, καὶ διάῤῥοια , καὶ ἔθανεν . Ἑκάσων , ἐν Ὀμίλῳ , ὥσπερ χἄτερος , ὕστερον ἐκαύθη : ὅμως δὲ | ||
, καὶ διαῤῥοίη , καὶ ἔθανεν . Ἑκάσων , ἐν Ὀμίλῳ , ἀπὸ ἀκαθαρσίης καὶ πονηρῆς καθάρσιος ἐς τὸ ἰσχίον |
' ἐκρίθη . Οἱ πόνοι ἐν ἀρτίῃσιν . Ἀπολλώνιος ἐν Ἀβδήροισιν ὀρθοστάδην ὑπεφέρετο χρόνον πουλύν . Ἦν δὲ μεγαλόσπλαγχνος , | ||
τὰ δ ' ἄλλα τελέως ἐκρίθη . ϠΟΚΖΥ . Ἐν Ἀβδήροισιν Ἀναξίωνα , ὃς κατέκειτο παρὰ τὰς Θρηϊκίας πύλας , |
θείαν ἀγανάκτησιν ἐπισπῶνται . ὥρᾳ χειμῶνος ἔχις τις πλησίον ὁδοῦ κατέκειτο καὶ τῇ τοῦ ψύχους σφοδρότητι ἐκινδύνευε διαφθαρῆναι . ἀνὴρ | ||
πρὸς Μιθριδάτην ἤγαγεν . ὁ δ ' ἐν παραδείσῳ τινὶ κατέκειτο μόνος ἀλύων καὶ Καλλιρόην ἀναπλάττων ἑαυτῷ τοιαύτην , ὁποίαν |
καὶ πυρετὸς λεπτὸς ἔχει καὶ τοῦ σώματος ἀκρασίη . Οὗτος ἀποθνήσκει τριταῖος ἢ πεμπταῖος : ἐς δὲ τὰς ἑπτὰ οὐκ | ||
ἄνω τοῦ χρόνου ὅτι τὸ κύκνειον οὕτω καλούμενον ᾄσας εἶτα ἀποθνήσκει . τιμᾷ δὲ ἄρα αὐτὸν ἡ φύσις καὶ τῶν |
μαρτυροῦσι καὶ αὐτὴ ἡ ☾ ἐπὶ τὰ ἥσσονα ἐτρόχαζεν ὅτε κατεκλίθη , μέχρι τῆς ☍ . κινδυνεύσας σωθήσεται . ἐὰν | ||
χρόνον πουλύν : μετὰ δὲ προφάσιος , πῦρ ἔλαβεν : κατεκλίθη . Δευτέρῃ ἐξ ἀριστεροῦ ὀλίγον ἄκρητον ἐῤῥύη αἷμα : |
: ἔμφρων διετέλει : πρὸ τριῶν ἡμερῶν τῆς τελευτῆς , ῥεγχώδης ἐν φάρυγγι , καὶ πάλιν ἐπανίετο , ἐτελεύτησεν . | ||
σημεῖον περὶ χεῖρα ὑποπέλιον . Καὶ ἑτέρη ἐπὶ τοῦ ὑπερῴου ῥεγχώδης : γλῶσσα ξηρὴ , περιπλευμονική : ἔμφρων ἔθανεν . |
ἱερὰν φύσιν οὕτως ἐδημιούργησεν . Ἀνίσταται δ ' εὐθὺς ὁ φρικώδης καὶ χαλεπὸς ἐφ ' Ὁμήρῳ τῶν συκοφαντούντων φθόνος ὑπὲρ | ||
καὶ ὀφθαλμῶν , στομάχου δῆξις , περίψυξις , λειποθυμία , φρικώδης πυρετός , ἐνίαις δὲ καὶ σπασμοὶ ἐπιγίνονται ὀπισθοτονικοὶ ἢ |
πελιδνὴ διαχωρήμασιν : ὑπεκαροῦτο : ἐδυσφόρει περὶ τὰς ἀναστάσιας : οὔροισιν ὑπόστασις , πελιδνὴ , ὑπόγλισχρος . Τετάρτῃ , ἤμεσε | ||
ὁτὲ μὲν ὑπόστασιν εἶχεν , ὁτὲ δὲ οὔ . Ἑξηκοστῇ οὔροισιν ὑπόστασις πολλὴ , καὶ λευκὴ , καὶ λείη : |
ἐξῄει κατὰ μικρὸν συριγγώδεα , καὶ διάῤῥοια ἐπεγένετο , καὶ ἔθανεν . Γυνὴ ὑγιαίνουσα , παχεῖα , κυήσιος ἕνεκεν ἀπὸ | ||
, καὶ τὰ λοιπὰ αὐτίκα ἐκακοῦτο , καὶ δευτέρῃ ἡμέρῃ ἔθανεν . Νεηνίσκος ὁδὸν τρηχείην τροχάσας ἤλγεε τὴν πτέρνην , |
μὲν πυρρὸς ἦν τὴν κόμην , ὁ δὲ ξανθός . φαρμακοῖσι δὲ , 〛 τοῖς λεγομένοις καθάρμασιν . καθάρμασιν . | ||
δὲ , 〛 τοῖς λεγομένοις καθάρμασιν . καθάρμασιν . . φαρμακοῖσι , καθάρμασι . τοὺς γὰρ φαύλους καὶ παρὰ τῆς |
. γαμψώνυμον δὲ ἄρα οὐδὲ ἓν οὔτε πίνει , οὔτε οὐρεῖ , οὔτε μὴν συναγελάζεται ἑτέροις ⋮ Νικίας τις τῶν | ||
ὀπισθουρητικὸν καθάπερ κάμηλος , καὶ γενόμενος ἑξαμηνιαῖος αἴρων τὸ σκέλος οὐρεῖ καθάπερ καὶ οἱ κύνες . ἡ δὲ θήλεια ὑπὸ |
' ἀμύλων καθήμενα . παρῆν δὲ χόνδρος γάλακτι καταμεμιγμένος ἐν καταχύτλοις λεκάναισι κἀμύλου τόμοι . . . ὀπταὶ κίχλαι δ | ||
' ἀμύλοις καθήμενα . παρῆν δὲ χόνδρος γάλατι κατανενιμμένος ἐν καταχύτλοις λεκάναισι καὶ πύου τόμοι . οἴμ ' ὡς ἀπολεῖς |
, ὑπόσυχνα . Ἑπτακαιδεκάτῃ , ἐπεῤῥίγωσεν : πυρετὸς ὀξύς : ἵδρωσεν : ἄπυρος : ἐκρίθη : οὖρα μετὰ ὑποστροφὴν καὶ | ||
οὐ λίην . Ἐνάτῃ , ἐπεῤῥίγωσεν : πυρετὸς ὀξύς : ἵδρωσεν : ψύξις : παρέκρουσε , δεξιῷ ἴλλαινεν : γλῶσσα |
περιωδυνίαι ἴσχουσι , καὶ παραφρονέει , καὶ ἀποθνή - σκει ἑβδομαῖος , καὶ οὐκ ἂν ἐκφύγῃ , εἰ μὴ ῥαγείη | ||
ἀνθρώπου , ὡς Ἱπποκράτης : ἄνθρωπός τις νοσήσας τὸν αἰῶνα ἑβδομαῖος ἀπέθανεν . . . . αἰώρα : ἀπὸ τοῦ |
ἔχει καὶ τοῦ σώματος ἀκρασίη . Οὗτος ἀποθνήσκει τριταῖος ἢ πεμπταῖος : ἐς δὲ τὰς ἑπτὰ οὐκ ἀφικνέεται : ἢν | ||
, ταχυκρίσιμος , καὶ οὐ θανατώδης . Ὁ δέ γε πεμπταῖος , πάντων μὲν κάκιστος : καὶ γὰρ πρὸ φθίσιος |
τροφῆς ἀποσχόμενος μίλτον ὕδατι ἁλμυρῷ μίξας ἔπιεν . ἐπεὶ δὲ διεχώρησεν , οἱ λῃσταὶ νομίσαντες αἵματος ῥύσιν αὐτῷ γεγονέναι τῶν | ||
ἡ γαστήρ . Τούτῳ ἐδόθη τῇ ὑστεραίῃ κατωτερικὸν , καὶ διεχώρησεν ὀλίγον ὕφαιμον , καὶ ἔθανεν . Ἐδόκεε τούτου τὰ |
ἀγαθοῖς ὑπὸ ἀπορίας τῶν τροφῶν ᾔει πρὸς τὴν γυναῖκα , φορείῳ φερόμενος ὑπὸ τῶν οἰκετῶν οἷά τις ἄρρωστος , ἐς | ||
τῆς νόσου . τοῦ Ἱέρωνος νοσήσαντος . ὅτι διὰ λιθουρίαν φορείῳ φερόμενος ἐνίκα τὰς μάχας ὁ Ἱέρων . παραβάλλων δὲ |
πουλλὰ , λεπτά : πυρετὸς φρικώδης , πουλύς : ἱδρὼς ξυνεχὴς δι ' ὅλου : κεφαλῆς καὶ τραχήλου βάρος μετ | ||
πολὺς ἄνω αἰρόμενος ἢ ἥλιος κατὰ προσώπου ἀντιλάμπων ἢ νιφετὸς ξυνεχὴς ἢ ὕδωρ λάβρον ἐξ οὐρανοῦ ἢ τόποι σύνδενδροι ἢ |
αἰχμῆς , καὶ τὸ πρόσωπον ἡ ψυχὴ κατέλιπεν οὐχ ὡς ἤλγησεν , ἀλλ ' ὡς ἐπεκράτησε τὸ εὐφραῖνον . Τὸ | ||
τι αὐτὸν τοὺς περὶ τῆς καρτερίας λόγους : ἐπεὶ δὲ ἤλγησεν καὶ ἐνόσησεν καὶ ὁ πόνος ἀληθέστερος αὐτοῦ καθίκετο , |
ἔπειτά τι καὶ αἷμα ἐκ τοῦ κατ ' ἴξιν σμικρὸν ἐῤῥύη . Τῇ οἰκέτιδι , ἣν νεώνητον ἐοῦσαν κατεῖδον , | ||
, δύσπνοός τε ἦν . Ὀγδόῃ , ἀγκῶνα ἔταμον : ἐῤῥύη πολλὸν , οἷον ἔδει : ξυνέδωκαν μὲν οἱ πόνοι |
λεπτὰ , οὐκ ἄχροα . Περὶ δὲ τεσσαρακοστὴν ἐὼν , οὔρησεν ὑπέρυθρα , ὑπόστασιν πολλὴν ἐρυθρὴν ἔχοντα : ἐκουφίσθη : | ||
. Ἑβδόμῃ , ἄφωνος : ἄκρεα οὐκ ἔτι ἀνεθερμαίνετο : οὔρησεν οὐδέν . Ὀγδόῃ , ἵδρωσε δι ' ὅλου ψυχρῷ |
οἱ μὲν ἐπιβάται μεθύοντες εἰ τύχοι ἐγκαθεύδουσιν , ἐγὼ δὲ ἄγρυπνος καὶ ἄσιτος ὑπὲρ ἁπάντων ” μερμηρίζω κατὰ φρένα καὶ | ||
καταῤῥόου καὶ πρότερον , τότε δὲ ἦν κατακορής : καὶ ἄγρυπνος , καὶ δυσφόρως φέρων τὸν πυρετὸν εὐθὺς ἀπ ' |
ἀπεοικὸς ἐδόκει ἔμπυος ἔσεσθαι , οὐκ ἐγένετο . Στῆθος Ἀριστοδήμῳ ἐκαύθη . Τῷ Φιλίδος ὁμοίως ἀπέβη , ἐκ πτώματος καὶ | ||
τούτου μαθητὴς Ἰσοκράτης ὁ ῥήτωρ καὶ Πρόδικος ὁ Κῖος . ἐκαύθη δὲ τὰ τούτου βιβλία ὑπ ' Ἀθηναίων : εἶπε |
παρελήρει πάντα : νύκτα δυσφόρως : οὐκ ἐκοιμήθη : κοιλίη ἐπεταράχθη , χολώδεσιν , ἀκρήτοισιν , ὀλίγοισιν . Τετάρτῃ γλῶσσα | ||
καίτοι τουτέῳ καὶ ἐκ ῥινῶν ᾑμοῤῥάγησε , καὶ ἡ κοιλίη ἐπεταράχθη , καὶ τὰ κατὰ κύστιν ἐκαθήρατο , ἐκρίθη εἰκοσταῖος |
δέοντος χωρήσῃ γυναικὶ τὰ λοχεῖα , οἷα τῶν μητρέων στενοστόμων ἐουσέων καὶ παρεστραμμένων , ἢ τοῦ αἰδοίου ἐπιμεμυκότος κάρτα ὑπὸ | ||
. Ἠγάγετο δὲ τούτων τοὺς μὲν ἐκ τῶν κατὰ Μέμφιν ἐουσέων λιθοτομιέων , τοὺς δὲ ὑπερμεγάθεας ἐξ Ἐλεφαντίνης πόλιος πλόον |
δὲ καὶ Πρωτέας ὁ Μακεδὼν πλεῖστον καὶ εὐρώστῳ τῷ σώματι διῆγεν . Ἀλέξανδρος γοῦν αἰτήσας ποτὲ ποτήριον δίχουν καὶ πιὼν | ||
, ἀλλ ' ὥσπερ ἂν εἰ μετ ' αὐτῶν ἀεὶ διῆγεν , οὕτως ἄτρεστος ἦν . Οὔτι που ] Ἠθοποιΐα |
βληχρὸς , ἔσωθεν δὲ καίεται , καὶ ἡ γλῶσσα αὐτοῦ τρηχείη , καὶ πνεῖ διὰ τῶν ῥινῶν καὶ τοῦ στόματος | ||
μέλανος μόριόν τι , εἰ πουλὺν χρόνον παραμένοι , καὶ τρηχείη τε καὶ παχείη εἴη , οἵη τε καὶ μνημόσυνον |
ἡ μὲν χολώδης ἐν ἄρθροισιν , ἡ δὲ αἱματώδης ἐν πλευροῖσιν , ἢ σπλάγχνοισιν ; Δυσεντερικοῖσιν ἔμετος χολώδης ἐν ἀρχῇ | ||
νάβλας ἐν ἄρθροις γραμμάτων οὐκ εὐμελής , ᾧ λωτὸς ἐν πλευροῖσιν ἄψυχος παγεὶς ἔμπνουν ἀνίει μοῦσαν . ἐγρέτου δέ τις |
, κωματώδης : ἀσώδης , ὅτε διεγείροιτο : οὐ λίην διψώδης : περὶ δὲ ἡλίου δυσμὰς ἐδυσφόρει , παρέλεγεν : | ||
ἰσχύν : καρδιαλγὴς δὲ καὶ δύσοσμος καὶ ἀτερπὴς καὶ ἄγαν διψώδης : ὅθεν οὐ πονηρῶς ἔνιοι ἀλόῃ μίσγοντες προσφέρουσιν : |
: πυρετὸς ὀξύς : οὖρα ὅμοια : ὑποχονδρίου πόνος : ἀσώδης : νύκτα δυσφόρως : οὐκ ἐκοιμήθη : ἵδρωσε δι | ||
ἐγένετο ἄγρυπνός τε καὶ ἄσιτος , καὶ διψώδης ἦν καὶ ἀσώδης . Ὤκει | δὲ πλησίον τοῦ Πυλάδου , ἐπὶ |
ἱδρώη ἂν μᾶλλον ἢ πρόσθεν ἐν τῇ ταλαιπωρίῃ , καὶ δύσπνοος ἂν εἴη καὶ βαρύς : αἵ τε διέξοδοι τῆς | ||
καὶ φωνήν : παρηνέχθη κοσμίως , ἔχασκεν , οὐ πάνυ δύσπνοος ἦν : ἡμέρῃσιν οὐκ οἶδα πρόσω εἴκοσιν , ἀπέθανεν |
νυκτὸς ἐπιπόνως : οὐδὲν ὕπνωσεν : ἀπὸ δὲ κοιλίης σμικρὰ ξυνεστηκότα κόπρανα διῆλθεν . Τετάρτῃ , πρωῒ δι ' ἡσυχίης | ||
δὲ καὶ ἐπειδὰν ἐξαπίνης μετὰ βόρεια πνεύματα νότος μεταλάβῃ , ξυνεστηκότα τὸν ἐγκέφαλον καὶ εὐσθενέοντα ἔλυσε καὶ ἐχάλασεν ἐξαίφνης , |
καὶ πρὸς καρδίην ὀδύνη , ἣν φλεβοτομίη ἔλυσεν : ταύτῃ ὑδροποσίη ἢ μελίκρητον ξυνήνεγκεν . Ἐλλέβορον ἔπιε μέλανα , οὐδὲ | ||
καὶ βάρος ἐς βραχίονα , νάρκη , ἔμετοι συχνοὶ , ὑδροποσίη . Τῷ Εὐφράνορος παιδὶ , τὰ ἐξανθήματα οἷα τὰ |
προϊούσης δὲ τῆς ἡμέρης , ἥ τε ἄση πλείων καὶ ἀλυσμὸς , καὶ πνεῦμα σμικρῷ πυκνότερον : καὶ θρασύτερον καὶ | ||
ὁτὲ δὲ ἀγρυπνίη , καὶ ῥιπτασμὸς μετὰ σιγῆς , καὶ ἀλυσμὸς , καὶ χεὶρ πρὸς ὑποχόνδρια ὡς ὀδυνωμένῳ : ὁτὲ |
. προβάτων μὲν οὖν καὶ τῶν ἄλλων ὑποζυγίων ἀναρίθμητόν τι διεφθάρη πλῆθος οὐ χιλοῦ σπανισάμενον μόνον , ἀλλὰ καὶ ποτοῦ | ||
ὕστερον ἠφάνισάν τε αὐτοὺς καὶ οὐδεὶς ᾔσθετο ὅτῳ τρόπῳ ἕκαστος διεφθάρη . καὶ τότε προθύμως τῷ Βρασίδᾳ αὐτῶν ξυνέπεμψαν ἑπτακοσίους |
ἀνδρείαν . Ὁ δ ' Ἀρτεμβάρης ἐκ τῆς νόσου ταύτης θνήσκει υἱοποιησάμενος τὸν Κῦρον . Δίδωσιν οὖν αὐτῷ ὁ Ἀστυάγης | ||
, πόλιν ὁμώνυμον ἔχουσα , ἔνθα Τηλέφη ἡ τῆς Εὐρώπης θνήσκει μήτηρ . ἀπὸ Θάσου . „ δέκα δὲ γενεαῖς |
Τεσσαρεσκαιδεκάτῃ , σπασμοὶ πουλλοί : ἄκρεα ψυχρά : οὐδὲν ἔτι κατενόει : οὖρα ἐπέστη . Ἑκκαιδεκάτῃ , ἄφωνος . Ἑπτακαιδεκάτῃ | ||
οἰκοδομὴν τοῦ πύργου ἡρμόσθησαν : ἀσθενέστεροι γὰρ ἦσαν . εἶτα κατενόει τοὺς ἔχοντας τοὺς σπίλους , καὶ ἐκ τούτων ἐλάχιστοι |
συμφοραῖς . ὅδε τοι μελάθροις τοῖς βασιλείοις τρίτος αὖ χειμὼν πνεύσας γονίας ἐτελέσθη . παιδοβόροι μὲν πρῶτον ὑπῆρξαν μόχθοι τάλανες | ||
πέντε καὶ ἑβδομήκοντα ἔτη πολὺς καὶ ἐν τῷ Ἀθηναίων δήμῳ πνεύσας , ἐτάφη δὲ ἐν τῷ προαστείῳ τῆς Ἐλευσῖνάδε λεωφόρου |
. μανεῖσα τὸν ἕτερον . . . παῖδα Μελικέρτην ἐπισφάξασα ἤλατο . . . θάλασσαν : οὓς δὴ εἰς Κόρινθον | ||
. μανεῖσα τὸν ἕτερον . . . παῖδα Μελικέρτην ἐπισφάξασα ἤλατο . . . θάλασσαν : οὓς δὴ εἰς Κόρινθον |
, καθὰ καὶ Εὔπολις ἐν Ἀστρατεύτοις φησίν : ἐν εὐσκίοις δρόμοισιν Ἑκαδήμου θεοῦ . ἀλλὰ καὶ ὁ Τίμων εἰς τὸν | ||
τὴν ἔξω περιφορὴν ἐσπεπτωκέναι . Ξυμφέρει τοιγαροῦν τούτῳ τοῖσί τε δρόμοισιν ἐν τοῖσιν ἱματίοισι κεχρῆσθαι πολλοῖσιν , ἐξ ὀλίγου προσάγοντα |
ἀπὸ τῆς ἀρχαίης φύσιος . Ἀνώδυνον δὲ τὸ ἀκρώμιον ἐν ὀλίγῃσιν ἡμέρῃσι γίνεται , ἢν χρηστῶς ἐπιδέηται . Κληῒς δὲ | ||
μιχθεῖσαι ἀνδράσιν ἔλαβον πρὸς σφᾶς τὸν γόνον αὐθήμερον ἢ ἅμα ὀλίγῃσιν ἡμέρῃσιν . Λογίζονται δὲ αἱ γυναῖκες αἱ ἄπειροι τούτων |
ἐφαίνετο εἶναι τοῖς ἀκούουσι . ιʹ . Τέως μὲν οὖν κατεῖχεν ὁ Μελησιγένης περὶ τὸ Νέον τεῖχος , ἀπὸ τῆς | ||
μὴ γὰρ ἂν οὕτω θρασὺν γενέσθαι τὸν ἐκείνων ἄρχοντα , κατεῖχεν , αὐτὸς δὲ μεμνημένος τῶν παρακελεύσεων ὧν ἤκουσεν ἐν |
Σούσοισι ἐξιησάμενος Δαρεῖον οἶκόν τε μέγιστον εἶχε καὶ ὁμοτράπεζος βασιλέϊ ἐγεγόνεε , πλήν τε ἑνός , τοῦ ἐς Ἕλληνας ἀπιέναι | ||
δὴ ἐς Λεωνίδην ἀνέβαινε ἡ βασιληίη , καὶ διότι πρότερος ἐγεγόνεε Κλεομβρότου καὶ δὴ καὶ εἶχε Κλεομένεος θυγατέρα . Ὃς |
οὔατα ἀμφότερα ἐπήρθη ξὺν ὀδύνῃ : ὕπνοι οὐκ ἐνῆσαν : παρελήρει : σκέλεα ἐπωδύνως εἶχεν . Εἰκοστῇ , ἄπυρος , | ||
ἤμεσε μέλανα , ὀλίγα , χολώδεα . Ἐνάτῃ ψύξις : παρελήρει πουλλά : οὐχ ὕπνωσεν . Δεκάτῃ , σκέλεα ἐπωδύνως |
νοσοῦντι . ἐν δὲ Διδύμοις ὁ πεσὼν τὴν πρωτίστην ἡμέραν ταλαιπωρήσει χρόνιος κείμενος ἐν τῇ νόσῳ , ὁ δ ' | ||
Διδύμοις : ἐν μὲν τῇ αʹ ἡμέρᾳ ὁ κατακλιθεὶς χρονίως ταλαιπωρήσει τῇ νόσῳ , ἐν δὲ τῇ βʹ εἴσω γʹ |
θύρην τις αὐτῇ ἐνέβαλε , καὶ τὸ ὀστέον φλᾷ καὶ ῥήγνυσιν : αἱ δὲ ῥαφαὶ ἐν τῷ ἕλκει ἦσαν . | ||
ὁρᾷ ] βλέπει . πέπλους ] τὰ ἐνδύματα αὐτοῦ . ῥήγνυσιν ] σχίζει ὑπ ' αἰδοῦς . ἀμφὶ ] τοὺς |
νόσος δ ' ἐξήγαγεν αὐτὸν ὀξεῖα , εἴτ ' ἄλλως ἐπιπεσοῦσα ἐκ τῆς ἅδην πλησμονῆς εἴθ ' , ὡς ἔφασαν | ||
οὐκ ἄρχοντος δήσαντος , ἀλλὰ ποδάγρα τότε πρῶτον πολλή τις ἐπιπεσοῦσα καὶ χαλεπὴ πυνθάνεσθαι τῶν εἰσιόντων ἠνάγκαζε ῥώμης τε πέρι |
. ἀναβάτης ἐπιβάτου διαφέρει . ἀναβάτης μὲν ἐπὶ ἵππου , ἐπιβάτης δὲ ἐπὶ νηός . ἀνάθημα ἀναθέματος διαφέρει . ἀνάθημα | ||
θῖνες δὲ οἱ ἀμμώδεις αἰγιαλοί . ἀναβάτης μὲν ἵππου : ἐπιβάτης δὲ νεώς . ἀναστῆναι μὲν τὸ ἐπὶ πρᾶξίν τινα |
μὲν παλαιοτέροισι μακροτέρη γίνεται , τοῖσι δὲ νεωτέροισι βραχυτέρη , θανατώδης δὲ οὐδετέροισιν . Ἰσχιὰς δὲ ὅταν γένηται , ὀδύνη | ||
Ταῦτα ποιέουσα ὑγιὴς γίνεται : ἡ δὲ νοῦσος βληχροτέρη καὶ θανατώδης , καὶ διαφεύγουσιν αὐτὴν παῦραι . Ἢν δὲ ἑλκωθέωσι |
εὐλογοῦντα . ὅτε μέντοι στρεβλοῦται , ἔνθα καὶ μύζει καὶ οἰμώζει . γυναικί τ ' οὐ μιγήσεσθαι τὸν σοφὸν ᾗ | ||
κἤν τις αὐτὸν ἀνιστῇ ἢ μετακινέῃ , ὑπὸ τῆς ἀλγηδόνος οἰμώζει ὁκόσον ἂν μέγιστον δύνηται : ἐνίοτε δὲ καὶ σπασμὸς |
ταὐτὸ τοῦτο ἔπασχεν . Καὶ ἔφθινε τὸ σῶμα , καὶ ἐτήκετο , καὶ τροφὴ οὐκ ἐγένετό οἱ ἀπὸ τῶν σιτίων | ||
Δάφνιν ἐπ ' ἄθρουν καὶ ἐνέπιπτε τὸ κάλλος , καὶ ἐτήκετο μηδὲν αὐτοῦ μέρος μέμψασθαι δυναμένη : ὁ δὲ ἰδὼν |
ἑβδομαῖος ῥίγει . Ὁ παῖς ὁ παρὰ τὸ ἔσχατον καπηλεῖον ᾑμοῤῥάγησε τεταρταῖος πολλόν : αὐτίκα ἐφλυήρει : γαστὴρ ἀντίσχετο : | ||
ὃς κατέκειτο παρὰ Ἀριστοκύδει : καίτοι τουτέῳ καὶ ἐκ ῥινῶν ᾑμοῤῥάγησε , καὶ ἡ κοιλίη ἐπεταράχθη , καὶ τὰ κατὰ |
ἐν τούτοισι τοῖσι χρόνοισιν ἑκταῖα , ὀγδοαῖα ἐκρίνετο . Περὶ πληϊάδων δύσιας , ἡ Μαιανδρίου τοῦ τυφλοῦ αὐτίκα χλωρὸν καὶ | ||
ὑποστροφὴ ὕστερον ἐγένετο : ἐκρίθη , ὡς εἰκὸς , περὶ πληϊάδων δύσιν τὸ πρῶτον : μετὰ δὲ πληϊάδων δύσιν χολώδης |
πτύσματα πτύῃ πυῤῥὰ ἢ πελιὰ , ἢ καὶ λεπτὰ καὶ ἀφρώδεα καὶ ἀνθηρὰ , καὶ εἴ τι ἄλλο διαφέρον ἔχοι | ||
τὸ ἆσθμα εἶχε , παυσαμένου δὲ , ἐπαύσατο : ἔπτυσεν ἀφρώδεα , ἀρχομένη δὲ ἀνθηρὰ , κατασταθὲν δὲ ἐμέσματι χολώδει |
ἐρημία πρόκειται πεδιὰς πᾶσα καὶ ἄνυδρος , ἐν ᾗ Δαρεῖος ἀποληφθεὶς ὁ Ὑστάσπεω , καθ ' ὃν καιρὸν διέβη τὸν | ||
τοῦτο κυκλώσαντες φυγεῖν κατηνάγκασαν . Ὁ δὲ βασιλεὺς παντάπασιν ἔρημος ἀποληφθεὶς βοηθείας τὸ ξίφος ἐγύμνωσεν ἐπὶ τοὺς ἐχθροὺς καὶ πολλοὺς |
Τρίτῃ , ἐχάλασεν . Τετάρτῃ , σπασμώδης , ἄφωνος , ῥέγχος , ὀδόντων ξυνέρεισις , γνάθων ἔρευθος . Ἐτελεύτησε τῇ | ||
καὶ φροντίζοντας φίλων μέν , οὐκ ὄντων δὲ πολιτῶν . ῥέγχος : ὁ ῥωχμός , ὡς κἀν τῷ Περὶ πτισάνης |
, καὶ οὐ μόνον τὴν ὀσμὴν ἀλλὰ καὶ τὸ ἄνθος ἀποπτύει . τὰ δὲ μικρὰ ἀγγεῖα πολὺ καὶ πρὸς φυλακὴν | ||
Τάδε οὖν πάσχει : βήσσει ἰσχυρῶς , καὶ τὸ σίαλον ἀποπτύει ὑγρὸν καὶ πολλὸν , πολλάκις δὲ καὶ παχὺ καὶ |
λιμένι διέτριβεν , ἐκ τούτου ὁμώνυμος αὐτῷ ὁ λιμήν : πλάτῃ : τὴν ὁδόν . διαπεπερακὼς ταῖς κώπαις τὸν λιμένα | ||
ὡς ὁ πλεῖστος ἔσπαρται λόγος , ξὺν παισὶ πεντήκοντα ναυτίλῳ πλάτῃ Ἄργος κατασχών εἰ μὴ γὰρ ἴδιον ἔλαβον εἰς χεῖρας |
Ὀμίλῳ , ὥσπερ χἄτερος , ὕστερον ἐκαύθη : ὅμως δὲ ἐξηράνθη πλὴν ὀλίγου ἡ κοιλίη : δυσεντερίη δὲ ὑπέλαβε , | ||
δὲ καὶ ἔπειτα ἐπὶ πουλὺν χρόνον τῆς κεφαλῆς ἐγένοντο : ἐξηράνθη ὡς τρίτῃ . Ὁπόσα ἄσημα ἀφανίζεται , δύσκριτα , |
δὲ ἑπτὰ ἡμέραι παρέλθωσιν , ἢ ὀλίγῳ πλείους , ἢν ἀπύρετος ᾖ , καὶ μὴ φλεγμαίνῃ τὸ ἕλκος , τότε | ||
καὶ περὶ τῶν ἐχόντων ἕλμινθας μετὰ πυρετοῦ . Εἰ δὲ ἀπύρετος ὑπάρχει , μηκέτι τὸ ῥοδόμελι δίδου μήτε πέπονα εὐχερῶς |
ἐθαύμασα ἐπὶ ἐπιληπτικοῦ , πῶς πυκνῶς λαμβανόμενος ὁ ἄνθρωπος οὐκέτι κατέπεσε . δίδου δὲ οὐγ . βʹ ἢ γʹ . | ||
τὸ πεδίον καὶ περιπλακεὶς τῇ Χλόῃ [ καὶ ] λιποθυμήσας κατέπεσε . Μόλις δὲ ἔμβιος ὑπὸ τῆς Χλόης φιλούσης καὶ |
ἐν ταῖς πύλαις τὸν αὐτὸν τρόπον ἐπιμαρτυράμενος εἰς τὴν ἀγορὰν προῄει : ἐκεῖ δὲ καταστὰς τοῖς ἐν τέλει περὶ ὧν | ||
προεβλήθη ἐν Κωνσταντινουπόλει ἔπαρχος πραιτωρίων καὶ ἔπαρχος πόλεως . καὶ προῄει μὲν ὡς ἔπαρχος πραιτωρίων εἰς τὴν καροῦχαν τῶν ἐπάρχων |
βλαφθεὶς πέσεν ὕπτιος , ἀμφὶ δὲ πήληξ σμερδαλέον κονάβησε περὶ κροτάφοισι πεσόντος . Ἕκτωρ δ ' ὀξὺ νόησε , θέων | ||
τὰς φλέβας τὰς ἐν τοῖσι βραχίοσι καὶ τὰς ἐν τοῖσι κροτάφοισι , σπλῆνα ὑποτιθείς . Ἢν δὲ τούτων οἱ μηδ |
ὑποχωρήματα καὶ μηδεμίαν ἔχοντα ἐπιμιξίαν χολώδους ὕλης . ἡ τοιαύτη ὑποχώρησις καὶ ὠμὴν ἐνδείκνυται τὴν ὕλην καὶ παχεῖαν , ἥτις | ||
, πυρετὸς καῦσος , ἔμετος χολῆς πουλὺς , καὶ κάτω ὑποχώρησις : ἄγρυπνος : καὶ κατὰ σπλῆνα ἔπαρμα στρογγύλον . |
δυσεντερίη ἐπιγενομένη , ἢ ὀδύνη ἰσχίων ἢ γονάτων . Ὅσοισι πυρετοῖσι ῥῖγος ἐπιγίνεται , ὁ πυρετὸς λύεται . Ὅσοισιν ὀδύναι | ||
ἀπεγέ - νετο νυκτός . Τοῖσι πάνυ χολώδεσιν , ἐν πυρετοῖσι μάλιστα , ὅλως ἐπὶ σκέλεα ἡ κάθαρσις : οἷον |
Μεσσήνην , Ἱέρων μὲν ἐπὶ τοῦ λόφου τοῦ καλουμένου Χαλκιδικοῦ κατεστρατοπέδευσεν , οἱ δὲ Καρχηδόνιοι τῇ πεζῇ στρατιᾷ παρενέβαλον εἰς | ||
τοῦ τείχους καὶ διὰ τῆς Ἀχραδινῆς πορευθεὶς εἰς τὴν ἀγορὰν κατεστρατοπέδευσεν , οὐδενὸς τολμῶντος ἐπεξιέναι . ὁ δὲ σύμπας ἀριθμὸς |
ἡμέρης : αὕτη ἡ δίαιτα ἴτω μέχρις ἡμερέων τρισκαίδεκα ἢ τεσσαρεσκαίδεκα . Ὅταν δὲ αὗται αἱ ἡμέραι παρέλθωσι , κατάποτα | ||
Καπιτώλιον κατελάβετο . ἀριστεῖα δ ' ἐκ τῶν ἀγώνων ἐξενήνεγμαι τεσσαρεσκαίδεκα μὲν στεφάνους πολιτικούς , οἷς ἀνέδησάν με οἱ σωθέντες |
χολῆς . λέγει οὖν Ἱπποκράτης , ὅτι τὸ ξανθοχολικὸν καὶ ὕφαιμον σῶμα μελαγχολικὸν , ἐὰν μὴ ἔχῃ ἐξερώσιας τουτέστι κενώσεις | ||
, γονοειδές : ἄγρυπνος ἁπάσας : μετὰ τὴν ἕκτην οὖρον ὕφαιμον . Τῷ Ἀντιφάνους , χειμῶνος , ἄλγημα πλευροῦ δεξιοῦ |
ὑπό τι περιφέρειαν ἐχόντων . Τούτῳ ὁ ὀμφαλὸς ἐκ γονῆς ἐμελάνθη , καὶ ἕλκος βαθὺ ἐγένετο , καὶ ὁ ὀμφαλὸς | ||
ἀπολυθέντων , ἃ κοινωνέει τούτων , ἢ ἐκ κατακλίσιος ἀμελέος ἐμελάνθη πτέρνη , καὶ τούτοισι τὰ παλιγκοτέοντα ἐκ τῶν τοιούτων |
πένητες αὐτῶν τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων προτιθέαται . Σίτοισι δὲ ὀλίγοισι χρέωνται , ἐπιφορήμασι δὲ πολλοῖσι καὶ οὐκ ἁλέσι : | ||
ἔκπτωμα : ηὐξημένῳ δὲ τὰ ὀστέα μένει . Γνάθος δὲ ὀλίγοισι τελέως ἐξήρθρησεν : ὀστέον τε γὰρ τὸ ἀπὸ τῆς |
καὶ ἢν μὲν ἄνω αἱ ὀδύναι ἔωσιν , ἢν μὲν ἰσχυρὴ ἡ γυνὴ ᾖ , πυριήσασθαι ὅλην καὶ φάρμακον δοῦναι | ||
διόρθωσις τὰ πᾶσι κοινὰ ποιέουσα . μηροῦ δὲ κατάτασις μὲν ἰσχυρὴ καὶ διόρθωσις κοινὴ ἢ χερσὶν ἢ μοχλῷ , τὰ |
ἀπερχόμενος . μέντοι ] ἀργόν , ὅμως . πεσών ] κατακλιθείς , καταπεσών . κείσομαι ] κατακείσομαι , ἐνταῦθα . | ||
ξύλων τῆς ἁλιάδος ἐπί τε ταπήτων τινῶν ξενικῶν καὶ ἐφεστρίδων κατακλιθείς οὐ γὰρ οἷός τε ἔφασκεν εἶναι κεῖσθαι ὡς οἱ |
διὰ παντὸς οὐκ ἄχροα , ἄνευ δὲ ὑποστάσιος . Τεσσαρεσκαιδεκαταίῳ ἱδρώτιον περὶ τὰ ἄνω : οὐ πολὺ μετριώτερον ἡ θέρμη | ||
πεπηγότες θρόμβοι . Ἄση δὲ περὶ τὴν καρδίην , καὶ ἱδρώτιον σχεδὸν καθ ' ὅλον τὸ σῶμα : καὶ τὸ |
κατὰ τοῦ φαρμάκου τὴν ἰσχύν . Ἱπποκόμος Παλαμήδεος , ἐν Λαρίσσῃ , ἑνδεκαετὴς , ἐπλήγη κατὰ τοῦ μετώπου ὑπὲρ τὸν | ||
ὅτε δὴ ἔμελλον ἰέναι , συντυγχάνει ἀγῶνι νέων ἐν τῇ Λαρίσσῃ . Καὶ ὁ Περσεὺς ἀποδύεται εἰς τὸν ἀγῶνα , |
κατὰ τὸ πλεῖστον τῆς αὐτῆς ὥρας ἐπισημαίνων . σαʹ . Τριταῖός ἐστιν ὁ μίαν εἴτε ἡμέραν εἴτε νύκτα ἐπισημαίνων , | ||
ἀγγείων τῆς ὕλης σηπομένης καὶ πολλὰς ἔχουσι τὰς διαφοράς . Τριταῖός ἐστι διαλείπων πυρετὸς καὶ διὰ μιᾶς ἡμέρας εἰσβάλλων , |
? λόγων ? [ ] , καὶ λήξαντος τοῦ χειμῶνος ὁρμίζονται ? [ εἰς ] τὴν Ῥώμην . ἔμαθεν ? | ||
καὶ εὐκαρποτέρη ἐστὶ καὶ ποιώδης μᾶλλόν τι καὶ ἔνυδρος . ὁρμίζονται δὲ ἐν Βάδει χώρῳ τῆς Καρμανίης οἰκουμένῳ , δένδρεά |
πολλῆς ἀξίους ἐμοί . κήδεος ὁ κηδεύσιμος καὶ ὑπὸ κηδεμονίαν πεπτωκώς : “ κήδεός ἐστι νέκυς . ” κηληθμῷ τῇ | ||
τρόπαια . ἀλλὰ τὸ μέγιστον αὐτοῦ τῶν τροπαίων Ἕκτωρ ἐστὶ πεπτωκώς . ἀκούσεται Πολυξένης τὰς Ἕκτορος νίκας διηγουμένης . ἀλλὰ |
βήττειν , λύττειν , ἐφ ' ὧν τὸ ἀνακογχυλιάσαι . ἔμπυος , ὑπόπυος . ὕφαιμος ἄναιμος , ἄνικμος , ὑπέρπλεως | ||
ἀσχολεῖσθαι ἀττικουργές βαθύς βοίδης βουκόρυζαν βρυχᾶται δεδείπνηκας διήρτησεν δύσριγος Ἐλευθέριος ἔμπυος ἐξανέψιοι , ἐξανέψιαι ἐπισημαίνειν ἔσχεν ἠγρηγόρειν καὶ ἐγρηγόρειν ἡμίγραφον |
ηʹ περὶ φλεγμονῆς τοῦ γαργαρεῶνος . θʹ περὶ κορύζης καὶ κατάῤῥου . ιʹ περὶ συνάγχης καὶ παρασυνάγχης . ιαʹ περὶ | ||
αἵ τε ἀπὸ ῥήξιος φλεβῶν τῶν παχειῶν , καὶ ἀπὸ κατάῤῥου τοῦ ἀπὸ κεφαλῆς . Τῶν δὲ ἡλικιῶν ἐπικινδυνόταται πρὸς |
καὶ αὐτῶν Ποσηνούς , ἀποχωρήσαντος τοῦ Καίσαρος , ἀποστάντας , ἐπιπεμφθεὶς αὐτοῖς Μᾶρκος Ἕλβιος εἷλεν καὶ τοὺς μὲν αἰτίους ἔκτεινε | ||
δεσπόταις ἐκρέμασε . Τῷ δ ' αὐτῷ χρόνῳ καὶ Λέντλος ἐπιπεμφθεὶς Ἀνδριάκῃ Μυρέων ἐπινείῳ τήν τε ἅλυσιν ἔρρηξε τοῦ λιμένος |
εἴ τις ὕδωρ καὶ ἄλειφα ἐς χαλκεῖον ἐγχέας , ξύλα πουλλὰ ὑποκαίοι πουλὺν χρόνον , τὸ μὲν δὴ ὕδωρ πολλῷ | ||
καὶ ἐμέουσι , καὶ ἔμπυοι γίνονται , καὶ ὡς τὰ πουλλὰ διεφθάρησαν : ἢν δὲ θεραπευθῶσιν ἀρχομένου τοῦ νουσήματος , |
οὖρα λεπτά . Ἕκτῃ , οὔρησεν ἐλαιῶδες : παρέκρουσεν . Ἑβδόμῃ , παρωξύνθη πάντα : οὐδὲν ἐκοιμήθη : ἀλλ ' | ||
καὶ τὰς ἑπομένας , πυρετὸς ὀξύς : γλῶσσα ξυνεκαύθη . Ἑβδόμῃ καὶ εἰκοστῇ , ἀπέθανεν . Τούτῳ κώφωσις διὰ τέλεος |
* ἀλείς : συστραφείς πλανείς * κοῖτον . . . θάμνῳ : στρωμνὴν ἐν δασεῖ κατεσκεύασεν καὶ ἔκτισεν * κοῖτον | ||
φησιν : ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάλλεται , ἣν παρὰ θάμνῳ ἔντος ἀμώμητον κάλλιπον οὐκ ἐθέλων . καὶ πάλιν Ἀθῆναι |
λίην ὀλίγη , οὔτε πουλλή . Ἑβδομαῖος καὶ ὀγδοαῖος καὶ ἐναταῖος ῥᾷον ἐδόκει φέρειν , καί τινες ὕπνοι ἐγένοντο , | ||
τὴν ἐπιβουλὴν καταμαθὼν καὶ καθ ' ἑτέρας ὁδοὺς ἐπανελθών : ἐναταῖος μὲν γὰρ εἰς Νέγρανα ἧκεν ὅπου ἡ μάχη συμβεβήκει |
, τῆς ἱστοκεραίας παθούσης τι δεινόν : ἔοικε γὰρ τῷ ἱστίῳ καὶ τῇ καταρτίῳ τῆς νεὼς ὅλης διὰ τὰς βύρσας | ||
ἐπανήγοντο , λαθόντες τὸν Σύφακα . ἀλλ ' ὃ μὲν ἱστίῳ χρώμενος παρέπλευσεν αὐτοὺς ἀδεῶς καὶ κατήχθη , ὁ δὲ |
παρὰ τοῦ Πιτταλάκου , ἀνείληπτο δὲ ὑπὸ τοῦ Ἡγησάνδρου , ὠδυνᾶτο οἶμαι ὁ Πιττάλακος , μάτην , ὥς γ ' | ||
καὶ ἀπόσιτος : τὴν ἡμέρην ῥᾴων , ἐς νύκτα δὲ ὠδυνᾶτο . Ἐπεὶ δὲ τὸ κατὰ τὸ οὖς ἐῤῥάγη πῦον |
ὑπόστασιν ἔχον : ἵδρωσε πολλῷ θερμῷ δι ' ὅλου : ἄπυρος : ἐκρίθη . ϠΧΔΙΚΔΥ . Ἐν Θάσῳ γυνὴ δυσήνιος | ||
, οὐδὲ ἱππικόν , ἀλλὰ γυμνὸς ὅπλων , ἀσίδηρος , ἄπυρος , λυμανεῖται τῇ ψυχῇ , καὶ πολιορκεῖ αὐτήν , |
ἡ ὄρεξιϲ ἐϲ τέρμα ἥκει . Περὶ κοιλιακῆϲ διαθέϲιοϲ . Κοιλίη , ϲπλάγχνον πεπτήριον , κάμνει τὴν πέψιν , ὁκότε | ||
, ἢν μέλλῃ ὑγιὴς ἔσεσθαι . Καύσου γένος ἄλλο . Κοιλίη ὑπάγουσα , δίψης μεστὴ , γλῶσσα τρηχείη , ξηρὴ |
πόλει ἐπὶ τῶν νεῶν τὰς μηχανάς . καὶ πρῶτα μὲν κατέσεισε τοῦ τείχους ἐπὶ μέγα , ὡς δὲ ἀποχρῶν εἰς | ||
μηχανήν . τοῦ μεγάλου οἰκοδομήματος : τῶν Πλαταιέων δηλονότι . κατέσεισε : τὸ τεῖχος δηλονότι . ἄλλας δέ : μηχανὰς |
χείρω , μεγάλα καὶ ἐπίκαιρα , φόβος , δυσφορίη . Πέμπτῃ πρωῒ κατήρτητο , καὶ κατενόει πάντα : πουλὺ δὲ | ||
: ἵδρωσε περὶ κεφαλὴν ὀλίγῳ ψυχρῷ : ἄκρεα ψυχρά . Πέμπτῃ , πάντα παρωξύνθη : πολλὰ παρέλεγε , καὶ πάλιν |
ὑποφαίνει [ καὶ ] κνισμὸν ὀνομάζων . ἢ λυπουμένη : ἤλγει μὲν γὰρ ὡς μήτηρ , στέργουσα τὸ τέκνον : | ||
. ἐν ἀκμῇ δὲ ὢν τῆς τότε ὀδύνης καὶ ὧν ἤλγει , οὐκ ᾔδει τὴν ὁδὸν τὴν πορεύουσαν ἐς αὐτοῦ |
κόπου , ἢ ἄγρυπνος ἡ νὺξ γένοιτο : ἑσπέρας δὲ δειπνήσας καθευδέτω . Τῶν μὲν οὖν σιτωδῶν ἁρμόδια ἄρτος κλιβανίτης | ||
καὶ παρασκευάσας ἑαυτὸν αὖθις δευτέρῳ στόλῳ ἐπέπλευσε τῇ Σικελίᾳ καὶ δειπνήσας πάλιν ὀλίγας ἡμέρας ὑπὸ ἀμαθίας ἐξέπεσε . καὶ αὕτη |
. Τὴν ἕδρην ἐμβάλλει : ἀσταφίδι λείῃ , τετριμμένῃ , ξηρῇ , ἐπαλείφειν τὴν ἕδρην . Τὰ πεπωρωμένα διαχεῖ : | ||
πῦρ καὶ τὸ ὕδωρ ὡσαύτως . Εἰ μὲν οὖν ἐν ξηρῇ τῇ χώρῃ περικινέεται , κρατέει τοῦ ξυνεμπεσόντος ὕδατος , |
. τάχιστα δ ' ἔθνησκον , ὅτ ' ἐπιῤῥιγώσειαν πυρετώδει ῥίγει . τούτους οὐδὲ ἀναστάσει πιεζομένους οὐδὲν ἄξιον λόγου ὠφελεῖ | ||
παρὰ τὸν ἄῤῥωστον εὐθὺς κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν εὗρον αὐτὸν ῥίγει συνεχόμενον . ἐγένετό μοι τοῦτο γνώρισμα , τοῦτον τοιοῦτον |
νοῦσον ἐγίνετο τάδε . Ὑπὸ Κύρου κατασταθεὶς ἦν Σαρδίων ὕπαρχος Ὀροίτης ἀνὴρ Πέρσης . Οὗτος ἐπεθύμησε πρήγματος οὐκ ὁσίου : | ||
θάνατον καὶ τῶν μάγων τὴν βασιληίην μένων ἐν τῇσι Σάρδισι Ὀροίτης ὠφέλεε μὲν οὐδὲν Πέρσας ὑπὸ Μήδων ἀπαραιρημένους τὴν ἀρχήν |
οἷς ἔδει τιμᾶσθαι ἐπὶ τούτοις καὶ εὐθύνεσθαι , οἷον ἠνέχθη σκηπτὸς ἐπὶ τὴν Περικλέους οἰκίαν , εὑρέθησαν χίλιαι πανοπλίαι καὶ | ||
ἡ παῖς ἦν : καὶ ἀπέσφακτο ἄν , εἰ μὴ σκηπτὸς κατηνέχθη ἀμφοῖν μέσος . μὴ ἰσχύουσα τεκεῖν ὁμοῦ τι |
. Τρίτῃ , δυσφόρως : διψώδης : ἀσώδης : πουλὺς βληστρισμός : ἀπορίη : παρέκρουσεν : ἄκρεα πελιδνὰ , καὶ | ||
Ἑβδόμῃ , ἐπεῤῥίγωσεν : πυρετὸς ὀξύς : δίψα πουλλή : βληστρισμός : περὶ δείλην , ἵδρωσε δι ' ὅλου ψυχρῷ |
καὶ ὑποστρεφομένης τῆς νούσου ἀπόλλυται . Ὁκόσας γεραιτέρας λαμβάνει ἡ νοῦσος αὕτη , κατασήπονται αἱ ὑστέραι , ἐκφεύγουσι δὲ πάνυ | ||
δ ' ἄρα συμφορέοιτο Δίκῃ πανδῖα Σελήνη , δηρὸν ἀμυδρὴ νοῦσος ἐφημερίοις κε πέλοιτο ἀνθρώποις : πότμον δ ' ὑπαλεύεται |
Ὅτι Ἰφικράτης λείαν ἔκ τινων χώρων συναρπάσας πολλὴν , ἐπειδὴ ἐδιώκετο παρὰ τοῦ φρουράρχου , πρὸ τῆς λείας τοὺς ὁπλίτας | ||
ἀλλ ' ἐκείνη μὲν ἔφυγεν αὐτὸν διώκοντα ἐν πεδίῳ καὶ ἐδιώκετο ἐν πλάτει : σὲ δὲ καὶ εἴσω θυρῶν ἀπεκλείσαμεν |
ἄφωνον καθιστᾶσι καὶ ἄφρονα τὸν ἄνθρωπον . Αἱ δὲ χεῖρες ἀκρατέες γίνονται καὶ σπῶνται , τοῦ αἵματος ἀτρεμίσαντος καὶ μὴ | ||
ἄνω μέρεϊ μᾶλλον τὸ λόρδωμα γένηται , παντὸς τοῦ σώματος ἀκρατέες καὶ κατανεναρκωμένοι γίνονται . Μηχανὴν δὲ οὐκ ἔχω οὐδεμίην |
τὸν ἱδρῶτα ἔληξαν αἱ ὀδύναι : ἐς τὴν ἑσπέρην πάντα ἐχάλασεν . Ἐνάτῃ , οὐκ ἔτι ἤμεσεν : ἐθερμάνθη μᾶλλον | ||
ἤλγησεν : πυρετὸς ἐπεῖχε βληχρός : ὁ δὲ πνιγμὸς τριταίῃ ἐχάλασεν . Τετάρτῃ , σπασμώδης , ἄφωνος : ῥέγχος , |