αἱ τρίχες αὐτοῦ ἔστεφον τὸ γένειον : ἀντὶ τοῦ ὅτε ἠνδρώθη καὶ τέλειος γέγονεν . ὅτε φυὰν λάχναι νιν :
, εἰδυῖαν ὡς βασιλεὺς ἔσται ἐν Λιβύῃ . Ἐπείτε γὰρ ἠνδρώθη οὗτος , ἦλθε ἐς Δελφοὺς περὶ τῆς φωνῆς :
5848202 ἐδασυνθη
, ἐψιλώθη δὲ διὰ τὴν ἐπιφορὰν τοῦ χ , διὸ ἐδασύνθη ὁ ἕξω μέλλων διδάσκων ἀπὸ τῶν αὐτῶν τοῖς ἐνεστῶσι
ἐπεὶ φωνήεντος ἐπιφερομένου τὸ τοιοῦτον παρακολουθεῖ . ἀλλὰ μὴν καὶ ἐδασύνθη , ἐπεὶ δασύνεται τὰ φωνήεντα ἐν ταῖς ἀντωνυμίαις ,
5713248 πραγματευσαμενων
πώγωνα ἔφυσε , καὶ φωνὴ τρηχέη ἐγενήθη , καὶ πάντα πραγματευσαμένων ἡμῶν ὅσα ἦν πρὸς τὸ τὰ γυναικεῖα κατασπάσαι ,
καὶ τὰ διαστήματά φησιν ἐκ πολλῶν συναγαγεῖν τῶν τοὺς σταθμοὺς πραγματευσαμένων , [ ὧν ] τινὰς καὶ ἀνεπιγράφους καλεῖ .
5282075 ἀνελαβεν
διῆγε . τέθριππόν τε κατεσκευάσατο καὶ τὴν ἐσθῆτα τὴν ποικίλην ἀνέλαβεν , ἔτι δὲ καὶ τὴν ὀψοφαγίαν καὶ τὴν οἰνοφλυγίαν
ἀπὸ τοῦ προσώπουεἴτ ' ἀπεσβηκυῖαν τὴν ψυχὴν ἀνέθαλψέ τε καὶ ἀνέλαβεν , ἄρρητος ἡ κατάληψις τούτου γέγονεν οὐκ ἐμοὶ μόνῳ
5225677 ἀναμιμνησκεται
πρὸς τούς ποτε συνήθεις . ὅθεν δῆλον ὅτι ἐπιλανθάνεται καὶ ἀναμιμνήσκεται . ὅτι δὲ ἔχει ἀνάμνησιν , δῆλον κἀντεῦθεν ἐκ
διδάσκεται , ἀλλ ' ὅταν θέλῃ , ὑπὸ τοῦ θεοῦ ἀναμιμνήσκεται . Ἀδύνατά μοι λέγεις , ὦ πάτερ , καὶ
5073957 καλυβην
τοῦ κρύψαι αὐτήν . τοῦ δὲ ὑποδείξαντος αὐτῇ τὴν ἑαυτοῦ καλύβην εἰσελθοῦσα ἐκρύπτετο εἰς τὰς γωνίας . τῶν δὲ κυνηγετῶν
. ἀπὸ παρασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου : ἀπὸ συνθήματος τοῦ Ἀργιλίου καλύβην : σκηνήν . διακονίαις παραβάλοιτο : ταῖς ἀγγελίαις ταῖς
5073895 ἐπλανατο
δὲ εἰς μέλαιναν , ποτὲ δὲ ἰάζουσαν . καὶ οὕτως ἐπλανᾶτο μετ ' αὐτῆς . ἦλθεν οὖν ὁ Ζεὺς ἐν
, διότι βαδίζοι Πύθια θεασόμενος , ἢ καθάπερ οἱ μεμηνότες ἐπλανᾶτο κατὰ τὴν ὁδόν ; Ἡνίκα δ ' ἤρξατο κατηγορεῖν
5032399 ἠρασθη
τὰς γυναῖκας ἐξοκίλλειν εἰς ἀλλοκότους ἔρωτας ⋮ Μυθεύεται , ὅτι ἠράσθη ταύρου νεμομένου ἡ Πασιφάη , Δαίδαλον δὲ ποιῆσαι βοῦν
βέλη ἐμπεπαρμένα καὶ κολάζεται ἐκ τούτου . Ὁ δὲ Ἰξίων ἠράσθη τῆς Ἥρας : ἡ Ἥρα προσαγγέλλει τῷ Διί :
5021445 ἐμακαρισε
τὰ Ἀβυδηνῶν πεδία ἐπίπλεα ἀνθρώπων , ἐνθαῦτα ὁ Ξέρξης ἑωυτὸν ἐμακάρισε , μετὰ δὲ τοῦτο ἐδάκρυσε . Μαθὼν δέ μιν
εἰς ὀνόματα καὶ δόξας προῆλθον , οὔτε τοῦ Βαβυλωνίου τείχους ἐμακάρισε τὴν Ἀσσυρίαν ἐκείνην γυναῖκα οὔτε τῶν ἐν Μέμφει πυραμίδων
4982897 ἀπωλεσε
] φεῦ ἕνεκα τῶν καλλίστων καὶ γενναιοτάτων ἀνδρῶν , οὓς ἀπώλεσε . τὸ γὰρ κεδνῆς ἀρωγῆς καὶ ἐπικουρίας στρατοῦ οὐδὲν
ἄλλως : ἡ ἔννοια : σωθεὶς δὲ ἀπὸ τῆς φυγῆς ἀπώλεσε τοῦ Ἐτεοκλέους τὸ πνεῦμα : ὃ καὶ μᾶλλον .
4948337 ἐπελαθετο
καὶ τὴν ὑπόσχεσιν ἄγοντος εἰς μνήμην αὐτῷ τῶν δεδογμένων ἑκὼν ἐπελάθετο , ἆρ ' ἂν κατηγορίας ἀλλότριον διεπράττετο πρᾶγμα ;
, εἴ τι μηχανήσαιτο , λύσων . Βέρροιαν γὰρ ἰδὼν ἐπελάθετο τῆς μείζονος . καὶ εἰ μὲν λωτὸν ἔφυσεν ἡ
4943367 ἐφαψαμενος
αὐτὰ πράττειν : φασὶ γὰρ μιμητικὸν εἶναι τὸ ζῷον . ἐφαψάμενος δὲ τῶν δικτύων ὡς συνελήφθη , ἔφη πρὸς ἑαυτόν
τοῦτο αἱρεῖσθαί τινα νήξεως ἴσην ὁρμήν . Πολλάκις δὲ καὶ ἐφαψάμενος ὁ παῖς τοῦ λόφου κατὰ τῶν ὑγρῶν νώτων ἥλλετο
4853464 ἀπελειφθην
αὐτῷ περινοστεῖν ἐπιδειξομένῳ τοῦ γάμου τὴν εὐποτμίαν , οὐδὲ τότε ἀπελείφθην , ἀλλὰ πανταχοῦ ἑπομένη ἄνω καὶ κάτω περιηγόμην :
εἰπέ . ” “ πρὸς ἐμαυτοῦ ἀδελφὸν πλέων εἰς Ἰωνίαν ἀπελείφθην νεώς , εἶτα κέλητος ἐπέβην παραπλέοντος . τότε μὲν
4833405 Ἀδραστος
καὶ γὰρ ἄλλοι εἰσὶν ὁμώνυμοί τινες κατὰ τὰ Ἰλιακά , Ἄδραστος , Τεύθρας , Οἰνόμαος . . . . :
τόνον προαγήοχεν . εἰ δὲ λέγοι τις , φησὶν ὁ Ἄδραστος , ὡς οὐ δέον ἐπὶ τοσοῦτον ἐκτεῖναι , Ἀριστόξενος
4792557 παρεγενετο
Σάρδεις . Ξενίας μὲν δὴ τοὺς ἐκ τῶν πόλεων λαβὼν παρεγένετο εἰς Σάρδεις ὁπλίτας εἰς τετρακισχιλίους , Πρόξενος δὲ παρῆν
ἑαυτὸν εἰς ἰατρὸν καὶ τὰ τῆς ἐπιστήμης πρόσφορα ἀναλαβὼν ἐργαλεῖα παρεγένετο καὶ στὰς πρὸ τῆς ἐπαύλεως ἐπυνθάνετο αὐτῶν , πῶς
4750562 ἑαλωκει
τῆς κόρης ὄψις εἰς ἔρωτα ἤγαγε , καὶ κατὰ μικρὸν ἑαλώκει Περίλαος Ἀνθίας . Ὡς δὲ ἧκον εἰς Ταρσόν ,
” ἔδοξε ταῦτα καὶ ἔπλεον οἱ κήρυκες ἐς Λέσβον , ἑαλώκει δὲ οὔπω πᾶσα , ἀλλ ' ὧδε τὰ περὶ
4750526 Ἀκαστος
. α . * . Ἀκαρός : . * ? Ἄκαστος : ὁ υἱὸς Πελίου , ὁ πατὴρ Ἀλκήστιδος :
δὲ αὐτῷ τὴν τελευτὴν λέγουσιν ὑπὸ τῶν ἵππων , ὅτε Ἄκαστος τὰ ἆθλα ἔθηκεν ἐπὶ τῷ πατρί . ἐν Νεμέᾳ
4702580 Περσης
αὐτὸν τὸ περιττὸν τῆς τρυφῆς . [ . ] Ὅτι Πέρσης ἦν ἐν Ῥώμῃ ἔπαρχος πρὸς χλευασίαν καὶ γέλωτα τὴν
ἀφανῶς ἐπὶ Καρίας . ἠγγέλη ταῦτα Τισαφέρνῃ . ὁ μὲν Πέρσης ὥρμησε Καρίαν φυλάττειν , ὁ δὲ Λάκων κατέδραμε Λυδίαν
4688847 Ὀξαθρης
ποικίλους δὲ καὶ μεγάλους ἀγῶνας συνισταμένους ὑπὲρ τῆς νίκης . Ὀξάθρης δ ' ὁ Πέρσης , ἀδελφὸς μὲν ὢν Δαρείου
, ἕως ὁ μὲν Ἀρταφέρνης καὶ Δαρεῖος καὶ Ξέρξης καὶ Ὀξάθρης καὶ Εὐπάτρα , παῖδες τοῦ Μιθριδάτου , δείσαντες ἐπὶ
4681451 παριδων
διὰ τὸν φόβον εἰδὼς εὐτρεπεῖς ὑμᾶς ἡσυχίαν ἔχῃ , ἢ παριδὼν ταῦτ ' ἀφύλακτος ληφθῇ , μηδενὸς ὄντος ἐμποδὼν πλεῖν
ἵνα μὴ πολλοῖς ἀπεχθάνωμαι , τὴν δ ' ἑτέραν ἔγημε παριδὼν τοὺς τῆς πόλεως νόμους Δημοσθένης ὁ Παιανιεύς , ἐξ
4672687 ἀρχει
γενομένης πρὸς τὸν ἄρχοντα τῆς χώρας , ἧς νῦν Φραώτης ἄρχει , κἀκείνου παρανομώτατά τε καὶ ἀσελγέστατα γυναῖκα ἀφελομένου αὐτὸν
ὁ ἥλιος πορεύεται , ἣ καλεῖται Ἀσία , εἷς ἀνὴρ ἄρχει ; Πάνυ μὲν οὖν , ἔφη , ὁ μέγας
4645971 Οἰνωτρια
Ἔνθα νῦν ἡ Χώνη ἐστὶ , χωρίον ἦν πρῶτον λεγόμενον Οἰνωτρία , ὅπου ὁ Φιλοκτήτης κατῴκησε μετὰ τὴν τῆς Ἰλίου
καὶ ἄνδρας αἰτήσας ἐπεραιώθη ναυσὶν ἐς Ἰταλίαν , καὶ ἡ Οἰνωτρία χώρα τὸ ὄνομα ἔσχεν ἀπὸ Οἰνώτρου βασιλεύοντος . οὗτος
4622468 ἐβασιλευε
. Καὶ πρὸς μὲν τὴν μίαν τῶν μοιρέων , τῆς ἐβασίλευε Σκώπασις , προσχωρέειν Σαυρομάτας : τούτους μὲν δὴ ὑπάγειν
καὶ αἱ Ἑσπερίδες . μαθὼν δὲ Λιβύην διεξῄει . ταύτης ἐβασίλευε παῖς Ποσειδῶνος Ἀνταῖος , ὃς τοὺς ξένους ἀναγκάζων παλαίειν
4609832 ἀδελφος
: ὁ Χῖος ῥήτωρ Καύκαλος , ὁ Θεοπόμπου τοῦ ἱστοριογράφου ἀδελφός . . . . : φασὶ δὲ αὐτόν τε
. τοιοῦτος ἦν καὶ Ἀλέξαρχος ὁ Κασσάνδρου τοῦ Μακεδονίας βασιλεύσαντος ἀδελφός , ὁ τὴν Οὐρανόπολιν καλουμένην κτίσας . ἱστορεῖ δὲ
4609355 χρηματισαμενων
, ὅτι καὶ τὰ χωρία αὐτῶν φυλαὶ ὀνομάζονται . . χρηματισαμένων : χρήματα λαβόντων . Ἀρριανός : χρηματισαμένων δὲ καὶ
ἑταίρων ἄγημα . . . . χρηματισαμένων : Ἀρριανός : χρηματισαμένων δὲ καὶ αὐτῶν τρίτη παρεγένετο πρεσβεία . . .
4594965 παραμεινας
, ὡς δὴ τοῦ Ἀσκληπιοῦ πολὺ ἐκεῖσε φοιτῶντος , καὶ παραμείνας χρόνον ἔτυχεν ἰάσεως . ὑπὲρ τούτου ἀμείψασθαι τὴν εὐεργεσίαν
, ἀλλ ' ἐφυλάττετο : ἐπεὶ δ ' ὁ Σέλευκος παραμείνας ἐς μεσημβρίαν , καμνόντων ἤδη τῶν ἱππέων , ἐπέστρεφε
4588853 ἀχρειως
ἀρχῆς μοῖραν γεγενημένους . Ἔχει γὰρ οὕτως : ὅστις μὲν ἀχρείως ἐπέξεισιν ἀπαυθαδιασαμένοις τοῖς βαρβάροις , οὗτος Ῥωμαίων μόνων ἑαυτὸν
ποίου ἄρα τῶν ἐγκειμένων τῇ ἐπιγραφῇ διαλέγεται : οὐκ ἄρα ἀχρείως ζητοῦμεν τοῦτο τὸ κεφάλαιον . ἐκ δέκα τοίνυν κεφαλαίων
4577575 διῳκει
ζητοῦσα τοῦ δέοντος φρονεῖν . . . . διεχείριζε ] διῴκει . . Ἀρίσταρχος ] περὶ τούτου πολὺς λόγος ἐν
ἃ ἦν αὐτῷ πρόσοδος καὶ ὅθεν εἰσέφερέ τε καὶ τἄλλα διῴκει , τοῦτο δὲ τῆς τάξεως ἐφ ' ἧς εἱστήκει
4561535 εὐαγγελιζομενος
ἀρχῇ Κλέων ὁ Ἀθηναῖος δημαγωγὸς ἀπὸ Σφακτηρίας πρῶτον χαίρειν προὔθηκεν εὐαγγελιζόμενος τὴν νίκην τὴν ἐκεῖθεν καὶ τὴν τῶν Σπαρτιατῶν ἅλωσιν
λαοῦ σου εἰς Βαβυλῶνα , καὶ μεῖνον μετ ' αὐτῶν εὐαγγελιζόμενος αὐτοῖς ἕως οὗ ἐπιστρέψω αὐτοὺς εἰς τὴν πόλιν .
4547467 ὠρεχθη
πάλιν καὶ εὑρὼν τοὺς ἑσπερίους Αἰθίοπας τοῖς ἑῴοις ὁμογλώττους οὐκ ὠρέχθη διανύσαι τὸν ἑξῆς πλοῦν , οὕτω χαῦνος ὢν πρὸς
, ἀλλ ' ὅτι πραγμάτων μειζόνων ἢ καθ ' ἑαυτὸν ὠρέχθη , μετὰ ταῦτα αὐτῷ συμφοραὶ ἐγένοντο : καταπεσὼν γὰρ
4541724 ἐπανηλθεν
ἐκράτησεν αὐτῶν καὶ πολλοὺς αἰχμαλώτους λαβὼν καὶ τὴν χώραν πορθήσας ἐπανῆλθεν εἰς τὰς Συρακούσας . ἀποδόμενος δὲ τὰ λάφυρα συνήγαγεν
ὀψὲ μεταμανθάνοντες τὴν ἐλευθερίαν : ὁ δὲ Μιθριδάτης ὁ σατράπης ἐπανῆλθεν εἰς Καρίαν οὐ τοιοῦτος , οἷος εἰς Μίλητον ἐξῆλθεν
4541504 Ἀκουσας
ἐνθάδε ἐόντος , ποίεε ταῦτα καὶ ποίεε κατὰ τάχος . Ἀκούσας ταῦτα ὁ Κῦρος ἐφρόντιζε ὅτεῳ τρόπῳ σοφωτάτῳ Πέρσας ἀναπείσει
τῶν Χαλδαίων , τοῦ αἰχμαλωτεῦσαι τὸν λαὸν εἰς Βαβυλῶνα . Ἀκούσας δὲ ταῦτα Βαροὺχ , διέρρηξε καὶ αὐτὸς τὰ ἱμάτια
4541347 ἐδεηθη
τὰς τῶν ἀτόπων ἐκείνων φόβων ἐπαγωγὰς , ὥστ ' οὐκ ἐδεήθη ψηφίσματος πρὸς ταῦτα ἔτι , ἀλλ ' ὥσπερ ἑνὸς
: εἰ δὲ καὶ μὴ ἦν , πολλῶν μὲν ὀνομάτων ἐδεήθη ἂν ἕκαστον , οὐ μέντοι τοῦ τε τὴν ἕξιν
4532883 αἰτουμενη
ἐς τὸ πλῆθος ἱκέτις ἔλεον καὶ βοήθειαν παρὰ τῶν ἀρχομένων αἰτουμένη . οἱ δὲ τὸν παῖδα πεφονευκότες ἕτερον ἐπιεικῶς ὅμοιον
οὐκ εὐπρεπεῖς ἐποίει [ τοὺς λόγους ] ? αὑτῆς · αἰτουμένη [ δὲ ] καιρὸν ἐδάκρυσε [ καὶ ἐβούλετό ]
4531805 ἐσεβετο
καὶ πικρῷ καὶ μετενόει ἀπὸ τῶν θεῶν αὐτῆς , ὧν ἐσέβετο , καὶ περιέμενε τοῦ γενέσθαι ἑσπέραν . Καὶ ἔφαγεν
ἦν ἀριθμός , χρυσοῖ καὶ ἀργυροῖ . Καὶ πάντας ἐκείνους ἐσέβετο Ἀσενὲθ καὶ ἐφοβεῖτο αὐτοὺς καὶ θυσίας αὐτοῖς ἐπετέλει .
4527101 πρεσβυτατος
τῶν λόγων . ἀπορουμένου δὲ αὐτοῦ , Μάνδανιν ὅσπερ ἦν πρεσβύτατος καὶ σοφώτατος αὐτῶν , τὸν μὲν ἐπιπλῆξαι ὡς ὑβριστήν
ἐξηγήσομαι . Οὑτοσὶ μέν ἐστί μοι πατὴρ Ἀτρόμητος , σχεδὸν πρεσβύτατος τῶν πολιτῶν : ἔτη γὰρ ἤδη βεβίωκεν ἐνενήκοντα καὶ
4524890 ἀπαλλαττεται
, ἐν τετραπλασίαις περιόδοις χρόνου καθαιρόμενον , τεταρταίους πυρετοὺς ποιῆσαν ἀπαλλάττεται μόλις . Καὶ τὰ μὲν περὶ τὸ σῶμα νοσήματα
τὸν μὲν ἀποστέλλει παρὰ τὸν φύσαντα , αὐτὸς δὲ φυγὰς ἀπαλλάττεται , ὡς ἂν μὴ ἐνοχλοῖεν θαυμάζοντες ἄνθρωποι . Οὕτω
4523464 ξυνεργον
παραστῆναι τοῖς ποιήμασιν αὐτοῦ . Γ ἀφίκου ] ἐλθέ . ξυνεργόν ] συμπράκτορα καὶ σύμμαχον καὶ συνεργόν . Γ ἣ
παραστῆναι τοῖς ποιήμασιν αὐτοῦ . Γ ἀφίκου ] ἐλθέ . ξυνεργόν ] συμπράκτορα καὶ σύμμαχον καὶ συνεργόν . Γ ἣ
4523050 Θηρων
καὶ ἀμφιλαφοῦς ἑστιάσεως ἐμπιπλάμενος . καὶ ὁ μὲν τοῦ Μενάνδρου Θήρων μέγα φρονεῖ , ὅτι ῥινῶν ἀνθρώπους φάτνην αὐτοὺς ἐκείνους
ἀλλ ' οὐ δημοτικῶς οὐδ ' ἴσως ἄρχειν . Ὅτι Θήρων ὁ Ἀκραγαντῖνος γένει καὶ πλούτῳ καὶ τῇ πρὸς τὸ
4521416 Εὐρυδικην
εἰς Ἅιδου ἀνῆλθεν ἀνάγων τὸν Κέρβερον , καὶ Ὀρφεὺς ὡσαύτως Εὐρυδίκην τὴν γυναῖκα . τὸ δ ' ἀληθές , ὅτι
. Λυκοῦργος μὲν οὖν περὶ Νεμέαν κατῴκησε , γήμας δὲ Εὐρυδίκην , ὡς δὲ ἔνιοί φασιν Ἀμφιθέαν , ἐγέννησεν Ὀφέλτην
4510758 ἀναλαβοντος
δοθείσης χώρας , μετὰ δὲ ταῦτ ' ἀνελπίστως τοῦ βασιλέως ἀναλαβόντος ἑαυτὸν καὶ τὴν ὅλην ἀρχὴν ἀνακτησαμένου οἱ μὲν Ὀλύνθιοι
λέγοντες τὴν πόλιν παραδώσειν καὶ συμμάχους γενέσθαι . αὐτοῦ δὲ ἀναλαβόντος τὴν στρατιάν . . . εἰς Ἀκράγαντα παραγενόμενος τὴν
4509314 ἐβασιλευεν
τουτέστι κλέους , προσηγορίας δηλονότι , ἡ χώρα , ἧς ἐβασίλευεν ὁ Οἰνόμαος , ἐβρέχετο πολλῇ νιφάδι , τουτέστιν ἐκαλύπτετο
ἐξελάσας τοὺς ἀπ ' αὐτοῦς [ ] τῆς πατρίδος αὐτὸς ἐβασίλευεν . οἱ δὲ Ἡρακλεῖδαι καταφυγόντες πρὸς Δημοφῶντα τὸν Θησέως
4495357 Τηλεγονος
εἴπωμεν ὅτι τόδε σημαίνει . λέγεται δὲ ἐξευρηκέναι αὐτὴν πρῶτος Τηλέγονος . Οἰκοσκοπικὸν δέ ἐστιν ὅταν τὰ ἐν τῷ οἴκῳ
: ὃν ἐζήτει , ὅντινα ἐζήτει , ὅντινα ἐψηλάφα ὁ Τηλέγονος . ἐνεμάξατο : ἔδωκεν , ἐνέβαλεν , ἐνέθηκεν ,
4475323 στεναζουσα
ἅπασα δὲ χώρα ἤδη λέλακε καὶ ἠχεῖ ἤχημα στονόεν , στενάζουσα τὴν μεγάλου τε καὶ περιφανοῦς σχήματος οὖσαν τιμὴν τὴν
, ἥδε δεικτικόν παροξύνεται μόρον ] τὸν θάνατον ἀπαιάζουσα ] στενάζουσα , θρηνοῦσα ἄγκη ] τὸ ἄγκος , ὁ σύνδενδρος
4461181 ζυγιοι
] φάγει , θρέψει . οὔθ ' ὁ ζύγιος : ζύγιοι οἱ ὑποβαλλόμενοι τῷ τοῦ ἅρματος ζυγῷ , τουτέστιν ὁ
καὶ ὑπὲρ τῆς νίκης κυβεύουσιν . οἱ μὲν οὖν ἵπποι ζύγιοι θέουσιν , οἱ δὲ βοῦς παράσειροι , καὶ ἐγχρίμπτει
4455216 ἐπεθυμησε
Ὡς δὲ τῷ Κύρῳ καὶ τοῦτο τὸ ἔθνος κατέργαστο , ἐπεθύμησε Μασσαγέτας ὑπ ' ἑωυτῷ ποιήσασθαι . Τὸ δὲ ἔθνος
τῶν τε ἄλλων Ἑλλήνων καὶ αὐτῶν Λακεδαιμονίων , παρθένου Βυζαντίας ἐπεθύμησε : καὶ αὐτίκα νυκτὸς ἀρχομένης τὴν Κλεονίκηντοῦτο γὰρ ὄνομα
4455082 ἀπαντησασα
ἐστι θανάτου γενέσθαι . εἰ γὰρ καὶ ἀντιπαράστασίς ἐστιν ἡ ἀπαντήσασα οὐκ ἐπιχείρημα , ὅμως εἰς παραδείγματος λόγον ἐθήκαμεν ,
καὶ ἀνδρὸς Περσῶν ἀρίστων . αὕτη δὲ ἦν ἡ Καλλιρόῃ ἀπαντήσασα πρώτη Περσίδων , ὅτε εἰς Βαβυλῶνα εἰσῄει . Ὁ
4444979 ἐπεβουλευσε
Ἀμβρακίαν , Ἦλιν ἔχει τηλικαύτην πόλιν ἐν Πελοποννήσῳ , Μεγάροις ἐπεβούλευσε πρώην . Εἰρωνεία δέ ἐστι λόγος προσποιούμενος τὸ ἐναντίον
ἥτις Ἱππολύτης ἐστὶν , ἐπιβουλαῖς ἀποχρησάμενος : αὕτη γὰρ δολίως ἐπεβούλευσε τῷ Πηλεῖ . χολωθεὶς ταῖς γενηθείσαις ἐξ Ἀκάστου γυναικὸς
4441848 ἐμπλησθεις
παιδεύμασι , καὶ διαπλεύσας εἰς τὴν Ῥώμην , καὶ φρονήματος ἐμπλησθεὶς καὶ λόγων ὕψος ἐχόντων καὶ βάρος , εἰσφρήσας τε
δὴ ἕνεκα τοῦ ὕδατος , ἀμφὶ δευτέραν φυλακὴν τῆς νυκτὸς ἐμπλησθεὶς ὑπὸ τῶν ὄμβρων ὁ χειμάρρους ὁ ταύτῃ ῥέων ἀφανῶν
4434737 ἐνδηλα
. καὶ δευτέρα δὲ γίνεται φαντασία : στραφεὶς γὰρ μηχανήματα ἔνδηλα ποιεῖται κατὰ τὸ μαντεῖον ὡς ἔχει ἐν αὐτῶι .
. καὶ δευτέρα δὲ γίνεται φαντασία : στραφέντα γὰρ μηχανήματα ἔνδηλα ποιεῖ τὰ κατὰ τὸ μαντεῖον ὡς ἔχει ἐν αὐτῷ
4431025 ἐπισημαινων
σβʹ . Τεταρταῖός ἐστιν ὁ μίαν μὲν ἡμέραν ἤτοι νύκτα ἐπισημαίνων , δύο δὲ διαλείπων ἡμέρας ἢ νύκτας , διὰ
γέγραπται δὲ ὁ μὲν ἀποπνίξας νεκρῷ εἰκάσαι καὶ τὸ ἀπαγορεῦον ἐπισημαίνων τῇ χειρί , ὁ δὲ Ἀρριχίων ὅσα οἱ νικῶντες
4425122 σοφωτερα
ὑπήκουεν , Ἀργεῖοι δ ' ἐκποδὼν ἦσαν , Κερκυραῖοι δὲ σοφώτερα ἢ δικαιότερα ἐβουλεύοντο , Θετταλοὶ δὲ ὑπ ' ἀνάγκης
οὐ μὴν ἐγχρίπτεσθαι . οὐκοῦν ἐπεὶ τῆς ἐπιβουλῆς τοῦ Σκύθου σοφώτερα ἦν τὰ ζῷα , ἐπηλύγασεν ἱματίοις τὸν καὶ τήν
4417281 ἡψατο
ἢ τῷ καταβεβλημένῳ τε καὶ ὑπὸ πόδα , σκευοποιίας μὲν ἥψατο εἰκασμένης τοῖς τῶν ἡρώων εἴδεσιν , ὀκρίβαντος δὲ τοὺς
, Ῥιανὸς δὲ τοῦδε μὲν τοῦ πρώτου τῶν πολέμων οὐδὲ ἥψατο ἀρχήν : ὁπόσα δὲ χρόνωι συνέβη τοῖς Μεσσηνίοις ἀποστᾶσιν
4414308 τετελευτηκε
Κόπρειος τοῦ Πύρρου κλήρου λαχεῖν τὴν λῆξιν ἠξίωσεν , ὃς τετελεύτηκε πλείω ἢ εἴκοσιν ἔτη , τρία τάλαντα τίμημα τῷ
τε ὁ μάγος εἴη ὁ βασιλεύων καὶ Σμέρδις ὁ Κύρου τετελεύτηκε : καὶ αὐτοῦ τούτου εἵνεκεν ἥκω σπουδῇ ὡς συστήσων
4409211 Ἐρεσσον
ἔχει δὲ Μήθυμναν , Μιτυλήνην , Πύρραν , Ἄντισσαν καὶ Ἐρεσσόν . ἐν Λεπετύμνῳ δὲ ὄρει Μηθύμνης τέθαπται ὁ Παλαμήδης
ἔχει δὲ Μήθυμναν , Μιτυλήνην , Πύρραν , Ἄντισσαν καὶ Ἐρεσσόν . ὁ μὲν γὰρ ἀμφὶ χύτλα : ἐπειδὴ δέδωκεν
4403891 κτιζων
, ὃν Ἐνὼχ ἐκάλεσεν , ὁμώνυμον αὐτῷ [ καὶ ] κτίζων εἰσάγεται πόλιν καὶ τρόπον τινὰ τὰ γενητὰ καὶ θνητὰ
τοῦτον τὸν χρόνον διέτριβε περὶ τὴν ἄνω Συρίαν , πόλιν κτίζων περὶ τὸν Ὀρόντην ποταμὸν τὴν ὠνομασμένην Ἀντιγονίαν ἀφ '
4398240 ἐφθαρη
Ψυτταλείᾳ Πέρσαι εὐάλωτοι γεγόνασιν . τῶν Βακτρίων δὲ ἔρρει καὶ ἐφθάρη πᾶς δῆμος πανώλης καὶ ἀνδρεῖος καὶ πολεμικός , οὐδέ
ὁ παρασχὼν καὶ δοὺς πένθος καὶ θρῆνον ταῖς Σάρδεσιν : ἐφθάρη δηλονότι . καὶ ὁ Θάρυβις ὁ ταγὸς καὶ ἡγεμὼν
4385107 ἀπεισι
Πρωταγόρᾳ συγγενόμενος , ᾗ ἂν αὐτῷ ἡμέρᾳ συγγένηται , βελτίων ἄπεισι γενόμενος καὶ τῶν ἄλλων ἡμερῶν ἑκάστης οὕτως ἐπιδώσει εἰς
ἐκκλησίας ἀζήμιος : συνεργὸν δὲ τὸν δῆμον τῶν ἐσκεμμένων δεξάμενος ἄπεισι μετὰ τῶν νόμων ἂν ἁρπάσῃ τὰ πράγματα : οὕτω
4380708 προγονος
ἡ γῆ καταβραβεύειν τῶν λοιπῶν ἐπέχουσα αὐτὴ τὰ πάντα ὡς πρόγονος . Πᾶσαι μὲν οὖν αἱ προκείμεναι ἀγωγαὶ χρηματιστικαὶ καὶ
, ἄνδρες γενειοσυλλεκτάδαι , ἰχθὺν ἐσθίει ; ἢ καθάπερ ὁ πρόγονος ὑμῶν Μελέαγρος ὁ Γαδαρεὺς ἐν ταῖς Χάρισιν ἐπιγραφομέναις ἔφη
4376698 Πολυιδος
πάλιν σῶσον , ᾗ ἐβοήθησας πολλάκις : φεισάσθω μου καὶ Πολύιδος τῆς διὰ σὲ σώφρονος Ἁβροκόμῃ τηρουμένης . Ὁ δὲ
τὴν δοκοῦσαν ἐπιβουλεύειν τοῖς γάμοις . Καὶ δὴ ὁ μὲν Πολύιδος ἀπήγγελλέ τε τῷ ἄρχοντι τῆς Αἰγύπτου τὰ γενόμενα καὶ
4370706 κρυψασα
πᾶσα δὲ γήθησε πέρι χθών . . εἷσε δέ μιν κρύψασα λόχῳ . ὥσπερ οἱ λοχῶντες καθήμενοι ἐνεδρεύουσι καὶ κρύπτονται
ἄνδρας φονεύουσι : μόνη δὲ ἔσωσεν Ὑψιπύλη τὸν ἑαυτῆς πατέρα κρύψασα Θόαντα . προσσχόντες οὖν τότε γυναικοκρατουμένῃ τῇ Λήμνῳ μίσγονται
4370328 ὑπερκειμενος
τοῦ τμήματος τῆς γῆς , ὅπερ ὁ ἥλιος κατὰ κορυφὴν ὑπερκείμενος ἄσκιον παρέχεται . Ἐπεὶ οὖν τοῦτο ἐπὶ τριακοσίους τὴν
ὥσπερ αἱ κατὰ τὸν τρά - χηλον : ὁ γὰρ ὑπερκείμενος σπόνδυλος ἐνταῦθα μόνος διατετρημένος ἔξοδον ἐπιτηδείαν παρέχει τῷ νεύρῳ
4364445 Φαρον
, οὐ συγχωρεῖ τὸν μέχρι τοσούτου μετεωρισμὸν ὥστε καὶ τὴν Φάρον ὅλην καλυφθῆναι καὶ τὰ πολλὰ τῆς Αἰγύπτου , ὥσπερ
Τροίᾳ γιγνώσκειν ἢ τῶν κατ ' Αἴγυπτον : ἐπεὶ καὶ Φάρον ἐν τοῖς ἔπεσιν εἴρηκεν Ὅμηρος διαρρήδην ἡμερήσιον πλοῦν ἀπέχειν
4355000 ἐβιασατο
ὥστε προσελθὼν ἐνεκάλει αὐτῷ ὡς ἀδικούμενος , καὶ οὐχ ὧν ἐβιάσατο μετέμελεν αὐτῷ , ἀλλ ' ὅτι κατέλιπε τὸ ἔργον
εἴ τις οὖν τὴν γενέσεως οἰκείαν φορὰν ἔρωτι ἐπιστήμης ἐγχαλινωσάμενος ἐβιάσατο στῆναι ποιήσας , μὴ λανθανέτω θείας εὐδαιμονίας ἐγγὺς ὤν
4354931 ἐνευσε
τὴν ποιοῦσαν , ἀλλὰ μᾶλλον μὴ νεῦσιν . Εἰ δὲ ἔνευσε , τῷ ἐπιλελῆσθαι δηλονότι τῶν ἐκεῖ : εἰ δὲ
ἔσται , παιδὸς ἑοῦ χείρεσσι λιπεῖν βίον : ὣς γὰρ ἔνευσε Ζεὺς Κρονίδης Πέλοπος στυγεραῖς ἀραῖσι πιθήσας , οὗ φίλον
4340857 ὠικει
ἐς Ἠλέκτρης Ἀτλαντίδος ] τὴν Σαμοθράικην λέγει . ἐκεῖ γὰρ ὤικει Ἠλέκτρα ἡ Ἄτλαντος , καὶ ὠνομάζετο ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων
καὶ Φερεκύδης ἐν τῶι γ : Κλεώνυμος δὲ ὁ Πέλοπος ὤικει Κλεωνῆισι καταστήσαντος Ἀτρέως : τοῦ δὲ γίνεται Ἀγχίσης :
4340265 Δαναος
ἑαυτοῦ πόλιν ὁμώνυμον ἔκτισε . Κατὰ δὲ τούτους τοὺς χρόνους Δαναὸς ἔφυγεν ἐξ Αἰγύπτου μετὰ τῶν θυγατέρων : καταπλεύσας δὲ
ἐν μέσοισιν εἶπε κηρύκων * * : καὶ ἄλλως : Δαναὸς ἐγένετο Ἄργους βασιλεύς . οὗτος τὰς θυγατέρας ἑαυτοῦ πεντήκοντα
4333514 γαμει
Ἐπεὶ δὲ τοῦτ ' οὐκ ἔστι , κακοδαίμων σφόδρα ὅστις γαμεῖ γυναῖκα , πλὴν ἐν τοῖς Σκύθαις : ἐκεῖ μόνον
ὑπὸ Διὸς ἐξεπέμφθη . Πολύδωρος δὲ Θηβῶν βασιλεὺς γενόμενος Νυκτηίδα γαμεῖ , Νυκτέως τοῦ Χθονίου θυγατέρα , καὶ γεννᾷ Λάβδακον
4330500 ἑστηκοτος
ἀνέμου , ἐκ πρύμνης ἐπιπνέοντος , κατὰ πρύμναν τοῦ πνεύματος ἑστηκότος , κατὰ τῶν οἰάκων πνέοντος . πλήρει τῷ ἱστίῳ
, ἀλλ ' ἐπ ' αὐτοῦ τοῦ ξυροῦ τῆς ἀκμῆς ἑστηκότος εἶναι τὴν Ἑλλάδα ἢ μή . αὕτη πρώτη Θεμιστοκλέους
4326221 Ἀμβρακιαν
' ἐφ ' Ἑλλήσποντον οἴχεται , πρότερον ἧκεν ἐπ ' Ἀμβρακίαν , Ἦλιν ἔχει τηλικαύτην πόλιν ἐν Πελοποννήσῳ , Μεγάροις
καὶ ἱππέας χιλίους , μεθ ' ὧν οἱ Αἰτωλοὶ κατέλαβον Ἀμβρακίαν , ἣν οὐ πολὺ ὕστερον αὐτῶν Φίλιππος ἀποπλευσάντων ἀνέλαβεν
4325845 ἐκρατησεν
παρὰ Κυψέλλῳ καὶ ἐνίκησεν ἡ αὐτοῦ γυνὴ Ἡροδίκη . καὶ ἐκράτησεν ὁ ἀγὼν παρ ' Ἠλείοις , φησὶ Θεόφραστος ,
νομάδας παροικοῦντας τὸν Ὦχον , ἐπῆλθεν ἐπὶ τὴν Παρθυαίαν καὶ ἐκράτησεν αὐτῆς . κατ ' ἀρχὰς μὲν οὖν ἀσθενὴς ἦν
4324075 Ἀνθιαν
ἔχων ἡμμένην . Ὑπ ' αὐτῇ τῇ σκηνῇ κατέκλιναν τὴν Ἀνθίαν , ἀγαγόντες πρὸς τὸν Ἁβροκόμην , ἐπέκλεισάν τε τὰς
περιῄει τὴν πόλιν ἀλύων , ἀπορίᾳ μὲν τῶν κατὰ τὴν Ἀνθίαν , ἀπορίᾳ δὲ τῶν ἐπιτηδείων . Ὁ δὲ Λεύκων
4320422 ἀδελφην
εἰς τὴν Σάρραν ποιῆσαι , ὃν τρόπον ἐποίησαν Δίναν τὴν ἀδελφὴν ἡμῶν : καὶ Κύριος ἐκώλυσεν αὐτούς . Καὶ οὕτως
δ ' ἐλεῆσαί τινας φῄς ; ἀλλὰ νὴ Δία τὴν ἀδελφὴν καλῶς διῴκηκεν . ἀλλ ' εἰ καὶ μηδὲν ἄλλ
4315447 Ἁβροκομης
. Ταῦτα ἔλεγεν ἡ Ἀνθία : ἐπώμνυε δὲ καὶ ὁ Ἁβροκόμης , καὶ ὁ καιρὸς αὐτῶν ἐποίει τοὺς ὅρκους φοβερωτέρους
τὸ κάλλος ἐπίβουλον ἀμφοτέροις πανταχοῦ : διὰ τὴν ἄκαιρον εὐμορφίαν Ἁβροκόμης μὲν ἐν Τύρῳ τέθνηκεν , ἐγὼ δὲ ἐνταῦθα :
4313548 Πολυτεχνος
πρὸς τὸν πατέρα Πανδάρεων καὶ ἐδήλωσεν οἵᾳ ἐχρήσατο συμφορᾷ : Πολύτεχνος δὲ μαθὼν ὅτι τοῦ παιδὸς ἐδαίσατο τὰ κρέα ,
εἰσενέγκηται . ἐγένετο δὲ τῷ Πανδάρεῳ θυγάτηρ Ἀηδών : ταύτην Πολύτεχνος ὁ τέκτων ἔγημεν , ὃς ᾤκει ἐν Κολοφῶνι τῆς
4312110 Πεντεφρης
οἱ φύλακες τῶν πυλώνων ἔκλεισαν τὰς θύρας . Καὶ ἦλθε Πεντεφρῆς καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ πᾶσα ἡ συγγένεια αὐτοῦ
σε ὁ θεὸς ὁ ζωοποιήσας τὰ πάντα . Καὶ εἶπε Πεντεφρῆς τῇ Ἀσενέθ : πρόσελθε καὶ φίλησον τὸν ἀδελφόν σου
4310377 κωλος
, λοιπόν . ὁ πρωκτὸς ] ὁ πάτος , ὁ κῶλος αὐτῶν . . βλέπει ] ἀφορᾷ . . αὐτὸς
. σάλπιγξ ] τρουμπέτα . . ὁ πρῶκτος ] ὁ κῶλος . , ὁ πάτος . ἄρα ] λοιπόν ,
4303444 ἀπεβαλεν
' οἷα μήτηρ φιλόστοργος οἰκτιεῖται μὲν υἱοὺς καὶ θυγατέρας οὓς ἀπέβαλεν , οἳ καὶ ἀποθανόντες καὶ ζῶντες ἔτι μᾶλλον ὀδύναι
οἷον τοῦ ἁγνοῦ τῷ ἁγνῷ τὸν ἁγνόν ὦ ἁγνέδιὰ τοῦτο ἀπέβαλεν ἡ γενικὴ τὸ τ καὶ ἐγένετο ἁλός , ἵνα
4297520 Ἀλκμαιων
Μίδας τὴν εὐχήν , ἡ Φαίδρα τὴν διαβολήν , ὁ Ἀλκμαίων , ὅτι ἐπλανᾶτο , ὁ Ὀρέστης , ὅτι ἐμαίνετο
τοῦτ ' εἴρηκεν , ἔν τε τοῖς τῶν Δελφῶν ὑπομνήμασιν Ἀλκμαίων , οὐ Σόλων Ἀθηναίων στρατηγὸς ἀναγέγραπται . : λέγει
4296655 ἐκεκλητο
κτισθεῖσα τοῦ Μεθώνης ἀδελφοῦ , πατρὸς δὲ Λίνου , Πιερία ἐκέκλητο : ὕστερον δὲ Λύγκος ἐκλήθη , ἧς καὶ τὴν
ὧν ὁ μὲν πρεσβύτερος Ἰσαάκιος , ὁ δὲ νεώτερος Ἰωάννης ἐκέκλητο . Κομιδῇ δὲ τούτοιν νέοιν ὄντοιν ἀμφοῖν , ἐπειδὴ
4294912 κατῳκησε
ἐθνῶν παντοδαπῶν συνερρυηκότας . καὶ τὸ μὲν πρῶτον τὴν Λέσβον κατῴκησε , μετὰ δὲ ταῦτα ἀεὶ μᾶλλον αὐξόμενος διά τε
ἔπειτα δὲ καὶ καύσομεν . Ἠλέκτρα θυγάτηρ τοῦ Ἄτλαντος ἥτις κατῴκησε πλησίον τῶν πυλῶν τούτων , καὶ οὕτως ἐκλήθησαν Ἠλέκτραι
4289377 ἀπεσχετο
πλείονος . ἆρα πιστεύσαιτε ἄν μοι ὅτι μηδὲ τῶν κατευναστῶν ἀπέσχετο μηδὲ τῶν προκοίτων , ἀλλὰ κἀκεῖνοι συνεισήνεγκαν μέτρον ὡρισμένον
τοῦ πάντα λαβεῖν . οὐδὲ γὰρ ὀσπρίων ὁ σεμνὸς οὗτος ἀπέσχετο , ὧν ἐνέπλησε τὸν ἀγρὸν τὸν ἑαυτοῦ πιέσας τοὺς
4273867 πληρωθεισα
καὶ αὖ λόγων πληρωθεῖσα καὶ καλὴ καλοῖς κοσμηθεῖσα καὶ εὐπορίας πληρωθεῖσα , ὡς εἶναι ἐν αὐτῇ ὁρᾶν πολλὰ ἀγλαίσματα καὶ
πλήρωσις τῆς οἰκείας ὑγρότητος . καὶ τοίνυν καὶ ἡ γαστὴρ πληρωθεῖσα καὶ ἀπολαύσασα καὶ κορεσθεῖσα βάρος ἡγεῖται τὸ λοιπὸν αὐτὸ
4273682 ἠρνειτο
τὸ ἔργον , ” ἔφη : “ καίτοι τὸ πρῶτον ἠρνεῖτο ἰσχυρῶς ἡ γυνή , δεομένου δέ μου καὶ ὑπομιμνήσκοντος
: καὶ γὰρ μιᾷ εὐχῇ ὁ θεὸς ἀρκούμενος τὸ ἕτερον ἠρνεῖτο . Ἔδοξέ τις φεύγων γραφὴν δημοσίων ἀδικημάτων [ τὰ
4268442 ἀπηλθε
Ἑλλήνων ἦλθε πρέσβεις ἔχων ὡς ἀδικοῦσαν δείξων τὴν πόλιν , ἀπῆλθε δὲ τἀναντία τούτων παθών , μόνου τῶν τότε ῥητόρων
καιρὸν εὕρασθαι μεταβολῆς . ἐπεὶ δὲ Σύβαριν ἐχειρώσαντο , κἀκεῖνος ἀπῆλθε , καὶ τὴν δορίκτητον διῳκήσαντο μὴ κατακληρουχηθῆναι κατὰ τὴν
4262347 ἐμεινεν
τι ἂν τῷ δαίμονι δοκῇ . Κἀκείνην μὲν τὴν νύκτα ἔμεινεν , οὔτε ὕπνου τυχοῦσα καὶ πολλὰ ἐννοοῦσα : ἐπεὶ
' ὀνόματι τοῦ Ὀδυσσέως ; ὃς δὲ πάντα τὸν χρόνον ἔμεινεν ἐν τῇ πατρίδι , πράττων ὅτι , δοκοίη τοῖς
4261914 ἠκουσε
τοῖς ὑποκριταῖς τὰ ποιήματα . πρὸ τῶν Διονυσίων δὲ παρελθὼν ἤκουσε Σωκράτους , καὶ ἅπαξ αἱρεθεὶς ὑπὸ τῆς ἐκείνου σειρῆνος
ἥρωα , εἰ καὶ συνεφοίτα καὶ μόνον ἠγάπα καὶ Σωκράτους ἤκουσε κατὰ ταὐτὸν ὁ Κλεινίου , μήτε Πλάτωνος τοῦ σοφιστοῦ
4260772 ἐγευσατο
μὲν εἴασεν ὡς μηδὲν δῆθεν εἰδότας φάμενος , αὐτὸς δὲ ἐγεύσατο μὲν τροφῆς παχυτέρας , οἶνον δ ' ἀσθενῆ ἐπέπιε
ἐς ἀεὶ μάτην ἐρρίφθαι , ἐπειδὴ τὸ πρῶτον ψυχῆς ἀθανασίας ἐγεύσατο : ἀλλ ' οὐκ εἰς τόνδε τὸν βίον ἀναβιῶναι
4260636 ἀφῃρητο
ὁ Σάτυρος ἔτυχεν ἔχων ἐζωσμένος , ὅτε ἐναυαγήσαμεν , οὐκ ἀφῄρητο ὑπὸ τῶν λῃστῶν οὔτε αὐτὸς οὔτε ὁ Μενέλαος οὐδὲν
τὰ δὲ βαθέα διεσταύρου καὶ ἐγεφύρου μετὰ σιωπῆς βαθυτάτης . ἀφῄρητο δὲ τὴν ὄψιν τοῦ ἔργου τοὺς πολεμίους ὁ πεφυκὼς
4259680 Μηδος
ἄνδρα πάσης Ἀσίδος μηλοτρόφου ταγεῖν , ἔχοντα σκῆπτρον εὐθυντήριον . Μῆδος γὰρ ἦν ὁ πρῶτος ἡγεμὼν στρατοῦ : ἄλλος δ
πόνων ἐς τοσαύτην πεσεῖν τὸν Ἡρακλέα . . : Τάδε Μῆδος οὐ φυλάξει : Δικαίαρχός φησιν , ὅτι μελλούσης τῆς
4259083 νεωτερος
εἰ γὰρ συνετάχθη τῷ πρεσβυτάτῳ χρηστὰ καὶ φιλάνθρωπα βουλευομένῳ , νεώτερος μὲν ἐκείνου , τῶν δ ' ἄλλων πρεσβύτερος ὤν
ὦ βουλή , καὶ διὰ ταῦτα ἀχθομένων μοι , ὅτι νεώτερος ὢν ἐπεχείρησα λέγειν ἐν τῷ δήμῳ . ἐγὼ δὲ
4258260 αἱμαχθεισα
συντηρήσεσι . . ὡς ἐλύθη ] ἐπεὶ ἠλευθερώθη . . αἱμαχθεῖσα ] ἡ ἄρουρα καὶ ἡ γῆ καὶ ἡ χώρα
ἡ Σαλαμὶς , ἔχει τὰ σώματα τῶν Περσῶν . . αἱμαχθεῖσα ] φονευθέντων τῶν Περσῶν καὶ αἵματος ἐντεῦθεν ῥυέντος .
4246414 Οἰδιπους
; Ὦ θεῶν μαντεύματα , ἵν ' ἐστέ ; Τοῦτον Οἰδίπους πάλαι τρέμων τὸν ἄνδρ ' ἔφευγε μὴ κτάνοι ,
οὗ Πολύδωρος , οὗ Λάβδακος , οὗ Λάιος , οὗ Οἰδίπους , οὗ Ἐτεοκλῆς καὶ Πολυνείκης : λείπει τὸ ὑπαρχόντων
4241440 διακομισας
λαθὼν τοὺς βλέποντας καὶ φυλάσσοντας τὴν κόρην ἥρπασεν . καὶ διακομίσας εἰς Θράικην ποιεῖται γυναῖκα . γίνονται δὲ αὐτῶι παῖδες
φαντάζομαι , ἐξ οὗ καιροῦ ὁ ἐμὸς παῖς ὁ Ξέρξης διακομίσας στρατὸν πορεύεται καὶ ἄπεισιν εἰς τὴν γῆν τῶν Ἰαόνων
4234632 πλανηθεισα
ἡ οὖν Δημήτηρ περιῄει ζητοῦσα τὴν Κόρην , καὶ πολλὰ πλανηθεῖσα ἦλθεν ἐν τῇ Ἀττικῇ . ἐλθοῦσα δὲ τὸν μὲν
ἀποροῦσαν καὶ σκεπτομένην καὶ ζητοῦσαν αὐτὴν ἰδὼν εὐλαβεῖται , μὴ πλανηθεῖσα δια - μάρτῃ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ . πάνυ τεθαύμακα
4234128 Ἀριαδνη
ἔπειτα παιξοῦνται πρὸς ἀλλήλους . ἐκ τούτου πρῶτον μὲν ἡ Ἀριάδνη ὡς νύμφη κεκοσμημένη παρῆλθε καὶ ἐκαθέζετο ἐπὶ τοῦ θρόνου
ἔνθα δὴ ἠγάσθησαν τὸν ὀρχηστοδιδάσκαλον . εὐθὺς μὲν γὰρ ἡ Ἀριάδνη ἀκούσασα τοιοῦτόν τι ἐποίησεν ὡς πᾶς ἂν ἔγνω ὅτι
4234121 ἐστερημεθα
ἀγαθῶν φείσασθαι . νῦν δὲ ἐπεὶ ἐκείνων μὲν ἁπάντων μάχῃ ἐστερήμεθα , ἡ δὲ πατρὶς ἡμῖν λέλειπται , ἴσμεν ὅτι
φείσασθαι . νῦν δέ , ἐπεὶ ἐκείνων μὲν ἁπάντων μάχῃ ἐστερήμεθα , ἡ δὲ πατρὶς ἡμῖν λέλειπται , ἴσμεν ὅτι
4232775 κριματα
καὶ συντιθέναι καὶ διανοεῖσθαι , εἶτα τὸ τελευταῖον καθόλου τινὰ κρίματα βεβαιωσάμενος ἐν αὑτῷ ἀποτίθεται . νοῦς οὖν ἀρχὴ ἐπιστήμης
βουλῇ φράσας , ἣν οὐκ ἠξίωσεν ἐπικυρῶσαι τὰ τοῦ δήμου κρίματα , ὥσπερ αὐτῇ ποιεῖν ἔθος ἦν . τοῦτον δὲ
4232278 ἐτελευτησεν
σοφιστὴν καλοῦσιν , ἔτη ἑκατὸν ὀκτώ : τροφῆς δὲ ἀποσχόμενος ἐτελεύτησεν : ὅν φασιν ἐρωτηθέντα τὴν αἰτίαν τοῦ μακροῦ γήρως
δ ' ἐγγύτατα οὐκ ἦρξεν . ἐπεί γε μὴν ἐκεῖνος ἐτελεύτησεν , εὐθὺς μὲν ἐσχίσθησαν εἰς μυρία οἱ Μακεδόνες ,
4225922 Ἀπαμας
ὁ Ἐπιφανής , Προυσίου δὲ υἱός , ἀπὸ τῆς μητρὸς Ἀπάμας Ἀπάμειαν ὠνόμασεν : οἱ δὲ ἀπὸ Μυρλείας Ἀμαζόνος .
εἰς τὴν νῦν Ἀπάμειαν τῆς μητρὸς ἐπώνυμον τὴν πόλιν ἐπέδειξεν Ἀπάμας , ἣ θυγάτηρ μὲν ἦν Ἀρταβάζου δεδομένη δ '
4222138 ἀπολιπων
πρὸς τὸν Ἀντίφιλον , ὡς συγγνωστὸς ἂν εἰκότως νομίζοιτο ἤδη ἀπολιπὼν αὐτόν : οὔτε γὰρ αὐτὸς δεῖσθαι τῶν χρημάτων ,
εὖ ποιεῖς οὐδὲ πρέποντα σεαυτῷ ὃς ἁπάντων θεῶν δεσπότης ὢν ἀπολιπὼν ἐμὲ τὴν νόμῳ γαμετὴν ἐπὶ τὴν γῆν κάτει μοιχεύσων

Back