δὲ καὶ δίκαιός ἐστι : καὶ γὰρ ἐκ τῶν σωματικῶν ἡδυπαθειῶν ἀδικίαι γίνονται . πρόσκειται δὲ αἱ ἐπιστημονικαὶ ἀρεταί διὰ | ||
οὐ τὴν αἰσχρὰν δῆθεν τὴν δι ' ἀφροδισίων καὶ ἄλλων ἡδυπαθειῶν , ἀλλὰ τὴν ἀσχολίαν τῶν παθῶν καὶ καταστηματικήν , |
χρόνος γὰρ ὑπηκόων εὔνοιαν οὐ ποιεῖ , ἀλλὰ προμήθεια καὶ φιλοπονία καὶ τὸ μηδὲν τοῦ κοινῇ λυσιτελοῦντος προὔργου ποιεῖσθαι , | ||
, ; , ; , ; , . . στοιχεῖα φιλοπονία ἔρως ἀγχίνοια ἄτρυτος ) τρία τὰ ὁμολογούμενα στοιχεῖα πρῶτα |
' ἄρ ' ἔμελλον σχήσειν λυγρὸν ὄλεθρον , Ἰάσονος εἵνεκα φίλτρων . Πολλὰ δὲ μερμήριζον ἐνὶ φρεσὶ πευκαλίμῃσιν , ἤ | ||
οὖν , ὦ ψυχή , προσκαλῆταί σέ τι τῶν ἡδονῆς φίλτρων , μετάκλινε σεαυτὴν καὶ ἀντιπεριάγουσα τὴν ὄψιν κάτιδε τὸ |
] πρὸς Γέλωνα τὸν ἀδελφὸν ἐστασιακέναι τῆς ἀρχῆς ἕνεκα . καμάτων ἐπίλασιν : καμάτων φησὶ τῶν συνεχόντων τὸν Ἱέρωνα ἐκ | ||
? μνῆμα καὶ εὐτυχέων ? [ ] ? ? μαρτυρίη καμάτων , Αἰῶνος ? στόμασιν ? [ ] ? ? |
ἐν τῇ τῆς Μελίτης οἰκίᾳ πεπραμένην . ἡ δὲ ὑπὸ ζηλοτυπίας πεφλεγμένη τὴν γυναῖκα ταύτην ἀπατήσασα συλλαμβάνει καὶ παραδίδωσι ᾧ | ||
ἤκουσας ; ἢ τίνας σεαυτῇ , ὦ Μύρτιον , κενὰς ζηλοτυπίας σκιαμαχοῦσα ἐξεῦρες ; Οὐκοῦν οὐ γαμεῖς , ὦ Πάμφιλε |
Διώνης Κύπρι , μή μ ' ἐξεργάσηι . ἅλις δὲ λύμης ἥν μ ' ἐλυμήνω πάρος τοὔνομα παρασχοῦς ' , | ||
τεθνεῶτας ἀτάφους : οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ ἦσαν ἀναπεπλησμένοι τῆς λύμης καὶ ὅλως δυσθανατοῦντες καὶ οὐδὲ ἑαυτοῖς δυνάμενοι βοηθεῖν . |
συνεχῶς ἅπαντα τὸν αἰῶνα , τὸ ἐπιβάλλον ἑκάστοις ἐκ τῆς πεπρωμένης μερίζουσα , οἵ τε τὰς κοινὰς τῆς οἰκουμένης πράξεις | ||
μεμορμένον καί τινας παραλόγους ἀνάγκας : εἰ γὰρ τὰ τῆς πεπρωμένης ἐν πᾶσι νικῴη , ἀφαιρεθείη δὲ τῶν ἀνθρώπων τὸ |
, ὅτι καλὸν εἴη ὧδέ που , ἔφη : Ἀλλὰ νοσώδης ὁ τόπος . Σχολαστικὸς νοσῶν συνετάξατο τῷ ἰατρῷ , | ||
, ὅσον ἱκανόν ἐστιν τῷ τρεφομένῳ . κἂν μέν τις νοσώδης ὑποπίπτῃ διάθεσις , ταύτην δεῖ ἀκολούθως ἀνασκευάζειν , τοῦ |
” ταῦτ ' εἰπόντος καὶ ὑποσχομένου , πληρωθέντες εὐθυμίας καὶ χαρᾶς τοὺς μὲν οἰκείους μετὰ τῶν θρεμμάτων ἀσφαλῶς ἐν ἐρύμασι | ||
εἰδότες ἀληθεύοντα μηδὲν ἐνδοιάσαντες ἐπινεύουσι . πληρωθεὶς δὲ τὴν ψυχὴν χαρᾶς πάντ ' ἐσπούδαζεν εἰς τὸ ἀνυπέρθετον τῆς ὑποδοχῆς καὶ |
προαγορεύει , ὁδεύειν δὲ κωλύει . χάλαζα δὲ ταραχὰς καὶ δυσθυμίας δηλοῖ καὶ τὰ κρυπτὰ ἐλέγχει διὰ τὸ χρῶμα . | ||
οὐ μόνον ἡ ἐξαίσιος φορὰ πάντων τοὺς οἰκήτορας εἰς ὑπερβαλλούσας δυσθυμίας ἤγαγεν , ἀλλὰ καὶ τὸ τοῦ πράγματος ἄηθες : |
κτήνεσιν τροφὰς παράβαλε : ὅσα ἐστὶν μοχθηρὰ ἢ κοπηρὰ ἢ λύπης μεστὰ ἢ δούλια , πάντα τῷ Αἰσώπῳ ἐπιτάσσεται ἄγειν | ||
πάντως ἐν ὀξεῖ νοσήματι χαλεπόν . τί γὰρ ἢ ἀπὸ λύπης ἢ διὰ τὸ πολλάκις κάμψαι θεὸν εἰς ἀνθρωπίνην θεραπείαν |
μήπω σφάξῃς σαυτόν : σίγα νῦν : ὡς γυναιξί : ὑφορᾶται τὰς τοῦ χοροῦ : ἐνόμιζε γὰρ ἐχθρὰς αὐτὰς εἶναι | ||
ἐκεῖνος ἑκὼν προσίεταί με καὶ προσκαλεῖται , ἡ Ἀθηνᾶ δὲ ὑφορᾶται ἀεί , καί ποτε ἐγὼ μὲν ἄλλως παρέπτην πλησίον |
δόξῃ τῇ θεῶν ἔρημα εἶναι πάντα ἀκράτειαί τε ἡδονῶν καὶ λυπῶν προσπέσωσι , μνῆμαί τε ἰσχυραὶ καὶ μαθήσεις ὀξεῖαι παρῶσι | ||
ἠδυνάμην , οὔτε κοινῇ τὸν δῆμον ἀδικῶν οὔτ ' ἰδίᾳ λυπῶν οὐδένα τῶν ἐν τῇ πόλει , πειρώμενος δ ' |
νηφάλιος , καὶ ὀλίγα ὑπὸ τοῦ δεῦρο κάρου καὶ τῆς πλησμονῆς ἐπιταραττομένη , εἰκός που ταύτῃ δι ' ἑτέρων ἰόντα | ||
: ὁκόσα δὲ ἡ ψυχὴ τοῦ σώματος παθήματα προσημαίνει , πλησμονῆς ἢ κενώσιος ὑπερβολὴν τῶν ξυμφύτων , ἢ μεταβολὴν τῶν |
σεδιὰ μέσου γὰρ ὁ στίχος τοῦ ἄρχετε . φορήται : μανιωδῶς φέρεται . καθόλου τὰ εἰς ται ῥήματα , ὅταν | ||
καὶ ἐπιθυμητικαῖς ὁρμαῖς τῆς ἀφροδίτης . Οἰστρηδόν : ἐρωτικῶς , μανιωδῶς , μετ ' οἴστρου ἤγουν ἔρωτι κινούμενοι . Εἱλομένων |
καὶ λάλει καὶ μάνθανε . Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγιεία νόσου . Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης | ||
ἐμβάλλειν εἰς τὸ στόμα καὶ ἀναγκάζειν ἐμεῖν ὅπως τάχιστα τῆς νόσου ἀπαλλαγῇ πιαλέης ] τῆς λιπαρᾶς , ἐλαιώδους κορέσκοις ] |
τούτῳ μὲν αὐτὸ τοῦτ ' ἀγαπητὸν ἦν , τὸ τῆς δεσποίνης ἀξιωθῆναι : τῷ πατρὶ δ ' οὐδὲ λαμβάνοντι τοσαῦτα | ||
τὴν ἀναίρεσιν τῶν παίδων . Ἔδοξέ τις δοῦλος παρὰ τῆς δεσποίνης ᾠὸν λαβεῖν ἑφθὸν καὶ τὸ μὲν λεπύριον ἀπορρῖψαι , |
, οὐκ ἔνι . Ἑρμηνεία . Οὐκ εὐπόριστος ἡ τροφὴ μόχθου δίχα , Κἂν τὸ ποτὸν ἀφθόνως | ἡ φύσις | ||
μολεῖν ] ἐλθεῖν δεῦρ ' ] ἐνταῦθα ἐκμεμόχθηκε ] μετὰ μόχθου καὶ κόπου ὑπέμεινεν φράσω ] λέξω τεκμήριον ] σημεῖον |
φιλοσοφία δέ , ἐπειδὰν αὑτῆς εὐπορώτατα ἔχῃ , τότε μάλιστα ἐμπίμπλαται λόγων ἀντιστασίων καὶ ἰσορρόπων : καὶ ἔοικεν γεωργῷ , | ||
, ὥστ ' οὐδὲ δειπνῶν , ὡς λέγους ' , ἐμπίμπλαται . Τήν τ ' εὐπρόσωπον λοπάδα τοῦ θαλαττίου γλαύκου |
πηρωθείη τὴν ὄψιν , ἐλεεῖται , ἐὰν δ ' ἐξ οἰνοφλυγίας πάθῃ τοῦτο , μισεῖται . εἰ οὖν αἱ ἐν | ||
τρεφούσης , οὕτω τὴν πηγήν , ἀφ ' ἧς τὸ οἰνοφλυγίας ὀμβρεῖ | κακόν , ὁ δημιουργὸς τῆς ἀκρασίας πιέζει |
βίον πράσσοντες . αἱ δὲ γυναῖκες αὐτῶν ἱκετεύουσι τὴν τοῦ Πύθου γυναῖκα Πυθόπολιν . ἡ δὲ ἐκέλευσεν ἐκείνας μὲν ἀπιέναι | ||
* τῶν ἀνωφελῶν . Πτωχοῦ οὖλαι † ἀεὶ κεναί . Πύθου χελιδόνος : διότι ὀδυρτικὸν τὸ ζῶον . Ῥᾷον ἢ |
δ ' ἔρος οὐδεμίαν κατακητος ὥραν , ἅθ ' ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων Θρηίκιος βορέας , ἀίσσων παρὰ Κύπριδος ἀζαλέαις μανίαισιν | ||
' ἔρος οὐδεμίαν κατάκοιτος ὥραν . † τε † ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων Θρηίκιος Βορέας ἀίσσων παρὰ Κύπριδος ἀζαλέαις μανίαισιν ἐρεμνὸς |
ἀνάγκας εὕρηκεν , ᾗσιν ἡ φύσις ἀζήμιος βιασθεῖσα μεθίησιν : ἀνεθεῖσα δὲ δηλοῖ τοῖσι τὰ τῆς τέχνης εἰδόσιν , ἃ | ||
γυναικείων σωμάτων καὶ πρὸς ἕρπητας : ἔστι δὲ καὶ δακτυλικὴ ἀνεθεῖσα καὶ πρὸς τὰ περὶ μήτραν , ἔτι δὲ πρὸς |
γράφω ὅτι οὗτος ὁ Χρυσόγονος ὀρφανὸς καταλειφθεὶς μείζονι συμφορᾷ τῆς ὀρφανίας ἐχρήσατο πονηροῖς ἐπιτρόποις , οἳ δεσπότας αὑτοὺς τῶν τούτου | ||
πατέρα καλούντων , κοινῇ δὲ ἁπάντων φύλακα . Ὢ τῆς ὀρφανίας , ἣ κατείληφε τὴν γῆν , ἣν κάμνουσαν ἀνορθώσας |
διὰ τῶν ἀρτηριῶν ἐπὶ πᾶν τὸ σῶμα ἡπλωμένη , αἰσθητῶς βλάπτουσα τὴν ἐνέργειαν . Ἡ δὲ οὐσία τοῦ πυρετοῦ ἐστιν | ||
μὲν ἡ ὠφελοῦσα , χείρων δὲ κατὰ τὸ ἀναγκαῖον ἡ βλάπτουσα . παραδείγματα δὲ ἑκατέρας τοῖς δυναμένοις ὁρᾶν ἀνέθηκε Μωϋσῆς |
ἀχαριστίας . καὶ διὰ τοῦτο ὁ Περσικὸς νόμος δίκας εἰσπράττεται ἀχαριστίας , ὅτι μάλιστα ἐμποιεῖ μῖσος ὅπη ἂν ᾖ . | ||
ζημίας καὶ ἐναντιώσεις ἐπάγει ἕνεκα γυναικὸς καὶ διαβολὰς καὶ φίλων ἀχαριστίας . Τῷ δὲ Ἡλίῳ ἐπιμερίζουσα ἐπὶ ἡμερινῆς γενέσεως μὴ |
, οἱονεὶ κραδερὸς ὤν . Ἀπὸ τοῦ κραδία , ὁ εὐκάρδιος καὶ ἀνδρεῖος , ἢ ἀπὸ τοῦ κείρω τὸ κόπτω | ||
καὶ μάθῃς ἀφ ' ὧν διέζων ὥς τ ' ἔφυν εὐκάρδιος . Οἶμαι γὰρ οὐδ ' ἂν ὄμμασιν μόνην θέαν |
ὅσα ἄλλα σιτοπόνων τε καὶ ὀψαρτυτῶν περιεργίαι κατὰ γαστρὸς τῆς ταλαίνης δημιουργοῦσιν . ὁ γοῦν Διογένης ἰδών τινα τῶν λεγομένων | ||
] πορσύνους ? [ ] ? [ ' ἐμοὶ κείνης ταλαίνης ⋮ ] : τοῖσι ? ? σώφροσιν ? [ |
. . . ἄλος : πόλις Ἀχαΐας : ἀπὸ τῆς ἄλης τῆς συμβάσης τῷ κτίσαντι αὐτὴν Ἀθάμαντι οὕτως . λέγεται | ||
προάγουσι σὺν τῷ ρ . ἀλαζών : κυρίως ὁ ἀπὸ ἄλης ζῶν καὶ ἀγύρτης , μεταφορικῶς δὲ ὁ ψεύστης καὶ |
. συκῆς ἐρριμμένου : τῆς ἀγρίας συκῆς . σπουδή : κακοπάθεια , ὡς καὶ Ὅμηρος : σπουδῇ τ ' ἐξήλασσαν | ||
δυσαέος . ” δύσπαρι δυσώνυμε , κακῶς παρωνομασμένε . δύη κακοπάθεια : “ ἦ γάρ με δύη ἔχει πολλή . |
ἔφη εὐθὺς ἐπιόντα τὴν μεγίστην τυραννίδα ἑλέσθαι , καὶ ὑπὸ ἀφροσύνης τε καὶ λαιμαργίας οὐ πάντα ἱκανῶς ἀνασκεψάμενον ἑλέσθαι , | ||
. Ἔμοιγε δοκεῖ . Τί δέ ; περὶ φρονήσεως καὶ ἀφροσύνης ἆρά γε τὴν αὐτὴν ἔχεις σὺ γνώμην ; Πῶς |
καὶ δριμεῖα καὶ οἷον μετ ' ἀτμοῦ τινος ἀναφερομένη , νικᾶται δ ' ὀλίγον ὕστερον ὑπὸ τῆς χειρός . πιόντος | ||
Συνέμιξαν τοίνυν ἐν Κάνναις , χωρίῳ τῆς Ἀπουλίας , καὶ νικᾶται τῶν ὑπάτων ἑκατέρων τὸ στράτευμα . Πίπτει μὲν γὰρ |
καὶ τὴν ἐπὶ τῷ κρατηθῆναι λύπην , ἣν εἶπε πάθος ἀλγεινόν . Τούτων δὲ τῶν στίχων ὁ Ἀρίσταρχος ὀβελίζει τοὺς | ||
: ἐπειδὴ ὑπὸ τοῦ δεσμοῦ ἦν ἐν τῷ σκέλει τὸ ἀλγεινόν , ἥκειν δὴ φαίνεται ἐπακολουθοῦν τὸ ἡδύ . Ὁ |
τε Ἀρχεάνασσαν , εἰς ἣν καὶ αὐτὴν οὕτω ποιῆσαι : Ἀρχεάνασσαν ἔχω τὴν ἐκ Κολοφῶνος ἑταίραν , ἧς καὶ ἐπὶ | ||
ἀνιήσεις ὕστερον ; οὐχ οὕτω Φαῖδρον ἀπωλέσαμεν ; ἔχειν τε Ἀρχεάνασσαν , εἰς ἣν καὶ αὐτὴν οὕτω ποιῆσαι : Ἀρχεάνασσαν |
ὁρᾶτε συμπαραστάται ] συνεργοί . βοηθοί σωτῆρες ] διὰ τὴν πήρωσιν ὄντες ] τοῦ θεοῦ ] τοῦ Πλούτου δόξεις μ | ||
Παρὰ φύσιν δὲ τὰ τοιαῦτα , νόσον , ἀσθένειαν , πήρωσιν , καὶ τὰ τοιαῦτα . Οὔτε δὲ κατὰ φύσιν |
τὴν χρῆσιν παρ ' Αἰσχύλῳ , οἷον ἐν Νεανίσκοις καὶ καρτερικὸς καὶ πολεμικός : ἀρείφατος : τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ | ||
ἐπεποίητο ἀπὸ χαλκοῦ . . Τοῦτον μὲν ἔπειτα ἀφῆκεν ὁ καρτερικὸς υἱὸς τοῦ Διὸς Ἡρακλῆς , ἐπιτηρήσας τὸν βροτολοιγὸν Ἄρην |
ὅθεν καὶ ἄλσος , τὸ εὐαυξὲς χωρίον . ἢ ὁ ἀπλήρωτος καὶ ἀκόρεστος , ὥς φησιν ὁ ποιητής : μετὰ | ||
θεόν , ποικίλος καὶ πολυειδὴς περί τε ὀσμὰς καὶ γεύσεις ἀπλήρωτος , ἔτι δὲ οἶμαι περὶ πάντα μὲν ὁράματα , |
. λῆμα μὲν γάρ ἐστι δι ' ἑνὸς μ τὸ παράστημα τῆς ⌊ ψυχῆς ⌋ , λῆμμα δὲ διὰ δύο | ||
οἱ παλαιοὶ ὡρίσαντο οὕτως : θάρσος ἐστὶ τὸ τῆς ψυχῆς παράστημα μετὰ λογισμοῦ , θράσος δὲ ἀλόγιστος τόλμα . ὅθεν |
ἀνασκευὰς καὶ κρυπτῶν ἔργων ἐλέγξεις καὶ οἰκετῶν λύπας ἢ τέκνων θρεπτῶν καὶ νόσους καὶ κινδύνους ἐπάγει , περὶ τὰ νεώτερα | ||
ἀνασκευὰς καὶ κρυπτῶν ἔργων ἐλέγξεις καὶ οἰκετῶν λύπας ἢ τέκνων θρεπτῶν καὶ νόσους καὶ κινδύνους ἐπάγει καὶ περὶ τὰ νεώτερα |
τὸ ἁδρομερές . Τὸ δὲ γλίσχρον διαχώρημα γίνεται ἐπὶ τῇ ἐκτήξει τῆς πιμελῆς , ἀλλ ' ἔστιν ὅτε διαχώρημα γλίσχρον | ||
ὅτι κακαί εἰσιν αἱ κριμνώδεις ὑποστάσεις : ἐπὶ γὰρ ἀνωμάλῳ ἐκτήξει ἐκκρίνονται , ἐπὶ πυρώδει καὶ φλογώδει θερμότητι γινομένης τῆς |
θηλείας καὶ συρομένης λίνῳ ὑπὸ τοῦ ἁλιέως , ἕτερος ἐπακολουθῶν θηρεύεται , οὐ μόνον δ ' εἷς , ἀλλὰ καὶ | ||
παρεὶς ἐᾶι , μολπαῖσι δ ' ἡσθεὶς τοῦτ ' ἀεὶ θηρεύεται , ἀργὸς μὲν οἴκοις καὶ πόλει γενήσεται , φίλοισι |
μετάνοιαν ἔρχεται . Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον . Γυναικὸς [ ] ἅπτου καὶ οὐκ ἀνεξ ! ! ! | ||
κακῶς μὴ λέγε , μηδὲ τὸν ἐχθρὸν φίλον ἡγοῦ . Γυναικὸς ἄρχε . Ἅπερ αὐτὸς τοῖς γονεῦσι δράσεις , τὰ |
διαφορότητος Πλάτων Θεαιτήτῳ . παρ ' ἄλλῳ οὐχ εὗρον . δυσεντερία θηλυκῶς Ἀττικοί , δυσεντέριον Ἕλληνες . δημούμενον Ἀττικοί , | ||
νεύρων πόνοι καὶ τῶν σκελῶν βαρύτητες : εἶτ ' ἐπεγίνοντο δυσεντερία καὶ φλύκταιναι περὶ τὴν ἐπιφάνειαν ὅλην τοῦ σώματος . |
τὸ δὲ σπέρμα αὐτῶν ἔχει τι σαφῶς στυπτικόν , ὡς δυσεντερίας καὶ διαρροίας ἰᾶσθαι , καὶ μάλιστα τὸ τοῦ ὀξυλαπάθου | ||
ἐντέρων , κατά τινας δὲ καὶ δι ' οὐλὴν ἐκ δυσεντερίας τὰ πολλὰ ἢ ἐξ ἑτέρων γιγνομένης ῥευματισμῶν , τῆς |
κτανόντας ἀντικατθανεῖν δίκῃ . ταῦτ ' ἐν μέσῳ τίθημι τῆς κακῆς ἀρᾶς , κείνοις λέγουσα τήνδε τὴν κακὴν ἀράν : | ||
αὐτοῖς , ἔτι περιὼν κατηγορεῖται πρὸς ἑνὸς τῶν μειρακίων δοκιμασθέντος κακῆς ἐπιτροπῆς . λέγει δὲ κατ ' αὐτοῦ τὴν δίκην |
ἀκόρητος . οἶστρος : ὄρεξις , κίνησις , μανία . Οἶστρος : ἔρως , μανία , ἐρεθισμὸς , κυρίως δ | ||
Αἱρῶ : πορθῶ : σημαίνει δὲ καὶ τὸν αἱρετικόν . Οἶστρος : ἡ ἐπιτεταμένη μανία . Οἶμος : ἡ ὁδός |
, καὶ τῇ ὁμιλίᾳ ἥσθη , καὶ εἴ ποτε ἐδεῖτο ἀφροδίτης ὡς αὐτὴν ἐφοίτα , καὶ εἶχεν ἐρωμένην αὐτήν : | ||
τὸν τῆς ἀθλήσεως χρόνον διαζήσας καὶ κεκολασμένῃ τροφῇ διαβιώσας καὶ ἀφροδίτης ἀμαθὴς διατελέσας . Ἀγαθοκλέα φασὶ τὸν Σικελίας τύραννον γελοιότατα |
ἀτυχίαις , ἢ ὑπερωρίσθαι ; Τοιγάρτοι τί τῶν ἀνελπίστων καὶ ἀπροσδοκήτων ἐφ ' ἡμῶν οὐ γέγονεν ; οὐ γὰρ βίον | ||
γλυκείας ἀνταλλαγῆς , ὢ τῆς ἀνεξιχνιάστου δημιουργίας , ὢ τῶν ἀπροσδοκήτων εὐεργεσιῶν : ἵνα ἀνομία μὲν πολλῶν ἐν δικαίῳ ἑνὶ |
σῶμα συνίλλεταί τε ἡδυπότατον περὶ νυμφίον εὔτριχα κισσὸς ὅπως καλάμῳ περιφύεται αὐξόμενος ἔαρος ὀλολυγόνος ἔρωτι κατατετηκώς . Αἰγίδιον , σὺ | ||
συνίλλεσται τε ἡδυπότατον περὶ νυμφίον εὔτριχα , κισσὸς ὅπως καλάμῳ περιφύεται αὐξόμενος ἔαρος ὀλολυγόνος ἔρωτι κατατετηκώς . Αἰγίδιον , σὺ |
: παρὰ τὸ θεὸς καὶ τὸ κλύω τὸ ἀκούω . θωπεία ἡ κολακεία : καὶ θῶπες , οἱ κόλακες : | ||
, μισθαρνία μισθοφορία , θήρα , κολακεία , θεραπεία , θωπεία , παράκρουσις , παρα - γωγή , παρατροπή , |
: ὃς δ ' ἂν ἄνευ , φησὶν , ἐνθέου μανίας τῶν Μουσῶν ἐκ τέχνης ἐλπίσῃ γενέσθαι ἔνθους ποιητὴς , | ||
τὴν μητρυιάν : ἀσύστατον γὰρ ἂν ἦν τὸ ζήτημα τῆς μανίας ὁμολογουμένης , ἀλλ ' ἐν δόξῃ μανίας ὅπερ ἀμφίβολον |
τε Σελήνην . φοιταλέην : ἐμμανῆ , μανιωδῶς πορευομένην : φοῖτος γὰρ ἡ μανία λέγεται . καὶ Εὐφορίων : φοιταλέος | ||
οἶτος : κοῖτος : Προῖτος : γοῖτος ὁ ῥύπος : φοῖτος . Τὰ διὰ τοῦ αιτος δισύλλαβα βαρύτονα , μὴ |
ὡς ἐν ἑτέροις „ λάβε τὸ κεφάλαιον τῶν σκύλων τῆς αἰχμαλωσίας „ . τί οὖν ἐστιν ὃ βούλεται παραστῆσαι ; | ||
. τὸ αὐτὸ δ ' ἂν ἐρεῖς κἀπὶ τοῦ ἀπαλλαγέντος αἰχμαλωσίας διὰ μοιχείαν . πῶς οὖν ἐροῦμεν ; εἰ οὐ |
Ἀλήιον πεδίον . τὸ ἐθνικὸν Πανιεύς , καὶ τὸ θηλυκὸν Πανιάς . ἔστι δὲ καὶ Πάνιον σπήλαιον Παλαιστίνης , ἀφ | ||
. . . . . ξζ δʹ λγ Ϛʹ Καισάρεια Πανιάς . . . . . . . ξζ γοʹ |
, σαφέως τὸ ἐπίσημον τῆς νεὸς ἐπισταμένους : τὴν δὲ διαφθαρεῖσαν ἠπιστέατο εἶναι πολεμίην . Τά τε γὰρ ἄλλα , | ||
: ἐν τούτῳ , τούτῳ τῷ πλαζομένῳ . Διαῤῥαισθεῖσαν : διαφθαρεῖσαν . ἀέλλαις : ταραχαῖς . Αἰνά : πῶς , |
παρὰ τὸν νόμον . ἔτι εἰ ὁ μὲν κέρδους ἕνεκα μοιχεύει καὶ προσλαμβάνει , ὁ δὲ ἡδονῆς ἕνεκα , καὶ | ||
ἐπιθυμεῖ συνδυασθῆναι κόρῃ τινί , οὐ φανερῶς καὶ εὐθὺς αὐτὴν μοιχεύει , ἀλλὰ βουλεύεται πῶς ἂν μοιχεύσῃ αὐτὴν λάθρα , |
ταλαίνᾳ : τὸν δ ' ἐμὸν πότμον ἀδάκρυτον οὐδεὶς φίλων στενάζει . Ἆρ ' ἴστ ' ἀοιδὰς καὶ γόους πρὸ | ||
κώλων ιʹ . πρόπασα ] διόλου πᾶσα . στένει ] στενάζει . ἐκκενουμένα ] η . τῶν κατοίκων . ποποῖ |
καὶ εὐφημίαν καὶ ἀγορασμοὺς καὶ προκοπὰς διά τε λόγων καὶ γραπτῶν καὶ ἐμποριῶν καὶ μισθαρνιῶν , εἰ δὲ ὕπαυγος εἴη | ||
λόγον ἀνώμαλον καὶ ταραχώδη καθιστᾶσι . τοῖς δὲ μετὰ τῶν γραπτῶν λόγων ἀγωνιζομένοις , ἂν ἄρα τι χωρὶς τῆς παρασκευῆς |
, ἐξ οὗ καὶ φάκελος ὁ δεσμὸς τῶν χαρτίων . ὀρεχθεῖ : ταράττεται , στενάζει , κινεῖται . Φλεγέθει : | ||
, οὖρα δὲ τυφλοῦται , νεάτη δ ' ὑπὸ κύστις ὀρεχθεῖ , πᾶσα δέ οἱ νηδὺς διαπίμπραται ὡς ὁπόθ ' |
Μενέλαον ἡμᾶς μὴ θανόντας εἰσιδεῖν . ἄγ ' , ὦ τραφεῖσα μητρὸς ἐν χεροῖν ἐμῆς , οἴκτιρον ἡμᾶς κἀπικούφισον κακῶν | ||
τοῦ Ἀλαλκομενηΐου ὄρους τῆς Ἀττικῆς : ἢ ἀπὸ † Ἀλαλκομενηΐου τραφεῖσα Βοιωτοῦ . . . . ἀλαλύκτημαι : τὸ ἀδημονῶ |
καὶ ἀπροσωπίας καὶ θλίψεις βιωτικὰς καὶ ἐκ δούλων ἐπιθέσεις ἢ δρασμοὺς ἢ κλοπὰς ἢ νόσους θρεπτῶν καὶ στομάχου καὶ ἔχθρας | ||
εἰ μὲν ὑπὸ Κρόνου θεωρηθῇ ζημίας ἐπιφέρει ἐκ δούλων ἢ δρασμοὺς ἢ στομαχικὰς διαθέσεις , εἰ δὲ ὑπὸ Ἄρεως θεωρηθῇ |
πάθη , ἀλλὰ καὶ πολλὰ ὠφελεῖ : καὶ γὰρ καὶ στομαχικὰς καὶ κοιλιακὰς ἰᾶται διαθέσεις καὶ μάλιστα τὰς στομαχικὰς καὶ | ||
ἢ προδοσίας ἐκ φίλων καὶ πολυχρονίους νόσους καὶ κοιλιακὰς ἢ στομαχικὰς διαθέσεις , εἰ δὲ ὑπὸ Ἄρεως θεωρηθείη ἕνεκεν γραπτῶν |
κατὰ λόγον ἐξαιμάτωσιν , τότε ἐστὶν ὁ πρέπων καιρὸς τῆς ἀποθέσεως τοῦ οὔρου . παρὰ φύσιν δὲ καιρός ἐστιν ἡ | ||
τῶν καταγμάτων θεραπείᾳ , κατατάσεως , διαπλάσεως , ἐπιδέσεως , ἀποθέσεως , ἀπὸ τῆς κατατάσεως ἄρχεσθαι προσήκει τὴν θεραπείαν . |
παλιμβολία : ἡ εὐμετάβλητος γνώμη . παλίμβολος : ἀδόκιμος . εὐμετάβολος . ἀνελεύθερος . Κλήμης . δύναται καὶ ἀντὶ τοῦ | ||
, μάστιξ , μεμαλαγμένος ⌈ , ἔμπειρος εἰς ἀντιλογίαν , εὐμετάβολος . εἴρων ] φιλόκακος , εἰρωνευτής . , παίζων |
τε καὶ φιλόδημος ἢ τίς οὐκ ἂν ἐπιτηδεύσειε τὴν πολιτικὴν καλοκἀγαθίαν ἀναγνοὺς αὐτοῦ τὸν Πανηγυρικόν ; ἐν ᾧ διεξιὼν τὰς | ||
κίνησις ἐν μὲν σώματι γινομένη ὑγείαν , ἐν δὲ ψυχῇ καλοκἀγαθίαν καὶ δικαιοσύνην ἂν ἐργάσαιτο , Ῥαχὴλ δὲ ἀγαπᾷ πρὸς |
ἐκεῖνος τὸν πόλεμον καὶ τὰς ἐπ ' αὐτῷ συννοίας καὶ κατηφείας σκεδάσας εἰρήνην ἐπικηρυκεύσηται βίου , φαιδρὸς καὶ γεγηθὼς τὴν | ||
θαλερῶν αἰζηῶν . ” κατωμαδόν κατὰ τῶν ὤμων . κατηφόνες κατηφείας ἄξια πράττοντες , παρὰ τὸ φῶ , οὗ παραγωγὸν |
περὶ τῆς τούτων διαίτης ἐν τῷ Ἕκτῳ Λόγῳ τῷ περὶ μελαγχολίας . Τοῖς δὲ χολὴν ἐμοῦσι καὶ ἐν πυρετοῖς καὶ | ||
δυσθυμίαν καὶ τὸν φόβον : ὅταν δὲ τὰ μὲν τῆς μελαγχολίας ἴδια συμπτώματα φαίνηται μεγάλα , κατὰ δὲ τὴν κοιλίαν |
Ῥαίκηλον καὶ τὰ λοιπὰ πλατέως ἐν τῇ ἱστορίᾳ ἐγράφησαν . Κίσσος δὲ ὄρος Μακεδονίας ἔνθα ὁ Αἰνείας μετὰ τὴν ἅλωσιν | ||
ἐπιφανεστάτας πράξεις . ἐφ ' οἷς οἱ παῖδες αὐτοῦ διαγανακτοῦντες Κίσσος καὶ Φάλκης καὶ Κερύνης ἐπιβουλὴν κατὰ τοῦ πατρὸς συνεστήσαντο |
ἐστιν οὐ μόνον ἀρήγειν τοῖς δηχθεῖσιν , ἀλλὰ καὶ παντοίας ἄσης σχεδὸν ἀπαλλάττειν ἐστὶ ῥάμνος ἀνθρώπους ἱκανή . Ἔτι μὴν | ||
ἐκ περιόδου καὶ ποτοῦ ἀπεψίη . Τῇ ὑστεραίῃ δὲ πρωῒ ἄσης γενομένης , πιὼν ὕδωρ , ὄξος , ἅλας , |
καὶ ἔκλυσιν καὶ λήθην , οὕτω τὸ ποιὸν μέλος οὐ καταστέλλει λυπουμένην ψυχὴν ἢ περὶ ὀργὴν σεσοβημένην τὴν διάνοιαν , | ||
γνώσει καὶ ἐπιπνοίᾳ , πάσης μὲν ἔξω τίθησι πλεονεξίας , καταστέλλει δὲ τὰ πάθη , διεγείρει δὲ πρὸς σύνεσιν τὸν |
ἀγκῶνές τε ἀρθρώδεις ἀρίστου ἀνδρὸς σημεῖον : τὰ δὲ ἐξίτηλα ἀνάνδρου ἀνδρὸς σημεῖον : τὰ δὲ πολὺ σαρκώδη ἀμαθοῦς τε | ||
μέλλησις δὲ προμηθὴς δειλία εὐπρεπής , τὸ δὲ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου πρόσχημα , καὶ τὸ πρὸς ἅπαν ξυνετὸν ἐπὶ πᾶν |
ἃ δ ' οὕτως σκληρὰ καὶ ταραχώδη καὶ πανταχοῦ μεστὰ ἀηδίας εὑρήκασι , τούτων ὡς τάχιστα παύσασθαι , μὴ τὸ | ||
, εἰς μετάληψιν ἡμῖν προσεφέροντο , ἀφάτου μὲν δυσωδίας καὶ ἀηδίας πλήρη , μεστὴν δὲ σκωλήκων καὶ πολλῇ σαπρίᾳ συμπεφυρμένην |
παρὰ πόδ ' εἱλίσσουσα φίλας ματέρος ἡλίκων θιάσους ἐς ἁμίλλας χαρίτων ἁβροπλούτοιο χαίτας εἰς ἔριν ὀρνυμένα πολυποίκιλα φάρεα καὶ πλοκάμους | ||
παρ ' ὧν εὖ πεπόνθαμεν , τούτους καὶ ὧν ἠξιώκαμεν χαρίτων ἀποστερήσομεν : ἃς τῷ μὲν δοκεῖν παρ ' ἡμῶν |
μὲν γίνεται , τῷ δράματι δ ' οὔπω τι τῶν σκυλμῶν μέρος , εἴτ ' οὖν μετ ' αὐτῶν ἀξιόχρεων | ||
τῆς τύχης : ὅταν δὲ περὶ θανατικῶν ἢ μεταβολῆς ἢ σκυλμῶν , ἀπὸ τοῦ δυτικοῦ : ὅταν δὲ περὶ θεμελίων |
ἐνίοτε δὲ καὶ ὕδρωπος διὰ κοιλίας ἐκκενωθέντος , ἕπεται ἡ λειεντερία : ἀτροφίας δὲ καὶ καχεξίας ἀδιορθώτους ἐπιφέρει , παρακολουθεῖ | ||
' ἃς οὐ κρατεῖ τὰ ἔντερα τῆς τροφῆς , ὅθεν λειεντερία εἴρηται ἐκ τῆς περὶ τὰ ἔντερα λειότητος . διὸ |
προβασιλευσάντων . πολλοῖς δ ' ὕστερον χρόνοις ἐβασίλευσε τῆς Αἰγύπτου Σαβάκων , τὸ μὲν γένος ὢν Αἰθίοψ , εὐσεβείαι δὲ | ||
: Πέμπτη καὶ εἰκοστὴ δυναστεία Αἰθιόπων βασιλέων τριῶν . αʹ Σαβάκων , ὃς αἰχμάλωτον Βόχχωριν ἑλὼν ἔκαυσε ζῶντα , καὶ |
πολλαί . πολιόν : λευκόν . γενέθλης : γεννήσεως , γέννας , γενεᾶς . Ἐπικλήδην : ἐπωνύμως , καὶ ἐπονομαστικῶς | ||
λέγει δὲ τὰ σώματα τῶν Περσῶν . * ἕνεκεν . γέννας ] καὶ τῆς ἀνατροφῆς , δηλαδὴ τῆς πόλεως . |
. διὸ σπουδάζωμεν ἕκαστον τῶν εἰρημένων στομίων καταδεῖν τοῖς ἀρρήκτοις ἐγκρατείας δεσμοῖς : ” ὅσα γὰρ οὐχὶ δεσμῷ καταδεῖται ” | ||
τὸ αὔξεσθαι , σχεδὸν ἐκ παίδων τοῖς περὶ καρτερίας καὶ ἐγκρατείας καὶ ἀρετῆς πάσης λόγοις ἐπαντληθέντες . διὸ εἰ καὶ |
ἀνεμνήσθη : ταχὺ δὲ πάλιν παρέκρουσεν : οὔρει δὲ μετὰ σπασμῶν ἀθρόον πουλὺ , ὀλιγάκις ἀναμιμνησκόντων , παχὺ , λευκὸν | ||
, δέρμα μαλθάσσει , ἰσχναίνει , ἀνώδυνον , ῥιγέων , σπασμῶν , τετάνων παρηγορικόν : τὸ δ ' ἐν κεφαλῇ |
] λογισμοῦ . λήματος ] τοῦ κατὰ σὲ φρονήματος . λήματος ] θυμοῦ . λήματος ] τοῦ φρονήματος , ἀνδρείας | ||
ἐκ τῆς Νεμέας καὶ ἐξ Ἐπιδαύρου καὶ ἀπὸ Μεγάρων . λήματος : φρονήματος . ἡ δὲ ἀπό κατὰ κοινοῦ : |
κῦδος κυδρός , ψῦχος ψυχρός , καὶ ἀπὸ τῶν θηλυκῶν σάθη σαθρός καὶ λύπη λυπρός : οὐ γὰρ ἀπὸ τοῦ | ||
ὀνόματος : ἀπὸ γὰρ τῆς σάθης πεποίηται ὁ Σάτυρος , σάθη δὲ ἡ εἰς τὴν ἐπιθυμίαν ἐκπύρωσις . κακοκνάμοισιν : |
ἧκον , οἷα φαίνουσιν οἱ χθόνιοι θεοὶ τοῖς ἀθυμοτέροις τὰ πένθη , εἰ δὲ ὑπομείναιμι ἁπτόμενον , πεῖθε καὶ Δάμιν | ||
τοὺς ἐν τοῖς τοιούτοις ὄντας πάθεσι παραμυθεῖσθαι : τὰ γὰρ πένθη οὔτε λόγωι οὔτε νόμωι κοιμίζεται , ἀλλ ' ἡ |
καὶ [ ] [ ! ! ] | μων καὶ ὁρμῶν καὶ ὀρέξεων , αἳ δὴ τάς | τε ἄλλας | ||
. ἢ σάοικος , ἢ ὁ ὠκέως σευόμενος , ἢ ὁρμῶν : ἄγγελος γάρ . Στυφελίζειν . σκληρὸς διατιθέναι . |
που ἴδῃς τεκτονικόν , τοῦτον πειρᾷ κτᾶσθαι , ἢ αὐτὸς παιδεύεις τοὺς ἐπιτρόπους ; Αὐτὸς νὴ Δί ' , ἔφη | ||
οὖν , ἔφην ἐγώ , καὶ σὺ ἄρχειν ἱκανοὺς εἶναι παιδεύεις τοὺς ἐπιτρόπους ; Πειρῶμαί γε δή , ἔφη ὁ |
ἀποτελέσει , καὶ μάλιστα ὅταν εἷς τῶν ἀγαθοποιῶν ἐπὶ τῶν πολυσπέρμων τύχῃ : οὕτω γὰρ τάχιστα συλλήψεις ποιήσει . τὸ | ||
ἀλλὰ καὶ οἱ κακοποιοὶ ἐν τῷ τριγώνῳ σχήματι ἐπὶ τῶν πολυσπέρμων ζῳδίων μαρτυρούμενοι ὑπὸ τῶν ἀγαθοποιῶν τεκνοποιίαν δίδουσιν . Ἐπισκοπεῖν |
Κῷος : γηρύσαιτο δὲ νεβρὸς ἀπὸ ψυχὴν ὀλέσασα , ὀξείης κάκτου τύμμα φυλαξαμένη . ἀλλὰ μὴν καὶ κινάραν ὠνόμασε παραπλησίως | ||
γραίῃ ὕπο Γηρύσαιτο δὲ νεβρὸς ἀπὸ ψυχὴν ὀλέσασα , ὀξείης κάκτου τύμμα φυλαξαμένη . Λευγαλέος δὲ χιτὼν πεπινωμένος , ἀμφὶ |
μάλιστα καὶ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς , ὅταν ἀπὸ τοῦ πλεύμονος διαθερμαίνηται . Τὰς ἀφορμὰς , ὁπόθεν ἤρξατο κάμνειν , σκεπτέον | ||
: ἐν τοῖσι πυκνοσάρκοισι τῶν σωμάτων , ὅταν τὰ σιτία διαθερμαίνηται καὶ διαχέηται ἀπὸ πρώτου ὕπνου , θερμαινομένης τῆς σαρκὸς |
καὶ κίνησιν χυμῶν καὶ νωχελίαν ἐν ταῖς πράξεσιν καὶ πλῆθος φροντίδων καὶ φυγὴν ἐκ τῆς οἰκίας αὐτοῦ : ἴσως δὲ | ||
μετὰ τὸ σχολάσαι ἂν τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῶν τοῦ σώματος φροντίδων αὕτη παρενοχλοῦσα οὐκ ἐᾷ καθαρὰς τὰς νοήσεις ποιεῖσθαι . |
. Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός . Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας . Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους | ||
ἐρωτικῷ . ὄλλυτ ' : φθείρεται , διὰ τὴν μίξιν ὄλλυται . Ὡς δ ' αὕτως : ὁμοίως , ἐκ |
τινὶ ὑγιεινόν , οἷον τομὴ καὶ καῦσις καὶ αἱ λοιπαὶ ἰατρεῖαι : ἡδὺ δὲ τὸ μὲν ἁπλῶς , τὸ δὲ | ||
ἤτοι λίαν [ καὶ ] ἐνδεοῦς ἤτοι ἐλλιποῦς , οἷον ἰατρεῖαι , ἤτοι αἱ ἀναπληρώσεις τῆς γαστρὸς τῆς ἐνδεοῦς βρωμάτων |
πολὺ συνηγμένος : κομμὸς δὲ θρήνου πενθικώτερον πλέον , ὁ θρῆνός ἐστι δ ' ἠρεμέστερον μέρος . κομμὸν πάλιν ἄλλος | ||
πολὺ συνηγμένος : κομμὸς δὲ θρήνου πενθικώτερον πλέον , ὁ θρῆνός ἐστι δ ' ἠρεμέστερον μέρος . κομμὸν πάλιν ἄλλος |
ἀτυχῶς δ ' οἱ πλείους κατεκόπησαν . γενομένης δ ' οἰκτρᾶς νίκης περὶ τοὺς Ῥωμαίους , καὶ οὐ παντάπασιν εὐτυχὲς | ||
ἔλαττον ] τῆς ὑμῶν σοφίας . φορτικῆς : ἀντὶ τοῦ οἰκτρᾶς . τῆς ὑπ ' ἄλλων λεγομένης , ἐν ᾗ |
φαίνεται κἀνθάδε : φησὶ γὰρ τοῦτον τὸν τρόπον ἐπὶ παρθένου πενιχρᾶς : ” βαρὺ γὰρ φορτίον πατρὶ κόρη διὰ σπάνιν | ||
ἦ που ἐκεῖνον μέμνησθε τὸν γέροντα τὸν φιλάργυρον , οὗ πενιχρᾶς ἠράσθη κόρης ὁ παῖς , ἦν γὰρ εὐπρόσωπος αὕτη |
τόποις . ταῦτα δὲ χρὴ στοχάζεσθαι ἐπὶ τῶν ἐγγὺς ὑπόπτων γαμούντων , σκεπτέον δὲ ὁμοίως καὶ τοὺς γαμικοὺς κλήρους τότε | ||
πολλὰς φέρει . ὅστις πενόμενος βούλεται ζῆν ἡδέως , ἑτέρων γαμούντων αὐτὸς ἀπεχέσθω γάμου . τὸ γαμεῖν , ἐάν τις |
ὄρος : τιμωρίαν λαμβάνουσαι ὑπὲρ αἵματος καὶ φόνου : τῆς λύσσης τῆς καὶ μαίνεσθαι ποιούσης καὶ φοιτᾶν , ὅ ἐστι | ||
φόνου : κατὰ κοινοῦ τὸ διαφθείρουσά με : ἤρξω δὲ λύσσης πότε : καὶ τοῦτο πονηρῶς . θέλων γὰρ ἐλέγξαι |
δὲ ἡμέρας αὐξίφωτος οὖσα εἰς πάντα ἀγαθὴ καὶ τῶν μὴ προσδοκωμένων πραγμάτων ἀνυστική , εἰ δὲ ληξίφωτος εἴη ἐπὶ ἡμέρας | ||
νόσῳ βαρυνόμενοι δι ' ἐρημίαν συγγενῶν ἢ φίλων ὑπελείποντο , προσδοκωμένων ὅσον οὔπω παρέσεσθαι τῶν Καρχηδονίων : ἡ γὰρ περὶ |
ἐμαυτὸν ἐξαίφνης πόθος τὴν καρδίαν ἐπάταξε πῶς οἴει σφόδρα . Πόθος ; πόσος τις ; Σμικρός , ἡλίκος Μόλων . | ||
Ἔρως δ ' ἀεὶ πλέκει μευ ἐν καρδίηι καλιήν . Πόθος δ ' ὃ μὲν πτεροῦται , ὃ δ ' |
μεμνῆται δὲ τῶν ἡδέων ὧν γενομένων παύοιτ ' ἂν τῆς ἀλγηδόνος , πληρῶται δὲ μήπω : τί τότε ; φῶμεν | ||
ὀδοῦσι τὸν σκόλοπα ἐξελκύσαντος ὁ ὄνος κουφισθεὶς τῆς τοῦ ποδὸς ἀλγηδόνος λακτίσας αὐτὸν τοῖς ποσὶ νεκρὸν ἀφῆκε καὶ εἰς ὄρος |
: ὦ τέκνον ἐμὸν , μήποτε ὤφελε τὸ δυσώνυμον γένος Ἑρμιόνης ἀμφιβαλέσθαι κατὰ σοῦ Ἀίδην ἕνεκα λεχέων σου : ὁ | ||
γεγονέναι , τὸν καὶ Πηλέα : οὐ μὴν ὅτι ἐξ Ἑρμιόνης , παραδεδήλωται : κεκρυμμένοις : οἱ φαύλως ὑπομνηματισάμενοι ἐγκαλοῦσι |
τι φλέγμα καὶ χολὴν ἰνήσεται : ἢν δὲ μὴ ἰσχυρῶς οἰδέῃ καὶ τὸ φλέγμα αὐτὴν πιέζῃ , ἄνω δοῦναι φάρμακον | ||
οἱ αὐτοὶ , οἳ καὶ πρόσθεν εἴρηνται . Ἢν κύουσα οἰδέῃ , κνίδης καρπὸν ὡς πλεῖστον καὶ μέλι καὶ οἶνον |
ῥινῶν αἱμορραγίαι πολλάκιϲ καὶ φρενῖτιν , οὐ μέντοι λήθαργον ἢ περιπνευμονίαν . Ὅτι καὶ δι ' αἱμορροΐδων καὶ τῆϲ γυναικείου | ||
δὲ πλῆθοϲ μὴ μέχρι λειποθυμίαϲ . κίνδυνοϲ γὰρ ἐκ τούτου περιπνευμονίαν ἐπιγίγνεϲθαι , ψυχομένου ϲφόδρα τοῦ ϲώματοϲ πνεύμων δὲ ἀραιὸϲ |