Καλλιοπίῳ γέγονεν ἐκ τῆς Παιανίου θυγατρός , ἐκεῖνος δὲ υἱὸς Ἡσυχίου τοῦ πάνυ . τῶν μὲν οὖν καλῶν τὰ μὲν
εἰς φιλοτιμίαν φέροι τὸ καὶ Μουσῶν μετειληφέναι τὸ χωρίον . Ἡσυχίου δὲ τοῦ καλοῦ , μὴ γὰρ εἶναι καλὸν ὃν
5633266 γεγενημενος
κτῆμα ὁ πλοῦτος , ὁ πολλοῖς πολλάκις αἴτιος ἀνηκέστων συμφορῶν γεγενημένος : εἰ γάρ μοι πείθοιο , μάλιστα μὲν ὅλον
τε ἀποχρώντως ἔχων καὶ τοῦ τῶν Φλωριδῶν γένους ἄριστον ἐγκαλλώπισμα γεγενημένος . οὗτος δὴ οὖν ὁ ἀνήρ , περὶ πλείστου
5597818 ἐπαινουμενος
, ἐν οἷς ἐπιεικῶς οἱ σύλλογοι , τοῦ μὴ ἐρυθριᾶν ἐπαινούμενος . τούτου δὲ ἐκεῖνο σεμνότερον τὸ μηδὲ παρὰ τῶν
ὅλων κίνδυνον δεδιόσι . καί τις τῶν ἐκ μέσου ἀνὴρ ἐπαινούμενος ἄμεινον ἄν ἔφη βουλευσαίμεθα , εἰ καὶ Ἄππιον σύμβουλον
5568507 Δαμασκου
, πρὸς Πτολεμαῖον παραγίνεται τὸν Λάγου , ἀπὸ Βαβυλῶνος διὰ Δαμασκοῦ ἐπ ' Αἴγυπτον ἐλαύνων : ὃς πολλὰ μὲν ὑπὸ
ὃ καὶ τὸ πολὺ τῆς ἀθυμίας ἐπεκούφισε . παραγίνεται ἀπὸ Δαμασκοῦ Περδίκκας ἐπ ' Αἴγυπτον σὺν τοῖς βασιλεῦσι καὶ τῇ
5568282 συνημμενος
ΒΘ καὶ τοῦ τῆς ΒΘ πρὸς ΒΔ : ὁ ἄρα συνημμένος ἔκ τε τοῦ τῆς ΚΗ πρὸς ΒΘ καὶ τοῦ
ΘΗ πρὸς τὴν ὑπὸ τὴν διπλῆν τῆς ΖΗ λόγος ὁ συνημμένος ἔκ τε τοῦ τῆς ὑπὸ τὴν διπλῆν τῆς ΘΕ
5558720 πολυχρηματος
γέγονε προφανὴς ἐκ προφανῶν , ἐξουσιαστικὸς καὶ πολλὰ ἐκόλασε , πολυχρήματος , ἄδικος καὶ κατηγορούμενος : πολυχρήματος γέγονεν οὗτος διὰ
καὶ πολλὰ ἐκόλασε , πολυχρήματος , ἄδικος καὶ κατηγορούμενος : πολυχρήματος γέγονεν οὗτος διὰ τὸν [ ] τρίγωνον , ἄδικος
5526818 τιμωμενος
νηόν : γράφεται βωμόν . ἐπάκτιος ὁ ἐν τῇ ἀκτῇ τιμώμενος . τείως δ ' αὖτ ' ἀγέληθεν ἐπιπροέηκαν :
δὲ βούλομαι τιμᾶσθαι καὶ κλέος ἔχειν ἀοίδιμον παρὰ τῶν ζώντων τιμώμενος : ζῶν δηλονότι : τιμώμενον , ἄξιον τιμῆς νομιζόμενον
5428317 ἐνδοξος
γαμετὴν παρ ' ἧς τοσαῦτα εἴληφεν καὶ δι ' ἣν ἔνδοξός ἐστιν οὕτως ἀτίμως ἀπέλιπεν , καινῶν δὲ ὠρέχθη πραγμάτων
, ὁ μετὰ τοῦτον Νάευ , Τουβίου δὲ ὁ τρίτατος ἔνδοξός τε καὶ μέγας . Καὶ γὰρ εἰ λάχῃ πρώτιστος
5423542 Θεσσαλονικης
, καὶ ἥδε ἡ θήρα ἐστί . Βεροίας τε καὶ Θεσσαλονίκης μέσος ῥεῖ ποταμὸς ὄνομα Ἀστραῖος . εἰσὶν οὖν ἐνταῦθα
ἅβρα γὰρ διὰ τὸ β ἐκφέρεται . ἀλλὰ κατὰ τὸν Θεσσαλονίκης Εὐστάθιον κένταυρος λέγεται ὁ ἀρρενομανής , ἀπὸ τοῦ κεντῶ
5397382 ἐσομενος
εὐμενῶς προσιέμην , οὐκ ἐμαυτοῦ χάριν οὐδ ' ὡς βελτίων ἐσόμενος , ἀλλὰ τὸ Πλάτω - νος ἐννοῶν , καὶ
, ὁ μὲν πάλαι σοι φίλος , ὁ δὲ νῦν ἐσόμενος . τοῖν δὲ ἀνδροῖν τούτοιν ἀμείνων μὲν παρ '
5362674 εὐγενης
, ἐκκάλυψον ἄθλιον κάρα , βλέψον πρὸς ἡμᾶς . ὅστις εὐγενὴς βροτῶν φέρει † τὰ τῶν θεῶν γε † πτώματ
δάμαρτα κἀφελοῦ πρὸς Ἑλλάδος ψόγον τὸ θῆλύ τ ' , εὐγενὴς ἐχθροῖς φανείς . ἐμοὶ σὺ συμπέπτωκας ἐς ταὐτὸν λόγου
5348520 πεπαιδευμενος
πεῖραν ἔλαβεν αὐτῶν : καὶ ὁ μὲν ἔν τισι μερικοῖς πεπαιδευμένος ἐκεῖνα κρινεῖ καλῶς , ὁ δὲ περὶ πᾶν πεπαιδευμένος
λέγει , ὡς ἂν εἰ ἔλεγε “ σώφρων εἰμι καὶ πεπαιδευμένος ” . ὁ δὲ αὐχεῖ ἐπὶ τῷ κλέπτειν .
5317668 ἐδιδαχθη
. . κεῖται καὶ παρ ' Αἰσχύλωι ἡ μυθοποιία . ἐδιδάχθη ἐπὶ Γλαυκίππου . πρῶτος ἦν Σοφοκλῆς . . Π
. . . . . . ΛΑΙΟΣ ] ΑΙΣΧΥΛΟΥ ] ἐδιδάχθη ἐπὶ Θεαγενίδου ⌋ ? ? ὀλυμπιάδος ? ⌊ ⌋
5303138 γηραιος
οὐδαμῶς . . ἀνὴρ ] ἀντὶ τοῦ ἄνθρωπος , ἀλλὰ γηραιός . τὸν νόμον ] τὸ ἐλεεῖν τοὺς παῖδας ,
γυμνικὸν ὑπό τε καύματος καὶ δίψους καὶ ἀσθενείας , ἤδη γηραιός . καὶ αὐτοῦ ἐπιγέγραπται τῶι μνήματι [ . .
5268642 θαυμαστος
οὗτος δὲ ὑβριστὴς ἢ κίναιδος ἢ μοιχός . ὡς οὖν θαυμαστὸς ἦν ἐπιδεικνύμενος καὶ οὐδαμῇ διημάρτανε , προσάγουσιν αὐτῷ σκληρόν
καταβρωθείη καὶ ἡλίκους ἰχθῦς ἐπρίατο ἐν Καισαρείᾳ . καὶ ὁ θαυμαστὸς συγγραφεὺς ἀφεὶς τὰς ἐν Εὐρώπῳ γιγνομένας σφαγὰς τοσαύτας καὶ
5260139 εὐφυης
πλήρης ? ? ? ? ? ὡς [ ἂν ] εὐφυὴς [ ] ? τῶν κοινῶν [ ] ἐννοιῶν ?
καὶ προτελεῖν τῇ ἡλικίᾳ βουλόμενος , οὐχ ἥκιστα δὲ ὅστις εὐφυὴς τῶν νέων βασιλείου γένους πα [ . . .
5242425 γενναιος
κατακόψας μάλα συχνοὺς ἐδείπνισεν Χάρης Ἀθηναίων τόθ ' : ὡς γενναῖος ἦν . τὰ αὐτὰ ἱστορεῖ καὶ Δοῦρις . Ἰδομενεὺς
οὗτος οὕρνις ἐστίν . Ὡς πτερορρυεῖ . Ἅτε γὰρ ὢν γενναῖος ὑπό τε συκοφαντῶν τίλλεται , αἵ τε θήλειαι πρὸς
5239784 πενθεων
χρόνος ἔλθῃ , ὃς ἐκ Διὸς ἄλγεα πέσσειν ἔλλαχε καὶ πενθέων φάρμακα μοῦνος ἔχει καὶ γάρ τις μελέοιο κορεσσάμενος κλαυθμοῖο
ἔλθῃ , ὃς ἐκ Διὸς ἄλγεα πέσσειν ἔλλαχε , καὶ πενθέων φάρμακα μοῦνος ἔχει : καὶ γάρ τις μελέοιο κορεσσάμενος
5219683 διαβαλλομενος
οἶδα δὲ καὶ Ἡρῴδην τὸν Ἀττικὸν ῥήτορα ὀνομάζοντα τροχοπέδην τὸ διαβαλλόμενος ξύλον διὰ τῶν τροχῶν , ὅτε κατάντεις ὁδοὺς ὀχούμενος
ἀκίνδυνον τὴν εἰρήνην παρέχειν , Πλειστοάναξ δὲ ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν διαβαλλόμενος περὶ τῆς καθόδου , καὶ ἐς ἐνθυμίαν τοῖς Λακεδαιμονίοις
5218720 ἐπινοσος
ποιήσεται ὁ οἰκεῖος αὐτοῦ δαίμων καὶ τύχη , ἔσται δὲ ἐπίνοσος , τεύξεται δὲ καὶ ἰατρικῶν βοηθημάτων καὶ μετὰ τὴν
ἀγύναιος διὰ τὸ μὴ ἐπὶ μιᾶς μένειν , ἔσται δὲ ἐπίνοσος πλὴν τεύξεται ἰατρικῶν βοηθημάτων καὶ μετὰ τὴν νεότητα εὐνοηθήσεται
5201028 φυγαδευθεις
, ὃς καὶ αὐτὸς ἀνάστατος γέγονε τῆς πατρίδος , καὶ φυγαδευθεὶς ἔρχεται εἰς Θήβας καὶ ἀξιοῖ τὸν Πίνδαρον , ὥστε
τῇ περὶ Σαλαμῖνα ναυμαχίᾳ τοὺς βαρβάρους , εἶθ ' ὕστερον φυγαδευθεὶς ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων ἐπὶ προδοσίας αἰτίᾳ ψευδεῖ , κατέφυγε
5198799 ἐφηβος
οὔτε οἰκέτης οἶνον ἔπινεν οὔτε γυνὴ ἐλευθέρα οὔτε τῶν ἐλευθέρων ἔφηβος μέχρι τριάκοντα ἐτῶν . ἄτοπος δὲ Ἀνακρέων ὁ πᾶσαν
εἴρηκεν : παῖδες , γέροντες , μειράκια , παλλάκια . ἔφηβος , ἄρτι ἐξ ἐφήβων : τοῦτον δὲ καὶ ἀφειμένον
5172104 γεγονως
τύχην Νικασύλος Ῥόδιος . ὄγδοον γὰρ ἐπὶ τοῖς δέκα ἔτεσι γεγονὼς μὴ παλαῖσαι μὲν ἐν παισὶν ὑπὸ Ἠλείων ἀπηλάθη ,
τε καὶ Ἀ . οἱ ἱστοριογράφοι . . Σαβῖνος σοφιστὴς γεγονὼς ἐπὶ Ἀδριανοῦ Καίσαρος : ἔγραψεν . . . Εἰς
5106085 ὁμομητριος
ἐπὶ θάτερα Καλλίας ὁ Ἱππονίκου καὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ὁ ὁμομήτριος , Πάραλος ὁ Περικλέους , καὶ Χαρμίδης ὁ Γλαύκωνος
ἐπιστωσάμεθα : οὑτοσὶ δ ' ἐκείνου συγγενής , ὁμοπάτριος καὶ ὁμομήτριος ἀδελφὸς καὶ τρόπον τινὰ δίδυμος , καθ ' ὃν
5104189 τραφεις
δ ' , ὡς ἐν ἱερῶι μάντεσίν τ ' ἐσθλοῖς τραφείς , οἰωνὸν ἔθετο κἀκέλευς ' ἄλλον νέον κρατῆρα πληροῦν
καὶ ἐν ᾧ διηγοῖτο ὁ ἐναντίως ἐκείνῳ φύς τε καὶ τραφείς . Ποῖα δή , ἔφη , ταῦτα ; Ὁ
5102938 ἐπισκοπος
” . καὶ ἀντὶ τῆς κατά , ὡς τὸ „ ἐπίσκοπος „ ἀντὶ τοῦ κατάσκοπος . ἐπικάμψαι βʹ : ἐπικλάσαι
' αὐτὸ διὰ τοῦ ο μικροῦ γράφονται : οἷον , ἐπίσκοπος : κατάσκοπος . Καθόλου ὅσα ἀπὸ τροπῆς τοῦ ε
5101010 πολυφιλος
ἄχρι τριῶν ἐς τὰς συνθήκας εἰσιέναι : ὡς ὅστις ἂν πολύφιλος ᾖ , ὅμοιος ἡμῖν δοκεῖ ταῖς κοιναῖς ταύταις καὶ
τρίτῳ δεκανῷ σχέτλιος ἔσται πάνυ , εὐσχήμων , πλουσιόψυχος , πολύφιλος δὲ μᾶλλον , ἐν δημοσίαις ἀσχολῶν καὶ γνωστὸς ὢν
5095763 ἀπεβιω
τῆς Ἑσπέρας , ὅπως τε Θευδέριχος ὁ τῶν Γότθων βασιλεὺς ἀπεβίω καὶ Ἀμαλασοῦνθα ἡ τοῦδε παῖς ὑπὸ Θευδάτου ἀνῄρηται καὶ
ἐπεπτώκει , καὶ μόλις φοράδην ἐς τὰ οἰκεῖα ἠγμένος αὐθημερὸν ἀπεβίω . διαδέχεται δὲ τὴν ἀρχὴν Θευδίβαλδος ὁ παῖς ,
5093556 πρᾳος
Ἀγκύρᾳ Μάξιμος , εὐγενής , εὐγενέστερος Κόδρου , φασί , πρᾷος , ἐκ τοῦ δικαίου πλουτῶν , οὐ τὴν τοῦ
ἐπαινεῖται : ὃς δὴ ὁ πρᾷός ἐστι . δοκεῖ γὰρ πρᾷος εἶναι ὁ ἀτάραχος καὶ μὴ ἀγόμενος ὑπὸ τοῦ πάθους
5089661 Ἀλκηστιδος
πορευόμενον ἐξένισεν Ἄδμητος . ὀδυρομένου δὲ Ἀδμήτου τὴν συμφορὰν τῆς Ἀλκήστιδος ἀνακτησάμενος Ἡρακλῆς ἐπιτίθεται τῷ Ἀκάστῳ καὶ τὴν στρατιὰν αὐτοῦ
. Ἀλκήστιδος ἀνδρεία : ἐπὶ τῶν καρτερῶν . Καί : Ἀλκήστιδος ἀναβίωσις : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων καὶ ἀπίστων ⋮ Λέγεται
5085294 Σθενεβοιας
εἰς ἄλλα ἐπιβουλευόντων ; Ἀερόπας μέν γε καὶ Κλυταιμνήστρας καὶ Σθενεβοίας οὐδὲ εἰπεῖν ἔστιν ὅσαι . ἀλλὰ τὰ μὲν τοῦ
Ἀκρισίωι μὲν . . . Δανάη , Προίτωι δὲ ἐκ Σθενεβοίας Λυσίππη καὶ Ἰφινόη καὶ Ἰφιάνασσα . αὗται δὲ ὡς
5070060 ἀγομενος
γαμεῖν θυγατέρα Ἐσκὰμ ἐβούλετο , πλείστας μὲν ἔχων γαμετάς , ἀγόμενος δὲ καὶ ταύτην κατὰ νόμον τὸν Σκυθικόν . ἐνθένδε
ὅτι ἑκάστῳ τὸ πεπρωμένον ἀθεράπευτόν ἐστιν . ὄνος ὑπὸ ὀνηλάτου ἀγόμενος ὡς μικρὸν τῆς ὁδοῦ προῆλθεν , ἀφεὶς τὴν λείαν
5055331 παρρησιαστικος
Πτιβιοῦ . ὁ οὖν τὸν αʹ δεκανὸν ὡροσκοποῦντα ἔχων ἔσται παρρησιαστικός , μισοπόνηρος , δικαιοκρίτης , καὶ πολλοὶ ἐπ '
ἐπαγωγός , γλυκύς , ἀφειδής , εὐθυρρήμων , ἐλεγκτικός , παρρησιαστικός , ἀνυπόστολος , τεχνίτης , ἔντεχνος , βαθὺς τὴν
5048543 βεβαιος
καὶ ἀντιπεπονθέναι τοῖς αὐτῶ μερέεσσιν : οὗτος γὰρ ἰσχυρὸς καὶ βέβαιος : τὸ δ ' ἀντιπεπονθέναι λέγω αὐτῶ καὶ ἄρχεν
κακοτεχνίας ὑγιῶς προστιθεμένου : ἐπιστήμης δέ : κατάληψις ἀσφαλὴς καὶ βέβαιος , ἀμετάπτωτος ὑπὸ λόγου . μουσικὴν μὲν οὖν καὶ
5046127 ἀποβησομενου
οὔτι ἑκών , ἔμοιγε δοκεῖ , ἀγνοίᾳ δὲ μᾶλλον τοῦ ἀποβησομένου : καὶ μονονουχὶ φήσας , Κροῖσος Ἅλυν διαβὰς μεγάλην
. κίνδυνος μὲν γὰρ μέγας ἀποτυγχάνουσι διὰ τὸ ἄδηλον τοῦ ἀποβησομένου , καὶ ὡς ἐφ ' ἡμῖν ὂν τὸ πρᾶξαι
5036695 Γαλβα
ἔστι φιλοσόφου στάσιν ἔχειν ἢ ἰδιώτου . Ῥούφῳ τις ἔλεγεν Γάλβα σφαγέντος ὅτι Νῦν προ - νοίᾳ ὁ κόσμος διοικεῖται
ὁ δὲ Μὴ παρέργως ποτ ' , ἔφη , ἀπὸ Γάλβα κατεσκεύασα , ὅτι προνοίᾳ ὁ κόσμος διοικεῖται ; Ἀνάγκη
5034813 πρεσβυτης
τε τραυματίαι φοράδην ἐξεκομίζοντο πονηρῶς ἔχοντες , καὶ μάλιστα ὁ πρεσβύτης ὁ Ζηνόθεμις ἀμφοτέραις τῇ μὲν τῆς ῥινός , τῇ
τοῦ Καυδίου , φερόμενον ὑπὸ γήρως ἁμάξῃ . καὶ ὁ πρεσβύτης ἔφη : “ ἓν ἔστιν , ὦ παῖ ,
5029983 Ἠσαυ
: οὗτοι δὲ ἐκ γένους εἰσὶν Ἀβραάμ : Ἰδουμαῖοι δὲ Ἠσαῦ τοῦ ἀδελφοῦ Ἰακώβου παιδὸς Ἰσαὰκ υἱοῦ Ἀβραὰμ ἀπόγονοι πεφύκασιν
ἀλλὰ μετρίως γοῦν καὶ μέσως ἐρρύψαντο . τὸ παραπλήσιον ὁ Ἠσαῦ λέγειν ἔοικε τῷ πατρί : ” μὴ εὐλογία σοι
5009015 γεγως
οἶδ ' ἄνδρα Μυσὸν Τήλεφον . . εἴτε δὲ Μυσὸς γεγὼς ἦν εἴτε κἄλλοθέν ποθεν , πῶς . . .
αἴθων εὐνάσῃ βαρὺν κλόνον ἀπ ' Αἰακοῦ τε κἀπὸ Δαρδάνου γεγὼς Θεσπρωτὸς ἄμφω καὶ Χαλαστραῖος λέων πρηνῆ θ ' ὁμαίμων
5004958 φιλολογων
| Σιδώνιος . . . τῶν Ἀττικῶν τις γνησίων τε φιλολόγων , γεγονὼς ἀκουστὴς Διογένους τοῦ Στωϊκοῦ , συνεσχολακὼς δὲ
ἐμαυτῷ προῄρημαι λόγους , σύ τε κρινεῖς καὶ τῶν ἄλλων φιλολόγων ἕκαστος . Ἔστι δὴ τὸ βούλημά μου τῆς πραγματείας
4997178 τεθραμμενος
τὴν γῆν ῥέπων τε καὶ βαρύνων ᾧ μὴ καλῶς ἦν τεθραμμένος τῶν ἡνιόχων . ἔνθα δὴ πόνος τε καὶ ἀγὼν
τὰς αὐτὰς ὑπελάμβανεν ἀριστοκρατίας πολιτευομένης , γεγονώς τε κακῶς καὶ τεθραμμένος ἀδόξως καὶ λαμπρὸν οὐθὲν ἀποδειξάμενος οὔτε κατὰ πολέμους οὔτ
4990503 ἀπαταται
, τὴν | δὲ κολακείαν εὔνοιαν ἀκραιφνεστάτην εἶναι νομίζων , ἀπατᾶται καὶ λανθάνει τοῖς στρατηγήμασι τοὺς ἐχθίστους ὡς φιλτάτους προσιέμενος
προσβάλῃς ] ἤγουν προξενήσῃς τοιούτοις ] τοῖς ἀσαφέσιν μαλθακίζεται ] ἀπατᾶται , χαυνοῦται , παράγεται σεμνόστομος ] κατ ' εἰρωνείαν
4980924 σεμνος
αὐτὴν τιθεμένην , χωρὶς τῶν προοιμίων . σεμνὸς ] τὸ σεμνός διττῶς λέγεται , καὶ ἐπὶ τοῦ ὑπερηφάνου καὶ ἐπὶ
: καὶ γὰρ ἐκ τοῦ ἐναντίου σώφρων μὲν λόγος ὁ σεμνός , ὁ δὲ τὸ ἐκπρεπὲς κάλλος ἐπιτηδεύων ἐπίβουλος .
4980850 Ἀμυτις
, σπουδῆι σπείσασθαι . πέμπεται οὖν Ἀρτάριός τε αὐτὸς καὶ Ἄμυτις ἡ γυνὴ καὶ Ἀρτοξάρης , ἐτῶν ἤδη ὢν εἴκοσι
Ξέρξου ἐτύγχανεν , ὡς μεμοιχευμένης λόγους ἐκίνει : καὶ ἐπιτιμᾶται Ἄμυτις λόγοις ὑπὸ τοῦ πατρός , καὶ ὑπισχνεῖται σωφρονεῖν .
4975875 πορνης
λαμπρύνειν τοὺς αὐτὴν κεκτημένους . * λίπτοντα ἐπιθυμοῦντα * τῆς πόρνης ἢ τῆς νεοττείας καὶ τῆς τεκνογονίας χωρίσας σε περιστερᾶς
παρ ' αὐτοῖς πόρνη Πελλήνη τοὔνομα . ἐπιθυμοῦσιν οὖν τῆς πόρνης , ἤγουν τῆς πόλεως Πελλήνης . ἀντεποιοῦντο γὰρ αὐτῆς
4956474 θαυμαζομενος
μαντικῆς προέλεγε τοῖς πολλοῖς τὸ ἀποβησόμενον ἀδιαπτώτως : διὸ καὶ θαυμαζόμενος ἐπὶ τούτοις τῷ στρατηγῷ τῶν Μήδων ὄντι φίλῳ προεῖπεν
συμφορᾶς ἐμαυτῷ γενόμενος αἴτιος , κινήσας ἐχθρὸν , ὃς καὶ θαυμαζόμενος , ὡς εἰπεῖν , αἰτιᾶται τὸν ἐπαινέσαντα ; Ἡττημένη
4950831 φιλοστρατιωτης
καὶ τοῦτο φέρει τὸ θέαμα : καὶ γάρ πως καὶ φιλοστρατιώτης ἡμῖν λίαν ὑπὸ τῆς ποιήσεως ἐκεῖνος δείκνυται : λυπεῖ
καμόντι ἤρκει καὶ ὁρμωμένῳ πρὸς κάματον οὐκ ἦν κώλυμα . φιλοστρατιώτης δὲ ὢν διαφερόντως στρατιώταις οὐκ ἐχαρίζετο , ἀλλὰ πᾶσάν
4950021 ἀλαστωρ
; πῶ πῶ ; πατρόθεν δὲ συλλήπτωρ γένοιτ ' ἂν ἀλάστωρ . βιάζεται δ ' ὁμοσπόροις ἐπιρροαῖσιν αἱμάτων μέλας Ἄρης
πείραν : ὁ μὴ ἔχων πείραν λόγων καὶ μαθημάτων . ἀλάστωρ ὁ ἀσεβής : ὁ Ζεὺς ὁ ἐποπτεύων τοὺς τὰ
4949736 φιλολογος
Ἀνάγκη , ἔφη , ἃ ὁ φιλόσοφός τε καὶ ὁ φιλόλογος ἐπαινεῖ , ἀληθέστατα εἶναι . Τριῶν ἄρ ' οὐσῶν
ἀρχῇ ἔχει τὸ „ φιλεῖν „ προπαροξύνεται : φιλόπονος φιλόσοφος φιλόλογος . Τὰ παρὰ τὸ ” λέγω ” χωρὶς τῶν
4946145 νεοτητος
ἐξεπόνουν πρὸς τὸν Ἡρώδην . προὔστη δὲ καὶ τῆς Ἀθηναίων νεότητος πρῶτος ἐπὶ ταῖς ἐκ βασιλέως μυρίαις . καὶ οὐ
λογισμὸν παραβάσεως κακὸν καὶ εἶπεν : ὁ πατήρ μου ἐκ νεότητος πολλὰ παρηνόμησεν καὶ ἐν γήρᾳ μετέγνω : καὶ νῦν
4945622 παραδεδομενος
παραγραφή . Ἡ μετάληψις : οὐκ ἦν ὅτε ἀνῃρεῖτο οὔπω παραδεδομένος : τὸ γὰρ κατὰ τὸν χρόνον μεταλαμβάνει δηλαδὴ καὶ
τῶν ἐπὶ Λαομέδοντος ἐξαναστάντων Τρώων ἄνδρες ἀγαθοί , ὡς ὁ παραδεδομένος μῦθος δηλοῖ . τὰ δὲ παρ ' ἐμοῦ ὑπομνήματα
4944003 ἐπιδημος
' ὦ φίλ ' ἥλιε . Ἀλλ ' οὐ τυγχάνει ἐπίδημος ὤν . Καταλιπὼν Παναίτιον πίθηκον . Θλαστὰς ποιεῖν ἐλάας
ἀθάνατοι δ ' ἀνένευον ἀνηνύστους ἑκατόμβας . εἰλαπίνη δ ' ἐπίδημος ἔην καὶ ἀμήχανος ὕβρις , ὕβρις ἐλαφρίζουσα μέθην λυσήνορος
4941469 κηδεμων
καιρούς ; καὶ ἐν οἷς τις ἂν φιλόπολις ἀνὴρ καὶ κηδεμὼν τῆς πόλεως προείλετό τι πρᾶξαι , τοσοῦτον ἐδέησεν ὁ
ἱκανὸς θεραπεῦσαι τὸν κάμνοντα , οὔθ ' ὁ τῆς ψυχῆς κηδεμὼν μὴ διακαθήρας πρότερον τὴν ψυχὴν καὶ τὰς αἰτίας τῆς
4937737 γλυφης
κλύδωνος ῥύεται . Λίθος ὁ σπάνιος . Οὗτος καὶ ἄνευ γλυφῆς φορούμενος μεγάλα ἀποτελεῖ . Οὐδεὶς δὲ τὸν λίθον τοῦτον
παιγνίῳ καταπιόντος , καὶ ξύσματα καταφέροντος διὰ τὴν τραχύτητα τῆς γλυφῆς , ἐξ αὐτοῦ γὰρ τοῦ χρυσοῦ κεφαλή τις ἐπέκειτο
4932582 νεανιας
τὸν κατὰ Χαιρέου πόλεμον ὁ Φθόνος . καὶ πρῶτος ἀναστὰς νεανίας τις Ἰταλιώτης , υἱὸς τοῦ Ῥηγίνων τυράννου , τοιαῦτα
καιρὸς εἶναι , προϊέναι ἐκέλευσα . καὶ ἁνήρ σοι ὁ νεανίας ἐκεῖνος προελθὼν τοῦ λοχαγοῦ πρότερος ἐπορεύετο . κἀγὼ ἰδὼν
4931191 εὐτυχησει
πόρου ἀνελπίστου καὶ ἀγνώστου καὶ [ προφάσει ] διὰ σπορᾶς εὐτυχήσει . εἰ δὲ πρὸς τούτῳ κεκακωμένος ἐστί , φθαρήσεται
κακὰς παρ ' αὐτῶν ἀντιδέξεται , ἐν ἄλλοις δέ τισιν εὐτυχήσει , καὶ βίος ἄρκιος ἔσται αὐτῷ , καὶ πρὸς
4927050 φιλοπαις
Εἶτα τῇ διανοίᾳ , καὶ δῆλον ἐξ ὧν πρὸ τούτου φιλόπαις ἦν καὶ φιλόστοργος , καὶ πρὸς τὴν παῖδα χρηστὸς
παρ ' Ἑλλήνων φησὶν Ἡρόδοτος μαθεῖν τὸ παισὶν χρῆσθαι . φιλόπαις δ ' ἦν ἐκμανῶς καὶ Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς .
4924731 ωνος
[ ! ] ! [ ! ! ] [ ] ωνος : κατέλαβε ? [ ] μετ ? Εὐβούλου ?
[ [ ] ! ! αρέσσετἀ ' [ [ ] ωνος οὐδε ? [ [ ] ! ού ' !
4921549 δραπετης
, ἀφ ' οὗ καὶ τὸ δρωπάζειν , καὶ τὸ δραπέτης ὁ ἐπιβλέπων τοὺς δεσπότας . καὶ σαφὲς ὅτι ἐγένετο
; ποίαν αὐτὸς ἐδέξω πληγήν ; τίς ὤφθη διώκοντός σου δραπέτης ; τίς ὑπὸ σοῦ πεπτωκὼς ἐγυμνώθη ; τίς ὅλως
4919924 ζηλοτυπιας
ἐν τῇ τῆς Μελίτης οἰκίᾳ πεπραμένην . ἡ δὲ ὑπὸ ζηλοτυπίας πεφλεγμένη τὴν γυναῖκα ταύτην ἀπατήσασα συλλαμβάνει καὶ παραδίδωσι ᾧ
ἤκουσας ; ἢ τίνας σεαυτῇ , ὦ Μύρτιον , κενὰς ζηλοτυπίας σκιαμαχοῦσα ἐξεῦρες ; Οὐκοῦν οὐ γαμεῖς , ὦ Πάμφιλε
4888071 ἀδεκαστος
ἐγγράφεται , ἐπεὶ αὐτῷ πῦρ τὸ οὐράνιον ἡ τοῦ γένους ἀδέκαστός τε καὶ ἄγραπτος ἀληθῶς ἐγγραφὴ ἐστίν . Ἀετοῦ γῆρας
ἐγγέγραπται , ἐπεὶ αὐτῷ πῦρ τὸ οὐράνιον ἡ τοῦ γένους ἀδέκαστός τε καὶ ἄπρατος ἀληθῶς ἐστιν ἐγγραφή . Ἡ στρουθὸς
4881799 Ταρνης
τοῦ Λυδοῦ Βώρου , ὅστις ἐκ τῆς μεγαλοβώλου καὶ εὐγείου Τάρνης παρεγένετο , ἀνεῖλεν καὶ ἐφόνευσεν , . . †
' ἄρα Φαῖστον ἐνήρατο Μῄονος υἱὸν Βώρου , ὃς ἐκ Τάρνης ἐριβώλακος εἰληλούθει . τὸν μὲν ἄρ ' Ἰδομενεὺς δουρικλυτὸς
4873614 νεος
ἀπορρήξας κορυφὴν ὄρεος μεγάλοιο , κὰδ δ ' ἔβαλε προπάροιθε νεὸς κυανοπρῴροιο [ τυτθόν , ἐδεύησεν δ ' οἰήϊον ἄκρον
' εὐρυτάτῃς μὲν ἐπὶ πλευρῇς ἀραρυῖαν γαστέρα κοιλήνας , ὁπόσον νεὸς ἀμφιελίσσης ὀρθὸν ἐπὶ στάθμην μέγεθος τορνώσατο τέκτων . αὐχένα
4871715 δραστηριος
δακρύοις εἰς τὸ θῆλυ τρεπόμενος ἐλεινὸς ἦν ἂν μᾶλλον ἢ δραστήριος . κτεῖν ' , εἰ δοκεῖ σοι : δυσκλεᾶς
γὰρ οὐδὲν οὐδετέρωθι , καθὸ γιγνώσκει . Εἰ γὰρ καὶ δραστήριος εἴη ἡ γνῶσις , ἀλλὰ καθὸ δρᾷ τι ,
4870790 ἀηδης
πληττόμενος , βλαπτόμενος , ἀπὸ τῆς ἄτης . Ἀπηχής : ἀηδής . Ἀνασιμῶσαι : τὸ ἀναλῶσαι καὶ δαπανῆσαι . Ἀρχαιρεσιάζειν
καὶ ὑπὲρ αὑτοῦ δὲ λέγειν , ὡς ἡδύς ἐστι καὶ ἀηδής , ἀμφότερα δὲ οὐκ ἔχοντα οὐ ῥᾴδιον ἄνθρωπον λαβεῖν
4860088 παιδευθεις
φιλοκέρδεια : ὑφ ' ὧν πολυπλασιάζεται τὰ δυσχερῆ . ταύτην παιδευθεὶς τὴν παιδείαν ἐπὶ τουτὶ τὸ βῆμα ἀνῆλθες , ἣν
μετῴκησεν εἰς Θήβας : ὁ δ ' Ἡρακλῆς τραφεὶς καὶ παιδευθεὶς καὶ μάλιστ ' ἐν τοῖς γυμνασίοις διαπονηθεὶς ἐγένετο ῥώμῃ
4856938 σος
λαὸς ἅλις ὃς κεῖται νεκρός . τοσαῦτ ' ἔλεξε . σὸς δὲ Πολυνείκης γόνος ἐκ τάξεων ὤρουσε κἀπήινει λόγους .
δειροτομῆσαι . καί κεν Τηλέμαχος τάδε γ ' εἴποι , σὸς φίλος υἱός , ὡς ἐγὼ οὔ τι ἑκὼν ἐς
4851419 χαλεπος
Ἀφροδίτης κʹ , οὐ κακός . ρβʹ Κρόνου λδʹ , χαλεπός . ρεʹ Κρόνου λεʹ , Ἀφροδίτης καʹ Ἄρεως ιεʹ
τυχὼν ἦν πυρετός . ὀξὺς γὰρ ἦν καὶ δακνώδης καὶ χαλεπός . εἴρηται δὲ ἐν τῷ περὶ διαφορᾶς πυρετῶν ,
4840512 οὑμος
μὲν πατρὸς μομφαῖσιν ἠλαστρημένος Κυχρεῖος ἄντρων Βωκάρου τε ναμάτων , οὑμὸς ξύναιμος , ὡς ὀπατρίου φονεὺς πώλου , νόθον φίτυμα
τοῦτό μοι ἤδη πεπράξεται . ὁ μὲν οὖν ἀνόσιος οὗτος οὑμὸς μάγειρος ἐμοῦ πλησίον ἑστὼς τῇ γυναικὶ ταῦτα συνεβουλεύετο .
4839614 Ἀριφραδην
ἀπετέλεσεν , ὁ δ ' ἕτερος Φιλόξενον τὸν Ἐρύξιδος καὶ Ἀριφράδην τὸν ἀδελφὸν Ἀριγνώτου τοῦ κιθαρωιδοῦ , θέλων ἀπὸ τῆς
ἀπετέλεσεν , ὁ δ ' ἕτερος Φιλόξενον τὸν Ἐρύξιδος καὶ Ἀριφράδην τὸν ἀδελφὸν Ἀριγνώτου τοῦ κιθαρωιδοῦ , θέλων ἀπὸ τῆς
4836866 αἰχμαλωτος
ἡμᾶς ὁ παρὼν πόλεμος ἐκφοβεῖ καὶ δέδοικα μὴ καὶ δεύτερον αἰχμάλωτος γένωμαι . εἴθε οὖν , φησὶ , παρ '
εἶναί τινας ἱστορεῖν . : Ἐξ Ὑκκάρων . . . αἰχμάλωτος γενομένη ἧκεν εἰς Κόρινθον , ὡς ἱστορεῖ Πολέμων ἐν
4835670 μισουμενος
κατελθὼν ὅτε καὶ οἱ ἐκ Πειραιῶς εἰς τὸ ἄστυ , μισούμενος ὑπὸ πάντων λιμῷ ἀπέθανεν . Οἱ δ ' ἐν
. ἐγκαλῶ γὰρ ἐμαυτῷ , τοῦ πατρὸς ἀναγκάζοντος , ὅτι μισούμενος οὐ δέον φιλῶ καὶ φιλῶ πλέον ἢ προσῆκεν .
4835188 προυθηκεν
, ὅτι δύναιντο , καλλίστοις . ὡς δὲ ἀφίκοντο , προύθηκεν , εἴ τις ἑαυτοῦ θέλοι τὸν στρατευσόμενον ἀντιδοῦναι .
κατήχθη καὶ Καίσαρι φίλος ἐγίγνετο καὶ ἐπιόντι ποτὲ τῷ Καίσαρι προύθηκεν εἰκόνας Βρούτου καὶ ἐπῃνέθη καὶ ἐπὶ τῷδε ὑπὸ τοῦ
4833398 παππος
παιδός σου παῖς τοιοῦτός ἐστιν , οἷον εὔξαιτο ἂν ὁ πάππος , λόγων ἐραστής , σωμάτων οὐκ ἐραστής , θράσους
τοῦ Ἀσκληπιοῦ οὗτος ὁ ἔτι νῦν ὢν καὶ ὁ τούτου πάππος , ἐφ ' οὗ τὰ πολλὰ καὶ μεγάλα ὡς
4831763 ταχθεις
λάτρις δὲ ὁ κατὰ πολεμικὴν περίστασιν ἁλοὺς καὶ εἰς δουλείαν ταχθείς . ἀμφίπολος δὲ καὶ ἄρσενος καὶ θηλείας ὄνομα .
ὁ ἐμὸς πατὴρ ἔδωκεν ὑπήκοον εἶναι ἐμοί : ἐπεὶ δὲ ταχθείς , ὡς ἔφη αὐτός , ὑπὸ τοῦ ἐμοῦ ἀδελφοῦ
4831253 γνωριμωτατος
οὗτοι τοὺς ἄλλους . ῥητόρων δὲ τῶν εἰς ἡμᾶς τίς γνωριμώτατος καὶ θαυμαστότατος καὶ μέγιστον ὄνομα ἔχων ἐν τοῖς πολλοῖς
ἐς φιλοτιμίαν εἰπεῖν τε δυνατώτατος καὶ ἐκ τῶνδε ὁμοῦ πάντων γνωριμώτατος ἅπασι , δημαρχῶν ἐσεμνολόγησε περὶ τοῦ Ἰταλικοῦ γένους ὡς
4826715 ἀτεκνος
λαμβάνων κατέπινεν . καὶ οὕτως ἐπὶ πολλῶν τούτου γινομένου , ἄτεκνος ἔμενεν ἡ Ῥέα . ὅτε οὖν ἐγέννησε τὸν Δία
προτέρας Ἀρσινόης γενηθέντας αὐτῷ παῖδας : αὐτὴ γὰρ ἡ Φιλάδελφος ἄτεκνος ἀπέθανεν . ὧδε καὶ ἀθανάτων : φέρει σύγκρισιν ἀπὸ
4824999 εὐσεβης
ἄρα τὰ περὶ τοὺς θεοὺς νόμιμα εἰδὼς ὀρθῶς ἂν ἡμῖν εὐσεβὴς ὡρισμένος εἴη ; Ἐμοὶ γοῦν , ἔφη , δοκεῖ
Κοριολανὸς ἔπαθεν , ἐδάκρυσεν , ἀνέζευξεν . ἡ μὲν ἀνάζευξις εὐσεβὴς , ὀλέθριος δὲ τῷ στρατηγῷ : Τυρρηνοὶ γὰρ ὡς
4824684 καταγινομενος
τε καὶ λευκότερος καὶ ἀκυρώτερος , διὰ μέσης τῆς ῥάχεως καταγινόμενος . μαʹ . Ὀφθαλμοί εἰσιν οἱ συνεστῶτες ἐκ τεσσάρων
. καὶ ὁ μὲν συλλογισμὸς ὁ περὶ τὰ πάντῃ ἀληθῆ καταγινόμενος , ἔστιν ἀποδεικτικός , περὶ οὗ πρώτως ἔφθη διδάξαι
4822959 ἐπαχθης
τοὺς λόγους οὓς εἶπον ἐγκωμιάζων πολὺς ἦν τοῖς ἐπαίνοις καὶ ἐπαχθής . Συνδειπνούντων δ ' ἡμῶν ἁπάντων ἐν Λαρίσῃ ,
ἄλλα οὐχ ὑπερήφανος δοκῶν εἶναι πολίτης οὐδὲ ὀγκώδης τε καὶ ἐπαχθής , ἀλλὰ κόσμιος καὶ εὐσταλὴς ἀνήρ : ἔπειτα τοῦτον
4816148 Οὑτος
ἐκείνου , καὶ αὐτὸς ὕστερον τῇ Λυσιμάχου προνοίᾳ ἀφίετο . Οὗτος ὁ Κλέαρχος ἅμα τῷ ἀδελφῷ τῆς ἀρχῆς καταστάντες διάδοχοι
μέγιστον εἴργασαι τὸ μεθ ' ἡσυχίας στῆσαι τὸ τρόπαιον . Οὗτος ἡμῖν τῆς οἴκαδε ἐπανόδου καρπὸς ἐντυχεῖν παλαιοῖς συμφοιτηταῖς καί
4805482 μαρασμος
τοῦ μηκέτι εἶναι τῆς τοιαύτης ὑγρότητος μηδέν , ἀκριβὴς ἤδη μαρασμὸς συνίσταται . Οἱ ἑκτικῷ πυρετῷ νοσοῦντες εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς
μαρασμὸν , καὶ τέταρτον ὁ περιφρυγὴς μαρασμός . Τί διαφέρει μαρασμὸς μαρασμώδους ; ὅτι ὁ μὲν μαρασμώδης ἀπὸ ψυχρότητος δʹ
4804018 ἐπιφανης
γὰρ οὗτοι . τοῦτο δὲ πρὸς τὸν Ἀγαμέμνονα , ὅτι ἐπιφανὴς ὢν ἐφθονήθη . ἢ οὕτως : ἔχει γὰρ ἡ
Μηφύλης Ὀρουΐνιον , εἰ καί τις ἄλλη τῶν αὐτόθι πόλεων ἐπιφανὴς καὶ μεγάλη : δῆλοι γάρ εἰσιν αὐτῆς οἵ τε
4802248 ἐπιτροπος
τῷ δόξαντι τιμήματι τῷ δικαστηρίῳ διπλῇ . ἐὰν δ ' ἐπίτροπος ἀμελεῖν ἢ κακουργεῖν δοκῇ τοῖς οἰκείοις ἢ καὶ τῶν
βουλομένῳ γράφεσθαι . Ὁ ἡταιρηκὼς τοῦ βήματος εἰργέσθω . Ὁ ἐπίτροπος τῇ τῶν ὀρφανῶν μητρὶ μὴ συνοικείτω . Εἰς ὃν
4800967 ἀποδοχης
φυσικῆς τινος ἐπιτρεχούσης πιθανότητος . διὸ καὶ παρὰ Ῥωμαίοις μεγάλης ἀποδοχῆς ἐν τοῖς θεάτροις ἐπηξιοῦτο : οἱ δὲ Πικεντῖνοι τὴν
. Ἐπισημήνας δὲ καὶ τοῦτον ἕτερον ἠρώτα : Πῶς ἂν ἀποδοχῆς ἐν ξενιτείᾳ τυγχάνοι ; Πᾶσιν ἴσος γινόμενος , ἔφη
4795143 γιγνομενος
ταὐτὰ ἔχοντα ἀεί . λόγος δὲ ὁ κατὰ ταὐτὸν ἀληθὴς γιγνόμενος περί τε θάτερον ὂν καὶ περὶ τὸ ταὐτόν ,
παίζειν τοῖς τοιούτοις , καὶ πρὸς ἀφροδισίοις [ οὗτος ] γιγνόμενος , ἐὰν καὶ πάνυ τύχῃ ἐρῶν , μέμνηται τοῦ
4794474 Πλεων
καὶ τῶν τοιούτων κατάστασιν χρηστὴν , καὶ τὰ τοιαῦτα . Πλέων τις μετὰ θυγατρὸς ὑπὸ λῃσταῖς ἐγένετο : μετὰ ταῦτα
οἱ δημηγόροι καὶ οἱ ῥήτορες δοῦλοι τοῦ πλήθους εἰσί . Πλέων Ἀρίστιππος χειμῶνος ἐπιγενομένου πάνυ σφόδρα ἐταράττετο . ἔφη δέ
4793483 περιωνυμος
ἐξέβαλε καὶ πρὸς Μέτελλον ἐπιπεμφθέντα ὑπὸ Σύλλα ἀπεμάχετο γενναίως . περιώνυμος δὲ ὢν ἐπὶ τόλμῃ , βουλὴν κατέλεξεν ἐκ τῶν
τόλμης καὶ φρονήματος λαμπροῦ , καὶ τἆλλα ὢν ἐς θρασύτητα περιώνυμος , ὥστε τὴν βουλὴν δείσασαν ἑλέσθαι τοὺς παρὰ σφίσιν
4786110 Πλειστοαναξ
Κλεωνύμου δηλώσω . Παυσανίου τοῦ περὶ Πλάταιαν τοῖς Ἕλλησιν ἡγησαμένου Πλειστοάναξ υἱὸς ἐγένετο , τοῦ δὲ Παυσανίας , τοῦ δὲ
: ἔτος πέμπτον Κλεομένης : οὗτος ὁ Κλεομένης καὶ ὁ Πλειστοάναξ παῖδές εἰσι Παυσανίου τοῦ ἐν Πλαταιᾶσιν ἀριστεύσαντος ἐπὶ τῶν
4782138 ὀψιγονος
κατὰ τοὺς πολλοὺς ποιητὰς τηλύγετος εἴτε ὁ ἀγαπητὸς εἴτε ὁ ὀψίγονος , ὁπότε τινὶ πρὸς τῷ γήρᾳ παῖς γένοιτοκαὶ τηλυγέτη
δοκεῖ ἀναρμόστως ἀποδοθῆναι . δέον γὰρ οὕτως εἰπεῖν : ὥσπερ ὀψίγονος παῖς ποθεινὸς τῷ πατρί , οὕτω καὶ τὸ ὕστερον
4778422 κομιζομενος
, ἔτι δὲ δηκτικός , οἷόν ἐστιν ὁ ἐκ Φιλαδελφίας κομιζόμενος τῆς ἐν Λυδίᾳ : ὁ δ ' Αἰγύπτιος ἐν
μνησικακοῦσα θεραπεύσειν οὐκ ἔφη . Ἀλέξανδρος μὲν οὖν εἰς Τροίαν κομιζόμενος ἐτελεύτα , Οἰνώνη δὲ μετανοήσασα τὰ πρὸς θεραπείαν φάρμακα
4777341 ἡμετερος
τι τοῖοι ἀμυνέμεναι καὶ ἐφ ' ἑνὸς τοῦ Πατρόκλου , ἡμέτερος θεράπων : τοιοῦτον οὖν καὶ τὸ ἁμόνπρὸς . οἷς
, ὅτε ἐπὶ δείξεως λαμβάνεται , ἐμὸς εἶ φίλος , ἡμέτερος ὑπάρχεις οἰκέτης , Χρὴ ἄρα καλεῖν , καθάπερ καὶ
4776262 ῥηθεις
ὁ πολὺς ἡμῖν ἔσται λόγος . Ὁ μὲν οὖν πρῶτος ῥηθεὶς τῶν συλλογισμῶν τὴν αὐτάρκειαν τῆς ψυχῆς ἐδείκνυ : οὗτος
' ὁ μὲν περὶ τοῦ τόπου τῶν παρυφισταμένων λόγος ἱκανῶς ῥηθεὶς ὧδέ πη κείσθω : τάχα δ ' ἄν τις
4775349 τυγχανων
Ἀχαρνεὺς τῶν δήμων ὁ νικηφόρος . καὶ σὺ οὖν Ἀχαρνεὺς τυγχάνων ἀγαθὸς ἀνὴρ πέφυκας . ἢ οὕτως : καὶ αἱ
κατὰ ἀλκὴν σώματος καὶ θυμοῦ τραχύτητα φλογοειδὴς ἦν , δευτεραγωνιστὴς τυγχάνων Βαύδωνος . ἄλλως τε ἦν καὶ πρὸς σωφροσύνην πεπηγώς
4768152 κληρωθεις
' οὕτως ἐδίκαζεν . εἰ δέ τις δικαστὴς εἰσῄει μὴ κληρωθεὶς εἰς τὸ δικαστήριον , διαφόρως ἐζημιοῦτο . ὁ δὲ
ἱστορικῶν . υἱοὶ δὲ Κόδρου ἦσαν Νηλεὺς καὶ Μέδων . κληρωθεὶς οὖν ὁ Μέδων βασιλεύων , ἐλθὼν ὁ Νηλεὺς εἰς
4765037 ἐμος
ἐστιν , ὡς ὁ σὸς λόγος . ὁ δὲ δὴ ἐμὸς ὅστις , πολλάκις μὲν ἤδη εἴρηται , οὐδὲν δὲ
οὐδὲν κρεῖσσον οἰκείου φίλου . νυμφευμάτων μὲν τῶν ἐμῶν πατὴρ ἐμὸς μέριμναν ἕξει , κοὐκ ἐμὸν κρίνειν τόδε . ἀλλ
4758074 ἀσεμνος
διὰ δὲ τῶν ἀγεννῶν τε καὶ ταπεινῶν ἀμεγέθης τις καὶ ἄσεμνος , ἐάν τε καθ ' ἑαυτοὺς ἕκαστοι τούτων λαμβάνωνται
ἀφίλως παρὰ τὸ ἄφιλος , καὶ τὸ ἀσέμνως παρὰ τὸ ἄσεμνος . ἔνθεν καὶ μένει ὁ τόνος ἐν τῷ ἀψευδῶς
4755368 συγγενης
πατρωνύμιον ] τὸ πατρωνύμιον γένος , ἤτοι ὁ κατὰ πατέρα συγγενὴς ἡμῖν , τουτέστιν ὁ ἐκ προγόνων ἰθαγενής . .
κείμεθα . φιλήδονος δ ' ἦν καὶ Σπεύσιππος ὁ Πλάτωνος συγγενὴς καὶ διάδοχος τῆς σχολῆς . Διονύσιος γοῦν ἐπιστείλας αὐτῷ
4755253 ἠλευθερωμενος
σπονδὰς ἢ εἰρήνην . ἀπελεύθερος μέν ἐστιν ὁ ἐκ δούλου ἠλευθερωμένος , ἐξελεύθερος δὲ ὁ γενόμενος διὰ χρέα προσήλυτος ἢ
ἀκυρολογεῖ . . ἀπελεύθερος μέν ἐστιν ὁ ἐκ τοῦ δούλου ἠλευθερωμένος : ἐξελεύθερος δὲ ὁ γενόμενος διὰ χρέα προσβλητὸς ἢ
4754603 μισοπονηρος
μέγας , πλούσιος , πεπαιδευμένος , πολύφιλος , παρρησιαστικός , μισοπόνηρος , δικαιοκρίτης , καὶ πολλοὶ ἐπ ' αὐτὸν καταφεύγουσι
καινοτάτας καὶ παρηλλαγμένας , ἃς ἐμεγαλούργησεν ἡ πάρεδρος τῷ θεῷ μισοπόνηρος δίκη , τῶν τοῦ παντὸς δραστικωτάτων στοιχείων ἐπιθεμένων ὕδατος
4749905 ὑπεροπτικος
ἐκμελής , ἄγροικος , ἄμικτος , εἴρων , ἀλαζών , ὑπεροπτικός , ὑπέρφρων , βαρύς , φορτικός , ἐπαχθής ,
' ἂν ἐκ τούτων ὑποψία καὶ ὑπεροψία καὶ ὑπερόψεσθαι , ὑπεροπτικός , ὑπεροπτικῶς , ὑπόπτως , ὑπερόπτης , αὐτόπτης ,

Back