν διαβεβλημένων ἀνῃροῦντο , δεόμενοι μαθεῖν τὴν αἰτίαν τῆς ἀπωλείας . καθωπλισμένον
αἰτίαις ἐκ τῆς τυχούσης διαβολῆς , ὡς ἐκείνου φίλοι , ἀνῃροῦντο . τήν τε Κομμόδου ἀδελφήν , πρεσβῦτιν ἤδη καὶ
6354750 Ἡλιαδων
δρέπονται τὸ ἤλεκτρον . Δάκρυα δέ φησιν , ὅτι τῶν Ἡλιάδων λέγει εἶναι δάκρυα . Ἔστι δὲ λίθος οὕτω λεγόμενος
. Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε . Ἡλιάδων δάκρυα : ἐπὶ τῶν πολλὰ ἐχόντων χρήματα : παρόσον
6351704 ἐκτριβειν
ξὺν λίπαϊ γλευκίνῳ χρίειν . ἄριϲτον καὶ ϲκίλληϲ ὠμῆϲ λέπεϲι ἐκτρίβειν , χρὴ δὲ ἀπομάξαντα τῶν μελέων τὸ ἐλαιῶδεϲ ἢ
καὶ οὐ συνίω τὰς παραβολὰς ταύτας : πῶς γὰρ δύναται ἐκτρίβειν καὶ πάλιν σώζειν , οὐ νοῶ . Ἄκουε ,
6351381 τλημονες
ὅτ ' Ἀργείοισι μαχοίατο θωρηκτῇσιν , ὧδέ τε θαρσαλέοι καὶ τλήμονες , ὡς Ἀφροδίτη ἦλθεν Ἄρῃ ἐπίκουρος ἐμῷ μένει ἀντιόωσα
καὶ λύπης αἰτίας γενομένας Ἀθήνας κατιδόντες οἱ Πέρσαι πάντες οἱ τλήμονες ἀπαίρουσι καὶ ὑποχωροῦσι καὶ θνήσκουσιν ἑνὶ πιτύλῳ , ἤγουν
6350684 ἀποκαλυψαντες
' Ἡρακλεῖδαι ἐπεὶ τὴν λάρνακα φέροντες ἐβαρύνοντο , κατατίθενται καὶ ἀποκαλύψαντες εὗρον ἀντὶ τῆς Ἀλκμήνης λίθον καὶ αὐτὸν ἐξελόντες ἔστησαν
πάλιν ἆρ ' οἶδας τὸν προσιόντα κεκαλυμμένον ; οὔ . ἀποκαλύψαντες δὲ δεικνύουσι τὸν Κορίσκον καὶ συνάγουσι τὸν αὐτὸν εἰδέναι
6350021 διαφθερειν
καί μοί τινες ἀπειλοῖεν , εἴ που λήψονταί με , διαφθερεῖν . μηχανῶμαι δή τινα τοιάνδε σωτηρίαν . πέμπω παρ
πολλῶν γυναικῶν , αἳ τοὺς ἄνδρας ἤλπιζον ἐν τῇ ἐπαναστάσει διαφθερεῖν , συνώμνυτό τισιν ἀπὸ τῆς βουλῆς καὶ τῶν καλουμένων
6347969 προσεδεχοντο
Κάλας ὁ Μακεδὼν φίλος ὢν καὶ σύμμαχος ἥκοι βοηθήσων , προσεδέχοντο τὰς πύλας ἀνοίγοντες . ἐπεὶ δὲ πλησίον γενόμενον ἐγνώρισαν
χωρεῖν , τοὺς δὲ αἵ τε πόλεις παροδεύοντας ξὺν φόβῳ προσεδέχοντο , καὶ τὸ ἄστυ προσιοῦσι τὰς πύλας ἀνέῳξαν ,
6345080 ἀνασπων
. καττύομαι τοὺς καρκίνους . κύνα δέρειν δεδαρμένην . κάδους ἀνασπῶν ἀβυρτάκην τρίψαντα καὶ Λυδίαν καρύκην . πότε σὺ δῆτ
καὶ μάλιστα τὴν ἁλμυράν λεληθότως γὰρ ἀπὸ γῆς τὸ δίυγρον ἀνασπῶν τῆς ἀτμίδος τούτῳ μάλιστα τὴν πυρώδη φύσιν αὔξει ,
6344910 πεφοβημενοι
ἐν σφετέροις οὔθ ' ἕστασαν οὐδὲ κάθηντο χλωροὶ ὑπαὶ δείους πεφοβημένοι , οἱ δ ' ὑπὸ νείκης ἀλλήλοισί τε κεκλόμενοι
ἔδεισαν οἱ παρεστῶτες , ὡς ὁπλίτου τὸν ἐκ τῶν ὅπλων πεφοβημένοι δοῦπον . ἀνατείνει δὲ τὴν κεφαλὴν καὶ ἐπινεύει σοβαρώτατα
6344042 ἀναϊξας
ἐπὶ στόμα κάππεσον ἐλθών : ἂψ δ ' αὖτις γαίηθεν ἀναΐξας ἐδίωκον . Ἀλλ ' ὅτε δὴ κορυφήνδε μετασπόμενος κίον
ἦ ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος τόδ ' ἱκάνει ; οἷον ἀναΐξας ἄφαρ οἴχεται , οὐδ ' ὑπέμεινε γνώμεναι : οὐ
6342593 ἐμφορουνται
νόσων τε καὶ σώματος , ὅτε δὴ καὶ μαντικῆς σοφίας ἐμφοροῦνται καὶ τὸ χρησμῶδες αὐταῖς ἐμβακχεύει . τὰ γοῦν Ὁμήρου
οὖν εἰ παραβάλοι τις ἀσπαίροντας τοῖς βουσίν , οἳ δὲ ἐμφοροῦνται αὐτῶν μάλα ἀσμένως , ὡς οἱ λοιποὶ τοῦ χόρτου
6338145 ἀναχθεντες
ἐφ ' ὕδωρ ἐκβάντες ὑδρεύοντο . τῇ δ ' ὑστεραίῃ ἀναχθέντες ἅμα ἡμέρῃ καὶ πλώσαντες σταδίους ἐς τριάκοντα καὶ τετρακοσίους
ἐπιμένειν τὸν ἐπιτήδειον καιρὸν τῶν πράξεων . . ἀναγόμενοι καὶ ἀναχθέντες διαφέρει . ἀνήγοντο μὲν οἱ πλέοντες , ἀναγόμεναί τε
6331738 βακχοι
δὲ οὐχ ὁμοτονοῦντα ταῦτα : πόρνοι πόρνων πόρναι πορνῶν , βάκχοι βάκχων βάκχαι βακχῶν , ὄχθοι ὄχθων ὄχθαι ὀχθῶν ,
δὲ Ξ . ἐν Σίλλοις : ἑστᾶσιν δ ' ἐλάτης βάκχοι πυκινὸν περὶ δῶμα . . . , . .
6330594 προϊδοντες
αἰσχρὸν τοῦ πρακτοῦ πράγματος καὶ διὰ τοῦτο ἁμαρτάνοντες : οἱ προϊδόντες μὲν καὶ βουλευσάμενοι οὐδὲν ἧττον ἁμαρτάνουσιν . ὅμοιος γάρ
τρεῖς Ἑλληνίδες , Τροιζηνίη τε καὶ Αἰγιναίη καὶ Ἀττική : προϊδόντες δὲ οὗτοι τὰς νέας τῶν βαρβάρων ἐς φυγὴν ὥρμησαν
6328540 ἀπεκλεισαν
Ἑστίας ἱερὸν ἵετο δρόμῳ . οἱ δὲ αὐτὸν προλαβόντες τε ἀπέκλεισαν ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ καὶ καταφυγόντα ἔς τι πανδοχεῖον ἔσφαξαν
Χρονικῶν φησιν , ὅτι Μυριναῖοι τῶν Πελασγικῶν ὑποσχέσεων οὐ φροντίσαντες ἀπέκλεισαν τῷ Μιλτιάδῃ τὰς πύλας , κἀκεῖνος πολιορκίᾳ περιεστήσατο αὐτούς
6324485 δυσερωτα
, πῶς ἐγέλων : οὐδὲ γὰρ ἐλεεῖν ἄξιον ἦν οὕτω δυσέρωτα τῆς δόξης ἄνθρωπον ὑπὲρ ἅπαντας ὅσοι τῇ αὐτῇ Ποινῇ
τύχοι , καὶ Γενετυλλίδας ἢ τὴν Φρυγίαν δαίμονα καὶ τὸν δυσέρωτα κῶμον ἐπὶ τῷ ποιμένι . τελεταὶ δὲ ἀπόρρητοι καὶ
6324182 χορωι
τῶι θεῶι προσάιδωσι καὶ μέντοι καὶ οἱ κιθαρισταὶ συγκρέκωσι τῶι χορῶι παναρμόνιον μέλος , ἐνταῦθά τοι καὶ οἱ κύκνοι συναναμέλπουσιν
τελέσας κασίγνητος σέθεν : ἀλλ ' ὑπάειδε καλλίνικον ὠιδὰν ἐμῶι χορῶι . ὦ φέγγος , ὦ τέθριππον ἡλίου σέλας ,
6323648 μετενοουν
τῆς ἐνέδρας τότε πρῶτον ᾔσθοντο καὶ τὴν Μακεδονίαν δόντες αὐτῷ μετενόουν . ἰδίᾳ τε αὐτῶν οἱ δυνατοὶ ἐπέστελλον τῷ Δέκμῳ
“ [ ὑπὸ δυστήνων δουλαρίων ] . οἱ δὲ οὐ μετενόουν . Αἴσωπος καταρασάμενος αὐτούς , καὶ τὸν προστάτην τῶν
6321500 ἐμιμησαντο
ἐξέφηνε τὰ ἱερὰ τὰ ἐν Αἰγύπτῳ τοῖς Ἕλλησιν , ἅπερ ἐμιμήσαντο Ἕλληνες . καὶ οὗτος δὲ τῶν μεταμορφουμένων ἦν ,
ταύτῃ τῇ προγεγραμμένῃ ἑξαημέρῳ . Πολλοὶ μὲν οὖν τῶν συγγραφέων ἐμιμήσαντο καὶ ἠθέλησαν περὶ τούτων διήγησιν ποιήσασθαι , καίτοι λαβόντες
6320553 ἐκαθευδον
κλεῖν ἐφέλκεται . κἀγὼ τούτων οὐδὲν ἐνθυμούμενος οὐδ ' ὑπονοῶν ἐκάθευδον ἄσμενος , ἥκων ἐξ ἀγροῦ . ἐπειδὴ δὲ ἦν
' ἐπεποιήκειν αὐτό , παραγαγὼν τὸν στροφέα παρεισῆλθον ἀψοφητί . ἐκάθευδον δὲ πάντες , εἶτα ἐπαφώμενος τοῦ τοίχου ἐφίσταμαι τῇ
6314051 ἐπεδραμον
, ἀποτειχίσας δ ' αὐτοὺς δύο χώματα ἔχου . οἷς ἐπέδραμον μὲν οἱ Σεγεστανοὶ πολλάκις , οὐ δυνηθέντες δ '
τολμήσειν ἐπεξελθεῖν ὀλίγους πλήθει τοσούτῳ , ἀνοίξαντες αἰφνιδίως τὰς πύλας ἐπέδραμον τῷ δήμῳ , καὶ τούς τε μονομάχους ἀπέκτειναν ,
6307655 νεοντο
ἀνακλύζεσκεν ἰοῦσαν νῆα ῥόος , πολλὸν δὲ † φόβῳ προτέρωσε νέοντο . ἤδη δέ σφισι δοῦπος ἀρασσομένων πετράων νωλεμὲς οὔατ
' ἐσθλοῖο κυβερνητῆρος ἐπαύρῃ . τῶ καὶ Τίφυος οἵδε δαημοσύνῃσι νέοντο ἀσκηθεῖς μέν , ἀτὰρ πεφοβημένοι . ἤματι δ '
6306723 Καλαϊν
αἰεί μιν ἄγρυπνοι ὑπὸ ψυχῇ μελεδῶναι ἔτρυχον , θαλερὸν δερκομένου Κάλαϊν . Τὸν μὲν Βιστονίδες κακομήχανοι ἀμφιχυθεῖσαι ἔκτανον , εὐήκη
ἀλλὰ καὶ τότε ἴσως ἀθλητάς τινας ἐθαύμαζον , Ζήτην καὶ Κάλαϊν καὶ Πηλέα καὶ ἄλλους τοιούτους δρομέας τινὰς καὶ παλαιστάς
6305277 μαστιξιν
ἀντικρὺ ἐχθρῶν καθεζομένων πρὸς ἐπίδειξιν αἰσχύνης προστάττει πάντας περιδυθέντας αἰκισθῆναι μάστιξιν , αἷς ἔθος τοὺς κακούργων πονηροτάτους προπηλακίζεσθαι , ὡς
, δι ' ὧν τὰ ζεύγη ἐποτρύνουσι , καὶ ταῖς μάστιξιν ἐμπαταγούντων καὶ ἐπισοβούντων , ὡς ἂν μὴ ἐνίσχοιτο ἐν
6305122 ὑπομενομεν
; καὶ πρὸς μὲν Καρχηδονίους ἀγωνιζόμενοι τοὺς ἐσχάτους κινδύνους εὐψύχως ὑπομένομεν , πρὸς δὲ πικρὸν τύραννον ὑπὲρ ἐλευθερίας καὶ περὶ
ἐλάττους ἡμῖν αἱ περὶ τοὺς ἄρχοντας , ἃς ἀηδῶς μὲν ὑπομένομεν , φυγεῖν δὲ οὐκ ἔχομεν τοὺς δεομένους αἰδούμενοι .
6302795 καταλαβομενοι
ἐγίνετο , οἱ τὸν χάρακα τὸν ἐκλειφθέντα ὑπὸ τοῦ Μαλλίου καταλαβόμενοι Τυρρηνοὶ συνθήματος ἀρθέντος ἀπὸ τοῦ στρατηγίου σὺν τάχει πολλῷ
τετρακισμυρίων , ἱππεῖς δὲ χιλίους , ἅρματα δὲ δισχίλια . καταλαβόμενοι δέ τινα γεώλοφον οὐ μακρὰν τῶν πολεμίων ἐξέταττον τὴν
6302772 πεμπουσαι
δὲ τούτου στρατιαὶ μὲν μεγάλαι ἑκατέρων διεπέπαυντο , φρουροὺς δὲ πέμπουσαι αἱ πόλεις , αἱ μὲν εἰς Κόρινθον , αἱ
. φθοράν * ἰόν : μόρον * ἱεῖσαι : ἐκβλύζουσαι πέμπουσαι * δριμεῖα : σφοδρά , θερμή * καταβόσκεται :
6302710 ὀψομενος
ἐκπεφορημένα , ἐκταραχθεὶς ἀνεπήδησε καὶ στενάξας ἀπῄει δρομαίως τὸ γεγονὸς ὀψόμενος . τῶν δὲ ὑποτυχόντων τις θεασάμενος εἶπεν : „
Κατῆλθε μετὰ ταῦτα καὶ εἰς τὸ αἰπόλιον τάς τε αἶγας ὀψόμενος καὶ τὸν νέμοντα . Χλόη μὲν οὖν εἰς τὴν
6301897 ἐδακρυσαν
διὰ τοσούτων γε περαιούμενοι τῶν δεινῶν οὐκ ᾤμωξαν , οὐκ ἐδάκρυσαν , οὐκ ἐμέμψαντο τὴν στρατείαν , οὐ ῥῆμα ἀπέρριψαν
οἱ δ ' ἐπὶ μὲν τοῖς παρὰ τοῦ κήρυκος οὕτως ἐδάκρυσαν ὥσπερ οἰκείαν τινὰ συμφορὰν ἀκούσαντες καὶ ἀπέπεμψαν ὥσπερ ἐκ
6298038 ἐκλαιε
ἐπίτηδες τὴν ἀξίνην εἰς τὰς δίνας ἀφῆκε , καθεζόμενός τε ἔκλαιε . Ἑρμοῦ δὲ ἐπιφανέντος καὶ πυνθανομένου , τί τὸ
λυπεῖν τὸν ἀδελφὸν δακρύοις : ἄλλως : σεαυτὴν ἀποκάλυπτε : ἔκλαιε γὰρ κρᾶτα θεῖς ' εἴσω πέπλων [ ] :
6296953 κατεβαν
ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ . τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν κῶμόν τ ' ἀέθˈλων Πυθίων αἴγλαν
ἔντεσιν αὐλῶν . καί νυν ὑπ ' ἀμφοτέρων σὺν Διαγόρᾳ κατέβαν , τὰν ποντίαν ὑμνέων , παῖδ ' Ἀφˈροδίτας Ἀελίοιό
6294753 λαιλαπα
ἐκ δίης : οἷον : αἰθέρος ἐκ δίης ὅτε Ζεὺς λαίλαπα τείνει , ὅτε , φησίν , ὁ Ζεὺς μετὰ
ἀνδρῶν : ὡς δ ' ὅτε μηλοβοτῆρες ἐνὶ σταθμοῖσι μένωσι λαίλαπα κυανέην , ὅτε χείματος ἦμαρ ἵκηται λάβρον ὁμοῦ στεροπῇσι
6291869 τανυοντο
. . . . , . αἱ δ ' ἄμοτον τανύοντο . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι ] ἐκ
νῆ ' ἔπι , κὰδ δ ' ἄρα λαῖφος ἐρυσσάμενοι τανύοντο ἐς πόδας ἀμφοτέρους . ἡ δ ' ἐς πέλαγος
6291363 ἐπανηλθον
ἐμβαλόντες ἐπόρθησαν πολλὴν χώραν , καὶ τῶν φρουρίων τινὰ πολιορκήσαντες ἐπανῆλθον εἰς τὴν Πελοπόννησον , Τολμίδης δὲ ὁ τῶν Ἀθηναίων
προσβολῶν ἠδύναντο χειρώσασθαι τὴν πόλιν , ἀπολιπόντες τὴν ἱκανὴν φυλακὴν ἐπανῆλθον εἰς Πελοπόννησον . Ἀθηναῖοι δὲ στρατηγοὺς καταστήσαντες Ξενοφῶντα καὶ
6291320 ἀπειπαμενοι
παρασφαλέες τεύχονται , ἠὲ νέον σπείρημα καὶ ἀμφίκρηνα κομάων κοῦροι ἀπειπάμενοι ὀλοήν θ ' ἑρπηδόνα γυίων , ὀρθόποδες βαίνοντες ἄνις
εἰς τὰ χαλινὰ αὑτῶν ὅπερ ἂν αὐτοῖς ὑποπέσηται ἢ εὕρωσι ἀπειπάμενοι ] ἐκφυγόντες ὀλοήν ] τὸν χαλεπόν ὀλοὴν γὰρ ἑρπηδόνα
6290616 συνηψαμεν
εἶδον εἶδον ἐν πύλαις Πριαμίσι : φασγάνων δ ' ἀκμὰς συνήψαμεν . τότε δὴ τότε διαπρεπεῖς † ἐγένοντο Φρύγες ὅσον
ἔστι δὲ τὸ ἑξῆς τοῦ λόγου : φασγάνων τε ἀκμὰς συνήψαμεν καὶ ἡττήθημεν κατὰ κράτος ὥσπερ καὶ ἐν τῷ κατὰ

Back