τῷ Πηλίῳ , Θετταλικῷ ὄρει , ἵπποις , τὸ τῶν Ἱπποκενταύρων γένος ἐποίησεν . Ὅτι δέ ἐστι τοῦτο , μαρτυρεῖ
τῷ Πηλίῳ , Θετταλικῷ ὄρει , ἵπποις , τὸ τῶν Ἱπποκενταύρων γένος ἐποίησεν . Ὅτι δέ ἐστι τοῦτο , μαρτυρεῖ
5913724 γυμναστικων
εὖ ἔχουσιν , ἀλλ ' ἢ ἰατρός τε καὶ τῶν γυμναστικῶν τις . Ἀληθῆ λέγεις . Τὸ τοιοῦτον λέγω καὶ
οὐκ εὖ ἔχουσιν ἀλλ ' ἢ ἰατρός τε καὶ τῶν γυμναστικῶν τις . Ἀληθῆ λέγεις . Τὸ τοιοῦτον λέγω καὶ
5808540 ἀκριτος
ἰδόντες αἰετὸν ἀλκήεντα περικλάζουσι κολοιοί . τοῖσι δὲ τετρηχυῖα καὶ ἄκριτος ἔμπεσε βουλή : οἱ μὲν γὰρ πολέμῳ βαρυπενθέι κεκμηῶτες
σύ τοι πόλις , σὺ δὲ τὸ δήμιον : πρύτανις ἄκριτος ὤν , κρατύνεις βωμόν , ἑστίαν χθονός , μονοψήφοισι
5767380 σφηκων
σάλπιγγος τοῖς σφηξὶν αὐτὸν ὅμοιον εἶναι . καὶ γὰρ τῶν σφηκῶν εἶναι τὸν μὲν ψόφον τῶν πτερῶν μικρόν , τὸ
μηροῖς περσικά . Γ κεντούμενοι : τοῦτο πρὸς τὴν τῶν σφηκῶν ὁμοιότητα . Γ ἆρα δεινὸς ἦ τόθ ' :
5694960 ἀχωριστων
μαθημάτων , τῶν κατά τι μὲν χωριστῶν κατά τι δὲ ἀχωρίστων . διὰ τοῦτο γὰρ καὶ μαθήματα λέγεται , ὅτι
ἀδιαίρετα τοῦ ὅπερ ὄντος , καὶ τὸ ὅπερ ὂν ἐξ ἀχωρίστων μὲν καὶ ἀδιαιρέτων ὑπάρξει , ἐξ ὅπερ δὲ ὄντων
5623527 φλεβιων
τι παραπλέκειν χρὴ τοῖς διαφοροῦσι διὰ τὸ τοὺς χιτῶνας τῶν φλεβίων τεθλάσθαι καὶ χρῄζειν πυκνώσεως : μετὰ γὰρ ταῦτα καὶ
ὑπό τινος ἐμπεσόντος βαρέος , καὶ τῶν ἐν αὐτῷ μικρῶν φλεβίων διαιρεθέντων , αἷμα προχεῖται κατὰ διαπήδησιν , ὅθεν καὶ
5510967 μορφη
καὶ ῥώμη πάρεστιν , οἵα τοῖς κράτιστα πεφυκόσι , καὶ μορφὴ τοῦ βασιλείου γένους ἀξία . ἢ τούτων μὲν οὐδέτερον
αὐτῶν ἔσται μέρος τε ἔσται . Οὐ τοίνυν οὐδὲ τοιαύτη μορφὴ οὐδέ τις δύναμις οὐδ ' αὖ πᾶσαι αἱ γεγενημέναι
5498050 χρηστοτατος
τοιοῦτον οἱ Σύροι λαχμὰν προσαγορεύουσι καί ἐστιν οὗτος ἐν Συρίᾳ χρηστότατος γινόμενος διὰ τὸ θερμότατος τρώγεσθαι . καί ἐστιν ἄνθει
οὐκ ἀπῆλθε δόξαν λαβὼν ὑπὲρ αὐτοῦ ὡς εἴη πάντων ἀνθρώπων χρηστότατος καὶ ἐπιεικέστατος καὶ προσέτι ἁπλοϊκώτατός τε καὶ ἀφελέστατος .
5450525 πιθος
, . λείαν περιεϲύραντο ὡς Ὑπ . . , . πίθος ἢ πιθάκνη : Ὑπ . δὲ καὶ πιθάκνιον εἴρηκεν
, καὶ οὕτως ἡ εἰρήνη παραπώλετο . Γ καὶ Γ πίθος πληγεὶς Γ : τοῦτο λόγον οὐκ ἔχει , ἀλλ
5407353 θηλυτεραων
, θυγάτηρ λαοσσόου Ἠλεκτρύωνος : ἥ ῥα γυναικῶν φῦλον ἐκαίνυτο θηλυτεράων εἴδεΐ τε μεγέθει τε , νόον γε μὲν οὔ
, θυγάτηρ λαοσσόου Ἠλεκτρύωνος : ἥ ῥα γυναικῶν φῦλον ἐκαίνυτο θηλυτεράων εἴδεΐ τε μεγέθει τε : νόον γε μὲν οὔ
5345274 λαγωων
τῆς δεξιᾶς , ἐφέρβοντο καὶ ἤσθιον γένναν λαγίναν , ἤτοι λαγωῶν , ἐρικύμονα καὶ ἄγαν ἐγκυμονοῦσαν καὶ τίκτουσαν βοσκομένην ,
, ὀρνίθεια , πολυπόδεια , περδίκεια , λαγῶα . σχελίδες λαγωῶν , τεμάχια κρεῶν . κρεωδαίτης δ ' ὁ διατέμνων
5329031 ἀνθιαν
τὸ θήραμα μαρτυρόμενοι . οἳ δὲ οὐ τοῦτον ἀλλὰ τὸν ἀνθίαν νομίζουσιν ἱερόν . τὸ δὲ αἴτιον , ἔνθα ἂν
κατακολυμβῶσι , καλοῦντες αὐτὸν ἱερὸν ἰχθύν . τὸν δ ' ἀνθίαν τινες καὶ κάλλιχθυν καλοῦσιν , ἔτι δὲ καλλιώνυμον καὶ
5318568 Κηρυκων
ἐπὶ κηρυκείαν ἀποστελλέσθω . νῦν οὐ περὶ τῶν κατὰ γένος Κηρύκων λέγει , ἀλλ ' ἐπὶ τῶν κατὰ πόλεμον πεμπομένων
Ἑλλάνικος καὶ ἀπὸ Ἑρμοῦ [ καθήκει γὰρ εἰς αὐτὸν τὸ Κηρύκων γένος ] . διὸ καὶ προεχειρίσθη ποτὲ μετὰ Γλαύκωνος
5290117 τευθιδος
ὅμοιός ἐστι ταῖς θριξίν , ἤγουν κατὰ τὰς τρίχας τῆς τευθίδος . ἄλλως : ὑπ ' ὀστλίγγεσσιν : ἐπεὶ γλινώδης
αἰγάγρου , λαγωοῦ , θαλασσίων δὲ ὀνίσκου , πέρκης , τευθίδος , τρίγλης : ἀποζέννυσθαι δὲ ἕκαστον ὀξυκράτῳ , συνεψουμένων
5285858 κνισης
. Οἱ δέ γε θυσίας αὐτῷ δι ' αἵματος καὶ κνίσης καὶ ὁλοκαυτωμάτων ἐπιτελεῖν οἰόμενοι καὶ ταύταις ταῖς τιμαῖς αὐτὸν
δὴ σχεδὸν ἦα κιὼν νεὸς ἀμφιελίσσης , καὶ τότε με κνίσης ἀμφήλυθεν ἡδὺς ἀϋτμή : οἰμώξας δὲ θεοῖσι μετ '
5270036 ἀποκληρωσις
οὐ Συνθετικὰ ἐπέγραψεν οὐδὲ Εὑρετικὰ ἀλλὰ Ἀναλυτικά ; τίς ἡ ἀποκλήρωσις ; καὶ λέγομεν ὅτι ἀπὸ τοῦ ἐπιστημονικωτέρου καὶ τοῦ
τοῦτο δὲ ἐνταῦθα ζητήσεως οὐκ ἔστιν ἄξιον . τίς γὰρ ἀποκλήρωσις τὴν μὲν ἄνθρωπος οὐ δίκαιός ἐστι κατάφασιν εἶναι ,
5266789 σμυραινα
σώματι περίκεινται ὥσπερ ἀνθρώποις τὰ χρήματα . εἰσὶ δὲ οἵδε σμύραινα ἔγχελυς γόγγρος . οἱ δὲ πλατεῖς [ καὶ ]
' ξ Ἀρκαδίας τοι δριμυτάτην ὀρίγανον . Βατίς τε καὶ σμύραινα πρόσεστι . Νάρκη γὰρ ἑφθὴ βρῶμα χάριεν γίγνεται .
5260633 πιθηκων
ἀξίων λόγου δι ' οὐθένειαν κατεφρόνησα , σχολῇ ἂν ἐπιμνησθείην πιθήκων οὐκ αἰσχίστων μόνον καὶ εἰδεχθῶν , ἀλλὰ καὶ στυγητῶν
ἢ Ἀφροδίτης τῶν ἐκθειαζομένων , οἷον κυνῶν ἢ αἰλούρων ἢ πιθήκων ἢ τῶν τοιούτων , Ἑρμοῦ δὲ τῶν εἰς χρείαν
5260596 φαλαγγιων
Περὶ τῶν ὑπὸ φαλαγγίων δεδηγμένων . ] Τοῖς δὲ ὑπὸ φαλαγγίων δεδηγμένων ταῦτα ἐπιτιθέναι δεῖ : τέφραν συκίνην σὺν ἁλσὶ
ὑποδεεστέρα . ἡ μὲν γὰρ τῶν ἐπῳδῶν ἔχεών τε καὶ φαλαγγίων καὶ σκορπίων καὶ τῶν ἄλλων θηρίων τε καὶ νόσων
5258027 λαβραξ
Βερενίκην τῆς Λιβύης Λήθων ποτάμιον , ἐν ᾧ γίνεται ἰχθὺς λάβραξ καὶ χρύσοφρυς καὶ ἐγχέλεων πλῆθος [ καὶ ] τῶν
διαφέρει , ἐπινοητικὸς ὢν τοῦ διασώζειν ἑαυτόν . Ἀριστοφάνης : λάβραξ ὁ πάντων ἰχθύων σοφώτατος . Ἀλκαῖος δ ' ὁ
5249209 Ὑμηττῳ
καὶ θεῶν ἀγάλματα ἔχει : Πεντελῆσι μὲν Ἀθηνᾶς , ἐν Ὑμηττῷ δὲ ἄγαλμά ἐστιν Ὑμηττίου Διός , βωμοὶ δὲ καὶ
ἔφερεν ἐν ταῖς ἀγκάλαις : θύοντος δὲ τοῦ Ἀρίστωνος ἐν Ὑμηττῷ ταῖς Μούσαις ἢ ταῖς νύμφαις , οἳ μὲν πρὸς
5242180 ὀλλυται
. Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός . Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας . Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους
ἐρωτικῷ . ὄλλυτ ' : φθείρεται , διὰ τὴν μίξιν ὄλλυται . Ὡς δ ' αὕτως : ὁμοίως , ἐκ
5232972 ἐγγραμματος
. Φωνὴ ῥεῦμα διὰ στόματος ἀπὸ διανοίας . Λόγος φωνὴ ἐγγράμματος , φραστικὴ ἑκάστου τῶν ὄντων : διάλεκτος συνθετὴ ἐξ
φωνῆς ἡ μέν ἐστιν ἐγγράμματος , ἡ δὲ ἀγράμματος . ἐγγράμματος μὲν ἡ τῶν ἀνθρώπων , ἀγράμματος δὲ ἡ τῶν
5225457 περιστερων
καρδάμῳ μετὰ ἀλεύρου , καὶ ὀρόβῳ μετὰ μέλιτος , καὶ περιστερῶν κόπρῳ μετὰ ἰσχάδων , καὶ τοῖς πυριάμασι , καὶ
τῶν Θισβαίων , ὥς φησιν Ἐπαφρόδιτος , καὶ τὸ ἐπίνειον περιστερῶν πλῆρες . Ἰσμηνίας δὲ ὁ αὐλητὴς Θισβεύς ἐχρημάτιζε ,
5223030 τεχνεων
: παραβαίνοντι δὲ καὶ ἐπιορκοῦντι , τἀναντία τουτέων . Ἰητρικὴ τεχνέων μὲν πασέων ἐστὶν ἐπιφανεστάτη : διὰ δὲ ἀμαθίην τῶν
Αἰγυπτίων τοσαῦτά ἐστι , οὐνόματα δέ σφι κεῖται ἀπὸ τῶν τεχνέων . Οἱ δὲ μάχιμοι αὐτῶν καλέονται μὲν Καλασίριές τε
5207320 ἀοδμον
δή ποτε τὸ μὲν ὕδωρ καὶ λεπτομερὲς ὂν τοῦτο καὶ ἄοδμον καὶ ἄχυμον καὶ ὅλως ὂν διειδὲς οὐ δέχεται τὰ
ἀπὸ δὲ τῆς ἐν τῇ Ἑλλάδι οὐ γίνεται διὰ τὸ ἄοδμον . Ἀπὸ ῥιζῶν δὲ τό τε ἴρινον καὶ τὸ
5206717 Καπηλος
, τοιοῦτος γέγονεν , Οἰνοπίων τις ἢ Μάρων τις ἢ Κάπηλος ἢ καὶ Τιμοκλῆς . μεθύει γὰρ οὐδὲν ἧττον :
, τοιοῦτος γέγονεν , Οἰνοπίων τις ἤ Μάρων τις ἢ Κάπηλος ἢ καὶ Τιμοκλῆς . μεθύει γὰρ οὐδὲν ἧττον :
5177161 νοθων
δ ' αὐτὰς , παῖδας ἐξεγέννησαν . Ὑποτραφείσης δὲ τῶν νόθων νεότητος οὐκ ὀλίγης , δείσαντες οἱ γνήσιοι ἐκ τῆς
πομάτων καὶ τῶν παλαιῶν καὶ φύϲει θερμῶν οἴνων . Τριταίων νόθων θεραπεία . ἐν δὲ τοῖϲ οὐκ ἀκριβέϲι τριταίοιϲ οὔτε
5172291 θηλειων
εἰρημένα καὶ θηρατικῶν ἵππων μνείαν ποιησώμεθα . Ἄρσενες ἵπποι τῶν θηλειῶν ἀνδράσι θηραταῖς ἀμείνους , ὅτι τὸ θέειν ὀξύτεροι καὶ
διὸ ταύρων μὲν καὶ ἐγεύσαντο καὶ ἀπήρξαντο , τῶν δὲ θηλειῶν φειδόμενοι τῆς γονῆς ἕνεκα , ἐν μύσει τὸ ἅψασθαι
5148622 θυννος
καθεζόμενοι δὲ ἐν τῇ νηὶ ἠθύμουν . ἐν τοσούτῳ δὲ θύννος διωκόμενος καὶ πολλῷ τῷ ῥοίζῳ φερόμενος ἔλαθεν εἰς τὸ
τὰς τευθίδας καὶ τὰ παραπλήσια . πολὺς δὲ καὶ ὁ θύννος συνελαύνεται δεῦρο ἀπὸ τῆς ἄλλης τῆς ἔξωθεν παραλίας πίων
5146742 ἱεροπρεπεστατον
γινόμενον , ἤδη δὲ τὸ νηστείας καὶ καρτερίας ἀνάθημα ἀναθήσουσιν ἱεροπρεπέστατον καὶ τελεώτατον ἀναθημάτων . ἀλλ ' αὗται μὲν ἀσταί
ὡς πάρεργον ἂν δόξαιεν ἀποφαίνειν τὴν ἄλλην πόλιν . διόπερ ἱεροπρεπέστατον νομίσαντες τοῦ - τον τὸν τόπον καὶ τὰ τῶν
5143585 καθεϲτηκεν
καὶ ϲύνηθέϲ ἐϲτιν καὶ ϲυνεχῶϲ ἁλίϲκεται τῇ λύϲϲῃ καὶ δυϲφύλακτον καθέϲτηκεν , καὶ ὁ ἀπ ' αὐτοῦ κίνδυνοϲ ἀπαραίτητόϲ ἐϲτιν
δὲ κακὸν εἰϲ τὴν τῆϲ ὑγείαϲ φυλακὴν ἡ παντελὴϲ ἀργία καθέϲτηκεν , ὥϲπερ γε ἡ ϲύμμετροϲ κίνηϲιϲ μέγιϲτον τῶν ἀγαθῶν
5139092 γλαυκων
σκαπτοῦχος ὁ Δωρικός . ἀλλά , Πόσειδον , σῷζε διὰ γλαυκῶν σέλμα τόδε ῥοθίων . * Λύχνε , σὲ γὰρ
μὲν αὐτῶν τὰς οἰνάνθας οἱ πάρνοπες οὐ κατέδονται , ἀλλὰ γλαυκῶν λόχος εἷς αὐτοὺς καὶ κερχνῄδων ἐπιτρίψει . Εἶθ '
5135442 ἀγγελλομενων
Ὦ Κῦρε , μὴ θαύμαζε εἴ τινες ἐσκυθρώπασαν ἀκούσαντες τῶν ἀγγελλομένων : οὐ γὰρ φοβηθέντες οὕτω διετέθησαν , ἀλλ '
χρόνους , παρ ' αὐτῶν κάλλιστ ' ἂν πύθοισθε . ἀγγελλομένων δέ μοι πολλῷ δεινοτέρων , εἰ οἷόν τε εἰπεῖν
5128247 κωβιος
ἠδὲ λύκοι καὶ σήπιαι ἠδὲ τραγίσκοι καὶ σπάρος ὀξυόδους καὶ κωβίος ἠυκάρηνος , τυφλῖνοι νάρκη τε καὶ ἡδείη ἀκαλήφη καὶ
- νεται : αἰγυπιός χαραδριός ἐρῳδιός . τὸ δὲ σκορπίος κωβίος παροξύνεται ὡς τρισύλλαβα . Ἐξαιρέτως τὰ εἰς ΟΣ καθαρὸν
5127246 κιθαρος
λαπάρην , ἐν ᾗ τὸ πῦον ἔνεστι : καὶ ὁ κίθαρος συγκεκαμμένος ἐστὶ , καὶ λυσιγυῖα γίνεται , καὶ ἱδρὼς
αἴθωνι λογισμῷ . ἄρθρων μηλείων ἐπὶ γῆν δωρήματα βάλλειν . κίθαρος . Ἀριστοτέλης ἐν τῷ περὶ ζῴων ἢ περὶ ἰχθύων
5122543 εἰναλιων
: σῶμα . Μηδέ : ἵνα , ἀπὸ κοινοῦ . εἰναλίων : θαλασσίων , ἀπὸ ζώων . ἡγητῆρα : ἀρχηγὸν
τριῶν διαλέγεται γενῶν , τῶν ἀερίων φημὶ ζῴων , τῶν εἰναλίων καὶ τῶν χερσαίων , ὁπόσα τέ εἰσι ταῦτα ἐν
5119296 ἐνυδρων
γὰρ καταπίνουσιν τοὺς ἀσθενεστέρους ἑαυτῶν . Ἡ μὲν οὖν τῶν ἐνύδρων καὶ ἑρπετῶν γονή , μετεσχηκυῖα τῆς εὐλογίας τοῦ θεοῦ
οὐ γεύεται τῶν τε χερσαίων καὶ τῶν πτηνῶν καὶ τῶν ἐνύδρων ζῴων . καὶ δὴ σκευασίας παντοδαπὰς περὶ ταῦτα μεμηχανῆσθαι
5110113 μεο
. εὖτέ μοι λευκαὶ μελαίναις ἀνεμεμίξονται τρίχες , αἱ δέ μεο φρένες ἐκκεκωφέαται , κνυζή τις ἤδη καὶ πέπειρα γίνομαι
Ἑρκείου Διὸς τοῦδε , φράσαι μοι τὴν ἀληθείην , τίς μεο ἐστὶ πατὴρ ὀρθῷ λόγῳ . Λευτυχίδης μὲν γὰρ ἔφη
5105609 φορηματων
τὸ κατὰ λέξιν καὶ φωνὴν ἰδιωτεύειν , ἀλλὰ καὶ ἐπὶ φορημάτων , ὅταν τις χωρικῶς ἐνδέδυται ἢ ἀτάκτως ἐσθίει ἢ
. ὅς ' ἄρ ' ἦν περίεργ ' αὐταῖσι τῶν φορημάτων , ὅσοις τε περιπέττουσιν αὑτὰς προσθέτοις . οἶνον δὲ
5103072 τιμιωτατος
ἀγαθοῦ δαίμονος εἶπε Πραμνίου , ἐπειδὴ ὁ Πράμνιος οἶνος πολὺ τιμιώτατός ἐστι . Πραμνία δὲ χώρα ἐν Θρᾴκῃ . τοῦ
. εἶτ ' οὐ μέγιστός ἐστι τῶν θεῶν Ἔρως καὶ τιμιώτατός γε τῶν πάντων πολύ ; οὐδεὶς γὰρ οὕτως ἐστὶ
5091247 λοπαδων
ἔμβαλε τὴν βαλανάγραν , ἔλθῃ μὴ Πρωτεὺς Ἆγις ὁ τῶν λοπάδων : γίνεθ ' ὕδωρ καὶ πῦρ καὶ ὃ βούλεται
δὲ καὶ τὰ ἄλλα μὲν αὐτοῦ κατεγίγνωσκον μονονουχὶ ζωμῶν καὶ λοπάδων μεμνημένου καὶ ἐπιδακρύοντος τῇ τῶν πλακούντων μνήμῃ , τοῦτο
5084279 βουϲ
γάλακτοϲ . Ῥούφου . Ὅϲον μὲν οὖν τῇ φύϲει διαλλάττει βοῦϲ τε καὶ ἵπποϲ καὶ τὰ ἄλλα ζῷα , εἰϲ
μὲν παχυτέρου γεννητική , βελτίων δὲ εἰϲ εὐχυμίαν ἢ κατὰ βοῦϲ καὶ πρόβατα . κακόχυμοϲ δὲ οὐδὲν ἧττόν ἐϲτι καὶ
5065755 εὐλειμων
ἐπήρατος ἱπποβότοιο . οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ ' εὐλείμων , αἵ θ ' ἁλὶ κεκλίαται : Ἰθάκη δέ
ὕπνος . . . ἔστι τις Ἑλλοπίη πολυλήϊος ἠδ ' εὐλείμων ἀφνειὴ μήλοισι καὶ εἰλιπόδεσσι βόεσσιν : ἐν δ '
5062317 τριχιας
καρχαριῶν , νάρκη , βάτραχος , πέρκη , σαῦρος , τριχίας , φυκίς , βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ ,
δὲ δούλων πρόσωπα κωμικὰ πάππος , ἡγεμὼν θεράπων , κάτω τριχίας , θεράπων οὖλος , θεράπων Μαίσων , θεράπων Τέττιξ
5061943 δημιουργων
ἐπιχειρεῖν μιμεῖσθαι ἢ τὰ τῶν δημιουργῶν ἔργα ; Τὰ τῶν δημιουργῶν , ἔφη . Ἆρα οἷα ἔστιν ἢ οἷα φαίνεται
, χρόνῳ τρίψαντες τὰς ὁράσεις μακρῷ περὶ τὰς τῶν ἀρχαίων δημιουργῶν τέχνας , οὐκ ἂν εὐπετῶς αὐτὰς διαγνοῖεν καὶ οὐκ
5056814 θυννις
εὔτροφοι καὶ ἡδεῖαι . τούτοις ἀναλογεῖ καὶ ὁ ῥόμβος . θυννὶς καὶ θύννος βαρεῖς καὶ πολύτροφοι . ὁ ἀκαρνὰν γλυκὺς
Κρατῖνος δ ' ἐν Πλούτοις φησίν : ἐγὼ γάρ εἰμι θυννὶς ἡ μέλαινά σοι καὶ θύννος , ὀρφώς , γλαῦκος
5049092 μυθωδης
καθάπερ ἔκ τινος πηγῆς βορβορώδους καὶ τῶν παραπλησίων αὐτῇ πᾶσα μυθώδης Ἑλληνικὴ καὶ Μανιχαϊκὴ κακοδοξία ἀνέβλυσε . Καὶ τῶν καθ
ξυλίνῳ κοίλῳ ἵππῳ ἀριστεῖς κατέβαλον τὴν Ἴλιον . ἔστι δὲ μυθώδης ἄγαν ὁ λόγος . ἡ δὲ ἀλήθεια αὕτη .
5040045 ἀπορρητος
καὶ νῦν κολάζονται , ἄβατος δὲ τῷ θνητῷ γένει καὶ ἀπόρρητος ὁ οὐρανός . Τοιοῦτος ὁ βίος τῶν θεῶν .
ποταμῷ δὲ Εὐφράτῃ τέμνεται ξὺν ὁμοιότητι τοῦ εἴδους , ὃν ἀπόρρητος ὑποστείχει γέφυρα τὰ βασίλεια τὰ ἐπὶ ταῖς ὄχθαις ἀφανῶς
5028883 ὑλακη
γαμφηλῇσι περικρατέεσσιν ἐρυμνός . τῶν μέν θ ' ὥστε κυνῶν ὑλακὴ πέλει , οὐδέ τι τοίγε ἄλλων ἀγνώσσουσι βροτῶν ὀνομάκλυτον
φωνῶν τῶν ἀλόγων ζῴων : λέγεται γὰρ ἡ μέν τις ὑλακὴ ἡ δὲ χρεμετισμὸς ἢ μυκηθμός . ταῦτα ἐξηγησάμενος περὶ
5026513 Τιτυος
ποταμὸς Ἀρκαδίας . Κερύνειος : λόφος Ἀρκαδίας . Τιτυοκτόνε : Τιτυὸς βιασάμενος Λητὼ ἀνῃρέθη ὑπὸ Ἀπόλλωνος καὶ Ἀρτέμιδος . κεμάδεσσι
μεγέθει πεποιῆσθαι τοῦ Τιτυοῦ φασιν , ἀλλ ' ἔνθα ὁ Τιτυὸς ἐτέθη , Πλέθρα ἐννέα ὄνομα εἶναι τῷ χωρίῳ .
5022472 οὐρανιωνων
ἀντὶ τοῦ ὅτι . οὐρανός ὁ κατηστερισμένος πᾶς τόπος . οὐρανιώνων τῶν ὑπὸ τὴν Οὐρανοῦ ἀρχὴν τεταγμένων . οὔλιος ἀστήρ
γυμνώσας καὶ γαστέρα σήματα φαίνει , ὅττι γένος περίφοιτον ἀειφανὲς οὐρανιώνων οὔτε πολυρραφέος μεθέπει σπείρημα χιτῶνος οὔτε χαμαιγενέων ἐπιδεύεται :
5013038 Οἰνοπιων
Ἡλίῳ καὶ ὑγιασθεὶς ἀνῆλθεν ἐπὶ τὸν Οἰνοπίωνα . ὁ δὲ Οἰνοπίων ὑπὸ τῶν πολιτῶν ὑπὸ γῆν ἐκέκρυπτο : ἀπελπίσας δὲ
ἐμὸς υἱός , οἷον ἀρτίως εἴδετε , τοιοῦτος γέγονεν , Οἰνοπίων τις ἢ Μάρων τις ἢ Κάπηλος ἤ τις Τιμοκλῆς
5011831 Παιωνος
ταύτην τὴν ἐπιστήμην τὸ μὲν ἐξ ἀρχῆς Ἀπόλλωνός τε καὶ Παιῶνος , ὕστερον δὲ τῶν περὶ Ἀσκληπιόν . περὶ δὲ
μέρη : τὸ μὲν Ἡρακλέους καὶ Διὸς καὶ Ἀπόλλωνός ἐστι Παιῶνος , τὸ δὲ ἥρωσι καὶ ἡρώων ἀνεῖται γυναιξί ,
5010834 Ἀπελλου
' ὥσπερ τοῖς ζωγραφεῖν βουλομένοις οὐδὲν ὄφελος κατανοεῖν τά τε Ἀπελλοῦ καὶ Πρωτογένους καὶ Ἀντιφίλου ἔργα , ἐὰν μὴ καὶ
οὖσι καὶ τοῖς ἐν ὑστέρῳ ἐσομένοις . μονιμωτέρα γοῦν τῶν Ἀπελλοῦ καὶ Παρρασίου καὶ Πολυγνώτου γένοιτ ' ἄν , καὶ
5002276 ναρκα
ἑώρα τῆς κόρης ἐφ ' ἅρματος . ὑπελήλυθέν τέ μου νάρκα τις ὅλον τὸ δέρμα ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον : οὐ
ἴσως οὐκ εὔφημον ὄνομα : καλεῖται γὰρ ὑπὸ τοῦ ἀγωνοθέτου νάρκα . λέγεται γὰρ ὅτι ” ἐνάρκησε τὸ πλάτος ”
5001410 ὀρχουμενων
εἴρηται δὲ σχῆμα διὰ τὸ μετασχηματίζεσθαι , ὡς ἐπὶ τῶν ὀρχουμένων ἀνθρώπων ἢ ὡς ἐπὶ τοῦ πηλοῦ τοῦ πλαττομένου καὶ
. . τὸ δ ' ἐξ ἀρίστου ἀνδρῶν , γυμνῶν ὀρχουμένων καὶ ᾀδόντων Θαλητᾶ καὶ Ἀλκμᾶνος ᾄσματα καὶ τοὺς Διονυσοδότου
4995527 ἰσικος
πόδες μάλιστα τῶν βοῶν ἢ ῥύγχη , καὶ τῶν ἰχθύων ἰσικὸς , ὀρφὸς ἢ ἄλλος τις τῶν σκληροσάρκων , καὶ
ἐπιτήδειοι καὶ ὄρνις ἀπὸ ζέματος ἡ ἁπλουστέρῳ γειναμένη ζωμῷ καὶ ἰσικὸς ὁμοίως σκληρὸς , οἷός ἐστιν ὁ ἀπὸ τῆς κηρίδος
4992487 καἰ
ἁλεῦμαι , ὧπερ τὼς θύννως σκοπιάζεται Ὄλπις ὁ γριπεύς : καἴ κα δὴ ' ποθάνω , τό γε μὲν τεὸν
καὶ ποιέω πολὺν γέλωτα καὶ τὸν ἱστιῶντ ' ἐπαινέω . καἴ κά τις ἀντίον λίῃ τήνῳ λέγειν , τήνῳ κυδάζομαί
4991913 διακεκριμενων
οὖν εὑρημένων τῶν ἀριθμῶν , οὐδέπω δὲ καθ ' ἑαυτοὺς διακεκριμένων , ἔφοδον ἡμῖν τῆς διακρίσεως παρέχει ἡ τοῦ Θυμαρίδου
: τῶν δὲ τραχυνομένων παρυφισταμένων τὰ μὲν μετρίως τοῦτο πάσχει διακεκριμένων αὐτῶν τῆς ὄψεως ἀντιλαμβανομένης , τὰ δ ' αὖ
4991567 ᾀσει
' Αἷμον ἢ Ἄθω ἢ Ῥοδόπαν ἢ Καύκασον ἐσχατόωντα . ᾀσεῖ δ ' ὥς ποκ ' ἔδεκτο τὸν αἰπόλον εὐρέα
κηρίων πεπληρωμένην εὗρεν . ἄνακτα δέ φησι τὸν δεσπότην . ᾀσεῖ δ ' ὥς ποκ ' ἔδεκτο : τὶς αἰπόλος
4990490 ἀφατων
ὄστρεια , κτένες , ὄρκυνες : καὶ πρὸς τούτοις ὀρνιθαρίων ἀφάτων πλῆθος , νηττῶν , φαττῶν : χῆνες , στρουθοί
σήσαμα , κήρυκες , ἅλες : καὶ πρὸς τούτοις ὀρνιθαρίων ἀφάτων πλῆθος , νηττῶν , φαττῶν : χῆνες , κίτται
4987719 Στρατιωτῃ
ἄλλα πώλει πάντα πλὴν τῶν μυρτίνων . ΦΙΛΥΡΙΝΟΣ . Ξέναρχος Στρατιώτῃ : φιλύρας εἶχε γὰρ ὁ παῖς ἀφύλλου στέφανον ἀμφικείμενον
ἡ τυραννὶς ἐδεῖτο . Ἀντιφάνης δ ' ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐν Στρατιώτῃ τὰ ὅμοια λέγει περὶ τῆς τῶν ἐν Κύπρῳ βασιλέων
4972829 φασιανικων
καὶ μάλιστα πέρδικος , ἀτταγῆνος , περιστερᾶς , ἀλεκτορίδος καὶ φασιανικῶν . τὰ πτερὰ τῶν χηνῶν καὶ μᾶλλον τὰ τῶν
φησιν ὀνομάζεσθαι τὸν φασιανὸν ὄρνιν . τοσαῦτά σοι περὶ τῶν φασιανικῶν ὀρνίθων ἔχων λέγειν , οὓς ἐγὼ διὰ σὲ ὥσπερ
4968586 συνεστηκυια
αὐτὸν τρόπον καὶ ἡ συλλαβὴ ἡ ἐκ φωνήεντος καὶ συμφώνου συνεστηκυῖα δίφθογγος καλεῖται . Καὶ λέγομεν , ὅτι διὰ τοῦτο
ψυχρὸν ἀθροίζει : συνηθροισμένον δὲ πᾶν ἰσχυρόν . ὅλως δὲ συνεστηκυῖα καὶ ἀθρόος ἡ δύναμις ἅπαντος ἰσχυροτέρα καθάπερ τοῦ βάρους
4967699 ἀλιξ
τὸ καλούμενον λικουάμεν ἀναιροῦντα : τὸ δὲ λοιπὸν πάτημα γίνεται ἄλιξ . Βιθυνοὶ δὲ κατασκευάζουσιν οὕτως : λαμβάνεις κάλλιον μὲν
καὶ οὖα πάνυ πέπειρα καὶ κύαμοι ἑψηθέντες ἐν ὀξυκράτῳ καὶ ἄλιξ καὶ ἁπλῶς τὰ ῥωννύειν ἠρέμα καὶ ὑποστύφειν σὺν τῷ
4967437 ἁβρυνεται
καὶ παρυφίδα διαφανῆ πάντες , οἷς νῦν ὁ τῶν γυναικῶν ἁβρύνεται βίος . ὕστερον δ ' ὑπὸ τῆς τρυφῆς εἰς
καὶ παρυφίδα διαφανῆ πάντες , οἷς νῦν ὁ τῶν γυναικῶν ἁβρύνεται βίος . ὕστερον δ ' ὑπὸ τῆς τρυφῆς εἰς
4964632 γλυκερη
μὴν τερπωλῆς ἀπολείπεαι , αἴ κ ' ἐθέλῃσθα τέρπεσθαι , γλυκερὴ δὲ πέλει βασιλήϊος ἄγρη . νῆα μὲν εὐγόμφωτον ,
ἐμοὶ μέλος λιγαίνοι : ὁ δὲ δῆμος ἐστὶν οὗτος , γλυκερὴ ῥέουσα Μοῦσα . Περί με πνέων ὁ Φοῖβος χέλυν
4955484 ἀσημων
ὃς ἦν μὲν ἐκ τοῦ γένους τῶν πατρικίων καὶ οὐκ ἀσήμων πατέρων , ἐκαλεῖτο δὲ Γάιος Μάρκιος , σώφρων δὲ
τι κατὰ τὸ σημαίνειν γίνεται , μηδὲν διαφέρον τῶν παντάπασιν ἀσήμων συλλαβῶν , αἳ μέρη εἰσὶν ἁπλῶν ὀνομάτων , ὡς
4952022 παχυνουσα
αἰτίας γινομένην . καὶ γὰρ ξηρότης ἢ θερμότης προηγησαμένη καὶ παχύνουσα τοὺς χυμοὺς σκληρότερον τὸν ὄγκον ἐργάζονται καὶ ψῦξις ὡσαύτως
. ἔστω δὲ καὶ ἡ δίαιτα τῶν αἱμορραγούντων στύφουσα καὶ παχύνουσα , οἵα ἐστὶ χόνδρος καὶ ἄλευρον καθαρὸν ἑφθὸν καὶ
4950158 μελισσα
δὴ κεκορημένοις Γόργως μὴ κίνη χέραδος μήτε μοι μέλι μήτε μέλισσα μνάσασθαί τινά φαιμι † καὶ ἕτερον † ἀμμέων ὀ
, γινόμενος ὁτὲ μὲν λέων ὁτὲ δὲ ὄφις ὁτὲ δὲ μέλισσα , ὑφ ' Ἡρακλέους μετὰ τῶν ἄλλων Νηλέως παίδων
4949627 μητρῳον
, τέττιξ , ἐρέβινθος , ἀχράς , τό τε θειοφανὲς μητρῷον ἐμοὶ μελέδημ ' ἰσχάς , Φρυγίας εὑρήματα συκῆς .
τοὺς Διαγορείους καὶ τὰ περὶ τὴν πρεσβῦτιν , ἧς τὸ μητρῷον γένος αὐτοῦ ἅπτεται . Καὶ εἰ μὴ σφόδρα ᾔδειν
4943592 μυρμηκων
ἐπ ' αὐταῖς οἱ Ἰνδοὶ τὴν χρυσῖτιν κόνιν τῶν Ἰνδικῶν μυρμήκων κλέπτουσι πρὸς ἀνατολὰς ὁδεύοντες . ὅτι τῶν μυρμήκων ἐν
ὑπάρχει καὶ ἔστι πτηνὰ καὶ ἄπτερα , καθάπερ τὸ τῶν μυρμήκων γένος . καὶ τῷ ἀγρίῳ καὶ τῷ ἡμέρῳ διαιρεῖσθαι
4937040 γογγρος
σκάρος , λάβραξ , μύραινα , κεστρεύς , χρύσοφρυς , γόγγρος , μελάνουρος , ἀνθίας , σφύραινα : ταύτην δὲ
δ ' ὁ μὲν κεστρεὺς ὑπὸ λάβρακος , ὁ δὲ γόγγρος ὑπὸ μυραίνης . ἡ δὲ λεγομένη παροιμία κεστρεὺς νηστεύει
4934707 διαπρεπον
τὴν ψυχὴν εἶναι ἐράσμιον : τί τὸ ἐπὶ πάσαις ἀρεταῖς διαπρέπον οἷον φῶς ; Βούλει δὴ καὶ τὰ ἐναντία λαβών
. ἔθετ ' ] ἐποιήσατε . ἄελπτον ] ἀνέλπιστον . διαπρέπον ] μέγα . δέδορκεν ] ἐθεάσατο . ἄτα ]
4934225 πολυκτημων
οἱ πολῖται καὶ ὁ αἰὼν τῶν βροτῶν ὁ πολύβοτος καὶ πολυκτήμων , τουτέστιν οὐδεὶς πλὴν τοῦ Οἰδίποδος τεθαύμασται καὶ πρὸς
, πολυπρόσωπος , πολυχρήματος πολύχρυσος , πολυσώματος , πολυΐστωρ , πολυκτήμων , πολυάργυρος πολύχαλκος , πολύπυρος πολύοινος πολύσιτος , πολυπότης
4932642 νησσαι
ὀρνίθων γένει ἀλεκτορίδες τε καὶ φασιανοί , μᾶλλον δὲ τούτων νῆσσαί τε καὶ χῆνες καὶ ὅσα ἐν ὕδασι ποιεῖται τὴν
ὀρνίθων γένει ἀλεκτορίδες τε καὶ φασιανοί , μᾶλλον δὲ τούτων νῆσσαί τε καὶ χῆνες καὶ ὅσα ἐν ὕδασι ποιεῖται τὴν
4930820 σκομβρος
. θυμῷ : μωρίᾳ . Ἀφροσύνη ἀγνωσία . σκόμβρον : σκόμβρος ὁ σκαιὸς εἰς βρῶσιν : κακόχυμος γὰρ τὸ ζῶον
κυβίου προφέρουσα , κινητικὴ ὀρέξεως , πρὸς ἐκκρίσεις εὐόλισθος . σκόμβρος εὔστομος , δύσφθαρτος , δίψους ποιητική : κρατίστη δ
4929624 εὐπνοων
[ ' , ὃν ἐκφύει Μέλας ] ποταμὸς ἀηδόν ' εὐπνόων αὐλῶν σοφήν . ἄναρθρος Ὦ γαῖα ⌊ πατρίς ⌋
Συνεπιμαρτυρεῖ δὲ καὶ τὸ ἐκ τῶν λεπτοτέρων καὶ εὐείλων καὶ εὐπνόων εὐωδεστέρους γίνεσθαι καὶ ἐκ τῶν πρεσβυτέρων ἢ νεωτέρων :
4928579 ἀποδεικτικων
προβαίνουσαι . πολλοὶ δὲ λόγοι περί τινων λεγόμενοι λογικῶς τῶν ἀποδεικτικῶν εἰσιν ἔγγιστα , οἷς μηδὲν ἐκ τῶν ἀντικειμένων ἐστὶν
τῶν μελλόντων λέγεσθαι μᾶλλον ἔσται καταφανὴς καὶ μάλιστα ἐκ τῶν ἀποδεικτικῶν καὶ παθητικῶν λόγων , ἐν οἷς ὁ μὲν Λυσίας
4926002 ἀμουσος
' πίνοια τῆς ἐγκεντρίδος , ῥᾳδίως ἐγὼ διδάξω “ κἂν ἄμουσος ᾖ τὸ πρίν ” . ἐσμὲν ἡμεῖς , οἷς
σκεύεσιν ὁ αὐτὸς λόγος ; ἀλλὰ κιθάρᾳ χρήσαιτο ἂν ὁ ἄμουσος , ἢ ἐπιχειρῶν οὐκ ἂν εἴη καταγέλαστος , πρὸς
4921743 πιοτατος
τῶν ἄλλων πάντων ὄψων κρατεῖ οὗτος ὅσον περ θύννος ὁ πιότατος τῶν φαυλοτάτων κορακίνων . Ἄλεξις ἐν Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβαις
ἄλλων πάντων γόγγρων κρατεῖ αὐτός , ὅσον περ θύννος ὁ πιότατος τῶν φαυλοτάτων κορακίνων . ἀλλά μοι ὀψώνει γλαύκου κεφαλὴν
4921285 κορακινος
. οὗτος δέ , φησί , καλεῖται καὶ ὀξύρυγχος . κορακῖνος δ ' ὁ ἐκ τοῦ Νείλου : ἥττων δ
περὶ ζῴων ἢ ἰχθύων . θρίσσα ἐγκρασίχολος , μεμβράς , κορακῖνος , ἐρυθρῖνος . τριχίδων δὲ Εὔπολις : ἐκεῖνος ἦν
4917962 ἀγροικων
καὶ οὗτος τιμᾶται καὶ ταῖς τῶν μηνῶν δεκαταίαις παρὰ τῶν ἀγροίκων τιμᾶται καὶ ὑπὸ δέκα , καὶ ἐπίπαν ὑπὸ ποιμένων
καὶ ὡς οὐκ ἄν τις ἄλλος τῶν λίαν ἀμαθῶν καὶ ἀγροίκων , τῶν παρὰ τῆς σῆς ἀρετῆς αἰτηθέντων τὴν δήλωσιν
4912842 ἀλαλος
Ἠδωνῶν Αἰσχύλου τίς ποτ ' ἔσθ ' ὁ μουσόμαντις , ἄλαλος , ἀβρατεὺς ὃν σθένει . ὀρειβάτης : Τῷ ὄρει
σύνδεσμος διαζευκτικοῦ . . . . ἄλλος : ἀπὸ τοῦ ἄλαλος καὶ κατὰ συγκοπὴν οἷον ἄλλος , οὐκ ἐγώ ,
4910656 Ἁρπυιων
. ὁ δὲ Ἀπολλώνιός φησι πηρωθῆναι αὐτὸν καὶ πρὸς τῶν Ἁρπυιῶν κακῶς πάσχειν , ὅτι ἀνέδην πᾶσι καὶ διαρρήδην ἐμαντεύετο
ὕδρα , λέαιν ' , ἔχιδνα , πτηνά θ ' Ἁρπυιῶν γένη , εἰς ὑπερβολὴν ἀφῖκται τοῦ καταπτύστου γένους ;
4909302 κἠγων
' αὐταῖς ὑπακούσω . δῆλον ὅτ ' ἐν τᾷ γᾷ κἠγών τις φαίνομαι ἦμεν . Οὕτω τοι Πολύφαμος ἐποίμαινεν τὸν
, ἁδὺ δὲ χἀ σῦριγξ χὠ βουκόλος , ἁδὺ δὲ κἠγών . ἔστι δέ μοι παρ ' ὕδωρ ψυχρὸν στιβάς
4908800 ἡδιστος
καὶ ἀμπεχόνῃ καὶ φωνῇ καὶ βαδίσματι : ὁ μὲν ὡς ἥδιστος ἰδεῖν ὤν , ὁ δὲ ὡς ἀληθέστατος : καὶ
' ἀλλήλων μὴ ἡδεῖς ὄντας , οὐχ οἷόν τε . ἥδιστος δὲ ὁ φίλος τῷ φίλῳ . διὰ τοῦτο δὲ
4907984 φαγρος
βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ , τρυγών , σμύραινα , φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας ,
' ἄλλων δὲ πελάγιον , οἷον χρύσοφρυς , γλαῦκος , φάγρος , εἰσὶ δὲ δυσκατέργαστοι . κατεργασθέντες δὲ πολλαπλασίαν τροφὴν
4906758 ᾠδων
οἴκους : κέρδος ἀκεῖσθαι : τὴν λύπην θεραπεύειν δι ' ᾠδῶν κέρδος ἐστί . καίτοι τὸ ἀκεῖσθαι καὶ θεραπεύειν τὰς
τῆς μετά κέχρηται : ἵν ' ᾖ , μετὰ ποικιλοφορμίγγων ᾠδῶν ἔπεμψάν με αἱ τεαὶ ὧραι . ποικιλοφόρμιγγα δὲ εἶπεν
4897010 ἐντοπος
Ὦ τέκνα , τέκνα , πῶς ἄν , εἴ τις ἔντοπος , τὸν πάντ ' ἄριστον δεῦρο Θησέα πόροι ;
. φροντίδας νέας : ὡς οὐκ ἔξεδρος , ἀλλ ' ἔντοπος ἁνήρ , οὐ μολπὰν σύριγγος ἔχων , ὡς ποιμὴν
4894423 ὠρανον
γᾶς βασιλέα δύνασθαι μηδεμιᾷ τῶν ἀρετῶν ἐλαττοῦσθαι τῶ κατ ' ὠρανὸν βασιλέως : ἀλλ ' ὥσπερ αὐτὸς ἀπόδαμόν τι ἐντὶ
ἅ τε Μελιξοῦς σάμερον , ἁνίκα πέρ τε ποτ ' ὠρανὸν ἔτραχον ἵπποι Ἀῶ τὰν ῥοδόεσσαν ἀπ ' ὠκεανοῖο φέροισαι
4891776 ἀκοσμια
δὲ σχῆμα περὶ πλείω ὀνόματα κόσμησις , ὡς ὁ σολοικισμὸς ἀκοσμία , ὥστε τὴν αὐτὴν εἶναι διαφορὰν βαρβαρισμοῦ τε πρὸς
οὐ κόσμος , οὔκ , ὦ τλῆμον , ἀλλ ' ἀκοσμία φαίνοιτ ' ἂν εἶναι σῶν τε μαργότης φρενῶν εὔκαρπον
4891260 Κακων
βούλομαι τουτί : προσόζειν γὰρ κακοῦ τού μοι δοκεῖ . Κακῶν τοσούτων ξυνελέγη μοι σώρακος . δακτύλιον χαλκοῦν φέρων ἀπείρονα
Ἐπὶ πλήθους γὰρ εὐδαιμονίας καὶ τοῦτο . Τὰ ἐναντία : Κακῶν Ἰλιὰς , καὶ , Λέρνη κακῶν . Ἁγνότερος πηδαλίου
4884496 ὑακινθων
εὐδαίμονος Ἀραβίας . οἷον γὰρ ἀπὸ ῥόδων καὶ ναρκίσσων καὶ ὑακίνθων καὶ κρίνων καὶ ἴων , ἔτι δὲ μυρρίνης καὶ
καὶ μῆλον ἐγκεῖσθαι τῇ κάλυκι κυάνεον μέν , ὥσπερ τῶν ὑακίνθων αἱ κάλυκες , πάντων δὲ ἥδιστον , ὁπόσα ἐξ
4883809 λειμωνων
νεκρῶν οὐδὲν ἄμεινον ἔχοντες . Ἄρτι δὲ διαγελῶντος ἔαρος καὶ λειμώνων στεφομένων τοῖς ἄνθεσιν ὡς ἐκ τάφων ἀναστάντες τῶν αὐτοῦ
τὰ πρῶτα φέροντι τῶν ὁμοτέχνων . ἐδρεψάμην κἀγὼ τῶν τοῦδε λειμώνων , ὅσα χωρεῖν ἠδυνάμην . ἀπὸ τοιούτων οὖν πηγῶν
4881745 θεοπεμπτος
ἐϋξέστῃς ἐλάτῃσι πόντον ἐλαύνοντες , οὕτως δὲ καὶ ἡμῖν ὁ θεόπεμπτος νεανίας , δι ' ὃν ἔξεστιν ἀφεμένους τῶν πόνων
ἱερᾶς πέλεια καθεζομένη θεσπιῳδεῖν ἐλέγετο , παρὰ δὲ τοῖς Ἀβοριγῖσι θεόπεμπτος ὄρνις , ὃν αὐτοὶ μὲν πῖκον , Ἕλληνες δὲ
4880208 ἀγαθοεργια
φῶς ἐκχεόμενον ἀκήρατον ἐξ ἀκηράτου λαμπτῆρος ἡ τῆς σῆς γνώμης ἀγαθοεργία ἅπαντας μὲν καταυγάζει καὶ τοὺς πόρρω καὶ τοὺς πλησίον
] τοῖς μὲν θεοῖς , φησὶν , ἄρτι καταπεφρονήμεθα . ἀγαθοεργία δέ τις ἀφ ' ἡμῶν θαυμάζεται , ὀλομένων ,
4875952 τελειων
Χαῖρις οὐ βούλεται συνθέτως ἀναγινώσκειν Πελιαοφόνον : ἐκ γὰρ δυοῖν τελείων ἐστὶ τοῦ Πελίαο καὶ τοῦ φόνου . γίνεται δὲ
δὲ τῇ ἀποτέξει καὶ πλεῖστον προσανευρύνεται μέχρι τοῦ καὶ χεῖρας τελείων παραδέχεσθαι . κατὰ μέντοι τὴν φύσιν τρυφερόν ἐστι καὶ
4869873 χρυσοφρυς
καὶ ἐν Ἀμβρακίᾳ . χρύσοφρυς . Ἄρχιππος : ἱερὸς Ἀφροδίτης χρύσοφρυς Κυθερείας . τοὺς δ ' ἰχθῦς τούτους φησὶν Ἱκέσιος
Λιβύης Λήθων ποτάμιον , ἐν ᾧ γίνεται ἰχθὺς λάβραξ καὶ χρύσοφρυς καὶ ἐγχέλεων πλῆθος [ καὶ ] τῶν καλουμένων βασιλικῶν
4864043 τριγλη
φίλον φάγροισι δέλετρον καὶ βῶκες συνόδοντι καὶ ἱππούροισιν ἴουλοι : τρίγλη δ ' ὀρφὸν ἔπεφνε καὶ ἔσπασε κιρρίδα πέρκη ,
κατὰ φυκότριχος πέτρης λευκὸν τρέφει ὕδωρ ψῆττά τε χονδροφυὴς καὶ τρίγλη μιλτοπάρῃος . τῇ δ ' ἐγὼ ἐν πρώτοις ἐπέχον

Back