τόκου . Τῇσι μὲν οὖν πλείστῃσιν ἐν τοῖσι πυρετοῖσι γυναικεῖα ἐπεφαίνετο , καὶ παρθέ - νοισι πολλῇσι τότε πρῶτον ἐγένετο
θόρυβος ἦν ὡς ἐν ἀγνοίᾳ : ὡς δὲ ὁ Κάτων ἐπεφαίνετο διώκων αὐτοὺς μετὰ πολλῆς βοῆς καὶ ὑπὲρ τὸ στρατόπεδον
6758045 λαυρον
Λεωκύδεος ἐκρίθη ἑβδόμῃ : ἄλλος τετάρτῃ . Μόσχος , ἐνάτῃ λαῦρον ἐξ ἀριστεροῦ , βραχὺ δὲ ἐκ δεξιοῦ μυκτῆρος :
ἵδρυτο : παρέκρουσεν ἐς νύκτα . Ἕκτῃ , διὰ ῥινῶν λαῦρον ἐῤῥύη πουλύ : φρίξασα , ἵδρωσε πολλῷ θερμῷ δι
6514910 τειχομαχιας
οἰμῴζοντας ἀπῆγεν ἄκοντας . Τὸ μὲν δὴ τέλος τῆσδε τῆς τειχομαχίας , ἐκθυμοτάτης γενομένης , ἐς τοῦτο ἐτελεύτα : ὁ
παντελῶς . ⌈ ὁ Στρεψιάδης ἐπὶ ⌈ μόνης . τῆς τειχομαχίας ἐκλαμβάνει τὰς μηχανάς . δαὶ ] δὲ . τειχομαχεῖν
6449433 ἐρεσσομενων
. οὔπω κεῖθεν ἔην δολιχὸς πλόος , οὐδὲ γαλήνης δηρὸν ἐρεσσομένων ἠκούετο δοῦπος ἐρετμῶν , καὶ χθονὸς εὐκόλποισιν ἐπ '
τοῦ πίπτω πίπτυλος καὶ πίτυλος καὶ ἔστιν ὁ ἀπὸ τῶν ἐρεσσομένων κωπίων γενόμενος θόρυβος . πίτυλος ὁ κτύπος ὡς ἀπὸ
6437915 ξυνεχης
πουλλὰ , λεπτά : πυρετὸς φρικώδης , πουλύς : ἱδρὼς ξυνεχὴς δι ' ὅλου : κεφαλῆς καὶ τραχήλου βάρος μετ
πολὺς ἄνω αἰρόμενος ἢ ἥλιος κατὰ προσώπου ἀντιλάμπων ἢ νιφετὸς ξυνεχὴς ἢ ὕδωρ λάβρον ἐξ οὐρανοῦ ἢ τόποι σύνδενδροι ἢ
6393924 ἐῤῥυη
ἔπειτά τι καὶ αἷμα ἐκ τοῦ κατ ' ἴξιν σμικρὸν ἐῤῥύη . Τῇ οἰκέτιδι , ἣν νεώνητον ἐοῦσαν κατεῖδον ,
, δύσπνοός τε ἦν . Ὀγδόῃ , ἀγκῶνα ἔταμον : ἐῤῥύη πολλὸν , οἷον ἔδει : ξυνέδωκαν μὲν οἱ πόνοι
6320103 ἐξεμανη
ἐκτρώσασαν ἀποθανεῖν . Ταῦτα μὲν ἐς τοὺς οἰκηιοτάτους ὁ Καμβύσης ἐξεμάνη , εἴτε δὴ διὰ τὸν Ἆπιν εἴτε καὶ ἄλλως
παρέλεγεν : οὐδὲν ἐκοιμήθη . Περὶ δὲ ἑνδεκάτην ἐοῦσα , ἐξεμάνη , καὶ πάλιν κατενόει : οὖρα μέλανα , λεπτὰ
6282983 καρτερου
τῆς ἐκείνων στρατοπεδείας παρὰ τὸν Ἀνίητα ποταμὸν ἐπὶ λόφου τινὸς καρτεροῦ . ἁπάσῃ δὲ προθυμίᾳ πρὸς τὸν πόλεμον ὡρμημένων ἀμφοτέρων
βούλεται . Ὁ δὲ Τάτιος καὶ οἱ Σαβῖνοι φρουρίου γενόμενοι καρτεροῦ κύριοι καὶ τὰ πλεῖστα τῆς Ῥω - μαίων ἀποσκευῆς
6259662 ῥιγεος
τοῦ ἀντιστηρίζοντος οὐδενὸς , ἀλλὰ κοιλίης , αἰσθάνεται μάλιστα τοῦ ῥίγεος : καὶ ὁκόταν ῥιγώσῃ τε καὶ ψυχθῇ , ξυνέλκεταί
τοῦ ὠτὸς τέλος , οὐκ οἶδ ' ὅπως : ἄνευ ῥίγεος ἡ κρίσις , ἵδρωσε κεφαλὴν κάρτα . Καὶ ὠτὸς
6255515 κοιτος
δὲ τοῦ ἐπίπλου “ κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν . ” κοῖτος ὁ ὕπνος ὁ ἐν τῇ κοίτῃ : “ κοίτου
: κοικύλλει παρατρέπει : κοισοιροῦται κοσμεῖται : κοιλοριζὼν πάναξ : κοῖτος ὕπνος : διὰ τῆς οι διφθόγγου . Ἡ οι
6247814 κοπρανα
ἐπώδυνα εἶχεν : ἀπὸ δὲ κοιλίης βάλανον προσθεμένῳ , μέλανα κόπρανα διῆλθεν . Ἑκκαιδεκάτῃ , οὖρα λεπτὰ , εἶχεν ἐναιώρημα
παρέμενεν , οὐκ ἀφίστατο : ἀπὸ δὲ κοιλίης ἐρεθισμῷ σμικρῷ κόπρανα λεπτὰ , οἷα ἄπεπτα , πολλὰ διῄει μετὰ πόνου
6243418 ἐκαρτερει
κάλλει διαφέρουσαν . ταύτης εἰς ἔρωτα ἐλθὼν χρόνον μέν τινα ἐκαρτέρει καὶ περιῆν τοῦ παθήματος , ὡς δὲ πολὺ μᾶλλον
τοῦ θρηνεῖσθαι διὰ τὸ μονογενὴς εἶναι , ἀλλ ' ὅμως ἐκαρτέρει : παντελῶς ὢν ἄτεκνος : ἅλις ἄτεκνος ὤν :
6229183 Ὁκοσοισιν
χολὴ μέλαινα ἢ ἄνω ἢ κάτω ὑπέλθῃ , θανάσιμον . Ὁκόσοισιν ἐκ νουσημάτων ὀξέων ἢ πολυχρονίων , ἢ ἐκ τρωμάτων
κακόν : ἦρά γε καὶ φρενιτικοὶ οἱ τοιοῦτοι παροξυσμοί ; Ὁκόσοισιν ἐκλείπουσιν οἱ πυρετοὶ μὴ κατὰ κρισίμους , ὑποτροπικόν .
6221022 φανερης
οὐ πεπαίνονται . Οἱ ἐκλυόμενοι πολλάκις καὶ ἰσχυρῶς , ἄνευ φανερῆς προφάσιος , ἐξαπίνης τελευτῶσιν . Λύειν ἀποπληξίην ἰσχυρὴν μὲν
μετρίως τὸ σῶμα ἔχουσαι ἐκτιτρώσκουσι δίμηνα καὶ τρίμηνα ἄτερ προφάσιος φανερῆς , ταύτῃσιν αἱ κοτυληδόνες μύξης μεσταί εἰσι , καὶ
6206891 ἐσωζετο
ποιεῖ μετάστασιν : οὕτω γὰρ σαφὴς ἦν ἡ διαφορὰ καὶ ἐσώζετο τὸ ἴδιον τῆς στάσεως : ἡ γὰρ μετάστασις γίνεται
ὑπὸ τῆς παρασιτικῆς , εἴπερ ἦν ἀτεχνία , οὐκ ἂν ἐσώζετο ; Ναί . Οὐκοῦν τέχνῃ σώζεται , ἀτεχνίᾳ δὲ
6177419 ὠθισμος
περί τε τὰς πύλας καὶ τὴν πάροδον , καὶ γίνεται ὠθισμὸς ἐνταῦθα πολὺς καὶ κραυγὴ παρ ' ἀμφοτέρων καὶ φόνος
ἀπέδου χώρου . Ἐνθαῦτα ἐν τῇ διατάξι ἐγένετο λόγων πολλὸς ὠθισμὸς Τεγεητέων τε καὶ Ἀθηναίων : ἐδικαίουν γὰρ αὐτοὶ ἑκάτεροι
6174458 Καννας
τοὺς τόπους τῆς πορείας ταύτης ἀπετράπετο . Ὅτι Ἀννίβας περὶ Κάννας διάγων τῶν πεδίων ὑφάμμων ὄντων κατὰ νώτου τὸν ἄνεμον
τε τὸ φρόνημα καὶ οὐ Διομήδους ἄξιος , Ῥωμαίων περὶ Κάννας τὴν μεγάλην ἧτταν ἡττημένων , ἀπέστησε τὴν πατρίδα πρὸς
6145711 οὐδεμιης
ὑπάρχοντος νεηνίεω , ὑπὸ λήματός τε καὶ ἀνδρηίης ἐστρατεύετο , οὐδεμιῆς οἱ ἐούσης ἀναγκαίης . Οὔνομα μὲν δὴ ἦν αὐτῇ
τῆς ἀκρωμίης ὀστέον ὑπερέχειν καὶ ἐποχέεσθαι ἐπὶ τοῦ ἑτέρου , οὐδεμιῆς μεγάλης ἰητρείης ταῦτά γ ' ἂν δέοιτο : αὐτὸς
6127449 πεμπταιῳ
ὄπισθεν ἐπλήγη τῆς κεφαλῆς , φλασθέντος τοῦ ὀστέου καὶ μελανθέντος πεμπταίῳ , περιεγένετο , ὀστέον δὲ οὐκ ἀπέστη . Τῷ
ἐν τῷ Πλινθίῳ : τουτέῳ ᾑμοῤῥάγησεν ἐξ ἀριστεροῦ καὶ ἐλύθη πεμπταίῳ . Ἐν τούτῳ τῷ τμήματι ὁ Ἱπποκράτης λόγους ἐξέθετο
6116844 Πολυγνωτε
παρῇ ἀπολαύειν Ἀθηνῶν . καὶ ὑπὸ τούτου μᾶλλον , ὦ Πολύγνωτε , ἐπιδιδόασιν αἱ φροντίδες , εἰ πολλοῖς μὲν ἄλλοις
, εἴ σοι ἄρα τούτων καὶ τὰς ἀμοιβάς , ὦ Πολύγνωτε , ἀποτίσομεν . Οὐ τὸ παθεῖν Ἀθήνησιν ἀδίκως καὶ
6105456 αἰρεται
τρίμετροι ἀκατάληκτοι . ἐπὶ τῷ τέλει κορωνίς . 〛 πόλεμος αἴρεται : Διὰ τὴν ὑπερβολὴν ἀντὶ τοῦ ἐγείρεται καὶ μετεωρίζεται
. . ὥστε ἐλπίζειν τὴν ἅλωσιν . . 〚 πόλεμος αἴρεται : Εἴσθεσις χοροῦ ἐπῳδικὴ κώλων τροχαϊκῶν ἐπιμεμιγμένων χορείοις ἤτοι
6103917 κατακορης
ὡσαύτως σφοδροτέρας ; ἢ πάμπαν ἀπολείπει ταῦτα αὐτόν , ἂν κατακορής τις τῇ μέθῃ γίγνηται ; Ναί , πάμπαν ἀπολείπει
ἔχουσα μὲν ἐκ καταῤῥόου καὶ πρότερον , τότε δὲ ἦν κατακορής : καὶ ἄγρυπνος , καὶ δυσφόρως φέρων τὸν πυρετὸν
6096643 ἀπλετος
ὠκὺν ὀϊστόν : ἔξοχα γὰρ τόδε φῦλον , ὅς ' ἄπλετος ἔτραφεν αἶα , πουλυγόνον τελέθει : τὸ μὲν ἄρ
ψυχοῦσα τὰ πάντα . Νώτοις δ ' ἀμφὶ θεᾶς φύσις ἄπλετος ᾐώρηται . Χαῖται μὲν γὰρ ἐς ὀξὺ πεφρικότι φωτὶ
6095565 ταραχωδης
καρδίᾳ αὑτοῦ ὀργὴν ἀμείλιχον καὶ ἰταμωτάτην , τουτέστιν ἐάν τις ταραχώδης καὶ ὑβριστής ἐστιν , ὑπαντιάξασα αὐτῷ σύ , ὦ
: διψώδης , ἀσώδης τὸ πουλύ : κοιλίη πεπλανημένως , ταραχώδης , καὶ πάλιν ξυνισταμένη . Ἕκτῃ , ἐς νύκτα
6089435 σπασμωδης
: τὰς δὲ ἐπὶ τελευτῆς ὡς ἓξ ἡμέρας ἄφωνος καὶ σπασμώδης ἐγένετο . Καὶ ὁ τοῦ Τιμοχάριος θεράπων , ἐκ
, ἐσχάτην ἀρρωστίαν τοῦ ζωτικοῦ τόνου σημαίνων . ὁ δὲ σπασμώδης οὕτω καλούμενος σφυγμός , ταῖς ἐντεταμέναις καὶ ὑποκινουμέναις χορδαῖς
6089334 ἀκρατεες
ἄφωνον καθιστᾶσι καὶ ἄφρονα τὸν ἄνθρωπον . Αἱ δὲ χεῖρες ἀκρατέες γίνονται καὶ σπῶνται , τοῦ αἵματος ἀτρεμίσαντος καὶ μὴ
ἄνω μέρεϊ μᾶλλον τὸ λόρδωμα γένηται , παντὸς τοῦ σώματος ἀκρατέες καὶ κατανεναρκωμένοι γίνονται . Μηχανὴν δὲ οὐκ ἔχω οὐδεμίην
6079000 διῃει
ἐποιεῖτο , ἐν ἴσῳ ἂν χρόνῳ πάντα τὰ μέρη αὐτοῦ διῄει : νῦν δὲ ὑπόκειται ὁ ἡλιακὸς κύκλος τῷ μέσῳ
διῆλθε ξὺν περιῤῥόῳ πολλῷ , καὶ τὰς ἑπομένας ὑδατόχλοα πολλὰ διῄει : οὖρα λεπτὰ , ὀλίγα , ἄχροα : πνεῦμα
6066322 Λωρυμα
δὲ τὰς ναῦς [ τὰς παρὰ βασιλέως ] [ περὶ Λώρυμα ] [ ] [ τῆς ] Χερρονήσου [ ]
παραλήγει . ἣν καὶ Λωρεντόν φασι μετὰ τοῦ ρ . Λώρυμα , πόλις Καρίας . Ἑκαταῖος Ἀσίᾳ . ἔστι καὶ
6059809 ἐπεπεσε
ῥᾳδίως αἱ ἐπαγωγαὶ τοῖς νεωτερίζειν τι βουλομένοις ἐπορίζοντο . καὶ ἐπέπεσε πολλὰ καὶ χαλεπὰ κατὰ στάσιν ταῖς πόλεσι , γιγνόμενα
Καὶ αὐτῷ πλησίον φερομένῳ τῆς Αἰγύπτου , ἐπεὶ χειμὼν αἰφνίδιον ἐπέπεσε καὶ συνιδεῖν οὐκ ἦν ὅπου γῆς ἦσαν , κατέφυγον
6053992 φρικωδης
ἱερὰν φύσιν οὕτως ἐδημιούργησεν . Ἀνίσταται δ ' εὐθὺς ὁ φρικώδης καὶ χαλεπὸς ἐφ ' Ὁμήρῳ τῶν συκοφαντούντων φθόνος ὑπὲρ
καὶ ὀφθαλμῶν , στομάχου δῆξις , περίψυξις , λειποθυμία , φρικώδης πυρετός , ἐνίαις δὲ καὶ σπασμοὶ ἐπιγίνονται ὀπισθοτονικοὶ ἢ
6053516 τεναγη
θάτερον θατέρῳ . ἐγὼ μὲν οὖν δέχομαι τὸ συνεγγίζειν τὰ τενάγη τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάττῃ , ἕως ἀκμὴν ἐκέκλειστο τὰ κατὰ
τὸν πόρον , ὥστε καὶ τὰς ἐπικειμένας νησῖδας ἐξηπειροῦσθαι καὶ τενάγη ποιεῖν ἀνώμαλα καὶ δυσφύλακτα : τὴν δ ' ἀνωμαλίαν
6050795 ἐτηκετο
ταὐτὸ τοῦτο ἔπασχεν . Καὶ ἔφθινε τὸ σῶμα , καὶ ἐτήκετο , καὶ τροφὴ οὐκ ἐγένετό οἱ ἀπὸ τῶν σιτίων
Δάφνιν ἐπ ' ἄθρουν καὶ ἐνέπιπτε τὸ κάλλος , καὶ ἐτήκετο μηδὲν αὐτοῦ μέρος μέμψασθαι δυναμένη : ὁ δὲ ἰδὼν
6050778 ἀποσταδον
ἐκ τοῦ ἵστημι , τὸ παθητικὸν ἵσταμαι , σταδόν καὶ ἀποσταδόν τὸ ἐπίρρημα , . . . . ἀποθύμια :
. ὀρειαύλοισι : ἐν ταῖς ὀρειναῖς κοίταις , ὄρεσιν . ἀποσταδόν : μακρόθεν , διακεχωρισμένως . Ἀθλέων : πειρῶν ἑαυτόν
6050447 χολωδεσιν
Περὶ δὲ πρώτην καὶ τριακοστὴν , πῦρ ἐλάβετο : κοιλίη χολώδεσιν ὑπεταράχθη : ἤμεσε τῇ τεσσαρακοστῇ ὀλίγα χολώδεα . Ἐκρίθη
διαπράξασθαί τι σύμφορον . χρὴ οὖν πρῶτον διδόναι τοῖσι μὲν χολώδεσιν ὅ τι χολὴν καθαίρει , τοῖσι δὲ φλεγματώδεσιν ὅ
6047999 κεφαλαλγιης
ῥίγεα ἐν ὀξέσι , πονηρόν . Αἱ ἐκ ῥίγεος μετὰ κεφαλαλγίης ἐκλύσιες , ὀλέθριον : τὰ αἱματώδεα οὖρα ἐν τουτέοισι
μετὰ πτυελισμοῦ ὄντα τὰ παρ ' οὖς λαπάσσει . Ἐκ κεφαλαλγίης κῶμα καὶ κώφωσις παρ ' οὖς τι ἐξερεύγεται .
6047597 εὐσταθως
ἀποβλέπουσιν ἡ ἡμέρα προύκοπτε . καὶ τὸ μὲν Ἰταλικὸν ἅπαν εὐσταθῶς ἐφ ' ἡσυχίας ἀκριβοῦς ἀνέμενε : τὸ δὲ συμμαχικὸν
οὔπω τὸν κύκλον τοῖς πολεμίοις ἐξελίξασιν οὐδ ' εἰς μέτωπον εὐσταθῶς διατεταγμένοις ἐνέβαλε καὶ θορυβήσας ἔκοψέ τε καὶ εἰς φυγὴν
6043228 προσεβαλε
τὴν δίοδον κατασκευάσας ἐφ ' ὅσον ἦν ἐνδεχόμενον ἐκ διαδοχῆς προσέβαλε τοῖς ἐπὶ τῶν παρόδων ἐφεστηκόσιν . ἐνεργῶς δὲ τοῦ
τὸν τόπον γενόμενος ἔνθα τὸ τῶν ἐναντίων στράτευμα ἦν , προσέβαλε τούτῳ καὶ μάχης ἰσχυρᾶς γενομένης κατὰ κράτος ἐνίκησε .
6033307 καυσωδης
[ φησὶ ] ἐν Σημειωτικῷ παραδίδωσιν , οὐδὲν ἄλλο πλὴν καυσώδης ἐστὶν πυρετός , ὡς δὲ ἔνιοί φασι , φλεγμονὴ
καὶ τοῦτο ἄτοπον . ἐπὶ σπληνὶ τεταρταῖος μόνον , ἢ καυσώδης . εἰ δὲ καὶ ὑπερσαπὴς ὁ μελαγχολικὸς , ὡς
6031929 ἐθανεν
ἐξῄει κατὰ μικρὸν συριγγώδεα , καὶ διάῤῥοια ἐπεγένετο , καὶ ἔθανεν . Γυνὴ ὑγιαίνουσα , παχεῖα , κυήσιος ἕνεκεν ἀπὸ
, καὶ τὰ λοιπὰ αὐτίκα ἐκακοῦτο , καὶ δευτέρῃ ἡμέρῃ ἔθανεν . Νεηνίσκος ὁδὸν τρηχείην τροχάσας ἤλγεε τὴν πτέρνην ,
6031672 καρτερας
, ἡνίκα ὤφθησαν ἐν συνόψει στρατοπεδεύσαντες . γενομένης δὲ μάχης καρτερᾶς πολλὰ μὲν δράσαντες γενναῖα , πλείω δὲ τὰ δεινὰ
τῶν ζῴων , αἴρει μὲν αὐτὴν πλησίον Ἀντιοχείας , οὐ καρτερᾶς δεηθεὶς μάχης , ἀπήγαγε δὲ εἰς τὴν Ῥώμην αὑτήν
6029122 καθειστηκει
πάλιν ὡς εἰ ἀνέστραπτο ἡ σύνθεσις , ἄκλιτον τὸ μόριον καθειστήκει , καθὸ πάλιν οὔτε τὰ ἡνωμένα κινεῖται οὔτε ἡ
ἐπὶ τῶν ὀνομάτων . τούτῳ δὲ τῷ λόγῳ κἀκεῖνο ἀσύστατον καθειστήκει : αἰρομένων γὰρ τῶν ἀντωνυμιῶν διαστολῆς εἶχε χρείαν ἡ
6026764 ᾐρετο
τοὔδαφος ἐκάλυπτεν , ἔπειτα οὐκ ἐπιπολῆς ἀλλ ' εἰς ὕψος ᾔρετο τῆς νιφάδος χύμα πάμπολυ , ὡς ἀγαπητὸν εἶναι τὸ
δόμους , εὐθὺς ἀνεκλίνετο : παρῆν στέφανος ἐν τάχει , ᾔρετο τράπεζα , παρέκειθ ' ἅμα τετριμμένη μᾶζα χαριτοβλέφαρος .
6024122 ὑδροποσιη
καὶ πρὸς καρδίην ὀδύνη , ἣν φλεβοτομίη ἔλυσεν : ταύτῃ ὑδροποσίη ἢ μελίκρητον ξυνήνεγκεν . Ἐλλέβορον ἔπιε μέλανα , οὐδὲ
καὶ βάρος ἐς βραχίονα , νάρκη , ἔμετοι συχνοὶ , ὑδροποσίη . Τῷ Εὐφράνορος παιδὶ , τὰ ἐξανθήματα οἷα τὰ
6018704 Λουκουλλου
. ἐκτάσσων δὲ συνεχῶς , οὐ κατιόντος ἐς μάχην τοῦ Λουκούλλου , περιιὼν ἀνάβασιν ἐπ ' αὐτὸν ἐζήτει . καί
τῷ Ἀττιδίῳ συνεγνώκεσαν , ἀπαθεῖς ἀφῆκεν ὡς δεσπότῃ διακονησαμένους . Λουκούλλου δ ' ἤδη τῷ Μιθριδάτῃ παραστρατοπεδεύοντος ὁ τῆς Ἀσίας
6013931 πλημμυριδος
πολὺ ἀθρόως λαλοῦντος φαίνοιτο ὥσπερ καὶ παλιρ - ροίας καὶ πλημμυρίδος , λύπῃ τινὶ συνέχεται . εἰ δὲ κεφαλὴν ἐπικινῶν
ἔχει λόγον : οὔτε γὰρ ποταμίῳ ῥεύματι ἔοικεν ἡ τῆς πλημμυρίδος ἐπίβασις , πολὺ δὲ μᾶλλον ἡ ἀναχώρησις οὐ τοιαύτη
6000586 ταλαιπωριης
παῦροι ταύτην διαφυγγάνουσι . Φθίσις δευτέρα : γίνεται μὲν ἀπὸ ταλαιπωρίης : τὰ αὐτὰ δὲ πάσχει ὡς ἐπιτοπλεῖστον , ἃ
καὶ ὑπὸ καύματος , καὶ ὑπὸ πυρετῶν , καὶ ὑπὸ ταλαιπωρίης καὶ ἀκρασίης : καὶ ὁκόταν ὑπερξηρανθῇ , ἕλκει τὸ
5995337 ναυτικος
τρυφῆς καὶ ἁβρότητος διαῤῥεόντων . Ἀπόγλουτος ὑπάρχεις : ἀντὶ τοῦ ναυτικός . Ἀπόγλουτοι δὲ κυρίως ἐκαλοῦντο οἱ Ἀθηναῖοι ἕνεκα τῆς
πλησίον καρποῦ ἀνισότονος περιτιθέσθω βρόχος ὡς ἐρτὸς ἢ χιεστὸς ἢ ναυτικός , οὗ αἱ ἀρχαὶ ἀναγέσθωσαν καὶ τῇ καταλλήλῳ φλιᾷ
5982906 ποσιες
ὁ ἄνεμος , ἡ ἀναπνοή μόλις ] μόγις , βραδέως πόσιες ] αἱ πόσεις λύματα δὲ ἀκαθαρσίας : ἀντὶ τοῦ
καὶ περιπλευμονίη γίνονται ὧδε : ἡ μὲν πλευρῖτις , ὁκόταν πόσιες ἁλέες τε καὶ ἰσχυραὶ κάρτα λάβωσι : διαθερμαίνεται γὰρ
5981268 ὑφηκε
καὶ μὴ πρὸς κίνδυνον φέρον ἀνέπνευσέ τε καὶ τῆς λύπης ὑφῆκε : καὶ πλεῖστα τούτῳ δωρησάμενος ἐκέλευσεν ἐπιμελεῖσθαι πάσῃ σπουδῇ
δωδεκάκρουνον ἐκεῖνο στόμα τοῦ σοφοῦ ; ἐταμιεύσατο νὴ Δία καὶ ὑφῆκε τῆς κατασκευῆς ἑκών , ἴσως τις ἐρεῖ . καὶ
5980326 ἱδρωσεν
, ὑπόσυχνα . Ἑπτακαιδεκάτῃ , ἐπεῤῥίγωσεν : πυρετὸς ὀξύς : ἵδρωσεν : ἄπυρος : ἐκρίθη : οὖρα μετὰ ὑποστροφὴν καὶ
οὐ λίην . Ἐνάτῃ , ἐπεῤῥίγωσεν : πυρετὸς ὀξύς : ἵδρωσεν : ψύξις : παρέκρουσε , δεξιῷ ἴλλαινεν : γλῶσσα
5975099 ἐπεταραχθη
παρελήρει πάντα : νύκτα δυσφόρως : οὐκ ἐκοιμήθη : κοιλίη ἐπεταράχθη , χολώδεσιν , ἀκρήτοισιν , ὀλίγοισιν . Τετάρτῃ γλῶσσα
καίτοι τουτέῳ καὶ ἐκ ῥινῶν ᾑμοῤῥάγησε , καὶ ἡ κοιλίη ἐπεταράχθη , καὶ τὰ κατὰ κύστιν ἐκαθήρατο , ἐκρίθη εἰκοσταῖος
5971780 ὑποχωρησις
ὑποχωρήματα καὶ μηδεμίαν ἔχοντα ἐπιμιξίαν χολώδους ὕλης . ἡ τοιαύτη ὑποχώρησις καὶ ὠμὴν ἐνδείκνυται τὴν ὕλην καὶ παχεῖαν , ἥτις
, πυρετὸς καῦσος , ἔμετος χολῆς πουλὺς , καὶ κάτω ὑποχώρησις : ἄγρυπνος : καὶ κατὰ σπλῆνα ἔπαρμα στρογγύλον .
5967368 κατειχετο
δὴ πολεμίων παρόντων , καὶ τὰ κλεῖθρα ὑπὸ τῶν φυλάκων κατείχετο , ἡ δὲ αὐτοῖς μοχλοῖς τε καὶ βαλανάγραις ἐκτιναχθεῖσα
. λέγεται δὲ Ἀλέξανδρον διαλῦσαι , ἐξελόντα τὸν ἔμβολον ᾧ κατείχετο ὁ ῥυμὸς , ἢ τῷ ἐγχειριδίῳ ἀποτεμόντα , μετὰ
5963039 ἀναρχιας
οὐδ ' εἰπεῖν δηλομένοις εὐμαρές ἐστι . πᾶς γὰρ ἄνθρωπος ἀναρχίας πλαρωθεὶς καὶ τὸν ὕποπτον ἀπωσάμενος φόβον σκιρτᾷ τε καὶ
μηδεὶς ἀπαγγείλῃ τὴν περὶ αὐτοὺς ἀπόνοιάν τε καὶ παρανομίαν . ἀναρχίας δ ' οὔσης διὰ τὸ μηδεμίαν Ῥωμαϊκὴν ἀρχὴν δικαιοδοτεῖν
5960114 εἰρεσιας
κατορθοῖ . ῥόθιον δέ ἐστιν ὁ ἦχος ὁ ἀπὸ τῆς εἰρεσίας ὅτι , εἴ τις ὑπομένοι . . . :
τοι κρᾶτα καλύμμασι κρυψάμενον ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι , ἢ θοὸν εἰρεσίας ζυγὸν ἑζόμενον ποντοπόρῳ ναῒ μεθεῖναι : τοίας ἐρέσσουσιν ἀπειλὰς
5956234 οὐροισιν
πελιδνὴ διαχωρήμασιν : ὑπεκαροῦτο : ἐδυσφόρει περὶ τὰς ἀναστάσιας : οὔροισιν ὑπόστασις , πελιδνὴ , ὑπόγλισχρος . Τετάρτῃ , ἤμεσε
ὁτὲ μὲν ὑπόστασιν εἶχεν , ὁτὲ δὲ οὔ . Ἑξηκοστῇ οὔροισιν ὑπόστασις πολλὴ , καὶ λευκὴ , καὶ λείη :
5952548 τρηχειη
βληχρὸς , ἔσωθεν δὲ καίεται , καὶ ἡ γλῶσσα αὐτοῦ τρηχείη , καὶ πνεῖ διὰ τῶν ῥινῶν καὶ τοῦ στόματος
μέλανος μόριόν τι , εἰ πουλὺν χρόνον παραμένοι , καὶ τρηχείη τε καὶ παχείη εἴη , οἵη τε καὶ μνημόσυνον
5945130 ἀποχρεμψις
ἐμούμενον ἢ ἀποπτυόμενον ἐκ τοῦ στομάχου καὶ τῆς γαστρός : ἀπόχρεμψις δὲ ἐπὶ τῇ καθάρσει τοῦ λάρυγγος καὶ τῆς τραχείας
γυναικεῖα ἦλθε πουλλά : ἔληξεν ἥ τε βὴξ καὶ ἡ ἀπόχρεμψις καὶ ἡ ὀδύνη , ἡ δὲ θέρμη λεπτή .
5941327 ἑνδεκατης
τετάρτη ἡμέρα ἐπίδηλός ἐστιν τῆς ἑβδόμης καὶ ἡ ζʹ τῆς ἑνδεκάτης καὶ ἐφεξῆς ὡσαύτως . ἐπὶ δὲ τῶν περιοδικῶν νοσημάτων
ἀλεί - φειν τοὺς ? [ νέους ] ἕως ὥρας ἑνδεκάτης [ , ὧν καὶ ὁ υἱός ] μου Θέων
5941089 ἐῤῥιγωσεν
διῆλθε μετὰ ἑλμίνθων : νύκτα ὁμοίως ἐπιπόνως . Πρωῒ δὲ ἐῤῥίγωσεν : πυρετὸς ὀξύς : ἵδρωσε θερμῷ : ἄπυρος ἔδοξε
ἐξ οὐδεμιῆς προφάσιος : ὀλίγον δ ' ὕστερον τῆς ἡμέρης ἐῤῥίγωσεν : οὐκ ἀναθερμανθείσης , σπασμὸς ἐγένετο ἐν τοῖσι δακτύλοισι
5938879 Ὀμιλῳ
, καὶ διάῤῥοια , καὶ ἔθανεν . Ἑκάσων , ἐν Ὀμίλῳ , ὥσπερ χἄτερος , ὕστερον ἐκαύθη : ὅμως δὲ
, καὶ διαῤῥοίη , καὶ ἔθανεν . Ἑκάσων , ἐν Ὀμίλῳ , ἀπὸ ἀκαθαρσίης καὶ πονηρῆς καθάρσιος ἐς τὸ ἰσχίον
5927099 Τριταιος
κατὰ τὸ πλεῖστον τῆς αὐτῆς ὥρας ἐπισημαίνων . σαʹ . Τριταῖός ἐστιν ὁ μίαν εἴτε ἡμέραν εἴτε νύκτα ἐπισημαίνων ,
ἀγγείων τῆς ὕλης σηπομένης καὶ πολλὰς ἔχουσι τὰς διαφοράς . Τριταῖός ἐστι διαλείπων πυρετὸς καὶ διὰ μιᾶς ἡμέρας εἰσβάλλων ,
5926266 Λαρισσῃ
κατὰ τοῦ φαρμάκου τὴν ἰσχύν . Ἱπποκόμος Παλαμήδεος , ἐν Λαρίσσῃ , ἑνδεκαετὴς , ἐπλήγη κατὰ τοῦ μετώπου ὑπὲρ τὸν
ὅτε δὴ ἔμελλον ἰέναι , συντυγχάνει ἀγῶνι νέων ἐν τῇ Λαρίσσῃ . Καὶ ὁ Περσεὺς ἀποδύεται εἰς τὸν ἀγῶνα ,
5920811 συναχθεισα
ἐναντίον , ἀπὸ τοῦ διελκύσαι ἕλκος . οὐλὴ οὖν ἡ συναχθεῖσα σὰρξ , ἀπὸ τοῦ ἑλῶ , ὀλὴ καὶ οὐλή
μὴν ἐχώρησέ γε αὐτοῖς κατ ' ἐλπίδα τὸ ἔργον . συναχθεῖσα γὰρ κατ ' αὐτῶν ἡ βουλὴ κατεστρατοπεδευκότων ἔξω τῆς
5920659 οἰμωζει
εὐλογοῦντα . ὅτε μέντοι στρεβλοῦται , ἔνθα καὶ μύζει καὶ οἰμώζει . γυναικί τ ' οὐ μιγήσεσθαι τὸν σοφὸν ᾗ
κἤν τις αὐτὸν ἀνιστῇ ἢ μετακινέῃ , ὑπὸ τῆς ἀλγηδόνος οἰμώζει ὁκόσον ἂν μέγιστον δύνηται : ἐνίοτε δὲ καὶ σπασμὸς
5920626 ἀγρυπνος
οἱ μὲν ἐπιβάται μεθύοντες εἰ τύχοι ἐγκαθεύδουσιν , ἐγὼ δὲ ἄγρυπνος καὶ ἄσιτος ὑπὲρ ἁπάντων ” μερμηρίζω κατὰ φρένα καὶ
καταῤῥόου καὶ πρότερον , τότε δὲ ἦν κατακορής : καὶ ἄγρυπνος , καὶ δυσφόρως φέρων τὸν πυρετὸν εὐθὺς ἀπ '
5914641 Ἀσρουβας
καὶ Σύφαξ οὐ μακρὰν ἀπ ' ἀλλήλων . καὶ τούτοιν Ἀσρούβας μέν ἐστι τὸ τοῦ πολέμου κεφάλαιον , Σύφαξ δὲ
φίλοις ἐπολέμησεν . ὃ δὲ ὑπὸ λύπης νοσῶν ἀπέθανεν . Ἀσρούβας δὲ ἐπειδὴ καλῶς τοὺς συνόντας ἐγύμνασεν , ἔπεμπέ τινα
5913733 κεκομμενος
. Ὃ δὲ παρά τινων ζητεῖται διὰ τί ποτε ὁ κεκομμένος σῖτος καὶ παλαιὸς ὕδατος μὲν ἐπιχεομένου θερμοῦ διαβλαστάνει ,
κόπις δὲ ὁ ῥήτωρ καὶ ἔμπειρος ὁ ὑπὸ πολλῶν πραγμάτων κεκομμένος . ἐκ τοῦ κόπτω γίνεται κόπις . μυθοπλάστην ὡς
5910299 ἠγειρετο
τῆς ἄγαν πιμελῆς ἀλλότριον , τηνικαῦτα καὶ ἐκεῖνος ᾐσθάνετο καὶ ἠγείρετο ἐκ τοῦ ὕπνου . Τοὺς δὲ χρηματισμοὺς ἐποιεῖτο τοῖς
ἐν ἠπείρῳ μέσῃ τοὺς ἐχθροὺς κατείληφε ναυαγία : κῦμα δεδιδαγμένον ἠγείρετο καὶ ῥοῦς κεκελευσμένος ἐγίνετο καὶ ποταμὸς ἀπὸ συνθήματος ῥεῖν
5908949 κροτος
ἐν τοῖς δεινοῖς ἐπιδεικνυμένων . . θειασμός : Ἀρριανός : κρότος τε ἀθρόος καὶ ἐπιθειασμοὶ ὡρμήθησαν ὑπέρ τε αὐτοῦ τοῦ
ὑπὸ γλωσσῶν κροτεῖσθαι : αἱ γὰρ παρὰ τῶν πολλῶν εὐφημίαι κρότος γλωσσῶν . ἀφῆκας οὖν καὶ τὸ δοξάριον : τί
5907115 πελασαντα
δίψους ἀκμὴ ἐκ τοῦ καύματος μάλιστα λαμβάνουσα τὴν ἐπίτασιν : πελάσαντα γοῦν τῷ τόπῳ καὶ πλησθέντα τοῦ κράματος σκιρτῶσι πρῶτον
οἵ οἱ ἔασι δυσμενέες : τῶν ἤν τιν ' ἐσαθρήσῃ πελάσαντα , πάλλεται ὀρχηστῆρι πανείκελος , ὄφρα ἑ πόντου προπροκυλινδόμενον
5902007 κομιζομενοις
ἐπὶ Ἰταλιωτῶν καὶ Ἰταλῶν ὁμολογίαν : τὴν κοινὴν δηλονότι . κομιζομένοις : ἀποδεχομένοις αὐτὸν τὸν Φαίακα . ἠδίκησεν : βλάβην
ἀνάθημα ἐκφυγόντος τὸν χειμῶνα ὃς τοῖς Ἕλλησιν ἐπεγένετο ἀπὸ Ἰλίου κομιζομένοις : καὶ τὸν ἀγῶνα τῶν Πυθίων Διομήδην πρῶτον θεῖναί
5899690 ἰκτερωδης
ἰξύας , ἀδυναμίη ψυχρὴ , καὶ ἡ χροιὴ τρέπεται ὡς ἰκτερώδης . Ἢν δὲ ὁ χρόνος μηκύνῃ καὶ ἡ νοῦσος
ἀθεώρητος ᾖ : τοῖς δὲ πίνουσιν ἀκολουθεῖ σκότωσις χολώδης , ἰκτερώδης . τοῦτο γάρ φησι ἀγρώστορος ] τοῦ ἀγρώστου ,
5895050 κατεκλιθη
μαρτυροῦσι καὶ αὐτὴ ἡ ☾ ἐπὶ τὰ ἥσσονα ἐτρόχαζεν ὅτε κατεκλίθη , μέχρι τῆς ☍ . κινδυνεύσας σωθήσεται . ἐὰν
χρόνον πουλύν : μετὰ δὲ προφάσιος , πῦρ ἔλαβεν : κατεκλίθη . Δευτέρῃ ἐξ ἀριστεροῦ ὀλίγον ἄκρητον ἐῤῥύη αἷμα :
5890971 ῥοθιῳ
ὑπεχώρουν , τοὺς κάλους ἐπισπώμεναι κατὰ πρύμναν , αὖθίς τε ῥοθίῳ καταπλέουσαι πάλιν ἀνήγοντο κατὰ πρύμναν . τότε γὰρ ὁ
τοῖς κέρασι πτύξαντες ὥσπερ οὖν νεὼς ἔμβολον σὺν πολλῷ τῷ ῥοθίῳ φερομένης ἐμπεσόντες τε ῥύμῃ σφοδροτάτῃ πολλοὺς ἀνατρέπουσι βοῶντες διάτορόν
5890311 ἀνηγε
δὲ αὐτομάτου προσερχομένου πόρρωθεν ἐκτρέχουσα ὑπέκυπτε καὶ ἀπήντα καὶ λιπαροῦσα ἀνῆγε . παρῆν δὲ αὐτῇ καὶ γυναικῶν ὅμιλος οὐδὲν ταῖς
τοῦ Κλυμένου καὶ γῆς χάσμα : διὰ τούτου δὲ Ἡρακλῆς ἀνῆγε τοῦ Ἅιδου τὸν κύνα κατὰ τὰ λεγόμενα ὑπὸ Ἑρμιονέων
5884452 λυθεισης
μεταξὺ Σηστοῦ καὶ Ἀβύδου . γεγονυίας δὲ τῆς γεφύρας καὶ λυθείσης ὑπὸ χειμῶνος διακοσίαις ῥάβδων πληγαῖς ἔτυψε τὸν Ἑλλήσποντον ,
. Πῶς ἂν εἶπε δεσμὸν ἄρρηκτον , αὐτίκα τῆς Ἥρας λυθείσης , εἴγε τῷ μύθῳ προσεκτέον ; ἀλλ ' ἐπειδήπερ
5883290 Ἑβδομῃ
οὖρα λεπτά . Ἕκτῃ , οὔρησεν ἐλαιῶδες : παρέκρουσεν . Ἑβδόμῃ , παρωξύνθη πάντα : οὐδὲν ἐκοιμήθη : ἀλλ '
καὶ τὰς ἑπομένας , πυρετὸς ὀξύς : γλῶσσα ξυνεκαύθη . Ἑβδόμῃ καὶ εἰκοστῇ , ἀπέθανεν . Τούτῳ κώφωσις διὰ τέλεος
5882788 μεταπιπτων
προβαλοῦσιν . Ὦ φίλτατ ' ἐμοὶ πολὺ πρεσβυτῶν ἐξ ἐχθίστου μεταπίπτων , οὐκ ἔστιν ὅπως ἂν ἐγώ ποθ ' ἑκὼν
ἑῷος ἀνατέλλει . Εὐδόξῳ βορέαι ἢ νότοι . Δοσιθέῳ ἄνεμος μεταπίπτων . Καλλίππῳ ἐπισημαίνει . Καίσαρι ἄνεμος ἄτακτος , ὑετός
5879269 ὁκοσοισιν
ποιέουσιν . Ὁκόσοισι δὲ ἐπιτήδειον ἀνεμέειν τὰ σιτία , ἢ ὁκόσοισιν αἱ κοιλίαι οὐκ εὐδιέξοδοι , τουτέοισι πᾶσι ξυμφέρει πολλάκις
τῇ τετάρτῃ ἐρυθρὸν ὂν καὶ τὰ ἄλλα κατὰ λόγον . ὁκόσοισιν οὖρα διαφανέα , λευκὰ , πονηρὰ , μάλιστα δὲ
5878799 Βουδινων
ἐβασίλευε Τάξακις , συνελθούσας ἐς τὠυτὸ καὶ Γελωνῶν τε καὶ Βουδίνων προσγενομένων , ἡμέρης καὶ τούτους ὁδῷ προέχοντας τῶν Περσέων
ἔχοντες Βουδῖνοι , γῆν νεμόμενοι πᾶσαν δασέαν ὕλῃ παντοίῃ . Βουδίνων δὲ κατύπερθε πρὸς βορέην ἐστὶ πρώτη μὲν ἔρημος ἐπ
5876519 ἡσυχασῃ
ἀπολαύσῃ τελέως , καὶ ἐπικρατήσῃ , καὶ λαπαχθῇ τε καὶ ἡσυχάσῃ , ἀλλ ' ἐπιζέουσάν τε καὶ ἐζυμωμένην καινὰ ἐπεσηνέγκατο
εἴσω ἡμερῶν εἴκοσι , ἐὰν μικρὸν ᾖ τὸ ὀστέον καὶ ἡσυχάσῃ ὁ πάσχων . εἰ [ μὴ ] γὰρ μὴ
5871558 ἐκακωθησαν
κρατήσαντες , ὕστερον ὑπὸ Βοιωτῶν μόνων ἐν Λεύκτροις ἐς τοσοῦτον ἐκακώθησαν . μετὰ δὲ τοὺς ἀποθανόντας ἐν Κορίνθῳ στήλην ἐπὶ
δῆμος μεγάλης ἀσφαλείας ἐστέρηται . Γυνὴ καὶ ἀνὴρ κατὰ ταὐτὸ ἐκακώθησαν τῷ αὐτῷ νοσήματι : μετεπέμψαντο ἰατρὸν φίλον τοῦ ἀνδρὸς
5866157 πλημμυρας
τε τοῦ Ὠκεανοῦ κατά τε ἀνατολὰς καὶ δύσεις ὑποχωρήσεις , πλημμύρας τε καὶ ἀμπώτεις τοῦ τε Ἀτλαντικοῦ πελάγους καὶ τῆς
εὐετηρίας ἀφορίαν καὶ ἔμπαλιν ἐκ λιμοῦ φοράν , ἐνίοις δὲ πλημμύρας ποταμῶν καὶ κενώσεις καὶ θεραπείας λοιμικῶν νοσημάτων καὶ ἄλλων
5864332 κωματωδης
καὶ κατά γε τὰ μῆλα καὶ ὑγρότητος , ὅθεν καὶ κωματώδης τὴν δύναμίν ἐστιν . τῆς ῥίζης δ ' ὁ
ἐν ζέουσι καὶ ἀπέπτοισιν : οὖρα διὰ τέλεος κακά : κωματώδης τὰ πλεῖστα : μετὰ πόνων ἄγρυπνος : ἀπόσιτος ξυνεχέως
5862674 ἐπομβρος
ὕδρωπας : ἢν δ ' ὁ χειμὼν νότιος γένηται καὶ ἔπομβρος καὶ εὔδιος , τὸ δὲ ἦρ βόρειόν τε καὶ
τὸ πρωϊαίτερον ἢ ὀψιαίτερον , καὶ εἰ ἡ ὥρη ἐγεγόνει ἔπομβρος ἢ αὐχμηρὴ , ψυχρὴ ἢ θερμὴ , νήνεμος καὶ
5861044 ἐουσεων
δέοντος χωρήσῃ γυναικὶ τὰ λοχεῖα , οἷα τῶν μητρέων στενοστόμων ἐουσέων καὶ παρεστραμμένων , ἢ τοῦ αἰδοίου ἐπιμεμυκότος κάρτα ὑπὸ
. Ἠγάγετο δὲ τούτων τοὺς μὲν ἐκ τῶν κατὰ Μέμφιν ἐουσέων λιθοτομιέων , τοὺς δὲ ὑπερμεγάθεας ἐξ Ἐλεφαντίνης πόλιος πλόον
5860982 ὑγρης
Ὁκόταν γὰρ τὸ πνῖγος ἐπιγένηται ἐξαίφνης , τῆς τε γῆς ὑγρῆς ἐούσης ὑπὸ τῶν ὄμβρων τῶν ἐα - ρινῶν καὶ
μήκωσι θολὸς κείνῃσι πεπηγὼς κυάνεος , πίσσης δνοφερώτερος , ἀχλύος ὑγρῆς φάρμακον ἀπροτίοπτον , ὅ τε σφίσιν ἄλκαρ ὀλέθρου ἐντρέφεται
5855173 ψαφαρος
ὁ αὐχήν . τοῦτο γὰρ σημαίνει τὸ ἀναπίμπλαται . * ψαφαρός : λευκός , ξηρός * ἀναπίμπραται : ἀνίσταται ,
εἰ μὴ δεδιπλασίασται ἐν τῇ ἀρχῇ : χαλαρός λιπαρός χλιαρός ψαφαρός λαγαρός . τὸ μέντοι φλύαρος προπαροξύνεται οὐκ ἔχον θηλυκὸν
5849523 κλονος
μάλιστα τῆς τάξεως ἀπολέλαυκεν : ἡ ταραχὴ δὲ καὶ ὁ κλόνος καὶ ὁ κυδοιμὸς ἐν σμικρῷ μορίῳ τοῦ ὄντος ,
χειμῶνα γεννᾶν ἤρξατο πρὸ τῆς μάχης καὶ δυσμενῶν ἦν συμφορὰ κλόνος , στόνος , λαῶν δὲ τῶν σῶν χαρμονὴ νικηφόρος
5844784 δυσφορως
, ἀλλ ' ὑπὸ καταπτύστων ὀναρίων ; ὡσαύτως οὖν κἀγὼ δυσφόρως ἔχω , ὅτι οὐχ ὑπὸ ἀξιολόγων ἀνδρῶν ἀλλ '
ἰώδεα πλείω : ἀπὸ δὲ κοιλίης κόπρανα διῆλθεν : νύκτα δυσφόρως . Δευτέρῃ , κώφωσις : πυρετὸς ὀξύς : ὑποχόνδριον
5843652 Δευτερῃ
ἔτεκε θυγατέρα , καὶ τἄλλα πάντα κατὰ λόγον ἦλθεν . Δευτέρῃ μετὰ τόκον , ἔλαβε πυρετὸς ὀξύς : καρδίης πόνος
ἐκρίθη . Μέτωνα πῦρ ἔλαβεν : ὀσφύος βάρος ἐπώδυνον . Δευτέρῃ ὕδωρ πιόντι ὑπόσυχνον , ἀπὸ κοιλίης καλῶς διῆλθεν .
5838402 κελευστων
καὶ δέῃ περᾶν ἡμερινοὺς πλοῦς ἐλαύνοντας , οἱ μὲν τῶν κελευστῶν δύνανται τοιαῦτα λέγειν καὶ ποιεῖν ὥστε ἀκονᾶν τὰς ψυχὰς
καταστρωμάτων συγκαθῆκαν , οἱ δ ' ἐρέται παρακληθέντες ὑπὸ τῶν κελευστῶν ἐκθυμότερον ἐνέκειντο . ἀπὸ κράτους δὲ καὶ βίας ἐλαθεισῶν
5836728 διαῤῥοιης
περιπλευμονίης ἐχομένῳ διάῤῥοια ἐπιγενομένη , κακόν . Ὀφθαλμιῶντι , ὑπὸ διαῤῥοίης ληφθῆναι , ἀγαθόν . Κύστιν διακοπέντι , ἢ ἐγκέφαλον
ἰσχυρῆς ἔμετος ἐπιγενόμενος ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου λύσις . Ὅσοι ὑπὸ διαῤῥοίης πουλὺν χρόνον λαμβάνονται ξὺν βηχὶ , οὐκ ἀπαλλάσσονται ,
5836338 ἀναταραχθῃ
, θολερὰ , οἷα γίγνεται ἐκ τῶν καθισταμένων , ὅταν ἀναταραχθῇ κείμενα χρόνον πουλύν : οὐ καθίστατο : νύκτα οὐκ
οὖρον θολερὸν , οἷον ἐκ τῶν καθεστηκότων γίγνεται , ὅταν ἀναταραχθῇ : πυρετὸς ὀξύς : πάντα παρέκρουσεν : οὐκ ἐκοιμήθη
5834820 ἐχειμαζεν
γάρ πω πέπυστο αὐτὰ Λέπιδον ἀφῃρῆσθαι Σεξστίου . Ταῦτα διαθέμενος ἐχείμαζεν ἐν ταῖς Ἀθήναις μετὰ τῆς Ὀκταουίας , καθὰ καὶ
ὅτε Κελτοῖς ἐπολέμει καὶ δέκα ἔτεσιν ἀμφὶ τήνδε τὴν χώραν ἐχείμαζεν . ἀλλά μοι δοκοῦσιν οἳ μέν , ἐφ '
5832578 δυσωδεα
, ἐκπυητικόν : καὶ τὰ ποικίλως ἰόντα , γλίσχρα , δυσώδεα , πνιγώδεα , ἐπὶ τοῖσι προειρημένοισιν , ἐκπυητικόν :
λυγμὸς πουλύς : δίψος ἐπιπόνως . Τρισκαιδεκάτῃ , μέλανα , δυσώδεα , πουλλὰ ἤμεσεν : ῥῖγος : περὶ δὲ μέσον
5829277 ἠφανισθη
κατελύθησαν ὑπὸ Σκιπίωνος τοῦ Αἰμιλιανοῦ , καὶ ἡ πόλις ἄρδην ἠφανίσθη . ὅτε γὰρ ἤρξαντο πολεμεῖν τοῦτον τὸν πόλεμον ,
ἣν πᾶσα ἡ ἀντίπαλος ἐκλίθη δύναμις καὶ ἀνατραπεῖσα ἡβηδὸν αὐτίκα ἠφανίσθη . αἱ δὲ πόλεις ὑπὸ τὸν αὐτὸν χρόνον κεναί
5824934 προσβολαι
τὰ περὶ τὸ θεῖον νόμιμα χαλεπώτεραι κυμάτων αἱ τοῦ ὄχλου προσβολαί . Φαίη ἂν ὁ βουλεύων ὑβρίσθαι τοῖς λόγοις ,
ἀποτελοῦντα κριῶν ἢ κυνῶν ἢ τοιούτων τινῶν . αἱ δὲ προσβολαί . . . : συνεχῶς ἐγίγνοντο αἱ συμπλοκαὶ τῶν
5823288 Τεσσαρακοστῃ
εἰκοστὴν ἐνάτην , ὀφθαλμοῦ δεξιοῦ ὀδύνη : οὖρα λεπτά . Τεσσαρακοστῇ , διεχώρησε φλεγματώδεα , λευκὰ , ὑπόσυχνα : ἵδρωσε
, ἀλλὰ σκληροτέρη ἦν , ὀδύνη δὲ οὐ προσῆν . Τεσσαρακοστῇ δὲ ἡμέρῃ ἀπὸ τῆς πρώτης , ἐξέπεσε τὸ ἐπικύημα
5820740 ἐπιγενομενος
. Ἐν τοῖσιν ἀποπληκτικοῖσιν ἐπὶ τῇ δυσφορίῃ τοῦ πνεύματος ἱδρὼς ἐπιγενόμενος , θανάσιμον : ἐν αὐτοῖσι δὲ πάλιν τούτοισιν ἢν
. Σπασμὸς ἐξ ἐλλεβόρου , θανάσιμον . Ἐπὶ τρώματι σπασμὸς ἐπιγενόμενος , θανάσιμον . Αἵματος πολλοῦ ῥυέντος , σπασμὸς ἢ

Back