| Βορεάδαι . πεφρίκοντας : διακινοῦντας : φρὶξ γὰρ κυρίως ἡ ἠρεμαία κίνησις τῶν κυμάτων . μυθικὸν δέ τι ἀνέπλασεν ἐπτερῶσθαι | ||
| ἡ δὲ πνοὴ ὡς ἂν αὖρά τίς ἐστι καὶ ἀναθυμίασις ἠρεμαία καὶ πραεῖα . ὁ μὲν οὖν κατὰ τὴν εἰκόνα |
| ] Κυβερνῆται , τροπικῶς . : νεοχμοῖς ] Νέοις , προσφάτοις . : πελώρια ] Τοὺς Τιτᾶνας καὶ τοὺς τούτων | ||
| μαγείρῳ τοῦτο γάρ : οἷον τὰ νησιωτικὰ ταυτὶ ξενύδρια ἐν προσφάτοις ἰχθυδίοις τεθραμμένα καὶ παντοδαποῖς , τοῖς ἁλμίοις μὲν οὐ |
| οὐ γεννᾷ πνεύματος οὐδέν : ἡ δὲ σφοδρὰ θερμότης οὐ λεπτύνουσα καὶ διαλύουσα μόνον , ἀλλὰ καὶ διαφοροῦσα κωλύει τὴν | ||
| τοῦ πνεύματος : ἡ δ ' ἐλάττων θερμότης [ οὐ λεπτύνουσα καὶ διαλύουσα μόνον , ἀλλὰ καὶ διαφοροῦσα κωλύει τὴν |
| ἡμῖν , καίτοι τάχ ' ἴσως οὐδ ' ἡ τοιαύτη δριμύτης , εἴπερ οὕτω γίνοιτο , ἐκφεύγει τὴν ψυχρότητα : | ||
| τοῦτο ποίησον πολλάκις , ἔστ ' ἂν ἀφανισθῇ τέλεον ἡ δριμύτης τοῦ ἐν αὐτῷ κιτρίου ζωμοῦ . Ἔπειτα λάβε τὸ |
| φησιν Ὅμηρος ἐνεῖναι τῷ Μενελάῳ τὸ θάρσος : οὕτως ἦν ἐρρωμένη καὶ ἄφοβος τὴν ψυχήν . δηχθέντος δὲ τοῦ μειρακίου | ||
| σοι πάνυ σφοδρὸς μήτε ἡ δύναμις ἀσθενὴς , ἀλλ ' ἐρρωμένη , μᾶλλον κέχρησο τοῖς ἰσχυροῖς ἀλείμμασιν εἰς τὸ θερμᾶναι |
| λόγων . Ἤδη δὲ ἔγωγε καὶ ἐν αὐταῖς ἔδοξα ταῖς ῥητορείαις τοῦτο συμβεβηκέναι τῷ ἀνδρὶ τὸ πάθος , ὥςτε περὶ | ||
| δ ' αἴσθησις τοῖς δημηγόροις : ἡ δὲ φαντασία ταῖς ῥητορείαις αὐταῖς : ὁ δὲ νοῦς τοῖς δικασταῖς : ἡ |
| τὴν Φειὰν αἱροῦσιν . καὶ ὕστερον αἵ τε νῆες περιπλεύσασαι ἀναλαμβάνουσιν αὐτοὺς καὶ ἐξανάγονται ἐκλιπόντες Φειάν , καὶ τῶν Ἠλείων | ||
| αὐτῆς ὅσον ἐπὶ σοὶ κατῄσχυνας ἄχρηστα ἐπιδείξας καὶ ἀνωφελῆ τοῖς ἀναλαμβάνουσιν : οὐδέποτε δ ' εὐσταθείας ὠρέχθης , ἀταραξίας , |
| γε μητρὸς ἥ ς ' ἐγείνατο . φιλεῖ γὰρ ἡ δύσκλεια τοῖς φθονουμένοις νικᾶν ἐπ ' αἰσχροῖς ἢ ' πὶ | ||
| ἐπίρρητος καὶ ἐπίψογος : καὶ τὰ πράγματα ἀδοξία κακοδοξία , δύσκλεια , δυσφημία , ἀγνωσία , καταβοὴ ὡς Θουκυδίδης . |
| ἐπιστήμῃ χορηγήσει , φύσις δεξιά , μάθησις ἀκριβής , ἄσκησις ἐπίπονος , ἅπερ καὶ τὸν Παιανιέα τοιοῦτον ἀπειργάσατο . πῶς | ||
| ἡ κατὰ τὰς ὁμοίας , ἡ δὲ κατὰ τὴν ἀνδρείαν ἐπίπονος : πλὴν κατὰ τοσοῦτον ἡδεῖα , ὅσον ἡ ἀναφορὰ |
| . συμφέρει δ ' ἐπίθυμον τοῖς φυσώδεσι καὶ ὑποχονδριακοῖς καὶ ἀπέπτοις , καὶ ὅσοις τὸ ἧπαρ βαρύνεται , καὶ τοῖς | ||
| ἔστι δὲ καταμήνια ἄπεπτον περίττωμα : καθάπερ ἐν ταῖς κοιλίαις ἀπέπτοις ὑπαρχούσαις ἐπακολουθεῖ διάρροια , οὕτω καὶ ἐν ταῖς φλεψὶ |
| κἂν μελανθῆναι φθάσῃ γυμνωθείσης δὲ τῆς σαρκὸς τοῦ δέρματος , δύσκολος ἡ ἐπούλωσις γίνεται , δακνομένου καὶ ῥυπουμένου τοῦ ἕλκους | ||
| τῶν ὅρων λήψει . παρὰ γὰρ τοῦτο πολλάκις χαλεπὴ καὶ δύσκολος ἡ ἀγωγὴ γίνεται τῷ μὴ εὑρίσκεσθαι τῶν ὅρων ὀνόματα |
| εἰϲ τὸν κοιτῶνα πρὸϲ τὸ θερμὸν ἔτι ὑπάρχον τὸ γάλα ποθῆναι . εἰ οὖν καλῶϲ πεφθείη καὶ μὴ διαφθαρείη , | ||
| τοῖς παρεμπλάσσουσιν , οὐ μὴν πᾶσιν , ἀλλ ' ὅσα ποθῆναι δύναται καὶ ἀκίνδυνα καθέστηκεν : ψιμύθιον γὰρ καὶ γύψος |
| . . . . . . οὐγ . αʹ . Ἀγαρικοῦ . . . . . . . . οὐγ | ||
| τῇ Ἀλκιβιαδείῳ , πικροτέρα δὲ καὶ πλέον ἔτι φαρμακωδεστέρα . Ἀγαρικοῦ ῥίζα κατὰ μὲν τὴν πρώτην γεῦσιν γλυκεῖά πως , |
| κρᾶσις καὶ συναίρεσις , σύνθετα δὲ ἔκθλιψις καὶ κρᾶσις , ἔκθλιψις καὶ συναίρεσις , κρᾶσις καὶ συναίρεσις , ἔκθλιψις καὶ | ||
| ἔκθλιψις καὶ συναίρεσις , κρᾶσις καὶ συναίρεσις , καὶ [ ἔκθλιψις ] κρᾶσις καὶ συναίρεσις . ἁπλᾶ μὲν ἔκθλιψις ὡς |
| καὶ οὐδὲ τὸν Ποσειδῶ προσιόντα δέδοικεν , ἀλλ ' ἔοικε διατεινομένῳ ἔτι : οὔπω τοὺς βραχίονας ἡ ῥώμη ἀπολέλοιπεν , | ||
| μετατεθῆναι τὰ εἱμαρμένα : καὶ πολλά γε ἐπὶ πολλοῖς αὐτῷ διατεινομένῳ καὶ παρακλίνοντι ὡς ἐξηγεῖτο Χρυσάνθιος , ἡ βούλησις τελευτῶντι |
| καὶ ποικιλώτερον . οἶνος δὲ κατὰ μὲν τὴν λοιπὴν θεραπείαν ἄθετος , ἐν δὲ ταῖς ἀναλήψεσιν ὀλίγος λεπτὸς εὐώδης λευκὸς | ||
| καὶ ποικιλώτερον . οἶνος δὲ κατὰ μὲν τὴν λοιπὴν θεραπείαν ἄθετος , ἐν δὲ ταῖς ἀναλήψεσιν ὀλίγος , λεπτός , |
| ἡ μὲν ποδάγρα οὐ πάντῃ ἀνίατος , ἡ δὲ λύσσα δυσίατος : ἡ δὲ κυνάγχη εἰς θάνατον φέρει . πᾶν | ||
| καρκινώδης ὄγκος , ἀντίτυπος ὑπάρχων καὶ ὀχθώδης καὶ διὰ τοῦτο δυσίατος ἢ καὶ ἀνίατος . θηριώδης δὲ καὶ κακοήθης προσαγορεύεται |
| , σαρκῶσαι , μινυθῆσαι , ἡ σκληρὴ δῆσαι , ἡ μαλακὴ λῦσαι , ἡ πολλὴ μινυθῆσαι , ἡ μετρίη σαρκῶσαι | ||
| ' ὀλίγῳ μὲν εἴη θερμοτέρα , παμπόλλῳ δὲ ὑγροτέρα , μαλακὴ τούτοιϲ ἐϲτὶ καὶ πολλὴ ἡ ϲάρξ , καὶ τὸ |
| φέρεσθαι καλῶς : διὰ γὰρ πυρός : ὅ ἐστι : πεπύρωται ὡς πῦρ , θερμῶς . εἶπε γὰρ αὐτῇ [ | ||
| ἐάν τις αὐτὰ καλῶς ὀπτήσῃ , ἀλυποτάτην ἔχει διάθεσιν : πεπύρωται γάρ . διὸ οὐχ ὁμοίως τοῖς ὠμοῖς ἐστι δύσπεπτα |
| ἐν αʹ Δευκαλιωνείας Ἐρυσίχθονά φησι τὸν Μυρμιδόνος , ὅτι ἦν ἄπληστος βορᾶς , Αἴθωνα κληθῆναι . Πολέμων δ ' ἐν | ||
| σωφρόνως οἰκεῖν οἰκίαν . τοῦ δ ' αὐτὸς αἴτιος ἦν ἄπληστος καὶ πολυτελὴς ὤν , προχείρως ἅπαντα ποιῶν καὶ κτώμενος |
| ἐνδεχόμενον . Πολλὰ γένη ἀρετῆς εἰσῆγον οἱ παλαιοί , πολιτικὴν καθαρτικὴν νοερὰν καὶ τὴν παραδειγματικὴν τὴν καὶ θεουργικήν . τούτων | ||
| νῷ ἑπομένη . τελεστικὴν δὲ ἐνέργειαν λέγω τὴν τοῦ αὐγοειδοῦς καθαρτικὴν δύναμιν , ἵνα τῆς ὅλης φιλοσοφίας τὸ μὲν θεωρητικὸν |
| , μελανόφλεβεϲ : ἀϲκίτῃϲι μὲν καὶ τυμπανίῃϲι ἐπιφανέεϲ καὶ ἐν προϲώπῳ καὶ καρποῖϲι καὶ ἐπιγαϲτρίῳ . ἐπὶ δὲ τοῖϲι ἀνὰ | ||
| τὴν δὲ ῥίζαν αὐτοῦ τινεϲ ἐπιπλάττουϲι τραύμαϲι καὶ τοὺϲ ἐν προϲώπῳ ϲπίλουϲ ἀπορρύπτουϲιν αὐτῷ . Πολύγονον ἔχει μέν τι καὶ |
| ἐστίν . καὶ μήν γε καὶ τῆς ἀλλοιωτικῆς δυνάμεως ἡ δυσκρασία πρὸς μὲν τὸ θερμότερον ἐκτρεπομένη ποτὲ μὲν τὸ πικρόχολον | ||
| τῶν δ ' ἐναντίων ἡ ψυχρά τε καὶ ὑγρὰ ἐφίεται δυσκρασία , καὶ ὧδε μὲν ποιότητος τινὸς ἐπικρατούσης , ταῦτα |
| γίνεται , [ ἢ κατὰ συλλογισμόν , ] ἥ ἐστι μαλθακή τις καὶ ἀμυδρὰ οἷον πόρρωθεν μὲν ὁρῶσα , τῇ | ||
| ἐς ταύτην ὑποδύεται . Ἐσθὴς δὲ τοῖς μὲν πλουσίοις ὑαλίνη μαλθακή , τοῖς πένησι δὲ χαλκῆ ὑφαντή : πολύχαλκα γὰρ |
| εἴωθε γεννᾶσθαι χυμός , οὐ μόνον χρηστός , ἀλλὰ καὶ γλίσχρος , ἐξ οἵου δεῖ μάλιστα γίνεσθαι τὸν πῶρον . | ||
| κισσῷ , μαλακός , ἐν τῇ γεύσει δριμὺς ἠρέμα καὶ γλίσχρος : ῥίζα δ ' ἄχρηστος . φύεται ἐν τραχέσι |
| ἀποτελοῦσα . διὸ καὶ τὸν στόμαχον , ἀεικίνητον ὄντα , ἐμποδίζουσα κλείει , τὴν δὲ κοιλίαν πνευμάτων ἐμπίπλησι καὶ τὸ | ||
| ἀλλὰ σύνεστιν ἀεὶ τῇ νοήσει ἡ φαντασία ἢ συνεργοῦσα ἢ ἐμποδίζουσα , συνεργοῦσα μὲν ὡς ἐπὶ τῶν μαθημάτων , ἐμποδίζει |
| δ ' ὑγραίνοντα διάχριστα ἐπιτήδεια μὲν τοῖς ξηροῖς καὶ ἀνθρακώδεσιν ἕλκεσιν , οἷα μάλιστα ἐν ὠσὶ καὶ ῥισὶ γίνεται : | ||
| ' [ Ὀδυσέα ] τὸν ἀλιτρὸν οζη ? ? [ ἕλκεσιν ? ? ὁ ποθούμενος [ αἷμα κατὰ χθονὸς ἀπο |
| ἐν μεσημβρίᾳ ἀκμάζοντος τοῦ ἡλίου θερμαινόμενος εὐκίνητός ἐστι καὶ συριγμοῖς προσέχει . δράκων ] ὄφις . θείνει ] τύπτει . | ||
| , καὶ τὰ μικρὰ μεγάλα ποιεῖ , τὸ σκότος φῶς προσέχει , τὸ γλυκὺ πικρὸν λέγει , καὶ συκοφαντίαν ἐκδιδάσκει |
| ταυτὶ ξενύδρια ἐν προσφάτοις ἰχθυδίοις τεθραμμένα καὶ παντοδαποῖς , τοῖς ἁλμίοις μὲν οὐ πάνυ ἁλίσκετ ' , ἀλλ ' οὕτω | ||
| ξενύδρια , ἐν προσφάτοις ἰχθυδίοις τεθραμμένα καὶ παντοδαποῖς , τοῖς ἁλμίοις μὲν οὐ πάνυ ἁλίσκετ ' , ἀλλ ' οὕτως |
| πολὺ δὲ ταῦτα γνώσῃ τῇ πείρᾳ . ἡ περὶ τούτων ἀκοὴ οὐ βραδέως γέγονεν : ταχὺ γὰρ ἤγγειλα . καὶ | ||
| ἀλλὰ ταχέως . καὶ τῶνδε πύστις καὶ ἡ περὶ τούτων ἀκοὴ καὶ γνῶσις οὐ βραδύνει εἰς ἐπέκτασιν πολλοῦ χρόνου , |
| ἡ ἐγκράτεια , τὸ ἐμμένειν πάσῃ δόξῃ , ἔσται καὶ φαύλη ἐγκράτεια , ὅταν ἐμμένῃ τις ψευδεῖ δόξῃ : ἀλλὰ | ||
| ἡ καλλίστη ἀλόη καὶ μόνη ῥῶσαι δύναται , οὕτως ἡ φαύλη ποιότητος φαρμακώδους ἀναπίμπλησι τὴν κοιλίαν : τὰς δὲ παρεμπιπτούσας |
| ἔσω ἐστὶν ὁ παῖς . Σοφοκλῆς τὴν διαφορὰν [ ] συγχεῖ : φησὶ γοῦν ἐν Τραχινίαις γυναῖκες , αἵ τ | ||
| δὲ δόξα νικητήριος τοῖς εὐπλοοῦσιν ἀντιπνεύσας ' ἡ τύχη ἅπαντα συγχεῖ , κᾆτα ναυαγεῖν ποιεῖ σὺ δ ' , ὦ |
| . . ἐγχέλειον : παρατέθεικε τῷ πατρί . τευθὶς ἦν χρηστή , πατρίδιον : πῶς ἔχεις πρὸς κάραβον ; ψυχρός | ||
| φόνου : ἐνταῦθα γὰρ μία μὲν ὑπόληψις περὶ τὴν γυναῖκα χρηστή , ὅτι τῆς νίκης αἰτία , ἣν χρὴ βεβαιῶσαι |
| τὴν ὀφθαλμίαν τοῦτό ἐστι . τὰ δὲ νοσήματα ὅσα αὐτοῖς προσπίπτει ἄλλως , ὁ μέλας οἶνος αὐτοῖς ἐστιν ἄκος . | ||
| ἐνδεικνύμενος ὅτι σώφρονα παρθένον ἄξεται . Ἐν τούτῳ ἡ Ἀνθία προσπίπτει τοῖς γόνασι τοῦ Ἀψύρτου καὶ ἐδεῖτο ὑπὲρ Ἁβροκόμου : |
| ἡ διὰ τῶν χειρῶν τρῖψις συμβάλλεται ἥσυχος καὶ θερμὴ καὶ πραεῖα , προσέτι καὶ ἡ ἐπίδεσις τῶν ἄκρων . καὶ | ||
| Ὑδροχόῳ : ὁ γήμας ὠφεληθήσεται : ἔσται γὰρ ἡ γυνὴ πραεῖα καὶ φρονίμη . Σελήνης Κριῷ : ὁ γήμας βλαβήσεται |
| μᾶλλον ἐϲθίειν : ὅϲα δὲ ϲφοδρῶϲ αὐϲτηρὰ καὶ ϲτρυφνά , μοχθηρὰ τῇ τοιαύτῃ διαίτῃ . ἐπιτηδειότερα δὲ πάντων ἐϲτὶν ἰϲχάδεϲ | ||
| πρὸς τὰ αὐτὰ χρήσιμα εἶναι : φαίνοιτο γὰρ ἂν ἐνίοτε μοχθηρὰ πράγματα πρὸς ἀγαθόν τι χρήσιμον εἶναι . ἔτι δὲ |
| ὁμολογεῖ ψεύδεσθαι λέγων συντρέχειν τὴν ἀντίφασιν . οὕτως γάρ ἐστιν ἀκαταληψία ἐν τοῖς οὖσι , καὶ οὐ δύναται ὁ τοιοῦτος | ||
| . καταληπτόν , κατάληψις , καταληπτικὴ φαντασία , ἀκατάληπτος , ἀκαταληψία , . . . . ὅταν λέγῃ ὁ Ζήνων |
| διαφέρει τῷ μαγείρῳ τοῦτο γάρ . οἷον τὰ νησιωτικὰ ταυτὶ ξενύδρια , ἐν προσφάτοις ἰχθυδίοις τεθραμμένα καὶ παντοδαποῖς , τοῖς | ||
| διαφέρει τῷ μαγείρῳ τοῦτο γάρ : οἷον τὰ νησιωτικὰ ταυτὶ ξενύδρια ἐν προσφάτοις ἰχθυδίοις τεθραμμένα καὶ παντοδαποῖς , τοῖς ἁλμίοις |
| δὴ αὐτῶν ταῖς γλυκεραῖς κοίταις ἐπέραστον ἔβαλεν αἰδῶ , κοινὸν ἁρμόζουσα τὸν μιχθέντα γάμον τῷ θεῷ καὶ τῇ τοῦ Ὑψέως | ||
| τῶν ὁμοίων παράθεσις : Τί ἔστιν ἐτυμολογία ; ἀνάπτυξις λέξεων ἁρμόζουσα τὴν φωνὴν πρὸς τὴν τοῦ ὑποκειμένου πιθανότητα . Τί |
| ταχεῖα δ ' ἤδη ἡ αἴσθησις τοῖς μύροις ἀναμιγνυμένοις τῷ χρωτί . Ἀπορεῖται δὲ δίοτι οἱ μὴ εἰωθότες μυρίζεσθαι μᾶλλον | ||
| μάντις ἡ καλαμαία κατὰ τὴν νύκτα χροϊξεῖται καὶ πλησιάσει τῷ χρωτί , τοὶ καὶ σοῦ : ἀντὶ τοῦ : ἡ |
| πεποίηκε καὶ δεύτερόν ἐστι τῆς φύσεως καὶ τῷ ἀνειδέῳ καὶ ἀμόρφῳ συμπλέκεται : καὶ ἄτοπον τὴν φύσιν τοῦ τε μηδέπω | ||
| “ ἔφη , ” πάσχειν , ὥσπερ ἂν εἴ τινι ἀμόρφῳ προσωπεῖον εὔμορφον ἐπιθείη τις φέρων , ὁ δὲ μέγα |
| ἐκνοσηλεῦσαι , νοσοκομῆσαι , νοσοτροφία . ἀρρωστεῖν , ἀρρώστημα , ἀρρωστία : ὑγίεια , ὑγιαίνειν , ὑγιής . δίαιτα , | ||
| ἀπομιμούμενος κίνησιν . οὗτος ἕπεται μὲν ἀρτηριῶν μαλακότησι καὶ ἱκανῶς ἀρρωστία δυνάμεως . συμβαίνει δὲ ἐπὶ λαύραις κενώσεσιν , αἱμορραγίαις |
| , ἐν τῷ διαμασᾶσθαι ἐκκαίων τὴν γεῦσιν : ῥίζα εὐμεγέθης ὕπεστιν , ὄζουσα λιβάνου . Ἄλλη λιβανωτὶς πάντα ἐοικυῖα τῇ | ||
| τούτων ἕκαστον τμητέον , καὶ ὅπη τὰ αὐτὰ κεφάλαια πᾶσιν ὕπεστιν , καὶ ὅπη ἑκάστῳ ἁρμόττει χρήσασθαι , ἐφεξῆς [ |
| τῶν δὲ ἀνθρωπίνων ἡδὺ τὸ τέλος αὔξεται καὶ ἡ ἀρχὴ ἡδεῖα γίνεται , τοῦ δαιμονίου αὐτὰ αὔξοντος . τεοῖσί τε | ||
| δράσαντα ἢ τὸν εὖ παθόντα . εἰ γάρ ἐστι μᾶλλον ἡδεῖα καὶ μᾶλλον φιλητὴ ἡ μνήμη τῶν καλῶν τῆς τῶν |
| αἰδοῖ σώζομεν αὐτῆς τὴν παρουσίαν , καὶ πάρεστιν ἡμῖν ἰδεῖν ἡδίστη καὶ πολύτιμος καὶ ἀλοίδορος . ἤγουν νομίζομεν ἔτι συνεῖναι | ||
| , ὃ γὰρ ἀπῆλθε φύσει , τοῦτο μένει τέχνῃ , ἡδίστη δὲ ἡ τῶν ἀπολλυμένων ἀνάκτησις , ὥστ ' , |
| , ἐκεῖθεν δῆλον : εὐθὺς γὰρ τοῦ χειμῶνος φανερὰ γίνεται πεφυκυῖα : καὶ διαφέρει πολλοῖς : ἔχει γὰρ τὸ φύλλον | ||
| ἰτέον , αὕτη δὲ δὴ ἡμῖν ἡ τοιαύτη καὶ οὕτω πεφυκυῖα ἀπαλλαττομένη τοῦ σώματος εὐθὺς διαπεφύσηται καὶ ἀπόλωλεν , ὥς |
| ἀλλ ' ἐπειδὴ ἑκατέρα αὐτῶν ἄμφω ὑπάρχει . ἥτε γὰρ ἀσωτία ὑπερβάλλει μὲν τῇ δόσει , τῇ δὲ λήψει ἐλλείπει | ||
| ἐναντίον λέγεται , ὅτι τε μᾶλλον ἀφέστηκεν αὐτῆς ἢ ἡ ἀσωτία , καὶ ὅτι κατὰ πλείονας τρόπους ἁμαρτάνουσιν οἱ ἄνθρωποι |
| ἐνιαχοῦ . Καὶ ἡ ἄρκευθος ἐμφαίνει τινὰ τῇ μασήσει κακωδίαν γλυκεῖα οὖσα : τὸ δ ' οὖρον ποιεῖ εὐῶδες . | ||
| ὀπώρας : ἡδονῆς δὲ χάριν καὶ εὐστομαχίας διδόσθω σταφυλὴ λευκὴ γλυκεῖα συμπεπτωκυῖα μετ ' ἄρτου καὶ σῦκα πέπειρα , περιαιρεθέντος |
| τε τὴν γεῦσιν οὐ λίαν οὐδὲ ἀθρόως σίελον ἐπισπώμενος : πνιγώδης γὰρ ὁ τοιοῦτος . πρωτεύει δ ' ὁ Κυρηναϊκός | ||
| κοίλῳ χωρίῳ πανταχόθεν ὄρεσιν ὑψηλοῖς περιεχόμενος μηδεμίαν αὔραν δέχηται : πνιγώδης τε γὰρ ὅδε καὶ σηπεδονώδης ἐστὶν ἀνάλογον τοῖς ἀποκεκλεισμένοις |
| ἤ τι ποιέειν εἰς ἔργον αὐτοῦ ἐκτὸς ὡς ἀποστᾶσα , ἐνοῦσα δ ' αὖ εἰς αὐτὸ σὺν τῷ ὀργάνῳ ἐργάζεται | ||
| εἰ δ ' οὐκ ἔστι μὲν βλάστημα ἡ ψυχή , ἐνοῦσα δὲ ἐν τῷ σώματι κρατεῖται , πλασματῶδές πᾶν καὶ |
| ἡ φύσις , καὶ τρέπεται ἐφ ' ἑκάτερα , καὶ ἀκμάζει ὀλίγον χρόνον ἡ εὐεξίη ἐν τοῖσι τοιουτοτρόποισι τῶν σωμάτων | ||
| μή με λελήθατε χρησμοὺς ἐκ Δελφῶν δεξάμενοι . ἕως οὖν ἀκμάζει τῆς ὀργῆς ταύτης ἡ φλόξ , τίς οὕτως ἀνδρεῖος |
| κεῖται . ἱστοτρίβης ] ἡ περὶ τὸν ἱστὸν τῆς νεὼς συνοῦσα αὐτῶι . ἐπραξάτην ] αὐτή τε καὶ Ἀγαμέμνων . | ||
| τὴν πρὸς τὰ προστακτικά , ἐκεῖνο ἂν φαίημεν , ὡς συνοῦσα ἡ διὰ τοῦ ἄγε σύνταξις ἐξαίρετον καταστήσει τὴν προστακτικὴν |
| ἐννεοττεύειν ὄρνεα παντοδαπὰ ταῖς φύσεσιν , ἃ τὴν χρόαν ἔχειν ἐπιτερπῆ καὶ τὴν μελῳδίαν προσηνεστάτην . διὸ καὶ πάντα τὸν | ||
| τοῦ ἐνιαυτοῦ παραμένειν θάλλοντα καὶ τὴν ὅλην πρόσοψιν ἀνθηρὰν καὶ ἐπιτερπῆ παρεχόμενα . μυθολογοῦσι δὲ μετὰ τῆς Κόρης τὰς τῆς |
| ἱκανῶς . ἡ δ ' ἑτέρα κηκὶς ἡ ξανθὴ καὶ χαύνη ξηραίνει μὲν καὶ αὐτή , ἀλλ ' ἧττον . | ||
| καὶ τὰ ὦτα χονδρώδη καὶ δύϲπεπτα . ἡ δὲ γλῶττα χαύνη καὶ ἄναιμοϲ καὶ ὀλιγότροφοϲ . οἱ δὲ ἀδένεϲ ἡδεῖϲ |
| , πολυαρμόνιον , ἀνάρμοστον , ἀναρμοστία , ἀναρμοστεῖν . ῥυθμὸς ἄρρυθμος , ἀρρυθμεῖν : Πλάτων γάρ ἐστιν ὁ ὀνομάζειν οὕτω | ||
| : λεία γὰρ οὖσα καὶ ὁμαλὴς ἐμμελής , τραχυνθεῖσα δὲ ἄρρυθμος : καὶ στενωτέρα μὲν ὀξύν , εὐρυτέρα δὲ βαρὺν |
| οὐ γὰρ ἁπλῶς , εἰ τὸ δέρμα μελάντερον , ἤδη θερμότερος ὁ ἄνθρωπος ὅλος , ἀλλ ' εἰ τῶν [ | ||
| περιέχων ἡμᾶς ἀὴρ συνεχῶς ἡμῶν τρέπει τὰς κράσεις , ἤτοι θερμότερος ἀμέτρως ἢ ψυχρότερος ἢ ξηρότερος ἢ ὑγρότερος γινόμενος : |
| καὶ μάλιστα αἱ μεγάλαι , ἔχουσί τι τρόφιμον . κολοκύνθη ὀλιγότροφος , σταφίδες αἱ αὐστηραί τε καὶ ἀλιπεῖς . μέσα | ||
| καὶ μάλιστα αἱ μεγάλαι , ἔχουσί τι τρόφιμον . κολοκύντη ὀλιγότροφος , σταφίδες αἱ αὐστηραί τε καὶ ἀλιπεῖς . μέσα |
| ἰχθυδίοις τεθραμμένα καὶ παντοδαποῖς , τοῖς ἁλμίοις μὲν οὐ πάνυ ἁλίσκετ ' ἀλλ ' οὕτως παρέργως ἅπτεται , τὰς δ | ||
| λόγου τῶν τε ἀδήλων σταθμήσεως καὶ τῶν ὑπαρχόντων ἐπιλογιστικῆς θεωρίας ἁλίσκετ ' , ἄλλως δ ' οὐδαμῶς , ὥστε καὶ |
| ἄλλων σωμάτων τὰς δυνάμεις : ἀλλὰ ἤδη ἀπειρίᾳ δυνάμεως ἀληθινῆς φαντάζονται καίουσαι καὶ φθείρουσαι καὶ θλίβουσαι καὶ πρὸς γένεσιν τῶν | ||
| οὐδενὸϲ τῶν πρόϲθεν γεγενημένων μνημονεύουϲιν ὀρθῶϲ , ἀλλ ' οὐδὲ φαντάζονται οὐδὲ κρίνουϲιν ὀρθῶϲ ὡϲ ἐπίπαν . προϲήκει τοίνυν τῷ |
| ἐκδεχόμεθα , ἐφ ' ὧν κυρίως παιδεία καὶ τιθασσεία καὶ ἀγριότης λέγεται , κατὰ μεταφορὰν δὲ ἢ καὶ ὁμωνύμως , | ||
| παρ ' ἑκάτερα ἡ βωμολοχία καὶ ἡ σκληρότης καὶ ἡ ἀγριότης ἐστίν : ἄμφω γὰρ ἡδονήν τινα ποιοῦσι τῷ βίῳ |
| ' ἐκ τῶν αὐτῶν ἀεὶ χρηστὰ καὶ ὅμοια γίνεσθαι , ἀλλοῖα δὲ συμβαίνει διὰ τὴν ἀνωμαλίαν τῶν δυνάμεων τῶν ἐν | ||
| τῶν ταγμάτων μικρότερα , τὰ δὲ τῶν μοιραρχῶν τελειότερα καὶ ἀλλοῖα , ὁμοίως δὲ καὶ τὸ τοῦ μεράρχου ἐνηλλαγμένον πρὸς |
| ἡτέρα ἀμφίκρανον βρυαζούσης λέαιν ' ὥς ψυχὴ γὰρ εὔνους καὶ φρονοῦσα τοὔνδικον κρείσσων σοφιστοῦ παντός ἐστιν εὑρέτις βραχεῖ λόγῳ δὲ | ||
| λίσσομαι σιγᾶν πέρι . ὁρᾶις ; φρονεῖς μὲν εὖ , φρονοῦσα δ ' οὐ θέλεις παῖδάς τ ' ὀνῆσαι καὶ |
| ἐκ διαστημάτων κατὰ πᾶσαν προσφοράν , ἢ καὶ βάρος καὶ σκοτώματα καὶ ἀλγήματα κεφαλῆς ἀπορία τε καὶ ὠμῶν χυμῶν πλῆθος | ||
| , γάλα κατασπᾷ . ἡ δὲ κεφαλὴ ἐσθιομένη κεφαλαλγίαν καὶ σκοτώματα θεραπεύει . τὸ δὲ ὠὸν αὐτοῦ τὸ ἀρρενικὸν λευκὰς |
| φώκη . τούτοις δὲ μόνοις συμβέβηκε τῶν ἐνύδρων ζῳοτοκεῖν . μαλάκια δὲ εἴρηται ὅσα τῶν ἐνύδρων ὀστέα οὐκ ἔχει , | ||
| φακῆς ἡ οἷον σάρξ , κύαμοι φρυγέντες καὶ τὰ καλούμενα μαλάκια , τευθίδες , σηπίαι , πολύποδες , οἱ κητώδεις |
| , προφανέστερον ἐπιδιασαφήσομεν . τινὲς μὲν οὖν τοῖς ὑποκειμένοις τόποις σωματικοῖς τε καὶ ψυχικοῖς προσέχοντες κατὰ τὴν ἑκάστου γένεσιν τὴν | ||
| ἐκτὸς συνημμέναι χρὴ ὥσπερ καὶ προηγεῖσθαι τὰ περὶ κτῆσιν τοῖς σωματικοῖς . σκοπεῖν οὖν δεήσει τὸν κλῆρον τῆς τύχης , |
| τὰ πράγματα ἀνασκησία , ἀμελετησία , ἀμέλεια , βλακεία , νώθεια , ἀθυμία , ῥᾳθυμία , ὀλιγωρία , ἀνανδρία , | ||
| ὄκνος , ἔκλυσις , ἀθυμία , ῥᾳθυμία , ἀνανδρία , νώθεια , νωθρότης , ὀλιγωρία , ἀμέλεια , ὑπτιότης . |
| ' ἀρτηρίᾳ τε καὶ ταῖς ἀπὸ καρδίας εἰς ῥάχιν ἀνατεινούσαις φλεψίν . πλέγματα δ ' αὐτὸν ποιεῖ τέτταρα , ἢ | ||
| μήτ ' αὖ πυκνότερον δυσκίνητον ὂν μόλις ἀναστρέφοιτο ἐν ταῖς φλεψίν . καιρὸν δὴ τούτων ἶνες τῇ τῆς φύσεως γενέσει |
| εἰ μὴ μετὰ ἀνάγκης ταῦθ ' ἡμῖν παρασχόντας . Εἰ ῥᾴδιος ὁ πορισμὸς ἦν , οὐκ ἂν περιεμείναμεν βραδυτῆτι διαβαλεῖν | ||
| τὸ ῥᾳδίως , καθὰ καὶ ἐν ὀνόμασι τὸ ῥαΐδιος καὶ ῥᾴδιος καὶ ῥάϊος καὶ ῥᾷος , καὶ Λάϊος καὶ Λᾷος |
| ἅπτεται , τὰς δ ' ὀνθυλεύσεις καὶ τὰ κεκαρυκευμένα μᾶλλον προσεδέξατ ' . Ἀρκαδικὸς τοὐναντίον ἀθάλαττος ὢν τοῖς λοπαδίοις ἁλίσκεται | ||
| ἅπτεται , τὰς δ ' ὀνθυλεύσεις καὶ τὰ κεκαρυκευμένα μᾶλλον προσεδέξατ ' . Ἀρκαδικὸς τοὐναντίον ἀθάλαττος ὢν τοῖς λοπαδίοις ἁλίσκεται |
| καὶ χαίρει μὲν τοῖϲ ψυχροῖϲ , βλάπτεται δὲ ῥᾳδίωϲ ἀμετρότερον χρηϲαμένων . οὕτω δὲ καὶ τῶν ἔξωθεν αὐτῇ προϲπιπτόντων ψυχρῶν | ||
| μὲν ὑδεριῶϲιν , οἱ δὲ λιθιῶϲιν τῶν ἐπὶ πλέον αὐτοῖϲ χρηϲαμένων , καὶ μάλιϲτα γερόντων . ἄριϲτοϲ δὲ ἐν οἴνοιϲ |
| γὰρ ἀνάγκῃ τοῖς καταποθεῖσι καὶ πέψιν , κἂν ὅτι μάλιστα κατειργασμένην ἤδη παρὰ τῆς μητρὸς λαμβάνῃ τὴν τροφήν . προστεθῆναι | ||
| ἂν τὸν ἔσχατον κίνδυνον περὶ τῆς ψυχῆς κινδυνεύων ἑτοίμην καὶ κατειργασμένην τὴν ὠφέλειαν ἀφῆκεν : ἔχοντες γὰρ τὰ ἱμάτια ηὑρέθησαν |
| . τὸ ἐθνικὸν ὤφειλε Βολογεσσιεύς ὡς Ἀφροδισιεύς , ἀλλ ' ἀνοίκειος ὁ τύπος τῇ χώρᾳ . λεκτέον οὖν Βολογεσσιηνός . | ||
| τίνα κε φύγοι ὕμνον , ἀντὶ τοῦ τίνι ἂν ὕμνῳ ἀνοίκειος γένοιτο ἐκεῖνος ὁ ἀνὴρ ἐν ᾠδαῖς ἐπιθυμηταῖς ἐπικύρσας , |
| νουσημάτων κρίνεται ἐν τεσσαρεσκαίδεκα ἡμέρῃσιν . Τῶν ἑπτὰ ἡ τετάρτη ἐπίδηλος : ἑτέρης ἑβδομάδος ἡ ὀγδόη ἀρχὴ , θεωρητὴ δὲ | ||
| ἐπὶ τὸ θερμότερον διατεθέντος ἀλλοίωσιν γεγονότων , δικαίως οὐδὲ πάνυ ἐπίδηλος ἐν τοῖς οὔροις γίνεται ἀλλοίωσις . Ἀπὸ μὲν τῶν |
| ἀτρέμα ἔχει ἑαυτὴν οὐδὲ ἐπὶ τὸν κυναγωγὸν ἐπάνεισιν οὐδὲ ἀνακαλοῦντος ὑπακούει , ἀλλ ' ὑπὸ μελέτης τοῦ θεῖν ἐπὶ μηδενὶ | ||
| δὲ πολλοῖς διαδίδοται κατὰ μικρά , διὸ ταῦτα ταῖς ὥραις ὑπακούει , καὶ ἔτι δὴ καὶ μάλισθ ' ὡς εἰπεῖν |
| ἡ τοῦ φαύλου συνείδησις , οἴκοθεν ὡς ἐκ πληγῆς δειλίαν προτείνουσα τῇ ψυχῇ . Τοῦ φαύλου ὁ βίος ἐπίλυπος καὶ | ||
| μετατρέχει δὲ καὶ τὰ ὀλύμπια τοὺς ἀσεβείας καὶ ἀθεότητος λόγους προτείνουσα , ἐπειδὰν ἢ ὡς οὐκ ἔστι τὸ θεῖον διεξίῃ |
| ὁ τῆς Ἀφροδίτης . ἐπιτιμῶντος δέ μου καὶ πόθεν ἡ ῥᾳθυμία πυνθανομένου λέγειν μὲν ἠρυθρίων τὴν πρόφασιν , ἡδέως δὲ | ||
| τὴν ἐκκλησίαν τὴν Ἀττικὴν αὐτοῦ μὲν ἀπόντος σύγχυσις εἶχε καὶ ῥᾳθυμία καὶ ταραχή , καὶ κόσμος ἦν οὐδεὶς τῶν ποιουμένων |
| προηγουμένως ἡ τοπικῶς ἐν Μούζα κατασκευαζομένη λόγχη καὶ πελύκια καὶ μαχαίρια καὶ ὀπήτια καὶ λιθίας ὑαλῆς πλείονα γένη , εἰς | ||
| χρηστέον : ἐν δὲ τοῖς Δημιοπράτοις εὑρήκαμεν μαχαίρια ἐλεφάντινα καὶ μαχαίρια κεράτινα . καὶ χέρνιβα δὲ καὶ λέβητας καὶ πρόχους |
| ἡ μὲν χολώδης ἐν ἄρθροισιν , ἡ δὲ αἱματώδης ἐν πλευροῖσιν , ἢ σπλάγχνοισιν ; Δυσεντερικοῖσιν ἔμετος χολώδης ἐν ἀρχῇ | ||
| νάβλας ἐν ἄρθροις γραμμάτων οὐκ εὐμελής , ᾧ λωτὸς ἐν πλευροῖσιν ἄψυχος παγεὶς ἔμπνουν ἀνίει μοῦσαν . ἐγρέτου δέ τις |
| κωμῳδιοποιὸς Θεόπομπος : παῦσαι κυβεύων , μειράκιον , καὶ τοῖς βλίτοις διαχρῶ τὸ λοιπόν . κοιλίαν σκληρὰν ἔχεις : τὰ | ||
| καλῶς ἐπιστατήσει . Παῦσαι κυβεύων , μειράκιον , καὶ τοῖς βλίτοις διαχρῶ τὸ λοιπόν : κοιλίαν σκληρὰν ἔχεις , τὰ |
| . εἰ δὲ μετ ' ἐγκεφάλου τρωθείηϲαν , κατάπτωϲιϲ , ἀφωνία , διαϲτροφὴ προϲώπου , χολεμεϲία , αἵματοϲ ἀπόκριϲιϲ διὰ | ||
| ὡς γαλήνην ἄγουσι καὶ κελαρύζει σφῶν οὐδεμία , ” ἡ ἀφωνία ” εἶπεν „ ἡ ἐνταῦθα οὐδὲ ταῖς πηγαῖς ξυγχωρεῖ |
| ἡμέραν ἅπερ δεῖ παθεῖν τῶν φαύλων τὸν φόβον προμαραίνει : ἀμβλύνεται γὰρ τὸ χαλεπὸν ὑπὸ τῆς εὐθυμίας ἐπιτριβόμενον , οὕτως | ||
| ἐπειδὰν δὲ ὑπερκύψῃ τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὸν δεῦρο τόπον , ἀμβλύνεται καὶ ἀμαυροῦται : καὶ μόλις ἂν αὐτοῦ γνωρίσαι τὴν |
| ἀέξων † εχθει μηδ ' εχθει † , μηδὲ φίλους ἀνία , μηδ ' ἐχθροὺς εὔφραινε . θεῶν δ ' | ||
| . Ἀνιγρός : ὁ λυπηρὸς καὶ βλαβερός . παρὰ τὸ ἀνία ἀνιαρός καὶ κατὰ συγκοπὴν καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ ἀνιγρός |
| οἱ ἐσθίοντες κουφοτάτων σφῶν αὐτῶν γιγνομένων αἰσθάνονται : διόπερ τοῖς περιττωματικὸν ἔχουσι τὸ σῶμα καὶ δεύτερον καὶ τρίτον τοῦ ἔτους | ||
| πέψεις , ποιότητι ὄντος τοῦ θερμοῦ σφοδροῦ . πολὺ οὖν περιττωματικὸν φλεγματικώτερον συνάγεται ἐν τῷ ἥπατι , ὃ ἕλκων ὁ |
| τοῦ ἐρᾶν διοίσει , καθότι ἡ μὲν ἐκ τοῦ φιλεῖν ἐγγινομένη διάθεσις ἐνεργείας ὄνομα σημαίνει : οἱ γοῦν φιλοῦντες παιδεύουσιν | ||
| ἀποδείξεως , ὅτι ἐπίστασθαι μέν ἐστιν ἡ διάθεσις αὐτὴ ἡ ἐγγινομένη ἡμῖν περὶ τῶν πραγμάτων , ἀπόδειξις δὲ ἡ ὁδός |
| ἀπόπειρα καὶ δοκιμασία τῆς ψυχῆς ἐστιν ἐν τῷ πονεῖν καὶ πικραίνεσθαι : ὅπῃ γὰρ ταλαντεύσει , χαλεπὸν διαγνῶναι . οἱ | ||
| , καὶ ὀνόμασι τοιούτοις αὐτὰ περιλαβεῖν , οἷς πέφυκεν ἀκοὴ πικραίνεσθαι . εἰ μὲν οὖν μὴ κατὰ τὸν οἰκεῖον καιρὸν |
| , ὦ Φουφέττιε , πρὸς τὰς δικαιώσεις , ἃς σὺ παρέσχου , λέγειν : μάταιον δὲ ὁρῶν τὸν λόγον καὶ | ||
| , εἰκῇ οὑτωσὶ λέγειν , ἢ περὶ ὧν τὰς μαρτυρίας παρέσχου , οὕτως ἂν παρασχέσθαι , εἰ μὴ μετὰ σοῦ |
| δὲ βάτραχον ἔλειον εἰληφόσι παρέπεται ἀνορεξία , στόματος καθυγρασμός , ναυτία , ἔμετος καὶ καρδιωγμὸς κουφότερος . Θεραπεύονται δὲ οἴνῳ | ||
| ἐν τῷ δευτέρῳ μηνί : ἔστι δὲ πλάδος στομάχου καὶ ναυτία καὶ ἀπορία καὶ ἀλυσμὸς καὶ ἔμετος σιτίων καὶ χολῆς |
| ἐστὶ παρακοπὴ διανοίας μετὰ ὀξέος πυρετοῦ καὶ κροκυδισμοῦ καὶ διανοίας ἔκστασις καὶ τῶν κατὰ φύσιν αὐτῆς ἐμποδισμὸς καὶ λήθη τοῦ | ||
| τὸ ἔλαττον ἔχειν τοῦ συμμέτρου τὸ ὑγρόν : οἷον γὰρ ἔκστασις γίνεταί τις ἐκ φύσεως , ἐν δὲ τῇ ἐκστάσει |
| ἀνομοειδὴς ἀπ ' ἐκείνου , πάντως ὅτι προϋπάρξει καὶ ἡ ὁμοειδής , ὅπερ ἐδείχθη ἀδύνατον . Ἢ πρῶτον μὲν ἐπ | ||
| , τότε χώραν ἔχει καὶ ἡ πρόοδος , εἴτε ἡ ὁμοειδής , εἴτε ἡ ἀνομοειδής . Ἐκεῖνο ἄρα πάντη ἀπρόϊτον |
| ! ! ! ! ! ! ! ! ] καὶ πρασοειδὴς [ ! ! ! ! ! ! ! ! | ||
| ἄση , σκοτόδινος , στρόφος , κεφαλῆς ὀδύνη , ἔμετος πρασοειδὴς , λεῖος , γλίσχρος ὡς φλέγμα : πρὸς δυσμὰς |
| διαστημάτων συμμέτρων ἔτρησα τρήμασι καταλλήλοις , ἵνα ὁπότε βουληθείην ἐν καταρτισμῷ ἀκινητεῖν τὸν ἄξονα , κατακλείσω τὸν κόρακα εἰς τὸ | ||
| , τὸ δὲ σφάλμα διὰ χειρῶν . τούτῳ ἐγὼ τῷ καταρτισμῷ οὐ συναρέσκομαι : διότι , ἐγὼ φράσω : αἰωρούμενον |
| * ἀπατηθῆναι , οἷον ὄψις χρώματος καὶ ἀκοὴ ψόφου καὶ γεῦσις χυμοῦ καὶ ἀτμῶν ὄσφρησις : πλείους δὲ καὶ τῆς | ||
| τοῦ χυμοῦ , ἐδόκει ἂν ἡ αὐτὴ καὶ μία αἴσθησις γεῦσις καὶ ἁφή : νῦν δὲ δύο φαίνονται διὰ τὸ |
| ἄν , ἔφη , πολυτελεστέρα ὀψοποιία ἢ μᾶλλον τὰ ὄψα λυμαινομένη , ἢ ἣν ὀψοποιεῖται ὁ ἅμα πολλὰ ἐσθίων καὶ | ||
| ἑταίραν δὲ λυσάμενος ἔνδον ἔχει , καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ λυμαινομένη ἅπαντας ἡμᾶς καὶ ποιοῦσα τουτονὶ περαιτέρω μαίνεσθαι . πῶς |
| καὶ καθαρὰ καὶ ἀγαθοειδὴς ὑπάρχει πρὸς θεῶν ὑποδοχήν ἐστιν οὐκ ἀνάρμοστος : ἐπεὶ γὰρ ἔδει καὶ τὰ ἐν γῇ μηδαμῶς | ||
| . πάραρος δὲ ὁ παρηρμένος τὴν γνώμην . πάραρος : ἀνάρμοστος , ὁ ἀχρήσιμος καὶ μάταιος ἐκ μεταφορᾶς τῶν παρηόρων |
| ἀλλ ' ἀεὶ τὸ παρ ' αὐτῆς προϊὸν ἀόριστον ποσὸν διαρθροῖ καὶ διαμορφοῖ καὶ εἰδοποιεῖ πάσας αὐτῆς τὰς προόδους ἐφεξῆς | ||
| πλεύμονος ὅτι κοῖλός ἐστι καί οἱ ἡ σύριγξ πρόσεστι : διαρθροῖ δὲ τὸν φθόγγον τὰ χείλεα καὶ ἡ γλῶσσα : |
| αὐτὸ δύναμιν , οὐ τῶν φθειρόντων ἔχει , θριδακίναι καὶ βλίτα , ἀτραφάξυες καὶ κολοκύνθαι καὶ μόρα καὶ μηλοπέπονες καὶ | ||
| χλωρὰ κοκκύμηλα ϲυκάμινα ϲυκόμορα θρίδακεϲ ἴντυβοι . μαλάχη δὲ καὶ βλίτα καὶ ἀτράφαξιϲ ὑδατωδέϲτατα λαχάνων ἐϲτίν . κύαμοι χλωροὶ ὑγραίνουϲι |
| δὲ ἢ κλέψαντες ἀπαρνῶνται ἢ συγκρύπτωσι τοῖς δεσπόταις , τότε βασανίζοντες ἀξιοῦμεν τἀληθῆ λέγειν αὐτούς . Οὐδὲ μὴν ἀπογενέσθαι ἢ | ||
| εἴτε ἐστὶ γνήσια εἴτε καὶ νόθα , ἐν τοῖς ἑρπετοῖς βασανίζοντες ὡς ἐν τῷ πυρὶ τὸν χρυσὸν οἱ βάναυσοι , |
| καὶ ἀπαλλαττό - μενος τοῦ κακοῦ , ἢ ὁ μὴ ἰατρευόμενος , ἔχων δέ ; Φαίνεταί μοι ὁ μὴ ἰατρευόμενος | ||
| τε τυχὼν καὶ μὴ τυγχάνων ἄθλιος , ὁ μὲν οὐκ ἰατρευόμενος , ὁ δέ , ἵνα ἕτεροι πολλοὶ σῴζωνται , |
| ταύτῃ τὸ τοῦ αἰσθητοῦ ὁμοίωμα τελειωθέν , ἐν δὲ τῷ αἰσθητηρίῳ ἀτελὴς καὶ συμμιγὴς πάθει ἡ ἐνέργεια : καὶ τὸ | ||
| τοῦ ὑποκειμένου αὐτῇ αἰσθητοῦ ἐστι γνωριστική , ὑπάρχουσα ἐν τῷ αἰσθητηρίῳ ᾗ αἰσθητήριον , καὶ κρίνει τὰς τοῦ ὑποκειμένου αἰσθητοῦ |
| γάρ ἐστιν ἅπερ ὃ ἄλλα ποιεῖ , τοῦτο καὶ ἑαυτὰ διατίθησιν . οἷον ὡς τὸ πῦρ δαπανῆσαν τὴν ὕλην καὶ | ||
| καὶ ὃ δὴ κεχωρισμένον ὂν τῆς τοῦ ὑποκειμένου οὐσίας οὔτε διατίθησιν αὐτὴν καθ ' αὑτὸ οὔτ ' ἀλλοιοῖ ἢ ὀνομάζει |
| ἀναδύμεναι : εἰς τὸ ἀνελθεῖν . ἀϋτμή : πνοὴ , ἀναπνοή . Ψυχή . ψυχὴ ἐτυμολογεῖται ἢ ἀπὸ τοῦ ψύχω | ||
| αὐτοῦ . ἀϋτμή : πνοὴ , ὀδμὴ , δυσωδία , ἀναπνοή . Θαμά : συχνὰ , συχνῶς . δινεύει : |