] ξενίαν ὑποδεχόμενος . περίδειπνον ] ἡ ἐπὶ τοῖς ἀποθανοῦσιν ἑστίασις γινομένη . τίς γὰρ συμμαχία ] πολύπτωτον . Ἡ
καὶ ἐν Πυθαγοριζούσηι [ . ] : ἡ δ ' ἑστίασις ἰσχάδες καὶ στέμφυλα καὶ τυρὸς ἔσται : ταῦτα γὰρ
5324343 βαρυτονοις
, σοφός / σοφή καὶ μυρία ἄλλα ὁμοτονεῖ τοῖς μὲν βαρυτόνοις τὰ βαρύτονα , τοῖς δὲ ὀξυτόνοις τὰ ὀξύτονα :
ἄλλως τε τὸ μετατίθεσθαι τὸ ε εἰς τὸ ο ἐν βαρυτόνοις ῥήμασίν ἐστι , φέρω φορῶ , πέρθω πορθῶ ,
5047148 ἀρτος
φαρμάσσων , οὐδ ' ἀττανίτας κηρίοισιν ἐμβάπτων . ΚΗΡΙΟΝ πλακοῦς ἄρτος , ὃν Ἀργεῖοι παρὰ τῆς νύμφης πρὸς τὸν νυμφίον
καθ ' ἧπαρ καὶ λίθους ἐν νεφροῖς γεννῶντα . Ἄριστος ἄρτος εἰς ὑγείαν ἐστὶν ἀνθρώπῳ μήτε νέῳ μήτε γυμναζομένῳ ὁ
4969137 πελανοι
αὐτός φησιν : θύματα οὐκ ἦν τοῖς θεοῖσι ζῷα , πέλανοι δὲ καὶ καρποὶ μέλιτι δεδευμένοι . Διονύσιος Θρᾷξ :
. εἰσὶ δὲ καὶ λαγαρώδεις παρὰ τὸ λαγαρόν . καὶ πέλανοι παρ ' Εὐριπίδῃ . Γ ἐλατήρ : πλακουντῶδες πέμμα
4966953 ὀπωρα
πρᾶγμα : ἐπὶ τῶν ἔσχατα κινδυνευόντων . Ἐῤῥέτω μέλαιν ' ὀπώρα : πᾶσι γὰρ χαρίζεται : ἐπὶ τῶν ῥᾳδίως τυγχανόντων
δ ' ὀρθοῦν φλαῦρον , ὃς νέος πέσῃ . Γλυκεῖ ὀπώρα φύλακος ἐκλελοιπότος : ἐπὶ τῶν ἄνευ μόχθου τὰ ἀλλότρια
4965404 δομη
εἰς θηλυκόν . ἀπὸ γὰρ τοῦ δέμας μεταπλάσας εἶπεν ἡ δομή . * παλεύσῃ ἀπατήσῃ τοὺς δυσμενεῖς ἤτοι τοὺς Τρῶας
τρόπος τροπή , νόμος νομή , γόνος γονή , δόμος δομή , στρόφος στροφή , πόθος ποθήπερὶ τούτου οὖν ἐν
4933559 μυλος
δὲ καὶ τοπικὸν ἕλκος ἐπὶ πολὺ ὑπερσαρκῶσαν : ὠνόμασται δὲ μύλος ἀπὸ τῆς δυσκινησίας καὶ τοῦ βάρους . γίνεται δὲ
εἴη διαστολὴ , [ καὶ ] βαρύνεται : Ἶλος πῖλος μύλος στῦλος γρῦλος . τὸ δὲ χυλός καὶ χιλός ὀξύνεται
4913947 ἰα
τὸ γὰρ βιαστικῶς τι πράττειν βία εἴρηται . τὸ δὲ ἴα παρὰ τὸ ἴς ἰνός , τὸ θηλυκὸν ἴα καὶ
ἔχει γὰρ ἐκ Διὸς καὶ Δήμητρος θυγατρὸς ἀρχήν , Φερσεφόνης ἴα πλεκούσης συμπαρουσῶν τῶν Ὠκεανοῦ θυγατέρων ὧν ὀνόματα ταῦτα ἐκ
4907156 τελειοις
ἔμβρυα . τὴν αὐτὴν δὲ ταύτην εἶναι καὶ ἐν τοῖς τελείοις φησί , τελείοις δὲ τοῖς ὡς πρὸς τὰ ἔμβρυα
ζώοις ἐλλείπει , λέγω δὲ οὐ πᾶσιν , ἀλλὰ τοῖς τελείοις καὶ μὴ κολοβοῖς μηδὲ οἷον πεπηρωμένοις : τὰ γὰρ
4894384 τραπεζα
, ” ἔφη : “ οἷς μὲν γὰρ κύαθος καὶ τράπεζα θεωρεῖται ὀφθαλμοὺς ἔχεις : ᾧ δὲ τραπεζότης καὶ κυαθότης
, εὐθὺς ἀνεκλίνετο : παρῆν στέφανος ἐν τάχει : ᾔρετο τράπεζα . παρέκειθ ' ἅμα τετριμμένη μᾶζα χαριτοβλέφαρος . μύστακα
4867433 στεμφυλα
λεγόμενον πυρίεφθον . εἶτα κρίμνα , μᾶζα , κόλλυρα , στέμφυλα , κυρήβια : τὰ γὰρ φαυλότερα τῶν πυρῶν κυρήβια
. Γλυκύτερα ποιήσεις τὰ σκόρδα , ἐν τῷ φυτεύειν συνεπιβάλλων στέμφυλα τῶν ἐλαΐνων . ἄνοσμα δὲ ἔσται . ἐὰν καὶ
4845360 κοσμοις
πόλιν ὥσπερ λύραν ἁρμοττομένη σύμφωνον αὑτῇ τε καὶ τοῖς ἔξω κόσμοις , καὶ ἡ διὰ πάντων ὥσπερ τοῦ παρ '
' ἐκείνων λαβόντα , κομισθῆναι δὲ Ταρκυνίῳ σὺν τοῖς ἄλλοις κόσμοις βασιλικοῖς καὶ τοὺς δώδεκα πελέκεις , ὥσπερ γε καὶ
4843221 τυρος
, δασύπους , ἔριφοι , . . τυρὸς χλωρός , τυρὸς ξηρός , τυρὸς κοπτός , τυρὸς ξυστός , τυρὸς
πάντα , γῆ Σαμία ἡ ἄπλυτος μετρίως , ἰός , τυρὸς ὀξυγαλάκτινος μετρίως , βούτυρον μετρίως , πυτία πᾶσα ,
4830277 τροφη
γεῦσις γὰρ ἅπασα δι ' ἁφῆς : ἀλλ ' οὐδὲ τροφὴ ὁ χυμός , ἀλλ ' ἥδυσμα τροφῆς . διασαφητέον
καὶ ἐπαυρίσκεται ἀπὸ τῆς γῆς ἕλκον τὴν ἰκμάδα , καὶ τροφὴ αὐτῷ ἐκεῖθέν ἐστιν : ὥστε μὴ θαυμάζειν ἑτερόκαρπα εἶναι
4790074 πεπλεγμενος
τινὸς ἐμφάσεως χρῆσθαι τούτῳ . εἰρεσιώνη κλάδος ἦν ἐλαίας ἐρίοις πεπλεγμένος : ἐξήρτηται δὲ αὐτοῦ τὰ ὡραῖα πάντα . ἵστασαν
θυρῶν κρεμάσαι . 〛 Ἄλλως . κλάδος ἦν ἐλαίας ἐρίοις πεπλεγμένος : ἐξήρτητο δὲ αὐτοῦ τὰ ὡραῖα πάντα . ἵστασαν
4777912 καματηρος
γόνατα κόπος : Ἀντὶ τοῦ οὐδὲ τὰ γόνατά μου ἔλαβε καματηρὸς πόνος . ἐθέλω δ ' ἐπὶ πᾶν ἰέναι :
βληθεὶς πρὸς οὐδενός , ἀλλὰ ὑπὸ καύματος τε καὶ ἡλικίας καματηρὸς γενόμενος , πολλὰ δὲ πρόσθεν ξυγκαμών τε καὶ συγκινδυνεύσας
4751630 σοφη
γυναῖκας τὰς νῦν τοιαύτας εἶναι προῄρησθε . Μελανίππη τις ἦν σοφή : διὰ τοῦτο ταύτην ὁ Λυσίστρατος ἐδημιούργησεν : ὑμεῖς
τιμή τὴν τιμήν , ἡ Ἀφροδίτη τὴν Ἀφροδίτην , ἡ σοφή τὴν σοφήν . Ταῦτα μὲν ἐν τούτοις . Ὦ
4748880 πικρα
κερατίτιδος μήκωνος , λιπαρώτερα δὲ καὶ χαμαίζηλα , βαρύοσμα , πικρὰ ἐν τῇ γεύσει : χυλὸν δ ' ἔχει πολύν
ἁπλῶς , ὃ ἁρμόττει τοῖς νοσοῦσιν : ὁμοίως δὲ καὶ πικρὰ καὶ γλυκέα καὶ θερμὰ καὶ βαρέα τὰ μέν ἐστιν
4738721 οἰνος
μόλυβδος , καὶ ἡ καλουμένη ὑδράργυρος . Τῶν δὲ συμφύλων οἶνος ἀθρόως ποθεὶς πολὺς ἀπὸ βαλανείου , ἢ γλυκὺ ,
Τάβαι καὶ Σίνδα καὶ Ἄμβλαδα , ὅθεν καὶ ὁ Ἀμβλαδεὺς οἶνος ἐκφέρεται πρὸς διαίτας ἰατρικὰς ἐπιτήδειος . Τῶν δ '
4736254 σκευαζομενοις
εὐχυμοτάτων καὶ δυσφθάρτων . οὐ κωλύω δ ' οὐδὲ τοῖς σκευαζομένοις διὰ μέλιτος οἴνοις χρῆσθαι , καὶ μάλιστα ὅσοις ὑποψία
: προσέχειν δὲ χρὴ τὸν νοῦν τοῖς ἐξ αὐτοῦ τούτου σκευαζομένοις ῥοφήμασιν : χυλὸς γάρ ἐστιν οὗτος αὐτοῦ μεμιγμένος ὕδατι
4730418 βυβλος
. τῇ γραφῇ χρόνους . ἡ μὲν οὖν πρὸ ταύτης βύβλος , οὖσα τῆς ὅλης συντάξεως τεσσαρεσκαιδεκάτη , τὸ τέλος
φιλαναγνωστοῦσιν . ἡ μὲν γὰρ πρὸ ταύτης [ συντελεσθεῖσα ] βύβλος τὰς Ἀλεξάνδρου πράξεις ἁπάσας περιείληφε μέχρι τῆς τελευτῆς :
4653989 καθεστηκε
γονὴ καὶ ἡ γονὴ σφαῖρα . νῦν εἰς τὰ μεθόρια καθέστηκε τοῦ βρέφους καὶ τῆς σφαίρας . λοιπὸν γὰρ γίνεται
δηλοῖ , ὡς τῶν ἀνθρώπων ἕκαστος ἐν τῇ ἰδίᾳ τέχνῃ καθέστηκε δόκιμος . δύο ἀλέκτορες ἀλλήλοις ἐμάχοντο . καὶ ὁ
4647133 κοχλιαις
δηλονότι χωρὶς τῶν ἐπεκτεταμένων , οἷον τοξόται τοξόταις , κοχλίαι κοχλίαις , Ὅμηροι Ὁμήροις , ἄνθρωποι ἀνθρώποις , Ἀρίσταρχοι Ἀριστάρχοις
πρὸς τοὺς ἐν αὐταῖς ἀπαντῶντας ποταμοὺς πολλάκις τοῖς Αἰγυπτίοις ἀναντλούντων κοχλίαις . * τὸν δόλον οὐ ταὐτὸν εἶναι τούτοις τε
4643424 ἀκιβδηλος
. Ἰσοκράτους : Ἡ δὲ τῆς ἀρετῆς κτίσις οἷς ἂν ἀκίβδηλος ταῖς διανοίαις συναυξηθῆ , μόνιμον συγγηράσκει : πλούτου δὲ
οὐκ ἐγκρίνει τὴν φωνήν . , . . , . ἀκίβδηλος ἀνήρ : ὁ μὴ κίβδηλος , ἀλλὰ δόκιμος καὶ
4630450 χονδρος
συλλαβή . τὸν ὠλενίτην χόνδρον τὸν τῆς ὠμοπλάτου χόνδρον . χόνδρος δέ ἐστιν ὀστέου μὲν νευρωδέστερος , νεύρου δὲ ὀστωδέστερος
καὶ τρίτος ὁ συγκομιστός . ἑφθοὶ πυροί , σεμίδαλις , χόνδρος . κύαμοι σαρκοῦσι τὴν ἕξιν οὐκ ἐσφιγμένῃ καὶ πυκνῇ
4576054 τραγημα
, οἶνον λεπτὸν καὶ εὐώδη δοτέον . παραιτητέον δὲ πᾶν τράγημα , πᾶν κνισόν , πᾶν βρωμῶδες , πᾶν παχὺ
με ἐπιλείποι τὴν ἡμέραν . καὶ Δίφιλος ἐν Τελεσίᾳ : τράγημα , μυρτίδες , πλακοῦς , ἀμύγδαλα . ἐγὼ δὲ
4573410 σιτος
ταῖς δὲ ναυσὶ μακρὰν ἐφεδρεύειν , ὅπως αὐτοῖς μὴ παρακομισθῇ σῖτος . οὗ συντελεσθέντος , οἱ μὲν Ἀθηναῖοι εἰς δεινὴν
οὐκ ἐλάσσονας σίτου διαπέμψαι καὶ πολίτην γεγονέναι . Γλυκέρας ὁ σῖτος οὗτος ἦν : ἔσται δ ' ἴσως αὐτοῖσιν ὀλέθρου
4547041 πεποιημενοις
χαλεπαίνει : ἔπεσον πλείονες τῶν Ῥωμαίων καὶ Τραϊανὸς ἐχαλέπαινε τοῖς πεποιημένοις . . . . ἄμωμον : Ἀρριανός : πέμπει
ἀναθήμασιν , οὐκ ἀνδριᾶσιν , ἀλλὰ λέβησι καὶ τρίποσι χαλκοῦ πεποιημένοις . Λακεδαιμόνιοι μὲν οὖν χρυσῶσαι βουλόμενοι τὸ πρόσωπον τοῦ
4546779 Φερεται
. καὶ ταῦτα μὲν περὶ τοῦ θανάτου καὶ τοσαῦτα . Φέρεται δὲ καὶ ἡμῶν εἰς αὐτὸν ἐν τῇ Παμμέτρῳ σκωπτικὸν
συνίσταται τὸ θνητὸν ζῷον λέγει , οὐ τί ἐστι . Φέρεται γὰρ , ὥς φησιν , ἕως οὗ στερεοῦ τινος
4545959 καθαρευει
τὰ πραττόμενα πράττεται , ἀλλ ' ἄδηλον εἴτε ὑγιαίνει καὶ καθαρεύει εἴτε νοσεῖ μιάσμασι κεχρωσμένη πολλοῖς , γενητὸς δὲ οὐδεὶς
. Ὅτε ὑπάρχει ὁ Ἄρης ἐν τῷ ἑνδεκάτῳ , οὐ καθαρεύει ὁ τοῦτον οὕτως ἔχων πρὸς τὸν ἴδιον κύριον .
4541743 ἑλκτικη
φαρμάκων ἡ διαφορητικὴ δύναμις , κατὰ δὲ τὰ ἑλκτικὰ ἡ ἑλκτική : σύγκεινται δ ' αἱ μὲν ἑλκτικαὶ διὰ τῶν
καὶ ταῖς ὑστέραις οὐχ ἥκιστα , δύναμις ὑπάρχει ποιότητος οἰκείας ἑλκτική , καὶ χρὴ πάντως τινὰ καὶ στόμαχον ὑπάρχειν αὐταῖς
4539407 ὀξυτονοις
Ἠβιόνος : ἔστι δὲ ὄνομα νήσου : σεσημείωται ἐν τοῖς ὀξυτόνοις , καὶ μὴ οὖσιν ἐπὶ πόλεων φυλάττοντα τὸ ω
ἄλλα ὁμοτονεῖ τοῖς μὲν βαρυτόνοις τὰ βαρύτονα , τοῖς δὲ ὀξυτόνοις τὰ ὀξύτονα : ὅθεν οὐ παράδοξον καὶ ἀπὸ τοῦ
4532478 ἐλαια
Ἀπίων ψιλῶς γένος δένδρου . λέγεται γὰρ ὅτι ἡ ἀνήμερος ἐλαία λεγομένη φυλία λέγεται . φωριαμός Ω . ο .
λέγει ὑπὸ πάντων πίπτειν . παρὰ δὲ Καλλιμάχῳ ἀστεϊζομένη ἡ ἐλαία φησίν , ἐγὼ φαύλη πάντων τῶν δένδρων εἰμί .
4529140 ἀκρατος
. Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός . Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ ' ἀναγκάζει φρονεῖν . Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρας
πού τι χαλεπόν ἐστι τὸ ψευδῆ λέγειν . ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ ' ἀναγκάζει φρονεῖν . ὅσος τὸ κατέχειν ἐστὶ
4500544 ἐσθης
ἐρῶσιν ἐοίκασιν . οὕτω Φιλόξενος . . . , : ἐσθής : παρὰ τὸν ἕσω μέλλοντα * * * †
ἀπαιτεῖ διάλεκτον , ἀλλ ' ἔστιν ὥσπερ σώμασι πρέπουσά τις ἐσθής , οὕτως καὶ νοήμασιν ἁρμόττουσά τις ὀνομασία . τὸ
4498729 σταφυλη
. ” θειλόπεδον ὁ τόπος ἐφ ' οὗ ξηραίνεται ἡ σταφυλὴ καὶ οἱ καρποί . θεῖνα τὸν αἰγιαλόν , ἀπὸ
τὸ ἀρσενικόν ἐστι Στάφυλοςοὕτως γὰρ ἐλέγετο ὁ υἱὸς Διονύσουτὸ θηλυκὸν σταφυλὴ ὀξυτονηθήσεται . πρὸς οὓς ῥητέον : ἰδοῦ κόγχος κόγχη
4492415 κυαμος
δὲ βλαστάνει μὲν εὖ ταχέως δὲ σήπεται , καθάπερ ὁ κύαμος καὶ μᾶλλον ὁ τεράμων : ταχὺ δ ' ἡ
πρὸς οἷς ῥᾶγές εἰσιν ἐκ πλαγίου μέλαιναι τὸ μέγεθος ἡλίκος κύαμος γλυκεῖαι : ἔχουσι δὲ ἐντὸς γιγαρτῶδές τι μαλακόν :
4492346 παθητικη
καὶ ἡ ἀπό τινος συμπτώματος ἔκστασις ἢ ἄλλο τι τοιοῦτον παθητικὴ ποιότης λέγεται . Διαιρεῖ τὸ τέταρτον εἶδος τῆς ποιότητος
ῥήμασιν ἡ τοῦ πλουτῶ ἢ ὑπάρχω ἤ τινος τῶν τοιούτων παθητικὴ ἐκφορά , καὶ ἐπὶ τοῦ μάχομαι ἡ ἐνεργητική :
4486716 στολη
διὰ τῆς σφετέρας γῆς . καὶ ἡ τοῦ Ἡρακλέους δὲ στολὴ ἡ τοιαύτη πολὺ νεωτέρα τῆς Τρωικῆς μνήμης ἐστί ,
! ? ? μην ! ! ἴση [ ? ? στολὴ ? ? ] [ ] ! ! ! !
4479121 παραπλεκεσθω
ἂν ἁρμόττῃ . ἀνωδύνου δ ' ὄντος τοῦ ἕλκους , παραπλεκέσθω σμύρνης , ἴρεως , ἀριστολοχίας ἀνὰ ⋖ γ ,
καὶ μᾶλλον τοῦ κριθίνου ἀλεύρου . τούτοις δὲ σῦκον ἑφθὸν παραπλεκέσθω , ποτὲ δὲ καὶ περιστερᾶς ἄφοδος . καὶ συνεχέστερον
4463690 Λωτοφαγοις
παράλληλα πυκνὸς ἐν τοῖς βλαστοῖς . ἐσθιόμενος δὲ ἐν τοῖς Λωτοφάγοις καλουμένοις γλυκύς ἐστι καὶ ἡδὺς καὶ ἀσινής , καὶ
ἐπὶ τῶν βλαστῶν : ἐσθιόμενος δ ' ὁ ἐν τοῖς Λωτοφάγοις καλουμένοις γλυκὺς καὶ ἡδὺς καὶ ἀσινὴς καὶ ἔτι πρὸς
4457729 ἀπαραλλακτα
παρόντος , κἀνταῦθα χυλῷ οὐ κέχρηνται πρασίου ; σχεδὸν γὰρ ἀπαράλλακτα ταῦτα : καὶ ἐπὶ τῶν ὑδρωπικῶν , διὰ τί
εἴκοσι . Καὶ περὶ τοῦ κατακλυσμοῦ παρόμοια μὲν , οὐκ ἀπαράλλακτα λέγει οὕτως : Μετὰ Εὐεδώρεσχον ἄλλοι τινὲς ἦρξαν καὶ
4443923 περιεργοτερα
δόξειεν ἂν εἶναι καὶ ἀκριβεστέρα τῆς Λυσίου τήν τε σύνθεσιν περιεργοτέρα τις καὶ σχηματισμοῖς διειλημμένη ποικίλοις , ὅσον τε ἀπολείπεται
καλούμενον βρῶμα , ὥς φησι Χρύσιππος , οὗ ἡ κατασκευὴ περιεργοτέρα . . : Πρίαμος δὲ παρὰ τῷ ποιητῇ καὶ
4434984 ἀγωγη
τὸ ἀκήν . ἐστὶ καὶ ἀναδιπλασιασμὸς ἀκωκὴν , ὡς ἄγω ἀγωγή . Ἀμέγαρτον , ποτὲ μὲν δηλοῖ τὸ εὐτελὲς καὶ
τὴν ἀκήν ἐστι , καὶ ἀναδιπλασιασμῷ ἀκωκή , ὡς ἄγω ἀγωγή . . . . . . ἀκωκή , ,
4434677 μεγαλαυχια
' ἐμοῦ λαθὼν ὁ τῦφος καὶ ἡ ἄνοια καὶ ἡ μεγαλαυχία καὶ μαλακία καὶ ὕβρις καὶ ἀπάτη καὶ ἄλλ '
λίαν νῦν ἀπελέλειψο . καὶ ὁ τῦφος δὲ καὶ ἡ μεγαλαυχία καὶ ἡ κακοήθεια καὶ τὸ βρενθύεσθαι καὶ λαρυγγίζειν ἀπέστω
4424757 ἀντιπαθης
καὶ κατὰ μέσου . Θεραπεία οὖν εὑρίσκεται ἑτέρα φυσικὴ καὶ ἀντιπαθής , ᾗ καὶ Δημόκριτος μαρτυρεῖ : παρθένος ὥραν ἔχουσα
βλάπτεσθαι ὑπὸ φαρμάκων . Ὁ χυλὸς αὐτῶν ἐν ὕδατι λαμβανόμενος ἀντιπαθής ἐστι βωλίταις καὶ δηλητηρίοις . εἰ δέ τις χυλῷ
4422847 σπειρομενος
ἐστιν ἀληθῶς : ὅτι ὁ Ἄδωνις ἤγουν ὁ σῖτος ὁ σπειρόμενος ἓξ μῆνας ἐν τῇ γῇ ποιεῖ ἀπὸ τῆς σπορᾶς
γένος , στατικὸν κοιλίας , καὶ τὸ κῖκι καρπός τις σπειρόμενος ἐν ἀρούραις , ἐξ οὗ ἔλαιον ἀποθλίβεται εἰς μὲν
4422820 αἰραι
αἶρα δέ ἐστι σπέρμα , γινόμενον . . . . αἰραί : πόλις Μακεδονίας . καὶ ἄλλη Ἰωνίας . .
αἶρα δέ ἐστι σπέρμα , γινόμενον . . . . αἰραί : πόλις Μακεδονίας . καὶ ἄλλη Ἰωνίας . .
4366054 ἀπαρασχηματιστα
ὥσπερ καὶ τὸ ἐρυμνός . Τὰ εἰς δύο ΝΝ βαρύνεται ἀπαρασχημάτιστα ὄντα θηλυκῷ γένει : βλέννος θύννος Κύννος δάθυννος Ἄργυννος
κᾶπος γὰρ οἱ Δωριεῖς . Τὰ διὰ τοῦ οπος δισύλλαβα ἀπαρασχημάτιστα ἁπλᾶ διὰ τοῦ ο μικροῦ γραφόμενα σπάνιά ἐστιν :
4365882 δοσις
, κυπέρου ἀνὰ ⋖ κεʹ : μέλιτι ἀναλάμβανε : ἡ δόσις κυάμου μέγεθος . Ἄλλο , τάχιον ποιοῦν ἐξουρηθῆναι τῶν
τὸ ἀγαρικὸν καὶ τὸ πέπερι καὶ οὕτω χρῶ . ἡ δόσις κοχ . εʹ ἢ Ϛʹ πρὸς τὴν δύναμιν .
4359577 κιναρα
σκόροδον , σέλινον , μαλάχη , τεῦτλον , κορίαννον , κινάρα : ἀσφάραγος ὁ ἀκανθίας λέγεται , ὄρμενος δὲ ὁ
ἄπιοι πρὶν πεφθῆναι , ὁ τῆς τερμίνθου καρπὸς κακόχυμος , κινάρα , καὶ μᾶλλον ὅταν σκληροτέρα γένηται , σίκυοι πέπονες
4345828 σιτουμενοις
, δὲ τοῖς δημοσίᾳ ἱππεύουσι καὶ τοῖς ἐν τῷ Μουσείῳ σιτουμένοις , τὸ δὲ Μουσεῖον τράπεζα Αἰγυπτία ξυγκαλοῦσα τοὺς ἐν
ποιουμένους τῆς ἀρχαίας ἀγωγῆς . Σόλων δὲ τοῖς ἐν πρυτανείῳ σιτουμένοις μᾶζαν παρέχειν κελεύει , ἄρτον δὲ ταῖς ἑορταῖς προσπαρατιθέναι
4337506 βλιτοις
κωμῳδιοποιὸς Θεόπομπος : παῦσαι κυβεύων , μειράκιον , καὶ τοῖς βλίτοις διαχρῶ τὸ λοιπόν . κοιλίαν σκληρὰν ἔχεις : τὰ
καλῶς ἐπιστατήσει . Παῦσαι κυβεύων , μειράκιον , καὶ τοῖς βλίτοις διαχρῶ τὸ λοιπόν : κοιλίαν σκληρὰν ἔχεις , τὰ
4328339 πισος
. . ἢ λεκιθόπωλιν : εἶδος ὀσπρίου , ὃ καλεῖται πίσος διὰ τὸ ἐοικέναι τὴν χροιὰν λεκίθῳ ὠοῦ . ἀπὸ
ᾠοῦ κεύθεσθαι . ἔστι δὲ εἶδος ὀσπρίου , ὃ καλεῖται πίσος διὰ τὸ ἐοικέναι τὴν χροιὰν λεκίθῳ ᾠοῦ . ἀπὸ
4322785 εὐαρμοστα
τὰ δὲ ἵνα φύγῃ . ὁμοίως ὁ μουσικὸς καὶ τὰ εὐάρμοστα καὶ τὰ ἀνάρμοστα οἶδεν : καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων
προῶσθαι : “ ὥστε πρὼν ἰσχάνει ὕδωρ . ” πτερόεντα εὐάρμοστα : οὐδὲν γὰρ πτερῶν εὐαρμοστότερον : ἐὰν γοῦν μικρὸν
4321032 κογχος
ἄνθρωποι καλέονθ ' , ἁμὲς δὲ λεύκας τοὶ θεοί . κόγχος , ἃν τέλλιν καλέομες : ἐστὶ δ ' ἅδιστον
κογχύλιον καὶ τὸ κοχλιοκογχύλιον τὸ λιβυκόν : καὶ ὁ αἰγύπτιος κόγχος ὁ τῆς παραλίου , ὃς καλεῖται πίννα : καὶ
4317620 τεξει
, οὔτις σε τίει πολύτιτον ἐόντα . Λάβδα κύει , τέξει δ ' ὀλοοίτροχον : ἐν δὲ πεσεῖται ἀνδράσι μουνάρχοισι
ἄκουσον , εἶτα διάκρινον , τόδε : Ἔστι γυνή , τέξει δὲ λέονθ ' ἱεραῖς ἐν Ἀθήναις , ὃς περὶ
4317495 λιβανωτος
τό τε χοίρειον στέαρ καὶ τὸ μόσχειον καὶ βούτυρον καὶ λιβανωτός . ἐκπυΐσκει δὲ καὶ πίττα καὶ ῥητίνη διεθεῖσαι δηλονότι
ἀεὶ καρποῦσθαι βίον : τὸ γὰρ ἔλαιον καὶ ὁ | λιβανωτός , ὧν ἐπιδράττεται σὺν τοῖς λευκοπύροις ὁ ἱερεύς ,
4303061 ποικιλη
φλεγμονὴ συναναμίγνυται τῇ ψυχρᾷ δυσκρασίᾳ καὶ γίνεται μικτὴ διάθεσις καὶ ποικίλη . λέγωμεν οὖν οὕτως , ὅπως ἕκαστον αὐτῶν χρὴ
εἴρηται , μία μὲν καὶ ἁπλῆ τῇ οὐσίᾳ τελοῦσα , ποικίλη δὲ καὶ διάφορος τῇ δυνάμει , τισὶ τῶν ἐξ
4298055 ἡψηται
πλέον ἢ κατὰ τὸν ἁπλοῦν καὶ λιτὸν καὶ λευκὸν ζωμὸν ἥψηται , τὰ πολλὰ τῶν προειρημένων ἐστὶν ὑγρότερα : τὰ
, ἐπιτίθει τῷ στομάχῳ ἐν ἐρίῳ ἔλαιον , ἐν ᾧ ἥψηται πήγανον , κύμινον καὶ ἀψίνθιον : δίδου δὲ καὶ
4297692 τελεσφορειται
κυρίως τοῖς ὀνόμασιν εἰωθότων χρῆσθαι καὶ τελεσφόρος , ἐπειδὴ ταύτῃ τελεσφορεῖται τὰ σύμπαντα . τεκμηριώσαιτο δ ' ἄν τις ἐκ
, εἰς καιρῶν τῶν ἐτησίων γένεσιν , οἷς τὰ πάντα τελεσφορεῖται , καὶ πρὸς τούτοις μυρία ἄλλα θαυμάσια : καὶ
4295509 τρωκτα
ῥίζης γίνεται , κηρίῳ σφηκῶν ἰδέην ὁμοιότατον : ἐν τούτῳ τρωκτὰ ὅσον τε πυρὴν ἐλαίης ἐγγίνεται συχνά , τρώγεται δὲ
βίον καὶ γάλα καὶ φοίνικας αὐτῷ καὶ τυρὸν προσφέρουσι καὶ τρωκτὰ ὡραῖα καὶ τὰς ἄλλας ἀπαρχὰς τῶν ἐπιχωρίων . Λόγος
4281613 λαχανοις
καὶ σικυὸν εἶδον , γαίης ἐρικυδέος υἱόν , κείμενον ἐν λαχάνοις : ὁ δ ' ἐπ ' ἐννέα κεῖτο τραπέζας
, εἴτε κλᾶν , θεραπεύσω τὰς ἀμπέλους , εἴτε ἐπάγειν λαχάνοις ὕδωρ , ὁδοποιήσω τὸν δρόμον . τίς γὰρ οὕτω
4279134 φυτοις
ἐναντίαν γεννᾷ εἴδωλον αὐτῆς αἴσθησιν καὶ φύσιν τὴν ἐν τοῖς φυτοῖς . Οὐδὲν δὲ τοῦ πρὸ αὐτοῦ ἀπήρτηται οὐδ '
δὲ κίνδυνος μολεῖν . κύκλος γὰρ αὑτὸς καρπίμοις τε γῆς φυτοῖς θνητῶν τε γενεᾷ : τῶν μὲν αὔξεται βίος ,
4274682 ἰσχαδες
τοῖσδε τοῖς ζῴοις ἄρτοι τε οἱ μέγιστοι καὶ κριθαὶ καὶ ἰσχάδες καὶ ἀσταφίδες καὶ κρόμμυα καὶ σκόροδα καὶ μέλι χύδην
καὶ Τρύφων . . . , . , . : ἰσχάδες : παρὰ τὸ ἴσχω , οὗ παράγωγον ἰσχνῶ ,
4273924 μαζα
καὶ ἐπὶ τοῦ φυρᾶν ἄρτους τίθεται , ὅθεν καὶ ἡ μᾶζα καὶ ἡ μαγίς . ἐκολλόπωσε : ἐκόλλησε . κόλλοπες
δὲ καθ ' ἡμέραν δίαιτα ἄρτος μετὰ τὸ γυμνάσιον καὶ μᾶζα καὶ κάρδαμον καὶ ἁλῶν χόνδρος καὶ κρέα ὀπτὰ ἢ
4260957 ποτης
θρυαλίδας ἔχοντα . τὸν πότην : ποτὸν τὸ πινόμενον , πότης ὁ πίνων , συμπότης ὁ συμπίνων . δεῦρ '
ταχέως ἀναλίσκων τὸ ἔλαιον λύχνος . τὸν πότην λύχνον : πότης λύχνος παρ ' Ἀττικοῖς ὁ πολὺ ἔλαιον ἀναλίσκων .
4250737 ὁμοτονει
ξένος καὶ ξένη καὶ τὰ προκείμενα ἀπαράλλακτά ἐστιν , διὸ ὁμοτονεῖ , τὰ δὲ διαφέροντα οὐκέτι : καθάπερ γὰρ χόλος
τῶν Ἀττικῶν : κόττος ῥύττος κάττος . τὰ δὲ Ἀττικὰ ὁμοτονεῖ τοῖς κοινοῖς , ἐξ ὧν γέγονε : κιττός ὅτι
4248044 σπορος
χῶραι ἀνάγκας ὑποστήσονται μεγάλως ξενωθέντες . ἔσται δ ' ὁ σπόρος ἄχρηστος ἐκ πολλῆς ἐπομβρίας . Εἰ δὲ πολλάκις καυστικὸς
εἰς ο : οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τῇ καθόλου : σπερῶ σπόρος : φθερῶ φθόρος . Τὰ διὰ τοῦ αιρος δισύλλαβα
4238974 ἰωνια
ἀνδραπόδων . ῥοδωνιά ἐστιν ἡ τῶν ῥόδων φυτεία , ὥσπερ ἰωνιὰ ἡ τῶν ἴων , ὡς Ἑκαταῖος ἐν αʹ περιηγήσεως
εἴ τι κέκληται , τῶν δὲ ῥόδων ῥοδωνιά , καὶ ἰωνιὰ τῶν ἴων . ἐπὶ φυτῶν καὶ δένδρων καρποφόρων ἐρεῖς
4237884 ἀδεια
ἐπὶ δ ' ἐπαίνου θάρσος , εὐψυχία , εὐτολμία , ἄδεια . τὸ γὰρ ἀφοβία πάνυ εὐτελές . ῥήματα δὲ
τῆς τῶν ἀνθρώπων : εἰ γὰρ ἀνέλοιεν τοὺς νόμους καὶ ἄδεια γένοιτο τοῦ τύπτειν ἀλλήλους καὶ ἀποκτείνειν καὶ ἁρπάζειν τὰ
4234154 ζωμοις
κιννάβαριν . ΥΛΗ ΖΩΜΩΝ . ΖΩΜΟΙ . Τὰ δὲ ἐν ζωμοῖς ἐστιν ταῦτα : κρόκος κιλίκιος , ἀριστολοχίᾳ , κνήκου
ἐπιγινόμενον κνησμόν : ὀνήσει αὐτοὺς καὶ μετὰ τὸ λουτρὸν χρῆσθαι ζωμοῖς λιπαροῖς μετὰ οἴνου ἢ γλυκέως , καὶ μυελὸς δὲ
4219577 λαμβανομενοις
ἐν αὐτῷ συνισταμένοις πρὸς τῇ Ο κορυφῇ , καὶ τοῖς λαμβανομένοις πέρασι τοῦ πρὸς τῷ πελεκυναρίῳ πλάτους ἐν τῇ μετακινήσει
: ὡς μὲν ἐγὼ εἰκάζω τοῖς Ὁμήρου ἔπεσιν οὐκ ὀρθῶς λαμβανομένοις παρακρουσθέντες . πεποίηται γὰρ αὐτῷ ἐν Ἰλιάδι Ποσειδῶν προλέγων
4213841 ἀναστροφη
δυνήσεται ; μέτα : ἀντὶ τοῦ σύν . ἔστι δὲ ἀναστροφὴ Ἰωνική . γριπεύς : ὁ ἁλιεύς , καὶ γρῖπος
Ἀναστρέψαντι ἄρα . , ] διὰ τοῦ ὅρου τοῦ εου ἀναστροφὴ λόγου ἐστὶ λῆψις τοῦ ἡγουμένου πρὸς τὴν ὑπεροχήν ,
4208643 ἰοβολοις
δὲ ἀπὸ τῆς σαυτοῦ πικρίας καὶ ὅσα ταῖς ἐπαράτοις καὶ ἰοβόλοις ψυχαῖς γεννᾶν ἔθος βλαβερὰ καὶ ἐπιζήμια ἀντιδιδοὺς καὶ ἀντιπέμπων
: τοῦ ἐχίνου . θύων : ὁρμῶν . Ἰοτόκοισι : ἰοβόλοις , τοῖς τίκτουσι τὸν ἰὸν , τοῖς γεννῶσι τὸν
4207576 ζωοις
αὐτὸ φαίης ἂν Ἀθηναϊκὸν εἶναι δίδαγμα καθὸ καὶ ἐν ἀλόγοις ζώοις ἔστι τὶ φιλεργὸν καὶ τεχνοειδές . Καί τις καὶ
διαφέρων . ὅτι μὲν οὖν κατ ' ὄρεξιν ἐν τοῖς ζώοις ἡ κίνησις , δῆλον ἐκ τούτων . Ἐπεὶ δ
4206780 ἐξεχειν
εὐθὺς ἡ φωνὴ τοιοῦτον ἠχεῖν , εὐθὺς ἐν τοῖς ὄμμασιν ἐξέχειν , ὡς τῶν ἐραστῶν ἐν τῷ βλέμματι πάντα εὐθὺς
τὸν ἀποθανόντα τῇ ὑστεραίᾳ ᾗ ἂν προθῶνται , πρὶν ἥλιον ἐξέχειν . βαδίζειν δὲ τοὺς ἄνδρας πρόσθεν , ὅταν ἐκφέρωνται
4195590 ἑλκεσιν
δ ' ὑγραίνοντα διάχριστα ἐπιτήδεια μὲν τοῖς ξηροῖς καὶ ἀνθρακώδεσιν ἕλκεσιν , οἷα μάλιστα ἐν ὠσὶ καὶ ῥισὶ γίνεται :
' [ Ὀδυσέα ] τὸν ἀλιτρὸν οζη ? ? [ ἕλκεσιν ? ? ὁ ποθούμενος [ αἷμα κατὰ χθονὸς ἀπο
4188842 ποριζει
μᾶλλον ψεκτός , ὁ δὲ ἀργυρίου χάριν ἢ ὅσα ἀργύριον πορίζει , ἀσχημονέστερος καὶ κάκιστος τῶν ἀλαζονευομένων . πάντες γὰρ
σοι , εἰδὼς ὅτι καὶ τῷ κυνὶ ἡ οὐρὰ ἄρτον πορίζει , τὸ δὲ στόμα πληγάς . ἐπὶ σωφροσύνῃ μεγαλοφρόνει
4188743 εὐκολα
. ἄστυλος οἶκος αἱροῦντες ᾑρήμεσθα . . ἅπαντα τοῖς σοφοῖσιν εὔκολα . εἰς ἀσθενοῦντας ἀσθενῶν ἐλήλυθας . κουρήτων στόμα φόνου
ἐπὶ τῶν πασχόντων ἄξια ὧν ἔδρασαν . Ἅπαντα τοῖς σοφοῖσιν εὔκολα : ἐπὶ τῶν διὰ φρονήσεως καὶ τῶν δυσκόλων περιγινομένων
4185739 ὀσπρια
μὲν χειμερινὸν τὸν δὲ ἠρινόν , ἐν ᾧ καὶ τὰ ὄσπρια καταβάλλουσιν ] . Εἰσὶ δὲ καὶ οἱ μὲν καθαροὶ
ὁπότε μέλλοιεν βωμοὺς ἀφιδρύειν , ἢ ἄγαλμα θεοῦ , ἕψοντες ὄσπρια ἀπήρχοντο τούτων τοῖς ἀφιδρυμένοις , εὐχαριστήρια ἀπονέμοντες τῆς πρώτης
4183449 θυσιης
Ἰνδῶν : καὶ δὲ ἰδίᾳ θύει , ἐξηγητὴς αὐτῷ τῆς θυσίης τῶν τις σοφιστέων τούτων γίνεται , ὡς οὐκ ἂν
σέβονται , τῷ θύουσι ἵππους . Νόος δὲ οὗτος τῆς θυσίης : τῶν θεῶν τῷ ταχίστῳ πάντων τῶν θνητῶν τὸ
4182967 ποα
καὶ ἠρύγγιον . γυρῖνος ὁ μικρὸς βάτραχος . γλαῦξ ἡ πόα γάλακτός ἐστιν γεννητική . γαλῆ ἤτοι ἡ νυμφίστα λεγομένη
σκολύμῳ , ἀκανθώδης , βραχυτέρα τῆς ἐν παραδείσοις . Ἄκινος πόα ἐστὶ λεπτόκαρπος , στεφανωτική , παραπλήσιος ὠκίμῳ , δασυτέρα
4174592 στυπτικοις
γύρεως ἢ πιτύρων χυλοῦ ἢ φακῆς ἀφεψήματος . τοῖς δὲ στυπτικοῖς χρώμεθα ἐφ ' ὧν τε ἐπισχεῖν προαιρούμεθα ἄμετρον φορὰν
ἐπὶ τῇ καύσει . . . . ἀλλὰ δέον τοῖς στυπτικοῖς καὶ ἀποκρουστικοῖς χρήσασθαι βοηθήμασιν , ἅτινά ἐστι τὸ ὑδροροσᾶτον
4174168 κολυμβηθραις
. . . Ἡ μὲν στοὰν φέρει , ἡ δὲ κολυμβήθραις ἐντρυφᾷ : τὴν μὲν ἁβρύνει λουτρόν , τὴν δὲ
τὸν οὐρανὸν εἰς τὸ ἔξω , ὅπερ καὶ ἐν ταῖς κολυμβήθραις συμβαίνει , ὅταν τι κινῆται ἐν αὐταῖς σῶμα .
4172149 διδομενη
καὶ κατάχεον . ΜΕΤΑΝΙΠΤΡΟΝ ἡ μετὰ τὸ δεῖπνον ἐπὴν ἀπονίψωνται διδομένη κύλιξ . Ἀντιφάνης Λαμπάδι : Δαίμονος Ἀγαθοῦ μετάνιπτρον ,
νοϲήμαϲιν ἀρκεῖ καὶ μία πόϲιϲ δαψιλὴϲ ἐν τῷ προϲήκοντι καιρῷ διδομένη λῦϲαι τὸ πάθοϲ ἱδρώτων τε καταρρήξεϲι καὶ γαϲτρὸϲ ὑπάξεϲι
4162101 ἁρμοδια
ἐσκεπασμένοις . ἐναίσιμα : καλὰ , δίκαια , ἐπαινετὰ , ἁρμόδια . Ἔνθ ' : τότε . ὑψικόλωνον : ὑψηλὴν
καὶ ἐπὶ πολὺ προσαγομένοις τῇ πληγῇ . Καταπλάσματα δὲ αὐτοῖς ἁρμόδια : βολβοί , πολύγονον , πράσα , πίτυρα ,
4157251 γλυκεα
Ἀμείνω δὲ τῶν μήλων τὰ εἰς ἀπόθεσιν χειμῶνος ὥρᾳ τηρούμενα γλυκέα ὄντα : πλείω γὰρ τὴν πέψιν προσλαμβάνοντα τῷ χρόνῳ
βρόμος , τῆλις , οἱ γλυκεῖς φοίνικες , μῆλα τὰ γλυκέα , σήσαμον , αἱ γλυκεῖαι τῶν σταφυλῶν , αἱ
4152301 χορτος
τοσοῦτον χρόνον , ὅσον ἂν ἀπόχρη ωὐτέοισι τοῖσι κτήνεσιν ὁ χόρτος : ὁκόταν δὲ μηκέτι , ἐς ἑτέρην χώρην μετέρχονται
θεμέλη τῷ τοίχῳ ἀντὶ τοῦ ὑποτίθεται : καὶ ὑποβάλλεται ὁ χόρτος τῇ στρωμνῇ . προβάλλω τὸ εἰς τοὔμπροσθεν τίθημι ,
4149606 συνεσταλμενου
: οὕτως οὖν καὶ ὁ τίς καὶ τὸ τί διὰ συνεσταλμένου τοῦ ι : ὅθεν τὰ εἰς ις τὰ ἔχοντα
. Τὰ ἀπὸ τῶν εἰς ΟΣ διὰ τοῦ ΙΟΣ προπαροξύνεται συνεσταλμένου τοῦ Ι , εἰ μὴ τριβραχέα ἐπὶ κυρίων εἴη
4146046 τετραμετροις
. τῇ δὲ στροφῇ ἐν κώλοις προᾳσθείσῃ τὸ ἐπίρρημα ἐν τετραμέτροις ἐπάγεται . καὶ τῆς ἀντιστρόφου τῇ στροφῇ ἀντᾳσθείσης ,
ἐν τοῖς Καλλιμάχου γὰρ ἀναγέγραπται κέβλη . εἶτα μύρμηξ Ἑρμίππου τετραμέτροις . καὶ Θεμιστοκλέους τὸν πρωνός τις ὢν κεβλήπυρίς τις
4145859 ἰδιωτατον
τοὺς υἱοὺς ἀπολέσας ἀπέβαλε τὸ στρατόπεδον . καὶ τὸ πάντων ἰδιώτατον , ὁ θεὸς ὥσπερ ἀγαθὸς νομοθέτης διπλῆν ἔλαβε παρ
καὶ τῶν ἐν ταῖς δυναστείαις ὄντων , καὶ τὸ πάντων ἰδιώτατον , κατὰ μὲν τὴν εἰρήνην ἐν μέθαις διέτριβε καὶ
4141783 θυον
δὲ καὶ λεαινόμενον καὶ πριόμενον τὸ ξύλον . Τὸ δὲ θύον , οἱ δὲ θύαν καλοῦσι , παρ ' Ἄμμωνι
λεύκη , δάφνη , πίτυς , κυπάριττος , κέδρος , θύον , ἰτέα , μυρίκη , μυρρίνη : εἰ μὴ
4141219 μαλακια
φώκη . τούτοις δὲ μόνοις συμβέβηκε τῶν ἐνύδρων ζῳοτοκεῖν . μαλάκια δὲ εἴρηται ὅσα τῶν ἐνύδρων ὀστέα οὐκ ἔχει ,
φακῆς ἡ οἷον σάρξ , κύαμοι φρυγέντες καὶ τὰ καλούμενα μαλάκια , τευθίδες , σηπίαι , πολύποδες , οἱ κητώδεις
4139245 ἀδιαρθρωτος
τοῦ ἐνδιαθέτου : τούτου δ ' ἡ μὲν ἁπλῆ καὶ ἀδιάρθρωτος ἐπιβολὴ γίνεται δόξα καὶ οἴησις , ἡ δὲ τεχνικὴ
τὴν οὐράν . ἰυγὴ δὲ φωνή τίς ἐστιν , βοὴ ἀδιάρθρωτος ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος πεποιημένη . καὶ Ἐρατοσθένης ἐν Ἀντερινύι
4130264 ποιημασιν
Παλλάδ ' ὀνοˈμασθῆμεν ὑπὸ πάντων τόκα . ˈ περιεπέσομεν δὲ ποιήμασιν , ˈ ἐφ ' ὧν ἦν ἐπιγραφὴ Μεροπίς ,
μεταλαμβάνονται . ἔτι καὶ ἄλλαι συντάξεις εἰσὶν ἐν αὐτοῖς τοῖς ποιήμασιν τὸν αὐτὸν ἐπέχουσαι λόγον , πρώτω γὰρ καὶ δαιτὸς
4120447 ἀσυνηθης
ἀθροῦς ἐμπίπτων , φωνῆς ἰσχνότης , ἀσάφεια , βάρβαρος καὶ ἀσυνήθης ὁμιλία , ὕπνος πλείων τοῦ δέοντος ἢ ἀγρυπνία καὶ
κεράτων ἀποῤῥευσάντων αἰφνίδιον . Γάμου γε μὴν ἐλάφοις ξένος καὶ ἀσυνήθης θεσμὸς καὶ θηρίων τῶν ἄλλων ἀλλότριος : οὔτε γὰρ
4118004 παρωνυμος
' αὐτὴν διὰ τοῦ υ : οἷον , διώνυμος : παρώνυμος : ἀνώνυμος : ἐπώνυμος . Φοιτῶ τὸ φοι δίφθογγον
δύο μόνα εἴδη περιέχει τῆς ποιότητος , μόνη δὲ ἡ παρώνυμος κατηγορία δύο εἴδη περιέχει , ἴσως καὶ τρία :
4116059 κλιβανιτης
ἔστω διαίτης : ἄρτος τοίνυν ἔστω μὴ ξηρὸς μηδὲ κατάθερμος κλιβανίτης , εἰ δὲ μή , ἰπνίτης : λάχανα δέ
εἰ μὴ λούοιτο . Ἄρτος δ ' ἔστω παρεσκευασμένος αὐτῷ κλιβανίτης καθαρός , πρόσφατος , ἐπιμελῶς ὠπτημένος , ἔχων ζύμης
4105414 χλανις
ὁ γέρων ; ἀπὸ τῆς μὲν ὄψεως Ἑλληνικός : λευκὴ χλανίς , φαιὸς χιτωνίσκος καλός , πιλίδιον ἁπαλόν , εὔρυθμος
ἐκαλεῖτο ὁ χιτώντὰ δ ' ἐπιβλήματα ξυστίς , βατραχίς , χλανίς , χλαμὺς διάχρυσος , χρυσόπαστος , στατός , φοινικίς
4100439 ὀπος
ξύμφορα . Κρόμμυα ἐς τὰ οὖρα ἐπιτήδεια : ὁ γὰρ ὀπὸς δριμύτητά τινα παρέχει ὥστε διαχωρέειν : τούτοισιν ὧδε χρῆσθαι
μάχη , καὶ ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τοῦ φυλὴ καὶ τοῦ ὂψ ὀπὸς ἡ φωνὴ , ἡ ἔχουσα δηλαδὴ φυλῶν διαφόρων ,

Back