Ἴωσι νεωτέρου πρὸς πρεσβύτερον προσαγόρευσις . ᾔθεος : Ἀττικοί , ἠΐθεος Ἴωνες : ὁ ὥραν γάμου ἔχων καὶ μηδέπω γεγαμηκώς
δὲ τοῦ Ἐχελάου πυθοχρήστου τῆς ἀποικίας ἡγεμόνος , οὗτος μὲν ἠΐθεος ἦν ἔτι , τῶν δὲ ἑπτὰ κληρουμένων , ὅσοις
5220911 διετης
τὰς Ἀθήνας . Ὁ μὲν οὖν Μηδικὸς ὀνομασθεὶς πόλεμος γενόμενος διετὴς τοῦτο ἔσχε τὸ πέρας . τῶν δὲ συγγραφέων Ἡρόδοτος
' ἡμέραν , ἕως ἂν βλαστήσῃ . καὶ ἐπειδὰν γένηται διετὴς ἢ τριετής , μετακομίζουσι σὺν ταῖς ῥίζαις , καὶ
5149058 δμωος
δμωός καὶ ὁ δμωός , ὥσπερ παρ ' Ἡσιόδῳ . δμωὸς ἔχων μακέλην , ἀντὶ τοῦ δοῦλος , καὶ λοιπὸν
ἐρριμμένον , ἀλλ ' ὑπὸ τῆς ἐπιφερομένης γῆς ὑπὸ τοῦ δμωὸς ἀποκρύπτηται περιστρεφόμενος . οἷς εἰκότως ἐπήγαγε : καθόλου γὰρ
5103126 γονος
” ὁτὲ δὲ ἐπιγονή , “ πεντήκοντα δ ' ἕκασται γόνος δ ' οὐ γίνετ ' αὐτῶν . ” ἐπὶ
τε γυναῖκά τε θήσατο μαζόν : αὐτὰρ Ἀχιλλεύς ἐστι θεᾶς γόνος , ἣν ἐγὼ αὐτὴ θρέψά τε καὶ ἀτίτηλα καὶ
5091469 Τρωος
δοτικὴν τῶν πληθυντικῶν , οἷον λέβης λέβητος λέβησι , Τρώς Τρωός Τρωσί , Πηλεύς Πηλέως Πηλεῦσιν , Αἴας Αἴαντος Αἴασιν
ἕνδεκα . ἐκαλεῖτο δὲ Λαομεδόντεια , ἴσως ἀπὸ Λαομέδοντος τοῦ Τρωός . τὸ ἐθνικὸν ἀμφότερον Λαομεδοντίτης καὶ Λαοδαμαντίτης . Λαοδίκεια
5072120 νυμφιος
, πάντας ἐψυχαγώγησεν : ἦν δὲ διθυραμβοποιός . καὶ ὁ νυμφίος Φιλόξενε , εἶπε , καὶ αὔριον ὧδε δειπνήσεις :
, εἰ γάμου χρῄζεις , μηδ ' ἄγριος θὴρ ἀλλὰ νυμφίος γίνου . ” ὁ δὲ πτερωθεὶς τῇ δόσει τε
5049758 ἀμνος
χάος ἀθρήσειε : καί ῥ ' ὁ μὲν ὑψικρεμὴς ὑπομάζιος ἀμνὸς ἀϋτεῖ : τοῦ δέ τε πειναλέην κραδίην ἐπάταξεν ἰωή
δυνάμει εἴρηται κεράστης : τῇ γὰρ ἐνεργείᾳ ἄκερως . ἢ ἀμνὸς ἀντὶ τοῦ κριοῦ ἀμνὸς Χησιάδος : ἀμνός ἐστιν ὁ
5046932 ὑπερφυης
Πλοῦτος ; Ἔρχεται . Ἀλλ ' ἦν περὶ αὐτὸν ὄχλος ὑπερφυὴς ὅσος . Οἱ γὰρ δίκαιοι πρότερον ὄντες καὶ βίον
ἣν καὶ στίβην καλοῦσιν . ὕποινος : ὁ οἰνώμενος . ὑπερφυὴς Κρόνος : ἐπ ' ἀρχαιότητι καὶ εὐηθείᾳ . ὑάλινα
5025718 στυλος
οὐσίαν τοῦ πράγματος καὶ οὐκ ὀρθῶς : καὶ ὥσπερ ὁ στύλος κυρίως μὲν λέγεται στύλος παρὰ τὸ ἵστασθαι , ἐὰν
τὸ ἵστασθαι , ἐὰν δὲ πέσῃ οὐκ ἔτι κυρίως καλεῖται στύλος ἀλλὰ πλάγιος στύλος , οὕτως καὶ ἡ εὐθεῖα ὀρθῶς
5022836 εἰνατος
Μάκρωσι καὶ Μοσσυνοίκοισι καὶ Μαρσὶ τριηκόσια τάλαντα προείρητο : νομὸς εἴνατος καὶ δέκατος οὗτος Ἰνδῶν δὲ πλῆθός τε πολλῷ πλεῖστόν
ἐπ ' Εὐρύπυλος Εὐαίμονος ἀγλαὸς υἱός : Τεῦκρος δ ' εἴνατος ἦλθε παλίντονα τόξα τιταίνων , στῆ δ ' ἄρ
5010225 Τιτυος
ποταμὸς Ἀρκαδίας . Κερύνειος : λόφος Ἀρκαδίας . Τιτυοκτόνε : Τιτυὸς βιασάμενος Λητὼ ἀνῃρέθη ὑπὸ Ἀπόλλωνος καὶ Ἀρτέμιδος . κεμάδεσσι
μεγέθει πεποιῆσθαι τοῦ Τιτυοῦ φασιν , ἀλλ ' ἔνθα ὁ Τιτυὸς ἐτέθη , Πλέθρα ἐννέα ὄνομα εἶναι τῷ χωρίῳ .
4985116 ξιφηφορος
ἐπ ' ἀγκύρας λάβω , ἀνὴρ παρ ' ἄνδρα στήσεται ξιφηφόρος . σὲ χρὴ βραβεύειν πάντα : πόμπιμοι μόνον λαίφει
δεκανοὺς γʹ : καὶ τῷ μὲν αʹ δεκανῷ παρανατέλλουσιν Ὠρίων ξιφηφόρος καὶ τὸ ἥμισυ τῆς Πλειάδος καὶ ἥμισυ λειψάνου Νεκρᾶς
4979859 Τρως
. Τοιούσδ ' ἐμός τις σύγγονος : ὁ Αἰνείας . Τρὼς γὰρ γεννᾷ Ἴλον καὶ Ἀσσάρακον καὶ Γαννυμήδην * καὶ
περιβὰς Τρώων τὸν ἄριστον ἔπεφνεν : πρὸς τὴν περίβασιν . Τρὼς ἄρα ὁ Εὔφορβος . ἀλλὰ καὶ Δάρδανος : οἱ
4954595 παγος
τῆς Ἀθηνᾶς τὸν Ὀρέστην , ἐφ ' ὧι ὁ Ἄρειος πάγος ὑπῆρχε , τῆς δίκης ἀκούσαντος Μενεσθέως μεταξὺ Οἴακος τοῦ
καὶ ἐὰν ἀναζυμωμένης τῆς γῆς ἐπιγένηται ψύχη καὶ πάχνη καὶ πάγος ἐκπήγνυσιν : καὶ διαδύεται διὰ τὴν μανότητα καὶ αὐτὴν
4953301 ἐπιθετον
γὰρ ἐπῆλθε κακὴ Βορέαο πεσόντος πηγυλίς ” , Θηγυλίς , ἐπίθετον Ἀθηνᾶς , γογγυλίς . τὸ δὲ Παμφυλίς ἐθνικὸν ὀξύνεται
νεμέσω καὶ τελῶ τελέσω , ἐντεῦθεν ἀκεστρίς καὶ ἀκέστρια καὶ ἐπίθετον ἀνήκεστος , οἷον : ἀνήκεστον λάβεν ἄλγος , .
4937581 Ἀμφιων
τῆς Στυγὸς σκηπτὸν νᾶμα κτανθεῖσι καὶ κτείνασιν ἀλλήλους ξίφει . Ἀμφίων καὶ Ζῆθος υἱοὶ καθ ' Ὅμηρον τοῦ Διός ,
' ἄρ ' ἀποκταμένοιο δύω θεράποντες Ἐπειοῦ Δηιλέων τε καὶ Ἀμφίων ἀπὸ τεύχε ' ἑλέσθαι ὥρμαινον : τοὺς δ '
4933948 Ἀρηϊος
' ἤνασσε καὶ εὐπύργοιο Τανάγρης . Λαοδόκος , Ταλαὸς καὶ Ἀρήϊος , υἱοὶ ἄμωμοι ἦλθον Ἀβαντιάδαι περιώνυμοι οὓς τέκε Πηρώ
: ὃς ἔναιεν ἐϋκτιμένῃ ἐν Ἀρίσβῃ . . . . Ἀρήϊος : ὄνομα ἀρσενικὸν εἴδους τῶν παραγώγων παρωνύμου κτητικοῦ .
4912183 Κανδαλος
ἔφυγον . Τούτων δὲ Μάκαρ μὲν εἰς Λέσβον ἀφίκετο , Κάνδαλος δὲ εἰς τὴν Κῶ : Ἀκτὶς δ ' εἰς
ὁ νεώτατος ] , Ἀκτὶς , Μάκαρ , Χρύσιππος , Κάνδαλος , Τριόπης . ἄλλως : Ἡλίου παῖδες καὶ Ῥόδης
4892597 ἀταλλειν
ὁ τλῆναι καὶ κακοπαθῆσαι μὴ δυνάμενος , καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀτάλλειν καὶ ἀτιτάλλειν κατὰ ἀναδιπλασιασμόν : τοὺς μὲν τέσσαρας αὐτὸς
ἀπὸ τοῦ παιδὸς , παίζειν , οὕτως ἀπὸ τοῦ ἀταλοῦ ἀτάλλειν . Ἀταλὸν δὲ , τὸ ἁπαλὸν καὶ νήπιον λέγεται
4891313 γοναις
, Εὐμενίδων γενέτειρα , ὑποχθονίων βασίλεια , ἣν Ζεὺς ἀρρήτοισι γοναῖς τεκνώσατο κούρην , μῆτερ ἐριβρεμέτου πολυμόρφου Εὐβουλῆος , Ὡρῶν
καὶ φρύγετρον , τὸ μὲν φρύγετρον Πολυζήλου εἰρηκότος ἐν Διονύσου γοναῖς , οὗπερ αἱ χύτραι κρέμανται καὶ τὸ φρύγετρόν γε
4891109 γνωτος
: τὸν μέν ῥα πατὴρ Λυκόοργος ἔπεμπε , τῶν ἄμφω γνωτὸς προγενέστερος , ἀλλ ' ὁ μὲν ἤδη γηράσκοντ '
. [ πρόκατε ] : εὐθέως . . καὶ πρόκατε γνωτὸς Μέμνονος : γνωτὸς ? ? ? ? ? ?
4886976 Ἐνυαλιος
Παφλαγονίας : ἔνερθεν τὸ ὑποκάτωθεν : ἔνοσις ἡ κίνησις : Ἐνυάλιος : Ἐνυὼ πολεμική τις δαίμων : ἔνωρ τὸ ἁπαλόν
, καὶ πάλιν σοὶ μὲν εὔιππος εὔπωλος ἐγχέσπαλος δῶκεν αἰχμὰν Ἐνυάλιος εὔσκοπον ἔχειν . ἓν δὲ ποίημα ἐπετήδευσε συνθεῖναι ,
4882239 Ἀπις
Λαοδαμαντείου λιμένος εἰς Παραιτόνιον λιμένα πλοῦς ἥμισυ ἡμέρας . Ἔχεται Ἆπις πόλις . Μέχρις οὖν ἐνταῦθα Αἰγύπτιοι ἄρχουσιν . ΜΑΡΜΑΡΙΔΑΙ
καὶ τρέφεται θήλεια βοῦς ἱερά , καθάπερ ἐν Μέμφει ὁ Ἆπις , ἐν Ἡλίου δὲ πόλει ὁ Μνεῦις : οὗτοι
4855358 ἡβωοντες
τ ' ἀριδείκετος ? ? ἀνδρῶν [ ἐν δώμασιν ] ἡβώοντες ? [ τέκοντό ] ? τε κύδιμα ? ?
μεγάροισιν ὄλοντο ἓξ μὲν θυγατέρες , ἓξ δ ' υἱέες ἡβώοντες . τοὺς μὲν Ἀπόλλων πέφνεν ἀπ ' ἀργυρέοιο βιοῖο
4850764 χρυσεος
ἤθροισα σποράδην τὸ πρὶν ἀειδόμενον : ἡμέτερος γὰρ κεῖνος ὁ χρύσεος ἦν πολιήτης εἴπερ Ἀθηναῖοι Σμύρναν ἐπῳκίσαμεν . φασὶ δ
εἰρημένα μοῦνα : ἐν μὲν γὰρ Θήβῃσι τῇσι Βοιωτῶν τρίπους χρύσεος , τὸν ἀνέθηκε τῷ Ἀπόλλωνι τῷ Ἰσμηνίῳ , ἐν
4847137 Ἡρακλεεος
δύο , μίαν ἐντελῆ καὶ μίαν συνῃρημένην , οἷον Ἡρακλέης Ἡρακλέεος Ἡρακλέους , καὶ ἡ συνῃρημένη δύο , μίαν ἐντελῆ
Ἡρακλέης Ἡρακλέεος Ἡρακλέους καὶ Ἡρακλῆος ποιητικῶς : τοῦτο ἀπὸ τοῦ Ἡρακλέεος γέγονε κατὰ κρᾶσιν τῶν δύο εε εἰς τὸ η
4838189 τιθηνης
ἰδιότητα δ ' ἔχειν τοιαύτην , ὥστε πᾶσαν γένεσιν ὑποδέχεσθαι τιθήνης λόγον ἐπέχουσαν τῷ φέρειν αὐτὰς καὶ ἀναδέχεσθαι μὲν αὐτὴν
ἐπὶ νῆας . παῖδα δ ' ἑλὼν ἐκ κόλπου ἐυπλοκάμοιο τιθήνης ῥῖψε ποδὸς τεταγὼν ἀπὸ πύργου , τὸν δὲ πεσόντα
4836424 Κυψελος
ἔχει ; ὄλβιος οὗτος ἀνὴρ ὃς ἐμὸν δόμον εἰσαφικάνει , Κύψελος Ἠετίδης , βασιλεὺς κλειτοῖο Κορίνθου , αὐτὸς καὶ παῖδες
. . . . . . . . . α Κύψελος . . . . . . . . .
4833058 Αἰθιοψ
ἂν εὖ γεγονὼς ᾖ τῇ φύσει πρὸς τἀγαθά , κἂν Αἰθίοψ ᾖ , μῆτερ , ἔστιν εὐγενής . Σκύθης τίς
ἂν εὖ γεγονὼς ἦι τῆι φύσει πρὸς τἀγαθά , κἂν Αἰθίοψ ἦι , μῆτέρ , ἐστιν εὐγενής . Σκύθης τις
4830562 ἁγνος
ἄμφω γὰρ ἑνὸς ὀνόματα κύρια : τὸ δὲ ἄγνος καὶ ἁγνὸς καὶ ἀργὸς καὶ Ἄργος ἕτερα . ποικίλη δὲ καὶ
δέρμα ἰχνεύμονος ἢ φώκης ἢ ἐλάφου ἢ γυπὸς καὶ φόρει ἁγνὸς ὤν . εἰ δὲ καὶ χρυσώσῃς ἔξωθεν , κάλλιον
4825052 ἀφνειος
διδοῖς καὶ ἀμείνονα ταῦτα : ἦτοι μὲν γὰρ κεῖνα καὶ ἀφνειὸς πόροι ἀνήρ , πλούτου γὰρ κενεοῖο πέλει κενεαυχέα δῶρα
οὐσίαν , εὔπορος ὁ πρὸς τὰς ἐπιβαλλούσας χρείας ἀνενδεής , ἀφνειὸς ὁ ἀπ ' ἐνιαυτῶν τὴν οὐσίαν συλλέγων , ὄλβιος
4810299 τοσοσδε
[ τε ] ἑτέρων πεντακισμυρίων πεζῶν καὶ ἱππέων ἑξακισχιλίων . τοσόσδε μὲν αὐτοῖς ἀθρόως στρατὸς ἀγήγερτο . Μιθριδάτῃ δὲ τὸ
ἦν . καὶ τὸ σύμπαν αὐτοῦ σῶμα εὐλῶν ἐξέζεσεν . τοσόσδε διὰ τῆς νυκτὸς ἐνέπεσε σεισμός , ὥστε ἐξέθορον ἐκ
4801130 Ἀβαντος
ἕκτη Εὐβοίας , Δίαντος κτίσμα , ὡς Ἔφορος τρίτῃ ” Ἄβαντος δὲ γίγνονται παῖδες Ἄλκων καὶ Δίας καὶ Ἀρέθουσα ,
σπορᾶς κτλ . . . ] Ἀπὸ τῶν ἐγγόνων τοῦ Ἄβαντος μέλλει γενήσεσθαι ὁ Ἡρακλῆς . κλεινός ] Ὁ Ἡρακλῆς
4798421 Ξουθος
καὶ διὰ τὴν αὐτῶν ἐκείνων ἐπιείκειαν . ἐβασίλευσε δὲ καὶ Ξοῦθος τῆς περὶ τοὺς Λεοντίνους χώρας , ἥτις ἀπ '
ἐχρῶντο . τῶν παίδων αὐτοῦ : Ἕλληνος παῖδες Δῶρος , Ξοῦθος , Αἴολος , ὥς φησι καὶ Ἡσίοδος : Δῶρόν
4797629 οἰκετις
ὥσπερ παρὰ τὸ προφήτης γίνεται † παρωνύμως προφῆτις , οἰκέτης οἰκέτις , οὕτως ἄρτης ἄρτις καὶ ἄρδις . ἢ παρὰ
καὶ πολλὰ ὑπέσχετο συλλαβομένῃ . Ἔφη δ ' ἴσθι μὲν οἰκέτις οὖσα ἐμή , ἴσθι δὲ ὀργῆς πειρασομένη βαρβάρου καὶ
4796946 δαμαλις
κῶας δὲ προβάτων . δαμάλης μὲν ὁ ἄρρην μόσχος : δάμαλις δὲ ἡ θήλεια : μόσχος δὲ κοινῶς ἐπ '
ψυχήν , λόγον , αἴσθησιν ὁ ζῳοπλάστης , ἃ συμβολικῶς δάμαλις , κριός , αἲξ ἐν ἱεραῖς γραφαῖς ὠνομάσθησαν .
4792935 ἐνηλλακται
ἐρέει : ἤτοι ὅτι ὁ κέ περισσὸς ἢ τὸ ῥῆμα ἐνήλλακται , ἐρέει ἀντὶ τοῦ εἴποι ἄν . . .
ἐπὶ τοῦ ἀργὸς καὶ ἄργος : ὁ γὰρ τόνος ἐνταῦθα ἐνήλλακται , καὶ τὸ παροξυνόμενον σημαίνει πόλιν τινὰ ἐν Πελοποννήσῳ
4788419 σκυθρωπος
καιρίαν ἐστέναζεν : ἄμπελος δ ' ἦν κατηφής , καὶ σκυθρωπὸς οἶνος , καὶ βότρυς ὥσπερ δακρύων , καὶ Βάκχος
ὅθεν καὶ ἐκ θαλάσσης λαμβάνει τὰς πλείους τῶν ὁμοιώσεων . σκυθρωπὸς δὲ καὶ σύννους καὶ αὐστηρὸς ἐφαίνετο καὶ μισογέλως ,
4778340 ἱερος
λέγει γοῦν οὐχ ὁ Ἰακὼβ τῷ Ἰωσὴφ μᾶλλον ἢ ὁ ἱερὸς λόγος παντὶ τῷ τὸ μὲν σῶμα εὐεκτοῦντι , ἐν
πάσας συμβέβηκε τῆς εἰρήνῃ φίλης ἡσυχίας μακρὰν ἀπεληλαμένης , ὁ ἱερὸς συναινεῖ λόγος : οὐ γὰρ λέγει μὴ εἶναι πολέμου
4773173 γνοφος
. τὸ μέλαν . ἀπὸ τοῦ γνόφου καὶ δνόφου . γνόφος δὲ ὁ κενὸς φάους ἀήρ . κατὰ δὲ μετάθεσιν
κυκῶν τὴν θάλατταν ὑπὸ τῶν ἐπῶν , χειμὼν ἄφνω καὶ γνόφος ἐμπεσὼν ὀλίγου δεῖν περιέτρεψεν ἡμῖν τὴν ναῦν : ὅτε
4767115 Ἐρευθαλιων
Ὠκεανοῦ θυγατέρα . Τοῦ δὲ γίνεται Κρίασος , τοῦ δὲ Ἐρευθαλίων [ ἀφ ' οὗ Ἐρευθαλία πόλις καλεῖται ἐν Ἄργει
Ὠκεανοῦ . τοῦ δὲ γίνεται Κρίασος , τοῦ δ ' Ἐρευθαλίων , ἀφ ' οὗ Ἐρευθαλίη πόλις καλεῖται ἐν Ἄργει
4762994 σορος
θεράποντ ' ὀνόμηνεν : ὣς δὲ καὶ ὀστέα νῶϊν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι χρύσεος ἀμφιφορεύς , τόν τοι πόρε πότνια μήτηρ
. . Γ . ὣς δὲ καὶ ὀστέα νῶιν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι , χρύσεος ἀμφιφορεύς , τόν τοι πόρε πότνια
4756998 Οἰνομαῳ
ἐς δὲ τὸν ἀγῶνα ἀτόλμως ἔχων ὑπεῖκε καὶ ἡνιόχει τῷ Οἰνομάῳ . τέλος δὲ καὶ ἀναφανῆναι τοῦ Οἰνομάου προδότην φασὶν
καὶ Ἀντιφάνης ἐν Ἑαυτοῦ Ἐρῶντι , Εὔβουλος δ ' ἐν Οἰνομάῳ ἢ Πέλοπι : περιφοραῖς κυκλούμενος ὥσπερ κυλιστὸς στέφανος .
4746034 θησσα
τοῦ Καλυδωνίου συὸς πληγέντα τὸν μηρὸν ἀποθανεῖν . ἀλλά ἑ θῆσσα γυνή : θῆσσα ἡ δούλη . Ἀθηναῖοι δὲ καὶ
ταὐτόν ἐστι κατ ' ἐκεῖνον θής καὶ μισθωτός ] . θῆσσα μέντοι παρ ' αὐτῷ καινότερον ἄλλο τι δηλοῖ .
4744541 Ἱπποδαμεια
, ἅρμα δὲ πρώτην κατασκευάσασαν διὰ τοῦτο ἱππίαν κεκλῆσθαι . Ἱπποδάμεια : Δημοσθένης ἐν τῷ πρὸς Τιμόθεον ἀγοράν φησιν εἶναι
Ἀτρέως , ἐλέους ἔτυχε παρὰ Πέλοπος διὰ τὸν ἔρωτα . Ἱπποδάμεια δ ' ἀνέπειθεν Ἀτρέα καὶ Θυέστην ἀναιρεῖν αὐτὸν ,
4737546 ἀρσενος
ὁ ἄρσην τοῦ ἄρσενος τῷ ἄρσενι καὶ τὸ ἄρσεν τοῦ ἄρσενος τῷ ἄρσενι : εἰ δὲ ἐποίησαν ἐπὶ τῶν οὐδετέρων
τάδε Κλυταιμήστραι μολών . λεχώ μ ' ἀπάγγελλ ' οὖσαν ἄρσενος τόκωι . πότερα πάλαι τεκοῦσαν ἢ νεωστὶ δή ;
4732382 διδυμοι
] Τριόπας καὶ Μεσσήνη . Τριόπᾳ δὲ ἐκ Σωσίδος ἐγένοντο δίδυμοι μὲν Πελασγὸς καὶ Ἴασος , νεώτεροι δὲ Ἀγήνωρ καὶ
ἄκρον τούτου πόσθη . ὄσχεος δ ' ἐν ᾧ οἱ δίδυμοι , ὧν τὸ μὲν ἄνω κεφαλή , τὸ δὲ
4731365 βροτολοιγος
τούτου καὶ “ καρπῷ βριθομένη νοτίῃσί τε εἰαρινῇσι . ” βροτολοιγός ὁ Ἄρης ὁ διὰ τοῦ φονεύειν τὸν ὄλεθρον ἐπιφέρων
. ” Ἄρης ἐπὶ μὲν τοῦ θεοῦ “ Ἄρης τε βροτολοιγός , ” ἐπὶ δὲ τοῦ σιδήρου “ ἔνθα μάλιστα
4728851 Εὐρυτιων
φθιτοῖσιν ἔτευξ ' Ἀσκληπιοῦ εἵνεκα λώβης . Ἤλυθε δ ' Εὐρυτίων Ἴρου παῖς Ἀκτορίωνος τρηχείην Ὀπόεντα λιπὼν , σὺν δ
οἷον Ἠετίων Ἠετίωνος , Δευκαλίων Δευκαλίωνος , Ἀμφιτρύων Ἀμφιτρύωνος , Εὐρυτίων Εὐρυτίωνος , Ἠλεκτρύων Ἠλεκτρύωνος , Ἐρευθαλίων Ἐρευθαλίωνος : ὅθεν
4713722 ἑωσφορος
φησί , φήμη ἀνεγειρομένη λάμπει , καὶ οὕτως ὡς ὁ ἑωσφόρος συγκρινόμενος τοῖς ἄλλοις ἄστροις , διὰ τὴν τοῦ Μελίσσου
εἰς ως θηλυκὰ ἐν τῇ συνθέσει φυλάττει τὸ ω : ἑωσφόρος , ἡωσφόρος : οἷς , ἀκόλουθον καὶ τὸ φωσφόρος
4712979 τροχος
ποτὲ μὲν κυκλοειδεῖς φαίνονται , ποτὲ δὲ παρεσπασμένοι . ἔστω τροχὸς ὁ ΑΒΓΔ , καὶ διήχθωσαν διάμετροι αἱ ΒΑ ,
. Ἔστι καὶ ἰχθὺς ῥόμβος λεγόμενος : ἔστι καί τις τροχὸς ῥόμβος λεγόμενος , ὃν στρέφοντες καὶ ἱμαντίῳ τύπτοντες ἐκτύπουν
4710353 εὐνετης
γράφει τὴν παραλήγουσαν : εὑρετής : προπετής : εὐπετής : εὐνέτης : ὀφειλέτης : φυλέτης : ἐρέτης : στρατηγέτης .
πᾶσα δ ' ἐκτύπει στέγη . λαβὼν δὲ προχύτας μητρὸς εὐνέτης σέθεν ἔβαλλε βωμούς , τοιάδ ' ἐννέπων ἔπη :
4707714 Ἐπειου
Οἰνομάου τήν τε Πισαίαν ἔσχε καὶ Ὀλυμπίαν , ἀποτεμόμενος τῆς Ἐπειοῦ χώρας ὅμορον οὖσαν τῇ Πισαίᾳ : Ἑρμοῦ τε ἐν
τάχος Λασθένει . Εἰ δέ τις ἀσθενέστερος μὲν ὢν τοῦ Ἐπειοῦ , αἰσχίων δὲ τοῦ Θερσίτου , μικρότερος δὲ τοῦ
4703429 ἀτρεστος
' . . . . ἀστραβής : ὁ ἄτρεπτος καὶ ἄτρεστος : Πίνδαρος : ἄμαχον ἀστραβῆ κίονα : παρὰ τροπήν
ὥσπερ ἂν εἰ μετ ' αὐτῶν ἀεὶ διῆγεν , οὕτως ἄτρεστος ἦν . Οὔτι που ] Ἠθοποιΐα . Χαλκάρματος ]
4701961 Ἰαπετος
οὐ δῆτ ' , ἐπεί με καὶ κασιγνήτου τύχαι : Ἰαπετὸς ὁ τοῦ Κρόνου ἀδελφὸς ἐκ θυγατρὸς τοῦ Ὠκεανοῦ Κλυμένης
Ἰαπετὸν ] ἀρχαῖον ⌈ καὶ / μωρόν : ὁ γὰρ Ἰαπετὸς θεὸς ἦν πρὸ τοῦ Κρόνου . καλέσαντα ] σὲ
4699398 Τριοπης
] , Ἀκτὶς , Μάκαρ , Χρύσιππος , Κάνδαλος , Τριόπης . ἄλλως : Ἡλίου παῖδες καὶ Ῥόδης ἑπτὰ γίνονται
Ὄχιμος , Κέρκαφος , Ἀκτὶς , Μάκαρος , Κάνδαλος , Τριόπης , Φαέθων ὁ νεώτερος , ὃν οἱ κατὰ τὴν
4694499 Σαλμωνευς
βασιλῆες , Κρηθεὺς ἠδ ' Ἀθάμας καὶ Σίσυφος αἰολομήτης , Σαλμωνεύς τ ' ἄδικος καὶ ὑπέρθυμος Περιήρης . Σαλμωνέως Τυρὼ
Δῶρος , Ξενοπάτρα : Αἰόλου δὲ καὶ Ἴφιδος τῆς Πηνείου Σαλμωνεύς , Σαλμωνέως δὲ καὶ Ἀλκιδόκης Τυρώ , ἧς καὶ
4689180 ἀχυνω
οὕτω δέ , φασί , καὶ ἄχω ἀχύω καὶ Δωρικῶς ἀχύνω καὶ μεταθέσει ἀχνύω , ἐξ οὗ τὸ ἄχνυμι .
ἄχω ἄχομαι παράγωγον ἀχύω ὡς ἄνω ἀνύω , Δωριεῖς δὲ ἀχύνω φασί : μεταθέσει δὲ ὁμοίᾳ γίνεται ἄχνυμαι , ὡς
4685561 Ἐτεοκλος
Χάρισι τιμωμέναις κατὰ τὸν Βοιωτικὸν Ὀρχομενόν : αἷς λέγεται πρῶτος Ἐτέοκλος τεθυκέναι ὁ Κηφισοῦ παῖς . ὁ δὲ Κηφισὸς τῆς
ποταμὸς , ἔνθα καὶ αἱ Χάριτες τιμῶνται . ταύταις δὲ Ἐτέοκλος ὁ Κηφισοῦ τοῦ ποταμοῦ πρῶτος ἔθυσεν , ὥς φησιν
4681760 Κερβερος
ἐν Τρικαρηνίᾳ πρὶν περιελάσαι τὰς βοῦς ἀναιρεῖ : ὁ δὲ Κέρβερος συνηκολούθει ταῖς βουσίν . ἐπιθυμήσας δὲ τοῦ κυνὸς ἀνὴρ
κύφωνες καὶ τροχοί , καὶ ἡ Χίμαιρα ἐσπάραττεν καὶ ὁ Κέρβερος ἐδάρδαπτεν . ἐκολάζοντό τε ἅμα πάντες , βασιλεῖς ,
4677910 Πανδροσος
, καί οἱ γίνονται θυγατέρες μὲν Ἕρση καὶ Ἄγλαυρος καὶ Πάνδροσος , υἱὸς δὲ Ἐρυσίχθων : οὗτος οὐκ ἐβασίλευσεν Ἀθηναίων
δὲ τῆς Ἀθηνᾶς Πανδρόσου ναὸς συνεχής ἐστι : καὶ ἔστι Πάνδροσος ἐς τὴν παρακαταθήκην ἀναίτιος τῶν ἀδελφῶν μόνη . ἃ
4677207 παλαιστρα
ἑτέρους Ἑρμῆς , ἀγασθείη τε αὐτὸν τοῦ εὑρήματος , καὶ παλαίστρα γένοιτο Ἑρμοῦ πρώτη , καὶ οἱ πλασθέντες δὲ ἐκ
δὲ οἱ δι ' ἀλκῆς σώματος , ὥσπερ δρόμος , παλαίστρα , πυγμή , παγκράτιον , δίσκος , ἅλμα ,
4675588 διεγειρω
τοῦτο ποιεῖν , ” ἐπὶ γὰρ τὰ συνήθη τῶν ἔργων διεγείρω ” , ἐκ δευτέρου ὁ αἴλουρος ἔλεγεν : „
λάμπω . Ἀλεείνω : ἐκκλίνω . φεύγω . Ὀρίνω : διεγείρω . Ὠδίνω : γεννῶ . Ἴκελος : ὅμοιος .
4674091 ὀρω
. ἀπεκαίνυτο : καίνω καινύω καίνυμι καίνυμαι ἐκαινύμην ἐκαίνυτο ὡς ὄρω ὀρύω ὀρνύω ὄρνυμι . . . . ἀπεβουκόλησα :
ο , ὄνυξ . Ὀτρύνω . πλεονασμῷ τοῦ τ , ὄρω , ὀρύνω , καὶ ὀτρύνω . Ὁδεῖνα . ὅδε
4667668 Ἁρπυια
. ὁ πολίτης Ἁρπιναῖος , καὶ Ἁρπίνηθεν ἐκ τόπου . Ἅρπυια , πόλις ἐν Ἰλλυρίᾳ παρ ' Ἐγχελέαις , εἰς
Ἀκταίονος κυνῶν ὀνόματα , κατὰ τὴν Αἰσχύλου δόξαν , Κόραξ Ἅρπυια Χάρων Λυκόττας : οἱ δὲ καὶ Ξενοφῶντι τῷ Γρύλλου
4667285 σειρα
ψυχὴν , ἀλλ ' ἡ κατὰ τάξιν καὶ βαθμὸν αὐτῶν σειρὰ καὶ ἡ ἐν τάξει τελειότης τῆς ψυχῆς παραδίδοται νῦν
ἄρχομαι , περινοστῶ , ἀναγορεύω καλῶ , σειρῶ , ἡ σειρὰ τοῦ βίρρου , ἡλοκοπῶ , φωνῶ κράζω , συντρέφω
4664594 αἰπυς
ὕψος , νῦν δὲ καταχρηστικῶς τὸ μῆκος : ὡς καὶ αἰπὺς ὄλεθρος : γράφεται παρεῖμαι , ἀντὶ τοῦ : ἐκλέλυμαι
ὄχ ' ἄριστον ἁπάντων εἴη , ἐπεὶ τάχα τῇδε τετεύξεται αἰπὺς ὄλεθρος . ὧδε γὰρ ἔβρισαν Λυκίων ἀγοί , οἳ
4663099 δεκαετης
καταλιπὼν ἐπὶ τῆς νεὼς τὸ ἐκείνης εἴδωλον , περὶ οὗ δεκαετὴς συνέστη πόλεμος , ἀπὸ ὑπάρχοντος μὲν καὶ κατ '
καὶ μείζους ἔτι καὶ ἐλάττους : τὸ πάχος δὲ αὐτῶν δεκαετὴς παῖς γεγονὼς μόλις ταῖς χερσὶ περιβάλλειν ἀρκέσειε . τούτοις
4659974 Ἡρως
κεῖται ] Ἤγουν ἰδίᾳ καὶ μόνος ἀπ ' ἄλλων . Ἥρως δ ' ἔπειτα λαοσεβὴς ] Ἤγουν μετὰ θάνατον ἥρωσιν
ἀγελείην . . . . , . ἀγρεύς : ὁ Ἥρως : εἴρηται παρὰ τὸ ἐν ἀγρῷ γεγεννῆσθαι : ἀπὸ
4659203 ἀδμης
τὰν Φερρέφατταν ὡς δάμαλις , ὡς παρθένος , ὡς πῶλος ἀδμής . ἣ δ ' ἄρ ' ἦν μυωνία .
Φερρέφατταν , ὡς δάμαλις , ὡς παρθένος , ὡς πῶλος ἀδμής : ἡ δ ' ἄρ ' ἦν μυωνιὰ ὅλη
4654387 ποδαγρος
. καὶ ἐκ τούτων δὲ ἐδηλώθη ὅτι [ ὁ ] ποδαγρός : ἀρκετὸν μὲν ἦν ἀπὸ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ
. καὶ ἐκ τούτων δὲ ἐδηλώθη ὅτι [ ὁ ] ποδαγρός : ἀρκετὸν μὲν ἦν ἀπὸ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ
4650791 Πυρρας
Δευκαλίωνος μὲν καὶ Πύρρας , ὡς δέ τινες Διὸς καὶ Πύρρας , Ἕλλην : Ἕλληνος δὲ καὶ Ὀθρηίδος Ξοῦθος Αἴολος
λάρνακα , καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἐνθέμενος , εἰς ταύτην μετὰ Πύρρας εἰσέβη . Ζεὺς δὲ πολὺν ὑετὸν ἀπ ' οὐρανοῦ
4649541 κισσα
μιμητικὰ γόητας καὶ πανούργους , ὡς πίθηκος καὶ κόσσυφος καὶ κίσσα . τὰ δὲ ποικίλα καὶ κατάστικτα , ὡς πάρδαλις
ἐπιμέλεια : ἐπεὶ δὲ προκοπτούσης τῆς κυοφορίας ἡ καλουμένη γίνεται κίσσα , καὶ περὶ ταύτης λέγομεν ἀκολούθως . [ Τὸ
4647989 Πυριφλεγεθων
εἰς Ἀΐδεω ἰέναι δόμον εὐρώεντα . ἔνθα μὲν εἰς Ἀχέροντα Πυριφλεγέθων τε ῥέουσι Κώκυτός θ ' , ὃς δὴ Στυγὸς
] . φανερὸν δὲ πόθεν καὶ ὁ Κωκυτὸς καὶ ὁ Πυριφλεγέθων τὴν κλῆ - σιν ἔσχον , πάλαι καιόντων τοὺς
4647862 Ὀθρυς
μυκτῆρος ἐπισπέρχοντες ἀυτμῇ . Ναὶ μὴν καὶ νιφόεσσα φέρει δυσπαίπαλος Ὄθρυς φοινὰ δάκη , κοίλη τε φάραγξ καὶ τρηχέες ἀγμοί
: χιονώδης χιονιζομένη , λευκή * δυσπαίπαλος : τραχυτάτη τραχεῖα Ὄθρυς : ὄνομα ὄρους Θεσσαλίας , ὅπου ὁ σὴψ νέμεται
4647509 ἱμας
ἀγωγεύς : ὁ ἐμάγων καὶ ὁ λῶρος τῆς ἀσπίδος καὶ ἱμάς , ᾧ ἄγεται ὁ ἵππος . ἀγωγίμων : φορτίων
κῦδος ὁ τοῦ Ἀτρέως , εἰ μὴ ἐρράγη μὲν ὁ ἱμάς , αὐτὸν δὲ ἐξήρπασεν ἡ Διὸς καὶ Διώνης αἰσχίστην
4638725 ἐναιε
ἐκαλεῖτο οὕτως ἀπὸ Τρεμίλου , ὡς Πανύασις ἔνθα δ ' ἔναιε μέγας Τρεμίλης καὶ ἔγημε θύγατρα , νύμφην Ὠγυγίην ,
αὖτ ' ἐπὶ τοῖσιν Ἀραιθυρέηθεν ἵκανεν , ἔνθ ' ἀφνειὸς ἔναιε , Διωνύσοιο ἕκητι πατρὸς ἑοῦ , πηγῇσιν ἐφέστιος Ἀσωποῖο
4626295 Ἰωνικως
ἔφανα : τὸ προστακτικὸν κράνον , ὡς φάνον , καὶ Ἰωνικῶς τροπῇ τοῦ α εἰς η κρῆνον , καὶ ἐν
λέγει φʃ ἑστὸς μικρὸν γράφουσιν , ἀλλὰ καὶ μέγα : Ἰωνικῶς μικρὸν μέν , Ἀττικῶς μέγα τοὺς γὰρ ἀφισταμένους :
4624888 Στρατιος
ὁδενε ! [ . ] Στράτιος ? ? ? , Στράτιος ? [ ! ! ! ! ! ! !
τι [ . ] στίβος ὁδενε ! [ . ] Στράτιος ? ? ? , Στράτιος ? [ ! !
4618347 χηρος
ἀπ ' ἀνδρὸς χήρα , καὶ ὁ μονωθεὶς ἀπὸ γυναικὸς χῆρος : ὅθεν καὶ χηρωσταὶ οἱ τῷ ἐρήμῳ γένει προσήκοντες
τὸν δὲ θῆλυν ᾤκτειραν καὶ εἴασαν ἀπαθῆ , καὶ περίεισι χῆρος . Ἀριστοτέλης λέγει τῶν περιστερῶν τοὺς ἄρρενας ταῖς θηλείαις
4614437 ἐκλιπων
, ἐνέχυρα δέ . Ἐκλείψας οὐ δόκιμον , ἀλλὰ τὸ ἐκλιπών . Χρηστὸς τὰ ἤθη πληθυντικῶς φυλάττου : οἱ γὰρ
δ ' αὖ μετὰ τοῦτον , ἀνὴρ τὴν ἑαυτοῦ μὲν ἐκλιπών , ἑτέρωσε δὲ οἰκῶν , κέρδεσι δὲ τοῖς ἐν
4611450 αὐτοχθων
κατηγήσασθαι ἐπὶ τὰς Ἀφίδνας , τὰς δὴ Τιτακός , ἐὼν αὐτόχθων , καταπροδιδοῖ Τυνδαρίδῃσι . Τοῖσι δὲ Δεκελεῦσι ἐν Σπάρτῃ
ἡ Ἀττικὴ ἐκαλεῖτο ἀπὸ Ἀκταίου τινός . ἀνὴρ δὲ ἦν αὐτόχθων , ὡς Φαβωρῖνος , ὃς ἐβασίλευσεν ἐκεῖ καὶ ἀφ
4609392 ἀρσενι
καὶ πρεσβύτατοι γενεῆς ἢ δημογέροντες . Μὴ μὲν ἐπ ' ἄρσενι παιδὶ τρέφειν πλοκάμους ἐπὶ χαίτης . μὴ κορυφὴν πλέξηις
χρονιωτέρη τούτου εἵνεκεν ἐπὶ τῇ θηλείῃ γίνεται ἢ ἐπὶ τῷ ἄρσενι . Ἀναβήσομαι δὲ αὖθις ὀπίσω ὅθεν ἀπέλιπον . Ὁκόταν
4607707 Σισυφος
ἐστὶν ἡ μῆτις ἡ προκειμένη τῶν προγόνων , ἧς ὑπόδειγμα Σίσυφος . τὸν μὲν Σίσυφον λέγω , φησὶν , οὕτω
αὐτούς . σισυφεὺς ὁ σοφὸς ἀριθμητὴς , ἐπεὶ καὶ ὁ Σίσυφος κέρδιστος καὶ φιλάργυρος . διαφορὰν ὀλύνθων , φηλήκων ,
4604930 Κρης
ἐυπλόκαμος Δημήτηρ , ὧι θυμῶι εἴξασα , μίγη ] οὗτος Κρὴς τὸ γένος , Κατρέος καὶ Φρονίας υἱός . ὡς
αἰεί ] . . . . ἦλθεν Ἀθήναζε καὶ ἄλλος Κρὴς ἀνὴρ ὄνομα Ἐ . : οὐδὲ οὗτος ἔσχεν εἰπεῖν
4603670 Μεγαλαις
θυγατρός , Ἀκουσίλαος [ ] δὲ καὶ Ἡσίοδος ἐν ταῖς Μεγάλαις Ἠοίαις [ . . ] φασὶν ἐξ Ἰοφώσσης τῆς
τῆς Αἰήτου θυγατρός : Ἀκουσίλαος δὲ καὶ Ἡσίοδος ἐν ταῖς Μεγάλαις Ἠοίαις φασὶν ἐξ Ἰοφώσσης τῆς Αἰήτου . καὶ οὗτος
4603546 Λυκειος
ἀυτοῦσαι πελαζόμεσθα . καὶ σύ , Λύκει ' ἄναξ , Λύκειος γενοῦ στρατῷ δαΐῳ [ στόνων ἀυτᾶς ] . σύ
αὕτη δ ' , Ὀρέστα , τοῦ λυκοκτόνου θεοῦ ἀγορὰ Λύκειος : οὑξ ἀριστερᾶς δ ' ὅδε Ἥρας ὁ κλεινὸς
4601259 Στεφανηφορου
Γεωργικῷ . Στεφανηφόρος : Ἀντιφῶν ἐν τῷ πρὸς Νικοκλέα . Στεφανηφόρου ἡρῷον , ὡς ἔοικεν , ἦν ἐν ταῖς Ἀθήναις
ἐλασθείς ἔπλευσε τὴν θάλασσαν , εἰ μὴ μόνος ἐκεῖνος . Στεφανηφόρου μετ ' ἦρος μέλομαι ῥόδον τέρεινον † σὺνεταιρεῖ ἀύξει
4599901 πληθυω
, καὶ ἀνώρμησεν : ἐκ τοῦ ὀρούω ὀρύω ὡς πλήθω πληθύω , πηδῶ πηδύω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο βοιωτικῶς
τὸ ἀντλῶ : παρὰ τὸ ἀρῶ ἀρύω , ὡς πλήθω πληθύω , ἔρω ἐρύω καὶ ἐρύσω , ἄνω ἀνύω καὶ
4596942 Ἠετιων
κατὰ διάστασιν ψιλοῦται : ἀάπτους ἀήσυλα ἀΐσσω ἰάπτω ἰατρός ἠΐθεος Ἠετίων ἠέλιος ὀΐω ὀϊστός . σεσημείωται τὸ ἵημι , καὶ
εἴς , εἰς Λῆμνον . . . . . Ἴμβριος Ἠετίων : πρὸς τὴν ὁμωνυμίαν . . ἤτοι ὁ μὲν
4596074 Ἱπποκενταυρον
. ἀλλὰ καὶ τὰ μηδ ' ὅλως ὄντα νοοῦμεν ὡς Ἱπποκένταυρον καὶ Χίμαιραν : ὥστε οὐδ ' οὗτος ὁ λόγος
, ὅταν ἀπὸ ἀνθρώπου καὶ ἵππου τὸν μηδέποτε ὑποπεπτωκότα ἡμῖν Ἱπποκένταυρον νοῶμεν . πάσης οὖν ἐπινοίας προηγεῖσθαι δεῖ τὴν διὰ
4592223 Ἀριστιας
ἢ μαζαγρέτας αἰδοῖ τραπεζεύς , ἀκρατέα νηδὺν ἔχων , φησὶν Ἀριστίας . ὅτι Ἄλεξις μέμνηται χυδαίων στεφάνων ἤτοι χύδην πεπλεγμένων
καὶ Δεινόλοχος ὁ ἀνταγωνιστὴς Ἐπιχάρμου καὶ Ἴβυκος ὁ Ῥηγῖνος καὶ Ἀριστίας καὶ Ἀπολλοφάνης ποιηταὶ κωμῳδίας ᾄδουσιν αὐτόν . Σοφὸν ἐλέφαντος
4590804 ἀχνυω
, ἑννύω , ἕννυμι , καὶ ἀμφιέννυμι , ἄχω , ἀχνύω , ἄχνυμι , ῥῶ , ῥωννύω , ῥώννυμι ,
καὶ ὡς πλήθω πληθύω πληθύνω , οὕτως ἀχύνω καὶ ὑπερθέσει ἀχνύω . καὶ ἀχνύομαι , καὶ ἄχνυμαι . συγκοπῇ καὶ
4584565 Λυκαων
Γλαῦκος , Ἀγάθων Χερσιδάμας Εὐαγόρας Ἱπποδάμας Μήστωρ , Ἄτας Δόρυκλος Λυκάων Δρύοψ Βίας , Χρομίος Ἀστύγονος Τελέστας Εὔανδρος Κεβριόνης ,
τούτου δὲ Δηιάνειρα θυγάτηρ : ἐκ δὲ Δηιανείρας καὶ Πελασγοῦ Λυκάων ἕτερος : τούτου δὲ Οἴνωτρος , ἑπτακαίδεκα γενεαῖς πρότερον
4579530 παις
δεῖ ἡμέας ἀλλήλων πειρηθῆναι ; Εἶς μέν μεο τῆς ἀδελφεῆς παῖς , ἔχεις δέ μεο ἀδελφεόν . Σὺ δή μοι
ἡμᾶς ὁμολογίαν . Καὶ ἧς μὲν ἐγὼ ἐπεδικασάμην , ἡ παῖς τύχῃ χρησαμένη καμοῦσα ἀπέθανεν : ἡ δ ' ἑτέρα
4579031 ξυστος
αὐτῶν ὁ ὀρυκτὸς σκώληξ , ἐχόμενος δ ' ἐστὶν ὁ ξυστός , εἶθ ' ὁ σκευαστός , δηκτικώτερος μέντοι καὶ
τυρὸς χλωρός , τυρὸς ξηρός , τυρὸς κοπτός , τυρὸς ξυστός , τυρὸς τμητός , τυρὸς πηκτός . Ἐν ὅσῳ
4578903 ὀχος
ἄλοχον ὡς πατρὸς βίαι ; οἰκεῖος αὐτὸν ὤλες ' ἁρμάτων ὄχος ἀραί τε τοῦ σοῦ στόματος , ἃς σὺ σῶι
Ὄχθαι . τὰ χείλη τῶν ποταμῶν τὰ ἐξέχοντα . ἔχω ὄχος ἔξοχος , καὶ θηλυκὸν ὄχη , καὶ πλεονασμῷ τοῦ
4575716 ἰσχνος
τὸν μέγαν δάκτυλον κάμπτων τοῦ ποδός , ἕτερος δ ' ἰσχνὸς τὸν μικρὸν ἐκτὸς ἀπάγων , ὁ δέ γε τρίτος
εὔσαρκος , ἀγαθογνώμων . ἐὰν δὲ ὁ τοῦ Ἑρμοῦ ἔσται ἰσχνὸς ὁ κλέπτης , ὑπόξηρος , σύμμετρος , οὐλόθριξ ,
4571738 Ἡλιασιν
. . . . , : Ἀδριαναὶ γυναῖκες : Αἰσχύλος Ἡλιάσιν Ἀδριαναί τε γυναῖκες ˈ τρόπον ἕξουσι γόων . .
τούτῳ ὅμοιόν ἐστι τὸ ” ἀνιηρέστερον ” καὶ τὸ ἐν Ἡλιάσιν Αἰσχύλου „ ἀφθονέστερον λίβα „ . καὶ Ἐπίχαρμος δὲ
4569054 φωτεινος
τῆς ΕΙ διφθόγγου γράφεται , οἷον ἐλεεινός , ὀρεινός , φωτεινός . Ὅσα δὲ σημαίνει καιρὸν διὰ τοῦ Ε γράφεται
εἰς νος ὀξύτονα παρώνυμα διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφονται : φωτεινός : ἐλεεινός : ὀρεινός : κλεεινὸς , καὶ κατὰ
4568463 Γλως
τρόπον κατελύθη . ὁ δὲ τοῦ στόλου τὴν ναυαρχίαν ἔχων Γλῶς , γεγαμηκὼς τοῦ Τιριβάζου τὴν θυγατέρα , περίφοβος ὢν
, περισπᾶται . τὰ μέντοι ἰσοσύλλαβα περισπῶνται : σῶς Κρῶς Γλῶς Κῶς χωρὶς τοῦ ζώς : καὶ τὸ δώς ὀξύνεται

Back