| εὐθὺς ἡ φωνὴ τοιοῦτον ἠχεῖν , εὐθὺς ἐν τοῖς ὄμμασιν ἐξέχειν , ὡς τῶν ἐραστῶν ἐν τῷ βλέμματι πάντα εὐθὺς | ||
| τὸν ἀποθανόντα τῇ ὑστεραίᾳ ᾗ ἂν προθῶνται , πρὶν ἥλιον ἐξέχειν . βαδίζειν δὲ τοὺς ἄνδρας πρόσθεν , ὅταν ἐκφέρωνται |
| , ἡ κοιλότης : ἐκ ταύτης γὰρ καὶ τῆς ῥινὸς σιμὴ ῥὶς γίνεται σύνθετον καὶ ἔνυλον πρᾶγμα . καὶ δὶς | ||
| δυνάμει ἐνορᾶσθαι θάτερον . Εἰ δὲ ὡς ἡ ῥὶς ἡ σιμὴ καὶ τὸ σιμόν , καὶ οὕτω διπλοῦν ἑκάτερον καὶ |
| σμικρὰ , πυκνά : μεγάλα , ἀραιά : σμικρὰ , ἀραιά : πυκνὰ , μεγάλα : ἔξω μεγάλα , εἴσω | ||
| . Πλάτων γὰρ ἐν Τιμαίῳ λέγει Μακροχρονιώτερον . Μανά , ἀραιά : καὶ Μανότης , ἀραιότης : οὕτω Πλάτων . |
| ὁ ἰὸς ὁ τοῦ δράκοντος εἰς μέλι : ἢ ἐν κηρίῳ μελισσῶν . ἐπεὶ οὐδέν ἐστιν ἄλλο ἴδιον ἢ ὁ | ||
| ἦν δ ' ἐγώ , φῶμεν αὐτόν , ὡς ἐν κηρίῳ κηφὴν ἐγγίγνεται , σμήνους νόσημα , οὕτω καὶ τὸν |
| κατὰ τὸν ἰσημερινὸν καὶ τοῦ κατὰ τὸν θερινὸν τροπικὸν ὅλον διαφαίνεσθαι τὸ ἐγνωσμένον μέρος τῆς γῆς , τοῦ νοτιωτέρου τῶν | ||
| ὡς πάντα διὰ πάντων ἁπλῶς τῶν χυμάτων καὶ διικνεῖσθαι καὶ διαφαίνεσθαι δύνασθαι , καὶ μὴ μόνον περὶ τοὺς κατὰ μέρος |
| : ἡ μὲν γὰρ θερμότης ἐν ἀποίῳ σώματι ἡ δὲ λευκότης ἐν πεποιωμένῳ σώματι ὡς δευτέρα ποιότης : πρῶτον γὰρ | ||
| λευκότητα : οὐ γὰρ ἡ ἐν τῷ μορίῳ τοῦ γάλακτος λευκότης μέρος ἐστὶ τῆς τοῦ παντὸς γάλακτος λευκότητος , ἀλλὰ |
| καταπνεόμενος , ἀναπνοή , περιπνευμονία , δύσπνοια , ἔμπνους , ἐπίπνοια , διάπνοια . περὶ μέντοι τὴν κοιλίαν κατὰ τὰ | ||
| πάντων μέγιστον διαφέροιεν ἂν τόποι χώρας ἐν οἷς θεία τις ἐπίπνοια καὶ δαιμόνων λήξεις εἶεν , τοὺς ἀεὶ κατοικιζομένους ἵλεῳ |
| ὁ γέρων ; ἀπὸ τῆς μὲν ὄψεως Ἑλληνικός : λευκὴ χλανίς , φαιὸς χιτωνίσκος καλός , πιλίδιον ἁπαλόν , εὔρυθμος | ||
| ἐκαλεῖτο ὁ χιτώντὰ δ ' ἐπιβλήματα ξυστίς , βατραχίς , χλανίς , χλαμὺς διάχρυσος , χρυσόπαστος , στατός , φοινικίς |
| : ταῖς δὲ ῥισὶν ἐφελκομένους τὸν ἀέρα , τοῦτον γὰρ ἀναμίγνυσθαι : τῇ δὲ γλώσσῃ τοὺς χυμοὺς καὶ τὸ θερμὸν | ||
| , τὰς δὲ ποιότητας μηδαμῶς , ἢ τὰς μὲν ποιότητας ἀναμίγνυσθαι , μηκέτι δὲ τὰς οὐσίας , ἢ μηθέτερον ἀναμίγνυσθαι |
| συμπεπλεγμένον , λελυμένον δὲ καὶ διακεχυμένον , σπέρματος πλῆρες ὁμοίου βοτρυδίοις , βαρὺ σφόδρα καὶ εὐῶδες , δίχα εὐρῶτος καὶ | ||
| ὡς πηγάνου : τὰ δὲ ῥαβδία περίπλεα σπερματίων , ἐοικότα βοτρυδίοις μηδέπω ἀνθοῦσιν : ὀσμὴ οἰνώδης : ἡ δὲ ῥίζα |
| αἰτίου , καταψύχονται σφοδρῶς , ὡς μήτε ἀναπνεῖν αἰσθητῶς μήτε σφύζειν τὰς ἀρτηρίας : παχέος δὲ ὄντος ἢ δριμέος , | ||
| ἥπατι . τούτων οὖν φλεγμαινόντων τῶν ὑποχονδρίων , ἐν τῷ σφύζειν οὐ δύναται ἀβιάστως ἐν τῷ κατὰ φύσιν διασταλῆναι , |
| ' ἐκ τῶν αὐτῶν ἀεὶ χρηστὰ καὶ ὅμοια γίνεσθαι , ἀλλοῖα δὲ συμβαίνει διὰ τὴν ἀνωμαλίαν τῶν δυνάμεων τῶν ἐν | ||
| τῶν ταγμάτων μικρότερα , τὰ δὲ τῶν μοιραρχῶν τελειότερα καὶ ἀλλοῖα , ὁμοίως δὲ καὶ τὸ τοῦ μεράρχου ἐνηλλαγμένον πρὸς |
| νικήσαντα . τοῖς γὰρ ἀθληταῖς τοῖς τὰ Παναθήναια νενικηκόσι δίδοται ὑδρία ἐλαίου πλήρης . ἐν ἀγγέων ἕρκεσι παμποικίλοις : ἐν | ||
| . τελευτήσαντος δ ' αὐτοῦ καὶ κατακαυθέντος οὐκ ἐχώρησε μία ὑδρία τὰ ὀστέα , μόλις δὲ δύο . πάντες δὲ |
| τὴν ἀνάγκην ἐποίησε τῆς ἐπαναλήψεως . λήμη μὲν γὰρ καὶ κόμη παρῆν τῷ λημᾶν καὶ τῷ κομᾶν , κόμη δὲ | ||
| Φοῖνιξ φησίν : Νίνου κάδοι μάχαιρα καὶ κύλιξ αἰχμή , κόμη δὲ τόξα , δήιοι δὲ κρητῆρες , ἵπποι δ |
| καὶ θεωρία , δι ' ἐκείνην δὲ καὶ τοῖς ζώοις προσγίγνεσθαι ἡδονὴ καὶ λύπη καὶ αἴσθησις καὶ φαντασία . δυοῖν | ||
| οὔ ; Μὴ ὄντι δέ τι τῶν ὄντων ἆρά ποτε προσγίγνεσθαι φήσομεν δυνατὸν εἶναι ; Καὶ πῶς ; Ἀριθμὸν δὴ |
| φέρεται γὰρ ἱδρὼς ψυχομένου τοῦ σώματος , τὸ δὲ πρόσωπον ὠχρὸν γίνεται καὶ τὰ χείλη ἐμπίπρανται καμάτῳ ] τῷ πόνῳ | ||
| πᾶϲα λευκὴ ὑπόϲταϲιϲ ἀγαθὴ λα Τί δηλοῖ τὸ λεπτὸν καὶ ὠχρὸν οὖρον λβ Τί δηλοῖ τὸ λεπτὸν καὶ πυρρόν λγ |
| : δάχματι δ ' ἐμφλέγεται κραδίη πρόπαν , ἀμφὶ δὲ καύσῳ χείλε ' ὑπ ' ἀζαλέης αὐαίνεται ἄβροχα δίψης : | ||
| ἄρσις . Καῦσον λύει αἵματος ἐκ ῥινῶν ῥύσις . Ἐν καύσῳ ἐὰν ἐπιλάβῃ ῥῖγος , φιλέει ἐξιδροῦν . Ὑπὸ καύσου |
| θραυόμενον . Στυπτηρία ἀρίστη ἐστὶν ἡ σχιστή , πρόσφατος καὶ λευκὴ ἄγαν καὶ ἄλιθος . Σῶρι προκριτέον τὸ Αἰγύπτιον , | ||
| εἶναι . Καὶ ἐπεξέλθωμεν ἑκάστου τὴν αἰτίαν . διὰ τί λευκὴ ἡ ὑπόστασις θέλει εἶναι ; τοῦτο κατὰ δύο αἰτίας |
| παρὰ φύϲιν ἐν τῷ ὀφθαλμῷ θερμαϲίαϲ ἐπὶ τὸ δριμύτερον παραχρῆμα μεταβάλλεται . καὶ περὶ μὲν τῆϲ θερμῆϲ ὀφθαλμίαϲ καὶ ἀτραυματίϲτου | ||
| τὰς ῥανίδας ἁλουργὲς δοκεῖ . ἔτι δὲ μᾶλλον τὸ δροσίζον μεταβάλλεται . ἔστι γὰρ τοῦτο δοκιμάσαι δι ' ἔργων : |
| ' ἧς ὁρμῶμεν . Θολῶ . παρὰ τὸ θόλον . θόλος δὲ τὸ μέλαν τῆς σηπίας . Θαῦμα . παρὰ | ||
| τι περὶ ὅλον τὸ σῶμα . Πρυτανεῖον . θεσμοθέσιον , θόλος , καὶ ἡ τοῦ σίτου θήκη . Ἔπιπλα . |
| γραμμὰς ἡμικυκλίων περιάγει , γεωμετρεῖ περὶ τὸ ἐπισκύνιον , ῥόδον παρειαῖς φυτεύει αὐθωρὸν ἀνθοῦν καὶ θᾶττον ἀπανθοῦν κατὰ τὸ Λοκρόν | ||
| ἐφόρει κινηθεῖσά τε λίμνα , δείματι φρίττεν οὔτ ' ἀδιάντοισι παρειαῖς ἀμφί τε Περσέι βάλλε φίλαν χέρα εἶπέν τε : |
| κατὰ τὰ χείλη . καὶ τὰ μὲν αὐτοῦ που στηριχθέντα μελαίνεται καὶ νεκροῦται . τὰ δ ' αὖ ἐπινέμεται καὶ | ||
| ὄντες : θαλπομένοις δὲ τῷ ἱδρῶτι τὸ κατάξηρον αὐτῶν σῶμα μελαίνεται . Ματαίως δὲ οὕτως καθάπερ θῆρες πλανώμενοι ἄλγη ἔχουσιν |
| τῶν σχημάτων τὸ μὲν ἐπίπεδον τοιονδί , τὸ δὲ στερεὸν τοιονδί : τοῦτο δέ ἐστι τὸ ὑποκείμενον ταῖς διαφοραῖς . | ||
| . Τὸ μετὰ προσθήκης τινὸς λεγόμενον μεμερισμένον , οἷον ζῷον τοιονδί , τὸ δὲ χωρὶς προσθήκης ἀμερές , τουτέστιν οὐ |
| ὑστέραν , ὥστε καὶ πολλαῖς ἤδη καταμήνια κατέρρηξεν ἔμπροσθεν οὐ καθαιρομέναις . Εἰ δὲ μὴ ἐξαρκεῖ καθαίρειν κάτω , ἐμέτοις | ||
| θερμαίνει , ὥστε πολλαῖς ἤδη καὶ καταμήνια ἔρρηξε τέως οὐ καθαιρομέναις . εἰ δὲ μὴ ἐξαρκεῖ καθῆραι κάτω , ἐμέτοις |
| κραθεῖσα τῷ ὑδατώδει καὶ ποιεῖ τινα χυμὸν , ἀποξηραινομένου δὲ σφοδροτέρα , καὶ ἡ τοῦ σπέρματος δ ' ἔτι μᾶλλον | ||
| : ἡ γὰρ τρίψις ἐστὶν ἡ ποιοῦσα τὸ πῦρ : σφοδροτέρα δὲ ἐν τούτοις , ᾗ καὶ μᾶλλον ἐξαεροῦν δυναμένη |
| αἷμα , προσεοικὸς τῷ ἦρι : τοῖς δὲ ἀκμάζουσιν ἡ ξανθὴ χολή , τῷ θέρει : τοῖς δὲ παρακμάζουσιν ἡ | ||
| προϲενέγκωνται , πολλῷ ῥοίζῳ ξὺν ναυτίῃ ἐϲ ἔμετον διεκθέει χολὴ ξανθὴ κατακορέωϲ , καὶ τὰ διαχωρήματα ὁμοῖα . ϲπαϲμοί , |
| . Ταυτὶ μὲν παρὰ πολὺ ὁ ἡμέτερος ἄμεινον καὶ εὐφωνότερον τραχύνεται . εὖ γε , ὦ Τιμόκλεις , ἐπίχει τῶν | ||
| πορείᾳ ὑποψοφέων : μεταφορικῶς . ἠρέμα ἕρπει προσπταίων , τουτέστι τραχύνεται τῇ φολίδι ἡ γαστήρ , καὶ παρασύρων προστρίβεται τῇ |
| γε μητρὸς ἥ ς ' ἐγείνατο . φιλεῖ γὰρ ἡ δύσκλεια τοῖς φθονουμένοις νικᾶν ἐπ ' αἰσχροῖς ἢ ' πὶ | ||
| ἐπίρρητος καὶ ἐπίψογος : καὶ τὰ πράγματα ἀδοξία κακοδοξία , δύσκλεια , δυσφημία , ἀγνωσία , καταβοὴ ὡς Θουκυδίδης . |
| , ἓν δὲ τούτων τὴν φηγόν . * ὀρεσκεύει : ἐνδιατρίβει διατρίβει περὶ τὰ βάσιμα τῶν ὀρῶν ἐν τῷ ὄρει | ||
| ἀναγκασθῇ , πρὸς τὸ χρήσιμον πιθανῶς ποιεῖται τοὺς ὅρους . ἐνδιατρίβει δὲ διόλου ταῖς πράξεσι , τὰς ἀποδείξεις ἑαυτῷ διὰ |
| σημαίνει τὴν ξηρασίαν . . . . ἄζη : ἡ ξηρασία , ὅτι τοῦ ζῆν καὶ θάλλειν ἐστέρηται . . | ||
| ἐπειγόμεναι : βιαζόμεναι κατάγοντες τὸ αἷμα * ἄζη : ξηρασία ξηρασία γίγνεται * ἐνείη : βάλοι ἐπενέγκοι ἐπιφέρεται * τῆς |
| τῷ ψύχει μᾶλλον πήσσεσθαι , ὅπερ καὶ περὶ πᾶν αἷμα ψυχόμενον συμβαίνει . μήποτε οὖν , φησίν , ἐξ ὕδατος | ||
| , καὶ ἐξέρχεται ἐπὶ τὴν γῆν καὶ νέμεται καὶ εὐθέως ψυχόμενον θνήσκει . τὸ δὲ ἑξῆς * οὕτως * : |
| , ἐκεῖθεν δῆλον : εὐθὺς γὰρ τοῦ χειμῶνος φανερὰ γίνεται πεφυκυῖα : καὶ διαφέρει πολλοῖς : ἔχει γὰρ τὸ φύλλον | ||
| ἰτέον , αὕτη δὲ δὴ ἡμῖν ἡ τοιαύτη καὶ οὕτω πεφυκυῖα ἀπαλλαττομένη τοῦ σώματος εὐθὺς διαπεφύσηται καὶ ἀπόλωλεν , ὥς |
| περιπέτασον . Σπόγγος , λεκάνη , πτερόν , λεπαστὴ πάνυ πυκνή , ἣν ἐκπιοῦς ' ἄκρατον ἀγαθοῦ δαίμονος τέττιξ κελαδεῖ | ||
| . καὶ προηγεῖται ἡ μεγάλη ἀναπνοή , ἕπεται δὲ ἡ πυκνή . Τρίτη διαφορὰ δυσπνοίας μεγάλη καὶ ἀραιά , ἥτις |
| τὰ ὀνόματα οὔτε ἡμιφώνῳ ἡμίφωνον ἢ ἄφωνον παράκειται , ἃ τραχύνει τὸν λόγον : ἀλλὰ συνολισθαίνουσιν ἀλλήλαις καὶ συγκαταφέρονται , | ||
| καὶ στιβαρὰ καὶ ἀξιωματικὰ καὶ πολὺ τὸ αὐστηρὸν ἔχει , τραχύνει τε ἀλύπως καὶ πικραίνει μετρίως τὰς ἀκοάς , πάντες |
| τὰ δὲ ἵνα φύγῃ . ὁμοίως ὁ μουσικὸς καὶ τὰ εὐάρμοστα καὶ τὰ ἀνάρμοστα οἶδεν : καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων | ||
| προῶσθαι : “ ὥστε πρὼν ἰσχάνει ὕδωρ . ” πτερόεντα εὐάρμοστα : οὐδὲν γὰρ πτερῶν εὐαρμοστότερον : ἐὰν γοῦν μικρὸν |
| ἀνήρ : ἀποθανόντος δὲ τούτου , ὀδυρομένῳ ὁ δελφὶς ἐοικὼς ἐπέτρεχε τῷ αἰγιαλῷ , ἐπιζητῶν αὐτὸν καὶ στενάζων , ὡς | ||
| καὶ Μυσίαν καὶ Ἀσίαν , ἃ Ῥωμαίοις νεόκτητα ἦν , ἐπέτρεχε καὶ ἐς τὰ περίοικα περιπέμπων ὑπηγάγετο Λυκίαν τε καὶ |
| καὶ θῆλυ : ἐπειδὴ γὰρ ἢ ἴσχεται ἢ κινεῖται , ἴσχεται μὲν κατὰ τοὺς ὕπνους ἠρεμοῦντα , κινεῖται δὲ ἐν | ||
| γίνεται , τῇ δὲ καὶ θῆλυ : ἐπειδὴ γὰρ ἢ ἴσχεται ἢ κινεῖται , ἴσχεται μὲν κατὰ τοὺς ὕπνους ἠρεμοῦντα |
| ἔχουσαν . ἐπῆρε ] ἠπάτησε . ἥδιστος ] ἄλυπος . εὐρωτιῶν Θ : ἀντὶ τοῦ “ ἱδρῶν ” . ἑρμηνεύει | ||
| καὶ μάτην κεῖσθαι . ἀκορήτως : καταπεφρονημένως , ἀφροντίστως . εὐρωτιῶν ] σεσηπωμένος . ἀκόρητος . . . ] ἀνεπιμέλητος |
| ὑπὸ γὰρ τῆς βίας καὶ τῆς τάσεως τοῦ πνεύματος πολλάκις ἐκπτύεται τὰ ῥάμματα . εἰ δὲ κατὰ ῥῆξιν ἀρτηρίας γένοιτο | ||
| ὁ Ἀβδηρίτης συμμένει , ἐν ἀλέᾳ δὲ ὡς τὰ πολλὰ ἐκπτύεται . ἀνάγκην δὲ εἶναι λέγει τῆς θέρμης πλεοναζούσης διίστασθαι |
| μὲν κυκλαμίνου χυλὸϲ καὶ νίτρον ἢ ἅλεϲ : φυϲέων δὲ ἀγωγὰ κύμινον ἠδὲ πήγανον . χρὴ ὦν πάντα ὁμοῦ ξὺν | ||
| αἱμαγωγοῖς ἐπὶ γυναικῶν ἐν ἐποχῇ καθάρσεως : ἔστι δ ' ἀγωγὰ τά τε [ οὐ ] διουρητικὰ πάντα καὶ ὅσα |
| τοῦτο ἁπαλὴν καὶ οὐλὴν καὶ μέλαιναν ποιεῖ τὴν τρίχα , οὐλοτέρα δὲ ἔϲται , ἐὰν προξυρήϲαϲ χρήϲῃ . Ἐλαίου ὀμφακίνου | ||
| τοῦτο ἁπαλὴν καὶ οὐλὴν καὶ μέλαιναν ποιεῖ τὴν τρίχα , οὐλοτέρα δὲ ἔϲται , ἐὰν προξυρήϲαϲ χρήϲῃ . Ἐλαίου ὀμφακίνου |
| σκληρῶς , ἢ ἴσον ἐν τοῖς δύο βουβῶσι . * ἀσκελές : διόλου ἰσοσκελὲς ἤτοι ἐξ ἴσου ἀμετάβατον * μόχθος | ||
| εἴρηται παρὰ τὸ τὰ ἀσκελῆ τῶν νοσημάτων ἤπια ποιεῖν : ἀσκελές γὰρ τὸ σκληρόν . . . . ἀσκελές : |
| μετὰ δὲ τὴν τετράδα λεπτυνόμενον . Πλευ - ριτικοῖσιν οὖρον αἱματῶδες , ζοφῶδες , μεθ ' ὑποστάσιος ποικίλης ἀδιακρίτου , | ||
| τῆς χρόας ἀνδρικόν , τοῦτο δὲ ὅτι τὸ τοῦ χρώματος αἱματῶδες τῆς τοῦ αἵματος ῥύσεως ἐθίζει καταφρονεῖν . ἐν τάξει |
| , ῥίζης καππάρεως : θώρακι δ ' ἐν μὲν αἵματος ἀναγωγαῖς τὰ στύφοντα , οἷον τὰ διὰ στυπτηρίας , οἰνάνθης | ||
| τοιαῦτα ἐργάζονται , καταλείποντές τε ἔκ τινος ἐπιβουλῆς ἐν ταῖς ἀναγωγαῖς ἐρήμους , καὶ σφάλματα ποιοῦντες ἐν τοῖς πελάγεσιν ἐκβάλλουσιν |
| Σοφοκλῆς ἐν Κολχίσι κυνάραν καλεῖ , ἐν δὲ Φοίνικι κύναρος ἄκανθα πάντα πληθύει γύην . Ἑκαταῖος δ ' ὁ Μιλήσιος | ||
| , γλαύκιον ἢ κόπρος ὄϊος . ἀντὶ ἀκτῆς βοτάνης , ἄκανθα ἢ ἀκάνθου κεράτια . ἀντὶ ἁλικακάβου , δορυκνίου ἢ |
| ἐν τοῖς πίθοις τὸ γλεῦκος ἀναζέσῃ , λαβὼν τὸ ἀναζέον ἀφρῶδες , φύρασον μετὰ ἀλεύρου κέγχρου , καὶ τρίψας ἐπιμελῶς | ||
| ἔστι δὲ καὶ τὸ βήσσειν καὶ ἀνάγειν αἱματῶδες πῦον καὶ ἀφρῶδες ἐξ αὐτῆς τῆς οὐσίας τοῦ πνεύμονος διαβιβρωσκομένης : ἔστι |
| ' ἐν Μυτιλήνῃ αὐτήν . Παγκράτης δ ' ἐν ἔργοις θαλασσίοις : σάλπαι τ ' ἰσομήκεες ἰχθῦς , ἅς τε | ||
| δεδέσμηνται . Ἔργμασιν : κωλύμασι , στηρίγμασι , καλύμμασι , θαλασσίοις λίθοις κεκρυμμένοις . ἔκελσαν : ἔτυχον , ἐνέτυχον : |
| , τὰ αὐτὰ καὶ κόπρος ὀνομαζόμενα . Ὅτι δὲ ἡ χοληδόχος κύστις ἐστὶ κεκολλημένη τῷ ἥπατι , φανερόν : καὶ | ||
| πέφυκεν , ἐκεῖ που παρὰ τὰ κυρτὰ τοῦ ἥπατος ἡ χοληδόχος κύστις ἐνιδρυσμένη ἀνιμᾶταί τε καὶ ἐφέλκεται , βραχέως πάνυ |
| ἰώδης , οἷά εἰσι τὰ τῶν ἰκτερικῶν οὖρα : ἢ φαιὸν , χρῶμα ἐκ λευκοῦ καὶ μέλανος κραθὲν , ὡς | ||
| πύον ἀείσε καὶ μή ποτε μὲν λευκόν , ποτὲ δὲ φαιὸν ἢ τρυγῶδες καὶ τὰ τοιαῦτα . Καὶ ὁμαλόν : |
| ὑδατώδης , χωρὶς ἀπεψίης , λύει τὸ νόσημα . Τοῖσι ξηροῖσιν ὑδρωπιώδεσι προσημαίνουσι στρόφοι περὶ τὸ λεπτὸν ἐμπίπτοντες , κακόν | ||
| ἐπ ' ἀριστερὰ , καὶ πάλιν καταπαύεται . Ἐπὶ τοῖσι ξηροῖσιν ὑδρωπιώδεσι τὰ στραγγουρικὰ , μοχθηρόν : φλαῦρα δὲ καὶ |
| μετ ' ὀλίγα μέμνηται Κυψέλων καὶ τοῦ Ἕβρου ποταμοῦ . καταγράφει δὲ καί τι σχῆμα παραλληλόγραμμον , ἐν ᾧ ἡ | ||
| : ἐπιληψίας γάρ ἐστιν , φασίν , ὡς ὁ Ἀριστοτέλης καταγράφει , φάρμακον . ὡσαύτως δ ' ἡ φώκη λέγεται |
| ὅσα τοιαῦτα . Τὰ ψυχρὰ θερμῆναι , οἷον πίσσα ἐν ἕλκεσι , πλὴν τοῖσιν αἱμοῤῥαγεῦσιν ἢ μέλλουσι , κατήγμασιν , | ||
| δὲ τρίχες αὐτοῦ καυθεῖσαι καὶ λειωθεῖσαι καὶ ἐπιπασθεῖσαι τοῖς πυρικαύστοις ἕλκεσι καθαρὰν οὐλὴν ἐμποιοῦσι καὶ τριχοφυοῦσι . μετὰ δὲ λευκοῦ |
| εἰϲ τὸν κοιτῶνα πρὸϲ τὸ θερμὸν ἔτι ὑπάρχον τὸ γάλα ποθῆναι . εἰ οὖν καλῶϲ πεφθείη καὶ μὴ διαφθαρείη , | ||
| τοῖς παρεμπλάσσουσιν , οὐ μὴν πᾶσιν , ἀλλ ' ὅσα ποθῆναι δύναται καὶ ἀκίνδυνα καθέστηκεν : ψιμύθιον γὰρ καὶ γύψος |
| τύχης Γ τοῦ Φειδίου . Γ τὸν αὐτοδὰξ : τὸν δάκνοντα , τὸν ἐμπεσόντα . Γ τὸν αὐθάδη , ὀργίλον | ||
| ἐμοῦντα συμφέρει συνεχέστερον τοῦ ὕδατος ἐπιρροφεῖν , μὴ ὀξύνοντα καὶ δάκνοντα λήσῃ τὰ ἐμούμενα . ἐμετικὸν δὲ καὶ τὸ μὴ |
| λευκὰ οἷον πιλίσκους , τὸ δ ' ἐν αὐτοῖς ἐρυθρὸν δυσῶδες . ἡ δὲ μακρὰ φύλλα ἔχει ἐπιμηκέστερα τῆς στρογγύλης | ||
| ποιῆσαι . κβʹ . ἔλαιον ταγγὸν θεραπεῦσαι . κγʹ . δυσῶδες ἔλαιον θεραπεῦσαι . κδʹ . ἔλαιον θολερὸν καταστῆσαι . |
| καὶ ῥῖγος καὶ ὀδύνη τὴν κεφαλὴν , καὶ τὰ σιαγόνια οἰδίσκεται , καὶ τὸ πτύαλον χαλεπῶς καταπίνει , ἀποπτύει δὲ | ||
| καὶ ἀψυχίη , καὶ πυρετὸς λεπτὸς , καὶ περίψυξις : οἰδίσκεται δὲ μάλιστα τὰ σκέλεα . Ἡ δὲ νοῦσος λαμβάνει |
| . Λέγεται δὲ καὶ ἐπὶ μάγων . Χαλεπὸν χορίου κύνα γεύειν . Χρήματ ' ἀνήρ : πενιχρὸς δ ' οὐδέποτ | ||
| ἐν Εὐβοίᾳ Χαλκιδεῖς ἐπὶ φιλαργυρίᾳ ἐκωμῳδοῦντο . Χαλεπὸν χορίου κύνα γεύειν : τὸ ἔλυτρον τοῦ ἐμβρύου χόριον καλεῖται , οἱ |
| λόγῳ : τὰ γὰρ δι ' ἔνδειαν τροφῆς λεπτὰ τυγχάνοντα ὑπόξανθα τῷ χρώματι φαίνονται καὶ βραχύ τι ἢ οὐδὲν παρυφισταμένων | ||
| ἤδη ἄρχηται , παρῴχηκε δὲ τὸ ψυχρότερον , ὑπόπυρρα καὶ ὑπόξανθα τὰ οὖρα φαίνεται καὶ σύμμετρα ταῖς συστάσεσιν . αἱ |
| λευκόιον δὲ κινητικὸν ὄντα κεφαλῆς καὶ ἀμαράκινον καὶ ἅπαντας τοὺς καροῦν δυναμένους ἢ βαρύνειν ἄλλως κεφαλὴν παραιτητέον . ὅτι ὁ | ||
| λευκόινον δὲ κινητικὸν ὄντα κεφαλῆς καὶ ἀμαράκινον καὶ ἅπαντας τοὺς καροῦν δυναμένους ἢ βαρύνειν ἄλλως κεφαλὴν περιστατέον . τὰ αὐτὰ |
| ὄξους ἢ ἁλῶν ἢ ἐλαίου προσενέγκασθαί τι τῶν τοιούτων : ἐπιτείνεται γὰρ ἡ δύναμις αὐτῶν ὄξει τε καὶ ὀξυμέλιτι , | ||
| παλμὸϲ τῆϲ κεφαλῆϲ . προκόπτοντοϲ δὲ τοῦ χρόνου πάντα ταῦτα ἐπιτείνεται καὶ λυϲϲωδέϲτεραι αὐτοῖϲ αἱ ὀρέξειϲ γίγνονται καὶ πρὸϲ τὰ |
| ἡ δ ' ἡμετέρα θερμασία πρὸς τῷ παχυμερὴς εἶναι καὶ ἀτμώδης ἔτι καὶ ἀσθενής ἐστιν , ὡς μὴ ῥᾳδίως μεταβάλλειν | ||
| ἐκ τῶν ὑδάτων τῆς γῆς , ἣ μὲν ὑγρὰ καὶ ἀτμώδης , ἣ δὲ ξηρὰ καὶ καπνώδης . καὶ ἡ |
| τὰ μὲν κνηθόμενα αἷμα χωρεῖ , τὰ δ ' αὖ ὑπόλευκον ἢ ὕπωχρον ὑγρόν , ὡς ἐντεῦθεν τὸν ἀκμάζοντα χυμὸν | ||
| Εἶδος δὲ τῶν φθινωδέων ἦν , τὸ λεῖον , τὸ ὑπόλευκον , τὸ φακῶδες , τὸ ὑπέρυθρον , τὸ χαροπόν |
| μελέων καὶ ἀνόστεος , ὅσσα τε φῦλα ἢ λεπίσιν πυκινῇσι καλύπτεται , ἢ φολίδεσσι φρακτά , τὰ δ ' ὠοφόροισιν | ||
| ὅλη ἐπισκοτεῖται ὑπὸ τῆς γῆς οὐδὲ πᾶσα ὑπὸ τῆς σκιᾶς καλύπτεται , ἀλλ ' ἔστιν ὅτε καὶ ἀπὸ μέρους . |
| : βούλω βαρύνεται . τὸ δὲ οὐλῶ περισπᾶται , ὅτι οὐλή , καὶ τὸ δουλῶ , ὅτι δοῦλος . Τὰ | ||
| σαῦρος , τοῦ μὲν πάθους τὸ ἴχνος αὐτῷ κατηγορεῖ ἡ οὐλή , περιθέων δὲ καὶ τὴν ἀρχαίαν βιοτὴν ἔχων ἔοικε |
| λευκὸν ἀνασπάσας ἦρχεν . Κυβευτικὸς φιμός , πλέγμα ἦν οἰσύϊνον τροχοειδές , ὃ τιθέασιν ἐπ ' ἄβακος ὑπὲρ τοῦ μὴ | ||
| Ἡρακλεωτική φύλλον ἔχει ἐμφερὲς ὑσσώπῳ , σκιάδειον δ ' οὐ τροχοειδές , ἀλλ ' ὥσπερ διερρινημένον καὶ ἐπ ' ἄκρῳ |
| τρίμετρος ἀκατάληκτος . Γ σιδηροῦς ἀνήρ : στερρὸς ἀνὴρ καὶ ἀτέραμνος . Γ εἷς λέγειν τἀναντία : λείπει τὸ ὤν | ||
| μή τις ἐγγίνηται τῶν πολιτειῶν ἡμῖν οἷον κερασβόλος , ὃς ἀτέραμνος φησὶν εἰς τοσοῦτον εἰ γίγνοιτο ἀνάγωγος , ὥστε μὴ |
| , ἀλλ ' ἠρέμα πως βαδίζοντες καὶ ἡσύχως , τοῖς ἐπιπολαίοις καὶ στενωτάτοις μέρεσι τῆς θαλάσσης καὶ τοῖς αἰγιαλοῖς διατρίβοντες | ||
| ἡ ἐπιφάνεια , καὶ ὀθονίῳ τραχυτάτῳ τὸν τόπον ἀνατρίψαντα κατασχᾶν ἐπιπολαίοις ἀμυχαῖς πρὸς ἔκκρισιν τοῦ τῆς ψιλώσεως αἰτίου , εἶτ |
| διαθέμενος . ἄλλως : ὅλον ὀφθαλμόν : τῆς νυκτὸς τὸ σκοτῶδες πληροῦσα ἡ σελήνη κατελάμπρυνεν . χρυσάρματος : † ἁμερίας | ||
| τῆς ψυχῆς . φεύγει γὰρ ἃ μὴ γιγνώσκει , τὸ σκοτῶδες καὶ τὸ μὴ δῆλον , φύσει δὲ διώκει τὸ |
| παρ ' ἡμῖν δ ' ὑλακτεῖν λέγεται . φωλεὸς καὶ κοίτη διαφέρει . φωλεὸς μὲν γὰρ ἐπὶ τῶν ἑρπετῶν τάσσεται | ||
| . ο . ἕσπερος ἑσπέρα α . δ . κοῖτος κοίτη γ . η . τάχα δή με διαῤῥαίσουσι καὶ |
| ' ἡμῶν ἐργολάβον . πελιτνόν ἐν τῷ τ Ἀττικοί , πέλιον ἢ πελιδνόν Ἕλληνες . ποιοίη Ἀττικοί , ποιῴη Ἕλληνες | ||
| ἀμφότεροι . Διαχωρημάτων ὑδατωδῶν , ἢν ἐς αἰθρίην τεθῇ , πέλιον ἄνωθεν λεπτὸν , κάρτα εἴκελον ἰσατώδει , κάτωθεν γίνεται |
| τι μέρος τοῦ σώματος στενότης ἄπονος , μέλαινα ὑπέρυθρος ἢ πελιδνή , ψιλὴ ἢ τετριχωμένη . πῶλυψ σὰρξ ῥινὶ ἐπιφυομένη | ||
| ἀναδέδρομεν οἴδει , ἄλλοτε φοινίσσουσα , τότ ' εἴδεται ἄντα πελιδνή : ἄλλοτε δ ' ὑδατόεν κυέει βάρος , αἱ |
| χεῖρα : ἡ μὲν οὖν καταγωγὴ τῆς τοξίτιδος καὶ ἡ ἀπόσχασις οὕτως ἐγίνετο . . τῶν δὲ βελῶν ἅμα πολλῶν | ||
| ' ὕδατος πινομένη . βοηθεῖ δὲ μεγάλως τούτοις καὶ ἡ ἀπόσχασις τῶν σκελῶν συνεχῶς γινομένη . Τοὺς σκοτωματικοὺς ἐν ἐπιτάσει |
| φανείη τρόπος ποιότητος . Ποιότητες , φησίν , οἷον λευκότης μελανία καὶ τὰ τοιαῦτα , ποιὸν δὲ τὸ μετέχον τῶν | ||
| ψυχρότης ἢ ξηρότης ἢ ὑγρότης , καὶ τότε λευκότης ἢ μελανία . ἀλλ ' οὐδὲ τοῦτο ἀρκεῖ : ἰδοὺ γὰρ |
| ὑπερβολὴν τοῦ ψύχους . ἡ πλείστη δὲ πεδιὰς οὖσα καὶ ἄξυλος πολλαῖς κώμαις διείληπται . αὗται δὲ τὰς τῶν οἰκιῶν | ||
| παρεπόμενόν ἐστι , τέκνον εὔτεκνος , βλέφαρον καλλιβλέφαρος , ξύλον ἄξυλος : ἦν οὖν καὶ παρὰ τὸ πέδον τὸ ἔμπεδος |
| τῆϲ ἔξωθεν αἰτίαϲ , καὶ ταύτην , ὅταν μάλιϲτα ἐν νευρώδει μορίῳ τὴν ϲύϲταϲιν ἔχῃ , κατὰ τὸ ϲυνεχὲϲ ἐπὶ | ||
| καὶ καϲτόριον μὴ καυϲώδουϲ ὄντοϲ τοῦ πυρετοῦ : καὶ τῷ νευρώδει τοῦτο ϲυμβάλλεται . ἐκλείγματα δὲ διὰ πιτυίδων καὶ ϲτροβιλίων |
| ἐπὶ τὸ πολὺ κατὰ τὸν Ἱπποκράτειον λόγον ἡ τοῦ πύου πτύσις ἐπακολουθεῖν διὰ μέσης συστάσεως φλεγμονῆς , ἀναγκαῖον ἡμᾶς ἑπομένους | ||
| , ὥς φησιν Ἱπποκράτης . ἐφ ' αἵματος πτύσει πύου πτύσις : ἐπὶ πύου πτύσει φθίσις : ἐπὶ φθίσει θάνατος |
| Ἦλις , ἔνθα δελφάκων ἐγὼ κρέα κάλλιστ ' ὄπωπα πυρὸς ἀκμαῖς ἠνθισμένα . λαβὲ τριόδοντα καὶ λυχνοῦχον . . . | ||
| , πρὸς μάχην αὐτῷ ξυγγενόμενον . ὁ μὲν γὰρ ταῖς ἀκμαῖς τῶν τριχῶν ἐμβεβηκὼς αὑτοῦ τοὺς ὀδόντας ξυνῆκε , τοῦτο |
| . ὀπτᾶται δ ' ἐπ ' ἀνθράκων ἐκφυσωμένη μέχρι τοῦ ὕπωχρον αὐτὴν γενέσθαι ἢ ἐπ ' ὀστράκου καὶ διαπύρων ἀνθράκων | ||
| λυκαίνιον ὑπόμηκες : ῥυτίδες λεπταὶ καὶ πυκναί : λευκόν , ὕπωχρον , στρεβλὸν τὸ ὄμμα . ἡ δὲ παχεῖα γραῦς |
| κοῦφον , κάτω δὲ ἐφ ' ὃ τὰ βαρέα καὶ γεηρά , καὶ ταῦτα οὐ μόνον τῇ θέσει πρὸς ἄλληλα | ||
| ' εἰ πυκνὰ μὲν ὄντα τὰ σώματα , ὥσπερ τὰ γεηρά , κωλύει ὁρᾶν , ὅσῳ δὲ λεπτότερα ἀεὶ τὰ |
| ἡ ψυχὴ χρῆται . ὅθεν καὶ εἴ τις ἔμφραξις ἐν νεύρῳ γένοιτο τοῦ πνεύματος κωλύουσα τὴν δίοδον , τὸ μὲν | ||
| καταρτιζομένου : ἡ μὲν γὰρ μία ἀγκύλη περιτίθεται τῷ πλατεῖ νεύρῳ ὄπισθεν τοῦ σφυροῦ , ἡ δ ' ἑτέρα ἀγκύλη |
| ἀναδύμεναι : εἰς τὸ ἀνελθεῖν . ἀϋτμή : πνοὴ , ἀναπνοή . Ψυχή . ψυχὴ ἐτυμολογεῖται ἢ ἀπὸ τοῦ ψύχω | ||
| αὐτοῦ . ἀϋτμή : πνοὴ , ὀδμὴ , δυσωδία , ἀναπνοή . Θαμά : συχνὰ , συχνῶς . δινεύει : |
| Ὁ δὲ Νεόπολις , πληγεὶς ὁμοίως , ταὐτὰ ἔπασχεν : κλυσθέντι δὲ δριμεῖ ἡ κοιλίη κατεῤῥάγη : χρῶμα κατεχύθη λεπτὸν | ||
| : πτεροῦ δὲ καθιεμένου , ἤμεσε χολὴν μέλαιναν : καὶ κλυσθέντι κόπρος ὑπῆλθε πουλλή . Ἀριστίωνος δούλης αὐτόματος ὁ ποῦς |
| τὴν θεραπείαν ἐργαλεῖα , τὸ μὲν ἐκκαθαῖρον τὴν τρίχα πτερῷ ἐοικὸς ξύλον σπάθη , τὸ δὲ διακτενίζον σιδήριον πριονῶδες ὠδοντωμένον | ||
| ἑταῖρε Τοῦτο λέγει ὅτι πάλαι ἡμεῖς τὸ εἰκὸς ἐλέγομεν τὸ ἐοικὸς τῷ ἀληθεῖ , οὐχ ἁπλῶς τὸ δοκοῦν τοῖς πολλοῖς |
| ' αὖ πάλιν ἅδε ποθέρπει . αἴθ ' ἦς μοι ῥοικόν τι λαγωβόλον , ὥς τυ πάταξα . θᾶσαί μ | ||
| δὲ βαρύνεται κατὰ τὸ διάφορον . εἴθ ' ἦν μοι ῥοικόν : ἀντὶ τοῦ καμπύλον . καὶ Ἀρχίλοχος : ἀλλά |
| , καί φησι δράκα κονίας ἀσβέστου μισγομένην οἴνῳ βοηθεῖν τῷ πεπωκότι : τίτανος γὰρ ἡ ἄσβεστος : ὅσον χωρεῖ χεὶρ | ||
| προσέοικεν ὑμῶν ὁ δῆμος , ἀλλὰ Κενταύρῳ τινὶ ἢ Κύκλωπι πεπωκότι καὶ ἐρῶντι , τὸ μὲν σῶμα ἰσχυρῷ καὶ μεγάλῳ |
| ἱκάνω . καὶ τί , φίλος , ῥέξαιμι ; γάμοι πλήθουσιν ἀνίας . οὐκ ὀδύνην , οὐκ ἄλγος ἔχει γάμος | ||
| καταβάντος ἀπὸ τῶν πηγῶν τοῦ ῥεύματος . νῦν μέντοι οὐκέτι πλήθουσιν ὥστε καὶ ἀπορρεῖν αἱ λιβάδες , ἀλλ ' ἔστιν |
| φλεγμαῖνον μέρος ἐπιβρέχειν τε καὶ καταπλάττειν τοῖς ἀπωθεῖσθαι μὲν τὸ ἐπιρρέον δυναμένοις , κενοῦν δὲ τὸ ἤδη περιεχόμενον τῷ πεπονθότι | ||
| τούτων εἴη , ξηρὸν δὲ καὶ λεπτὸν τὸ σῶμα καὶ ἐπιρρέον δριμὺ , παχυνούσῃ καὶ εὐκράτῳ κεχρῆσθαι διαίτῃ καὶ ἀναπαύσει |
| σκορδινισμός , ναυτίαι , ἔμετος , καταφορὰ πρὸς ὕπνον , βήχιον μικρόν , ὑπότραχυ , ἄκρων κατάψυξις : καὶ ταῦτα | ||
| ἀνδράχνη , ἀρνόγλωσσον , ἀτράφαξυς , βάτου τὰ φύλλα , βήχιον πόα ὑγρὰ οὖσα , βλίτον , βρύον θαλάσσιον , |
| . Ὕσσωπον ἡ πόα ξηρὰ κόπτεται καὶ σείεται ὡς γενέσθαι λεπτοτάτη , καὶ ἑψεῖται ὁμοῦ λινοσπέρμου ἀλεύρῳ , καὶ γίνεται | ||
| ἡ ἄμπελος ' . . . . αὔρα : ἡ λεπτοτάτη πνοὴ τοῦ ἀνέμου : παρὰ τὸ ἀήρ ἄρα καὶ |
| ἄκρῳ ἐκαρποφόρησεν , ὁ δὲ καρπὸς ἦν σῦκα καὶ σταφυλὴ μέλαινα , οὔπω πέπειρος . ταῦτα ἰδόντες ὡς εἰκὸς ἐταράχθημεν | ||
| ϲτίλβουϲα , εὔτονοϲ τῇ ὀϲμῇ καὶ βαρεῖα : ἡ δὲ μέλαινα φαύλη : δολοῦται γὰρ πίττηϲ μιγνυμένηϲ . Ἀψίνθιον βέλτιόν |
| δὲ ἐπινοίᾳ χωριζομένων . διὸ ἡ μὲν σιμότης , ὅτι κοίλανσις ἐν ῥινί , οὐδὲ κατ ' ἐπίνοιαν δύναται νοηθῆναι | ||
| , καὶ ὡρισμένως ἐντεῦθεν ἐσήμαινε τὴν σιμότητα : ἡ δὲ κοίλανσις αὐτὴ καθ ' αὑτὴν οὐ σημαίνει τὴν σιμότητα : |
| Ἐνθέρμῳ φύσει , ἐν θερμῇ ὥρῃ κοίτη ἐμψύχει , κοίτη παχύνει , ἐν θερμῷ λεπτύνει . Οὗτος ὁ λόγος μέρος | ||
| ὡς ἀληθῆ ὑπολαμβάνοντες , καὶ ὅτι τὰ τοιαῦτα τῶν βρωμάτων παχύνει τὸν νοῦν τροφιμώτερα ὄντα καὶ πολλὴν ἀνάδοσιν ποιοῦντα . |
| , ἅλες , ἔλαιον , χρῖσμα ναρκίσσου , κύπερος , ἀφρὸς νίτρου , ὄστρακον Ἀττικόν , μυῶν ἄφοδος , χνοῦς | ||
| στόμα . καὶ Σοφοκλῆς [ . ] . Αἰσχύλος δὲ ἀφρὸς βορᾶς βροτείας ἐρρύη κατὰ στόμα . ἀντὶ τοῦ ἤνθει |
| ὁ δ ' ἀσκητὴς δάκνεται μόνον ὑφ ' ἡδονῆς καὶ σκορπίζεται , οὐ θανατοῦται : κἀκεῖνος μὲν σωφροσύνῃ , χαλκῷ | ||
| παρ ' Ἑκαταίωι . Φιλητᾶς . . . . : σκορπίζεται : Ἑκαταῖος μὲν τοῦτο λέγει Ἴων ὤν , ὁ |
| οὕτως : φλεγμαίνοντος τοῦ τραχήλου τῆς κύστεως , ἀποστενοῦται ὁ οὐρητικὸς πόρος τῆς κύστεως , καὶ τὸ τηνικαῦτα ἐπέχεται τὸ | ||
| , καὶ [ ὁ ? ] οἶνος λεπτὸς καὶ λευκὸς οὐρητικὸς , γυμνασίοις τε συμμέτροις κεχρῆσθαι καὶ ἀνατρίμμασιν ἐν τοῖς |
| τῇ κοτύλῃ τοῦ ἰσχίου πέφυκεν : ὑποπλάγιον δὲ καὶ τοῦτο προσήρτηται , ἧσσον δὲ βραχίονος . Τὸ δ ' ἰσχίον | ||
| μεγάλη λεγομένη φλέψ , κατὰ δὲ τὴν μέσην αὐτῆς κοιλίαν προσήρτηται ἡ καλουμένη ἀορτὴ φλέψ . φέρουσι δὲ καὶ εἰς |
| διδάσκει ἡ αἴσθησις . ἀμέλει τὸν μὲν ξηραῖς ἠλλοιωμένον ἢ θερμαῖς ποιότησιν , ὄρεξις τῶν ὑγρῶν ἢ τῶν ψυχρῶν ὀχλοίη | ||
| τέ ἐστι καὶ ἀσφαλτώδη , τῷ θερμαίνειν ἐναντιώτατα ταῖς φύσει θερμαῖς κεφαλαῖς , ὅσα δὲ στυπτηριώδη τῷ στεγνοῦν : μόνοις |
| ' ἀρτηρίᾳ τε καὶ ταῖς ἀπὸ καρδίας εἰς ῥάχιν ἀνατεινούσαις φλεψίν . πλέγματα δ ' αὐτὸν ποιεῖ τέτταρα , ἢ | ||
| μήτ ' αὖ πυκνότερον δυσκίνητον ὂν μόλις ἀναστρέφοιτο ἐν ταῖς φλεψίν . καιρὸν δὴ τούτων ἶνες τῇ τῆς φύσεως γενέσει |
| διὰ τῆς σφετέρας γῆς . καὶ ἡ τοῦ Ἡρακλέους δὲ στολὴ ἡ τοιαύτη πολὺ νεωτέρα τῆς Τρωικῆς μνήμης ἐστί , | ||
| ! ? ? μην ! ! ἴση [ ? ? στολὴ ? ? ] [ ] ! ! ! ! |
| τὸ πρόϲωπον τοῦ πάϲχοντοϲ ψυχρόν ἐϲτι καὶ ὕπωχρον , καὶ ξηραίνεται τὸ ϲτόμα . φλεβοτόμει οὖν τὸν οὕτω πάϲχοντα καὶ | ||
| τοι κἀπειδὰν ἐπὶ θάτερα τῶν μορίων φέρηται τὸ αἷμα , ξηραίνεται θάτερα . θαυμαστὸν οὖν οὐδέν , εἰ καὶ τὰ |
| . . , : ἅτινα καὶ ἐν ταῖς τοῦ Δίκτυος ἐμφέρεται συγγραφαῖς , ὅπερ πόνημα μετὰ πολλὰ ἔτη Ὁμήρου τελευτῆς | ||
| τὸ περὶ τῆς ἱερᾶς ἑβδόμης , ᾧ μυρία καὶ ἀναγκαῖα ἐμφέρεται , τὰ εἴδη τῶν ἑορτῶν , αἱ τῶν φύσει |