ἐστι καὶ δριμύ , ὅμοιον μὲν τῇ δυνάμει τῷ τοῦ ἱππομαράθου , ἀσθενέστερον δέ . Μαστίχη ἡ μὲν λευκὴ καὶ
δαύκου πετροϲελίνου ἀϲάρου καὶ νάρδου καὶ μᾶλλον τούτων τὸ τοῦ ἱππομαράθου ϲπέρμα καὶ τὴν ῥίζαν . τὴν δὲ χαμαιπίτυν καὶ
6585221 αἰθιοπικον
, διδόναι καὶ μετὰ τῶν ὠῶν καὶ τῆς ἀκτῆς κύμινον αἰθιοπικὸν , καὶ τοῦ κάστορος ὅσον ὀβολόν . Ὅταν δὲ
Ἄλλο ὁμοίως : ἄννησον , κεδρίδας , σελίνου καρπὸν , αἰθιοπικὸν κύμινον , σέσελι , ἑκάστου ἥμισυ ὀξυβάφου δὸς ἐκπιεῖν
5868559 ζιγγιβερεως
ἡ ῥίζα , βαλαύστιον , γίγαρτα , ἔλαιον βαλάνινον , ζιγγιβέρεως ἡ ῥίζα , καγκάνου ῥίζα , κρόμμυον , σίκυος
' αὐτοῦ μέγεθος κυάμου πρὸ τῶν σιτίων . Ἔμβαμμα : ζιγγιβέρεως ⋖ β , πεπέρεως μακροῦ , σκαμμωνίας , ὀποῦ
5554547 πηχων
τῆς ὁδοῦ τὸ γλεῦκος ἔρρει . ἑξῆς ἐφέρετο τετράκυκλος μῆκος πηχῶν εἴκοσι πέντε , πλάτος τεσσαρεσκαίδεκα : ἤγετο δὲ ὑπὸ
οὐρὰς ἔχουσι μηκίστας , Ἡρόδοτος λέγει , ὡς εἶναι τριῶν πηχῶν . καὶ οἱ μὲν χειρουργοῦσιν αὐτάς , οἱ δὲ
5516035 κυαμιαιον
ἀνακεκομμένας ἤνοιξεν . ἐνίαις δ ' ἐρεθίζει τὴν κάθαρσιν σμύρνης κυαμιαῖον μέγεθος μελικράτῳ πινόμενον ἢ εἰς κοκκία μερισθὲν καὶ καταπινόμενον
δυσεντερικοῖς ποτήματα . Νάρδος πινομένη στεγνοῖ κοιλίαν , σμύρνης καλῆς κυαμιαῖον μέγεθος στερεὸν καταπινόμενον , σπέρμα ἀγρίου λαπάθου ὕδατι ἐπιπασθέν
5515945 πλεθρων
. τὴν περὶ τὰς Αἰόλου νήσους ἀναζεῖν οὕτως ἐπὶ δύο πλέθρων τὸ μῆκος ὥστε μὴ δυνατὸν εἶναι διὰ τὴν θερμασίαν
δὲ τὴν περὶ τὰς Αἰόλου νήσους ἀναζεῖν οὕτως ἐπὶ δύο πλέθρων τὸ μῆκος , ὥστε μὴ δυνατὸν εἶναι διὰ τὴν
5407044 ἀνησου
: δίδου πίνειν κοχλιάριον ἓν ἐν οἴνῳ . Τροχίσκος : ἀνήσου , σελίνου σπέρματος , ἀσάρου , ἀμυγδάλων πικρῶν κεκαθαρμένων
τοῦ πετροσελίνου σπέρματι καὶ τῷ τοῦ δαύκου καὶ τῷ τοῦ ἀνήσου καὶ τοῖς ἁλσὶ καὶ τῷ πεπέρει , καὶ εἰ
5375547 ἀπηφρισμενου
αἵματος τραγείου ἐξηραμένου καθὰ προείρηται , Γρʹ λϚʹ , μέλιτος ἀπηφρισμένου τὸ ἱκανόν : ἡ δόσις καρύου ποντικοῦ τὸ μέγεθος
πηγανοσπέρμου ἤτοι τῶν χλωρῶν φύλλων τοῦ πηγάνου γράμματα Ϛʹ μέλιτος ἀπηφρισμένου ξέστ . αʹ οἴνου ξέστας δʹ ἢ εʹ ταῦτα
5375419 ἀσπαραγων
ἐπιφανῶς : τοιαῦτα δ ' ἐστὶν αἵ τε τῶν βασιλικῶν ἀσπαράγων ῥίζαι καὶ τοῦ βάτου καὶ ὕαλος ἡ κεκαυμένη ἀγρώστεώς
, δι ' οἰνομέλιτος , χόνδρου ῥοφημάτων , πτισάνης , ἀσπαράγων , μαλάχης , καρίδων καὶ τῶν ἄλλων ἰχθύων ,
5330256 παχος
δρ . ξʹ . ἕψε , ἕως ἂν γένηται γλοιοῦ πάχος , καὶ χρῶ . τούτου τοῦ χυλοῦ ἐὰν νῆστις
κδʹ , τὸ δὲ πλάτος δακτύλων ιβʹ , τὸ δὲ πάχος δακτύλων ιʹ . εὑρεῖν αὐτοῦ τὸ στερεόν : ποίει
5321683 διπλασιον
ἐκεῖνος τὸν διπλάσιον αὑτοῦ μετρεῖ , ἐκεῖνος δὲ τὸν ἐκείνου διπλάσιον , ἐκεῖνός τε τὸν ἐκείνου διπλάσιον , καὶ ἀεὶ
ἄρα ὑπὸ ΖΒΝ μετὰ τοῦ ὑπὸ ΒΖΝ μεῖζόν ἐστιν ἢ διπλάσιον τοῦ ὑπὸ ΒΖΝ . ἀλλὰ τὸ μὲν ὑπὸ ΖΒΝ
5297225 παλαιστων
ἐν τῷ κυλίειν τὴν κόπρον . ὁμοῦ μὲν ὡς τῶν παλαιστῶν ἀδηφαγούντων , ὁμοῦ δὲ τῷ ἐπιφερομένῳ οἰκείως τῶν παλαιστῶν
κονίσαι , τουτέστι νικῆσαι : κονιορτοῦνται γὰρ οἱ νικώμενοι τῶν παλαιστῶν . οὕτω Μεθόδιος . . . . ἀκοῦμαι καὶ
5296194 καρυου
κασίας ⋖ αʹ , μέλιτος τὸ ἱκανόν : ἡ δόσις καρύου ποντικοῦ ἢ κυάμου αἰγυπτίου τὸ μέγεθος μεθ ' ὑδρομέλιτος
ἀπὸ φλέγματος καὶ ὑαλώδους χυμοῦ γινομένας ὀδύνας : ἡ δόσις καρύου Ποντικοῦ τὸ μέγεθος μετὰ μελικράτου . ἐγὼ πολλάκις ἐπὶ
5296189 ἱπποσελινου
σμύρνιον δριμύτερόν τέ ἐστι καὶ θερμότερον πολλῷ τοῦ σελίνου καὶ ἱπποσελίνου καὶ σίου . τὰ μὲν οὖν ἄλλα καὶ ὠμὰ
, ὥσπερ καὶ τοῦ σιλφίου . Τὸ μὲν οὖν τοῦ ἱπποσελίνου παρόμοιον τῇ σμύρνῃ : καί τινες ἀκούσαντες ὡς ἐντεῦθεν
5290532 κασσιας
. Κρόκου ⋖ ι , σχοίνου ἄνθους ⋖ δ , κασσίας , ναρδοστάχυος ἀνὰ ⋖ β , σμύρνης , κινναμώμου
ἔστι δὲ καὶ πολυμίγματον τοῦτο : βαλσάμου , νάρδου , κασσίας , κυμίνου , γλυκυρρίζης , ὑπερικοῦ , ἀμώμου ,
5238610 πηχεις
χώρας . Ὁ δὲ μέγιστος αὐτῷ πύργος τὸ μῆκος εἶχε πήχεις ρκ , τὸ δὲ πλάτος εἶχε πήχεις κγ ⊂
ἐν κύκλῳ ξύλα ἱστᾶσιν ἔτι χλωρὰ καὶ ἐς ἑκκαίδεκα ἕκαστον πήχεις : ἐντὸς δὲ ἐπὶ τοῦ βωμοῦ τὰ αὐότατά σφισι
5237122 χωνειας
σκωρίδιον αὐτοῦ ἔοικεν αὐτῷ τῷ σκωριδίῳ τῷ ἐκφερομένῳ διὰ τῆς χωνείας τῆς χρυσάμμου . Διὰ τοῦτο καὶ μάλιστα εἰς αὐτὸν
μηχανῆς . ἰπνοὶ δὲ δύο σύνεγγυς τούτων ἀμφοτέρωθεν κατεσκευάζοντο εἰς χωνείας , ἰσχυρότατοι μέντοι καὶ βεβαιότατοι , τὰ μὲν ἔνδον
5222141 αἰθιοπικου
πλέθρων , ἐούσης τετραγώνου , λίθου δὲ ἐς τὸ ἥμισυ αἰθιοπικοῦ . Τὴν δὴ μετεξέτεροί φασι Ἑλλήνων Ῥοδώπιος ἑταίρης γυναικὸς
γλυκυσίδης ῥίζην τὸν αὐτὸν τρόπον : ἢ ἱπποσελίνου καὶ δαύκου αἰθιοπικοῦ καρπὸν ὡσαύτως : ἢ κρήθμου ῥίζαν , ἢ κυμίνου
5213210 ὑπερεχον
πάλιν πρός τινα ὑπερέχοντα τόρμον χαλκοῦν , τἀναντία προσκόψαν τὸ ὑπερέχον τῆς σχαστηρίας ἀπέσχασεν τὴν χεῖρα : ἡ μὲν οὖν
καὶ μεταβολᾶς : καὶ τὸ μὲν πρᾶτόν τε δυνάμει καὶ ὑπερέχον , τὸ δ ' ὕστερον καὶ καθυπερεχόμενον : τὸ
5181394 Ἑτερον
ῥίζας κλάσας , ἐν μελικρήτῳ χλιερῷ ἀποβρέχων , δίδου . Ἕτερον : μελίης ὅσον κόκκους δέκα ἐν οἴνῳ δοῦναι πιεῖν
τρίψας , μέλιτι φυρήσας , βάλανον ποιέων , προστίθει . Ἕτερον : κολοκυνθίδος ἀγρίης τὸ εἴσω λεῖον ποιήσας , μέλιτι
5176381 σινωνος
, ὀπίου ἀνὰ ⋖ δ , καστορίου , δαύκου , σίνωνος ἀνὰ ⋖ β , ὑοσκυάμου λευκοῦ σπέρματος ⋖ α
καρπησίου , ζιγγιβέρεως , μήου , ἀσάρου , κασίας , σίνωνος , πετροσελίνου , ἀκόρου , γεντιανῆς , δαύκου ἀνὰ
5167857 τριπλασιον
αη ηβ : καὶ ἐπεὶ τὸ γδ τοῦ εζ ἐστι τριπλάσιον , ἴσον δὲ τὸ αη τῷ γδ , καὶ
, πρῶτον διπλάσιον ἐν ἑνὶ στίχῳ , εἶτα ἐν δευτέρῳ τριπλάσιον , εἶτα τετραπλάσιον ἐν τρίτῳ καὶ μέχρι δεκαπλασίων ,
5153542 πηχεων
, εἰ πρὸς τοὺς ἄλλους ἔχεις ἀντικρίνοιντο : εἶναι γὰρ πήχεων καὶ πεντεκαίδεκα : τάς γε μὴν χελώνας εἶναι τοσαύτας
δ ' ὁ πῆχυς ἢ ὁ ποῦς , τὸ ιϚ πήχεων ἢ ποδῶν ἐστι ῥητόν . Ἔστω τὸ ΑΓ ποδῶν
5133073 σελινου
νεφρῶν ἄγει δι ' οὔρων τὸ σπέρμα τοῦ ἑλενίου , σελίνου , πέπερι , μήκων , σταφυλῖνος , πράσον ,
. μὴ παρηγορούμενα δὲ καταπλαστέον ὠμῇ λύσει μετὰ κυμίνου ἢ σελίνου καὶ ἀνήσσου ἢ πηγάνου σπέρματος , ξηροβαλανιστέον τε μέλιτι
5083125 κεφαλια
, ὑπὲρ ὧν τὰ ἄνθη ὥσπερ μήκωνος , καὶ μέσα κεφάλια μέλανα ἢ κυανίζοντα : ῥίζα κατὰ μέγεθος ἐλαίας ἢ
: κλωνία δ ' ἔχει ἐμφερῆ ὀριγάνῳ , λεπτά : κεφάλια δ ' ὡς θύμου : τὸ δ ' ὅλον
5069279 γλυφαις
εἴσοδον καὶ πυλῶνα τὰ μὲν ἄλλα παραπλήσιον τῷ προειρημένῳ , γλυφαῖς δὲ παντοίαις περιττότερον εἰργασμένον : παρὰ δὲ τὴν εἴσοδον
, ἐν μὲν τῶι πρὸς ἕω μέρει τὴν γιγαντομαχίαν ἐποιήσαντο γλυφαῖς καὶ τῶι μεγέθει καὶ τῶι κάλλει διαφερούσαις , ἐν
5066210 πεπερεως
κεχρῆσθαι δεῖ πταρμικῷ τῷ στρουθίῳ καλουμένῳ ἢ μετὰ καστορίου ἢ πεπέρεως ἢ εὐφορβίου ἢ ἐπιθύμου ποτὲ μὲν ἐμφυσῶντας , ἄλλοτε
λεπίδος στομώματος . . . . . δραχ . αʹ πεπέρεως . . . . . . . . .
5046657 μικροτερον
καὶ πρὸς ἕτερον ἀντεξετάζειν , ὡς οὐ μέγα καὶ ἕτερον μικρότερον : ἐροῦμεν τοίνυν , ὅτι ἐν μὲν τῇ τοιαύτῃ
τοῦτο καὶ πρὸς μέγεθος ἡ γαῖα τῆς Σελήνης ἐκπίπτει καὶ μικρότερον ἔχει τὸ μῆκος ἅπαν . καὶ γὰρ ἐκ τοῦ
5037644 κατεαγεν
σὺ δέ μοι τῶν ἐρετμῶν δύο πέμψον , ἐπειδὴ τἀμὰ κατέαγεν . ἀντίδοσις γὰρ [ ἡ ] παρὰ φίλων εἰς
περιερχομένη . ἀντὶ τοῦ εἰς τίνα τὸν νοῦν ἐχούσης σου κατέαγεν ἡ χύτρα . ὡς διὰ τὸ ἐρᾶν μὴ προσεχουσῶν
5035278 πολλαπλα
Ν ποιείτω . καὶ πάλιν ὁ μὲν Β τὸν Γ πολλαπλα - σιάσας τὸν Ξ ποιείτω , ἑκάτερος δὲ τῶν
λόγον ἕξει . τὰ δὲ λόγον ἔχοντα πρὸς ἄλληλα δύναται πολλαπλα - σιαζόμενα ὑπερέχειν ἀλλήλων : καὶ κερατοειδὴς ἄρα πολλαπλασιαζομένη
5030900 μεδιμνου
νόμος διαρρήδην κωλύει παιδὶ μὴ ἐξεῖναι συμβάλλειν μηδὲ γυναικὶ πέρα μεδίμνου κριθῶν . Μεμαρτύρηται δὲ Ἀρίσταρχον μὲν πρότερον Δημοχάρους τοῦ
οὖσιν , οὐδὲ γυναικὶ παρ ' Ἀθηναίοις συναλλάσσειν πλὴν ἄχρι μεδίμνου κριθῶν , διὰ τὸ τῆς γνώμης ἀσθενές . τῶν
5023847 σμυρνης
, σικύου σπέρματος λελεπισμένου , σελίνου σπέρματος , πετροσελίνου , σμύρνης ἀνὰ ⋖ αʹ ʹʹ , κασίας , κινναμώμου ,
. . . . . . . οὐγγ . βʹ σμύρνης τρωγλίτιδος . . . . . . . οὐγγ
5022029 ἀττικας
. Μετὰ δὲ ταῦτα , βοείου γάλακτος ὡς τέσσαρας κοτύλας ἀττικὰς ὠμοῦ ἔπινεν , κατὰ δύο κυάθους δι ' ἡμέρης
: ὀρύξαι χρὴ βόθρον , καὶ φῶξαι ὅσον δύο χοίνικας ἀττικὰς γιγάρτων , τῆς σποδιῆς ἐπιβαλὼν ἐπὶ τὸν βόθρον ,
5010382 ὀργυιαι
σταθμὸν τοῦτον τάφρος ἦν ὀρυκτὴ βαθεῖα , τὸ μὲν εὖρος ὀργυιαὶ πέντε , τὸ δὲ βάθος ὀργυιαὶ τρεῖς . παρετέτατο
ἡμίτομα , κεκενωμένα , μέγεθος δὲ ἑκάστου ἡμιτομίου εἰς μῆκος ὀργυιαὶ πεντεκαίδεκα . Ἐπεὶ δὲ ἀπεκρύψαμεν αὐτούς , ἰώμεθα τοὺς
5000085 ποντικου
ἑλκωθέντων τὸ ἔντερον . πινομένη δὲ ἡ ἄϲφαλτοϲ ὅϲον καρύου ποντικοῦ μέγεθοϲ ἢ κυάμου λεῖα μετ ' οἴνου τοὺϲ ϲυγκοπτομένουϲ
. ιβʹ , ῥόδων ξηρῶν δρ . ηʹ , μελιλώτου ποντικοῦ δρ . ιδʹ , στυπτηρίας σχιστῆς δρ . ηʹ
5000008 ὀροβιαιον
τὸ κακοϲτόμαχον . δοτέον καὶ ἀμμωνιακόν , ἢ ὀποῦ Κυρηναϊκοῦ ὀροβιαῖον μέγεθοϲ περιπλαϲθὲν ἀπέφθῳ μέλιτι καταπινέϲθω , ϲιλφίου τε ῥίζηϲ
, γάλα , οἶνος γλυκύς , κυπαρίσσου κόμης μετὰ σμύρνης ὀροβιαῖον μέγεθος . λίθους τοὺς ἐν κύστει θρύπτει πινόμενα ἀγρώστεως
4979531 ἀσπαραγου
οὔτε ὀπὸν ἀνίησιν οὔτε κωδύαν ἔχει , ἀλλ ' οἱονεὶ ἀσπαράγου ἄκρον : ἐν ἀρούραις τε τὸ πλέον ἐκεῖναι φύονται
σελίνου , κισσοῦ λευκοῦ , λαπάθων ἀγρίων , ὑοσκυάμου , ἀσπαράγου , κράμβης καὶ τὰ τούτων φύλλα καὶ καρποὶ καὶ
4970032 ὑπερεχειν
στήθεος ὀστέον ὑποδεδυκέναι , τὸ δὲ ἀπὸ τῆς ἀκρωμίης ὀστέον ὑπερέχειν καὶ ἐποχέεσθαι ἐπὶ τοῦ ἑτέρου , οὐδεμιῆς μεγάλης ἰητρείης
. . : νομίζων τό τε δεξιὸν τῶν Λακεδαιμονίων ἔτι ὑπερέχειν τῶν ἐναντίων καὶ τὸ εὐώνυμον τὸ κατὰ τοὺς Μαντινεῖς
4969001 μιγμα
, διηγηματικόν , δραματικὸν καὶ μικτόν , τὸ βουκολικὸν ποίημα μῖγμά ἐστι παντὸς εἴδους , ὥσπερ συγκεκραμένον [ τῇ ποικιλίᾳ
διηγηματικόν , δραματικὸν καὶ μικτόν . τὸ δὲ βουκολικὸν ποίημα μῖγμά ἐστι παντὸς εἴδους καθάπερ συγκεκραμένον : διὸ καὶ χαριέστερον
4960366 ἰσχυροτερον
διακόπτον , οὕτως ἔσωθεν τῷ ἀντικρίῳ παίειν : καὶ πολὺ ἰσχυρότερον ὁ ἀντίκριος γίνεται . Πρὸς δὲ τὰ μεγάλα μηχανήματα
περιελίξας προσθεῖναι , καὶ τὴν ἡμέρην ἐῇν : ἢν δὲ ἰσχυρότερον βούλῃ ποιῆσαι , σμύρναν ὀλίγην παραμίσγειν ὅσον τριτημόριον ,
4957026 ἀποβρεγμα
πάνυ θερμαίνειν δυνάμενα , διδόναι δ ' αὐτοῖς ἢ τὸ ἀπόβρεγμα τῆς ἀψινθίας ἢ αὐτὴν τὴν ἀλόην ἢ τὴν πικρὰν
αὐτοὺϲ πολυγόνου χυλὸν καὶ ἑλένιον ἐν οἴνῳ μέλανι καὶ φοινίκων ἀπόβρεγμα καὶ μύρτων . καταπλαϲτέον δὲ ὑποχόνδριον καὶ νεφροὺϲ ἄλφιτον
4945594 σταθμου
τὰ γένη μακρὸν ἐπεφαίνετό μοι δηλοῦν : τὸ δὲ τοῦ σταθμοῦ πλῆθος εἰς μύρια τάλαντ ' ἀργυρίου τὴν σύμπασαν εἶχε
, εἰ καὶ κατὰ σχῆμα διαφέροι [ διαφέρει ] , σταθμοῦ ἂν ἐπὶ μεγέθει τὴν φύσιν ἔχειν . οὐ μὴν
4939087 πλεθρον
καὶ ἕως τριῶν ποδῶν βάθους σκαπτομένων , καθ ' ἕκαστον πλέθρον ἐργασίας ἀρκεῖν ἑπτά , ἐν δὲ τῇ πάνυ σκληρᾷ
. πέλλας ἀγγεῖα γάλακτος . Πελασγοί οἱ Θεσσαλοί . πέλεθρον πλέθρον . ἔστι δὲ μέτρον γῆς , ἕκτον σταδίου .
4938747 σεσελιος
τε ἄνευ πυρετοῦ , ὀποῦ σκαμμωνίης πέμπτον μέρος πόσιος ἢ σεσέλιος ἢ ἄλλου τινος τῶν εὐωδέων , καὶ πήγανον ἐν
τοῖσι τρισὶ δακτύλοισι , καὶ τοῦ ἀννήσου , καὶ τοῦ σεσέλιος πέντε ἢ ἓξ , γλυκυσίδης χηραμύδος ἥμισυ τῆς ῥίζης
4937650 ἡμισυν
σελήνης πλούσιον ἅμα τῷ ἡλίῳ καταδυομένῳ ἀνατελλούσης . καὶ τὸν ἥμισυν ἀριθμὸν ἔχει τοῦ πλήθους , ἐν ᾧ τὸν κύκλον
στρατιώτου πατήρ : ἐγὼ δὲ τὸν πολὺν Κυναίγειρον ἐκ Μαραθῶνος ἥμισυν ἐδεξάμην : ἑτέρωθι μὲν γὰρ ἡ δεξιά , ἑτέρωθι
4935906 ἁδροτερους
ὄσπρια ὅμοια εἶναι χρὴ τοῖς εἰρημένοις . Τινὲς δὲ τοὺς ἁδροτέρους στάχυας ἐπιλέγονται , τοὺς ἔχοντας κόκκους πλήρεις καὶ τελείους
καὶ ἐνταῦθα πιαίνεται . Πύραμος δὲ καὶ Σάρος τρέφουσι τούτων ἁδροτέρους , καὶ οὗτοι δὲ Κίλικές εἰσιν . εἶεν δ
4927070 ἐρεβινθου
, χρῶ χυλῷ κράμβηϲ . ἐχέτωϲαν δὲ τὰ καταπότια μέγεθοϲ ἐρεβίνθου , καὶ δίδου γ ἢ ε καθ ' ἑκάϲτην
τὸ δέρμα τῶν γεραιτέρων λάβοιμεν ἂν ἀλλ ' οὐδ ' ἐρεβίνθου . σὸν ἔργον , ὦ καινῶν ἐπῶν κινητὰ καὶ
4921562 ἡμικοτυλιον
ἁπαλοῖϲ φύλλοιϲ ὅϲον ⋖ β μετ ' οἴνου αὐϲτηροῦ ὅϲον ἡμικοτύλιον . ἐπειδὴ δὲ καὶ ταῦτα λυμαίνεται τῶν ἀνθρώπων τὰ
μὴ θέλῃ ἡ κόπρος διαχωρέειν , ἐν τούτοισι : μέλιτος ἡμικοτύλιον καὶ νίτρου Αἰγυπτίου ὁκόσον ἀστράγαλον οἰός : ταῦτα τρίψας
4908144 σικυου
, Γλαύκωνος ὢν μεγάλου γένους , ἀβελτεροκόκκυξ ἠλίθιος περιέρχεται , σικυοῦ πέπονος εὐνουχίου κνήμας ἔχων ; Οὐχ ὁρᾷς ὅτι Φιλωνίδην
Λέαγρος , Γλαύκωνος ὢν μεγάλου γένους , ἀβελτεροκόκκυξ ἠλίθιος περιέρχεται σικυοῦ πέπονος εὐνουχίου κνήμας ἔχων . Ἀναξίλας : τὰ δὲ
4905399 ἡμισυ
ἡ ἡμέρα καὶ ἐδίδοτο αὐτῆς ἥμισυ μὲν τῷ κατηγόρῳ , ἥμισυ δὲ τῷ ἀπολογουμένῳ . καὶ διεμετρεῖτο τὸ ὕδωρ ,
δὲ τῇσι κεφαλῇσιν : διὰ τοῦτο οὐκ ἔστιν αὐτῇσι τὸ ἥμισυ ἐκστῆναι τοῦ ἄρθρου : ὀλισθάνοι γὰρ ἂν διὰ τὴν
4902195 κυαμου
προϲφάτοιϲ μὲν ἐν ὀξυκράτῳ , χρονίοιϲ δὲ ἐν ἀφεψήματι ϲυμφύτου κυάμου Αἰγυπτίου μέγεθοϲ πρωὶ καὶ ὀψέ , ἐμπνευματουμένοιϲ δὲ καὶ
γεντιανῆϲ ἀριϲτολοχίαϲ ϲτρογγύληϲ δαφνίδων ἴϲα ἀναλάμβανε μέλιτι ἑφθῷ καὶ δίδου κυάμου τὸ μέγεθοϲ , ἀπυρέτοιϲ μετ ' οἴνου κεκραμμένου κυάθουϲ
4896172 ῥιζης
χόριον , αὐλίσκον τε λεπτὸν ἐοικότα ἐντέρῳ ἐκ μέσου κατατεινούσης ῥίζης τρόπον ἢ μίσχου , ἐξ οὗ ἐκκρεμὲς ῥιζωθέν τ
β . ἢ καθ ' αὑτὸ ἢ καὶ μετὰ πάνακος ῥίζης ὀβολοῦ ἑνός . ἐνιέναι δὲ καὶ τῇ μήτρᾳ τὰ
4895027 πελταστικον
ἢ ἀκοντίοις ἢ σφενδόναις ἢ λίθοις ἐκ χειρός . τὸ πελταστικὸν δὲ κουφότερον μὲν τυγχάνει ὂν τοῦ ὁπλιτικοῦἡ γὰρ πέλτη
καὶ Ἀθηναίοις ὁμοῦ παρετάσσοντο : τὸ μὲν δὴ κοῦφον καὶ πελταστικὸν τοῖς Λάκωσιν ἀχρεῖον ἦν , τὴν δὲ φάλαγγα ὅλην
4889401 ἀμεως
ἐζυμωμένη , εὔοπτος , καθαρά , μῖγμα ἔχουσα μαράθρου καὶ ἄμεως . λαχάνων δὲ κράμβη , ἀσπάραγος , πράσα ,
# α # , σεσέλεως , καρώου , γλήχωνος , ἄμεως , ζιγγιβέρεως , σταφυλίνου σπέρματος , σίνωνος ἀνὰ #
4882064 πηχυαιον
δεκάπηχυ διάστημα ἐν ἑνὶ ἀμερεῖ διέρχεται χρόνῳ , τὸ λειπόμενον πηχυαῖον διάστημα τῆς αὐτῆς οὔσης κινήσεως ἐν δεκάτῳ μέρει τοῦ
δίπηχυ κατὰ πύκνωσιν , ἔφην , ἐπωνόμασται , τὸ δὲ πηχυαῖον κατὰ συνασπισμόν . γίνεται δὲ ἡ μὲν πύκνωσις ,
4878423 ζεμα
χαμαιδάφνια καὶ βρυώνια ἐσθίειν μετ ' ἐλαιογάρου : τὸ δὲ ζέμα αὐτῶν πίνειν καρυκευτόν . τὴν δὲ κράμβην ἕψειν μετ
Ζέλεια : Ζέφυρος : ζέω τὸ ῥῆμα : ζέσις : ζέμα . Τὰ ἀπὸ τῆς θε συλλαβῆς ἀρχόμενα , διὰ
4872710 ὀπτης
οὐκ ἔπεστιν ὄροφος : ἐν δὲ αὐτῷ ναός ἐστιν ἄλλος ὀπτῆς πλίνθου , ξόανα δὲ Κόρης καὶ Πλούτωνος καὶ Δήμητρός
τετράγωνον , ἧς ἦν ἑκάστη πλευρὰ σταδίων τριακοσίων , ἐξ ὀπτῆς πλίνθου καὶ ἀσφάλτου κατεσκευασμένην καὶ τὸ βάθος ἔχουσαν ποδῶν
4866407 κεκομμενων
ῥᾳδίως αὐτῶν ἄνδρες ἀκέραιοι περιέσονται ταῖς ἄνω καὶ κάτω συμπλοκαῖς κεκομμένων . Εἰ δὲ μὴ κακῶς ἐγὼ τὸ μέλλον τεκμαίρομαι
, νίτρου : μάλιϲτα δὲ οὗτοϲ ἁρμόϲει : ϲύκων λιπαρῶν κεκομμένων ⋖ α , κυμίνου ⋖ β , ἀφονίτρου ⋖
4858362 χοινικας
, ἐπιπάσσων τε ἁλῶν τετριμμένων χοίνικα μίαν εἰς τὰς θʹ χοίνικας , [ καὶ ] κίνει ταῖς χερσὶ πράως ,
, παρεκλάπην , ἐζημιώθην . . διχοινίκῳ ] κατὰ δύο χοίνικας , διὰ διχοινίκου , ἐν , εἰκοστοτετάρτῳ μεδίμνου ,
4854942 ἐννακοσιοι
τῷ Ϛ : ἑξάκις γὰρ ϘϚ φοϚ καὶ ἑξάκις ρν ἐννακόσιοι . ὥστε ἡ εἰκοσιτεσσαράπους καὶ ἡ τριακοντάπους μήκει μὲν
] πάντες πεζοὶ μὲν μύριοι καὶ ἑξακισχίλιοι , ἱππεῖς δὲ ἐννακόσιοι , οἱ δ ' Ἀντιγόνου χωρὶς τῶν ἐλεφάντων πεζοὶ
4845093 κοχλιαριων
, ὡϲ ἑλιγματῶδεϲ γενέϲθαι : δίδου τὴν τελείαν δόϲιν μέχρι κοχλιαρίων δ : εἰ δὲ ἐπιτεῖναι βούλει , πρόϲμιγε τοῖϲ
τε καὶ κοιλιακοὺϲ καὶ πτύϲειϲ αἵματοϲ καὶ ἰκτερικοὺϲ ὠφελεῖ πλῆθοϲ κοχλιαρίων β : μίγνυται δὲ καὶ ὀφθαλμικαῖϲ δυνάμεϲιν . τὸ
4838524 ἡμερον
Ὅτι τούτους εἰκός ἐστιν εἰς τοιοῦτον πάλιν ἀφικνεῖσθαι πολιτικὸν καὶ ἥμερον γένος , ἤ που μελιττῶν ἢ σφηκῶν ἢ μυρμήκων
ἐστί , ἰδίᾳ δὲ τὸ καὶ ἕν τι τὸ ζῷον ἥμερον , ὡς ἐξακούεσθαι καὶ ἐπὶ τούτου τὸν εἰ σύνδεσμον
4832861 κοτυλη
ʂ ὁ ξέϲτηϲ # ιηʹ # κʹ # κζʹ ἡ κοτύλη # θʹ # ιʹ # ιγʹ ʂ τὸ μέγα
δὲ ϲταθμὸν ἔχει τὸ κοχλιάριον καὶ ἡ κοτύλη . ἡ κοτύλη ταὐτὸν δὲ εἰπεῖν ὡϲ τὸ τρυβλίον . ] Τὸ
4827433 μεγεθος
ταχὺ πᾶς ὁ περὶ τὰ βασίλεια τόπος κατεφλέχθη διὰ τὸ μέγεθος τῆς φλογὸς καὶ τὸ πάντων παραδοξότατον , τὸ Ξέρξου
ἐστὶν ὁ ὄγκος καὶ τὸ μέγεθος [ ἢ καὶ τοιοῦτον μέγεθος ] οἷα τρέφει ὄμβριος αἶα τὰ ἔντερα τῆς γῆς
4825728 γεντιανης
πόσιν , τῶν μὲν καρκίνων μύστρα β , τῆς δὲ γεντιανῆς δ : εἰ δὲ τριταῖος ὢν μὴ πεπώκοι ,
κενταυρίου ἢ κονύζης ἢ σιλφίου ἢ τριφύλλου τῆς ἀσφαλτιζούσης ἢ γεντιανῆς ἐμπασσομένης τῷ ἐνέματι . εἰ δ ' ἀντίληψις εἴη
4819144 τετραπλασιον
' εὐθέως ἐξ ἀρχῆς οὕτως σκευάζειν : τῷ ὀξυμέλιτι μιγνύσθω τετραπλάσιον ὕδατος καλλίστου , κἄπειτα ἑψείσθω μετρίως , ἕως ἂν
ΚΓ , διπλῆ ἄρα καὶ ἡ ΘΚ τῆς ΚΓ . τετραπλάσιον ἄρα ἐστὶ τὸ ἀπὸ τῆς ΘΚ τοῦ ἀπὸ τῆς
4814080 κικιδα
, ἐμβαλεῖν δ ' ἐς ῥάκος τῆς πεφλασμένης μέγεθος ὅσον κικίδα μεγάλην : δύο δὲ ἔστω , ὡς τὸ μὲν
ἄμεινον καὶ ῥοιῆς γλυκείης ῥίζαν καὶ φύλλα καὶ ῥόον καὶ κικίδα : ταῦτα ἐν οἴνῳ στρυφνῷ πιπίσκειν , καὶ ῥοιῆς
4812487 δραχμαι
ποι τούτων ἕνεκα ἀπέστειλα , αἱ πεντακόσιαι μάλιστά πως συνέβαινον δραχμαί . οἷον δ ' αὖ καὶ τὸ πρόσθεν τούτων
ἐὰν δὲ μᾶλλον μαίνεσθαι καὶ φαντασίας τινὰς φαίνεσθαι , δύο δραχμαί : ἐὰν δ ' ὥστε μὴ παύεσθαι μαινόμενον τρεῖς
4807962 σμυρνιου
κασσίας , κυμίνου , γλυκυρρίζης , ὑπερικοῦ , ἀμώμου , σμυρνίου , πετροσελίνου , καλάμου ἀρωματικοῦ , πεπέρεως , σεσέλεως
κεκαυμένα . Σελίνου , πετροσελίνου , μαράθου , δαύκου , σμυρνίου , ἀνήσου σπέρμα , ἄμι , ἄσαρον , ἄκορον
4800384 μετρον
ἐν τούτῳ κεκρυμμένην ἔννοιαν , οὐχ ἧττον δὲ καὶ τὸ μέτρον δῆλα σὺν θεῷ τοῖς μὴ εἰδόσι ποιήσομεν ἐκ παλαιοῦ
εἶναι αὐτὴν καὶ βραχεῖαν καὶ μακράν : καὶ πᾶν δὲ μέτρον εἰς τελείαν περατοῦται λέξιν , ὅθεν ἐπίληπτά ἐστι τὰ
4794139 λιβανωτου
, λαβὼν σικύης ἐντεριώνην ὅσον τριώβολον καὶ ἀρτεμισίην ποίην καὶ λιβανωτοῦ ὀβολὸν , τρίψας , ἐν μέλιτι μίξας , ἐς
εἰρίῳ χρήσθω ἡμέρας τέσσαρας , πίνουσα σελίνου καρπὸν , καὶ λιβανωτοῦ πυρίνας πέντε , καὶ κύμινον αἰθιοπικὸν ἐν οἴνῳ λευκῷ
4794058 ἰρεως
βοτανῶν , ὀριγάνου καὶ ὑσσώπου καὶ καλαμίνθης καὶ γλήχωνος καὶ ἴρεως . πλευρῶν δ ' ὀδύνας ἄνευ πυρετῶν βδέλλιον ἰᾶται
μύρα ἀπὸ ἀνθῶν ἕψουσι κρίνου καὶ ῥόδου καὶ ναρκίσσου καὶ ἴρεως : ταῦτα ἀλγηδόνων ἰάματα ἀνθρώποις γίνεται . τὸ δὲ
4789889 ξυμμιξας
κράμβης , χωρὶς ἑκάτερα ἑψήσας ἀπηθῆσαι χοέα ἑκατέρου : εἶτα ξυμμίξας ἅμα συνεψεῖν : τὸ δὲ ὀϊὸς στέαρ τὸ ἀπὸ
σιλφίου ὅσον ὄροβον , καὶ καρδάμου καρπὸν τρίψας λεῖα καὶ ξυμμίξας ἐν οἴνῳ , ἢ ἐν κυνὸς γάλακτι , δίδου
4783246 σπιθαμης
πρῶτον ἐκ τῆς κεγχραμίδος ὑπεφύετο , μέρος τι διίστησι τῆς σπιθαμῆς : ἀλλ ' ὥσπερ οἱ ἑκατὸν ἅμα καθέλκουσι τὴν
πορφυροειδὲς οἱονεὶ κροκύδιον : ῥίζα δὲ δακτύλου πάχος , ὅσον σπιθαμῆς τὸ μῆκος , εὐώδης , ἐδωδίμη ἑφθή . Στέαρ
4777511 ἐλατηριου
ξὺν μέλιτι δίδου . Κλυσμὸς , ἢν χολώδης ᾖ : ἐλατηρίου ὅσον δύο πόσιας ὕδατι διεὶς , ἐπιχέαι ἔλαιον ναρκίσσινον
ποθεῖϲαι καὶ δαφνοειδοῦϲ γ φύλλα χλωρὰ λεανθέντα καὶ βρωθέντα καὶ ἐλατηρίου ὀβολὸϲ ἐν ὕδατι ποθεὶϲ ἄνω καθαίρει φλέγμα καὶ χολὴν
4775914 μισγειν
μὲν τῶν ἰσχάδων , τὴν δὲ τοῦ νάπυος , εἶτα μίσγειν , εἰ μὲν σφοδρῶς βουλόμεθα σιναπίζειν , δύο μέρη
ἀρκεῖ ⋖ δ ἐν μελικράτῳ ἢ ὕδατι : ἁλῶν δὲ μίσγειν : εὐπορώτερον γὰρ οὕτως γίνεται . ἡ δὲ σύνθεσις
4773399 Βαστερναι
δὲ παρ ' ἑκάστου τῶν κρατούντων . Κάρποι γὰρ καὶ Βαστέρναι καὶ Σαρμάται κατεπολεμήθησαν , ὥςτε τῆς ἀπὸ τοῦ πολέμου
ἢ Ῥοδόπην ἢ τὸν Αἷμον οἰκοῦσι , καὶ ἐπὶ τοῖσδε Βαστέρναι , τὸ ἀλκιμώτατον αὐτῶν γένος . τοσάδε μὲν δὴ
4770313 ἀννησου
καὶ κύμινον αἰθιοπικὸν , ἀσταφίδα τε καὶ πάλην σεσέλιος καὶ ἀννήσου , καὶ ἀναζέσαι τὸν οἶνον : ἀποχέας δὲ τρῖψαι
, πλέην κυπέρου κεκομμένου καὶ θυμιήματος καὶ σελίνου σπέρματος καὶ ἀννήσου , συνερραμμένην ὀπίσω , καὶ κομίζουσι ἐν ἁμάξῃ ἐς
4768007 κοπεντων
θαύμαζε , εἰ τὸ δένδρον τοῦτο ὑγιὲς διέμεινεν τοσούτων κλάδων κοπέντων . ἄφες δέ , φησί , πάντα ἴδῃς ,
ἀρϲενικοῦ , ϲυμφύτου , ῥοῦ Ϲυριακοῦ τὸ ἴϲον : τούτων κοπέντων ὅϲον κοχλιάρια β ἀναλαβὼν χυλῷ ὀρύζηϲ καὶ χυλῷ ἀγχούϲηϲ
4765470 ἀμοργης
καταῤῥαίνοντες τὰ ἕλκη ἀναιροῦσι τὰς εὐλάς . Τὴν τροφὴν καταῤῥαντέον ἀμόργης τὸ ἀρκοῦν : ἐλαίου τε καὶ ῥιτίνης ἢ τερεβινθίνης
ἐλαίας ποιήσεις , ἐὰν μετὰ τὸ γυρῶσαι πρὸς τὰς ῥίζας ἀμόργης ἀπὸ ἐλαιῶν ἀνάλων μεμιγμένης ὕδατι ποτίμῳ ἐξ ἴσου δύο
4762985 χωρουν
δεῖ πλείω λέγειν : κινεῖται γὰρ ἤδη τὸ βάρβαρον στράτευμα χωροῦν ἐφ ' ἡμᾶς . ἀλλ ' ἄπιτε καὶ καθίστασθε
τὸν τόπον εἶναι σῶμα : ἔσται γὰρ σῶμα διὰ σώματος χωροῦν , εἰ τὰ κινούμενα ἐν τόπῳ κινεῖται . ἀλλὰ
4758028 χλωρων
Εἰς τὸ μεθύειν ἐξ ἑνὸς ποτηρίου . ] Κληματίδων ἀμπέλων χλωρῶν ἢ ξηρῶν μικρὸν καύσας ἀπόσβεσον ἐν τῇ φιάλῃ ἔνθα
ῥητίνηϲ ἴϲηϲ ἐν καταποτίοιϲ εὐτονώτερον καθαίρει φλέγμα . δαφνίδοϲ φύλλων χλωρῶν ⋖ α ∠ ʹ : ϲικύου ἀγρίου ῥίζηϲ φλοιοῦ
4753745 χοινικων
] προτιμότερον . , κρεῖττον . ἡμιεκτέου ] τῶν τεσσάρων χοινίκων , τοῦ χωροῦντος δʹ χοίνικας , ἤγουν τὰ τέσσαρα
εἰπών : οὐδὲν κάλλιον ἡγοῦμαι ἡμιεκτέου μέτρου : τουτέστι τεσσάρων χοινίκων . ὁ γὰρ μέδιμνος μηʹ χοινίκων ἐστίν . τούτου
4753326 ἀνιεμενον
τοῦτο μάταιον ἔπος μερόπων τινὶ λέχθη , ῥήγνυσθαι σοφίης τόξον ἀνιέμενον : δὴ γὰρ καὶ Θεόφραστος , ἕως ἐπόνει μέν
οὕτως , ἐπιτιθέντα μὴ σκληρόν , ἀλλ ' ὥσπερ ἔμμοτον ἀνιέμενον φάρμακον , ὁποῖόν ἐστι τό τε ὑφ ' ἡμῶν
4752139 ἀβροτονου
κατὰ τοῦ ὀμφαλοῦ . Ἄλλο . ἀλόης θερμίνου ἀλεύρου ἀρτεμισίας ἀβροτόνου πηγάνου ἡδυόσμου καὶ ἀψινθίας τοὺς ζωμοὺς δεῦσον μετὰ τῶν
καινὸν εἰϲ ὄξοϲ ἀποβάπτων πυρία τὴν πληγήν . πότιζε δὲ ἀβροτόνου ϲπέρμα καὶ ἄνηθον | καὶ ἀριϲτολοχίαν καὶ ἐρέβινθον ἄγριον
4750723 ἀρκουν
, ἢ ἄλλως ἀφηψημένον ἐπὶ τρίτον , μίξον μέλιτος τὸ ἀρκοῦν , καὶ εἰς ἀγγεῖον ἐμβαλών , εἰς σκιὰν ἀπόθου
τοῦ δὲ ἄλλως οὐχί . ἢ ἴσως ὡς πρὸς ἄμφω ἀρκοῦν τοῦτο τέθεικε , τό τε ἄλλων καὶ τὸ ἄλλως
4748975 ἡμιμναιον
ἰχθύας , ὡς ταῖς χερσὶ συλλέγειν . τινὲς δὲ σκόρδων ἡμίμναιον , ἢ σησάμων πεφωσμένων τὸ ἶσον , γλίχωνος ,
νομίσματος ὄνομα : οὗ τὸ ἥμισυ ἡμίμναιον : κἂν τρίτον ἡμίμναιον εἴπῃς , δύο καὶ ἡμίσειαν μνᾶν ἐρεῖς : καὶ
4747266 πολεμιστων
, ὅπου οἱ παῖδες , ἤτοι τὸ ἔθνος , τῶν πολεμιστῶν Ἀριμασπῶν , Κρόνιόν τε καὶ πεπηγότα κόλπον καλοῦσιν [
ῥημάτων τούτων , καὶ ἐξαπέστειλε μετ ' αὐτοὺς δύο χιλιάδας πολεμιστῶν . Καὶ ἦλθον εἰς τὸν χείμαρρον καὶ ἐκρύβησαν εἰς
4746818 κινναμωμου
πετροσελίνου , σμύρνης ἀνὰ ⋖ αʹ ʹʹ , κασίας , κινναμώμου , νάρδου κελτικῆς , ἀνὰ ⋖ αʹ : λεῖα
πεπέρεως λευκοῦ καὶ μέλανος καὶ μακροῦ ἀνὰ ⋖ ι , κινναμώμου , σμύρνης , ὀπίου ἀνὰ ⋖ δ , καστορίου
4743716 διεστηκος
παρὰ πόδας οὐχ ὁρῶντες , τὸ δὲ πόρρω καὶ πάμπολυ διεστηκὸς ὡς ἐνοχλοῦν δεδιότες : καὶ ὅλως ἐφ ' ἑκάστου
δὲ ἑνός , ὡς πάντη ἓν ἢ αὐτοένοὐ γὰρ ἂν διεστηκὸς πλῆθος ἐποίειλείπεται εἶναι ἐκ πλήθους ἑνός . Τὸ δὲ
4740415 κοχλιαριον
τε μίξαϲ ἀπόθου , καὶ ἐπὶ τῆϲ χρείαϲ ἐπίπαττε ὅϲον κοχλιάριον μεϲτὸν τοῖϲ ὄψοιϲ ἢ μεθ ' ὕδατοϲ θερμοῦ ἢ
ποιεῖ . ἄλλη ἀντίδοτοϲ ϲκορπιοπλήκτοιϲ : ἀριϲτολοχίαϲ μακρᾶϲ λείαϲ δίδου κοχλιάριον ἓν μετ ' οἴνου ἀκράτου κυάθων τεϲϲάρων : ἐνεργεῖ
4735760 ἀρταβαι
Κῦρος . εἶχε δὲ οὕτως : πυραμίνων ἀλεύρων καθαρῶν τετρακόσιαι ἀρτάβαι ἡ δὲ ἀρτάβη ἡ Μηδικὴ μέδιμνός ἐστιν Ἀττικός :
ἀρτάβαι . παιπάλης ἐξ ἀλφίτων πεποιημένης ὡς εἰς κυκεῶνας δέκα ἀρτάβαι . καρδάμου κεκομμένου σεσησμένου λεπτοῦ * * [ ἀρτάβαι
4728834 δραχμιδα
μετοπώρου ἔμετον ποιέειν : σκορόδων δὲ κεφαλὰς τρεῖς καὶ ὀριγάνου δραχμίδα ὅσην τρισὶ δακτύλοισι περιλαβεῖν , ἑψεῖν ἐπιχέαντα δύο κοτύλας
μῖξαι δὲ σμύρναν , λιβανωτὸν ὀλίγον : τούτου λαβὼν ὅσον δραχμίδα , προσθεῖναι , ὥσπερ ἐν τῷ πρόσθεν προσθήματι .
4724846 σφαιριων
: Ἀδριανοῦ καλουμένου # κ , ῥοὸς βυρσοδεψικῆς , κυπαρίσσου σφαιρίων # α , κηκῖδος ὀμφακίτιδος ἀτρήτου # Ϛ ,
μέρος α , χαμαιμήλου τὸ ἴσον καὶ τῆς κυπαρίσσου τῶν σφαιρίων τῶν χλωρῶν τῶν μεμυκότων τὸ αὐτό , ἐλαίου παλαιοῦ
4719772 σιλφιου
ἐναποβρέχων δηλαδὴ τῷ ποτῷ ταυτασὶ τῶν δεινοπαθούντων : τοῦτο δὴ σιλφίου καὶ ὀποῦ πρὸς τοῖς ἄλλοις λέγω : καὶ μέντοι
ἡδύοσμος , οἰνάνθη , Ποντικὴ ῥίζα , λιβανωτός , ὀπὸς σιλφίου , ἠρύγγιον , Ἡρακλεωτικὸν κάρυον , κριθῶν ἀπόβρεγμα .
4717473 ὀξυβαφον
ἐγκεφάλους σὺν οἴνῳ πινομένους , καὶ κράμβης ἡμέρου τοῦ σπέρματος ὀξύβαφον λεῖον πινόμενον μετ ' οἴνου : ἀγαθὸν δὲ καὶ
οὗτοϲ δὲ παρὰ τοῖϲ Ἀττικοῖϲ τρυβλίον ὀνομάζεται . Τὸ δὲ ὀξύβαφον τέταρτόν ἐϲτι τῆϲ κοτύληϲ . Ἔχει δὲ ὁ ξέϲτηϲ
4717078 ἀγημα
ἔκπληξις : πηγή . θραῦσις . κλαῦσις . ἀπώλεια . ἄγημα : τὸ προιὸν τοῦ βασιλέως τάγμα ἐλεφάντων καὶ ἵππων
ἐπὶ δὲ τούτοις ἐπίλεκτοι χίλιοι , οἷς ἐπηκολούθει τὸ καλούμενον ἄγημα , κράτιστον εἶναι δοκοῦν σύστημα τῶν ἱππέων , περὶ
4716366 ἀντιλαμβανομενην
, ὡς εἴ τις ἐθέλοι τὴν ὅρασιν ἡμῶν λευκῶν μὲν ἀντιλαμβανομένην λευκοθέαν καλεῖν , μελάνων δὲ μελανθέαν ἤ τι τοιοῦτον
κώνωπος . . . . ἀντιόωσαν : ἔστι , τὸ ἀντιλαμβανομένην τῇ αἰτιατικῇ συντάσσεται , ὅτε δὲ τὸ ἀπαντῶν μετὰ
4711333 στυφοντες
ἄπιοι δὲ καὶ ῥοιαὶ ὁμοίως αἱ τοιαῦται ψύχουσιν . οἱ στύφοντες φοίνικες ψυχρὸν ἔχουσι χυμόν , θρίδαξ , ἴντυβοι μετριώτερον
' ἧττον ὄντες ὑγροί τε καὶ ξηροὶ καὶ γλυκεῖς καὶ στύφοντες : ἀλλὰ τῶν ἄκρων ἀφορισθέντων εὐφορώτατον ἤδη σοι τὸ
4709579 βασιλικον
ἠξίουν μάλιστα μὲν τῇ κρείττονι προσχωρῆσαι μερίδι διαλογιζομένους , ὅτι βασιλικὸν ἔχουσι τὸ τῆς ἀρχῆς κράτος , οὐ δημοτικόν :
τοῦ τε σώματος τὴν εὐπρέπειαν ἀπεθαύμαζεν , ὡς πολὺ τὸ βασιλικὸν εἶχε , καὶ τοῦ φρονήματος τὴν εὐγένειαν ἐνεθυμεῖτο ,
4705497 σιτωδεις
διαχρίομεν , καὶ τοῦτο πλειστάκις ποιοῦμεν . Αἱ δὲ τροφαὶ σιτώδεις καὶ εὔχυμοι καὶ εὐδιοίκητοι ἔστωσαν . Γίνονταί ποτε ἀποστήματα
δεύτερον ὁ βράγχος . ὀλιγοσιτίαι γὰρ καὶ θερμαὶ τροφαὶ καὶ σιτώδεις ἐρύσαντο πολλάκις τῶν παθῶν . δυσίατον δὲ ὁ κατάῤῥους

Back