ἐκείνου ἡ τετρυπημένη ψῆφος καὶ αὖ πάλιν ὅτῳ μὴ δοκεῖ ἐρρίφθω ἡ πλήρης . . ἐβούλευε ] ὅτε οὗτος ἐβούλευεν
παρεπιτηδευέϲθωϲαν ψυχαγωγίαι : φύλλα ἀμπέλων χλωρὰ καὶ μυρϲίνηϲ καὶ ῥόδων ἐρρίφθω κατὰ τοῦ ἐδάφουϲ καὶ τῷ ὕδατι καταρραινέϲθωϲαν ϲυνεχέϲτερον κρουνοί
5808477 τετρυπημενη
τοῦ Τιμάρχου , καὶ ἔστι κακέμφατον . . . . τετρυπημένη δὲ ψῆφος ἦν ἡ καταδικάζουσα , πλήρης δὲ ἡ
ὅτῳ δοκεῖ πεπορνεῦσθαι τὸν Τίμαρχον ἐρρίφθω παρ ' ἐκείνου ἡ τετρυπημένη ψῆφος καὶ αὖ πάλιν ὅτῳ μὴ δοκεῖ ἐρρίφθω ἡ
5370820 συνταξον
περὶ τούτων . ὡς ἂν οὖν λάβῃς τὴν ἐπιστολήν , σύνταξον κήρυγμα ποιήσασθαι , ὅπως οἱ μὲν φιλόσοφοι πάντες ἀπαλλάσσωνται
, ἵν ' ᾖ πάνυ οἰκεῖον τῇ συντάξει , καὶ σύνταξον οὕτως : ὅτῳ δοκεῖ πεπορνεῦσθαι τὸν Τίμαρχον ἐρρίφθω παρ
4959808 ἡγεμονιᾳ
κλέος , καὶ μήτ ' ἐπὶ πλούτῳ μήτε δόξῃ μήτε ἡγεμονίᾳ μήτε σώματος εὐμορφίᾳ μήτε ῥώμῃ μήτε τοῖς παραπλησίοις ,
” οὗτός ἐστιν ἀρχὴ τέκνων ” , καὶ τάξει καὶ ἡγεμονίᾳ δήπου πρῶτος ὤν , „ καὶ τούτῳ καθήκει τὰ
4940610 προσφερης
βαρύτατόν ἐστιν . Σκέψαι δὴ καὶ τοῦτον τὸν σκορπίον ὡς προσφερής ἐστι τῷ καρκίνῳ , οὗ τὴν νομὴν ἴσασιν ὑποδεχόμενοι
ὀρθῷ τρόπῳ . Σφόδρ ' ἐστὶν ἡμῶν ὁ βίος οἴνῳ προσφερής : ὅταν ᾖ τὸ λαιπὸν μικρόν , ὄξος γίγνεται
4880471 σανιδι
Τί σοι χαρίσωμαι ; Γυμνὸν ἀποδύσαντά με κέλευε πρὸς τῇ σανίδι δεῖν τὸν τοξότην , ἵνα μὴ ' ν κροκωτοῖς
τοῦτο τὸ ξύλον ἔχει κατὰ τὰ πέρατα ἐπιπεπηγότα τῇ ὑπτίᾳ σανίδι ἕτερα ξύλα ποδιαῖα τῷ μήκει , τῷ δ '
4834253 ἀποκαμῃς
τὴν οἰκείαν ἐκάλεσε δίαιταν . ” ἀλλ ' ἵνα μὴ ἀποκάμῃς „ φησί „ νηχόμενος , μηρίνθῳ λεπτῇ τὸν σὸν
πάνυ . ὥστε , ὅπερ λέγω , μήτε ταῦτα φοβούμενος ἀποκάμῃς σαυτὸν σῶσαι , μήτε , ὃ ἔλεγες ἐν τῷ
4830685 ἑστιᾳ
ἢ τὰ κακὰ ἀπὸ τῶν κακῶν οἰκεῖ ἐν τῇδε τῇ ἑστίᾳ καὶ τοῖς οἴκοις τούτοις . πόνοι ] οἱ πόνοι
τῶν ποδῶν δόξα , εἴπερ ἐν τῇ τῶν προγόνων σου ἑστίᾳ παρέμεινας ἐκεῖ μόνον ἀγωνιζόμενος ὡς εἴ τις ἀλέκτωρ ἐνοικίδιος
4813759 ξυμφορᾳ
. αὐτὸς ὅδε ὁ Ποίαντος παῖς , οὐκ ἄδηλος τῇ ξυμφορᾷ , μόλις καὶ χαλεπῶς προβαίνων . ὢ τοῦ χαλεποῦ
πολλοὺς καλῶς οἷός τε συντέμνειν λόγους . Ἐγὼ δὲ καινῇ ξυμφορᾷ πεπληγμένος ἱκέτης ἀφῖγμαι πρὸς σέ . Τοῦ χρείαν ἔχων
4775342 Καλλιροῃ
. “ Ταῦτα μὲν ἔγραψε Χαιρέας , ἔδοξε δὲ καὶ Καλλιρόῃ δίκαιον εἶναι καὶ εὐχάριστον Διονυσίῳ γράψαι . τοῦτο μόνον
παραλαβὼν τὴν Πλαγγόνα καὶ μετ ' αὐτῆς τὰς συνήθεις τῇ Καλλιρόῃ θεραπαινίδας ἧκε πρὸς αὐτὴν καὶ λέγει “ Διονύσιος ἀνὴρ
4745285 ἀμπυκι
τι θεῶν δαίδαλμα , τέτυκται , ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι : πὰρ δέ οἱ ἄνδρες καλὸν ἐθειράζοντες ἀμοιβαδὶς ἄλλοθεν
γυνὴ εἶναι . τὸ δὲ τὶ πρὸς τὸ δαίδαλμα . ἄμπυκι : τῷ συνδέοντι τὰς τρίχας , ἀπὸ τοῦ ἀμπέχειν
4738528 σφυρᾳ
ἀγγεῖον καὶ πρόθεμα ἐπιθεὶς τῷ κυκλίσκῳ , καὶ σφηνὶ καὶ σφύρᾳ εἰσωθῶν τὸ τυμπάνιον μετὰ βίας μεγίστης . ἦν δὲ
] : ἤτοι προσηλωθήσεται , σχενδύλη γὰρ ἔστιν ἐργαλεῖον τῇ σφύρᾳ προσόμοιον . Ἄλλοθέν γέ ποθεν : ὁθενδήποτε , ἢ
4726555 προσιῃ
ἐπὶ γῆς βεβηκότες πολὺ μὲν ἰσχυρότερον παίσομεν , ἤν τις προσίῃ , πολὺ δὲ μᾶλλον ὅτου ἂν βουλώμεθα τευξόμεθα .
εἰς θεραπείαν σομβάλλεται . ἐὰν γάρ τις μὴ διαγνοὺς ἀκριβῶς προσίῃ , κίνδυνος πρόπτωσιν ἐπακολουθῆσαι ἀνακαθαιρομένων τῶν ἑλκῶν καὶ μάλιστα
4702990 Δοκιμαζε
Ἀρετὴν ἐπαίνει . Κακοὺς μίσει . Τὸν κρατοῦντα τίμα . Δοκίμαζε φίλους . Ὅμοιος σαυτῷ γίνου . Ἐπαγγέλλου μηδενί .
, ἄχρις ἂν τὸ θεῖον ἀναχωρήσῃ ἐκ τῆς ὑδραργύρου . Δοκίμαζε δὲ τὴν ὑδράργυρον οὕτως . Λαβὼν αὐτὴν , βαλὼν
4686456 παραχαραττων
καταφρονοῦσι . τοιαῦτα διελέγετο καὶ ποιῶν ἐφαίνετο , ὄντως νόμισμα παραχαράττων , μηδὲν οὕτω τοῖς κατὰ νόμον ὡς τοῖς κατὰ
ΑΝ ΤΙΣ ΜΙΝ ΒΛΑΠΤΗι . Ἐάν τις τὸ δίκαιον βλάπτῃ παραχαράττων . Οὕτω γὰρ βλάπτει ὁ σκολιῶς τοῦτο πράττων ,
4685901 ἰσοτιμα
ἀναλισκομένης ἡ τηκεδών . Ὅταν δὲ πολλὰ ὀνόματα ἔχῃ τις ἰσότιμα καὶ ὁμοίως ἔχοντα ἐνάργειαν χρήσιμον , ἡ ποικιλία ἁρμόζει
δὲ τοῦ αὐτοῦ τυγχάνοντα ἐπαίνου παρὰ τῷ ἐπαινοῦντι πάντως ἐστὶν ἰσότιμα . ἐπῄνεσε δὲ ὁ θεὸς οὐ τὴν δημιουργηθεῖσαν ὕλην
4669794 καθευδε
μὴ μάτην τρέχε . εἰ δ ' οὐκ ἔχεις , κάθευδε , μὴ κενῶς πόνει . Φιλῶ σε Ὀνήσιμε ,
τὴν δικαιοσύνην . ὀρθῶς ἔφην . τοῦτο ποίει καὶ ἐπιγράψας κάθευδε ἀναπεσὼν ὥσπερ Ὀδυσσεὺς μηκέτι μηδὲν φοβούμενος . ποιήσω εἶπε
4656978 ἐναλια
εἶναι τῆς ἐν Παρνασῷ λέγων οὕτως : ἔστι γάρ τις ἐναλία Εὐβοιὶς αἶα : τῇδε βάκχειος βότρυς ἐπ ' ἦμαρ
ποδί ἀμόρφωτον αὐτόμοιρος αὐτόφορτοι ἐπαίνους ἀφωσιωμέναι ἠγόμην ἔστι γάρ τις ἐναλία Εὐβοιὶς αἶα : τῇδε βακχεῖος βότρυς ἐπ ' ἦμαρ
4626771 ἀγενειος
διὰ πέντε ἐτῶν . καὶ ἀγωνίζεται παῖς Ἰσθμικοῦ πρεσβύτερος καὶ ἀγένειος καὶ ἀνήρ . τῷ δὲ νικῶντι διδόασιν ἔλαιον ἐν
καὶ σφηνοπώγων φιλολόγοις μόνοις συμφέρει , ὁ δὲ τετράγωνος καὶ ἀγένειος οὐδὲ τούτοις συμφέρει : τὸ γὰρ περικεκομμένον αὐτοῦ τῶν
4623968 νεκρᾳ
ἣν Σκηνῆτιν καλεῖ , καὶ πᾶσαν τὴν παρακειμένην τῇ τε νεκρᾷ θαλάσσῃ καὶ τῇ ἐρυθρᾶ . Τὸ ἑπτακαιδέκατον περιέχει Αἴγυπτον
αὐτὴν ] οὐδὲν ἧττον μητέρα καλοῦμεν . τὸ δὲ μιγῆναι νεκρᾷ τῇ μητρὶ νοσοῦντι τί ἂν ἄλλο σημαίνοι ἢ τὸ
4618956 Ἑτερος
κεράμιον ὕδωρ ἐγχέαντα ἐκκρεμάσαι ἢ ἐς σφυρίδα λίθους ἐμβαλόντα . Ἕτερος τρόπος ἐμβολῆς : ἢν ἐς τὸ ἔσω ὠλισθήκῃ ,
, , , , , , , . , : Ἕτερος μὲν οὖν ἀποχρῆν ἂν ὑπέλαβε καὶ αὐτὰ τὰ νῦν
4618864 ἀθλῳ
ἀγρευτικὸς λαβὼν θηρίον ἥδεται , καὶ κέχρηται τῇ ἄγρᾳ ὡς ἄθλῳ , ἐὰν αὐτῷ συγχωρήσῃ ὁ δεσπότης : εἰ δὲ
πρὸ τοῦδε φροντίσας καὶ βοήσας καὶ παραινέσας , καλλίστῳ δὲ ἄθλῳ κατακλείων τὴν σπουδήν . μιμοῦ δὴ σαυτὸν καὶ πρόσθες
4618506 δοκησει
τῷ γ ' ἐμῷ δοκῷ „ , ἤγουν τῇ ἐμῇ δοκήσει . καί τις ἕτερος βάδον τὴν βάδισιν . Καὶ
γὰρ εἰ τὰ μὲν αἰσχρά ἐστιν ἀληθῶς , τὰ δὲ δοκήσει , ἤδη τὰ κατὰ δόκησιν πράξει . οὐ γάρ
4617238 κατορωρυκται
Οὐκοῦν τάλαντα μὲν ἑβδομήκοντα ἐκεῖνα πάνυ ἀσφαλῶς ὑπὸ τῇ κλίνῃ κατορώρυκται καὶ οὐδεὶς ἄλλος οἶδε , τὰ δὲ ἑκκαίδεκα εἶδεν
, ὄπισθεν Ἕλληνες . κωμῳδοποιός Ἀττικοί , κωμῳδιοποιός Ἕλληνες . κατορώρυκται Ἀττικοί , κατώρυκται Ἕλληνες . καταγώγιον καὶ κατάγεσθαι Ἀττικοί
4616624 ἐξειπῃ
καὶ αὐτὸς ὁμοίως ὑπ ' αὐτοῦ προδοθήσεσθαι , ἵνα μὴ ἐξείπῃ ὅτι αὐτὸς ἐνίκησε καὶ οὐ Πέλοψ . οἱ δὲ
δεῖξόν μοι , ὅτι , ἄν τις τινὶ τὰ αὑτοῦ ἐξείπῃ , ἐκεῖνος πιστός ἐστι καὶ αἰδήμων . εἰ γὰρ
4615796 Σκιρας
λέγεται καὶ γῆ σκίρας 〚 〛 λευκή τις καὶ Ἀθηνᾶ Σκιράς , ὅτι τῇ λευκῇ χρίεται . Γ πρὸς τὴν
λέγεται καὶ γῆ σκίρας 〚 〛 λευκή τις καὶ Ἀθηνᾶ Σκιράς , ὅτι τῇ λευκῇ χρίεται . Γ πρὸς τὴν
4613791 ἀπιθανος
πως τὰ τῆς ἐλλείψεως ἐγένετο . ὃν γὰρ τρόπον οὐκ ἀπίθανος ἀφορμὴ ἐγένετο τῆς ἐν τρίτοις συνθέσεως , λέγω κατὰ
τὴν ὑμετέραν ὀργὴν ἐκκαλέσασθαι βεβούληται . Καὶ κατηγόρηκε δωροδοκίας , ἀπίθανος ὢν πρὸς τὴν ὑποψίαν ταύτην : τὸν γὰρ ἐπὶ
4599603 ὀφλοντα
' ὃ προσγράψαι σαφῶς ὤκνησεν τὴν δ ' ἀρχὴν τὸν ὀφλόντα φυλάττειν τέως ἂν καταστήσῃ τοὺς ἐγγυητάς ; πότερ '
Λυκοῦργος ἐν τῷ Κατ ' Ἀριστογείτονος , ἀντὶ τοῦ χιλίας ὀφλόντα . . . . . . . . .
4592374 καλῃ
. ” ὕβριζ ' , ἕως ἂν τὴν δίκην ἅρχων καλῇ . οὔτοι μὰ τὴν Δήμητρ ' ἔτ ' ἐνταυθοῖ
τι δηλώσας ῥῦσαι τὸν ἑταῖρον τοῦ κακοῦ . Ἐπανήκει τῇ καλῇ πόλει τὸ τῆς προσηγορίας ἔργον , καὶ ἔστιν ὄντως
4586408 ἀριστερ
τῆς ποιήσεως τῶν διθυράμβων , καθάπερ ἐν ταῖς ἀσπίσιν , ἀριστέρ ' αὐτοῦ φαίνεται τὰ δεξιά . ἀλλ ' οὖν
τῆς ποιήσεως τῶν διθυράμβων , καθάπερ ἐν ταῖς ἀσπίσιν , ἀριστέρ ' αὐτοῦ φαίνεται τὰ δεξιά . ἀλλ ' οὐκ
4578530 αὑτος
γὰρ οὗτος ἡμιλλᾶτο πρὸς τοὺς μνηστῆρας . * ἐνταῦθα γὰρ αὗτος Οἰνόμαον ἐνίκησε καὶ ὕστερον ἐτάφη . ἀπό . *
ἀθάνατον . τῇ καὶ Λευκοθέῃ καλουμένῃ . . Ἀκολουθεῖ δὲ αὗτος ὁ λόγος , ἤτοι ἁρμόζει , ταῖς θυγατράσι τοῦ
4577176 ἀντιλογιᾳ
. γυμνασία δὲ γίνεται τῶν νόμων ἐν εἰσηγήσει μὲν καὶ ἀντιλογίᾳ , ὅταν πρῶτον εἰσφέρηται , ἐν κατηγορίᾳ δὲ καὶ
ἐκείνη εἶδός τι ἔχει καὶ καλεῖται ἀδικομαχία , οὕτως ἐν ἀντιλογίᾳ ἀδικομαχία τίς ἐστιν ἡ ἐριστική : ἐκεῖ τε γὰρ
4577146 κοσμησον
: καὶ σὺ μὲν τὴν δευτέραν τράπεζαν εὐτρεπῆ ποίει , κόσμησον αὐτὴν παντοδαποῖς τραγήμασιν , μύρον , στεφάνους , λιβανωτόν
μου , ὅτι φίλος μου ἐστίν : ἀλλὰ ἄπελθε καὶ κόσμησον τὸν θάνατον ἐν πολλῇ ὡραιότητι , καὶ οὕτως ἀπόστειλον
4574004 ἐλεησειεν
: τὸν εὐθὺν ἐξειπόντας : ἐκ γὰρ τῆς συντόμου ὁμιλίας ἐλεήσειεν ἂν τὸ τῆς φύσεως αἰφνίδιον νόσημα καὶ οὐκ ἂν
, οὐκ ἔστιν ὅστις οὐκ ἂν τὴν τῶν πασχόντων τύχην ἐλεήσειεν . πᾶσαι μὲν γὰρ αἱ πύλαι τῆς πόλεως ἐκλείσθησαν
4556957 δεηθῃ
ὅτι ἀεὶ ἦν πᾶσα καὶ ἐλλείπουσα οὐδενί , ἵνα ζητήσεως δεηθῇ : ἀλλ ' ἔστιν ἡ πρώτη καὶ οὐκ ἀπ
ὁρκίζει τὴν πάτριον θεὰν Ἄρτεμιν ξυμπρᾶξαι πάντα ὅσα ἂν αὐτοῦ δεηθῇ . Ἀνίστησιν αὐτὴν ὁ Εὔδοξος πολλὰ θρηνοῦσαν καὶ θαρρεῖν
4552207 ὀρθουντα
πόλιν ἔχοντα . . ὀρθόπολιν : τὸν τῇ ἑαυτοῦ δικαιοσύνῃ ὀρθοῦντα καὶ σώζοντα τὰς πόλεις , ὡς ἐρυσίπολιν καὶ σωζόπολιν
γένοιτο , συνειλκυσμένος καὶ συνειληφὼς τὰ νοήματα . τὰ δὲ ὀρθοῦντα νοήματα δριμύτητα ἔχει ἀντὶ τοῦ πλαγιάζειν : τὸ μὲν
4550730 ἐπῳδῃ
εἰ δέοι , ἀλλὰ μεθήσω ταῦτα πάντα ὥσπερ ἐπιλήσμονί τινι ἐπῳδῇ παντὸς ἔργου λαμπροτέρου κηληθεὶς τῇ φιλοσοφίᾳ . ἠγνόουν δ
. φαίνων , δεικνύων τῆς περικεφαλαίας τὸν λόφον . ὡς ἐπῳδῇ κέχρηται τῷ βάσκε πάτερ . ἀντὶ τοῦ δυνάστα .
4549621 ἀμεμπτος
κορώνῃ παρθένος φέρει σῦκα . θεοί , γένοιτο πάντ ' ἄμεμπτος ἡ κούρη κἀφνειὸν ἄνδρα κὠνομαστὸν ἐξεύροι : καὶ τῷ
καθ ' ἡμᾶς . εὐλόγως οὖν ἔφη : ” γίνου ἄμεμπτος ” , μέγα πλεονέκτημα πρὸς εὐδαίμονα | βίον ὑπολαβὼν
4538982 συνοικουσῃ
καὶ ἄλλως δὲ αὐτὸ τὸ ὀλίγον , σμικρὸν μὲν τῇ συνοικούσῃ θερμότητι καθεστός , ἤρκει ἂν πρὸς τὸ ποιῆσαι καπνὸν
ἔχει . δύναιο ἂν ἄνδρα βλέπειν καθεστηκότα σωφρονεῖν παραινοῦντα τῇ συνοικούσῃ καὶ φεύγειν τῶν φιλαιτίων τὰς λοιδορίας . ἔνι καὶ
4533024 γυμναστης
παλαίστρα , κονίστρα . καὶ ὁ ἐφεστηκὼς παιδοτρίβης τε καὶ γυμναστής , ἀφ ' οὗ καὶ συγγυμναστὴς παρὰ Πλάτωνι καὶ
, ἑαυτὸν ἀποκρίνει ἐς χῶρον ἕτερον , καὶ ἑαυτῷ γίνεται γυμναστής , καὶ ἀθλεῖ πᾶσαν ἄθλησιν κονιόμενος καὶ τοῖς δένδροις
4521421 λαβετω
ἑταίρᾳ ὑποστρέψαντα εἰπεῖν πρὸς τοὺς συνδειπνοῦντας οὐ δύναμαι τανύσαι , λαβέτω δὲ καὶ ἄλλος . . . . . .
γινομένων Βαβυλῶνος βασιλέων ἢν σπανίσῃ χρημάτων , ἀνοίξας τὸν τάφον λαβέτω ὁκόσα βούλεται χρήματα : μὴ μέντοι γε μὴ σπανίσας
4514813 Φεραυλας
ἐμπεπτωκέναι τοῖς κτήνεσιν : ὥστε μοι δοκῶ , ἔφη ὁ Φεραύλας , νῦν διὰ τὸ πολλὰ ἔχειν πλείω λυπεῖσθαι ἢ
δὲ μή , ἐν τάξει . Καλέσας δὲ καὶ ὁ Φεραύλας τὸν Σάκαν τὸν δόντα τὸν ἵππον ἐξένιζε , καὶ
4513960 Χλοῃ
καὶ τέλος οὕτω διελύθη . Γίνεται δὲ χειμὼν Δάφνιδι καὶ Χλόῃ τοῦ πολέμου πικρότερος : ἐξαίφνης γὰρ περιπεσοῦσα πολλὴ χιὼν
Νύμφαι καὶ Πὰν κατέδραμεν εἰς τὸ πεδίον καὶ περιπλακεὶς τῇ Χλόῃ [ καὶ ] λιποθυμήσας κατέπεσε . Μόλις δὲ ἔμβιος
4512900 ὠδινουσῃ
ὑψηλῆς τινος ἀκρωρείας ἐκαθέζετο ἀστεροσκοπῶν , ἕτερος δὲ παρήδρευε τῇ ὠδινούσῃ μέχρις ἀποτέξαιτο , ἀποτεκούσης δὲ εὐθὺς δίσκῳ διεσήμαινε τῷ
δὲ περιτίθησι καὶ ὡσανεὶ τεῖχος ἡ φρόνησις τῇ Εὐιλὰτ τῇ ὠδινούσῃ ἀφροσύνῃ πρὸς πολιορκίαν αὐτῆς καὶ καθαίρεσιν : ἀφροσύνῃ δὲ
4506848 πανουργιᾳ
νῦν οὖν ταύτῃ τῇ μεταφορᾷ ἐχρήσατο ὡς νικῶντος αὐτοῦ τῇ πανουργίᾳ πάντας , ἤτοι τὰς γυναῖκας . ἐπὶ ἐκκυκλήματος γὰρ
τοῖς κολοιοῖς δὲ διὰ τὴν φυσικὴν φιλοστοργίαν , καίπερ τοσοῦτον πανουργίᾳ διαφέρουσιν , ὅμως ὅταν ἐλαίου κρατὴρ τεθῇ πλήρης ,
4506424 ὑπερεχων
ἐστιν Ὅμηρος , ὑπέρτερος δὲ ὁ Στησίχορος , πάντων δὲ ὑπερέχων ὁ Σωκράτης . Δυνατὸν δὲ ἑτέρως τὴν ἀνάπτυξιν ποιησάμενον
ὁ μὲν ὑπερεχόμενος ὅσα προστάττει ὁ νόμος , ὁ δὲ ὑπερέχων . καὶ πατὴρ καὶ υἱὸς σπουδαῖοι : καὶ παντὸς
4496788 ἐμβασει
δ ἐν ὀξυκράτῳ σὺν Γρ . α καστορίου ἐν τῇ ἐμβάσει τοῦ λουτροῦ προμασησαμένων αὐτῶν ἰσχάδας καὶ ἀποπτυσάντων ἢ ἀμμωνιακοῦ
προείρηται : ὁ δὲ τῶν φύλλων τῆς ῥαφάνου χυλὸς πινόμενος ἐμβάσει μάλιστα δυσουριῶσιν ἀπὸ ψύξεως , ὀνίνησι μεγάλως , διὰ
4483693 ἀναισχυντιᾳ
καὶ αὐτῶν . Θεὸς ἡ Ἀναίδεια : ἐπὶ τῶν τῇ ἀναισχυντίᾳ ὠφελουμένων . Θρᾷκες ὅρκια οὐκ ἐπίστανται : ἐπὶ τῶν
πρῶτον ὡς οἷόν τε μάλιστα ὠργίσθην καὶ ἠγανάκτησα ἐπὶ τῇ ἀναισχυντίᾳ τοῦ λόγου , ἔπειτα δὲ ἐλογισάμην πρὸς ἐμαυτὸν ὅτι
4483126 τιθῃς
. . ὡς ] ἵνα . κακοσπλάγχνους ] δειλούς . τιθῇς ] ποιῇ . . ἕκηλος ἴσθι ] γράφεται καὶ
. κακοσπλάγχνους ] δειλούς . θ τιθῇς ] ποιήσῃς . τιθῇς ] ποιῇς . θΞ εὔκηλος ] ἥσυχος . θΞ
4466485 ἐνορᾳ
κάτοπτρον , εἰ ὁρῷτο τὰ εἴδωλα τῶν ἐνορωμένων καὶ ἕως ἐνορᾷ ἐκεῖνα ; Καὶ γὰρ εἰ ἐνταῦθα ἀνέλοις τὰ ὄντα
ταῦτα προαγορεύω : εἰ δέ τίς τι καὶ ἄλλο δέον ἐνορᾷ , πρὸς ἐμὲ σημαινέτω . καὶ ὑμεῖς μὲν ἀπιόντες
4452356 ἠλακατα
, ἵν ' αἰδοίη βασίλεια : τῇ δὲ παρ ' ἠλάκατα στροφαλίζετε , τέρπετε δ ' αὐτὴν ἥμεναι ἐν μεγάρῳ
προσθέσει τοῦ αλ στροφαλίζω : „ τῇ δὲ παρ ' ἠλάκατα στροφαλίζετε „ . . . . . στυφελίζειν :
4447915 τοιχωρυχων
' ; Ἐμὲ τουτονί . Ἦ τῶν πονηρῶν ἦσθα καὶ τοιχωρύχων ; Μὰ Δί ' , οὐ μὲν οὖν ἐσθ
ἄρα . Θ . . . ἦσθα : Ὑπῆρχες . τοιχωρύχων : Κλεπτῶν . . διὰ τοῦτο ταῦτα ἔπαθες .
4446278 ὀναιο
: μὴ θάνοιμι δ ' , ἢν σώσω κόρην . ὄναιο συνεχῶς δυστυχοῦντας ὠφελῶν . ἄκουε δή νυν , ἵνα
ποιοῦσαι , εἰ καὶ πάνυ μισουμένη γυνὴ τυγχάνοι , οὕτως ὄναιο , παραλαβοῦσα ἧκέ μοι : θαἰμάτια γὰρ καὶ τὰ
4446148 τροιᾳ
ἄδηλον δὲ ὄν , ποῖον , παρακατιών φησιν : ἐν τροίᾳ μὲν ἕκτωρ αἴαντος ἄκουσεν : Ἀλλὰ κορινθίων . ὁ
αὐτὸν τιμᾶν διὰ τούτων λυπεῖ ἀναμιμνήσκουσα τῶν ἀπολλυμένων ἐν τῇ τροίᾳ : ἀπὸ τούτων αὐτὸν ἐγκωμιάζει ἀφ ' ὧν ἐμεγαλύνετο
4444271 ἀνωνυμος
' ἂν ἔννοιαν λαβεῖν . ἦ τἄρ ' ὀλοίμην ἀκλεὴς ἀνώνυμος [ ἄπολις ἄοικος , φυγὰς ἀλητεύων χθόνα , ]
ὥσπερ εἶδος ὕλῃ : ὥστε καθ ' ἑαυτὴν ἡ ὕλη ἀνώνυμος . Καὶ τί θαυμαστόν , ὅτε καὶ τῶν εἰδῶν
4433912 Εὐᾳ
ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ . εἶπεν δὲ Ἀδὰμ τῇ Εὔᾳ : ἀναστάντες πορευθῶμεν καὶ ἴδωμεν τί ἐστιν τὸ γεγονὸς
ἐν καμάτοις τυγχάνεις καὶ πόνοις . εἶπεν δὲ Ἀδὰμ τῇ Εὔᾳ : ἀνάστα καὶ πορεύου μετὰ τοῦ υἱοῦ ἡμῶν Σὴθ
4429465 Ὀρθογραφιᾳ
μέλλοντα : Ἀρκέσιος καὶ Ἀρκείσιος . οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τῇ Ὀρθογραφίᾳ . Ἀριστοτέλης δὲ ἐν τῇ Ἰθακησίων πολιτείᾳ τὸν Κέφαλον
, ὁ φεύγων τὸ δοῦναι . οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τῇ Ὀρθογραφίᾳ . Φθείρ . ὁ ἀπὸ φθορᾶς σωματικῆς γενόμενος .
4429140 ῥεγκωμεν
σαφέστερον ἐκ τῶν ἐπιφερομένων εἰπὼν ἀλλ ' εἰ δοκεῖ , ῥέγκωμεν ἐγκεκαλυμμένοι . ἐγκεκορδυλημένος : ἐντετυλιγμένος . ἰστέον , ὅτι
δύναται δὲ ἀφυπνῶσαι ταῖς μερίμναις τοῦ βίου χρέους δακνόμενος . ῥέγκωμεν ] καὶ ἡμεῖς . δείλαιος ] ὁ . δαπάνης
4424284 ἐξεβοησεν
ὄψεις τῶν ἰδόντων , οὔτε θησαυρὸν εὑρών τις χρυσίου τοσοῦτον ἐξεβόησεν , ὡς τότε τὸ πλῆθος , ἀπροσδοκήτως ἰδὸν θέαμα
διά τε τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τῆς φωνῆς ἔκδηλον παραστήσας βύθιον ἐξεβόησεν . „ ἐπειδήπερ „ φησὶν ” οὐκ ἔμαθεν ἐκ
4422679 νομοθετικῃ
ἐνίοις πράγμασι , τὰς δ ' ἧττον ᾠκειῶσθαι . | νομοθετικῇ δ ' ἀδελφὰ καὶ συγγενῆ τέτταρα ταυτὶ διαφερόντως ἐστί
, ἥ τε ἰατρικὴ τῇ γυμναστικῇ καὶ ἡ δικαιοσύνη τῇ νομοθετικῇ : ὅμως δὲ διαφέρουσίν τι ἀλλήλων . τεττάρων δὴ
4419285 Ἑκαβῃ
εὑρίσκει τὸ σῶμα τοῦ Πολυδώρου καὶ ἔρχεται δεικνύουσα αὐτὸ τῇ Ἑκάβῃ : οὐδεὶς τὸν στέφανον αὐτῆς ἀφαιρήσει νικήσας αὐτὴν εἰς
τὸν Ἀγαμέμνονα , ἀλλ ' ἡ ἀνάγκη τὸ νενομισμένον τῇ Ἑκάβῃ μετήλλαξεν : καὶ ἄλλως : ἐναντίως εἶπεν . ἔδει
4409329 χοινικι
καὶ κόψον , καὶ ἔμβαλε ἐν τῷ κακάβῳ τῷ λεγομένῳ χοίνικι , καὶ ἔασον ἐπὶ ἡμέρας ιʹ : εἶτα ἀνοίξας
: μήνῃ γὰρ καὶ ἡλίῳ καθιέρωται . ιηʹ . Ἐπὶ χοίνικι μὴ καθέζου . ιθʹ . Γαμψώνυχον μηδὲν παράτρεφε .
4402801 ὑπεναντιος
δὲ ὄψει δοκῶν πρεσβύτερος : σκληφρὸς δὲ ὁ ἐκείνῳ πεφυκὼς ὑπεναντίος , τοῦτον δὲ καὶ νεοειδῆ ἂν εἴποις . Θεόπομπος
δοκῶ : ὅσῳ γὰρ ἂν ὑμῖν καλλίων φαίνηται , τοσῷδε ὑπεναντίος τῇ τοῦ λέγοντος χρείᾳ δειχθήσεται . Καὶ πρῶτόν γε
4394725 ἐπεξανθισμενα
ἀπατμίζοντα , καὶ χόλικες βοός , καὶ πλευρὰ δελφάκει ' ἐπεξανθισμένα χναυρότατα παρέκειτ ' ἐπ ' ἀμύλοις καθήμενα . παρῆν
ἀτμίζοντα , καὶ χόλικες βοός , καὶ πλευρὰ δελφάκει ' ἐπεξανθισμένα χναυρότατα παρέκειτ ' ἐπ ' ἀμύλοις καθήμενα . παρῆν
4392726 Παιδειᾳ
πώλημα : ὁ αὐτὸς δὲ καὶ πράσιμον εἴρηκεν ἐν τῇ Παιδείᾳ : παρ ' ἄλλῳ δ ' οὐδέτερον εὑρὼν μνημονεύω
γὰρ θέμις Δόξαν εἰσπορεύεσθαι πρὸς τὴν Ἐπιστήμην , ἀλλὰ τῇ Παιδείᾳ παραδιδόασιν αὐτούς . εἶτα ὅταν ἡ Παιδεία παραλάβῃ ,
4391560 οὐρανιᾳ
τὰς κράσεις τὰς φυσικάς . Ἡ σοφὴ ψυχὴ συνεργεῖ τῇ οὐρανίᾳ ἐνεργείᾳ ὥσπερ ὁ ἄριστος γεωργὸς συνεργεῖ τῇ φύσει διὰ
. ὁ γοῦν Περσεὺς ἤτοι ὁ ἥλιος οὕτω κινούμενος τῇ οὐρανίᾳ φορᾷ τὴν Σθενὼ μὲν καὶ τὴν Εὐρυάλειαν ἤτοι τὸ
4388862 πεφυκῃ
γὰρ δύνηται τοῦτον ποιεῖσθαι τὸν ἀναπλασμὸν ψυχή , τουτέστιν ὅταν πεφύκῃ , διάνοια καλεῖται , ὅταν δὲ ἐνεργητικῶς ἤδη ποιῇ
οὐδὲ γυναικῶν βαθυκόλπων καλὸν τὸ πρόσωπον , ἐὰν μὴ κόσμιον πεφύκῃ . ἡ γὰρ αἰδὼς ἄνθος ἐπισπείρει . καὶ ὁ
4388411 κυαρ
. Τριχώσιος . Ὑποθεὶς τὸ ῥάμμα τῇ βελόνῃ τῇ τὸ κύαρ ἐχούσῃ , κατὰ τὸ ὀξὺ τῆς ἄνω τάσιος τοῦ
ἐπ ' ἄκρου τρῆμα ἔχουσα , οἷον αἱ βελόναι τὸ κύαρ , ἢ οἷον ἕλικα πρὸς τῷ πέρατι , καὶ
4382470 ἀζωστος
μὲν δὴ Λέπιδος , ὡς εἶχεν , ἐκ τῆς εὐνῆς ἄζωστος ἐς αὐτοὺς ἐξέθορε καὶ ὑπισχνεῖτο ποιήσειν καὶ τὸν Ἀντώνιον
ὅρκους : ὁ δὲ ὁρκούμενος θαλλὸν κραδαίνων , ἐστεμμένος , ἄζωστος καὶ μονοχίτων , ἐφαπτόμενος τοῦ κρατῆρος , ἐξ ὑποβολῆς
4379031 κουριων
φλυαρούντων . ὁ γοῦν πώγων μάλα τραγικὸς ἦν ἐς ὑπερβολὴν κουριῶν . καὶ αἰτιωμένου γε Ἀρχιβίου τοῦ ἰατροῦ διότι οὕτως
ἐτῶν τὸν τρόπον τοῦτον διεβίωσεν ὁ Ἀνδροκλῆς : εἶτα ὑπεράγαν κουριῶν καὶ ὀδαξησμῷ βιαίῳ κατειλημμένος τὸν μὲν λέοντα ἀπολιμπάνει ,
4378374 εὐλογημενος
τοὺς υἱούς σου περὶ αὐτοῦ : ὅτι ὁ εὐλογῶν αὐτὸν εὐλογημένος ἔσται , οἱ δὲ καταρώμενοι αὐτὸν ἀπολοῦνται . Καὶ
τις , οὐκ ἐπαινετός . Τί οὖν φησι : καὶ εὐλογημένος ἔστω ; Ἀλλ ' ἔοικεν αἰνίττεσθαι διὰ τοῦ λεχθέντος
4373473 εὑρισκῃ
, ἀλλὰ καὶ πράττει διὰ τῶν ὑπηρετῶν ἅττ ' ἂν εὑρίσκῃ βέλτιστα . ὥστε καὶ τὸν τῆς μαντικῆς ἐπέχει λόγον
, ἐπὶ δὲ τῶν πτηνῶν : ” ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ” . διὰ τί ; ὅτι μεγάλης μὲν ἰσχύος
4370838 βασταζουσα
ὕψους γὰρ παραφαίνεται ἡ Μήδεια , ὀχουμένη δρακοντίνοις ἅρμασι καὶ βαστάζουσα τοὺς παῖδας : ἀντὶ τοῦ Ἐρινύν : ἐπήγαγον :
. . κλέψασα . . διφροφόρος : Ἡ τὸ σελλίον βαστάζουσα . ἡ χύτρα δεῦρ ' ἔξιθι : Ὡς ἐν
4369672 συγγενεστερα
μοι ταύτης ἠξιῶσθαι τῆς προνομίας , ἐπειδὴ τῶν ἄλλων αἰσθήσεων συγγενεστέρα ψυχῇ καθέστηκεν : ἅπασαι μὲν γὰρ τὴν πρὸς διάνοιαν
ἔχουσιν : ἀριθμητικὴ μὲν γὰρ γεωμετρίᾳ καὶ ταῖς ἄλλαις μαθηματικαῖς συγγενεστέρα ἤπερ τῇ φυσικῇ καὶ τῇ ἰατρικῇ : δι '
4365941 σφραγιδι
τὰ δ ' ἐπὶ τοῖς κυρίοις ἐπονομάζων , οἷον σφραγῖδα σφραγῖδι ἐπιβάλλων ἐναργῆ μᾶλλον καὶ εὔδηλον , οὐδενὸς φθόγγου ἀπεχόμενος
: ἀσήμαντον δὲ τὸ γραμματεῖον θεωρῶν ἢ σεσημασμένον μέν , σφραγῖδι δ ' ἄλλῃ , ἠγανάκτει : τῶν δὲ σεσημάνθαι
4364745 Κἀμοι
ἀνάγκη καὶ τὰ ἄλλα πρόσωπα οὕτως ἐκφέρεσθαι , οἷον : Κἀμοὶ , Κἀσύ , ταῦτα δὲ οὕτως οὐχ εὑρήκαμεν προφερόμενα
. Ἄδουσι γοῦν τὸν Ἴακχον ὅνπερ δι ' ἀγορᾶς . Κἀμοὶ δοκοῦσιν . Ἡσυχίαν τοίνυν ἄγειν βέλτιστόν ἐστιν , ὡς
4363524 ἐξυμενισας
ἐλαίου , εἶτα τὰς λεκίθους συλλέαινε , τὸ δὲ στέαρ ἐξυμενίσας τῆκε σὺν τῷ κηρῷ , λειουμένῃ τῇ λιθαργύρῳ προσεπιβαλὼν
μεταβεβληκὸς εἰς δριμύτητα . πρόσφατον δὲ λαβὼν τούτων τι καὶ ἐξυμενίσας ἔμβαλε εἰς λοπάδα κεραμέαν καινήν , δὶς τοσοῦτον χωροῦσαν
4361508 συμφερων
νόμιμος , δημοκρατικός , πιστός , ἀξιό - πιστος , συμφέρων , ὠφέλιμος , χρήσιμος , πόριμος ποριστής , προαγωγὸς
ἐστί , ἐπὶ τούτοις εἰ μὴ πρὸς μηδὲν τῶν εἰρημένων συμφέρων , ἀλλὰ τοὐναντίον βλαβερός . περὶ μὲν οὖν νόμων
4360606 Φιλανορος
υἱὲ Φιλάνορος : ὁ λόγος πρὸς τὸν Ἐργοτέλη υἱὸν ὄντα Φιλάνορος . λέγει δὲ , προδεδηλωκὼς περὶ τῶν συμφορῶν ὅτι
ζάλαις ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικˈρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ . υἱὲ Φιλάνορος , ἤτοι καὶ τεά κεν ἐνδομάχας ἅτ ' ἀλέκτωρ
4359346 ἀγωγιμος
αἰτίαν ἔχοντι . γέγραφεν γὰρ ἐάν τις ἀποκτείνῃ Χαρίδημον , ἀγώγιμος ἔστω , ἐὰν δέ τις ἀφέληται ἢ πόλις ἢ
ἔφη , τὰς χιλίας δραχμάς , ἀπόληται , καὶ αὐτὸς ἀγώγιμος γένωμαι . συλλέξας δ ' , ἔφη , τὸν
4357096 σκαπανῃ
τὴν ἕλκωσιν . Ὥσπερ γὰρ καὶ τῶν ῥιζῶν ἐν τῇ σκαπάνῃ τιτρωσκομένων χείρω γίνεται , πολλάκις δὲ καὶ νοσεῖ καὶ
καὶ τὴν πίειραν θέρους ἐργάζεσθαι καὶ τοῖς ἀρότροις καὶ τῇ σκαπάνῃ , τὴν δὲ ξηρὰν καὶ μανὴν καὶ τὴν λεπτὴν
4352480 ἁδρος
ἔφευγεν . Μέγα τὸ πρᾶγμα , πολὺ τὸ νεῖκος , ἁδρὸς ὁ πόλεμος ἔρχεται . Χαλεπὸν οὖν ἔργον διαιρεῖν ,
εἰσὶ δὲ τρεῖς , ἁδρός , ταπεινός , μέσος : ἁδρὸς μὲν ὁ κομπηρὰς ἔχων λέξεις , νοῦν δὲ ταπεινόν
4351126 Ἀπολογιᾳ
ΔΟ , . . . καὶ πάλιν ὀργεῶνες τίνες ἐν Ἀπολογίᾳ ὕβρεως σαφὲς ποιεῖ . οὗτοί εἰσιν οἱ τοῖς ἰδίᾳ
: τοιοῦτον γὰρ εἶναι τὸν φιλόσοφον , ὁποῖος ἐν τῇ Ἀπολογίᾳ φαίνεται Σωκράτης . ταύτην τὴν κρᾶσιν τῶν τεττάρων ὑποθέσεων
4349668 σκωπτεις
. καὶ πῶς ς ' οὔτις ἂν θείη τυφλόν ; σκώπτεις . ὁ δ ' Οὖτις ποῦ ' στιν ;
καὶ ταῦτα λέγουσα Κόρακος μὲν καὶ Τισίου καταγελᾷς καὶ Θεόδωρον σκώπτεις τὸν Βυζάντιον ὡς μικρὰ ἄττα καὶ ὀλίγου ἄξια εἰς
4345488 καιτ
: Αἰσχύλου Βακχῶν : τό τοι κακὸν ποδῶκες ἔρχεται βροτοῖς καιτ ' ἀμπλάκημα τῶι περῶντι τὴν θέμιν . Κατάλογ .
λέγουσι τρισυλλάβως πεφύγγων πιέσδω τεμένηος τερέων Πιτάνα . . . καιτ [ κήνὰ [ ! ] ! [ [ !
4343220 κοβαλα
καὶ τὰ κατεστωμυλμένα κόβαλα ἔλεγον , ὡς Ἀριστοφάνης ἐν Βατράχοις κόβαλά γ ' ἐστὶν , ὡς καὶ σοὶ δοκεῖ :
καὶ δημοκόπος καὶ κόβαλος , ὁ κομψός : καὶ μὴν κόβαλά γ ' ἐστὶν ὡς καὶ σοὶ δοκεῖ [ .
4340869 δερῃ
κρίσις : ἐγγράψασα τὸν ὅρκον γραμματείῳ μηρίνθῳ δεδεμένον περιεθήκατο τῇ δέρῃ . κἂν μὲν ἀψευδῇ τὸν ὅρκον , μένει κατὰ
σῦν κατ ' αὐτὸ μάλιστα τὸ συνάπτον τὴν πλάτην τῇ δέρῃ . τοὐντεῦθεν οἱ μὲν κύνες κατάγουσι τὸν σῦν ἐς
4340723 κλινη
ἀμφότεραι τὸ εἶδος ἔχοιεν , καὶ εἴη ἂν ὃ ἔστιν κλίνη ἐκείνη ἀλλ ' οὐχ αἱ δύο . Ὀρθῶς ,
καὶ ἐλέφαντος , ἔτι δὲ θύας δεδημιουργημένας . ἡ δὲ κλίνη τοῦ θεοῦ τὸ μὲν μῆκος ὑπάρχει πηχῶν ἕξ ,
4330837 προσεοικως
λοιπὰ ὅσα λεόντων δεῖπνον ἔνδοξον . κυνιδίου δὲ ἀθλίου φύσει προσεοικὼς ἀγαπᾷς παρατραφῆναι ” . καὶ ἡ μὲν ἐπᾴδει τοιαῦτα
ἀρχετύπου . γελοῖον οὖν ἀνδριάντα μέν , ἐὰν μὴ πάνυ προσεοικὼς ᾖ , καταβάλλειν καὶ τὸν πίνακα εὐθὺς ἐξαλείφειν ,
4329850 τυννουτονι
ἀφαίρεσιν τοῦ ν . τυννουτοῒ : γρ . καὶ “ τυννουτονὶ ” , ὥσπερ καὶ “ τοσουτὸν ” καὶ “
. θυμόσοφός ἐστιν φύσει . εὐθύς γε τοι παιδάριον ὂν τυννουτονὶ ἔπλαττεν ἔνδον οἰκίας ναῦς τ ' ἔγλυφεν ἁμαξίδας τε
4324683 ταραττε
οὕτω βάλλε εἰς ὑέλινον ἀγγεῖον καὶ , ὅτε χρήσῃ , τάραττε τὸ ἀγγεῖον καὶ οὕτως ὑπόχριε τῇ μήλῃ καὶ ,
χρῆται ἐπὶ τῆς πολιτείας καὶ τῇ τοῦ ἀλλαντοπώλου τέχνῃ . τάραττε , φησί , καὶ συμφύρα τὰ πράγματα . ΓΘ
4321699 ὁμοτεχνος
βούλεται , Μὴ θαύμαζε , ἔφη : καὶ γὰρ αὐτὸς ὁμότεχνός εἰμί σοι , καὶ εἰ βούλει , ἕπου πρὸς
βούλεται , Μὴ θαύμαζε , ἔφη : καὶ γὰρ αὐτὸς ὁμότεχνός εἰμί σοι , καὶ εἰ βούλει , ἕπου πρὸς
4321697 βααβ
κἀτέρωτα : ὥστ ' εἶναι τὸν κανόνα τοιοῦτον , βαβα βααβ αββα βαββ βααβ αβαβ ἔστι δὲ καὶ παρ '
, κανόνα δὲ τοιόνδε : αβαβ ββαα βααβ ββαβ ββαα βααβ αβαβ αβαα βααβ ββαβ αβαα βααβ Τρίμετρον δὲ ἀκατάληκτον
4319221 συγκλητῳ
. ὁ δὲ ὕπατος καταπλαγεὶς τόν τε φόνον ἐδήλωσε τῇ συγκλήτῳ καὶ τὴν κατ ' αὐτῶν ἐπίθεσιν . Ὅτι μετὰ
ἐμαυτῷ ἐμπόδιος οὐ γίνομαι . ἀπηγγέλη αὐτῷ ὅτι κρίνῃ ἐν συγκλήτῳ . Ἀγαθῇ τύχῃ . ἀλλὰ ἦλθεν ἡ πέμπτη :
4316463 δαμασθῃ
μαλακογνώμων ] ταπεινός . . ῥαισθῇ ] οὕτως ὡς ἔφην δαμασθῇ . . ἀτέραμνον ] σκληρὰν καὶ ἄκαμπτον . στορέσας
πύργος ἐν εὔρει . δέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι μὴ πόλις δαμασθῇ . τέλειαι γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν βαρέαι καταλλαγαί : τὰ
4315718 ὑπομηκης
καὶ Ἀπολλώνιος δέ φησιν ὁ Τύριος ὅτι ἰσχνὸς ἦν , ὑπομήκης , μελάγχρωςὅθεν τις αὐτὸν εἶπεν Αἰγυπτίαν κληματίδα , καθά
παλαιστιαίων δὲ τῶν διαπηγμάτων , ἐγένετο συμπηγία τοῦ τονίου τετράγωνος ὑπομήκης . ἐξέσται δὲ τῷ βουλομένῳ καὶ τὰ πλευρὰ κολοβώτερα
4314270 καταραται
ἐξαπατᾷ , οὗτός ἐστ ' ἔνοχος τῇ ἀρᾷ . διόπερ καταρᾶται καθ ' ἑκάστην ἐκκλησίαν ὁ κῆρυξ , οὐκ εἴ
ἀδελφόν . Ξ οἷα ] μεγάλα . Ξ ἀρᾶται ] καταρᾶται . ἀρᾶται ] καθ ' ἡμῶν . ἀρᾶται ]
4309942 Ἐμπιπτει
κτῆσις τοῦ κοινοῦ δημοσία , ταὐτὸν τρόπον ἡ στέρησις . Ἐμπίπτει κἀν τῇ συγγνώμῃ ὁ ὅρος , ὡς ἐπ '
κακοπαθοῦσιν . Ἀφροσύνῃ : ἀγνωσίᾳ . ἵμερος : ἐπιθυμία . Ἐμπίπτει : ἔγκειται , ἐπέρχεται . λίνου : δικτύου .
4308902 κλινῃ
τὴν οἰκίαν τοῦ Ἀντιφίλου , καὶ τὰ φώρια ἐξέφερον ὑπὸ κλίνῃ τινὶ ἐν σκοτεινῷ κείμενα . ὅ τε οὖν Σύρος
παρὰ τῇ γυναικί , οἱ δ ' ὕστερον ἐν τῇ κλίνῃ γυμνὸν ἑστηκότα . ἐγὼ δ ' , ὦ ἄνδρες
4308598 προσηρτημενα
ὁ δεσμὸς τὸν πόδα καὶ τὰ ὀστέα τὰ τῷ ποδὶ προσηρτημένα ἐπακολουθέειν τῷ ἄλλῳ σώματι . Εἰ δὲ μὴ προσεδέδετο
ὄρεξιν ἥβης πυκαζομένης . Σκέλη δὲ καὶ βραχίονες καὶ τὰ προσηρτημένα τουτέοισιν ἄκρα , διηκονίης πᾶσαν ἀρχὴν συνηθροισμένα ἔχοντα ,
4307132 κατεφθειρε
: ” ἦν δὲ ” φησί „ κατεφθαρμένη , ὅτι κατέφθειρε πᾶσα σὰρξ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς „
κατακαίεσθαι , προσανελάμβανε τοὺς ἀφυστεροῦντας . ἐπειδὴ δὲ τὸ πῦρ κατέφθειρε τὰς πύλας , οὗτος μὲν μετὰ τῶν ἠκολουθηκότων εἰσήλαυνε

Back