κλύδωνος ῥύεται . Λίθος ὁ σπάνιος . Οὗτος καὶ ἄνευ γλυφῆς φορούμενος μεγάλα ἀποτελεῖ . Οὐδεὶς δὲ τὸν λίθον τοῦτον | ||
παιγνίῳ καταπιόντος , καὶ ξύσματα καταφέροντος διὰ τὴν τραχύτητα τῆς γλυφῆς , ἐξ αὐτοῦ γὰρ τοῦ χρυσοῦ κεφαλή τις ἐπέκειτο |
παρ ' ἀνθρώποις : ἑορτή τε οὐδεμία παρ ' αὐτοῖς μελανείμων ἢ πένθιμος ἄγεται τυπετοὺς ἔχουσα καὶ θρήνους γυναικῶν ἐπὶ | ||
Ἀπάτη . κατόπιν δὲ ἠκολούθει πάνυ πενθικῶς τις ἐσκευασμένη , μελανείμων καὶ κατεσπαραγμένη , Μετάνοια , οἶμαι , αὕτη ἐλέγετο |
Ἀντὶ τοῦ , πόσα σκεύη ἔχετε . γελοίως δὲ ὁ βασταζόμενός φησιν , ἀσθενῶς δὲ ἐρεῖ . ἡ δραχμὴ δὲ | ||
Ἀντὶ τοῦ , πόσα σκεύη ἔχετε . γελοίως δὲ ὁ βασταζόμενός φησιν , ἀσθενῶς δὲ ἐρεῖ . ἡ δραχμὴ δὲ |
δερμάτων ] ἐρραμμένος : ἔρρει δὲ καὶ οὗτος κατὰ μικρὸν ἀνιέμενος κατὰ πᾶσαν τὴν ὁδόν . ἠκολούθουν δ ' αὐτῷ | ||
καιρόν , ὁ διὰ τῆς ἀκακίας καὶ τῶν ἐλλεβόρων τροχίσκος ἀνιέμενος ἐν τῇ μολυβδίνῃ θυείᾳ χυλῷ ἀειζώου ἢ ἀρνογλώσσου ἢ |
οἷόν ἐστι καὶ τὸ διὰ μελιλώτου σκευαζόμενον . ὁ χλωρὸς ἴασπις ὠφελεῖ τὸν στόμαχον καὶ τὸ στόμα τῆς γαστρὸς περιαπτόμενος | ||
τοῦ πάσχοντος περίαπτε καὶ ἀπαλλάξεις . Ζαλάχθης δὲ τάδε φησίν ἴασπις λίθος ὁ προσαγορευόμενος καπνίτης εἰς πάντα τὰ περὶ τὴν |
τὴν ὕβριν , μετενήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν πλυνομένων ἱματίων καὶ πατουμένων . καὶ γὰρ οὔροις καὶ τοῖς ἄλλοις ταῦτα ῥύπτεται | ||
πολλοὺς ἀνατρέπουσι βοῶντες διάτορόν τε καὶ ὀξὺ δίκην σάλπιγγος . πατουμένων δὲ τῶν ἁλισκομένων καὶ ἀλοωμένων τοῖς γόνασιν , ἄραβος |
Μεγαρικὸν καὶ Ἀττικὸν καὶ τὸ ἐν Κιλικίᾳ γεννώμενον . Λαγωὸς θαλάττιος ἔοικε μὲν μικρᾷ τευθίδι , δύναται δὲ λεῖος καταχρισθεὶς | ||
ἐξίλλειν ἔλεγον . ἔξω Γλαῦκε : χειμῶνα γὰρ σημαίνει ὁ θαλάττιος . ἐξωμίς : χιτὼν ἅμα τε καὶ ἱμάτιον : |
δὲ περὶ τὸν ἔξω ῥέοντα λόγον : ὁ δὲ Μόρυχος γάστρις τις ἄνθρωπος καὶ ἡ κωμῳδία αὐτὸν ὡς γαστρίμαργον διαβάλλει | ||
τύχης εὐκληρίαν , ἕως ὁ Σαρδανάπαλος ἦρξε τῶν Ἀσσυρίων , γάστρις ἀνὴρ καὶ τρυφηλός , λαγνὸς καὶ γυναικίας , ὃς |
καὶ ὁ ἄρρην ἐπιβαίνειν ἐτῶν γενόμενος εἴκοσιν . ὀχεύει δὲ συγκαθισάσης τῆς θηλείας : ὁ ἄρρην γὰρ ἐπιβαίνει . κύει | ||
τὰ ἐντόσθια ἔχει ὅμοια ὑί . ὀχεύει δὲ τῆς θηλείας συγκαθισάσης ὁ ἄρρην ἐπιβαίνων . ἔστι δὲ τοῦτο μόνον τῶν |
λεγόμενον ἐρωδιόν , τῇ δὲ εὐωνύμῳ κατέχουσαν κράνος , καὶ φορούμενος μετὰ τὸ τελεσθῆναι τὸν φοροῦντα ποιήσει περιγίνεσθαι πάντων ἐχθρῶν | ||
ἀπέχεσθαι ἀπὸ παντὸς μυσεροῦ πράγματος . Οὗτος οὖν ὁ δακτύλιος φορούμενος μηνύει τὴν ποσότητα τῶν ἐτῶν τοῦ ζῆν χρόνου καὶ |
Σκόμβροι στιβάδα ποιούμενος στομώδη στραβαλοκόμαν Τεγεάς τέως τολύπαι τροπαία Τυφῶ ὕπουλος ὑψαυχεῖν φαικῷ φαρκῖδα φαρμακῶνες Φθιῶτις φίλανδρος χειμάμυνα χλωρανθείς χνοῦς | ||
ἁπλῶς τῷ ὄφει καὶ εὐνοϊκῶς προσεφέρετο , ὁ δὲ ἀεὶ ὕπουλος καὶ πονηρὸς ἦν . τοῦ δὲ καρκίνου συνεχῶς αὐτὸν |
τοῦ η , ὡς καὶ Ἀριστοφάνης , λίθος τίς ὄζησεν τεθυμιαμένος . Τὰ εἰς ζω λήγοντα ὑπεσταλμένον , πλὴν τοῦ | ||
ἐγώ σοι συγγενής , ὦ φαρμακέ ; λίθος τις ὤζησεν τεθυμιαμένος . ᾤμην δ ' ἔγωγε τὸν Κυκλοβόρον κατιέναι . |
πάνυ κομψάς . ὅτι ἐν νήτταις μείζων ὁ ἄρρην καὶ ποικιλώτερος . τὸ δὲ λεγόμενον γλαυκίον διὰ τὴν τῶν ὀμμάτων | ||
ἄρτι δὲ ταῦρος ἢ κύκνος ἢ ἀετός , καὶ ὅλως ποικιλώτερος αὐτοῦ Πρωτέως : μόνην δὲ τὴν Ἀθηνᾶν ἔφυσεν ἐκ |
: ἤτοι ἀπὸ τῆς χρόας κροκοειδὲς , ἢ ἀπὸ τῆς κρόκης ὑφαντόν . διηγήσομαι οὖν , φησί , καὶ ὅπως | ||
θέρει προσαρμόζοντα λεπτοϋφῆ , τὰ δὲ χειμέρια ἐχέτω περιττῶς τῆς κρόκης καὶ πεπαχύνθω πλέον , ἵνα τὰ μὲν τῇ μανότητι |
φηγὸς εἶχεν ἀρχαίη : ἐν τῇ δ ' ἔκειτο ῥωγὰς αἰπόλου πήρη , ἄρτων ἑώλων πᾶσα καὶ κρεῶν πλήρης . | ||
φίλε , τῷ Συβαρίτα . ἰστέον , ὅτι τοῦ μὲν αἰπόλου τὸ ὄνομά ἐστι Κομάτας , ὃς καὶ Εὐμάρα τοῦ |
, εἰ νόμους ἔγραψεν αὐτοῖς ἐναγωνίους ἐξ Ἰωνίας ἥκων τῆς ἁβρᾶς . κατὰ δὲ τὴν τρίτην καὶ τριακοστὴν Ὀλυμπιάδα παγκράτιον | ||
σχεῖν τὴν προσηγορίαν λέγων : χλιδῶν τε πλόκαμος ὥστε παρθένου ἁβρᾶς : ὅθεν καλεῖν Κουρῆτα λοιπὸν ᾔνεσαν . Ἀγάθων δὲ |
: ἀντὶ τοῦ πολυλήϊος , πολύσιτος . . . . βάναυσος : πᾶς τεχνίτης ὁ διὰ ἡ κάμινος . εἴρηται | ||
μὲν γάρ ἐστιν ὁ λογικῆς τινος τέχνης ἔμπειρος καθεστώς , βάναυσος δὲ ὁ διὰ ἀλόγου τινὸς ἐπιτηδεύματος . τέτραχμον καὶ |
] θαρσαλέος , βέβαιος ὤν . τινάσσων ] κινῶν . πυρπνόον βέλος ] τὸν κεραυνόν . . ταῦτ ' ] | ||
ἤγουν διὰ τὸ ποιεῖν βροντὰς , μεγαλυνόμενος καὶ ἐκπέμπων βέλος πυρπνόον καὶ πυρὸς πνέον : λέγει δὲ τὸν κεραυνόν : |
' αὑτοῦ ποτε κινδυνεύσῃ προεωρᾶτο , καὶ διὰ τοῦτο πόρρωθεν ἔτριβε τὰ πράγματα : ἡμεῖς δ ' αὐτῷ τοὐναντίον τοῖς | ||
ὁ δὲ σιτοποιὸς χειρῖδας ἔχων καὶ περὶ τῷ στόματι κημὸν ἔτριβε τὸ σταῖς , ἵνα μήτε ἱδρὼς ἐπιρρέοι μήτε τοῖς |
, καὶ τὴν ἐκ τῶν πολεμίων πανθοινίαν τε καὶ πανδαισίαν ἀφθονώτατα ἔχει . Θαλάττιον ἐκ χαράδρας ὕδωρ : ἐπὶ τῶν | ||
, καὶ τὴν ἐκ τῶν πολεμίων πανθοινίαν τε καὶ πανδαισίαν ἀφθονώτατα ἔχει . τλημόνως δὲ ἔχειν καὶ καρτερῶς καὶ γεννικῶς |
ταῖς ἡνίαις καθὰ δι ' αὐτῶν στρέφεται τὸ ἅρμα . πόρπαξ δὲ καλεῖται τὸ κατὰ μέσον τοῦ ὅπλου ὑπὸ τὸν | ||
Γ αὐτοῖσι τοῖς πόρπαξι : σὺν αὐταῖς ταῖς ὀχάναις . πόρπαξ , ἐν ᾧ τὴν ἀσπίδα κατέχουσι , ὃ καλεῖται |
. ἀλλὰ βασιλεὺς οὔτε ἵππον ἔβλεπε , τοσούτων ἱππέων αὐτῷ παραθεόντων , οὔτε θηρίον , τοσούτων διωκομένων , οὔτε κυνὸς | ||
ἀποσχισθῆναι ἀπὸ τοῦ καυλοῦ . καὶ τῶν λαγῶν λέγεται ὅτι παραθεόντων εἴχοντο ἐν ταῖς θριξὶν αἱ ἄκανθαι καὶ ὅτι οὕτως |
ὁ πικρότατος ἐν τῇ γεύσει , ἔνδοθεν λευκός , ἔξωθεν κροκίζων , λεῖος , λιπαρός , εὔθρυπτος , τάχιστα διιέμενος | ||
βοτρυοειδής , χρώματι τὸ μὲν πρῶτον χλοώδης , πεπανθεὶς δὲ κροκίζων , ἐπιδάκνων τὴν γεῦσιν : ῥίζα ποσῶς στρογγύλη , |
θρύψει τοῦ Φαίδρου : ὁ μὲν γὰρ Φαῖδρος τῷ ὄντι ἐσχηματίζετο ἅτε νέος ὢν καὶ μόνοις τοῖς ἔξω εἰωθὼς χαίρειν | ||
τῆς Ἰθάκης κρατῶν , ἐπειδὴ τῆς αὑτοῦ γῆς ἐπιβὰς πενίαν ἐσχηματίζετο , τῶν τῆς πενίας κακῶν μετελάμβανεν , οἴκοι βαλλόμενος |
τρεῖς . Λίθος χρυσόλιθος ὑγρός , διαυγής , διαφανής , χρυσίζων . Οὗτος φορούμενος κοσμίους ποιεῖ καὶ ἀγαθοὺς ταῖς γνώμαις | ||
ἐδώδιμος , θαλάσσιος , γνωστός . Χρυσίτης λίθος ποικίλος ὡς χρυσίζων . Τῆς οὖν χρυσανθέμου τὸ ἄνθος ἐστὶ χρυσίζον ὡσεὶ |
ἔφθαρται τὸ ὀστέον , ἀνθεμίδος φύλλα μασηθέντα καὶ ἐπιτεθέντα ἢ αἰγίλωπος τοῦ ἐν τοῖς σιτίοις χυλὸς σὺν ἀλεύρῳ σιτινίῳ καταπλασσόμενος | ||
μέρος καὶ μὴ ἅμα γεννᾷν ἔνια καθάπερ ἐπί τε τοῦ αἰγίλωπος λέγεται καὶ τοῦ λωτοῦ καὶ τοῦ βολβοῦ . Τοῦτο |
τοῖς Ἀλβανοῖς οἱ Ἀρμένιοι συνάπτουσιν . Ὁ δὲ Κῦρος ὁ διαρρέων τὴν Ἀλβανίαν καὶ οἱ ἄλλοι ποταμοὶ οἱ πληροῦντες ἐκεῖνον | ||
ὠνεῖται τῇ θεῷ ὅπου ἀνεῖλεν ὁ θεός . ἔτυχε δὲ διαρρέων διὰ τοῦ χωρίου ποταμὸς Σελινοῦς . καὶ ἐν Ἐφέσῳ |
καὶ ὁ δειλὸς ἀμετρίην τὴν ἀνδρείην ὑπείληφε , καὶ ὁ φιλάργυρος τὴν μεγαλοψυχίην , καὶ πᾶσα ἔλλειψις ὑπερβάλλειν δοκέει τὸ | ||
Γ καὶ σαπρὸς : ἀρχαῖος καὶ παλαιός . οἷον γηράσας φιλάργυρος ἐγένετο . Γ ὅτι γέρων ὢν : † μετὰ |
. . διέστρεψεν , διέσυρεν . . εἰσδὺς : Λάθρα ὑπεισελθών : τοῦτο γὰρ τὸ εἰσδὺς σημαίνει . . . | ||
τοὺς στρουθούς . Σχολαστικὸς ἰδὼν στρουθοὺς ἐπὶ δένδρου , λάθρα ὑπεισελθών , ὑφαπλώσας τὸν κόλπον ἔσειε τὸ δένδρον ὡς ὑποδεξόμενος |
πόνον : μόχθον . Ψυχήν : κατά . πολυδαίδαλος : ποικίλος , πανοῦργος , φρόνιμος , πολύδουλος , πολυσύνετος , | ||
ἀμηχάνῳ τόλμῃ τὸ στρατόπεδον ἐπόρθει . φόνος τε ἦν ἑκατέρων ποικίλος : ὑπὸ δὲ μεγέθους πεδίου τε καὶ κονιορτοῦ τὰ |
μηνός : ἔπειτα τελευτήσει ἐξ ἑωυτοῦ ὁ ῥόος , καὶ ὠχρή τε καὶ λεπτὴ γίνεται . Ὅταν ὧδε γένηται , | ||
ὀξὺς ἔλαβε : γλῶσσα καυσώδης , ξηρὴ , τρηχείη , ὠχρή : ὀφθαλμοὶ ὠχροὶ , καὶ τὸ χρῶμα νεκρῶδες . |
μέμνηνται , ὃς ὄφις μὲν ἐπεκλήθη διὰ τραχύτητα τρόπου , ἀπηλάθη δὲ τῆς νήσου ὑπὸ Εὐρυλόχου . ὠνόμασται δὲ ἡ | ||
μέμνηνται , ὃς Ὄφις μὲν ἐπεκλήθη διὰ τραχύτητα τρόπου , ἀπηλάθη δὲ τῆς νήσου ὑπὸ Εὐρυλόχου . . . , |
ῥητινίζων , ἐν τῷ διαμασᾶσθαι ἐκκαίων τὴν γεῦσιν : ῥίζα εὐμεγέθης ὕπεστιν , ὄζουσα λιβάνου . Ἄλλη λιβανωτὶς πάντα ἐοικυῖα | ||
ἡ γνώμη καὶ ἰσόθεος τιμή . τὰ δὲ σημεῖα : εὐμεγέθης , εὐρύστερνος , ἐκ τῶν μηρῶν εἰς τοὺς πόδας |
, τὰ δέ γε τῆς στολῆς λευκὸν χιτῶνα ἔζωσται λεοντῆν ἐξηρτημένος καὶ κρηπῖδα ἐνῆπται , ἀκοντίῳ τε ἐπερείσας ἑαυτὸν ἕστηκε | ||
] τῶν ἀδελφῶν . οὑφ ' ἡμῖν ] ἐξημμένος , ἐξηρτημένος καὶ ἐνιστάμενος . ἰὼ ἰὼ ] φεῦ . κακὰ |
Ἐπικούρου τίνι μύθων εἰκάσω ; τίς οὕτω ποιητὴς ἀργὸς καὶ ἐκλελυμένος καὶ θεῶν ἄπειρος ; Τὸ ἀθάνατον οὔτε αὐτὸ πράγματα | ||
ἀνελέσθαι τὸν νεκρὸν καὶ τὰ ὅπλα : νῦν δὲ παντελῶς ἐκλελυμένος τις ὁ Ἀχιλλεὺς φαίνεται , τῷ πρώτῳ συστάντι τοιαῦτα |
διοίκησιν . περὶ τῶν παραγεγραμμένων νόμων ] παρ ' οὓς παρέγραψε τὸ ψήφισμα , σημειωσάμενος ὅτι παρὰ τούτους τοὺς νόμους | ||
μετακαλεσαμένῳ εἰς τρυφὴν τὴν δοθεῖσαν ὑπὸ τῆς τύχης χορηγίαν , παρέγραψε τὸ ῥαβδοδίαιτος ἀνήρ . ἀλλ ' ὅμως διὰ τὸ |
τῆς δᾳδὸς καὶ πεύκης οὐ δηκτικός , ὅτι πίων καὶ ἐλαιώδης [ ὥσπερ ὁ καπνός ] , οὐκ ἔχων οὐδὲν | ||
. Ἀνίει δὲ τῶν ξύλων τὰ κέδρινα καὶ ἁπλῶς ὧν ἐλαιώδης ἡ ὑγρότης : δι ' ὃ καὶ τὰ ἀγάλματά |
μέλεσι . Πιτυρίασις οὖν καὶ φαλάκρωσις , ὀφίασίς τε καὶ ἀλωπεκία , πάθη μὲν κεφαλῆς , διάφορα δὲ ἐκ διαφόρων | ||
. περὶ δὲ τὸ τετριχωμένον τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ γενείου ἀλωπεκία , ὀφίασις , μαδαρότης , φαλάκρωσις . τρίχες δὲ |
ὁ καρπὸς καὶ τὰ φύλλα ἱκανῶς , ἀκτὴ ἥ τε δενδρώδης καὶ ἡ χαμαιάκτη , ἄμι , ἀνθεμὶς ἢ χαμαίμηλον | ||
πεδινὸς ἢ ὀρεινός , ἄνυδρος ἢ κάθυγρος , ψιλὸς ἢ δενδρώδης , καὶ πάντα τὰ παραπλήσια . τῷ δὲ τρόπῳ |
, οἷον ὁ τὰ τύμπανα καὶ τἄλλα τῶν μαλθακῶν ὄργανα κιναιδίας εἰπὼν καὶ Ἀριστοτέλης τὸν ἐλεφαντιστήν : ἢ παρὰ τὰ | ||
ὡς καταπύγων κωμῳδεῖται . φησὶ δὲ ὅτι οὐκ ἀνέξει τῆς κιναιδίας καὶ μαλακίας Πρέπιδος . οὐδ ' ὠστιεῖ Κλεωνύμῳ : |
, καὶ αὐτὸ ἔθνος , παρ ' οἷς καὶ ὁ σάπφειρος λίθος γίνεσθαι λέγεται + . . Σάπειρες . . | ||
τε σμάραγδος καὶ τὸ σάρδιον καὶ ὁ ἄνθραξ καὶ ἡ σάπφειρος καὶ σχεδὸν οἱ ἐν λόγῳ τῶν εἰς τὰ σφραγίδια |
ἐπὶ μῆκος ἐκτέταται . Λέγει δὲ λόγος τις ταῦτα περὶ ἀλκιβίου , ὡς ἦν Ἀλκίβιος τις καὶ ἐκάθευδεν πλησίον καὶ | ||
* οἴνης : μετά . περὶ ἀλκιβίου ἐσθλὴν δ ' ἀλκιβίου : ἀντὶ τοῦ θεραπευτικήν . ἀλκίβιος δὲ λέγεται ἡ |
. συγκολλητής ] συρραφεύς , ἐφευρετής , συναρμοστής . , συνθετής . . εὑρησιεπής ] εὑρεσιλόγος , εὑρεσιολόγος . , | ||
. συγκολλητής ] συρραφεύς , ἐφευρετής , συναρμοστής . , συνθετής . . εὑρησιεπής ] εὑρεσιλόγος , εὑρεσιολόγος . , |
παῖς ἐξαίρετον . ἐγὼ δὲ τῶι πρόσπολος ἁ τριτοβάμονος δευομένα βάκτρου γεραιᾶι χερί ; Ἰθάκης Ὀδυσσεὺς ἔλαχ ' ἄναξ δούλην | ||
πρόσπολος : τίνι δὲ ἐγὼ ἐκληρώθην δούλη , ἡ τριβάμονος βάκτρου δεομένη διὰ τὸ γηραιὸν κάρα : τρίτος γὰρ ποὺς |
κέχρηται διῆλθον : ὁ γὰρ διὰ παντὸς εἴδους εὐεργε - σίας ἥκων καὶ μήτε μικρὸν μήτε μεῖζον μήτ ' εἰς | ||
τοῖς τόποις καὶ ναὸν Ἡρακλέους πολυτελῆ , καὶ θυ - σίας κατέδειξαν μεγαλοπρεπεῖς τοῖς τῶν Φοινίκων ἔθεσι διοικουμένας . τὸ |
ἔκτισεν , ὅθεν ἐστὶν ὁ Καλλίμαχος . κόραξ : ὡς ἀνακείμενος τῷ Ἀπόλλωνι ὁ κόραξ . ἡμετέροις βασιλεῦσι : τῷ | ||
ἑταῖρός φησιν : ἀνάκεισο . Φιλιππίδης : καὶ δειπνῶν ἀεὶ ἀνακείμενος παρ ' αὐτόν . καὶ ἐπάγει : πότερον ἀνδριάντας |
δ ' οὐκ ἔστιν ὅτι μὴ στασιαστικός : ὁ γὰρ στασιώδης καὶ στασιαστὴς ὑπόφαυλα , καὶ τὸ ταραχῶδες εὐτελές , | ||
γὰρ ἂν εἴη τῷ χρωμένῳ . Τί δέ ; ὅστις στασιώδης τέ ἐστι καὶ θέλων πολλοὺς τοῖς φίλοις ἐχθροὺς παρέχειν |
: βοτάναις . ἐπίχλοοι : βοτανώδεις , ἐσκεπασμέναι οὖσαι , βοτανώδη ὑπάρχουσι . ὑγρά : κατὰ , περίφρασις , κατὰ | ||
. ἀλωπεκία : τὸ πάθος ἔνθα ἂν οὐρήσῃ , τόπον βοτανώδη ἄκαρπον ποιεῖ οὐ συγχωρεῖ . . . . ἁλωρήτας |
γὰρ ἀπροσδοκήτων κακῶν αἱ προσβολαὶ καὶ τοῖς δεινοῖς περὶ λόγους ἀφωνίαν ἐμποιοῦσι . παρειμένοι δ ' ὅμως ὑπὲρ τοῦ μὴ | ||
μὲν ἐκτρεπόμενος ὑπ ' αἰδοῦς διὰ τὴν τότε μοι προσοῦσαν ἀφωνίαν τε καὶ λώβην : ἐπεὶ δ ' ἠρξάμεθα δυστυχεῖν |
τις αὐτῷ μόνῳ χρήσαιτο ἀλύπως , ὥσπερ τῆς κηπευομένης . Μηλέας Περσικῆς τὰ φύλλα καὶ οἱ βλαστοὶ τὴν πικρὰν ἔχουσιν | ||
ταῖς συμβολαῖς τῆς τε ἐπ ' Εὐτρησίων καὶ τῆς ἐπὶ Μηλέας ὁδοῦ , ἐνταῦθα ἐκβὰς παρετάξατο ὡς μαχούμενος . ἔφασαν |
. . . . . ξη δʹ λϚ ∠ ʹδ Καισάρεια πρὸς Ἀναζάρβῳ . . ξη ∠ ʹ λζ Μοψουεστία | ||
ἐπὶ παιδὶ γνησίῳ μέν , ἀπαιδεύτῳ δέ . ιγʹ . Καισάρεια δὲ ἡ Καππαδοκῶν ὄρει Ἀργαίῳ πρόσοικος Παυσανίου τοῦ σοφιστοῦ |
! ] μὲν προπετέστερος ὑπάρχων ? ? καὶ [ ] ἰταμός ? [ ] ? , οὐχ ἁρμόζει [ ] | ||
ἢ ἀΐτης κυρίως ὁ μέσος , ὁ μήτε θρασὺς μήτε ἰταμός : [ ἀΐτης οὖν ὁ μὴ ] ἰταμὸς ἀλλὰ |
, ὅτι προσαφὴς αὐτῇ ἐστιν ὁ στόμαχος τοῦ ἀνθρώπου ἀεὶ χάσκων , καὶ χωρέει ἐς ἐκεῖνον , καὶ ἅμα ἐπίκειται | ||
λίχνοισι : λαιμάργοις : λίχνος ὁ λίαν χαίνων , ἤτοι χάσκων . λίχνος ὁ λαίμαργος ἀπὸ τοῦ λίαν χαίνειν : |
ʂ τινας : καὶ γίνεται ὁ ʂ ἔκ τινος ἀριθμοῦ Ϛκις γενομένου καὶ προσλαβόντος τὸν ιβ , τουτέστι τῆς ἰσώσεως | ||
: Ϛκις ἄρα τὰ ἐλάσσονα ἴσα ἐστὶ τοῖς μείζοσιν , Ϛκις δὲ τὰ ἐλάσσονα ποιεῖ Μο ρκ # ʂ Ϛ |
τὸ ω μέγα ποιητικῶς εἰς ο μικρόν . ἠερόεσσα : διαυγὴς , ἢ μελανοειδὴς ἀπὸ τοῦ ἀερῶδες τὸ σκοτεινόν : | ||
δὲ τὸ διὰ τῆς ταυροκόλλης : ταυροκόλλα γὰρ καλὴ καὶ διαυγὴς ἐν ὀξυκράτῳ βρέχεται μέχρι διαλυθείη , ἔπειτα εἰς ῥάκος |
Νείλου τὴν ῥύσιν ποιουμένου , καὶ γῆν πολλὴν καὶ παντοδαπὴν καταφέροντος , ἔτι δὲ κατὰ τοὺς κοίλους τόπους λιμνάζοντος , | ||
ὄψις ἑτέρων κακῶν , τοῦ μὲν πυρὸς ἐπιφλέγοντος πάντα καὶ καταφέροντος , τῶν δὲ ἀνδρῶν τὰ οἰκοδομήματα οὐ διαιρούντων ἐς |
, ὁ μέλλων θώσω , θώνη ἔδει : καὶ λέγεται θοίνη . . . : υἱέα : ἐν ἐπιστολῇ ποτε | ||
καὶ ἐνεργεῖν κατὰ τὴν ἐμὴν καθαρτικὴν δύναμιν ; Καὶ ἡ θοίνη δὲ τὴν πολλὴν αὐτοῦ πρόνοιαν καὶ προθυμίαν ἐνδείκνυται τοῦ |
τοῖς φύλλοις καὶ ταῖς ῥάβδοις προσεμφερὴς ἄγνῳ , δενδρώδης , βαρύοδμος ἰσχυρῶς : ἄνθη κράμβῃ ἐοικότα : καρπὸς ἐν κερατίοις | ||
τῷ μικρῷ , περιπληθὴς σπερματίων , ὑπόπικρος , κακοστόμαχος , βαρύοδμος , στύφουσα μετὰ ποσῆς θερμασίας . Σέσελι Μασσαλεωτικὸν φύλλα |
' ἀγχονῶν τε καὶ πετρῶν ῥίπτειν ἄπο , οὐκ ἐν σοφοῖσιν ἔστιν , εὐχέσθω δ ' ὅμως ἄπειρος εἶναι τῆς | ||
' ὁμιλεῖν γίγνεται δούλων τέκνα . ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις . εἰ δ ' ἦσαν ἀνθρώποισιν ὠνητοὶ λόγοι |
δύνασθαι παροδεύειν , μηλωτίδα μολυβδίνην χρὴ ποιεῖν ἢ κασσιτερίνην : εὐκαμπὴς γὰρ οὖσα ἡ τοιαύτη ῥᾳδίως συσχηματίζεται ταῖς σύριγξιν . | ||
ὁ ἄκανθος εἶδός ἐστι φυτοῦ χαμαιζήλου , ὑγρὸς δὲ ὁ εὐκαμπὴς ἢ ὁ νεόφυτος . ὑγρός : γίνεται τὸ ὑγρὸν |
οἷσι μέλλουσιν ἐκπυέειν , αἱ κοιλίαι ἐπιταράσσονται . μαʹ . Σπλὴν σκληρὸς οὐ τὰ ἄνω , κάτω στρογγύλος , οὐ | ||
δὲ εὐώνυμος ἁλλομένη μοχθήσαντι εὐστάθειαν δηλοῖ ἐν παντὶ βίῳ . Σπλὴν ἁλλόμενος ἀρρωστίαν δηλοῖ . Ἧπαρ ἁλλόμενον δυσθυμίαν σημαίνει Ἰσχίου |
ἐλάμβανον . , ἔξω ἔμπροσθέν μου ἐκράτουν . ἀπάγχων ] ἀποπνίγων . τὰ εʹ ταῦτα κῶλα δίμετρά εἰσιν ἰαμβικά , | ||
ἐπαχθής , ἄπληστος , ἄμετρος , αἰσχροκερδής , βίαιος , ἀποπνίγων , πιέζων , λωποδυτῶν , ἀποδύων , ἁρπάζων , |
τὸν χρυσὸν , πυρρὸν ὡς τὸ αἷμα . Αὕτη ἐστὶν κιννάβαρις τῶν φιλοσόφων καὶ χαλκὸς ἄσκιος ξανθός . Ὧδε μνήσθητι | ||
: πᾶσα οὖν ὑδράργυρος ἀπὸ σωμάτων γίνεται . Οὗτος δὲ κιννάβαρις εἶπεν , ὡς δῆλον αὐτὴν ἀπὸ κινναβάρεως οὖσαν ; |
τῶν τόνων τὸ πλεῖστον διοδεύει ἢ ὅτι σεμνόν τι καὶ ἐρρωμένον καὶ εὔτονον ἦθος ἐπιφαίνει . ἐὰν μέντοι ἡ φωνή | ||
ἑταῖρον αὐτοῦ : ἡλικιώτας δὲ εἶναι , τὸν μὲν Εὐθύδικον ἐρρωμένον καὶ καρτερόν , τὸν δὲ Δάμωνα ὕπωχρον καὶ ἀσθενικόν |
- δῶνος κατεάγη ἡ σχεδία , βʹ δὲ ὅλαις ἡμέραις ἐνήχετο , τῇ τρίτῃ δὲ ἡ Λευκοθέα ἐλεήσασα αὐτὸν δέδωκε | ||
φυσικὰς ἀνάγκας ἐπλήρου . Ἑνδεκάτῃ ἐπὶ τῇ ἐπιφανείᾳ τὸ παρυφιστάμενον ἐνήχετο λευκὸν μέν , ὑπόγλισχρον δὲ καὶ οἷον εἴρηται ἐν |
σύμπασαν , ἐκ μιᾶς καὶ αὐτὸς ἀρχῆς τῇ πλευρᾷ ταύτῃ τικτόμενος . . . οἵ τε ἐνοικοῦντες τὰς πόλεις ἄνθρωποι | ||
ὁ Οἰδίποδος πατὴρ , παρὰ Φοίβου μαντείαν λαβὼν , ὅτι τικτόμενος παῖς ἀπ ' αὐτοῦ ἀναιρεῖ αὐτὸν , Ἰοκάστην γήμας |
. ξυστίς ἐστι λεπτὸν ὕφασμα , περιβόλαιον , ἢ χιτὼν ποδήρης γυναικεῖος . οἱ δὲ τραγικὸν ἔνδυμα ἐσκευοποιημένον καὶ ἔχον | ||
Ἴωνες δὲ ἐπεκτείνοντες ἦα φασίν . ἑανός : γυναικεία ἐσθὴς ποδήρης . ἐγγύη : γάμου ἀπογραφή . ἔγκαφος : ὁ |
πάντως καὶ κάλλους τινὸς καὶ εὐρυθμίας , εἴπερ μὴ ὡς ἀγλευκής τις γενήσεσθαι μέλλοι . τούτῳ δ ' ὅτι μὲν | ||
οὐ γέρων , ἀλλὰ τῶν ἀπὸ βύρσης , ἤδη μὲν ἀγλευκής , ἄπεπτος δὲ ἔτι . Ποτήρια δὲ ἔκειτο παντοῖα |
τῆς μάχης οἱ μὲν ἄνδρες διέστησαν , τὰ δὲ θηρία ἐξεφαίνετο : καὶ οἱ Κελτίβηρες αὐτοί τε καὶ οἱ ἵπποι | ||
οὔτε θηρὸς οὔτε του κυνῶν ἐλθόντος , οὐ σπάσαντος , ἐξεφαίνετο . Λόγοι δ ' ἐν ἀλλήλοισιν ἐρρόθουν κακοί , |
εἷς ἔρανον εἰς ἐπανόρθωσιν ἐνδείας , οὐ δωρεὰν εἰς περιουσίαν εὑρισκόμενος . ἀλλ ' ὅμως κουφότερα ἀδικοῦσιν : ἀθλητὰς γὰρ | ||
, μοῖραν , ἧς ἐστιν ἐπάξιός τε καὶ χρεῖος , εὑρισκόμενος . ἐπειδὰν δὲ καὶ τρόπον χώρας τὴν ἀρετὴν εἰς |
. Τὸν δὲ Κλέοχον ἀνελέσθαι , καὶ ὀνομάσαι ἀπὸ τῆς μίλακος Μίλητον . Τοῦτον δὲ ἀνδρωθέντα , καὶ φθονούμενον ὑπὸ | ||
δὲ εἰς ὀξὺ προήκοντα καὶ παρακανθίζοντα , καθάπερ τὰ τοῦ μίλακος . καὶ ταῦτα μὲν ἄσχιστα : τὰ δὲ σχιστὰ |
οἱ γὰρ ἀρχαῖοι καὶ πρὸς αὐλὸν ᾖδον : πρὸς Λίβυν λακεῖν : Λίβυν τὸν αὐλόν φησιν : ἐκ γὰρ τῶν | ||
' ἐξαίροιμι : οὐ πείσαιμ ' ἂν τὴν ἐμὴν φρένα λακεῖν πρὸς Λίβυν αὐλόν : ὅ ἐστιν ᾄδειν πρὸς αὐλόν |
χεῖρον ἀπαλλάττειν ἐν τῷ τόκῳ . Ἔχεται δ ' ὥσπερ πολύπους πέτρας : ἐπὶ τῶν ὀχυροῦ τινος ἐχομένων ἐπὶ σωτηρίᾳ | ||
καὶ τὸ τῆς τροφῆς οὐκ ἄλογον : ἐπεὶ καὶ ὁ πολύπους ἐξιὼν λαμβάνει καὶ ἡ μύραινα καὶ ἄλλοι δὲ ὥς |
λέγουσιν ἄνδρα αὐτόχθονα εἶναι Φενεόν . ἔστι δέ σφισιν ἀκρόπολις ἀπότομος πανταχόθεν , τὰ μὲν πολλὰ ἔχουσα οὕτως , ὀλίγα | ||
. ἡ μὲν δὴ πρώτη σφῶν ἐρυμνή τέ ἐστι καὶ ἀπότομος καὶ τειχήρης τὴν φύσιν ἀκρωνυχίαν ἐξαίρουσα πανόπτῃ Ποσειδῶνι , |
, οὐδὲν δὲ ἀρχαιότερόν ἐστι τῆς ἀντιφάσεως . εἰ οὖν πειραθείη τις ἀποδεῖξαι αὐτήν , τὸ ἐν τῇ ἀρχῇ αἰτεῖται | ||
θεοὶ καὶ μάλιστα τῇ τελευτῇ τιμῆσαι , ὡς ἂν μηδενὸς πειραθείη τῶν χαλεπῶν . ἀνάγκη γὰρ αὐτῷ ἦν προβαίνοντι ἀντὶ |
κόψας , καταπάσῃ , ἢ στυπτηρίᾳ ῥάνῃ τοὺς κορύμβους . Λευκὸς δὲ ἐκ μέλανος γίνεται , γῆς λευκῆς βραχείσης , | ||
δεῖ καθ ' ἕν ἕκαστον αὐτοῖς παρατιθέντα μεγαλείως δέ . Λευκὸς Ἀφροδίτης εἰμὶ γὰρ περιστερός . ὁ δὲ Διόνυσος οἶδε |
: ὁμοίως δὲ καὶ τὸ πῶμα τῆς βαλάνου , ὅπου ἐγκάθηται ἡ βάλανος , ὅπερ νῦν ἀκουστέον : περὶ γὰρ | ||
ἔτι μεταβάλλει : ἀλλὰ ἡ ἐξαίφνης αὕτη φύσις ἄτοπός τις ἐγκάθηται μεταξὺ τῆς κινήσεώς τε καὶ στάσεως , ἐν χρόνῳ |
Πίσα καὶ ὁ Φερένικος νικήσας παρέσχε λόγων εὐπορίαν . καὶ Φερενίκου χάρις : ὄνομα τοῦ νικήσαντος ἵππου . ὁ δὲ | ||
ἄνδρες δικασταί , περὶ τῆς φιλίας τῆς ἐμῆς καὶ τῆς Φερενίκου πρῶτον εἰπεῖν πρὸς ὑμᾶς , ἵνα μηδεὶς ὑμῶν θαυμάσῃ |
περιγνάμψαντι : τὴν Κάραμβιν δηλονότι κάμψαντι . Ἅλυος ποταμοῖο : Ἅλυς ποταμὸς Παφλαγονίας , ὃν φυλάττεσθαι ὁ Πύθιος τῷ Λυδῶν | ||
οὖρος ἦν τῆς τε Μηδικῆς ἀρχῆς καὶ τῆς Λυδικῆς ὁ Ἅλυς ποταμός , ὃς ῥέει ἐξ Ἀρμενίου ὄρεος διὰ Κιλίκων |
ὁμολογήσαντες παραδώσειν Ἀθηναίοις τὴν πόλιν , ὕστερον μετέγνωσαν . Ἁ φιλοχρηματία Σπάρταν ἕλοι , ἄλλο δὲ οὐδέν : ἐπὶ τῶν | ||
τὸ θυμικὸν δειλία , κατὰ δὲ τὸ ἐπιθυμητικὸν φιληδονία καὶ φιλοχρηματία , κατὰ δὲ πάσας ὁμοῦ τὰς δυνάμεις ἀδικία . |
ἀντὶ δὲ Ἀνδρομέδας ὑπεχώρησε λαβὼν τὸν Περσέα τὸν ἡπατουργὸν τὸν ἀρβυλόπτερον . καὶ μέχρι τοῦδε καλῶς πᾶς ὁ λόγος ἔχειν | ||
τὸν χρυσόπατρον μόρφνον ἁρπάσας γνάθοις , τὸν ἡπατουργὸν ἄρσεν ' ἀρβυλόπτερον . πεφήσεται δὲ τοῦ θεριστῆρος ξυρῷ , φάλαινα δυσμίσητος |
φησίν . . . ἄλλως : οὐκ ἐν τῆι πέραν Βιθυνίαι , ἀλλ ' ἐν τῆι τῆς Θράικης , ἥτις | ||
τοῦτο πράξας ἀπέθανεν . . Θρασύμαχος Χαλκηδόνιος σοφιστὴς τῆς ἐν Βιθυνίαι Χαλκηδόνος ἔγραψε συμβουλευτικούς , τέχνην ῥητορικήν , παίγνια , |
Μέμνηται αὐτῆς Σοφοκλῆς . Ἄειδε τὰ Τέλληνος : οὗτος ὁ Τέλλην ἐγένετο αὐλητὴς καὶ μελῶν ἀνυποτάκτων ποιητής . Μέμνηται αὐτοῦ | ||
φυλάξει . . : Ἄειδε τὰ Τέλληνος : οὗτος ὁ Τέλλην ἐγένετο αὐλητὴς καὶ μελῶν ἀνυποτάκτων ποιητής . μέμνηται αὐτοῦ |
ἄνεισιν ἐκ τῆς γῆς καθάπερ πηγή . Ποταμὸς ψυχρὸς ὄνομα Ἄκις διὰ τῆς Σικελίας ῥεῖ : οὗτος τοῦ μὲν θέρους | ||
αὐτῶν ποιοῦνται : τίθεται οὖν ἐπὶ τῶν φαύλως μαντευομένων . Ἄκις ποταμός : ἐπὶ τῶν ἄγαν ψυχρῶν . ψυχρὸς γάρ |
αὐτήν . οὕτως ἀχάριστον ἡ πονηρία , συγγνώμης τυγχάνουσα . φονικὸς δὲ καὶ ὠμὸς ἐς πάντας ἦν καὶ τὴν μητέρα | ||
κακίᾳ τὸν πρὸ αὐτοῦ βασιλεύσαντα . βίαιος γὰρ ὢν καὶ φονικὸς πολλοὺς μὲν τῶν πολιτῶν ἀνῄρει παρὰ τὸ δίκαιον , |
ὁ δ ' ἀρτιάλωτος καὶ μὴ ζωγρείοις ἐγκεκλεισμένος πολλοῖς ἐγκάτοις εὔστομος , ἐπιπολαστικός , εὔφθαρτος . σινόδους σκληρόσαρκος μέν , | ||
εὐέκκριτος . τρίγλα ἐπιφανεστάτη ὄψων , εὐστόμαχος , εὔχυλος , εὔστομος : πλακώδης σάρξ , δύσφθαρτος , μετρία πρὸς ἐκκρίσεις |
πως ὑπὸ τοῦ ἐκπεπλῆχθαί τε καὶ τῇ τύχῃ ὀργίζεσθαι δυσθετούμενος ἀνέτρεψεν . ὁ μὲν δὴ λοχαγὸς ὁ ἐγγύτατα ἡμῶν ἰδὼν | ||
Ἀνεχαίτισε : Δημοσθένης ἐν τοῖς Φιλιππικοῖς ἀντὶ τοῦ ἀνέκοψεν ἢ ἀνέτρεψεν , ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἵππων . Ἀνήκει : παρ |
ἔλασσον ἔμπυον τοῦ φύματος γίνεσθαι , ἐπὶ δὲ τοῦ δέρματος φλύκταιναν ἀνίστασθαι ὁμοίαν τοῖς πυρικαύτοις . προστίθησι δ ' ὅτι | ||
Ξενοφῶν . φασὶ δ ' ἀνωτάτω μὲν ἐπικεῖσθαι τῷ ἕλκει φλύκταιναν μέλαιναν ὡς τὸ πολύ , ἧς ἐκραγείσης τὸ ὑποκάτω |
σιδήρου , δι ' ἧς τοῖς τῶν πολεμίων πλοίοις ἐπιφερόμενα θραῦσιν ἐργάζεται . τὸ τότε συμβὰν τοῖς Πέρσαις κακὸν διηγούμενος | ||
σιδήρου , δι ' ἧς τοῖς τῶν πολεμίων πλοίοις ἐπιφερόμενα θραῦσιν ἐργάζονται . στόλον ] πορείαν . . ἦρξε δ |
, φέρουσι , φέρουσι κατὰ τὸν καιρόν . Βλοσυρῆς : καταπληκτικῆς ἀπὸ τοῦ τὸ βλέμμα σύρειν , φοβερᾶς . βλοσυρῆς | ||
, κοιμίσῃ , καταπαύσῃ . χαροπῆς : φοβερᾶς , ἤως καταπληκτικῆς . ἔργα : κύματα , τὰ ἤθη , τὰ |
συνοῦσα δὲ τῷ Ἄρει , ἔντιμον θάνατον δηλοῖ μητέρα τοῦ τεχθέντος . ὡροσκοπῶν ὁ Ἥλιος , τοῦτο δὲ καὶ Σελήνη | ||
ἀληθὴς ἦν ὁ λόγος ὁ λέγων χθὲς περὶ τοῦ σήμερον τεχθέντος παιδίου ὅτι τεχθήσεται παιδίον αὔριον μέγα τε καὶ λευκόν |
καὶ κατὰ τὸ κοινὸν ἀπαρεμπόδιστος ταῖς αἰσθήσεσιν , ἀρτιμελής , εὔτονος , ὡς δ ' ἔνιοι λέγουσιν καὶ μακροὺς καὶ | ||
καλεῖται Ἰωτάλινος . ἡδὺς δ ' ἐστί , κοῦφος , εὔτονος . ὅτι παρ ' Ἰνδοῖς τιμᾶται δαίμων , ὥς |
κλαύματα : καί πως ὁ Ἡρακλῆς ἐρχόμενος τὴν ὁδὸν ταύτην ἐπήκουσε τῆς κίσσης καὶἐνόμισε γὰρ παιδὸς εἶναι καὶ οὐκ ὄρνιθος | ||
υἱόν , καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰσμαήλ , ὅτι ἐπήκουσε κύριος τῇ ταπεινώσει σου . οὗτος ἔσται ἀγροῖκος ἄνθρωπος |
ὀνόματος παρελήφθη : καὶ ἐντεῦθεν ἡ σύνταξις αὐτοῦ προσεχώρει εἰς ἀντωνυμικὴν μετάληψιν . ἔστω γάρ τι τοιοῦτον , Χρύσης γὰρ | ||
τῇ ποῖος [ ᾧ λόγῳ καὶ τὸ ἡμεδαπός ἔχον τὴν ἀντωνυμικὴν θέσιν , καὶ ἔτι τὸ ὑμεδαπός τό τε παρὰ |
: τρίγλαν γενεᾶτιν . Διοκλῆς δ ' ἐν τοῖς πρὸς Πλείσταρχον σκληρόσαρκον εἶναί φησι τὴν τρίγλαν . Σπεύσιππος δ ' | ||
περὶ ἰχθύων . ΣΚΟΡΠΙΟΣ . Διοκλῆς ἐν πρώτῳ τῶν πρὸς Πλείσταρχον Ὑγιεινῶν τῶν μὲν νεαρῶν φησιν ἰχθύων ξηροτέρους εἶναι τὰς |
ἑξῆς δὲ τὰ Μέγαρα καὶ Νῖσος καὶ Σκύλλα καὶ πορφυροῦς πλόκαμος καὶ Μίνωος πόρος καὶ περὶ τὴν εὐεργέτιν ἀχαριστία . | ||
καὶ νεφέλας , τοὺς κεραυνούς . αὕτη ἡ ἀστραπὴ ὥσπερ πλόκαμος οὕτω κατέρχεται . Τυφῶν ἡ ἐκ τῆς ἀναθυμιάσεως συστροφὴ |
δὲ ἐπισυκοφαντεῖν ἔφη . καὶ τὸ πρᾶγμα συκοφαντία , ἐπηρεασμός ἐπήρεια , ψευδολογία , ψευδομαρτυρία : Κρατῖνος δὲ καὶ ψευδομαρτύριον | ||
ἀνιόντων . ἦν δέ , ὡς ἔοικεν , οὐ Τύχης ἐπήρεια τοῦτοοὐ γὰρ ἂν εἷλες τὸν τόπον , ἐπίνοια δέ |
. σπόγγον κεκαυμένον μετὰ πίσσης ξηρῷ χρῶ . ἄλλο . ὀξυσχοίνου ἄνθος ἐντίθει τοῖς μυκτῆρσιν . [ ιαʹ . Πρὸς | ||
. Ἄλλο : Κισσοῦ μέλανος σπέρματος , χαμαιμήλου ἄνθους , ὀξυσχοίνου σπέρματος ἀνὰ ⋖ δʹ , εὐζώμου σπέρματος , πεπέρεως |
ὅτι βραδὺς ὢν τοῖς χρόνοις ἐπιτεχ - νηταῖς σημασίαις χρῆται παρακολουθήσεως ἕνεκεν διπλασιάζων τὰς θέσεις : βακχεῖος δὲ ἐκλήθη ἀπὸ | ||
; Εἰ μὲν γὰρ ὄντος , ἤδη ἐστὶ πρὸ τῆς παρακολουθήσεως τἀγαθόν : εἰ δ ' ἡ παρακολούθησις ποιεῖ , |
ἑαυτὸν καὶ ἀποβλέπων ἐς τὴν ναῦν , ἐσθὴς δὲ αὐτῷ φοινικὶς ἐξ ὤμου ἄκρου ἐς τὴν ἀριστερὰν ἀνειλημμένη χεῖρα καὶ | ||
κιονοκράνων . ἐπάνω δὲ τῆς καμάρας κατὰ μέσην τὴν κορυφὴν φοινικὶς ὑπῆρχεν ὑπαίθριος , ἔχουσα χρυσοῦν στέφανον ἐλαίας εὐμεγέθη , |
ῥήτωρ ἐπιφανὴς γεγένηται Ξενοκλῆς , τοῦ μὲν Ἀσιανοῦ χαρακτῆρος , ἀγωνιστὴς δὲ εἴ τις ἄλλος καὶ εἰρηκὼς ὑπὲρ τῆς Ἀσίας | ||
εἰπὼν ὅτι πολλὰ μαθεῖν αὐτὸς ἔτι δέομαι , καὶ μᾶλλον ἀγωνιστὴς προῄρημαι τῶν πολιτικῶν ἢ διδάσκαλος εἶναι τῶν ἄλλων . |