δὲ ἐπινοίᾳ χωριζομένων . διὸ ἡ μὲν σιμότης , ὅτι κοίλανσις ἐν ῥινί , οὐδὲ κατ ' ἐπίνοιαν δύναται νοηθῆναι
, καὶ ὡρισμένως ἐντεῦθεν ἐσήμαινε τὴν σιμότητα : ἡ δὲ κοίλανσις αὐτὴ καθ ' αὑτὴν οὐ σημαίνει τὴν σιμότητα :
7890627 σιμοτης
ἡ γὰρ κοιλότης λαμβάνεται ἀντὶ τῆς σιμότητος , ἡ δὲ σιμότης πάντως συνεισφέρει ἑαυτῇ τὴν ῥῖνα : ὥστε ὁ λέγων
ἐν γοῦν τοῖς αὐτῶν ὁρισμοῖς λαμβάνομεν καὶ τὰ ὑποκείμενα : σιμότης γάρ ἐστι κοιλότης ἐν ῥινί , καὶ περιττὸν ἀριθμὸς
7348022 κοιλοτης
τὸ εἶναι , οὗ καὶ νοουμένη ἀχώριστος , ὡς δὲ κοιλότης κεχωρισμένη καὶ οὐδὲν δεῖ τῷ νῷ προσεπινοεῖν τὸ ὑποκείμενον
. καὶ ἡ γαστὴρ αὐτή . καὶ ἡ τῶν ἑλκῶν κοιλότης . κράδης : οἱ μὲν τὰ τῆς συκῆς φύλλα
6945514 νευρῳ
ἡ ψυχὴ χρῆται . ὅθεν καὶ εἴ τις ἔμφραξις ἐν νεύρῳ γένοιτο τοῦ πνεύματος κωλύουσα τὴν δίοδον , τὸ μὲν
καταρτιζομένου : ἡ μὲν γὰρ μία ἀγκύλη περιτίθεται τῷ πλατεῖ νεύρῳ ὄπισθεν τοῦ σφυροῦ , ἡ δ ' ἑτέρα ἀγκύλη
6932115 σιμη
, ἡ κοιλότης : ἐκ ταύτης γὰρ καὶ τῆς ῥινὸς σιμὴ ῥὶς γίνεται σύνθετον καὶ ἔνυλον πρᾶγμα . καὶ δὶς
δυνάμει ἐνορᾶσθαι θάτερον . Εἰ δὲ ὡς ἡ ῥὶς ἡ σιμὴ καὶ τὸ σιμόν , καὶ οὕτω διπλοῦν ἑκάτερον καὶ
6871239 σιμοτητος
τὰ ὑποκείμενα , ὡς ἐπὶ τοῦ ἀριθμοῦ εἰρήκαμεν καὶ τῆς σιμότητος ἐντεῦθεν ἀπορίαν τινὰ κινεῖ ἀναιροῦσαν τῶν τοιούτων συμβεβηκότων τοὺς
ῥίς ἐστι κοίλη , ὥστε ὁ λέγων κοίλανσιν ῥινὸς ἀντὶ σιμότητος παραλαμβάνων τὴν κοίλανσιν δὶς λέγει τὴν ῥῖνα . ὥστε
6784841 σωληνι
μὲν ἕτερον ἄκρον τοῦ τύλου μένειν ἐν τῷ τοῦ κοχλίου σωλῆνι , τὸ δὲ ἕτερον ἐν τῷ εἰρημένῳ ἐτέρῳ σωλῆνι
κοχλίου σωλῆνι , τὸ δὲ ἕτερον ἐν τῷ εἰρημένῳ ἐτέρῳ σωλῆνι τῷ ἐν τῷ κανόνι . ὅταν οὖν βούλωνται φορτίον
6749155 ῥαιβον
κοινῇ μὲν καὶ ἀδιορίστως οὐ μᾶλλον τὸ σιμὸν ἢ τὸ ῥαιβὸν δηλοῖ , προστιθέμενον δὲ τῇ ῥινὶ ἢ τῷ σκέλει
, λίαν ἐπικαμπὲς , λοξόν . Καμπύλον : ἤως τὸ ῥαιβὸν ὂν , σημείωσαι δ ' ὅτι πᾶν ὀξύ ἐστι
6710917 ἐπιδεσμα
ᾗπερ οὖν περιλιχμώμενοι τὸ τρωθὲν μέρος ἐς ὑγίειαν ἐπανάγουσιν , ἐπίδεσμα καὶ σπληνία καὶ κράσεις φαρμάκων μακρὰν χαίρειν εἰπόντες κύνα
λουτήριον , σικύα , ὑπόθετον , λεκανίς , σπογγία , ἐπίδεσμα , σπληνίον , λαμπάδιον , ποδοστράβη , κλυστήρ :
6703344 ἀμνιον
Διονυσίων . τοῦτο αἱματοδεκτικὸν ἀγγεῖον , ὃ εἶπεν ὁ ποιητὴς ἄμνιον . τοῦτο ἅμα εἰπὼν ἐκχέει τὸν οἶνον ὁ κηδεστὴς
χρεία δ ' οὐ σμικρὰ καὶ ἥδε τοῦ κατὰ τὸν ἄμνιον ὑγροῦ : κουφίζει γὰρ καὶ ἀνέχει καθάπερ ἐννῆχον ἑαυτῷ
6631639 μηλῳ
θήσειόν τι ἀναγράφει καλούμενον ἄνθος : θήσειόν θ ' ἁπαλὸν μήλῳ ἐναλίγκιον ἄνθος , Λευκερέης ἱερὸν περικαλλέος , ὅ ῥα
ἔσχον : ἦλθε γὰρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη . Τῷ μήλῳ βάλλω σε : σὺ δ ' εἰ μὲν ἑκοῦσα
6600854 ὑποπιπτει
ὁ καθόλου τόδε τι σημανεῖ , εἴγε τῇ αἰσθήσει μὴ ὑποπίπτει ἀσώματος ὢν καὶ πλῆθος μᾶλλον πεποιωμένον † δηλοῦν †
συμμέτρων ὑγρῶν ἀποκριθέντων τῷ δακτύλῳ τῆς μαίας συνεχὴς ὑμὴν ἀκμὴν ὑποπίπτει , διαιρεθέντος δὲ τούτου πολλῶν ὑγρῶν ἀποκριθέντων ἀκολουθεῖ καὶ
6570097 πηδαλιωτον
καὶ δυνάμει μέν εἰσι ταῦτα τὰ προρρηθέντα , κεφαλωτόν , πηδαλιωτὸν καὶ πτερωτόν , ἐνεργείᾳ δὲ ἡ κεφαλὴ καὶ τὸ
καὶ ἀντὶ τοῦ ζῴου εἰπεῖν κεφαλωτόν , ἀντὶ τοῦ πλοίου πηδαλιωτὸν καὶ ἀντὶ τοῦ ὄρνιθος πτερωτόν : τότε γὰρ πρὸς
6528738 προσηρτηται
τῇ κοτύλῃ τοῦ ἰσχίου πέφυκεν : ὑποπλάγιον δὲ καὶ τοῦτο προσήρτηται , ἧσσον δὲ βραχίονος . Τὸ δ ' ἰσχίον
μεγάλη λεγομένη φλέψ , κατὰ δὲ τὴν μέσην αὐτῆς κοιλίαν προσήρτηται ἡ καλουμένη ἀορτὴ φλέψ . φέρουσι δὲ καὶ εἰς
6511081 ἐγκειμενη
σοῦν , ὅταν ἢ ὄξυνος γένηται , ἢ ἀποῤῥυῇ ἡ ἐγκειμένη πίσσα . Τὴν πίσσαν οἱ ἀρχαῖοι ἡμῖν παραδεδώκασι καλλίστην
σαφὲς ὅτι ἕνεκα τούτου οὐδὲ ἐπιδέξεται αἰτιατικήν : ἦν γὰρ ἐγκειμένη ἡ αὐτὴ διάθεσις ἐκ τοῦ ἑτέρου προσώπου , τὸ
6505197 ἀνομοιῳ
ἢ γὰρ τῷ κατὰ φύσιν πλησιάζει ἢ τῷ πάντῃ ἀφεστηκὸς ἀνομοίῳ . καὶ ἐφ ' ὅσον μὲν τῷ κατὰ φύσιν
τὸ γὰρ ὅμοιον πρὸς τὸ ὅμοιον παραλαμβάνεται , ἀνόμοιος δὲ ἀνομοίῳ οὐδέποτε φίλος . οὗτοι δὲ οἱ λόγοι ὀλίγους παντελῶς
6409263 πτωτικῳ
τὸ τέλος , καὶ εἰ ἔστιν εἰπεῖν , εὐλόγως τῷ πτωτικῷ , εἴγε καὶ πρότερον τοῦ ῥήματος τὸ ὄνομα ,
τε γραφαὶ οὐκ ἔχουσι τὸ ι προσκείμενον , οἰκεία τε πτωτικῷ τῷ διὰ τοῦ ω ἡ ὀξεῖα τάσις . καὶ
6386896 σιμον
ἔχουσι τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον , λευκὸν καὶ λευκότερον , σιμὸν καὶ σιμώτερον , ἡ δὲ οὔ . κακῶς δὲ
, ὥστε τὰς πάντοθεν ὀσμὰς προσδέχεσθαι . Τὸ δὲ δὴ σιμὸν τῆς ῥινὸς πῶς τοῦ ὀρθοῦ κάλλιον ; Ὅτι ,
6364606 τεμνομενον
, τῶν δὲ ἀριθμητῶν τὸ ἕν , τοῦτο δὲ σῶμα τεμνόμενον εἰς ἄπειρον : ὥστε τὰ ἀριθμητὰ τῶν ἀριθμῶν ταύτῃ
ἄτομον καὶ τὸ δυσχερῶς τεμνόμενον καὶ τὸ μηδ ' ὅλως τεμνόμενον ὡς τὸ σημεῖον καὶ τὸ εἰδικώτατον εἶδος . ἐνταῦθα
6357089 ἑκατερως
διέφθορε τῷ ἀπέκτονε καὶ κατέσπορεν . δίψος καὶ δίψα , ἑκατέρως λέγουσι , μᾶλλον δὲ τὸ οὐδέτερον . δοίη :
εἰς τὴν κοιλίαν διεξέρχονται τῶν νεφρῶν . οὐκ ἀδύνατον δὲ ἑκατέρως γίνεσθαι γλίσχρου χυμοῦ καὶ παχέος ἐν τῷ χρόνῳ κατοπτωμένου
6328845 ἀκινητῳ
διδείσκω : καὶ ἐπεὶ πρὸ τοῦ σκ ἐν ἁπλῇ καὶ ἀκινήτῳ λέξει ἡ ει δίφθογγος οὐκ ἔστιν , ὑπέρθεσις γίνεται
' ἐνέργειαν ἡ ἐπιστήμη , ἀλλ ' οὖν ἐν τῷ ἀκινήτῳ αἰτίῳ ἦν ἡ τῶν πραγμάτων ἐπιστήμη καὶ πρὸ τοῦ
6321382 διατονῳ
διεζευγμένων ἢ ἀπὸ προσλαμβανομένου ἐπὶ ὑπάτην μέσων . ἐν δὲ διατόνῳ πρῶτον μέν ἐστι σχῆμα , οὗ πρῶτον τὸ ἡμιτόνιον
τὴν ἐπὶ τὸ ὀξὺ τοῦ πυκνοῦ ἐκμελῆ εἶναι . Ἐν διατόνῳ δὲ τόνου ἐφ ' ἑκάτερα ἡμιτόνιον οὐ μελῳδεῖται .
6314877 ἑνωθεις
ἰχώρ , αἷμα γὰρ οἷον οὗτος διαφθαρέν , πάντως ἂν ἑνωθεὶς τῷ ὀρρώδει χυμῷ τότε αὐτοῦ χρῶμα ἀλλοιώσει μεταβαλὼν πρὸς
εἴ τις τοῖς ἁπαλοῖς τῆς κεφαλῆς τὰ ὀστᾶ ἐμφράσσει . ἑνωθεὶς δὲ χυλὸς τοῦ πηγάνου μετὰ χυλοῦ μαράθρου καὶ μέλιτος
6312185 λεπτοκαρπος
ἀκανθώδης , βραχυτέρα τῆς ἐν παραδείσοις . Ἄκινος πόα ἐστὶ λεπτόκαρπος , στεφανωτική , παραπλήσιος ὠκίμῳ , δασυτέρα καὶ εὐώδης
ἐν παραθαλασσίοις τόποις : πόα δ ' ἐστὶ λευκή , λεπτόκαρπος , πικρά , ἄφυλλος , θυλάκιον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς
6286120 ἀμερει
πράγματα , ὡς μηδὲν τῶν τμημάτων μηδ ' ἀκαρεῖ καὶ ἀμερεῖ τινι πλέον ἢ ἔλαττον γενέσθαι , τῆς δ '
καὶ ἀριθμοῦ πλῆθος καταλήγει εἰς τὸ σμικρότατον καὶ ἐπερείδεταί τινι ἀμερεῖ μέν , ἀλλὰ ὃ ἦν ἐν μεριστῷ καὶ ὅ
6278490 λεπτωι
μῆνα ἕκαστον , ὁ δὲ ἥλιος ἐν τξεʹ ἡμέραις καὶ λεπτῶι , ὃς δὴ χρόνος καλεῖται ἐνιαυτὸς ἡλιακός . ὁμοίως
, . τὸ δὲ βρέφος περιέχεται χιτῶσι , τῶι μὲν λεπτῶι καὶ μαλακῶι : ἀμνίον αὐτὸν Ἐ . καλεῖ .
6277085 δικρουν
καὶ ἁπλοῦν ἐστι , τοῦτο δὲ προσαυξηθὲν σχίζεται καὶ γίνεται δίκρουν , εἶτα πάλιν ἑκάτερον τούτων ὁμοίως : ἔτι δὲ
θάνατος . . . . , : . . . δίκρουν γάρ , ὥστε δύο ἀκμὰς ἔχειν καὶ μιᾶι βολῆι
6273484 ἡσυχαιτερον
αὐτῶν οὐδεμίαν ὁρῶμεν τοιαύτην ἀλλοίωσιν περὶ τοὺς ψόφους ἐπιγινομένην , ἡσυχαίτερον φέρε εἰπεῖν φθεγγομένων ἢ γεγωνότερον καὶ πάλιν ἠρεμαιότερον ἐμπνεόντων
. ὁμοίως καὶ διὰ τοῦ αι ἰσαίτατος ἀσμεναίτατον † πανουργιαίτατα ἡσυχαίτερον . ἀσμεναίτατα μέντοι Πλάτων ἐν αʹ Πολιτείας καὶ †
6245895 σαυρα
κακῶς λέγουσιν . σαῦρος : ἀρσενικόν , θηλυκὸν δὲ ἡ σαύρα . φησὶ δὲ Ἀριστοτέλης περὶ τοῦ ζῴου , ὅτι
δὲ ἡ σαλαμάνδρα τὸ μὲν εἶδος παρέχεται οἶόν περ ἡ σαύρα , δέρμα δὲ λιπαρὸν ἔχει , ἐν πυρὶ δὲ
6242787 ποδοστραβην
οἶόν ] μόνον τῶν ἄλλων συνωμοτῶν . ξύλῳ ] ὃ ποδοστράβην λέγουσι καὶ ποδοκάκκην . διώξομαί σε δειλίας ] κατηγορήσω
τὸ θηρίον φερόμενόν θ ' ὥσπερ † ἀναστρέψαι τε τὴν ποδοστράβην καὶ ἐνσχεθῆναι στερεῷ βρόχῳ κατὰ τέχνην ἐπ ' αὐτὸ
6237586 προϲαγορευεται
: τῶν κεκαυμένων ξύλων ἢ ἑτέρων ὑλῶν τὸ λείψανον τέφρα προϲαγορεύεται , ϲύνθετον ὑπάρχον ἐξ ἐναντίων οὐϲιῶν τε καὶ ποιοτήτων
ποτήματοϲ εἰϲφοράν : ὅθεν πρηϲτήρ τε καὶ καύϲων ἡ διψὰϲ προϲαγορεύεται . παρὰ δὲ τοῖϲ πλείϲτοιϲ τῶν παλαιῶν οἵ τε
6216491 μελανια
φανείη τρόπος ποιότητος . Ποιότητες , φησίν , οἷον λευκότης μελανία καὶ τὰ τοιαῦτα , ποιὸν δὲ τὸ μετέχον τῶν
ψυχρότης ἢ ξηρότης ἢ ὑγρότης , καὶ τότε λευκότης ἢ μελανία . ἀλλ ' οὐδὲ τοῦτο ἀρκεῖ : ἰδοὺ γὰρ
6205578 ξηρασια
σημαίνει τὴν ξηρασίαν . . . . ἄζη : ἡ ξηρασία , ὅτι τοῦ ζῆν καὶ θάλλειν ἐστέρηται . .
ἐπειγόμεναι : βιαζόμεναι κατάγοντες τὸ αἷμα * ἄζη : ξηρασία ξηρασία γίγνεται * ἐνείη : βάλοι ἐπενέγκοι ἐπιφέρεται * τῆς
6204649 τετρηται
, περιαιρετέον αὐτήν . Ἐκ γενετῆς ἐνίοις ἡ βάλανος οὐ τέτρηται κατὰ φύσιν , ἀλλ ' ὑπὸ τῷ κυνὶ καλουμένῳ
οὐδέν : ὅταν δὲ γένηταί τινι αὐτῶν παιδίον , οὐ τέτρηται τὴν πυγὴν οὐδὲ ἀποπατεῖ , ἀλλὰ τὰ μὲν ἰσχία
6200198 ὑποδραξ
καὶ δραπέτης . Ὁ δὲ Ἡρωδιανὸς λέγει ὅτι ἐκ τοῦ ὑποδρὰξ γίνεται κτλ . . : Ἀπὸ τῆς ἀμφί προθέσεως
τῶν δρακόντων συστροφή * λοξόν : βλοσυρόν πλαγίως τὸ δὲ ὑποδρὰξ ἀντὶ τοῦ ὑποβλεμματικῶς ὑποβλεπόμενος . χαλαίποδος : γράφεται καὶ
6197278 περαϲ
ὀϲτέου κατὰ μέν τι μέροϲ εὐθεῖα , κατὰ δὲ τὸ πέραϲ μηνοειδήϲ : ἡ δὲ αὐτὴ καὶ καλαμηδὸν λέγεται .
ὑπαχθήϲεται καταρτιϲμῷ . τὸ δὲ πρὸϲ τὸν ὦμον διαρθρούμενον αὐτῆϲ πέραϲ οὐ πάνυ τι διεκπίπτει κωλυόμενον ὑπό τε τοῦ δικεφάλου
6192667 χωριζεται
, ὅτι ἡ μὲν διαφορὰ ἡ κυρίως οὐδέποτε μεταβάλλει ἢ χωρίζεται , τὸ δὲ συμβεβηκὸς διττόν , ἢ χωριστὸν ἢ
ἐνεργείᾳ , ἀλλ ' οὖν γε τῇ ἐπινοίᾳ καὶ ταῦτα χωρίζεται : κἂν γὰρ εὐθεῖαν ἢ καμπύλην νοήσῃς τὴν ῥῖνα
6190501 καυλῳ
ὀστρακοδέρμων ζώων ἔνια : καὶ κάτω δὲ πρὸς αὐτῷ τῷ καυλῷ περιπεφυκότων τινῶν γ ' ὅλῳ , ἐν τούτοις δεδυκότες
δὲ τὴν πόσθην ἀνεπίδετον καταλείποντας , ἵνα μὴ συμφυῇ τῷ καυλῷ , καὶ μετέπειτα σπόγγους ὕδατι ψυχρῷ ἢ ὀξυκράτῳ διαβρόχους
6181071 κινησεται
πάντως ἀναιτίως στήσεται , ὅπερ ἦν ἄτοπον . εἰ δὲ κινήσεται , ἐπεὶ τὸ ὅλον δεκάπηχυ διάστημα ἐν ἑνὶ ἀμερεῖ
αὐτοῦ καὶ μεταβάλλοντος , δῆλον ὡς τὰ μὲν ὡσαύτως ἀεὶ κινήσεται τὰ δ ' οὐχ ὡσαύτως : καὶ γὰρ ἡ
6180611 οἰδηματι
κύστιν καὶ τὴν ὀσφὺν καὶ τὸ ἦτρον , καὶ ἐν οἰδήματι τοὺς μηροὺς ἔχουσι , καὶ μὴ ἐξουρησάντων αὐτῶν ,
χρῆσθαι τῆς ἐπιδέσιος , ἢν μὴ κίνδυνος ᾖ ἐν τῷ οἰδήματι φλυκταινώσιος ἢ μελασμοῦ : γίνεται δὲ οὐδὲν τοιοῦτο ,
6168384 συμφυεται
ἐστι τὸ ἐπίκτητον καὶ κεχωρισμένον : τὰ γὰρ ἀσώματα τελέως συμφύεται . καὶ ἡ ζωὴ οὖν ἡ σωματοειδής , κεχωρισμένη
ὅτι καὶ σχιζόμενα τὰ κλήματα καὶ τῆς ἐντεριώνης ἐξαιρουμένης τάχα συμφύεται : καὶ τούτου γε μᾶλλον ὁ κάλαμος , καὶ
6159942 ὑαινα
δίαιτα τὸ πάθοϲ εἰργάϲατο . τὸ αὐτὸ δὲ ποιεῖ καὶ ὕαινα ὅλη τῷ ἐλαίῳ ὥϲπερ ἡ ἀλώπηξ ἑψομένη . Ἀράχνηϲ
τῆς θαλάττης ταράξει καὶ τῷ κλύδωνι ὃν ἐργάζεται . καὶ ὕαινα , οὐκ αἴσιον ὅραμα τοῖς ναυτιλλομένοις αὕτη γε .
6149693 σιμην
τῶν : θηλειῶν * βρεχμοί : κεφαλαί * κολοβήν : σιμήν μικράν * ἐπελίσσεται : στρέφει συνέχει * ἀργαλέαις :
ἀκούσομαι παρθένους καὶ γάμους ναυκληρικοὺς διεξιούσης ; ἐγὼ δὲ ἢ σιμήν τινα ἢ καλὴν νύμφην οἶδα ; ἢ ὅτι Φίλων
6139464 σισυρνα
σίσυν παχείην . σισυρνοδῦται : διαφέρει σίσυς , σισύρα καὶ σίσυρνα . σίσυς μὲν γὰρ λέγεται πᾶν εὐτελὲς ἱμάτιον ,
ὅπερ καὶ γούνναν καλοῦσιν ἢ τὸ ἁπλῶς ἐξ ἐρίου ἱμάτιον σίσυρνα δὲ τὸ ἄτριχον δερμάτινον . σίσυρνα δὲ παχὺ ἱμάτιον
6129598 ἱπταται
τηρεῖσθαι . κορυδαλλῶ : ὁ γὰρ κορυδαλλὸς κατὰ τὸ ἀμφίλυκον ἵπταται ἐπὶ τὰς νομάς . ὁ κορυδαλλὸς καὶ πρῶτος τῶν
] ἦχος . θ ποτᾶται ] πέτεται . ποτᾶται ] ἵπταται . ποτᾶται ] ἐναέριος φέρεται . θ βρέμει ]
6124356 διακριτικον
, τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον ἐπιδέχεται , οὕτως καὶ τὸ διακριτικὸν καὶ τὸ συγκριτικὸν ὡς μὲν ἰδιαίτατα καὶ εἰδοποιοὶ διαφοραί
. αὕτη καὶ ἡ τρίτη αἰτία . τετάρτη δὲ ὅτι διακριτικὸν ζῷον ὁ κύων γνώσει καὶ ἀγνοίᾳ τὸ φίλον καὶ
6120449 σῳζομενης
οἰκείας φύσεως καὶ κινήσεως οὕτως ἐφέλκηται τὸ χόριον : μὴ σῳζομένης δὲ τῆς πρὸς τὸ βρέφος τοῦ χορίου συνεχείας μολίβδου
ἐπιβλαβές , δεῖ γὰρ ἐμπείρως τὴν ὁλκὴν γενέσθαι . διὸ σῳζομένης τῆς πρὸς τὸν ὀμφαλὸν αὐτοῦ συνεχείας ἐπὶ χειρῶν μιᾶς
6119243 μαρυεται
μήρυμα ἀναλύεται καὶ ἀνέλκεται : μηρύω δὲ τὸ κουβαρίζω . μαρύεται : ἐπίκειται , ἐπιγέγραπται , κατὰ κύκλον ἔρχεται .
μαρύεται : ἐπίκειται , ἐπιγέγραπται , κατὰ κύκλον ἔρχεται . μαρύεται : κλώθεται . μαρύεται : ἐξήπλωται , ἐπικέχυται ,
6112792 γρυποτης
τοῦ καθ ' αὑτό , ἀλλὰ κατὰ τὸν δεύτερον ὡς γρυπότης καὶ σιμότης ἐν ῥινὶ καὶ ὡς ἐν ἀριθμῷ τὸ
καὶ ἀλλοῖον αἱ κατὰ συμβεβηκός εἰσι καὶ ἰδίως ὥσπερ ἡ γρυπότης . δόξειε δ ' ἂν καὶ ἕτερόν τι διάφορον
6112755 μελικηρις
ὑποπίπτουσι σκοποῖς , ὅσοι λεπτότερον ὑγρὸν ἔχουσιν , ὡς ἡ μελικηρίς , ἔνιοι δὲ τοῖς δυσὶ μόνοις , ὥσπερ τὸ
, ἐξ ὧν ἀποῤῥεῖ ὑγρὸν ἐοικὸς μέλιτι , ὅθεν λέγεται μελικηρίς : τινὲς δὲ αὐτὴν λέγουσι καμηλάνθρακα . Ἀκροχόρδων ἐστὶ
6095785 γενυϲ
: κορυφή , κεφαλὴ πρηνήϲ , ἐϲ θώρηκα ξυννενευκυῖα : γένυϲ ἐπὶ τοῖϲι ϲτέρνοιϲι πεπηγυῖα : χεῖρεϲ ξυνηρειϲμέναι : ϲκέλεα
κεφαλὴν ἀνακεκλαϲμένην μεϲηγὺ τῶν ὠμοπλατέων κέεϲθαι . βρόγχοϲ ἐξέχει : γένυϲ τὰ πολλὰ διΐϲταται , ϲπάνιον δὲ εὖτε ξυνερείδει τῇ
6087908 ἐπιδεϲμῳ
ἅμα πράϲῳ λειώϲαντεϲ ἐμβαλοῦμεν τῇ ἐϲχάρᾳ καὶ τῷ βουβωνικῷ χιοειδεῖ ἐπιδέϲμῳ χρηϲόμεθα . ταῖϲ δὲ ἑξῆϲ ἡμέραιϲ τοῖϲ ἀπεϲχαρωτικοῖϲ φαρμάκοιϲ
ϲχηματίϲαντεϲ αὐτοὺϲ εὐθέωϲ ἀνωρεπεῖϲ ἀναθλίψωμεν εἰϲ βουβῶνα τὸ κατολιϲθῆϲαν ἔντερον ἐπιδέϲμῳ τε τοῦτο κατάϲχωμεν . Τὴν τάξιν τῆϲ διδαϲκαλίαϲ ἡμᾶϲ
6085955 παρυφισταμενον
λέγεται νέφος : ἐὰν οὖν τὸν κάτω τόπον ἐπέχῃ τὸ παρυφιστάμενον , λέγεται ὑπόστασις , καί ἐστιν ἀγαθὸν καὶ ὑγιεινὸν
χῦμα μὲν καλεῖται ἅπαν τὸ οὖρον παρὰ τὸ ἐκκεχύσθαι . παρυφιστάμενον δὲ τὸ ἐν αὐτῷ ἕτερόν τι ἐμφαῖνον . ἐν
6082674 βαλανος
τοῦ ὅρμου Ἀττικῶς . ὡς πρός τινα ἀπό τινος . βάλανος : Ἡ περόνη . ταῦτα δὲ πάντα εἰς τὸ
εἰς τὴν βαλανοδόκην τῶν πυλῶν ἄμμον προενέβαλεν , ὅπως ἡ βάλανος ἔξω μένῃ καὶ μὴ ἐμβάλληται εἰς τὸ τρύπημα .
6061144 ἀδιαστατον
δοκεῖ προκόπτειν . Ἡ τοίνυν στιγμή , ἥν φασι σημεῖον ἀδιάστατον ὑπάρχειν , ἤτοι σῶμα νοεῖται ἢ ἀσώματον . καὶ
οὐ δυνατὸν ἐν τοῖς φαινομένοις λαβεῖν τινος σημεῖον καὶ πέρας ἀδιάστατον , δῆλον ὡς οὐδ ' ἐν τοῖς νοητοῖς ληφθήσεταί
6059230 προπιπτει
βλεφάρων καλύπτεϲθαι : ἐνίοτε δὲ καὶ μέχρι μήλων καὶ ὀφρύων προπίπτει . καὶ μάλιϲτα τοῦτο ϲυμβαίνει ταῖϲ ἐξ ὑψηλῶν καταπτώϲεϲιν
ἐπιφέρει καὶ ἀδύνατον , ὅπου μέμυκε τὸ στόμιον καὶ οὐδὲν προπίπτει τοῦ χορίου μέρος . τὰ δὲ ὑποθυμιάματα δριμύτητι τὴν
6058890 φλυκταιναν
ἔλασσον ἔμπυον τοῦ φύματος γίνεσθαι , ἐπὶ δὲ τοῦ δέρματος φλύκταιναν ἀνίστασθαι ὁμοίαν τοῖς πυρικαύτοις . προστίθησι δ ' ὅτι
Ξενοφῶν . φασὶ δ ' ἀνωτάτω μὲν ἐπικεῖσθαι τῷ ἕλκει φλύκταιναν μέλαιναν ὡς τὸ πολύ , ἧς ἐκραγείσης τὸ ὑποκάτω
6058611 ἐναιωρημα
πλεονασμῷ τοῦ ω αἰώρα , ἐξ οὗ καὶ αἰώρημα καὶ ἐναιώρημα , ὡς † περισπώμενον , . , . ,
Ὀκτωκαιδεκάτῃ , ἐθερμαίνετο σμικρά : ἐπεδίψη : οὖρα λεπτά : ἐναιώρημα ἐπινέφελον : σμικρὰ παρέκρουσεν . Περὶ ἐννεακαιδεκάτην , ἄπυρος
6056334 ἀφελει
, σφοδρά , ἐλεγκτικά , βίαια , ἐν δὲ τῷ ἀφελεῖ ἀνειμένα , ἁπλᾶ , μηδένα ἔλεγχον μηδὲ ἐξέτασίν τινα
ἀκριβῆ καὶ δοκοῦσαν μὲν ἀποίητον εἶναι κατεσκευασμένην δὲ ἀμωμήτῳ καὶ ἀφελεῖ κατασκευῇ διάλεκτον εἰσφέρῃ : ἢ γὰρ οὐδὲν ἁμαρτάνει ἢ
6047299 συμπλεκομεν
, πῶς ἂν ἔτι δημοσίᾳ κρίνειν δυνάμεθα : ὥστε ἀναγκαίως συμπλέκομεν , καὶ ἀμφοτέροις ὑπεύθυνον εἶναι τὸν φεύγοντα ἰσχυριζόμενοι :
συμπλοκάς : ἢ γὰρ φωνὴν ἁπλῆν οὖσαν κατὰ τὸ σημαινόμενον συμπλέκομεν , ὡς ὅταν εἴπω τρέχω , ἢ ἡ μὲν
6045706 ἀνθραξ
ἢ παρὰ τὸ θέρω θέραξ καὶ ἀναθέραξ , καὶ συγκοπῇ ἄνθραξ . ἄνθραξ δὲ εἴρηται * * * , ὡς
ἄνθραξ , τὸ δὲ φλόξ , τὸ δὲ αὐγή . ἄνθραξ μὲν οὖν ἐστι πῦρ ἐν οὐσίᾳ γεώδει , ὃ
6042253 πικραινεσθαι
ἀπόπειρα καὶ δοκιμασία τῆς ψυχῆς ἐστιν ἐν τῷ πονεῖν καὶ πικραίνεσθαι : ὅπῃ γὰρ ταλαντεύσει , χαλεπὸν διαγνῶναι . οἱ
, καὶ ὀνόμασι τοιούτοις αὐτὰ περιλαβεῖν , οἷς πέφυκεν ἀκοὴ πικραίνεσθαι . εἰ μὲν οὖν μὴ κατὰ τὸν οἰκεῖον καιρὸν
6036963 μυστροις
γὰρ ἀνοιδαίνει βαρὺ κρῖμνον : ἠρέμα δὲ χλιάον κοίλοις ἐκδαίνυσο μύστροις . φηγοὶ Πανὸς ἄγαλμα , γογγυλίδας σπείροις δὲ κυλινδρωτῆς
ἀνοιδαίνει βαρὺ κρῖμνον . ἠρέμα δὲ χλιαρὸν , κοίλοις ἐξαίρεο μύστροις . κύστρος δὲ λέγεται ἡ καὶ μυστίλη . καὶ
6035971 μαλλῳ
ἐργαστέον , ἔχρισα μὲν κατ ' οἶκον ἐν δόμοις κρυφῇ μαλλῷ , σπάσασα κτησίου βοτοῦ λάχνην , κἄθηκα συμπτύξας '
τὰ ἄγκιστρα , καὶ ἕκαστον ἄγκιστρον δέλεαρ φέρει Λακαίνης πορφύρας μαλλῷ κατειλημένον , καὶ πτερὸν μέντοι λάρου ἑκάστῳ ἀγκίστρῳ προσήρτηται
6033851 πολυπουν
, εἶτα τέμοι τὸ ζῷον εἰς ἄπουν καὶ δίπουν καὶ πολύπουν ὑπερβὰς τὸ πεζόν . ἔστι δὲ τοῦτο κακία ὁρισμοῦ
δὲ ξηρῶν φαρμάκων ἀδήκτωϲ οἶδά ποτε τῷ διφρυγεῖ δαπανηθέντα τὸν πολύπουν . εὐδοκιμεῖ δὲ ἐπ ' αὐτῶν καὶ τὸ προειρημένον
6032551 λευκοτης
: ἡ μὲν γὰρ θερμότης ἐν ἀποίῳ σώματι ἡ δὲ λευκότης ἐν πεποιωμένῳ σώματι ὡς δευτέρα ποιότης : πρῶτον γὰρ
λευκότητα : οὐ γὰρ ἡ ἐν τῷ μορίῳ τοῦ γάλακτος λευκότης μέρος ἐστὶ τῆς τοῦ παντὸς γάλακτος λευκότητος , ἀλλὰ
6024266 κενωϲομεν
χυμὸν κενοῦνταϲ , πρὶν ἐν τῷ πεπονθότι μορίῳ ϲτηριχθῆναι . κενώϲομεν δὲ πρῶτον μέν , εἰ μή τι κωλύοι ,
πάλιν ὀλίγον τοῦ ὑγροῦ πρὸϲ τὴν δύναμιν διὰ τοῦ καλαμίϲκου κενώϲομεν καὶ οὕτωϲ ἑξῆϲ , ἄχριϲ ἐλάχιϲτον περιλειφθῇ , πανταχοῦ
6021976 ἀνοσμον
ἐνίοτε καὶ λυγμῶν , ἐπ ' οἶνον ἐλθετέον στύφοντα μετρίως ἄνοσμον σὺν χόνδρῳ ἢ μετὰ ψιχῶν , καὶ ἐκ διαλειμμάτων
τὸ δὲ πέμπτον ἔοικε μὲν κατὰ τὸ σχῆμα μύκητι , ἄνοσμον δὲ καὶ τραχὺ ἔνδον , κισήρῳ ὅμοιον κατά τι
6019727 προσπιπτουσαν
ἐπὶ τῆς . ΛΒ εὐθείας δείξομεν τὴν ΒΞ θερινὴν ἀκτῖνα προσπίπτουσαν ἐπὶ τὸ διὰ τῆς ΜΞΟ ἐπίπεδον ἔσοπτρον καὶ ἀνακλωμένην
πνέων ζέφυρος ἀπὸ δυσμῆς ἰσημερινῆς τὴν ὑπὸ τοῦ ἡλίου θερμότητα προσπίπτουσαν τοῖς ὄρεσιν ἀνακλωμένην ἐξέτραπεν εὐθὺς εἰς πεδίον καὶ ἀπέκαυσεν
6019569 ἰσοπεδον
τὸ ὕψος διαθέσεως , ὥστε τὸ παραβαλλόμενον τοῦ τείχους μέγεθος ἰσόπεδον εἶναι τῷ ἐγκλίματι τοῦ ὑποκειμένου ὕψους τοῦ πύργου :
: ὃ δ ' ἀσφαλέως θέει ἔμπεδον , εἷος ἵκηται ἰσόπεδον , τότε δ ' οὔ τι κυλίνδεται ἐσσύμενός περ
6019041 ἐπιδησαντες
, οἷον ταρσοῦ , θέναρος , πέλματος , ὑδρελαίῳ . ἐπιδήσαντες δ ' ἐπιβροχῇ συνεχέστερον χρησόμεθα . εἰ δὲ πλείους
προστιθέασι . Κεφ . λγʹ . Τὴν εὐθεῖαν διμερῆ φορβέαν ἐπιδήσαντες χωρὶς τῆς γενειάδος ἐπὶ τέλει ἐπὶ τὸ ὕψωμα τῆς
6015841 κινητικῳ
κατ ' ἐπιτηδειότητα . Εἰ οὖν ἄλλο αὐτὸ συνῆψε τῷ κινητικῷ αἰτίῳ ἀπό τινος χρόνου , οἷον ἥδε ἡ περιφορὰ
δῆλον ὅτι τὸ αὐτοκίνητον : εἰ γὰρ τὸ πλησιάζον τῷ κινητικῷ αἰτίῳ κινεῖται , δηλονότι πάντων τῶν ὄντων ἑτεροκινήτων ὄντων
6015544 σφαιροειδως
καὶ τοῦ χορίου ἀπολελυμένου καὶ περί τι μέρος τῆς μήτρας σφαιροειδῶς συνεστραμμένου , ῥᾴστη ἐστὶν ἡ κομιδή : τὴν γὰρ
ὀφθαλμὸν ἑκάτερον εἴσω δυόμενον εἰς πλάτος ἐκτείνεται περιφυόμενον ἐν κύκλῳ σφαιροειδῶς τῷ κατ ' αὐτὸν ὑγρῷ τῷ καλουμένῳ ὑαλοειδεῖ ,
6012751 λαμπαδιον
μέχρι τῆς κορυφῆς : ὃ δὴ καλεῖται ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων λαμπάδιον . Ὑπόδημα λιτὸν , οὐ βαθὺ , φοινικοῦν δὲ
: ὀθόνια , κηρωτὴν παρασκευάζετε , ἔρι ' οἰσυπηρά , λαμπάδιον περὶ τὸ σφυρόν . Ἁνὴρ τέτρωται χάρακι διαπηδῶν τάφρον
6011699 συστροφῃ
ἐν τῷ Ὑδροχόῳ ὕδατος ὁ ἑπόμενος τῶν ἐν τῇ τετάρτῃ συστροφῇ , τοῦ δὲ Ἵππου ὁ βορειότερος τῶν ἐν τῷ
Μερόην ἀνήκοντες Αἰθίοπες , οὐδ ' οὗτοι πολλοὶ οὔτε ἐν συστροφῇ , ἅτε ποταμίαν μακρὰν καὶ στενὴν καὶ σκολιὰν οἰκοῦντες
6010605 ἀνετεον
ἀκριβῶϲ εἰρημένον : εἰ δὲ τρυφερόχρωϲ ὁ δηχθεὶϲ εἴη , ἀνετέον αὐτὸ ἰρίνῳ ἢ βαλϲάμῳ ἤ τινι τοιούτῳ , ἢ
ἰδεῖν ἐναργῶς τὸ ζητούμενον . Ἀλλὰ μὴν τοῦτό γε οὐκ ἀνετέον . Οὔκουν δὴ κατά γε τὴν ἐμήν . καί
6010458 βοθριον
τοὺς ὀφθαλμοὺς διαφοραί εἰσιν ἄργεμον , νεφέλιον , ἐπίκαυμα , βόθριον , φλυκτὶς , λεύκωμα , ἄνθραξ , μυοκέφαλον ,
αὐτοῦ κατέχειν . Περὶ βοθρίου καὶ κοιλώματος . Τὸ δὲ βόθριον ἕλκος ἐστὶ κοῖλον καθαρὸν καὶ στενόν : τὸ δὲ
6007301 ἁπλῳ
ὑπ ' ἐμοῦ . . χειρωναξία ] βάναυσος τέχνη . ἁπλῷ λόγῳ ] ἐν ἀληθεῖ λόγῳ , ἢ ἐν συντόμῳ
γὰρ γίνεται ψυχόμενον . Καὶ τὸ βαλάνινον δὲ παραπληϲίωϲ τῷ ἁπλῷ ἀμυγδαλίνῳ γίνεται ἀπὸ τῶν ἐν ταῖϲ δρυϲὶ βαλάνων .
6004044 ἐγκειται
τὸ ἐσθίειν γῆν , ἤτοι πηλόν , ὅσοις ὀξώδης χυμὸς ἔγκειται . ἀπό τινος οὖν συμπτώματος ἢ μελαγχολικοῦ χυμοῦ ἢ
, ὡς ὑπ ' εὐφορίας ἀεὶ κακῶν βρίθειν . „ ἔγκειται „ γάρ φησι Μωυσῆς ” ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου
6003763 πυκνῳ
μία ἡ ἐπὶ τὸ δίτονον : οὔτε γὰρ πυκνὸν πρὸς πυκνῷ τίθεται οὔτε τόνος ἐπὶ τὸ ὀξὺ πυκνοῦ , ὥστε
τὴν ὄψιν τεταμένην ὡς ἐπὶ τὸν χαλκόν , ἐντυχοῦσαν δὲ πυκνῷ καὶ λείῳ πληχθεῖσαν ὑποστρέφειν αὐτὴν ἐφ ' ἑαυτὴν ὅμοιόν
5998256 σκληρῳ
ἢ ταύρου δορᾶς , ὡς ὁ Διομήδης , πρεπούσης στρατιώτῃ σκληρῷ καὶ γενναίῳ . ὑπὸ δ ' ἔστρωτο ῥινὸν βοὸς
πρὸς τὸ μέλαν , γλυκεῖ τε πρὸς τὸ πικρόν , σκληρῷ τε πρὸς τὸ μαλακόν , τῇ τε ἀπαθεῖ οὐσίᾳ
5995288 καταναγκαζειν
οὕτω κατανείνειν : ἅμα δὲ τῇ κατατάσει χρὴ τῇ σανίδι καταναγκάζειν τὸν αὐτὸν τρόπον ὡς τὰ ὑβώματα , κατ '
καὶ συμβαλεῖν ἔχῃ , καὶ κωλύῃ τὸ στράτευμα , καὶ καταναγκάζειν φρούρια , καὶ ζητεῖν τὴν ἐπήρειαν λόχῳ κατὰ τῶν
5994819 ἀτμοειδως
αὐτὴν φύσει συναποφέρειν ? ? ? ? [ ἑαυτῆι ] ἀτμοειδῶς πολλὴν ὑγρότητα [ καὶ ἅμα ] λεπτυνόμενον ὑπ '
ἅμα ] λεπτυνόμενον ὑπ ' αὐτῆς τὸ [ ὑγρὸν ] ἀτμοειδῶς ἀποφέρεσθαι ? ? ? [ . καὶ οὕτως μὲν
5991704 περιτοναιῳ
τρίτοι τούτοις συνάπτοντες οἱ εὐθεῖς , καὶ τέταρτοι οἱ τῷ περιτοναίῳ συμφυεῖς , ἐγκάρσιοι τῇ θέσει . καὶ λανθάνει γε
ἀνατομῶν . ἐν γὰρ τῷ διαιρεῖσθαι τὸ ἐπιγάστριον ἅμα τῷ περιτοναίῳ κατὰ τὸ μεσεντέριον ἀρτηρίας ἰδεῖν ἔστι σαφῶς ἐπὶ μὲν
5988248 χιτωνι
. χιτῶνι καὶ μεταμπίσχουσα τὰς ψυχάς . σαρκῶν ἀλλογνῶτι περιστέλλουσα χιτῶνι . . . . λέγει δὲ καὶ Ἐ .
γε μὴν ξανθότατόν ἐστι . τὸ δὲ ὑπὸ τούτῳ τῷ χιτῶνι κυανοῦν ἐστὶ χρόᾳ καὶ χαῦνον , ὥσπερ οὖν πεπρημένη
5986671 ἀβροτονῳ
δὲ Γαληνὸϲ πρὸ τῆϲ ἐπιϲημαϲίαϲ ἀνατρίβειν φηϲὶ τὸ δέρμα τῷ ἀβροτόνῳ ἢ καλαμίνθῃ ξηρᾷ ἢ κονύζηϲ τοῖϲ φύλλοιϲ τε καὶ
, πραϲίῳ μετ ' οἴνου ἢ ἀψινθίῳ ἢ εὐζώμῳ ἢ ἀβροτόνῳ ἢ χαμελαίᾳ ἢ χαμαιπίτυι . ἁρμόϲει δὲ αὐτοῖϲ καὶ
5982367 ὑπωχρον
. ὀπτᾶται δ ' ἐπ ' ἀνθράκων ἐκφυσωμένη μέχρι τοῦ ὕπωχρον αὐτὴν γενέσθαι ἢ ἐπ ' ὀστράκου καὶ διαπύρων ἀνθράκων
λυκαίνιον ὑπόμηκες : ῥυτίδες λεπταὶ καὶ πυκναί : λευκόν , ὕπωχρον , στρεβλὸν τὸ ὄμμα . ἡ δὲ παχεῖα γραῦς
5981385 θλασθεισα
μετὰ μέλιτος πινόμενον . ποιεῖ δὲ καὶ ἡ γλαύκουρις . θλασθεῖσα μετὰ μέλιτος καὶ ὕδατος ἴσου διδομένου τοῦ χυλοῦ ἀναγαργαριζέσθω
οὐ πυρωτικόν : ῥίζα ἐκ μὲν τῶν ἐκτὸς μέλαινα , θλασθεῖσα δὲ λευκή . Ἄλλη λιβανωτὶς ἡ λεγομένη ἄκαρπος ,
5979648 τοιουθ
, ζῆν , ἐγκαλεῖς ; ζῆν δ ' ἐστὶ τὸ τοιοῦθ ' ; ὡς λέγουσί γ ' οἱ σοφοί .
χαλεπὸς ἦσθα . ἀποφθερεῖ ἀπ ' ἐμοῦ ; Κιχησίαν σὺ τοιοῦθ ' ὑπέλαβες ἔργον ποήσειν ἢ λαβεῖν ἂν παρά τινος
5978342 σιμοτητα
, ἔφη , σὺ γρυπὸς εἶ : πρὸς οὖν τὴν σιμότητα σάφ ' ἴσθι ὅτι ἡ γρυπότης ἄριστ ' ἂν
μοι ἄχθουοὐκ ἔστι καλός , προσέοικε δὲ σοὶ τήν τε σιμότητα καὶ τὸ ἔξω τῶν ὀμμάτων : ἧττον δὲ ἢ
5977679 ἐνοχλουν
ζῷον φθείρεσθαι , καὶ μάλιστα ἢν δυσκρασία ᾖ ψιλὴ τὸ ἐνοχλοῦν . Καὶ δὴ τοῦ φανταστικοῦ πάθος , τὸ μὲν
τῷ φαρμάκῳ διάχριε τοὺϲ μυκτῆραϲ ϲυνεχῶϲ καὶ ἀπορρυήϲεται πᾶν τὸ ἐνοχλοῦν τῇ κεφαλῇ . ἐχέτω δὲ τὸ φάρμακον ϲύϲταϲιν ὑγρᾶϲ
5977064 μελαινει
καὶ ἐκεῖνο τὸ ἀπορούμενον , διὰ τί ὁ μὲν ἥλιος μελαίνει τὴν σάρκα , τὸ δὲ πῦρ οὔ . συμβαίνει
: θεῖον ἐπὶ τέλει : ἡ δ ' ἕψησις αὐτοῦ μελαίνει τὰς ἐμπλάστρους . Γῆ πᾶσα καὶ λίθοι ἐμβάλλονται ἐπὶ
5974046 καυσις
. Καὶ ὅσα ἄλλα ὀνόματά εἰσιν . ἡ γὰρ λεύκωσις καῦσίς ἐστι , καὶ ἡ ξάνθωσις , ἀναζωοπύρησις : αὐτὰ
. Καὶ ὅσα ἄλλα ὀνόματά εἰσιν . ἡ γὰρ λεύκωσις καῦσίς ἐστι , καὶ ἡ ξάνθωσις , ἀναζωοπύρησις : αὐτὰ
5972612 ὑποκειμενῳ
μετὰ τοῦ ὑποκειμένου γίνονται , οὐκ ἂν ὑποστησομένοις ἐν τῷ ὑποκειμένῳ , εἰ μὴ ἐκεῖνα προϋποστήσονται : κἂν αὐτὰ δὲ
δὲ ὁμώνυμα κοινωνίαν ὀνόματος . πλὴν ἡ ὑπογραφὴ τοῦ ἐν ὑποκειμένῳ ἔχει τὸ ἀναλογοῦν ὁρισμῷ : αὐτὸ γὰρ τὸ ἔν
5966229 κνησμον
αἴσθησις δι ' ἁλμυρὸν γινομένη φλέγμα , δάκνουσά τε καὶ κνησμὸν ἐρεθίζουσα . ἡ δὲ ξηροφθαλμία δυσκινησία τῶν ὀφθαλμῶν μετὰ
ὁ καυλὸς καὶ τὰ φύλλα χνοῦν ὑπότραχυν κατὰ τὴν ἁφὴν κνησμὸν ἐμποιοῦντα : ῥίζαι δ ' ὕπεισι τῇ μὲν ἐπιφανείᾳ
5960920 ἐπιποληϲ
. καὶ εἰ μὲν λεπτότερον τὸ περιεχόμενον ὑπολάβοιμεν αἷμα , ἐπιπολῆϲ ἐγχαράξομεν , εἰ δὲ παχύτερον , διὰ βάθουϲ ,
περιττόν , ἀλλὰ καὶ τοῦ κατὰ φύϲιν ἅψαϲθαι , τὸ ἐπιπολῆϲ τοῦ ἕλκουϲ παραπλήϲιον δέρματι καταϲκευάϲομεν καὶ εἰϲ οὐλὴν ἄξομεν
5960347 σμιλῃ
δὲ καὶ αὐτὸς οὗτος διττός , ἤτοι γε ἐκκοπτόντων ἡμῶν σμίλῃ τὸ πεπονθὸς ὅλον , ὡς ἐπὶ τῶν καρκίνων ,
ἡ ἄμπελος πολυχρόνιος καὶ εὐθαλὴς γενήσεται . Τὸ πρέμνον σχίσον σμίλῃ ἢ τερέτρῳ , κάλλιον δὲ σφηνὶ δρυΐνῳ , καὶ
5954375 γεωδει
τὸν ἐγχορεύοντα ταῖς ἐγκυκλίοις θεωρίαις καὶ πολυμαθείας ἑταῖρον ὄντα τῷ γεώδει καὶ Αἰγυπτίῳ προσκεκληρῶσθαι σώματι , χρῄζοντα καὶ ὀφθαλμῶν ,
τῷ μὲν ἑτέρῳ μέρει αὑτοῦ βατράχῳ , τῷ δὲ λοιπῷ γεώδει τινὶ ἐμφερής , ὡς καὶ ἐκλιπόντι τῷ ποταμῷ συνεκλείπειν
5954369 μαλακῳ
δ . τὴν κολοφωνίαν ἅμα τῷ ἐλαίῳ ἑψήσας πρᾴως πυρὶ μαλακῷ , κινῶν τῇ σπάθῃ , μέχρις ἂν πειρωμένῳ σοι
καὶ τῷ ἡϲυχῆ περιπατῆϲαι καὶ τῷ ϲκεπάζειν τὸ ὑποχόνδριον ἐρίῳ μαλακῷ . τὰϲ δὲ ἀποϲίτουϲ προτρέποι ἂν ἐϲθίειν τά τε
5952963 πηχυαιον
δεκάπηχυ διάστημα ἐν ἑνὶ ἀμερεῖ διέρχεται χρόνῳ , τὸ λειπόμενον πηχυαῖον διάστημα τῆς αὐτῆς οὔσης κινήσεως ἐν δεκάτῳ μέρει τοῦ
δίπηχυ κατὰ πύκνωσιν , ἔφην , ἐπωνόμασται , τὸ δὲ πηχυαῖον κατὰ συνασπισμόν . γίνεται δὲ ἡ μὲν πύκνωσις ,
5941616 διχη
ἀρτηρίαν . ἀρτηρία ἐστὶ σώματος ἐπίμηκες κυκλικὸν , δίκην σωλῆνος διχῆ διαιρούντων ἀπὸ καρδίας ἐρχόμενον καὶ ἐπὶ τὸ πᾶν σῶμα
τῶν ἐν αὐτῷ παραδιδομένων . Κατὰ δὲ τῶν ἀνωτάτω μερίζεται διχῆ , καθάπερ ἐν ἀρχῇ προαναπεφώνηται : καὶ ὁ μὲν

Back