ἐπικλίνεσθαι , καθό φησιν “ ἐϋκληῒς ἀραρυῖαι ” ταῖς κλεισὶν ἡρμοσμέναι . ἔνιοι δὲ κληῖδα τὸν μοχλόν . κλήθρη δένδρου
ἢ ὅτι Πέρσου καὶ Ξέρξου τινές εἰσιν ἁμαρτίαι καὶ ἀτυχίαι ἡρμοσμέναι ὁμοῦ . ἢ τὰ δίδυμα τὰ ἐν Πλαταιαῖς γεγενημένα
7069905 γυιαι
: σύνταξις : πέφρικαν δὲ καὶ πεφρίκασι καὶ πεπύκνωνται οἱ γυῖαι καὶ αἱ πεδιάδες ὥσπερ ληίου ἤτοι ὡς πεπύκνωνται οἱ
γυῖαι καὶ αἱ πεδιάδες ὥσπερ ληίου ἤτοι ὡς πεπύκνωνται οἱ γυῖαι τοῦ ληίου καὶ χωραφίου , πεπύκνωνται οἱ γυῖαι ἐν
7003769 Ἑλληνικαι
τῇ αʹ τῶν Ἑλληνικῶν : ὕστερον γὰρ τούτων εἰσὶν αἱ Ἑλληνικαί . . ἠγανάκτουν γὰρ οἱ Ἀθηναῖοι ὅτι Κύρῳ ἐχθρῷ
. μεσοῦντος οὖν τοῦ πότου τέτταρες παρθένοι παράγονται τῷ Κύρῳ Ἑλληνικαί , ἐν δὲ ταῖς καὶ ἡ Φωκαῒς Ἀσπασία ἦν
6983803 πορναι
δ ' ἄρρηκτος , χάλκεον δέ μοι ἦτορ ἐνείη . πόρναι δ ' εἰσῆλθον , κοῦραι δύο θαυματοποιοί , ἃς
κυνὸς ὡς ἀκτῖνες ἔλαμπον . Γ Κύννα δὲ καὶ Σαλαβακχὼ πόρναι Ἀθήνησιν . Γ τὴν ἀναίδειαν αὐτοῦ καὶ τὴν τραχύτητα
6842824 πυλαι
ἡμίσεα ἑκατέρωθεν . ἐπεὶ δ ' ἀνεπετάννυντο αἱ τοῦ βασιλείου πύλαι , πρῶτον μὲν ἤγοντο τῷ Διὶ ταῦροι πάγκαλοι εἰς
Ἀδραμύττιον : ἦν δέ ποτε ὑπὸ Λυδοῖς , καὶ νῦν πύλαι Λύδιαι καλοῦνται ἐν Ἀδραμυττίῳ , Λυδῶν τὴν πόλιν ἐκτικότων
6752588 ὁρμωμεναι
νοῦς ἐστιν οὗτος : ὦ Μοῦσαι αἱ ἀπὸ τῆς Πιερίας ὁρμώμεναι , καὶ ταῖς αὐτῶν ᾠδαῖς τὰ πάντα δοξάζουσαι ,
ὀπτικῆς καὶ ἀριθμητικὴ μουσικῆς : αἱ γὰρ ἐξ ἐλαττόνων ἀρχῶν ὁρμώμεναι ἀκριβέστεραί εἰσι . διὸ ἀκριβεστέρα ἐστὶν ἀριθμητικὴ γεωμετρίας :
6738824 μαιαι
ἔτι αὐτὴ κυισκομένη τε καὶ τίκτουσα ἄλλας μαιεύεται . Αἱ μαῖαι , μέχρι δύνανται κυίσκεσθαι καὶ τίκτειν , οὐ μαιεύονται
| καὶ θάλπους ἐγγινομένας τοῖς σώμασι ζημίας , οὗ χάριν μαῖαι καὶ μητέρες , αἷς ἀναγκαία φροντὶς εἰσέρχεται τῶν γεννωμένων
6667144 νεες
στρατὸς ὁ ἐπιταχθεὶς ἑκάστοισι , παρεγένοντο δὲ καὶ αἱ ἱππαγωγοὶ νέες , τὰς τῷ προτέρῳ ἔτεϊ προεῖπε τοῖσι ἑωυτοῦ δασμοφόροισι
, ἐπὶ δὲ τούτοισι ὁ ἄλλος στρατός . Καὶ αἱ νέες ἅμα ἀνήγοντο ἐς τὴν ἀπεναντίον . Ἤδη δὲ ἤκουσα
6611953 τροφοι
, οἷα δή που [ καὶ ] φιλοῦσι καὶ αἱ τροφοὶ καὶ τῆθαι δρᾶν ποιῶν ὡς ἄνθρωπος ὁ ἐλέφας .
γενέσεως αἷμα . κατέχουσι δὲ τὸ ἄντρον ἱεραὶ μέλιτται , τροφοὶ τοῦ Διός . εἰς τοῦτο παρελθεῖν ἐθάρρησαν Λάιος καὶ
6593520 ἐλελυντο
ἐρέτας . ἐπεὶ δὲ οἱ μὲν ἐφυγομάχουν , οἱ δὲ ἐλέλυντο καύματι καὶ πόνῳ , Τιμόθεος τὸ ἀνακλητικὸν ἐσήμηνεν καὶ
αἵ τε δὴ σπονδαὶ μετὰ τὴν ἄφιξιν τῶν πρεσβευτῶν εὐθὺς ἐλέλυντο , καὶ στρατιαὶ δύο κατεγράφοντο . . Ὅτι Ποστόμιος
6575663 πτυχες
βλαστός . πτυόφιν πτύου . ἔστι δὲ γεωργικὸν ἐργαλεῖον . πτύχες αἱ τῶν ὀρῶν κατακλίσεις , καὶ πολυπτύχου Ὀλύμποιο τοῦ
τελαμῶνα . πέντε δ ' ἄρ ' αὐτοῦ ἔσαν σάκεος πτύχες : αὐτὰρ ἐν αὐτῷ ποίει δαίδαλα πολλὰ ἰδυίῃσι πραπίδεσσιν
6575175 ὠμοπλαταις
ἔπειτα τούτων τὰ μέσα ἐπιθεῖναι σφαγαῖς , εἶτα κλεισὶ καὶ ὠμοπλάταις , τὰς δ ' ἀρχὰς χαλασθῆναι ἐᾶσαι κάτω ,
ἐπινωτίους καὶ πλάτας ἐκάλεσαν . κλειδῶν δὲ τὸ μὲν πρὸς ὠμοπλάταις ἐπωμίς , τὸ δὲ πρὸς τραχήλῳ παρασφαγίς , ὅτι
6528118 καμπυλαι
δὴ ταῦτα νωγαλεύματα , κόγχαι τε καὶ σωλῆνες αἵ τε καμπύλαι καρῖδες ἐξήλλοντο δελφίνων δίκην . Σώφρων δὲ τὸν σωλῆνα
ταῦτα νωγαλεύματα , κόγχαι τε καὶ σωλῆνες , αἵ τε καμπύλαι καρῖδες ἐξήλλοντο δελφίνων δίκην εἰς σχοινόπλεκτον ἄγγος . βαυκά
6498868 ὀνομασιαι
τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ πύρινα πνεύματα . Αὗταί εἰσιν αἱ ὀνομασίαι τῶν ὡρῶν , ἃς ἐποίησεν ὁ θεὸς ἐν ταῖς
δρόμον , τὴν αὐτὴν πορείαν ἰσοχρόνως [ ] , τῆι ὀνομασίαι διαλλάσσων . Στίλβων [ ὁ Ἑρμοῦ ] τὴν ἕλικα
6489866 Ἑσπεριδες
φησιν αὐτάς , ἔνιοι δὲ τὰς αὐτὰς ταῖς Ἀτλαντίσιν . Ἑσπερίδες δὲ ὀνομάζονται διὰ τὸ ἐν τῇ ἑσπέρᾳ , τουτέστιν
μζ ∠ ʹ λα δʹ Πενταπόλεως : Βερενίκη ἡ καὶ Ἑσπερίδες . . . . . μζ ∠ ʹδʹ λα
6489230 Σιθωνος
, ἀπὸ δὲ τοῦ Ῥοιτείου τὴν ὅλην Τροίαν ἐδήλωσεν . Σιθῶνος γὰρ τοῦ Θρακῶν βασιλέως καὶ Ἀχιρόης τῆς Νείλου θυγατέρες
λυμαίνεται τὸν στίχον , * ὡς πολλάκις εἴρηκα . * Σιθῶνος : Σιθὼν βασιλεὺς Θρᾳκῶν , ἀφ ' οὗ ἡ
6482221 καλουμεναι
Ἀπόλλωνός φησιν εἶναι . κόραι δὲ ἱερῶνταί σφισι παρθένοι , καλούμεναι κατὰ ταὐτὰ ταῖς θεαῖς καὶ αὗται Λευκιππίδες . τὸ
μὴ ' πιορκῇς πολλάκις . λοβός τίς ἐστι καὶ ψύαι καλούμεναι : ταύτας ἐπιτεμὼν πρὶν θεωρῆσαι μαθών Φοινικίδης δ '
6478006 ἐπλισσοντο
τὸ πήδημα . καὶ Ὅμηρος : “ εὖ δ ' ἐπλίσσοντο πόδεσσιν ” . νῦν δ ' ἐπειδὴ στερρόν :
διέβαινον , ἀπὸ τῆς πλιχάδος : “ εὖ δ ' ἐπλίσσοντο πόδεσσι . ” τῶν δ ' ἅπαξ εἰρημένων .
6474056 Παγασαι
φησι τοὺς τὴν Ἰωλκὸν οἰκοῦντας Μινύας προσαγορεύεσθαι . . : Παγασαὶ ἀκρωτήριον Μαγνησίας , ὠνομάσθη δὲ ἀπὸ τοῦ ἐκεῖ πεπῆχθαι
ἐκ Φρυγίας , ἀπὸ δ ' Ἀρκαδίας ἐπικούρους . αἱ Παγασαὶ δούλους καὶ στιγματίας παρέχουσιν . τὰς δὲ Διὸς βαλάνους
6471167 ἱερειαι
Ἀττικὸν καὶ γνήσιον , ἐξ οὗ ἐγίνοντο τῆς Ἀθηνᾶς αἱ ἱέρειαι . Ἐξ ὅτου . Ἀντὶ τοῦ ἀφ ' οὗ
φύς , ἃς ἐφ ' ἑκάστοις τοῖς γάμοις εὔξονται καὶ ἱέρειαι καὶ ἱερεῖς καὶ σύμπασα ἡ πόλις ἐξ ἀγαθῶν ἀμείνους
6466516 προσβολαι
τὰ περὶ τὸ θεῖον νόμιμα χαλεπώτεραι κυμάτων αἱ τοῦ ὄχλου προσβολαί . Φαίη ἂν ὁ βουλεύων ὑβρίσθαι τοῖς λόγοις ,
ἀποτελοῦντα κριῶν ἢ κυνῶν ἢ τοιούτων τινῶν . αἱ δὲ προσβολαί . . . : συνεχῶς ἐγίγνοντο αἱ συμπλοκαὶ τῶν
6461179 ἁμαξαι
δὲ πεποίηντο ὅτι ὅσῳ πυκνοτέρᾳ τῇ φάλαγγι καταφερόμεναι συμμίξουσιν αἱ ἅμαξαι , τοσῷδε μᾶλλόν τι διασκεδάσουσιν αὐτὴν βίᾳ ἐμπεσοῦσαι .
ἐν τῇ τοῦ Διονύσου πομπῇ διενεχθέντων . Εἶτ ' ἀργυρωμάτων ἅμαξαι τετρακόσιαι , καὶ χρυσωμάτων εἴκοσι , ἀρωμάτων δὲ ὀκτακόσιαι
6446585 στροφαι
καὶ μέγας ἔδοξεν . Τοῦ βʹ εἴδους τῶν Πυθίων αἱ στροφαὶ καὶ ἀντιστροφαὶ κώλων ἑκάστη ιηʹ . Τὸ αʹ τροχαϊκὸν
ποιῶσι τοὺς ὕμνους καὶ παιᾶνας τοῖς θεοῖς . αἱ δὲ στροφαὶ ἢ περίοδοι ἀπεπλήρωσαν τὸ πᾶν . καὶ Δᾶλον ἀμφιρρύταν
6433321 Σποραδες
Ἀνθρώπων ἀπάνευθε κύει λιγύφωνος ἀηδών . Νῆσοι δ ' ἑξείης Σποράδες περὶ παμφαίνουσιν , Οἷον ὅτ ' ἀνεφέλοιο δι '
καὶ ἄπωθεν τῶν ἀνθρώπων γεννᾷ ἢ νεοττεύει . Αἱ δὲ Σποράδες νῆσοι ἐφεξῆς μετὰ τὰς Κυκλάδας πανταχοῦ ἐν τῷ πόντῳ
6428087 κροκαι
ὃν Κρηθέως ἄμναμος ὁρμίσας σκάφος ἔδειμε πεντήκοντα σὺν ναυηγέταις . κρόκαι δὲ Μινυῶν εὐλιπῆ στελγίσματα τηροῦσιν , ἅλμης οὐδὲ φοιβάζει
ὀστῶν καλεῖ . αἱ ἐμφερόμεναι τοῖς ἐπιδέσμοις κατὰ τὰς ἕλικας κρόκαι . ἀνειλῆφθαι ; ἀνειλημένου . ἀπροκρέμαται . τῷ ἱμάντι
6425561 ἁλκυονες
ἐν ἁλὶ κύειν . Ἀντίγονός φησιν , ὅταν γηράσωσιν αἱ ἁλκυόνες , κηρύλους καλεῖσθαι . Ἀριστοτέλης δὲ διῄρησεν ἁλκυόνα καὶ
Νηρηΐδων . . . Λευκοθέαν , Παλαίμονα , Ἀφροδίτην . ἁλκυόνες οὖν ἐκλήθησαν παρὰ τὸ ἐν ἁλὶ κύειν . Ἀντίγονός
6419015 ἀγριαι
λελυμέναι . ἐδοκοῦ - σαν δέ μοι αἱ γυναῖκες αὗται ἄγριαι εἶναι . ἐκέλευσε δὲ αὐτὰς ὁ ποιμὴν ἆραι τοὺς
οὕτως Εὔπολις . στρουθίζων : τρίζων . Ἀριστοφάνης . στρουθοὶ ἄγριαι : αἱ στρουθοκάμηλοι . στρωματόδεσμα : οὐδετέρως Ἀττικοί ,
6417735 Σειρηνες
Μελπομένης δὲ , ἢ κατά τινας Τερψιχόρης καὶ Ἀχελώου , Σειρῆνες : Τερψιχόρης δὲ , ἢ Μελπομένης καὶ Λίνου τοῦ
τετρακτύς : ὅπερ ἐστὶν ἡ ἁρμονία , ἐν ἧι αἱ Σειρῆνες . τὰ δὲ τί μάλιστα , οἷον τί τὸ
6402658 χελωναι
, ἑλεπόλεις , μηχαναί , καὶ καταπάλται Μακεδονικοί , καὶ χελῶναι . χρεία δ ' εἰς τοὺς πολέμους σκευοφόρων μὲν
βάρος ἔχειν πολύ . αἱ δ ' ἐπὶ τῶν λέμβων χελῶναι κατασκευάζονται περιφερεῖς ἄνωθεν ἐκ σανίδων ἰσχυρῶν συμπηγνύμεναι , ὑπόφαυσιν
6390781 ὑπτιαι
τῷ λόγῳ , πρῶτον μὲν ὅτι αἱ εἰσαγωγαὶ τῶν κεφαλαίων ὕπτιαι καὶ ἱστορικαί , οἷαι καὶ αἱ παρ ' Ἡροδότῳ
καὶ ἐπιθρώσκει , ἁλματίας ἐστί , γονύκροτος , χειρῶν φοραὶ ὕπτιαι , περιβλέπει ἑαυτόν , φωνὴ λεπτὴ ἐπικλάζουσα λιγυρὰ σχολαία
6377069 ἀλφεσιβοιαι
Θεοκρίτῳ καὶ ἐπίθετον παρὰ τῷ ποιητῇ , οἷον : παρθένοι ἀλφεσίβοιαι , αἱ παρθένοι , αἱ βόας ἐφ ' ἑαυτὰς
ἢ ἀπὸ τοῦ κατὰ ἀμοιβὰς πολιτεύεσθαι . . . . ἀλφεσίβοιαι : αἱ παρθένοι , τῷ τοὺς πατέρας τοὺς ἄνδρας
6360846 βασιλειαι
δηλονότι καὶ δόξα καὶ εὐγένεια καὶ τέκνα καὶ τυραννίδες καὶ βασιλεῖαι καὶ τἆλλα ὅσα τούτοις παραπλήσια . Ταῦτα οὖν πῶς
δὴ καὶ οὗτοι τὸ ἀρχαῖον ἐβασιλεύοντο , δῆλά ἐστι : βασιλεῖαι γὰρ πανταχοῦ τῆς Ἑλλάδος καὶ οὐ δημοκρατίαι πάλαι καθεστήκεσαν
6337003 Βακχαι
Ἀλκιβιάδου οὐδὲν διάφορον τῶν Βακχῶν ἐπεπόνθειν . καὶ γὰρ αἱ Βάκχαι ἐπειδὰν ἔνθεοι γένωνται , ὅθεν οἱ ἄλλοι ἐκ τῶν
: αἵτινες , καὶ αὗται . Βάκχοιο : Διονύσου . Βάκχαι : τιθήναι παρδάλεις Διονύσου , καὶ δεῖγμα ταύταις τὸ
6335731 καμπαι
δὲ τὰς ἐλάας , ὅταν ὦσι περὶ τὸ ἀνθεῖν , κάμπαι κατεσθίουσιν , αἱ μὲν τὰ φύλλα αἱ δὲ τὰ
αὐτοῦ οὐκ ἀπορρυήσεται : ἀλλὰ καὶ τὰ φυτευόμενα οὐ βλάπτουσι κάμπαι ἢ σκώληκες , ἐὰν σικύου ἀγρίου ῥίζαν ἀποβρέξας ἐν
6321434 θεραπαιναι
ἄπιθι ἤδη . ἐκ τούτου δὴ οἱ εὐνοῦχοι καὶ αἱ θεράπαιναι λαβοῦσαι ἀπῆγον αὐτὴν εἰς τὴν ἁρμάμαξαν καὶ κατακλίναντες κατεκάλυψαν
νῦν ὁρᾷς οἵα πρόεισι , χρυσὸς καὶ ἐσθῆτες εὐανθεῖς καὶ θεράπαιναι τέτταρες . Πῶς δὲ ταῦτα ἐκτήσατο ἡ Λύρα ;
6314685 βαθυζωνοι
πρέπον . πάντας ] ἡμᾶς . ἔτι ὁ χορὸς . βαθύζωνοι αἱ Περσίδες διὰ τὸ κροσσωτὰς ζώνας ἔχειν . αὕτη
φησιν : ὦ χαῖρε βασίλισσα τῶν Περσίδων τῶν βαθυζώνων . βαθύζωνοι δὲ αἱ Περσίδες διὰ τὸ κροσσωτὰς ζώνας ἔχειν .
6312073 κωπαι
σκεύη κάλοι , ἱστία , κρίκοι , ἡνία , κωπίς κῶπαι , οἴακες , πηδάλια , πλῆκτρα , ὡς Σοφοκλῆς
νηῦς ἐρέτῃσιν , δὶς τόσον ἂψ ἀπόρουσεν , ἐπεγνάμπτοντο δὲ κῶπαι ἠύτε καμπύλα τόξα , βιαζομένων ἡρώων . ἔνθεν δ
6311915 νεφελαι
Γαδρωσίων , ἀλλὰ τὰ ὄρη , ἵναπερ προσφέρονταί τε αἱ νεφέλαι ἐκ τοῦ πνεύματος καὶ ἀναχέονται , οὐχ ὑπερβάλλουσαι τῶν
ἐλαιώδη , φαῦλα δὲ ἔτι τὰ λεπτὰ καὶ ὑδατώδη . νεφέλαι δὲ καὶ ὑποστάσεις πονηραὶ αἱ πελιδναὶ , αἱ μέλαιναι
6308679 σπονδαι
ἀποστερουμένων τόλμα καὶ νίκη . μόναι δ ' αἱ μυστηριώτιδες σπονδαὶ τοὔνομα ἔσωσαν καὶ μόνοις Ἐλευσινίοις ὑγίαινεν ἡ Ἑλλάς .
' ἐκείνου : μέχρι δ ' ἂν ἐγὼ ἥκω αἱ σπονδαὶ μενόντων : ἀγορὰν δὲ ἡμεῖς παρέξομεν . καὶ εἰς
6300211 ὑπακουουσι
, ὡς ἂν ἐπήλυδες : βασιλεύονται δὲ ὑπὸ γυναικός , ὑπακούουσι δὲ τῶν ἐν Μερόῃ . τὰ δὲ κατωτέρω ἑκατέρωθεν
καὶ Ἴβηρες καὶ Κελτοὶ καὶ ἅπαντες οἱ λοιποὶ ὅσοι Ῥωμαίων ὑπακούουσι : τήν τε γὰρ Ἰβηρίαν οὐκ ἐπαύσαντο ὑπαγόμενοι τοῖς
6298569 Ἀμαζονες
κρατήσει . Ἄριστα χωλὸς ὑφεῖ : φασίν , ὅτι αἱ Ἀμάζονες τοὺς γεννωμένους ἄῤῥενας ἐπήρουν : ὅθεν πολεμοῦντες αὐταῖς οἱ
κρατήσει . Ἄριστα χωλὸς ὑφεῖ : φασίν , ὅτι αἱ Ἀμάζονες τοὺς γεννωμένους ἄῤῥενας ἐπήρουν : ὅθεν πολεμοῦντες αὐταῖς οἱ
6297316 Χθονια
δι ' ἧς οἱ κατάδικοι τὴν ἐπὶ θάνατον ἐξάγονται . Χθόνια λουτρά : τὰ τοῖς νεκροῖς ἐπιφερόμενα : ἐκόμιζον γὰρ
θύουσιν αὐτῇ μεγαλοπρεπῶς τε καὶ σοβαρῶς . Καὶ τὴν ἑορτὴν Χθόνια καλοῦσιν . Μεγίστους οὖν ἀκούω βοῦς ὑπὸ τῆς ἱερείας
6293886 πλεκταναι
πολυποδίου δασεῖα καὶ ἔχουσα κοτυληδόνας , ὥσπερ αἱ τοῦ πολύποδος πλεκτάναι . καθαίρει δὲ κάτω : κἂν περιάψηταί τις οὔ
, κόγχαι , κτένες , τευθίδες . πολυπόδεια κρέα ἢ πλεκτάναι , σηπίαι σηπιδάρια . ἐχῖνοι θαλάττιοι : ἔνιοι δὲ
6292772 Φεραις
τῆς μιν ἀνώγει πηοσύνη καὶ κῆδος ἐνικρινθῆναι ὁμίλῳ : οὐδὲ Φεραῖς Ἄδμητος ἐυρρήνεσσιν ἀνάσσων μίμνεν ὑπὸ σκοπιὴν ὄρεος Χαλκωδονίοιο :
γὰρ νικήσας τὸν Ὀνόμαρχον ἐπιφανεῖ παρατάξει τήν τ ' ἐν Φεραῖς τυραννίδα καθεῖλε καὶ τῇ πόλει τὴν ἐλευθερίαν ἀποδοὺς καὶ
6289204 ἐλθουσαι
ΓΔ . Ἀλλὰ δηλονότι μέχρι τῶν Κ , Λ περάτων ἐλθοῦσαι στήσονται καὶ ἐφ ' ἑαυτὰς ἀνακλασθήσονται . . .
ἀρχαὶ πλὴν βουλῆς καὶ πρυτάνεων εἰς τὸ τοῦ Ἀπόλλωνος ἱερὸν ἐλθοῦσαι φερόντων ψῆφον κρύβδην , τῶν νομοφυλάκων ὅντιν ' ἂν
6288821 γεγονυιαι
' αὐτῶν ἐκκαθαιρόμενος . ἀλλ ' ἐπειδὰν συνήθει . ἤδη γεγονυῖαι τῷ χρόνῳ , αὖθις τύχοιεν ἐπισχεθεῖσαι , πρὸς τῷ
αἱ ἀρχαί : ἐν δὲ τῇ πλοκῇ τρεῖς ὁρῶνται ἀγκύλαι γεγονυῖαι , δύο μὲν παρ ' ἑκάτερα , ἡ δὲ
6288286 διαπεπρισμενοι
περίιμεν ἔχοντες ὥσπερ οἱ ἐν ταῖς στήλαις καταγραφὴν ἐκτετυπωμένοι , διαπεπρισμένοι κατὰ τὰς ῥῖνας , γεγονότες ὥσπερ λίσπαι . ἀλλὰ
Λίσπαι . οἱ δίχα πεπρισμένοι . Λίσπαι , οἱ μέσοι διαπεπρισμένοι ἀστράγαλοι καὶ ἐκτετριμμένοι . Λόγον λαμβάνειν Πλάτων Πολιτείας πρώτῳ
6286108 ἐπιτηδειαι
; ἢ τίνας ταύτας ἄγεις τὰς γυναῖκας ; οὐ γὰρ ἐπιτήδειαι ὀρεοπολεῖν , οὕτως γε οὖσαι καλαί . Ἀλλ '
καὶ ψυχρά : αἱ γὰρ καθάρσιες οὐκ ἐπιγίγνονται τῶν ἐπιμηνίων ἐπιτήδειαι , ἀλλὰ ὀλίγαι καὶ πονηραί . Ἔπειτα τίκτουσι χαλεπῶς
6285725 συνημμεναι
τὸ μνῆμα τοῦ νέου πάρεισιν αἱ γυναῖκες ὀλοφυρόμεναι . καὶ συνημμέναι μὲν ἐς ταὐτὸν ἀλλήλαις γίνονται κώλυμα τοῦ μὴ τελέως
. Αὗται τοίνυν αἱ συμφοραὶ , ἀλλήλαις ἐφάμιλλοί τε καὶ συνημμέναι , τὴν περὶ τὸ ναυμαχεῖν προθυμίαν ἐξέβαλον τῶν Ῥωμαίων
6284952 πλατειαι
αἳ φυλάττουσι τὸν πνεύμονα . ἢ οἷον πέλυροι , ὡς πλατεῖαι . Πίσυνος . πιστὸς πιστόσυνος , καὶ συγκοπῇ πίσυνος
θύννους μὲν καλεῖ τοὺς Ἕλληνας , τήγανα δέ εἰσιν αἱ πλατεῖαι πέτραι ἠλοκισμένων δὲ ηὐλακισμένων , διεφθαρμένων ὥστε δοκεῖν αὐτοὺς
6280455 σαλπιγγες
' αἷς οἱ λόγοι ποιμαίνονται . νυνὶ γὰρ Μουσῶν ἠχοῦσι σάλπιγγες , ναυτῶν δὲ λήγει κελεύσματα : καὶ τέττιγες μὲν
ἀρίστους ἔστησαν ἐπὶ τῶν λόφων . ἅμα δ ' αἱ σάλπιγγες παρ ' ἀμφοτέροις ἐσήμαινον καὶ τὰ στρατόπεδα συνῄεσαν εἰς
6277380 πληθυουσιν
μὲν ἐν Κανώβῳ πολλαὶ καὶ ὑπὸ τὴν τοῦ Νείλου ἀνάβασιν πληθύουσιν . ὧν λεπτότεραι μέν εἰσιν αἱ βασιλικαὶ διαχωρητικαί τε
: οἱ δὲ ποταμοὶ ἑτέρωθεν τοῖς θυμιάμασι καὶ τοῖς ἀρώμασι πληθύουσιν , αὐτοί τε οἱ κατοικοῦντες λίαν εὐτραφῆς γῆν ἔχοντες
6276976 ἐκομισθησαν
δὲ Κράτης φησὶν αὐτὰς δηλοῦν τὴν ὥραν καθ ' ἣν ἐκομίσθησαν εἰς τὴν Ἑλλάδα , τὴν μετὰ Ζεφύρου πνοὰς τοῦ
ἐνέπρησεν , Οὐάρου δὲ καὶ Λαβιηνοῦ καὶ ἑτέρων ἀνδρῶν ἐπιφανῶν ἐκομίσθησαν αἱ κεφαλαὶ Καίσαρι . Πομπήιος δ ' αὐτὸς διέφυγε
6273711 Θεσπεια
καὶ Ἀκυλήϊα ὄνομα πόλεως . τὸ Καλαβρία διάφορον . τὸ Θέσπεια ἐν μὲν τοῖς πληθυντικοῖς διὰ τοῦ ι βραχέος ,
Βυζάντεια διὰ τῆς ει διφθόγγου , προπαροξύνεται δὲ ὡς τὸ Θέσπεια Ζέλεια : ἀπὸ δὲ τοῦ Βυζάντιος ἐθνικοῦ λέγεται θηλυκῶς
6271440 ἐξηλλοντο
δ ' ἔγβαλλον ὀρείους πόδας ναός , στόματος δ ' ἐξήλλοντο μαρμαροφεγγεῖς παῖδες συγκρουόμενοι : κατάστερος δὲ πόντος ἐγ λιποπνόης
' οἱ μὲν ἔκφρονες γιγνόμενοι ἔφευγον , οἱ δ ' ἐξήλλοντο , οἱ δ ' ἐνέπιπτον ἀλλήλοις . τοιαῦτα γὰρ
6263663 πελαγιαι
δὲ καὶ πρὸς τὰς ἐκκρίσεις εὖ ἔχουσιν . σάλπαι αἱ πελάγιαι δριμεῖαι , εὔστομοι , δύσφθαρτοι , δυσδιαχώρητοι , τροφώδεις
' ἐγγὺς ἀλλήλων πρὸς ἄρκτον ἀπὸ τοῦ τῶν Ἀρτάβρων λιμένος πελάγιαι : μία δ ' αὐτῶν ἔρημός ἐστι , τὰς
6262427 σαγηναις
' ὁπότε φράσσωνται ἐπί σφισι πεπτηυίας ἰχθυβόλοι , κοίλῃσι περιπτύσσουσι σαγήναις ἀσπασίως , πολλὴν δὲ ποτὶ ῥηγμῖνας ἄγουσιν ἄγρην νόσφι
τὰ γῆς ἐποπτεύει . κυνηγέτας γὰρ ἄνδρας εἶδεν ἐξαίφνης ὁμοῦ σαγήναις καὶ σκύλαξιν εὐρίνοις , ἰδὼν δ ' ἔφευγε ,
6249980 Πυλαι
Βοιωτίας Κορσιαί , ὡς Θεόπομπος ἐν τῆι λ . . Πύλαι : . . . . ὅτι δέ τις ἐγίγνετο
ὁ Κλέαρχος . ὁ δὲ φλυακογράφος Σώπατρος ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ Πύλαι δράματί φησιν : τίς δ ' ἀναρίθμου μήκωνος εὗρε
6247030 καταλλαγαι
βαρεῖαι καταλλαγαὶ ] χαλεπαὶ αἱ τοῦ Οἰδίποδος καὶ τῆς Ἰοκάστης καταλλαγαὶ καὶ φιλίαι καὶ συνελεύσεις εἰς γάμον . . αἱ
ἀλλ ' εἰ τούτους ἐκποδὼν στήσετε , σπονδαὶ ἐνθένδε καὶ καταλλαγαὶ καταστήσονται . „ εἶπον εἰς ἀπά - την :
6246535 Πλειαδες
Εὐκτήμονι Πλειάδες ἑσπέριοι κρύπτονται . Ἐν δὲ τῇ ιγῃ Εὐδόξῳ Πλειάδες ἀκρόνυχοι δύνουσι , καὶ Ὠρίων ἄρχεται δύνειν ἀπὸ ἀκρονύχου
διαφύγοι . Ἔστι δὲ ὥρα τοῦ ἔτους καὶ ἀνίσχουσιν αἱ Πλειάδες : μόλις ἂν ἴδοις αὐτὰς ὑποφαινομένας πλησίον τοῦ ταύρου
6245420 ὁμωνυμιαι
! ! ! αινυνιτης ! ! ? Ἀβύδου ] ? ὁμωνυμίαι ? ? ? ? ? : ἀδύνατον γὰρ ἐν
πράγματα δηλοῦσα : λέξις μὲν γὰρ εἴρηται , ὅτι αἱ ὁμωνυμίαι ἀμφίβολοί εἰσιν , οἷον Αἴας , ἄδηλον γάρ ,
6242616 Κλεωναι
αἵδε , Δῖον , Ὀλόφυξος , Ἀκρόθῳον , Θύσσος , Κλεωναί : πόλιες μὲν αὗται αἳ τὸν Ἄθων νέμονται .
λϚʹ Ϛʹʹ Ἀργείας μεσόγειοι Νέμεα ναʹ ιβʹʹ λϚʹʹ γʹʹ ιβʹʹ Κλεωναί ναʹ Ϛʹ λϚʹ γʹʹ ιβʹʹ Ἄργος ναʹ γʹʹ λϚʹ
6241178 πετονται
. τίκτουσι δ ' ἐνίοτε καὶ πεντεκαίδεκα καὶ ιϚʹ . πέτονται δὲ ἐπὶ βραχύ , ὥς φησι Ξενοφῶν ἐν πρώτῳ
καὶ ἄνθρωπος ἐν κατανύξει γενόμενος εὐήκοος γενήσεται : ἐν ταύτῃ πέτονται ταῖς πτέρυξιν σὺν ἤχῳ οἱ ἄγγελοι καὶ χερουβὶμ καὶ
6231825 προκειμεναι
καὶ τῶν καθ ' ἕκαστά ἐστιν ἀνάλυσις , αἱ δὲ προκείμεναι φωναὶ τῶν καθόλου εἰσί , πολλάκις οὐκ ἠνέσχετο τὴν
καθ ' ἣν ἀντίπορθμός ἐστιν ἥ τε Ἀκαρνανία καὶ αἱ προκείμεναι νῆσοι , Ζάκυνθος καὶ Κεφαλληνία καὶ Ἰθάκη καὶ [
6224517 πνοαι
τοῦ ἀνέμου . ἀλλὰ θύελλαι : αἱ χειμεριναὶ καταιγίδες καὶ πνοαί . ὅθεν Ὅμηρος ἐν συνωνυμίᾳ τίθησι θυέλλας τε καὶ
Ἐραστείδης πρόγονος αὐτοῦ . * εὐτυχίᾳ . . Αὖραι ] πνοαί : ἤγουν ἐν βραχεῖ χρόνῳ ἄλλοτε ἄλλως διατίθεται τὰ
6215537 πεπυκνωνται
πεπύκνωνται οἱ γυῖαι καὶ αἱ πεδιάδες ὥσπερ ληίου ἤτοι ὡς πεπύκνωνται οἱ γυῖαι τοῦ ληίου καὶ χωραφίου , πεπύκνωνται οἱ
ἤτοι ὡς πεπύκνωνται οἱ γυῖαι τοῦ ληίου καὶ χωραφίου , πεπύκνωνται οἱ γυῖαι ἐν λόγχαις ἀπαστράπτοντες . * γυῖαι τὸ
6214372 ληγουσιν
γὰρ τὰ εἰς α καὶ εἰς η λήγοντα θηλυκὰ οὐ λήγουσιν εἰς ς , καὶ ὅμως εἰς ν ἔχουσι τὴν
: ἰδοὺ γὰρ ἐπὶ τούτων αἱ ἑνικαὶ αἰτιατικαὶ εἰς α λήγουσιν , οἷον τὴν Λητόα καὶ Σαπφόα καὶ αἰδόα καὶ
6209262 διαγινωσκονται
γὰρ δυνάμεις τῶν ἀστέρων τῶν κατὰ πῆξιν καὶ κατὰ πάροδον διαγινώσκονται ἀπὸ τοῦ θέματος τοῦ ἔτους καὶ τῶν κέντρων αὐτοῦ
τὸ ἔννατον ἐκεῖνο εἴτε εἰς τοῦτο καταντήσει ὁ περίπατος : διαγινώσκονται δὲ τὰ πάθη καὶ τὰ ἀποτελέσματα διὰ τῶν τοιούτων
6203713 ἐκλειπουσιν
, ἔτυχε δὲ καὶ ὕειν πολλῷ τὸν θεόν , καὶ ἐκλείπουσιν οἱ Μεσσή - νιοι τὴν φρουράν : τὸ γὰρ
αὐτοῦ ποιεῖται , ἐκλειπτικὸς δέ , ὅτι δι ' αὐτοῦ ἐκλείπουσιν ὅ τε ἥλιος καὶ ἡ σελήνη . καὶ τῶν
6199621 ὁμοιαι
δ ? ' ἐξέχυτ ? ' : οὐ γὰρ [ ὁμοῖαι ] [ ἀθάναται ] θνηταῖσι βολαὶ [ κατὰ ]
, ἐπ ' ἀλλήλῃσι δὲ πᾶσαι σκιρτεῦσιν μὲν πρῶτα χοροιτυπέουσιν ὁμοῖαι , εἶτα δέμας βαρύθουσι , προσώπατα δ ' ἐς
6195461 ἡλικιαι
δεύτερον δὲ φθινόπωρον , ἦρ ἧϲϲον , χειμὼν ἥκιϲτα : ἡλικίαι δὲ αἱ τῶν νέων καὶ ἀκμαζόντων , γῆραϲ ἥκιϲτα
εἶτα ἑξῆς τρίτον ἡδονήν . δυνάμει δέ εἰσιν αὐτῶν αἱ ἡλικίαι διάφοροι νοούμεναι μόνον , χρόνῳ δὲ ἰσήλικες : ἅμα
6192849 συριγγες
αἱ πλημμυρίδες τῶν ποταμῶν , πλῆμναι δὲ αἱ τῶν τροχῶν σύριγγες . πλῆθος καὶ ὄχλος διαφέρει . πλῆθος μὲν γάρ
. ‖ χνόαι : αἱ χοινικίδες , αἱ τοῦ ἄξονος σύριγγες . ‖ χνόην : τὸν τῶν ποδῶν ψόφον .
6192486 ὑπολοιποι
ἅμα καὶ πρὸς τοὐκτὸς περιστρέφων τοῦ μηροῦ τὴν κεφαλήν . ὑπόλοιποι δὲ δύο μύες εἰσὶ τῶν κινούντων τὸν μηρόν :
, ᾧ προσέφυγον ἁλούσης ὑπὸ Ἀσσυρίων Ἱερουσαλὴμ οἱ τῶν Ἰουδαίων ὑπόλοιποι . ηʹ Ἄμωσις ἔτη μδʹ . θʹ Ψαμμεχερίτης μῆνας
6185056 διδονται
. αἱ θαλαττίζουσαι δὲ τὴν γεῦσιν , σκληρόσαρκοι καθεστῶσαι , δίδονται [ δὲ ] τοῖς ἀσθενέσιν . τὸ δ '
ἢ οἰνομέλιτι κεκραμένη . τοῖς δ ' ἄγαν ἀποκρατοῦσι σήσαμα δίδονται καὶ βολβοὶ οἱ ἀπὸ τῆς ναρκίσσου , ὡς ἄλλως
6166167 κοιλοτητες
καὶ ῥιπτασμοί , ἀναισθησίαι τε καὶ ἔμετοι , καὶ ὀφθαλμῶν κοιλότητες , καὶ μετρίως κεχηνὸς στόμα καὶ ἄλλα τοιαῦτα ,
τὰ πλατέα τῶν γομφίων , ὁλμίσκοι δὲ καὶ φάτναι αἱ κοιλότητες τῶν γνάθων , εἰς ἃς ἐμπεπήγασιν οἱ ὀδόντες .
6161145 γερανοι
πορείας ἔχονται . οὕτω μὲν δὴ θερίζουσί τε καὶ χειμάζουσι γέρανοι : σοφίαν δὲ ἥγηνται ἄνθρωποι θαυμαστὴν τοῦ Περσῶν βασιλέως
αὐτὸν λειμῶνα ἐνέμοντο . ἐπιφανέντων δὲ αὐτοῖς θηρευτῶν αἱ μὲν γέρανοι ἐλαφραὶ οὖσαι ἀπέπτησαν , οἱ δὲ χῆνες μείναντες διὰ
6154966 πλησιαι
εἰς ὥραν μεταβολαὶ ταῖς ἐξαλλαγαῖς τῶν εἰδῶν εἰσὶ παρα - πλήσιαι : ὅσον γὰρ ἄνθρωπος διαφέρει κυνός , τοσοῦτον χειμὼν
εἰς ὥραν μεταβολαὶ ταῖς ἐξαλλαγαῖς τῶν εἰδῶν εἰσὶ παρα - πλήσιαι : ὅσον γὰρ ἄνθρωπος διαφέρει κυνός , τοσοῦτον χειμὼν
6153850 ὀπαι
τοῖς γεωργικοῖς προσέθεμεν καὶ τὰ μελιττουργικά , ἰστέον ὡς αἱ ὀπαὶ καὶ αἱ καταδύσεις τῶν μελιττῶν καλοῦνται κύτταροι , οἱ
, ἤτοι τὰ ἅρματα περιφραστικῶς . θ χνόαι ] αἱ ὀπαὶ τῶν τροχῶν ἃς καὶ χοινικίδες καλοῦσιν . ἡμέτερον :
6151794 πρυτανεια
τὰ τῶν ἀφυστερούντων ὀνόματα : καὶ τοῦτο παραστίζειν ἐκαλεῖτο . πρυτανεία δέ ἐστι ὁ χρόνος ὃν ἑκάστη φυλὴ πρυτανεύει :
Ἀναφλύστιον , Δημόκριτον Δημοφῶντος Ἀναγυράσιον , Πολύκριτον Ἀπημάντου Κοθωκίδην . πρυτανεία φυλῆς Ἱπποθωντίδος , Ἀριστοφῶν Κολλυτεὺς πρόεδρος εἶπεν . ]
6150684 γενικαι
, ἐὰν εὑρεθῶσιν ὁμοφωνοῦσαι ἀπὸ τῶν εἰς ΕΣ πληθυντικῶν εὐθειῶν γενικαὶ . . . γενικαῖς ἀρσενικῶν περισπωμέναις , οὐκ ἀναγκάζονται
βαρύνεται . Ἐπὶ μέντοι μετοχῶν καὶ αἱ εἰς ος δισύλλαβοι γενικαὶ βαρύνονται , βάντος στάντος φθάντος . Πᾶσα δοτικὴ ἰσοσυλλαβοῦσα
6146306 λεγομεναι
ἵνα δηλώσῃ ὅτι ἆρα χωρὶς ἡ κατάφασις καὶ ἡ ἀπόφασις λεγόμεναι ψευδεῖς ὑπάρχουσιν , ὁ δὲ ἅμα λέγων αὐτὰς ἀληθεύει
ἄλλαι τρεῖς , ἰδίων μὴ τετευχυῖαι ὀνομάτων , κοινότερον δὲ λεγόμεναι μεσότητες τετάρτη , πέμπτη , ἕκτη : μεθ '
6145028 ἀνηκουσιν
παισὶν ἀρχὴν συγκαθεῖλε τὴν Πριάμου , γενεαὶ δὲ ἀπὸ Θόαντος ἀνήκουσιν ἓξ ἐς Αἰτωλὸν τὸν Ἐνδυμίωνος . ἦσαν δὲ οἱ
, παραβαινομένων δὲ τῷ χρόνῳ ἐς τὸν θάνατον αἱ πολλαὶ ἀνήκουσιν : καὶ τοῦτο ὅμως παραβαίνεται . ἢ τοίνυν δεινότερόν
6144796 Θετταλαι
αὐτῆς οἴνῳ ἔρραινον . καὶ φασὶν , ὅτι ζηλοτυποῦσαι αἱ Θετταλαὶ γυναῖκες ἐφόνευσαν αὐτὴν ξυλίναις χελώναις τύπτουσαι ἐν τῷ ἱερῷ
Εἴ τινα οἶσθα , Βακχί , γραῦν , οἷαι πολλαὶ Θετταλαὶ λέγονται ἐπᾴδουσαι καὶ ἐρασμίους ποιοῦσαι , εἰ καὶ πάνυ
6139545 φοβουμεναι
τυπτομένης τῆς θαλάσσης ταῖς κώπαις ὑπὸ τῶν ἁλιέων , ὅθεν φοβούμεναι τὸν κτύπον ἐμπίπτουσι τῇ θήρᾳ : τῇ δειλίᾳ γὰρ
κατὰ τὸ σκότος . Ὄρφνῃ : σκοτίᾳ . ἀτυζόμεναι : φοβούμεναι . Κοῦφα : λεπτὰ , ψιλά . ἐλαφρῶν :
6139520 καθεδραι
ἀστέων ] τοῦτο πρὸς τὸ ἔχοντι . ἐκλήθησαν αὐτοῖς αἱ καθέδραι , ἤτοι αἱ πόλεις . . Ἔνθα , ἤγουν
καὶ πλεονασμῷ τοῦ β , βαῦνος . Κληΐδες . αἱ καθέδραι παρὰ τὴν κλάσιν τῶν γονάτων . Κύμβαχον . τὸ
6136145 ἑστηκασιν
, ὥς τ ' ὄϊες πολυπάμονος ἀνδρὸς ἐν αὐλῇ μυρίαι ἑστήκασιν ἀμελγόμεναι γάλα λευκὸν ἀζηχὲς μεμακυῖαι ἀκούουσαι ὄπα ἀρνῶν ,
χεὶρ ἔξω ἢ αἱ δύο ἐκπίπτουσι τὰ δὲ σκέλη ἔνδοθεν ἑστήκασιν ἐπ ' ἀλλήλων . Τῶν δὲ λοιπῶν σχημάτων ἄμεινον
6135150 κοτυληδονες
, καὶ αἱ τοῦ πολύποδος ἐν ταῖς πλεκτάναις ἐπιφύσεις παραγώγως κοτυληδόνες . καὶ τὰ κύμβαλα δὲ παρ ' Αἰσχύλῳ κοτύλαι
ἐν μιᾷ τῶν πλεκτανῶν , ἐν ᾗ αἱ δύο μεγάλαι κοτυληδόνες εἰσίν . εἶναι δὲ τοῦτο νευρῶδες μέχρι εἰς μέσην
6131335 Αὑται
Φαιστός . Ἢ τὴν εἰς ἤπειρον ἐμπίπτουσαν καὶ πλατυνομένην . Αὗται γὰρ ἐν μέσῳ τῆς Κρήτης καὶ Κυρήνης εἰσί .
Μελάνθιον , ἄνδρα τῶν ἀστῶν ἐόντα τὰ πάντα δόκιμον . Αὗται δὲ αἱ νέες ἀρχὴ κακῶν ἐγένοντο Ἕλλησί τε καὶ
6126370 πελειασιν
ποίησε καὶ οὐρανῷ ἐγκατένασσεν . ὣς δ ' αὔτως τρήρωσι πελειάσιν ὤπασε τιμήν , αἳ δή τοι θέρεος καὶ χείματος
ποίησε καὶ οὐρανῷ ἐγκατένασσεν . Ὣς δ ' αὔτως τρήρωσι πελειάσιν ὤπασε τιμήν , αἳ δή τοι θέρεος καὶ χείματος
6122820 χαρακες
λαὸς οὗτός ἐστιν , ὃν αὐτὸς ἐφύτευσεν : οἱ δὲ χάρακες οἱ ἅγιοι ἄγγελοί εἰσι τοῦ κυρίου οἱ συγκρατοῦντες τὸν
μεθίησι βλαστὸν . [ Οἷον κλήματα καὶ κράδαι καὶ ἐλάας χάρακες ] ἐνίοτε δὲ καὶ μὴ καταπαγέντα , ἀλλ '
6121424 φωλαδες
ὠτία δύσπεπτα , τρόφιμα δὲ μᾶλλον τηγανιζόμενα . αἱ δὲ φωλάδες εὔστομοι , βρομώδεις δὲ καὶ κακόχυλοι . ἐχῖνοι δὲ
ὦ λύκοι , ὦ θῶες , ὦ ἀν ' ὤρεα φωλάδες ἄρκτοι , χαίρεθ ' : ὁ βουκόλος ὔμμιν ἐγὼ
6117010 ψιλουνται
ταῖς ἕλιξι . καρπὸν δὲ ἔχει βοτρυοειδῆ πυρρόν , ᾧ ψιλοῦνται τὰ δέρματα . Ἡ δὲ δευτέρα ἄμπελος μέλαινα καλεῖται
πτώσεσιν , οἷον τοῦ ἄλγος ψιλουμένου καὶ αἱ λοιπαὶ πτώσεις ψιλοῦνται , τοῦ ἄλγους τῷ ἄλγει τὸ ἄλγος ὦ ἄλγος
6114473 θυραι
ἐξ οὐδοῦ , περὶ δὲ θριγκὸς κυάνοιο : χρύσειαι δὲ θύραι πυκινὸν δόμον ἐντὸς ἔεργον : ἀργύρεοι δὲ σταθμοὶ ἐν
αὐτὸν ἔνδον , ὅτι ἀποκλεισθήσῃ , ὅτι ἐντιναχθήσονταί σοι αἱ θύραι , ὅτι οὐ φροντιεῖ σου . κἂν σὺν τούτοις
6112907 δεξαμεναι
τέλεια τικτούσαις θέμις οὐκ ἔστιν ἀνδρὸς ἐπιλαχεῖν θνητοῦ : μὴ δεξάμεναι δὲ παρά τινος ἑτέρου γονήν , ἐξ ἑαυτῶν μόνον
ἐμμένει ἐν τῇσι μήτρῃσιν ἡ γονή . Αἱ γὰρ μῆτραι δεξάμεναι καὶ μύσασαι ἔχουσιν ἐν ἑωυτῇσιν , ἅτε εἰλυσπασθέντος τοῦ
6107075 ἐσχαραι
μυρίων κατεσκευασμένος χρυσῶν . ἐπόμπευσαν δὲ καὶ θυμιατήρια χρυσᾶ καὶ ἐσχάραι ἐπίχρυσοι καὶ Δελφικοὶ τρίποδες καὶ φοίνικες ἐπίχρυσοι ὀκταπήχεις καὶ
Ἴσις ἔμμοτος μετὰ μέλιτος . ὅταν δ ' ἐκπέσωσιν αἱ ἐσχάραι , καὶ διὰ τῶν ἐπιτυχόντων σαρκοῦνται τὰ τοιαῦτα τῶν
6104433 φυλαι
ὅτι δέκα δικαστήρια ἦσαν ἐν Ἀθήναις , ἐπεὶ καὶ δέκα φυλαί : τούτων δὲ μία ἦν καὶ ἡ Ἡλιαία .
βλέπειν δυναμένοις ἀγαθῶν τῶν ἐθνικῶν ἐναργῆ σημεῖα καὶ δείγματα : φυλαί τε γάρ εἰσι τοῦ ἔθνους δώδεκα , ὧν ἑκάστη
6104268 Γοργονες
περὶ τὰ μέρη δὲ αὐτῆς κατοικοῦσιν αἱ Φορκίδες καὶ αἱ Γοργόνες οὕτω καλούμεναι , θυγατέρες Φόρκυνος , τοῦ υἱοῦ Πόντου
ἐξ ἀνθρώπου θηρίον . Τοῦτο οἱ Κένταυροι , τοῦτο αἱ Γοργόνες , τοῦτο αἱ Χίμαιραι , ὁ Γηρυόνης , ὁ
6103986 καταρχαι
, τουτέστι τετράγωνα , διάμετρα : χαλεπώταται γὰρ αἱ τοιαῦται καταρχαὶ τοῖς πλέουσιν . ἐπὰν ἡ Σελήνη μὲν κακοποιηθῇ ,
, τουτέστι διάμετρα καὶ τετράγωνα : χαλεπώταται γὰρ αἱ τοιαῦται καταρχαὶ ταῖς ναυσὶ καὶ τοῖς πλέουσιν . ἐπὰν δὲ ἡ
6100851 Πεφρηδω
αἱ μὲν Φορκίδες ἦσαν τρεῖς , ἡ Ἐνυὼ , ἡ Πεφρηδὼ καὶ ἡ Δεινώ : ἃς καὶ κυκνομόρφους φησὶν ,
Ἀθηνᾶς προκαθηγουμένων ἐπὶ τὰς Φόρκου παραγίνεται θυγατέρας , Ἐνυὼ καὶ Πεφρηδὼ καὶ Δεινώ : ἦσαν δὲ αὗται Κητοῦς τε καὶ
6098258 διφθεραι
οἱ δὲ στίχοι τῶν κωπῶν ταρσώματα καλοῦνται . δέρρεις , διφθέραι . ἔστι δέ τις καὶ μηχανὴ καὶ τροχὸς καὶ
πόλει γὰρ εὐτυχοῦντες οἱ κακοὶ νόσος . εἰσὶν γὰρ εἰσὶ διφθέραι μελεγγραφεῖς πολλῶν γέμουσαι Λοξίου γηρυμάτων μηλοσφαγεῖ τε δαιμόνων ἐπ
6096917 ἐνηλατα
ἐκάλεσεν : σύριγγες : αἱ χοινικίδες , αἱ πλῆμναι : ἐνήλατα : τὰ ἐμβαλλόμενα ταῖς χοινικίσιν : ἐνήλατα : οἱ
ἢ ξύλων εὐτελῶν πεποιημένη κλίνη . ἀλλὰ γὰρ ἐλεφαντόποδες τὰ ἐνήλατα καὶ κλιντῆρες ὀστράκοις πολυτελέσι καὶ ποικίλαις χελώναις ἐνδεδεμέναις μετὰ

Back