ἀπολαύσῃ τελέως , καὶ ἐπικρατήσῃ , καὶ λαπαχθῇ τε καὶ ἡσυχάσῃ , ἀλλ ' ἐπιζέουσάν τε καὶ ἐζυμωμένην καινὰ ἐπεσηνέγκατο
εἴσω ἡμερῶν εἴκοσι , ἐὰν μικρὸν ᾖ τὸ ὀστέον καὶ ἡσυχάσῃ ὁ πάσχων . εἰ [ μὴ ] γὰρ μὴ
6972768 Ἑλλησποντιος
τὸν ἄνδρα . κατ ' ἐκείνους δὴ τοὺς χρόνους καὶ Ἑλλησπόντιος παρ ' αὐτὸν ἀφικνεῖται , καὶ βραδέως μὲν συνῆλθον
: οὐδὲ γὰρ ἄπειρος ἦν ἰατρικῆς ὁ ταῦτα γράφων . Ἑλλησπόντιος δὲ ἀκούσας παρῆν , ἀγανακτῶν καὶ ποτνιώμενος , ὡς
6879390 λειποθυμιηϲ
κρέϲϲον γὰρ ἀπωτάτω ἄγειν . τὸ δὲ πλῆθοϲ μὴ μέχρι λειποθυμίηϲ : περιπνευμονίην γὰρ ἐπιφοιτῆϲαι κίνδυνοϲ , ἢν τὸ ϲῶμα
λῦϲαι καὶ πάντα μειῶϲαι . οὐκ ἀγεννὲϲ δὲ καὶ μέϲφι λειποθυμίηϲ ἄγειν , μὴ μέντοι λειποθυμέειν : μετεξέτεροι γὰρ ξὺν
6872269 ᾠδεε
τὴν γαστέρα , καὶ στρόφος ἐς τὸ ἔντερον , καὶ ᾤδεε , πνεῦμα δὲ προΐστατο , καὶ ἀπορίη ξὺν ὀδύνῃ
. Ὧ | δ ' ἐν Ἀβδήροις ἐῤῥάγη κάτω , ᾤδεε πρόσθεν : τὰ ἀνῳδηκότα , ἀπυρέτῳ : τὸ δὲ
6818102 ἐουσεων
δέοντος χωρήσῃ γυναικὶ τὰ λοχεῖα , οἷα τῶν μητρέων στενοστόμων ἐουσέων καὶ παρεστραμμένων , ἢ τοῦ αἰδοίου ἐπιμεμυκότος κάρτα ὑπὸ
. Ἠγάγετο δὲ τούτων τοὺς μὲν ἐκ τῶν κατὰ Μέμφιν ἐουσέων λιθοτομιέων , τοὺς δὲ ὑπερμεγάθεας ἐξ Ἐλεφαντίνης πόλιος πλόον
6784137 Στρουθια
εὐχώμεθα . κοτύλας χωροῦν δέκα ἐν Καππαδοκίαι κόνδυ χρυσοῦν , Στρουθία , τρὶς ἐπέπιον μεστόν γε . Ἀλεξάνδρου πλέον τοῦ
εὐχώμεθα . κοτύλας χωροῦν δέκα ἐν Καππαδοκίᾳ κόνδυ χρυσοῦν , Στρουθία , τρὶς ἐξέπιον μεστόν γ ' . Ἀλεξάνδρου πλέον
6678087 εὐπνοος
: οὔροισιν ὑπόστασις πολλὴ , λευκή : ἄδιψος ἐγένετο : εὔπνοος . Τριακοστῇ τετάρτῃ , ἵδρωσε δι ' ὅλου :
, ἐβλάβη μᾶλλον . Ἀπ ' ἀρχῆς πάντων ἀνώδυνος καὶ εὔπνοος : μεσοῦντος δὲ τοῦ χρόνου , πλευροῦ δεξιοῦ ἐγένετο
6651171 Ἐτελευτα
“ συνεχές τε ἔλεγε πολυτελὲς ἀνάλωμα εἶναι τὸν χρόνον . Ἐτελεύτα δὴ γηραιός , βιοὺς ἔτη πέντε καὶ ὀγδοήκοντα ,
βούλεσθαι ὀνομαστῷ εἶναι , ὡς θανάτου τιμᾶσθαι τὸ σφαλῆναι . Ἐτελεύτα μὲν οὖν ἀμφὶ τὰ ἓξ καὶ ἑβδομήκοντα ξυντακὴς γενόμενος
6641325 ἐκουφισθη
πόνοι : κάθαρσις ἐπαύσατο . Προσθεμένῃ δὲ , ταῦτα μὲν ἐκουφίσθη , κεφαλῆς δὲ καὶ τραχήλου καὶ ὀσφύος πόνοι παρέμενον
ἐπέπαυτο , καὶ ὁ πυρετὸς ἐπρηΰνετο , καὶ τὰ ὅλα ἐκουφίσθη , καὶ ἐκρίθη τεσσαρεσκαιδεκαταῖος . Εὔδημος σπλῆνα ἐπόνει ἰσχυρῶς
6634843 ἠμεσεν
δίψος ἐπιπόνως . Τρισκαιδεκάτῃ , μέλανα , δυσώδεα , πουλλὰ ἤμεσεν : ῥῖγος : περὶ δὲ μέσον ἡμέρης ἄφωνος .
κρημνοῦ κόρη πεσοῦσα , ἄφωνος : ῥιπτασμὸς αὐτὴν εἶχεν : ἤμεσεν ἐς νύκτα : αἷμα συχνὸν ἐῤῥύη , κατὰ τὸ
6616219 ἐναυμαχουν
ἐπεὶ καιρὸς ἐδόκει εἶναι , ὥρμησαν ἐπὶ τοὺς Ἀθηναίους καὶ ἐναυμάχουν . καὶ χρόνον ἀντεῖχον πολὺν ἀλλήλοις . καὶ τῶν
, γενομένου μὲν ἡμέραι , καθ ' ἣν οἱ Ἕλληνες ἐναυμάχουν ἐν Σαλαμῖνι πρὸς τὸν Μῆδον , ἀποθανόντος δὲ καθ
6589318 ἐῤῥυη
ἔπειτά τι καὶ αἷμα ἐκ τοῦ κατ ' ἴξιν σμικρὸν ἐῤῥύη . Τῇ οἰκέτιδι , ἣν νεώνητον ἐοῦσαν κατεῖδον ,
, δύσπνοός τε ἦν . Ὀγδόῃ , ἀγκῶνα ἔταμον : ἐῤῥύη πολλὸν , οἷον ἔδει : ξυνέδωκαν μὲν οἱ πόνοι
6577591 ἱδρωσεν
, ὑπόσυχνα . Ἑπτακαιδεκάτῃ , ἐπεῤῥίγωσεν : πυρετὸς ὀξύς : ἵδρωσεν : ἄπυρος : ἐκρίθη : οὖρα μετὰ ὑποστροφὴν καὶ
οὐ λίην . Ἐνάτῃ , ἐπεῤῥίγωσεν : πυρετὸς ὀξύς : ἵδρωσεν : ψύξις : παρέκρουσε , δεξιῷ ἴλλαινεν : γλῶσσα
6574297 λακκῳ
δὲ τοῦτο κατὰ βραχὺ ἀθροιζόμενον καθ ' ἑκάϲτην ἡμέραν ἐν λάκκῳ τινὶ καὶ ἦν χλιαρὸν καὶ χλωρὸν ὄζον χαλκίτεωϲ καὶ
καὶ στρογγύλαι , ὡς αἱ ἐν Δικαιαρχίᾳ ἐν τῷ Λουκρίνῳ λάκκῳ καὶ ἐν τῷ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ λιμένι : γλυκεῖαι γὰρ
6564943 ἀριστευουσιν
τὴν τάξιν ἐκδώσομεν : ἐγὼ προλέγω πρὸ τῶν ἔργων τοῖς ἀριστεύουσιν , ἂν ἀφῇ τις τῇ ἀ τοῦτον ἐκδίδωμι .
; κοίρανος ἰφθίμοισι καὶ ἀπτολέμοισι κελεύει . οὐκ αἰεὶ θεράποντες ἀριστεύουσιν Ἀθήνης : ὠκύμοροι θνῄσκουσιν ὑποδρηστῆρες Ἐνυοῦς . τοίην κοιρανίην
6560166 ζωννυται
: διὰ τὸ ἐλαφρὸν ἐποίουν ἀπὸ ἰτέας τὰς ἀσπίδας . ζώννυται : ὁπλίζεται : συνεκδοχικὸν ἀπὸ μέρους τὸ πᾶν ὡς
συρραφῇ ἀντικείμενον εἰς δύο ῥήγνυται σκέλη . τῇ ζώνῃ περιχάσκων ζώννυται ὁ πάσχων , καὶ τότε ὁ εὐθὺς τελαμὼν ἀπὸ
6552456 μελετηθῃ
καθεστήκῃ ἐν τοῖσιν αὐτοῖσιν ἄρθροισιν : ἢν δὲ μὴ οὕτω μελετηθῇ , τὸ λοιπὸν τηκόμενος θνήσκει : ἡ γὰρ νοῦσος
ἑξάμηνος : ἢν δὲ ἀμελείη τις ἐγγένηται καὶ μὴ παραχρῆμα μελετηθῇ , ἐν τάχει ἀποθνήσκει . Καὶ τὸν καταλεπτυνόμενον τοῖσιν
6551635 Πετραντος
ἐν ἑκατέροις τοῖς μέρεσιν . Γίνονται ὁμοῦ ἀπὸ Ἀλεξανδρείας ἕως Πετράντος στάδιοι ͵αϚʹ . Ἀπὸ Πετράντος ἐπὶ τὴν Κάρδαμιν στάδιοι
τὸν Μικρὸν Πετράντα στάδιοι * . ] Ἀπὸ τοῦ Μικροῦ Πετράντος εἰς τὸν Βάτραχον στάδιοι λʹ : ὕφορμός ἐστι θερινός
6536978 στερομαι
μοι , χρονίαν ς ' ἐσιδὼν τῶν σῶν εὐθὺς φίλτρων στέρομαι καὶ ς ' ἀπολείψω σοῦ λειπόμενος . πόσις ἔστ
πόσις ἡμῶν προδότης γέγονεν ; στέρομαι δ ' οἴκων , στέρομαι παίδων , φροῦδαι δ ' ἐλπίδες , ἃς διαθέσθαι
6517997 ἐξελειπε
χάριτος τῆς ὀφειλομένης ἀπολαμβάνει τιμωρίας ὑπὲρ ἄνθρωπον . οὐ μὴν ἐξέλειπε τὸ ζῆν , εἴτε δαιμονίου τινὸς ἐλεήσαντος , εἴτε
ἐπελογισάμεθα γεγονέναι μετὰ δ ὥρας ἰσημερινὰς τοῦ μεσονυκτίου : καὶ ἐξέλειπε τὸ ἥμισυ τῆς διαμέτρου ἀπ ' ἄρκτων , ἐπεῖχε
6504169 διετελεον
χρόνον δὲ αὐτοῦ οἱ ἀπόγονοι γενόμενοι ἱροφάνται τῶν Χθονίων Θεῶν διετέλεον ἐόντες , Τηλίνεω ἑνός τεο τῶν προγόνων κτησαμένου τρόπῳ
ἄλλως τὸ νούσημα ἐπίδημον ἦν : τὰ δ ' ἄλλα διετέλεον ἄνοσοι . Πρωῒ δὲ τοῦ ἦρος ἤρξαντο καῦσοι ,
6503662 Ἑβδομῃ
οὖρα λεπτά . Ἕκτῃ , οὔρησεν ἐλαιῶδες : παρέκρουσεν . Ἑβδόμῃ , παρωξύνθη πάντα : οὐδὲν ἐκοιμήθη : ἀλλ '
καὶ τὰς ἑπομένας , πυρετὸς ὀξύς : γλῶσσα ξυνεκαύθη . Ἑβδόμῃ καὶ εἰκοστῇ , ἀπέθανεν . Τούτῳ κώφωσις διὰ τέλεος
6493764 Ἐνατῃ
νύκτα εὐφόρως : οὖρα εὐχρούστερα : ὑπόστασιν εἶχε σμικρήν . Ἐνάτῃ ἵδρωσεν : ἐκρίθη : διέλιπεν . Πέμπτῃ ὑπέστρεψεν :
δὲ νύκτα ἄγρυπνος , καὶ ἐπόνει μᾶλλον ἐς νύκτα . Ἐνάτῃ ἡ γαστὴρ ἐξεταράχθη ὑδατώδεα διαχωρήσασα , ὡσαύτως δὴ καὶ
6489172 κορυθι
κὰκ κεφαλήν : ἣ δ ' ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη ἐν κόρυθι βριαρῇ : ὃ δ ' ἄρα πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ
ἀγρίου , πρόσθεν δὲ σάκος στέρνοιο κάλυψε καλὸν δαιδάλεον , κόρυθι δ ' ἐπένευε φαεινῇ τετραφάλῳ : καλαὶ δὲ περισσείοντο
6484401 ἐκτιτρωσκουσα
, ἐὰν χρονία γένηται ἡ νόσος . ἡ δ ' ἐκτιτρώσκουσα γυνὴ τελευτήσει . Σελήνης Σκορπίῳ : ὁ κατακλιθεὶς ἐν
γίνονται , μόνος δὲ ὁ ὕδερος ἐπισφαλής . ἡ δὲ ἐκτιτρώσκουσα γυνὴ ἐν μὲν τῇ αʹ ἡμέρᾳ κινδυνεύσει χαλεπῶς ,
6481677 χανοντος
μου , ἴδε : ἡ σταφυλή μου κατέβη . καὶ χανόντος ὁ ἰατρὸς ἀποστρεφόμενος ἔλεγεν : Οὐχὶ ἡ σταφυλή σου
γονὴν μὴ κυΐσκηται , ξυμβαίνει δὲ τοῦτο πλείστῃσι τοῦ στομάχου χανόντος τῆς μήτρης παρὰ φύσιν , τὰ ἐπιμήνια πλείω γίνεται
6477027 λευκασπιν
ἀσπίδος τύποις ἐπῆν : πῶς οὖν ἀνωτέρω [ ] εἶπε λεύκασπιν εἰσορῶμεν Ἀργείων στρατόν : ἐν δὲ τῇ Ἀντιγόνῃ λέγει
τὸ πεδίον , ἐν δὲ τοῖς ἑξῆς φησι [ ] λεύκασπιν εἰσορῶμεν Ἀργείων στρατόν . ἀλλ ' οὐ πάντες ἦσαν
6470058 τελεσθησεται
τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται . . . . . . ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ
πᾶσαν πᾶσι φανερῶν Χρόνος , ἐνδεικνύμενος ὅτι ἐπὶ πολὺν χρόνον τελεσθήσεται . ταύτᾳ δ ' ἐν πρωτογόνῳ τελετᾷ : ἐν
6463256 πρωτῃσιν
ἀΐσσουσα . Οὗτος ὅταν οὕτως ἔχῃ , ἐν μὲν τῇσι πρώτῃσιν ἡμέρῃσιν ἕνδεκα ῥοφήμασι χρεέσθω , πτισάνης χυλῷ καθέφθῳ μέλι
, ἔπειτα ἀνατρέφειν μὴ βραδέως : ἢν γὰρ ἐν τῇσι πρώτῃσιν ἡμέρῃσι μὴ φλεγμήνῃ , ἐν εἴκοσιν ἡμέρῃσιν ἡ γνάθος
6454129 προειχε
ʃ ἐγγὺς ἴσοι καὶ σχεδὸν παραπλήσιοι φ ʃ ἰσοσθενεῖς φ προεῖχε δέ : τοῦ πλοῦ δηλονότι . ᾑροῦντο : ἐλάμβανον
ἐκ Διὸς συλληφθέντα ὑπὸ τῆς Πρωτογενείας ἴδιον νενομικέναι παῖδα . προεῖχε μέντοι ἡ γυνὴ ἡ Πρωτογένεια τὸ σπέρμα τοῦ Διός
6453473 Τεταρτῃ
Ἀλέξανδρον καὶ αὐτὸς ἀπαξιώσας τι παθεῖν πρὸς αὐτοῦ ἄχαρι . Τετάρτῃ δὲ ἡμέρᾳ ἐς Ἔφεσον ἀφικόμενος τούς τε φυγάδας ,
λευκή : διαχωρήματα μέτρια , ὑγρά : οὖρα χολώδεα . Τετάρτῃ ἐς νύκτα , τὰ γυναικεῖα ἦλθε πουλλά : ἔληξεν
6451940 ηὐλισθησαν
οὕτως ἀναπαύοιτο τὸ στράτευμα . ἐνταῦθα καὶ οἱ περὶ Ξενοφῶντα ηὐλίσθησαν αὐτοῦ ἄνευ πυρὸς καὶ ἄδειπνοι , φυλακὰς οἵας ἐδύναντο
ἓξ ἢ ἑπτὰ στάδια τῶν Καρδούχων . τότε μὲν οὖν ηὐλίσθησαν μάλα ἡδέως καὶ τἀπιτήδεια ἔχοντες καὶ πολλὰ τῶν παρεληλυθότων
6449039 ἠφανισται
αὐτὸν ζῶντα ἐκέκτηντο καὶ θανόντα ἔχουσιν . . κέκοπται ] ἠφάνισται . χαράσσεται ] διασχίζεται τοῖς θρήνοις . . λεύσσων
τὰ σκῦλα τῶν Ἀλβανῶν τριδύμων . τὰ μὲν οὖν ὅπλα ἠφάνισται διὰ μῆκος χρόνου , τὴν δ ' ἐπίκλησιν ἡ
6447088 ἐνοντες
' αὐτομόλων ὅτι οὔτε Βρασίδας ἐν τῇ Τορώνῃ οὔτε οἱ ἐνόντες ἀξιόμαχοι εἶεν , τῇ μὲν στρατιᾷ τῇ πεζῇ ἐχώρει
, σκοπέοντες διάθεσιν φθινώδεα , φυλασσόμενοι ἑτέρων ἰητρῶν ἐπεισαγωγὴν , ἐνόντες ἐν μισοπονηρίῃ βοηθήσιος . Οἵ τε νοσέοντες ἀνιέμενοι νήχονται
6440303 ἐκλειχοι
εἰ διπλάσιον μέτρον οἴνου ἀκρήτου πίνοι τις ἢ ὁκόσον μέλι ἐκλείχοι , πολλῷ ἂν δήπου ἰσχυρότερος εἴη ὑπὸ τοῦ μέλιτος
μόνον δ ' αὐτὸ τὸ μέλι εἴ τις μὴ ἀφεψήσας ἐκλείχοι , καλῶς ὑπάγει . τὸ δ ' ἐπ '
6439379 ἀγωνιζου
διὰ τούτων πειρᾶσθαι τοὺς ὁπλίτας τοῦ τείχους . καὶ οὕτως ἀγωνίζου καλῶς καὶ πειρῶ ἀνὴρ ἀγαθὸς εἶναι . αὐτὸς δέ
μὴ κοινωνήσῃς τῷ πράγματι ι στρατεύῃ εὐτυχῶς α οὐκ ἀθαρρῶν ἀγωνίζου β ἀπολύεται ὁ συνεχόμενος γ καταλλάσσῃ τῇ γυναικί δ
6435316 Ἀδην
ὅτι προτιμητέον τοὺς οἰκείους εἰς βοήθειαν ἐν καιρῷ περιστάσεως . Ἄδην : τὸ ἅλις : Πλάτων πολλαχοῦ κέχρηται : ἢ
: ὣς τῆμος Πριάμοιο πάις περικωκύεσκε δυσμενέων ἐν χερσίν . Ἄδην δέ οἱ ἔκχυτο δάκρυ : ὡς δ ' ὁπότε
6428645 συνηψαμεν
εἶδον εἶδον ἐν πύλαις Πριαμίσι : φασγάνων δ ' ἀκμὰς συνήψαμεν . τότε δὴ τότε διαπρεπεῖς † ἐγένοντο Φρύγες ὅσον
ἔστι δὲ τὸ ἑξῆς τοῦ λόγου : φασγάνων τε ἀκμὰς συνήψαμεν καὶ ἡττήθημεν κατὰ κράτος ὥσπερ καὶ ἐν τῷ κατὰ
6422636 καταπεφευγοτες
τῶν χωρίων ἐλάμβανον . οἱ δ ' ἐν τῷ Ἡραίῳ καταπεφευγότες ἐξῇσαν , ἐπιτρέψοντες Ἀγησιλάῳ γνῶναι ὅ τι βούλοιτο περὶ
τέκνα δὲ καὶ γυναῖκες καὶ οἱ γεγηρακότες εἰς τὰ ἱερὰ καταπεφευγότες μετὰ τῆς ἐσχάτης ὕβρεως ἀπήγοντο . τῶν δὲ Θηβαίων
6416291 ὑπερειχε
ἀλλ ' εἰ κοινὰ μὲν πάντα ἦν , μηδεὶς δὲ ὑπερεῖχε μηδενὸς , πάντες δ ' ἐξ ἴσου συνετέλουν ,
ἀνελέσθαι . δίψει δ ' ἐξώλλυντο , ὕδωρ δ ' ὑπερεῖχε γενείου . ὅτι Ἀθήνησιν οἱ μὴ λύσαντες τὸν προτεθέντα
6412560 Δευτερῃ
ἔτεκε θυγατέρα , καὶ τἄλλα πάντα κατὰ λόγον ἦλθεν . Δευτέρῃ μετὰ τόκον , ἔλαβε πυρετὸς ὀξύς : καρδίης πόνος
ἐκρίθη . Μέτωνα πῦρ ἔλαβεν : ὀσφύος βάρος ἐπώδυνον . Δευτέρῃ ὕδωρ πιόντι ὑπόσυχνον , ἀπὸ κοιλίης καλῶς διῆλθεν .
6405960 Φερετιμη
τῷ Κορινθίων θησαυρῷ κεῖται . Ἀπικομένη δὲ παρὰ τοῦτον ἡ Φερετίμη ἐδέετο στρατιῆς ἣ κατάξει σφέας ἐς τὴν Κυρήνην :
τοῦ χρησμοῦ ἐξέπλησε μοῖραν τὴν ἑωυτοῦ . Ἡ δὲ μήτηρ Φερετίμη , ἕως μὲν ὁ Ἀρκεσίλεως ἐν τῇ Βάρκῃ διαιτᾶτο
6404747 Γωβρυεω
ἀπεδέδεκτο ἡ γνώμη , συνεστήκεε δὲ ταύτῃ τῇ γνώμῃ ἡ Γωβρύεω , τῶν ἀνδρῶν τῶν ἑπτὰ ἑνὸς τῶν τὸν μάγον
τῇ ἕδρῃ , ἐνθαῦτα ἐς λόγους ἦλθον Μαρδόνιός τε ὁ Γωβρύεω καὶ Ἀρτάβαζος ὁ Φαρνάκεος , ὃς ἐν ὀλίγοισι Περσέων
6403884 πεσεα
' ἀλλήλων πάλλουσαι . ἢ ἐπὶ πόλεμον κινηθεῖσαι : πέσεα πέσεα : θέλει εἰπεῖν ὅτι πεσόντες αἱμάξουσι τὰ σώματα .
κατ ' ἀλλήλων πάλλουσαι . ἢ ἐπὶ πόλεμον κινηθεῖσαι : πέσεα πέσεα : θέλει εἰπεῖν ὅτι πεσόντες αἱμάξουσι τὰ σώματα
6400717 σιγωσα
ἄλλοθεν ἄλλος , οὐδὲ φυλάσσονται σεμνὰ Δίκης θέμεθλα , ἣ σιγῶσα σύνοιδε τὰ γιγνόμενα πρό τ ' ἐόντα , τῶι
. Ἐνάτῃ , πολλὰ παρέλεγε , καὶ πάλιν ἱδρύνθη : σιγῶσα . Τεσσαρεσκαιδεκάτῃ , πνεῦμα ἀραιὸν , μέγα , διὰ
6395504 ἀπωσθῃ
καὶ αὐτὴν τὴν τῆς τροφῆς δεομένην σάρκα . ἀλλὰ κἂν ἀπωσθῇ ποτε φαρμάκοις τισὶν ἢ σιτίοις βελτίοσιν ἢ ταῖς φυσικαῖς
ἡ ἀνταπόδοσις γίνεται καθάπερ παλιρροοῦντος τοῦ ἀέρος : ὃ γὰρ ἀπωσθῇ κατὰ χειμῶνα , πλείους γὰρ ὡς ἐπίπαν βόρειοι πνέουσι
6393642 φρουρω
ἄρτοι τρυφῶντες . Ὁτιὴ σχεδόν τι μῆνας ἐγγὺς τρεῖς ὅλους φρουρῶ τὸν Ἐνδυμίωνα . Ἀνδράποδα πέντε , πωλικὸν ζεῦγος βοῶν
παγκάκιστε , ποῦ ποτ ' εἶ ; τηλοῦ σέθεν φυλακαῖσι φρουρῶ σῶμ ' Ὀδυσσέως τόδε . πῶς εἶπας ; ὄνομα
6392744 ἐπισιτισαμενοι
καὶ εὐθὺς ἀνήχθησαν εἰς Σηστόν . ἐκεῖθεν δ ' εὐθὺς ἐπισιτισάμενοι ἔπλευσαν εἰς Αἰγὸς ποταμοὺς ἀντίον τῆς Λαμψάκου : διεῖχε
ἐν ταῖς ναυσίν , ἐς Σάμον ἀπέπλευσαν . ἐκεῖθεν δὲ ἐπισιτισάμενοι αὖθις ἐπέπλεον τῇ Μιλήτῳ : καὶ τὰς μὲν πολλὰς
6392093 περιεωρων
εἰκός : οἱ δὲ περὶ τὸν Θηβαῖον καὶ τὸν Εὔφρονα περιεώρων ταῦτα , ὥσπερ ἐπὶ θέαν περιδεδραμηκότες . τούτων δὲ
οὐδεὶς ἐξῄει τῶν δημοτῶν , ἀλλ ' ἐπέχαιρόν τε καὶ περιεώρων τὰ γινόμενα : ἡ δὲ τῶν πατρικίων χεὶρ οὐκ
6390358 ὑπορρεοντες
οἱ μὲν οὖν ἀτενεῖς περιττότερα ἤθη ἐμφαίνουσιν , οἱ δὲ ὑπορρέοντες δολερώτερα , εἰ μέντοι ὑπορρέοιεν ἀμαυρότητι , μωρότερα σημαίνουσι
ἃς οἰκείων καὶ συγγενῶν ὅμιλοι μεγάλοι καὶ πολυάνθρωποι κατὰ μικρὸν ὑπορρέοντες ἀψοφητὶ ταχέως ἐξεφθάρησαν . εἰς ἅπερ , οἶμαι ,
6388041 ἐουσῃ
. Ὣς φάτο : ταὶ δ ' ἐπίθοντο παλαιοτέρῃ περ ἐούσῃ , ὑσμίνην δ ' ἀπάνευθεν ἐσέδρακον . Ἣ δ
ἀναδινέει , καὶ ζοφοειδὲς ὁρῇ . Γυναικὶ δὲ ἐκ τόκου ἐούσῃ ἡ κάθαρσις ἐπὴν ᾖ , οὐκ εὐμαρέως χωρέει ,
6386149 συνδετου
” χρώμενος καὶ „ βοῶν „ ἃ πέπονθεν ὑπὸ κακοῦ συνδέτου τηλαυγῶς εὑρίσκεται : πῶς γὰρ ὁ μηκέτ ' ὢν
ἀλογεῖ μόνον στοχαζόμενος , ἵνα μὴ ὑπὸ κακοῦ καὶ νεκροῦ συνδέτου πλημμελῆται τὸ ἄριστον ἡ ψυχή . ὁρᾷς ὅτι τὸν
6384770 εῃ
οἱ Δίδυμοι ἄρχονται ἐπιτέλλειν : νότια . Ἐν δὲ τῇ εῃ Εὐδόξῳ Ὑάδες ἑῷαι ἐπιτέλλουσιν . Ἐν δὲ τῇ ζῃ
τῇ δῃ Εὐδόξῳ Αἲξ ἀκρόνυχος ἐπιτέλλει . Ἐν δὲ τῇ εῃ Εὐκτήμονι Πλειάδες ἑσπέριαι φαίνονται ἐκ τοῦ πρὸς ἕω :
6383788 Σαρδιων
ἐνθαῦτα χειμερίσας ἅμα τῷ ἔαρι παρεσκευασμένος ὁ στρατὸς ἐκ τῶν Σαρδίων ὁρμᾶτο ἐλῶν ἐς Ἄβυδον . Ὁρμημένῳ δέ οἱ ὁ
χειρὶ Μύρων . Οὔ μοι μέλει τὰ Γύγεω , τοῦ Σαρδίων ἄνακτος , οὔθ ' αἱρέει με χρυσός , οὐ
6382999 ζωουται
ἐπὶ τῶν φυτῶν , μὴ θαυμάζειν εἰ τῆς γαστρὸς προελθὸν ζωοῦται , καθάπερ οὐ θαυμάζομεν πῶς πρὶν ἐκ τοῦ πατρὸς
καὶ ἐς τροφὴν βρέφεος . Ζωοῦται τὰ μὴ ζῶα , ζωοῦται τὰ ζῶα , ζωοῦται τὰ μέρεα τῶν ζώων .
6374842 κατεσποδημενοι
' ἀμφιλέκτως ] ἀναμφιβόλως . ἀμφιλέκτως ] ἀμφιβόλως . θΞ κατεσποδημένοι ] οἱ καὶ τῇ σποδῷ καὶ τῷ χοῒ κεκονισμένοι
. κατεσποδημένοι ] σποδῷ κεκονιαμένοι . κατεσποδημένοι ] κεκονιαμένοι . κατεσποδημένοι ] πεπτωκότες . θ κατεσποδημένοι ] ἐπὶ τῇ σποδῷ
6372800 Τοισιν
: καὶ ἐπὶ τούτων τὰ πλεῖστα ἅπερ ἐς θάνατον . Τοῖσιν ἐλαχίστῳ χρόνῳ μέλλουσιν ἀπόλλυσθαι μέγιστα σημεῖα ἀπ ' ἀρχῆς
λύγγες : ἀμφὶ πνεῦμα : ἄφοδοι : οἷσι γινώσκομεν . Τοῖσιν ἐμπύοισι τὰ ὄμματα , καὶ ἐκρηγνύμενα μεγάλα ἕλκεα γίνεται
6360607 Ταρτησια
ὡς καὶ τὸ νίτρον λίτρον . . . . . Ταρτησία μύραινα : Μύραινα , δαίμων φοβερά : παρὰ τὸ
γέρων : ἐπὶ τῶν δι ' ἀσθένειαν ἡσυχαζόντων . Γαλῆ Ταρτησία : ὡς μεγάλων ἐκεῖ γινομένων . Γλαὺξ ἵπταται :
6358829 Φωκαιεες
δὲ αὐτῶν νῆσος ἀποκληισθῇ τούτου εἵνεκα , πρὸς ταῦτα οἱ Φωκαιέες ἐστέλλοντο ἐς Κύρνον : ἐν γὰρ τῇ Κύρνῳ εἴκοσι
ὁ Ἅρπαγος ἀπὸ τοῦ τείχεος ἀπήγαγε τὴν στρατιήν , οἱ Φωκαιέες ἐν τούτῳ κατασπάσαντες τὰς πεντηκοντέρους , ἐσθέμενοι τέκνα καὶ
6358173 ἐκτισθη
, καὶ ἤγαγεν ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ . καὶ ἐκεῖ ἐκτίσθη τις νεὼς καὶ ἐκλήθη Κυνόσαργες , οἱονεὶ κυνόσαρ -
ἀφθονέστερον τοῦ Θήρωνος . αὐδάσομαι ἐνόρκιον : Ἀκράγας πεντηκοστῇ Ὀλυμπιάδι ἐκτίσθη , ὁ δὲ Θήρων ἑβδομηκοστῇ ἕκτῃ ἐνίκησε . γίνεται
6350924 Κοτυωρα
, καὶ ὡς διὰ φιλίας πορευόμενοι δύο ἡμέρας ἀφίκοντο εἰς Κοτύωρα πόλιν Ἑλληνίδα , Σινωπέων ἄποικον , οὖσαν δ '
εἶτ ' ἄλλη ἄκρα Ἰασόνιον καὶ ὁ Γενήτης , εἶτα Κοτύωρα πολίχνη ἐξ ἧς συνῳκίσθη ἡ Φαρνακία , εἶτ '
6348540 εἰαρινου
τῆς σφύρας . βάλλε : ἔκρουσε . ὅσση δ ' εἰαρινοῦ : ὅσον ἐστὶ διάστημα ἐαρινῆς ἡμέρας καὶ ὥρας :
δ ' ὁπότ ' ἀπτήνεσσι φέρῃ βόσιν ὀρταλίχοισι μήτηρ , εἰαρινοῦ ζεφύρου πρωτάγγελος ὄρνις , οἱ δ ' ἁπαλὸν τρύζοντες
6343996 ἐσημηνε
νεώτερον τὸν πεζόν . Οὗτος ὦν ὁ Ἀβρώνιχος ἀπικόμενός σφι ἐσήμηνε τὰ γεγονότα περὶ Λεωνίδην καὶ τὸν στρατὸν αὐτοῦ .
ἄλλων καὶ τοῦ ἑρμηνέως ἐπὶ τὸ τεῖχος τὸ ταύτῃ ἀνελθὼν ἐσήμηνε τοῖς ἀμφὶ τὸν Ἀρχίην ὅπως συνέκειτο . συνέκειτο γὰρ
6343216 Αὑτως
πλέκεται . ἀγρώσσουσιν : ἁλιεύουσιν , ἀγρεύουσι , θηρεύουσιν . Αὕτως : οὕτως , ἁπλῶς . θώμιγγα : ὁρμιήν .
γένοιτ ' , ἐκείνου γ ' οὖσα παντελὴς δάμαρ . Αὕτως δὲ καὶ σύ γ ' , ὦ ξέν '
6341715 Ἀγραυλος
ἔφηβοι μέλλοντες ἐξιέναι εἰς πόλεμον . ; ἱέρεια γέγονεν ἡ Ἄγραυλος Ἀθηνᾶς , ὥς φησιν Φιλόχορος . , , .
; , , . . . . . , : Ἄγραυλος καὶ Ἕρση καὶ Πάνδροσος θυγατέρες Κέκροπος , ὥς φησιν
6341250 Ἀδραμυττιου
λέγεται καὶ ἑνικῶς Ἄστυρον . ἔστι καὶ κώμη πλησίον τοῦ Ἀδραμυττίου , ὡς Στράβων . ἔστι καὶ πόλις Φοινίκης κατ
τὸ πᾶν ὕψος δυεῖν πλέθρων „ καὶ πεντεκαίδεκα πηχῶν : Ἀδραμυττίου δὲ διέχει πρὸς ” ἄρκτον ἑκατὸν καὶ ὀγδοήκοντα σταδίους
6337765 ἀρχομενοισι
περιόδοισιν , ἢ τὸ μακρότατον ἐν ἐννέα κρίνεται . Οἷσιν ἀρχομένοισι πυρέσσειν , αἵματος στάζοντος ἐκ ῥινῶν , ἢ πταρμοῦ
καὶ ἔναιμα γίνηται , οὕτως ἴτω παρὰ τὸν ἄνδρα ἐν ἀρχομένοισι τοῖσιν ἐπιμηνίοισιν : ἄριστον δὲ ἐν ἀπολείπουσι καὶ ἔτι
6320391 ἐλοωντες
ἀμφί . ἀμφί : ἀμφοτέρωθεν . Καταΐγδην : συντόμως . ἐλόωντες : τύπτοντες . Λέλησται : ἐπιλάθεται . Γενύεσσι :
ἑξῆμαρ μὲν ἔπειτα ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι δαίνυντ ' Ἠελίοιο βοῶν ἐλόωντες ἀρίστας : ἀλλ ' ὅτε δὴ ἕβδομον ἦμαρ ἐπὶ
6316023 Ἐλθουσα
, ἅπερ ἥρπαζον οἱ σύνδουλοι . ἰοῦς ' εἴσω : Ἐλθοῦσα ἐντὸς , ἵνα . . . . ὥσπερ νεωνήτοισιν
ῥυείσης δὲ μέχρι τῶνδε , οἷον γραμμῆς ἐκ κέντρου . Ἐλθοῦσα δὲ ἐνθάδε τούτῳ τῷ μέρει ὁρᾷ , ᾧ καὶ
6313619 στος
τονμαργονονειξαιθελω ? ? ? ! ? ? ? ! ! στος ? ? ! [ ϝπα ! ! [ [
ἐν τούτῳ φιλοσοφία καὶ ἀρετὴ διηνεκής , καὶ ἄπται - στος βίος καὶ ὑγιής , καὶ δίαιτα εἰλικρινής , καὶ
6312798 ἀσφαλειῃ
γὰρ νοσέοντες ᾐσθημένοι τὸ περὶ ἑωυτοὺς πάθος μὴ ἐὸν ἐν ἀσφαλείῃ , καὶ τῇ τοῦ ἰητροῦ ἐπιεικείῃ εὐδοκέοντες , μεταλλάσσονται
καὶ τὸ ψῦχος φυλασσέσθω , καὶ περιπατεέτω ὀλίγα τέως ἐν ἀσφαλείῃ . Ταῦτα δὴ ἢν φυλάσσηται , οὐχ ὑποτροπιάσαι τὴν
6308059 τετρακυκλοι
οὐκ ἂν τόν γε δύω καὶ εἴκος ' ἄμαξαι ἐσθλαὶ τετράκυκλοι ἀπ ' οὔδεος ὀχλίσσειαν : τόσσην ἠλίβατον πέτρην ἐπέθηκε
λέοντες παμμεγέθεις εἴκοσι καὶ τέσσαρες . ἦσαν δὲ καὶ ἄλλαι τετράκυκλοι οὐ μόνον εἰκόνας βασιλέων φέρουσαι , ἀλλὰ καὶ θεῶν
6304199 πεφανερωται
ὁ θεὸς ἐν τῷ ποιεῖν . ταῦτά σοι ἐπὶ τοσοῦτον πεφανέρωται , ὦ Τρισμέγιστε : τὰ δὲ ἄλλα πάντα ὁμοίως
ἐγγὺς θανάτου δεδυστυχήκασιν , οἱ δὲ τοὐναντίον : * * πεφανέρωται . * * πέρας . * † οὐδαμῶς .
6302810 κατελειφθην
αὐτοῦ , οὕτως ἐκλέλοιπα ὑπ ' αὐτοῦ , ἀντὶ τοῦ κατελείφθην : συνεργεῖ συμπράττει : τὸ πλησιάζον τοῖς οἴκοις :
πῶς οὐκ ἄξιον διαγανακτεῖν ; δῆλον δὲ παντάπασιν : εἰ κατελείφθην μὲν ἐνιαύσιος , ἓξ ἔτη δὲ πρὸς ἐπετροπεύθην ὑπ
6302586 Δεκατῃ
: σμικρὰ ἐκοιμήθη . Ἐνάτῃ , διὰ τῶν αὐτῶν . Δεκάτῃ , πάντα ξυνέδωκεν . Ἑνδεκάτῃ , ἵδρωσεν οὐ δι
περιῤῥόου χολώδεος : ὕπνοι οὐκ ἐνῆσαν . Ἐνάτῃ σπασμοί . Δεκάτῃ σμικρὰ κατενόει . Ἑνδεκάτῃ ἐκοιμήθη : πάντων ἀνεμνήσθη :
6296608 ἐξερυθρος
ἐντεταμένον δέ : οὗτοι καὶ ἐξέρυθροι γίνονται , μᾶλλόν τι ἐξέρυθρος ἐοῦσα : κοιλίη ἐν ἀρχῇσι τεταραγμένη . Προσεδεχόμην ἐς
ἐοῦσιν , ἢ ἀρχομένοισιν : κακὸν δὲ καὶ κοιλίης περίπλυσις ἐξέρυθρος . Οἱ [ κωματώδεες ] ἐξ ἀρχῆς ἐφιδρώσαντες ,
6296506 ὑστερῃ
τὠυτὸ ἐξενείκασθαι τῷ ὁμομητρίῳ ἀδελφεῷ Μιλτιάδῃ . Μετὰ δὲ τῇ ὑστέρῃ Ὀλυμπιάδι τῇσι αὐτῇσι ἵπποισι νικῶν παραδιδοῖ Πεισιστράτῳ ἀνακηρυχθῆναι ,
θῆλυ , δύσχροος . Ἢν γυναικὶ κυούσῃ ἐρυσίπελας ἐν τῇ ὑστέρῃ γένηται , θανατῶδες . Ὁκόσαι παρὰ φύσιν λεπταὶ ἐοῦσαι
6295988 διπλοος
' αὖτ ' ἴθυνεν ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον καὶ διπλόος ἤντετο θώρηξ . ἐν δ ' ἔπεσε ζωστῆρι ἀρηρότι
Ἀχιλλεὺς νῶτα παραΐσσοντος , ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον καὶ διπλόος ἤντετο θώρηξ : ἀντικρὺ δὲ διέσχε παρ ' ὀμφαλὸν
6295921 Τριτῃ
ἐπιπόνως . Δευτέρῃ πάντα παρωξύνθη : ἐς νύκτα παρέκρουσεν . Τρίτῃ ἐπιπόνως : παρέκρουσε πολλά . Τετάρτῃ δυσφορώτατα : ἐς
χρόνον πουλύν : οὐ καθίστατο : νύκτα οὐκ ἐκοιμήθη . Τρίτῃ περὶ μέσον ἡμέρης ἐπεῤῥίγωσεν : πυρετὸς ὀξύς : οὖρα
6294718 ἀλλῃσιν
σημαίνει . Ὁκόσοι ἐν τοῖσι πυρετοῖσιν , ἢ ἐν τῇσιν ἄλλῃσιν ἀῤῥωστίῃσι κατὰ προαίρεσιν δακρύουσιν , οὐδὲν ἄτοπον : ὁκόσοι
καὶ ἐκπίπτει ἐπὶ ταύτῃ τῇ ἰητρείῃ , ἢ ἐν τῇσιν ἄλλῃσιν , ἐς ὠτειλάς τε θᾶσσον ὁρμᾶται τὸ ἕλκος οὕτως
6293198 ἀποτομῃ
καρδίᾳ , καὶ τῆς Ἀργοῦς ὁ βορειότερος τῶν ἐν τῇ ἀποτομῇ , μικρὸν προηγούμενος τοῦ μεσημβρινοῦ : ἔσχατον δὲ μεσουρανοῦσι
καὶ πρῶτος μὲν ἀστὴρ ἀνατέλλει ὁ νοτιώτατος τῶν ἐν τῇ ἀποτομῇ τεσσάρων , ἔσχατος δὲ ὁ ἐν ἄκρῳ τῷ δεξιῷ
6293160 βυρσοπωλης
. λέπαδνα : οἱ στηθιαῖοι λῶροι : τοῦτο δὲ ὡς βυρσοπώλης εἶπεν . ΓΘ ἄλλως : λεπτότατα καὶ εἰς πολλὰ
διὰ τὸ δύσοσμον . καὶ γὰρ αἱ βύρσαι δύσοσμοι , βυρσοπώλης δὲ ὁ Κλέων . ἰστέον ὡς βυρσοδέψης ἦν ὁ
6292930 ἀκρητεστερον
τρώγειν καὶ αὐτὸν τὸν χυλὸν ῥοφέειν , καὶ τὸ πόμα ἀκρητέστερον πίνειν : ὄψοισι δὲ χρῆσθαι πουλυποδίῳ ἑφθῷ , ἢ
ἑφθὸν τετριμμένον : οἶνον δὲ πινέτω αὐστηρὸν , μέλανα , ἀκρητέστερον κατ ' ὀλίγον , καὶ ἡσυχίην ἐχέτω ταύτας τὰς
6291647 λαβρωνιος
γ ' ἐπιδορπίζομαι . Πρίστις , τραγέλαφος , βατιάκη , λαβρώνιος . ἀνδραπόδι ' ἤδη ταῦθ ' , ὁρᾷς ;
καταλέγων ποτηρίων φησί : πρίστις , τραγέλαφος , βατιάκη , λαβρώνιος . ἀνδραποδιον δὴ ταῦθ ' , ὁρᾷς , ἥκιστά
6290062 Κρωμνα
τε καὶ ὑλήεντα Κύτωρον „ . οἱ οἰκοῦντες Κρωβιαλεῖς . Κρῶμνα , πόλις Παφλαγονίας , ἡ νῦν Ἄμαστρις , ὡς
ὡς πολίτῃ . Ἄμαστρις , πόλις Παφλαγονίας , ἡ πρότερον Κρῶμνα . ” Κρῶμνάν τ ' Αἰγιαλόν τε καὶ ὑψηλοὺς
6288317 Ἀκων
τοὺς ψόφους : Καὶ νοῦς ἐχέφρων πᾶσαν ἕλκουσαν βίαν . Ἄκων μὲν , ὡς Ζεὺς οἶδεν : ἐπὶ τῶν ἀκόντων
αἰνιττομένου τοῦ θεοῦ , ὡς διὰ προδοσίας πάντων κρατήσει . Ἄκων μὲν , ὡς Ζεὺς οἶδεν : ἐπὶ τῶν ἀκόντων
6287889 ἐπεῤῥιγωσεν
σκέλεα ἐπωδύνως εἶχεν . Περὶ δὲ εἰκοστὴν , πρωῒ σμικρὰ ἐπεῤῥίγωσεν : κωματώδης : δι ' ἡσυχίης ὕπνωσεν : ἤμεσε
παρέκρουσεν : διψώδης : διαχωρήματα χολώδεα , κατακορέα . Ὀγδόῃ ἐπεῤῥίγωσεν : ἐκοιμήθη πλείω . Ἐνάτῃ διὰ τῶν αὐτῶν .
6286632 συνειχον
δηγμάτων ὀξεῖς θανάτους ἀπειργάζοντο . τὸν δὲ πληγέντα πόνοι δεινοὶ συνεῖχον καὶ ῥύσις ἱδρῶτος αἱματοειδοῦς κατεῖχε . διόπερ οἱ Μακεδόνες
πεζῇ δὲ πέντε μυριάσι πλησίον τῶν τειχῶν στρατεύοντες , τειχήρεις συνεῖχον τοὺς Συρακοσίους , καὶ τὴν χώραν αὐτῶν κατατρέχοντες ἔρημον
6284321 προτερη
μέγα θαῦμα , μέγ ' ἀνθρώποισιν ὄνειαρ , αὐτὸς καὶ προτέρη γενεή . Χαίροιτε δὲ Μοῦσαι μειλίχιαι μάλα πᾶσαι .
ἀπὸ δ ' ἄμφω κέρσε τένοντε : τοῦ δὲ πολὺ προτέρη κεφαλὴ στόμα τε ῥῖνές τε οὔδεϊ πλῆντ ' ἤ
6282509 πρωτῃσι
πόδας ἀργοὶ ἕποντο . σμερδαλέω δὲ λέοντε δύ ' ἐν πρώτῃσι βόεσσι ταῦρον ἐρύγμηλον ἐχέτην : ὃ δὲ μακρὰ μεμυκὼς
, μέλι χρηστὸν παραχέας . Ταῦτα χρὴ προσφέρειν ἐν τῇσι πρώτῃσι τῶν ἡμερέων τῇσι τεσσαρεσκαίδεκα . Ἢν δὲ ἐπὶ πλεῖον
6277403 ταλαιπωρησει
νοσοῦντι . ἐν δὲ Διδύμοις ὁ πεσὼν τὴν πρωτίστην ἡμέραν ταλαιπωρήσει χρόνιος κείμενος ἐν τῇ νόσῳ , ὁ δ '
Διδύμοις : ἐν μὲν τῇ αʹ ἡμέρᾳ ὁ κατακλιθεὶς χρονίως ταλαιπωρήσει τῇ νόσῳ , ἐν δὲ τῇ βʹ εἴσω γʹ
6274705 ἠμασι
σκέπας ἀμφιπαγείη . ὡς δέ τις ἰητὴρ νουσαχθέα φῶτα κομίζων ἤμασι μὲν πρώτοισι βορῆς ἀπόπαστον ἐρύκει , πήματος ἀμβλύνων μαλερὸν
. ἐν δὲ Κασιγνήτοις εἰ μὴ λύσιν ἐν τρισὶν ἕξει ἤμασι τοῖς πρώτοις τετρύσεται ἐν κακότητι . Καρκίνος αὖτ '
6272097 ἑπτακοσιοις
τὸν Μικρὸν διάκοσμον ἔτεσιν ὕστερον τῆς Ἰλίου ἁλώσεως τριάκοντα καὶ ἑπτακοσίοις . ὕστερον δὲ Λευκίππωι παρέβαλε [ ] καὶ Ἀναξαγόραι
ὑπὲρ δὲ τὰς συμβολὰς τοῦ Ἀσταβόρα καὶ τοῦ Νείλου σταδίοις ἑπτακοσίοις Μερόην εἶναι πόλιν ὁμώνυμον τῇ νήσῳ : ἄλλην δ
6269963 ἠλλακται
. . . . ἐρύουσιν : ἡ διπλῆ ὅτι χρόνος ἤλλακται ἀντὶ τοῦ ἐρύσουσιν : καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ νευρὴν δ
μεταφορά . προβλέπω τῷ νῷ , ἀντὶ τοῦ προέβλεπον : ἤλλακται γὰρ ὁ χρόνος . καὶ πρὸς τὸ οὐδ '
6269581 ἰσχετο
δὲ [ οὐ ] κάρτα . οὖρα καὶ γονὴ οὐκ ἴσχετο . Οὐκ ἂν σαφηνισθείη ὁ λόγος , εἰ μὴ
, μηροὶ δὲ κάρτα . οὖρα δὲ καὶ γονὴν οὐκ ἴσχετο , ἵνα δηλώσῃ ὅτι συνεχῶς ἢ λίθους ἢ μέταλλα
6266905 Τεσσαρεσκαιδεκατῃ
ἐνῆν . Δωδεκάτῃ , μέλανα σμικρὰ καὶ πρασοειδέα ὑπεχώρησεν . Τεσσαρεσκαιδεκάτῃ , λῆξαι πυρέτιον ἐδόκει : μετὰ δὲ , ῥοφήμασιν
ἤμεσεν : ῥῖγος : περὶ δὲ μέσον ἡμέρης ἄφωνος . Τεσσαρεσκαιδεκάτῃ , αἷμα διὰ ῥινῶν : ἀπέθανεν . Ταύτῃ διὰ
6263121 ἐφεστριδες
, : Τὰ δὲ στρώματα , ἐπιβλήματα , περιβόλαια , ἐφεστρίδες , χλαῖναι , τάπιδες , ξυστίδες : τάχα δὲ
χιτῶνες οἱ τοῖχοί μοι δοκοῦσιν εἶναι , πάνυ δὲ παχεῖαι ἐφεστρίδες οἱ ὄροφοι , στρωμνήν γε μὴν οὕτως ἀρκοῦσαν ἔχω
6259075 Θαυμαστικον
Τῷ ναῷ . Θ . . . πῶς δοκεῖς : Θαυμαστικὸν , ἀντὶ τοῦ λίαν . . . τὸν Πλοῦτον
Ἀντὶ τοῦ ταχέως . . ὅσην ἔχεις τὴν δύναμιν : Θαυμαστικὸν τὸ ὅσος . . ὅσην : Θαυμαστικὸν , ἤγουν
6258390 κυκλωθεντες
τέσσαρες , καὶ κατὰ νώτου γίνονται τῶν Λακεδαιμονίων : καὶ κυκλωθέντες ἀπέθανον μαχόμενοι ἀνδρείως ἅπαντες . Ξέρξης δὲ πάλιν στράτευμα
, ὥστε θαυμαστὸν πᾶσι γενέσθαι καὶ ὑπώπτευον δείσαντας αὐτοὺς μὴ κυκλωθέντες πολιορκοῖντο ἀπολιπεῖν . οἱ δ ' ἄρα ἀπὸ τοῦ
6258066 Πολυκαονος
χώραι ταύτηι Πολυκάων τε ὁ Λέλεγος καὶ Μεσσήνη γυνὴ τοῦ Πολυκάονος . παρὰ ταύτην τὴν Μεσσήνην τὰ ὄργια κομίζων τῶν
συμπάσῃ μὲν ἐτέθη τῇ γῇ Μεσσήνη τὸ ὄνομα ἀπὸ τῆς Πολυκάονος γυναικός , πόλεις δὲ ἄλλαι τε ἐκτίσθησαν καὶἔνθα τὰ
6257366 πεπωκας
τρὶς ἐξέπιον μεστόν γ ' . Ἀλεξάνδρου πλέον τοῦ βασιλέως πέπωκας . οὐκ ἔλαττον , οὐ μὰ τὴν Ἀθηνᾶν .
τὸν νεώτερον . Σίκων ἐγὼ βεβρεγμένος ἥκω καὶ κεκωθωνισμένος . πέπωκας οὗτος ; ναὶ μὰ Δία , πέπωκ ' ἐγὼ

Back