σκέλεα ἐπωδύνως εἶχεν . Περὶ δὲ εἰκοστὴν , πρωῒ σμικρὰ ἐπεῤῥίγωσεν : κωματώδης : δι ' ἡσυχίης ὕπνωσεν : ἤμεσε
παρέκρουσεν : διψώδης : διαχωρήματα χολώδεα , κατακορέα . Ὀγδόῃ ἐπεῤῥίγωσεν : ἐκοιμήθη πλείω . Ἐνάτῃ διὰ τῶν αὐτῶν .
9591253 Τεταρτῃ
Ἀλέξανδρον καὶ αὐτὸς ἀπαξιώσας τι παθεῖν πρὸς αὐτοῦ ἄχαρι . Τετάρτῃ δὲ ἡμέρᾳ ἐς Ἔφεσον ἀφικόμενος τούς τε φυγάδας ,
λευκή : διαχωρήματα μέτρια , ὑγρά : οὖρα χολώδεα . Τετάρτῃ ἐς νύκτα , τὰ γυναικεῖα ἦλθε πουλλά : ἔληξεν
9509147 Δευτερῃ
ἔτεκε θυγατέρα , καὶ τἄλλα πάντα κατὰ λόγον ἦλθεν . Δευτέρῃ μετὰ τόκον , ἔλαβε πυρετὸς ὀξύς : καρδίης πόνος
ἐκρίθη . Μέτωνα πῦρ ἔλαβεν : ὀσφύος βάρος ἐπώδυνον . Δευτέρῃ ὕδωρ πιόντι ὑπόσυχνον , ἀπὸ κοιλίης καλῶς διῆλθεν .
9431134 Ἑνδεκατῃ
: οὐ παρέκρουσεν : ἐκοιμᾶτο μᾶλλον : κοιλίη ἐπέστη . Ἑνδεκάτῃ οὔρησεν εὐχροώτερα , συχνὴν ὑπόστασιν ἔχοντα : διῆγε κουφότερον
, διὰ τῶν αὐτῶν . Δεκάτῃ , πάντα ξυνέδωκεν . Ἑνδεκάτῃ , ἵδρωσεν οὐ δι ' ὅλου : περιέψυξε μὲν
9419498 Ὀγδοῃ
ὑποχόνδριον δεξιὸν ἐπηρμένον : ὑφῆκεν ὑφ ' ἑωυτὸν χολῶδες . Ὀγδόῃ , ὡς ὑπὸ κωνώπων ἀναδήγματα . Πρὸ τῆς τελευτῆς
ταραχώδεα : ἀπὸ δὲ κοιλίης χολώδεα , λιπαρὰ διῆλθεν . Ὀγδόῃ , σμικρὸν ἀπὸ ῥινῶν ἔσταξεν : ἤμεσεν ἰώδεα ὀλίγα
9385679 Τριτῃ
ἐπιπόνως . Δευτέρῃ πάντα παρωξύνθη : ἐς νύκτα παρέκρουσεν . Τρίτῃ ἐπιπόνως : παρέκρουσε πολλά . Τετάρτῃ δυσφορώτατα : ἐς
χρόνον πουλύν : οὐ καθίστατο : νύκτα οὐκ ἐκοιμήθη . Τρίτῃ περὶ μέσον ἡμέρης ἐπεῤῥίγωσεν : πυρετὸς ὀξύς : οὖρα
9371060 Ἑβδομῃ
οὖρα λεπτά . Ἕκτῃ , οὔρησεν ἐλαιῶδες : παρέκρουσεν . Ἑβδόμῃ , παρωξύνθη πάντα : οὐδὲν ἐκοιμήθη : ἀλλ '
καὶ τὰς ἑπομένας , πυρετὸς ὀξύς : γλῶσσα ξυνεκαύθη . Ἑβδόμῃ καὶ εἰκοστῇ , ἀπέθανεν . Τούτῳ κώφωσις διὰ τέλεος
9370633 παρελεγεν
, καὶ πάλιν ξυνισταμένη . Ἕκτῃ , ἐς νύκτα πουλλὰ παρέλεγεν : οὐδὲν ἐκοιμήθη . Περὶ δὲ ἑνδεκάτην ἐοῦσα ,
ὑπεδυσφόρει : οὔρησεν ἐλαιῶδες : νυκτὸς , ταραχὴ πουλλή : παρέλεγεν : οὐδὲν ἐκοιμᾶτο . Ὀγδόῃ , πρωῒ μὲν ἐκοιμήθη
9359557 βληστρισμος
. Τρίτῃ , δυσφόρως : διψώδης : ἀσώδης : πουλὺς βληστρισμός : ἀπορίη : παρέκρουσεν : ἄκρεα πελιδνὰ , καὶ
Ἑβδόμῃ , ἐπεῤῥίγωσεν : πυρετὸς ὀξύς : δίψα πουλλή : βληστρισμός : περὶ δείλην , ἵδρωσε δι ' ὅλου ψυχρῷ
9299850 κοπρανα
ἐπώδυνα εἶχεν : ἀπὸ δὲ κοιλίης βάλανον προσθεμένῳ , μέλανα κόπρανα διῆλθεν . Ἑκκαιδεκάτῃ , οὖρα λεπτὰ , εἶχεν ἐναιώρημα
παρέμενεν , οὐκ ἀφίστατο : ἀπὸ δὲ κοιλίης ἐρεθισμῷ σμικρῷ κόπρανα λεπτὰ , οἷα ἄπεπτα , πολλὰ διῄει μετὰ πόνου
9294439 Ἑκτῃ
εἰπεῖν , ποίησον οὕτω : καὶ ἡ λαμπὰς ἤρθη . Ἕκτῃ ἐδόκουν ἅμα Ἀλεξάνδρῳ τῷ διδασκάλῳ προσιέναι τῷ αὐτοκράτορι ,
πιτυρώδεα : καὶ ἀπέφθειραν πολλαὶ παντοίως , καὶ ἐδυστόκεον . Ἕκτῃ τῇ παρθένῳ κριθέντα , ἕκτῃ ὑπετροπίασεν , ἐκρίθη δὲ
9271132 παρεκρουσε
πάντα παρωξύνθη : ἐς νύκτα παρέκρουσεν . Τρίτῃ ἐπιπόνως : παρέκρουσε πολλά . Τετάρτῃ δυσφορώτατα : ἐς δὲ τὴν νύκτα
νύκτα ἐπεῤῥίγωσεν : ἄκρεα οὐκ ἀνεθερμαίνετο οὐχ ὕπνωσεν : σμικρὰ παρέκρουσε , καὶ πάλιν ταχὺ κατενόει . Ὀγδόῃ , περὶ
9243371 Ἐνατῃ
νύκτα εὐφόρως : οὖρα εὐχρούστερα : ὑπόστασιν εἶχε σμικρήν . Ἐνάτῃ ἵδρωσεν : ἐκρίθη : διέλιπεν . Πέμπτῃ ὑπέστρεψεν :
δὲ νύκτα ἄγρυπνος , καὶ ἐπόνει μᾶλλον ἐς νύκτα . Ἐνάτῃ ἡ γαστὴρ ἐξεταράχθη ὑδατώδεα διαχωρήσασα , ὡσαύτως δὴ καὶ
9208122 Πεμπτῃ
χείρω , μεγάλα καὶ ἐπίκαιρα , φόβος , δυσφορίη . Πέμπτῃ πρωῒ κατήρτητο , καὶ κατενόει πάντα : πουλὺ δὲ
: ἵδρωσε περὶ κεφαλὴν ὀλίγῳ ψυχρῷ : ἄκρεα ψυχρά . Πέμπτῃ , πάντα παρωξύνθη : πολλὰ παρέλεγε , καὶ πάλιν
9200793 ἀνεθερμανθη
: ἄναυδος , ἄφωνος , βραχύπνοος ἐπὶ χρόνον πουλύν : ἀνεθερμάνθη : δίψα : νύκτα δι ' ἡσυχίης : ἵδρωσε
δι ' ὅλου : περιέψυξε μὲν , ταχὺ δὲ πάλιν ἀνεθερμάνθη . Τεσσαρεσκαιδεκάτῃ , πυρετὸς ὀξύς : διαχωρήματα χολώδεα ,
9196070 Δεκατῃ
: σμικρὰ ἐκοιμήθη . Ἐνάτῃ , διὰ τῶν αὐτῶν . Δεκάτῃ , πάντα ξυνέδωκεν . Ἑνδεκάτῃ , ἵδρωσεν οὐ δι
περιῤῥόου χολώδεος : ὕπνοι οὐκ ἐνῆσαν . Ἐνάτῃ σπασμοί . Δεκάτῃ σμικρὰ κατενόει . Ἑνδεκάτῃ ἐκοιμήθη : πάντων ἀνεμνήσθη :
9162430 ἱδρωσεν
, ὑπόσυχνα . Ἑπτακαιδεκάτῃ , ἐπεῤῥίγωσεν : πυρετὸς ὀξύς : ἵδρωσεν : ἄπυρος : ἐκρίθη : οὖρα μετὰ ὑποστροφὴν καὶ
οὐ λίην . Ἐνάτῃ , ἐπεῤῥίγωσεν : πυρετὸς ὀξύς : ἵδρωσεν : ψύξις : παρέκρουσε , δεξιῷ ἴλλαινεν : γλῶσσα
9115457 παρεληρει
οὔατα ἀμφότερα ἐπήρθη ξὺν ὀδύνῃ : ὕπνοι οὐκ ἐνῆσαν : παρελήρει : σκέλεα ἐπωδύνως εἶχεν . Εἰκοστῇ , ἄπυρος ,
ἤμεσε μέλανα , ὀλίγα , χολώδεα . Ἐνάτῃ ψύξις : παρελήρει πουλλά : οὐχ ὕπνωσεν . Δεκάτῃ , σκέλεα ἐπωδύνως
9108330 παρεκρουσεν
: πυρετὸς περικαής : ἄγρυπνος : κοιλίη κυρτή : οὗτος παρέκρουσεν , οἶμαι , ὀγδόῃ , τρόπον τὸν ἀκόλαστον ,
ἐς νύκτα ἐλούσατο : οὐδὲν ἧσσον ἀγρυπνίη καὶ δυσφορίη , παρέκρουσεν . Ἐόντι δὲ τριταίῳ , κατάψυξις ἀκρέων : ἐκθερμανθεὶς
9049396 ἐφιδρουντες
καταψύξιος ἱδρώδεος ταχὺ ἀναθερμαινόμενα , κακόν . Οἱ ἐν ὀξέσιν ἐφιδροῦντες , ὑποδύσφοροι , κακόν . Οἱ παραλόγως , κενεαγγείης
ἄλλως τε καὶ στῆθος ἐπώδυνοι , καὶ ἐν τοῖς ῥίγεσιν ἐφιδροῦντες , καὶ ὄρχιας ἐπαίρονται : τούτου προσγενομένου , ἐπιῤῥιγοῦσι
8998197 κωφωσις
Ἧσιν | ἐκ τόκου λευκὰ , ἐπιστάντων δὲ ἅμα πυρετῷ κώφωσις καὶ ἐς πλευρὸν ὀδύνη ὀξεῖα , ἐξίστανται ὀλέθριοι .
ὕπνωσεν : ἤμεσε χολώδεα ὀλίγα , μέλανα : ἐς νύκτα κώφωσις . Περὶ δὲ πρώτην καὶ εἰκοστὴν , πλευροῦ ἀριστεροῦ
8969772 οὐροισιν
πελιδνὴ διαχωρήμασιν : ὑπεκαροῦτο : ἐδυσφόρει περὶ τὰς ἀναστάσιας : οὔροισιν ὑπόστασις , πελιδνὴ , ὑπόγλισχρος . Τετάρτῃ , ἤμεσε
ὁτὲ μὲν ὑπόστασιν εἶχεν , ὁτὲ δὲ οὔ . Ἑξηκοστῇ οὔροισιν ὑπόστασις πολλὴ , καὶ λευκὴ , καὶ λείη :
8966812 κατενοει
Τεσσαρεσκαιδεκάτῃ , σπασμοὶ πουλλοί : ἄκρεα ψυχρά : οὐδὲν ἔτι κατενόει : οὖρα ἐπέστη . Ἑκκαιδεκάτῃ , ἄφωνος . Ἑπτακαιδεκάτῃ
οἰκοδομὴν τοῦ πύργου ἡρμόσθησαν : ἀσθενέστεροι γὰρ ἦσαν . εἶτα κατενόει τοὺς ἔχοντας τοὺς σπίλους , καὶ ἐκ τούτων ἐλάχιστοι
8956909 ἱδρωσε
, πρωῒ ἄκρεα ψυχρά : περιεστέλλετο : πυρετὸς ὀξύς : ἵδρωσε δι ' ὅλου : ἐκουφίσθη : κατενόει μᾶλλον :
ὀξύς : δίψα πουλλή : βληστρισμός : περὶ δείλην , ἵδρωσε δι ' ὅλου ψυχρῷ : ψύξις : ἄκρεα ψυχρά
8954611 ἠμεσεν
δίψος ἐπιπόνως . Τρισκαιδεκάτῃ , μέλανα , δυσώδεα , πουλλὰ ἤμεσεν : ῥῖγος : περὶ δὲ μέσον ἡμέρης ἄφωνος .
κρημνοῦ κόρη πεσοῦσα , ἄφωνος : ῥιπτασμὸς αὐτὴν εἶχεν : ἤμεσεν ἐς νύκτα : αἷμα συχνὸν ἐῤῥύη , κατὰ τὸ
8927970 περιεστελλετο
ἐπινέφελον : παρέκρουσεν . Ἑπτακαιδεκάτῃ , πρωῒ ἄκρεα ψυχρά : περιεστέλλετο : πυρετὸς ὀξύς : ἵδρωσε δι ' ὅλου :
, πνεῦμα ἐνεδιπλασιάζετο , οὐ μὴν μέγα : παρεφέρετο , περιεστέλλετο : φῦσα ἐνεοῦσα : οὐ διῄει κάτω οὐδὲν ,
8885688 Τεσσαρεσκαιδεκατῃ
ἐνῆν . Δωδεκάτῃ , μέλανα σμικρὰ καὶ πρασοειδέα ὑπεχώρησεν . Τεσσαρεσκαιδεκάτῃ , λῆξαι πυρέτιον ἐδόκει : μετὰ δὲ , ῥοφήμασιν
ἤμεσεν : ῥῖγος : περὶ δὲ μέσον ἡμέρης ἄφωνος . Τεσσαρεσκαιδεκάτῃ , αἷμα διὰ ῥινῶν : ἀπέθανεν . Ταύτῃ διὰ
8877847 Πεντεκαιδεκατῃ
οὖρον ἴσχετο : πόμα τὸ ἀπὸ τοῦ καλλιφύλλου ξυνήνεγκεν . Πεντεκαιδεκάτῃ , πάλιν τὸ ἄλγημα . Ἑκκαιδεκάτῃ , ἐς νύκτα
κατὰ ῥῖνα καὶ κατὰ φάρυγγα : καὶ οὖς ἀριστερόν . Πεντεκαιδεκάτῃ ἵδρωσε σὺν ῥίγει : οὐκ ἐκρίνετο πρὸ τοῦ ῥίγεος
8875228 ἐκουφισθη
πόνοι : κάθαρσις ἐπαύσατο . Προσθεμένῃ δὲ , ταῦτα μὲν ἐκουφίσθη , κεφαλῆς δὲ καὶ τραχήλου καὶ ὀσφύος πόνοι παρέμενον
ἐπέπαυτο , καὶ ὁ πυρετὸς ἐπρηΰνετο , καὶ τὰ ὅλα ἐκουφίσθη , καὶ ἐκρίθη τεσσαρεσκαιδεκαταῖος . Εὔδημος σπλῆνα ἐπόνει ἰσχυρῶς
8868116 παρελεγε
καὶ πάλιν ἔγερσις : ἀνήϊσσε , κατέχειν οὐκ ἠδύνατο , παρέλεγε πολλά : πυρετὸς ὀξύς : ἐς νύκτα δὲ ταύτην
πρὸς χεῖρα λεπτοί : ἀκρέων ψύξις . Ἐνάτῃ , πολλὰ παρέλεγε , καὶ πάλιν ἱδρύνθη : σιγῶσα . Τεσσαρεσκαιδεκάτῃ ,
8754669 Τῃσιν
καὶ κοιλίης ταραχὴ , ἄλλως τε καὶ ὑποχονδρίου ὀδυνώδεες . Τῇσιν ἐπιφόροισι κεφαλαλγικὰ καρώδεα , μετὰ βάρεος γινόμενα καὶ σπασμοῦ
, ἐνίῃσι δὲ ὑποφοραὶ μακραὶ , ἐνίῃσι δὲ αἱμοῤῥοΐδες . Τῇσιν ἐπιφόροισιν ὑποχονδρίου ἄλγημα , κακόν : καὶ κοιλίαι ταύτῃσι
8748090 πλευριτιδες
καὶ πάνυ εὐθεράπευτος οὐ γίνεται . Εἰσὶ δὲ καὶ ξηραὶ πλευρίτιδες ἄπτυστοι , χαλεπαὶ δὲ αὗται : αἱ δὲ κρίσιες
μανικὰ , καὶ τὰ μελαγχολικά . Τοῦ δὲ χειμῶνος , πλευρίτιδες , περιπλευμονίαι , κόρυζαι , βράγχοι , βῆχες ,
8702809 παρωξυνθη
, ἄκρητα , χολώδεα , διῆλθεν . Πέμπτῃ , πάντα παρωξύνθη : τρόμοι παρέμενον : ὕπνοι λεπτοί : κοιλίη ἔστη
ἐσχάτως ὠδυνήθη : καὶ χυλὸν τήλεως ἅμα μέλιτι λαβὼν ἱκανῶς παρωξύνθη : στοχασάμενος οὖν ἐγὼ δακνώδεις ἐν αὐτοῖς τοῖς χιτῶσι
8694835 περιμαδαρα
, ἄλλως τε καὶ ἢν ἐπιπυρετήνωσιν . κγʹ . Τὰ περιμάδαρα ἕλκεα κακοήθεα . κδʹ . Ὀσφῦν ἀλγέοντι ἀναδρομὴ ἐς
οἱ δὲ τὸν φόβον . πόνοι : αἱ ἐνέργειαι . περιμάδαρα ἕλκεα : ἄτροφα καὶ ἀνώμαλα . προσάρματα : τροφαί
8644327 ἰωδεα
λιπαρὰ , ἄκρητα , ἀφρώδεα , θερμὰ , δάκνοντα , ἰώδεα , ποικίλα , ξυσματώδεα , τρυγώδεα , αἱματώδεα ,
τὰ ἐρυθρὰ ἐκ τουτέων ἐπανθίσματα , κατεχόμενα , καὶ τὰ ἰώδεα , πονηρά : καὶ τὸ μικρὰ ἐπιφαίνεσθαι , οἷον
8635785 ἀπυρος
ὑπόστασιν ἔχον : ἵδρωσε πολλῷ θερμῷ δι ' ὅλου : ἄπυρος : ἐκρίθη . ϠΧΔΙΚΔΥ . Ἐν Θάσῳ γυνὴ δυσήνιος
, οὐδὲ ἱππικόν , ἀλλὰ γυμνὸς ὅπλων , ἀσίδηρος , ἄπυρος , λυμανεῖται τῇ ψυχῇ , καὶ πολιορκεῖ αὐτήν ,
8632964 οὐρησεν
λεπτὰ , οὐκ ἄχροα . Περὶ δὲ τεσσαρακοστὴν ἐὼν , οὔρησεν ὑπέρυθρα , ὑπόστασιν πολλὴν ἐρυθρὴν ἔχοντα : ἐκουφίσθη :
. Ἑβδόμῃ , ἄφωνος : ἄκρεα οὐκ ἔτι ἀνεθερμαίνετο : οὔρησεν οὐδέν . Ὀγδόῃ , ἵδρωσε δι ' ὅλου ψυχρῷ
8632940 παραληρος
τριηκοστὴν , πυρετὸς ὀξύς : διαχωρήματα πουλλὰ , λεπτά : παράληρος : ἄκρεα ψυχρά : ἄφωνος . Τριηκοστῇ τετάρτῃ ,
ἀλλήλαις πεπολεμῶσθαι . ὧν ὑπαρχόντων τίς οὕτως ἔκφρων ἐστὶ καὶ παράληρος , ὡς φάναι παγίως , ὅτι τὸ τοιόνδε ἐστὶ
8630156 λεπτοισιν
, ἀπέθανεν . Κοιλίη διὰ παντὸς ὑγρὴ διαχωρήμασι πολλοῖσι , λεπτοῖσιν , ὠμοῖσιν : οὖρα ὀλίγα , λεπτά . Καῦσος
φαίνεται διὰ λεπτότητα . Καὶ ἐκπίπτει μᾶλλον , τοῖσι δὲ λεπτοῖσιν , ἢ ἰσχνοῖσι , [ ἢ ξηροῖσι ] καὶ
8603359 πολυσιτος
κακόσιτος ἀπόσιτος φιλόσιτος ἄσιτος εὔσιτος , σιτοφάγος , σιτικός , πολύσιτος ὀλιγόσιτος μετριόσιτος , σύσσιτος συσσιτεῖν , ἀείσιτος , ἐπίσιτις
. . . . βαθυλήϊος : ἀντὶ τοῦ πολυλήϊος , πολύσιτος . . . . βάναυσος : πᾶς τεχνίτης ὁ
8592039 φρενιτικοισι
ὀλέθριον . Αἱ προεξαδυνατησάντων παραφροσύναι , κάκισται . Τὰ ἐν φρενιτικοῖσι πυκνὰ μεταπίπτοντα , σπασμώδεα , πονηρά . Οἱ ἐν
, κακὸν τὸ τοιοῦτον : καὶ πτυελισμὸς κακόν . Ἐν φρενιτικοῖσι λευκὴ διαχώρησις , κακὸν , ὡς καὶ τῷ Ἀρχεκράτει
8590984 δυσφορως
, ἀλλ ' ὑπὸ καταπτύστων ὀναρίων ; ὡσαύτως οὖν κἀγὼ δυσφόρως ἔχω , ὅτι οὐχ ὑπὸ ἀξιολόγων ἀνδρῶν ἀλλ '
ἰώδεα πλείω : ἀπὸ δὲ κοιλίης κόπρανα διῆλθεν : νύκτα δυσφόρως . Δευτέρῃ , κώφωσις : πυρετὸς ὀξύς : ὑποχόνδριον
8590180 μυμυ
ἵνα ξυναυλίαν κλαύσωμεν Οὐλύμπου νόμον . Μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ . Τί κινυρόμεθ ' ἄλλως ; Οὐκ ἐχρῆν
ξυναυλίαν κλαύσωμεν Οὐλύμπου νόμον . Μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ . Τί κινυρόμεθ ' ἄλλως ; Οὐκ ἐχρῆν ζητεῖν
8580460 Ἑκκαιδεκατῃ
πυρετὸς ὀξύς : οὖρα πάχος ἔχοντα : ὑπόστασις λευκή . Ἑκκαιδεκάτῃ , παρωξύνθη : νύκτα δυσφόρως : οὐχ ὕπνωσεν :
, ὑπέστρεψεν . Περὶ δὲ τεσσαρεσκαιδεκάτην , πυρετὸς ὀξύς . Ἑκκαιδεκάτῃ , ἤμεσε χολώδεα , ξανθὰ , ὑπόσυχνα . Ἑπτακαιδεκάτῃ
8577332 διατελεως
χειρόνων γενομένων , οὐκ ἀκίνδυνον . Ὑδατῶδες δὲ καὶ λευκὸν διατελέως ἐν χρονίοισι , δύσκριτον γίνεται καὶ οὐκ ἀσφαλές .
ὁτὲ δὲ ἀποστραφεὶς , ἔκειτο ἡσυχίην ἄγων . Ἀπύρετος δὲ διατελέως , καὶ εὔπνοος : ἔφη δὲ ὕστερον ἐπιγινώσκειν τοὺς
8573655 λιθουριαν
Ἐχίνου θαλασσίου ἡ σὰρξ ἐσθιομένη κοιλίαν μαλάσσει καὶ νεφροὺς καὶ λιθουρίαν ἄκρως θεραπεύει σὺν κονδίτῳ λαμβανομένη . αὐτὸς δὲ ὁ
. τῆς νόσου . τοῦ Ἱέρωνος νοσήσαντος . ὅτι διὰ λιθουρίαν φορείῳ φερόμενος ἐνίκα τὰς μάχας ὁ Ἱέρων . παραβάλλων
8538139 τριταιοφυεες
κρίσει , ἐκ τῶν πέντε εἰς τὰς ἑπτά . Ὅσοι τριταιοφυέες , τουτέοισιν ἡ νὺξ δύσφορος ἡ πρὸ τοῦ παροξυσμοῦ
ἀκρώμιον καὶ κληῗδα ἐνστηρίζοντα ἀλγήματα ἐν τούτοισι πονηρά . Οἱ τριταιοφυέες ἀσώδεες πυρετοὶ , κακοήθεες . Αἱ ἐν πυρετῷ ἀναυδίαι
8537219 δυσωδεα
, ἐκπυητικόν : καὶ τὰ ποικίλως ἰόντα , γλίσχρα , δυσώδεα , πνιγώδεα , ἐπὶ τοῖσι προειρημένοισιν , ἐκπυητικόν :
λυγμὸς πουλύς : δίψος ἐπιπόνως . Τρισκαιδεκάτῃ , μέλανα , δυσώδεα , πουλλὰ ἤμεσεν : ῥῖγος : περὶ δὲ μέσον
8532014 λεξεται
ὅδ ' ἡμῖν ποῦ τετάξεται πόνου ; ταὐτὸν χεροῖν σοὶ λέξεται μίασμ ' ἔχων . λάθραι δ ' ἄνακτος ἢ
ἐν μέσσῃσι . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ λέξεται ] ἀντὶ τοῦ κοιμηθήσεται , ἀπὸ τοῦ λέχους .
8531095 ᾑμοῤῥαγησεν
ἦν δὲ ὑπόσπληνός τε καὶ καρηβαρικός . Τῇ πρώτῃ , ᾑμοῤῥάγησεν ἐξ ἀριστεροῦ : πουλὺς μέντοι ὁ πυρετὸς ἐπέτεινεν :
πτύαλα , παρακρουστικὰ , οἷον τῷ ἐν Πλινθίῳ , τουτέῳ ᾑμοῤῥάγησεν ἐξ ἀριστεροῦ , καὶ ἐλύθη πεμπταίῳ . Οὖρον πολλὴν
8527210 πολυπυρος
ἀκμὴ τοῦ πάθους . ὁρμή . : ἄπυρος ] Ἡ πολύπυρος , διὰ τὸ σφοδρὸν πάθος . ἤ , πῦρ
καὶ βλάβας διδοῦν . . βέλος . . ἄπυρος ] πολύπυρος , διὰ τὸ σφοδρὸν καὶ πολὺ τοῦ πάθους :
8515537 αἱμοῤῥαγικα
αὐτίκα σικύη , ἐκαύθη ἔσω , καὶ εἰκοστῇ ἐπαλιγκότησεν , αἱμοῤῥαγικὰ , καὶ τρυγώδεα , καὶ ἐσθιόμενα . Ἡ Τενεδίη
καὶ χεῖρες ναρκώδεες , καὶ καρδιαλγικὰ , καὶ ἠχώδεα , αἱμοῤῥαγικὰ λάβρως , καὶ κοιλίαι καταῤῥήγνυνται τούτοισι , καὶ γνῶμαι
8514585 ἐπινεφελον
ἡ μήτηρ ὄνον τὸν Μελιτέα , κοὐκ ἔπαθεν οὐδέν ; ἐπινέφελον ἴσσα ὅταν δέωμαι γωνιαίου ῥήματος , τούτῳ παριστῶ καὶ
, ἐθερμαίνετο σμικρά : ἐπεδίψη : οὖρα λεπτά : ἐναιώρημα ἐπινέφελον : σμικρὰ παρέκρουσεν . Περὶ ἐννεακαιδεκάτην , ἄπυρος :
8511242 καυστικοι
ἀπὸ τοῦ πτύειν τὴν ἅλα . αἰθυντῆρες : ὁρμητικοὶ , καυστικοὶ , διάπυροι : αἰθύσσω γὰρ τὸ διαπύρως καὶ ὀξέως
[ κωματώδεες ] ἐξ ἀρχῆς ἐφιδρώσαντες , οὔροισι πέποσι , καυστικοὶ , ἀκρίτως δὲ περιψύχοντες , διὰ ταχέων περικαέες ,
8510480 ἀφθωδεα
κοιλίῃσι σκληρύσματα ἐπώδυνα , ὀξέως ὀλέθριον . Τῇσιν ἐπιφόροισιν ἤδη ἀφθώδεα ῥεύματα ἐπώδυνα , πονηρόν : αἱμοῤῥοῒς ταύτῃσι , κάκιστον
δὲ καὶ ἄλλοι πυρετοὶ περὶ ὧν γεγράψεται . Στόματα πολλοῖσιν ἀφθώδεα , ἑλκώδεα . Ῥεύματα περὶ αἰδοῖα πολλὰ , ἑλκώματα
8506889 ἐπιφοροισι
μηρὸν ὁρμᾷ τρόμος , δύσκολον . Τὰ ἀφθώδεα στόματα τῇσιν ἐπιφόροισι κοιλίας καθυγραίνει . Αἱ δὲ τῶν κυουσέων προνοσέουσαι πρὸ
ἐπιῤῥιγοῦν , καὶ τὰ ἀνωδύνως τικτόμενα , κινδυνώδεα . Τῇσιν ἐπιφόροισι τὰ ἀφθώδεα ῥεύματα , πονηρόν : σπασθεῖσαι , ἐκλυθεῖσαι
8505927 Ἑπτακαιδεκατῃ
ἔτι κατενόει : οὖρα ἐπέστη . Ἑκκαιδεκάτῃ , ἄφωνος . Ἑπτακαιδεκάτῃ , ἀπέθανεν . Φρενῖτις . ϠΜΤΙΖΘ . Ἐν Θάσῳ
, οὖρα λεπτὰ , εἶχεν ἐναιώρημα ἐπινέφελον : παρέκρουσεν . Ἑπτακαιδεκάτῃ , πρωῒ ἄκρεα ψυχρά : περιεστέλλετο : πυρετὸς ὀξύς
8495181 Εἰκοστῃ
: κώφωσις πάλιν : ποδῶν ὀδύνη παρέμεινεν : παρακοπή . Εἰκοστῇ ἑβδόμῃ , ἵδρωσε πολλῷ : ἄπυρος : ἡ κώφωσις
: οὖρα πουλλὰ , λεπτὰ καὶ μέλανα : ἄγρυπνος . Εἰκοστῇ , σμικρὰ περιέψυξε , καὶ ταχὺ πάλιν ἀνεθερμάνθη :
8492361 ἐπιτιθετι
. ἄλλο . φύλλα μήκωνος καὶ σιδία σὺν παιπάλῃ κριθίνῃ ἐπιτίθετι . ἄλλο . ῥόδα ἑψήσας καὶ τρίψας κατάπλασσε .
ἐπιτίθει . ἄλλο . ἄρτον μετὰ περδικιάδος χλωρᾶς ἅμα κηρωτῇ ἐπιτίθετι τὴν ἡμέραν . ἄλλο . ἄρτον σὺν μελικράτῳ ἢ
8492159 ἀναθερμαινομενοι
Κοπιώδεες , ἀχλυώδεες , ἄγρυπνοι , κωματώδεες , ἐφιδροῦντες , ἀναθερμαινόμενοι , κακόν . Οἱ κοπιώδεες , μετὰ φρίκης ,
ψυχροὶ διὰ τέλεος : πουλλὴ ψύξις , καὶ μόλις πάλιν ἀναθερμαινόμενοι : κοιλίαι ποικίλως ἐφιστάμεναι , καὶ πάλιν ταχὺ καθυγραινόμεναι
8489024 λεβιαι
κύβων , θυννίδων . θύννοι , κολίαι , σαπέρδαι , λεβίαι , μύλλοι . Ἀριστοφάνης δὲ καὶ ταρίχιόν που λέγει
περῶσιν διὰ τοὐν Μαραθῶνι τροπαῖον . σκόμβροι , κολίαι , λεβίαι , μύλλοι , σαπέρδαι , θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ
8488808 πυρετωδεα
δὲ ψυχρὸν , σπασμοὺς , τετάνους , μελασμοὺς καὶ ῥίγεα πυρετώδεα . Τὸ ψυχρὸν , πολέμιον ὀστέοισιν , ὀδοῦσι ,
, ὀδυνώδεα ἀνεκπύητα ποιέει , πελιαίνει , μελαίνει , ῥίγεα πυρετώδεα , σπασμοὺς , τετάνους . Ἔστι δὲ ὅκου ἐπὶ
8487373 Πρωϊ
: ἢ παρὰ τὸ παίζω , παίσω , παῖς . Πρωΐ . ὑπὸ τοῦ προϊέναι ἡμᾶς . Πόσις . ὁ
: ἢ παρὰ τὸ παίζω , παίσω , παῖς . Πρωΐ . ὑπὸ τοῦ προϊέναι ἡμᾶς . Πόσις . ὁ
8475705 οὐρησε
, καὶ τὰς ἑπομένας διῄει τοιαῦτα εὐφόρως . Τετάρτῃ , οὔρησε λεπτὸν ὀλίγον , εἶχεν ἐναιώρημα μετέωρον , οὐχ ἵδρυτο
ἄφωνος : ἐπὶ τὸ χεῖρον : ἀνεθερμάνθη μετὰ χρόνον : οὔρησε μέλανα , ἐναιώρημα ἔχοντα : νύκτα δι ' ἡσυχίης
8473683 πυρετιον
ἐπεφάνη ἐν τάξει : πάλιν δὲ τὴν αὐτὴν ὥρην τὸ πυρέτιον παρωξύνθη : οὖρα τροφιώδεα σμικρά : κοιλίη δὲ ,
ἱδρώτιον σχεδὸν καθ ' ὅλον τὸ σῶμα : καὶ τὸ πυρέτιον καταψύχειν ἐδόκει : καὶ ἔμφρων τὸ πρῶτον : προϊούσης
8470161 βρυοεντος
κάρην λιχμήρεος ἑρπηστᾶο σμερδαλέην ἔβρυξεν ἐπάλμενος ἠὲ καὶ οὐρῆς ἁρπάξας βρυόεντος ἔσω ποταμοῖο κύλισεν . Εὖ δ ' ἂν ἐχιδνήεσσαν
βοτάνη ἐστίν , ἧς τὸ φύλλον ἔοικε πράσῳ . * βρυόεντος : ἀνθηροῦ . περὶ ἐχίδνης * εὖ : καλῶς
8462251 κατεχευατο
μένος . Αἶψα δ ' ἄρ ' αὐτοῖς θάρσος ἀπειρέσιον κατεχεύατο , μαίνετο δέ σφι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι : καὶ
δ ' ἥγε παλίσσυτος ἀθρόα κόλπῳ φάρμακα πάντ ' ἄμυδις κατεχεύατο φωριαμοῖο . κύσσε δ ' ἑόν τε λέχος καὶ
8452092 Ἀγαθωνειος
' ἄρτον : ἐπὶ τῶν τὰ δεύτερα τισὶ διδόντων . Ἀγαθώνειος αὔλησις : ἡ ἡδίστη καὶ εὐφραντή . Ἀνδριὰς σφυρήλατος
, μυρίας προφάσεις καὶ σκήψεις εἰς τὸ ῥᾳστωνεύεσθαι ἐπινοοῦντες . Ἀγαθώνειος αὔλησις : ἡ μήτε χαλαρὰ μήτε πικρὰ , ἀλλ
8448218 φρικωδης
ἱερὰν φύσιν οὕτως ἐδημιούργησεν . Ἀνίσταται δ ' εὐθὺς ὁ φρικώδης καὶ χαλεπὸς ἐφ ' Ὁμήρῳ τῶν συκοφαντούντων φθόνος ὑπὲρ
καὶ ὀφθαλμῶν , στομάχου δῆξις , περίψυξις , λειποθυμία , φρικώδης πυρετός , ἐνίαις δὲ καὶ σπασμοὶ ἐπιγίνονται ὀπισθοτονικοὶ ἢ
8444744 Ἰακα
πλεῖστοι βόλιτον ἄνευ τοῦ δευτέρου β . Γογγυσμὸς καὶ γογγύζειν Ἰακά , πλὴν δόκιμα : ὁ δὲ Ἀττικὸς τονθρυσμὸν καὶ
καὶ ἔπειτα : Ἀττικά . τὸ δὲ εἶτεν καὶ ἔπειτεν Ἰακά . διὸ καὶ παρ ' Ἡροδότῳ κεῖνται . ἐκμαγεῖον
8442930 Ἀνεμοι
Ἡφαίστου μαλεροῖο , γόος δ ' ἀλίαστος ὀρώρει Μυρμιδόνων . Ἄνεμοι δὲ καὶ ἐσσύμενοί περ ἀέλλῃ πᾶν ἦμαρ καὶ νύκτα
τὸ πολὺ ἐν περιτταῖς οἱ δὲ νότοι ἐν ἀρτίαις . Ἄνεμοι αἴρονται ἁμ ' ἡλίῳ ἀνατέλλοντι καὶ σελήνῃ . Ἐὰν
8440186 ἐμπειροτερων
. Γηράσκω ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος : ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ἐμπειροτέρων . Γῆρας λέοντος κρεῖσσον ἀκμαίων νεβρῶν . Γῆς ἔντερα
. Γηράσκω ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος : ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ἐμπειροτέρων . Γηρᾷ βοῦς , τὰ δ ' ἔργα πολλὰ
8428844 ἠμυει
καταιγίδας . καὶ ὅτι πτῶσις ἤλλακται : ἐπί τ ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν , ἀντὶ τοῦ ἐπιμύει δὲ τοὺς ἀστάχυας ,
τῶν τοιούτων ὀνομάτων Ἀττικόν ἐστιν . Ὅμηρος ἐπὶ τ ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν . Κρατῖνος ὁμοίως τῷ ἄνηστις ἀντὶ τοῦ νῆστις
8414829 δυσουριαι
ἤδη διδάσκουσι . χωλότητες γὰρ ἐντεῦθεν καὶ ἐπισχέσεις γαστρὸς καὶ δυσουρίαι ἢ στραγγουρίαι ἕπονται , κατὰ τὰς ἐπιθέσεις δηλαδὴ τῆς
, διὰ τῶν οὐρητικῶν ἀγγείων φέρονται , ἰσχουρίαι τε καὶ δυσουρίαι καὶ αἱ εἰς ἀμίδα διάρροιαι συμβαίνουσι . καὶ αἵματα
8413713 Ἀνατολη
λέγεσθαι . Μεγάλη δέ ἐστι διαφορὰ ἀνατολῆς καὶ ἐπιτολῆς . Ἀνατολὴ μὲν γάρ ἐστιν ἡ προειρημένη , ἐπιτολὴ δὲ ἡ
. . . , : Παράκειται δ ' αὐτῷ ὄρος Ἀνατολὴ καλούμενον δι ' αἰτίαν τοιαύτην . τῷ Ἀναξιβίαν νύμφην
8413431 ἐπεκαυθη
δὲ ἦν ἀσώδης , καὶ καρδιαλγικός : διψώδης : γλῶσσα ἐπεκαύθη : οὖρα λεπτὰ , μέλανα . Δευτέρῃ , ὁ
, ὀσφύν : ὑποχονδρίου ἔντασις λαπαρῶς : γλῶσσα δὲ ἀρχομένῳ ἐπεκαύθη : κώφωσις αὐτίκα : ὕπνοι οὐκ ἐνῆσαν : διψώδης
8408106 τιθεντο
καὶ τείχεος ἷζον ἰόντες : ἔνθα δὲ πῦρ κήαντο , τίθεντο δὲ δόρπα ἕκαστος . Ἀτρεΐδης δὲ γέροντας ἀολλέας ἦγεν
πάμπρωτον ἁλὸς βένθοσδε ἔρυσσαν , ἐν δ ' ἱστόν τε τίθεντο καὶ ἱστία νηῒ μελαίνῃ , ἠρτύναντο δ ' ἐρετμὰ
8406930 διακεχωρισμενως
Ἀποτροπάδην : εἰς τοὐπίσω τρεπόμενοι , φεύγοντες , φευκτικῶς , διακεχωρισμένως . λοξόν : πλάγιον , στρεβλόν . φάος :
ταῖς ὀρειναῖς κοίταις , ὄρεσιν . ἀποσταδόν : μακρόθεν , διακεχωρισμένως . Ἀθλέων : πειρῶν ἑαυτόν . βριαρόν : δυνατόν
8402898 ἐλοωντες
ἀμφί . ἀμφί : ἀμφοτέρωθεν . Καταΐγδην : συντόμως . ἐλόωντες : τύπτοντες . Λέλησται : ἐπιλάθεται . Γενύεσσι :
ἑξῆμαρ μὲν ἔπειτα ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι δαίνυντ ' Ἠελίοιο βοῶν ἐλόωντες ἀρίστας : ἀλλ ' ὅτε δὴ ἕβδομον ἦμαρ ἐπὶ
8402142 ἀκονῃ
πύξῳ φλοϊσθὲν δὲ μέλαν γίνεται : χρήσιμον δὲ πρὸς ὀφθαλμίας ἀκόνῃ τριβόμενον . Ἡ δὲ ἀριστολοχία παχεῖα καὶ ἐσθιομένη πικρὰ
λευκογραφίδα καλοῦϲιν . ὑπόχλωροϲ γὰρ φαινόμενοϲ οὗτοϲ , εἰ παρατριβείη ἀκόνῃ ἢ καὶ ἱματίῳ τραχυτέρῳ , λευκαίνει τὸν τόπον .
8401490 τυψιν
ὁρμᾷ , ἤτοι φεύγει καὶ ἐκκλίνει τὴν τυπὴν καὶ τὴν τύψιν τῆς τεφρώδους ἐχίδνης . * περκνός : μέλας καὶ
χέας τρύγα φυρήσασθαι ἢ ὄξευς , νεαλεῖ δὲ πάτῳ περὶ τύψιν ἑλίξαις . Ὄφρα δὲ καὶ πάσῃσιν ἀλεξητήριον ἄταις τευξάμενος
8391462 τρομωδεα
καθαπτόμενοι , τρομώδεες ἢ σπασμώδεες . Τὰ ἐν φρενιτικοῖσι νεανικῶς τρομώδεα , θανάσιμα . Αἱ περὶ ἀναγκαῖα παραφροσύναι , κάκισται
δι ' ὅλου , ἆρα καὶ ἄφωνοι τελευτῶσιν ; Τὰ τρομώδεα , σπασμώδεα γενόμενα , ἐφιδροῦσι , φιλυπόστροφα : τούτοισι
8389782 εὐστομαχιαν
αἴρει . ὁ δὲ ζωμὸς αὐτῶν καὶ αἱ σάρκες ἐσθιόμεναι εὐστομαχίαν παρέχουσι , καὶ κωλικοὺς καὶ στροφουμένους ἰῶνται . Μαινίδος
καὶ ζωμιστὸς ἐσθιόμενος καὶ μετ ' οἴνου πινόμενος εὐμορφίαν καὶ εὐστομαχίαν παρέχει . Ψύλλος ὁ ἐν τοῖς αἰγιαλοῖς εὑρισκόμενος ἑψηθεὶς
8386511 ἐκδιδρασκουσιν
τῶν δὲ Θηβαίων οἱ μὲν αὐτίκα ὡς ἡττήθησαν ὁμοῦ Λαοδάμαντι ἐκδιδράσκουσιν , οἱ δὲ ὑπολειφθέντες πολιορκίᾳ παρέστησαν . ἐποιήθη δὲ
ἡμέραν ἐπολιόρκουν : ὑπὸ δὲ νύκτα αὐλισαμένου τοῦ στρατεύματος ἄπωθεν ἐκδιδράσκουσιν οἱ ἐκ τῶν Ὀρνεῶν . καὶ τῇ ὑστεραίᾳ οἱ
8386485 ἐχαλασεν
τὸν ἱδρῶτα ἔληξαν αἱ ὀδύναι : ἐς τὴν ἑσπέρην πάντα ἐχάλασεν . Ἐνάτῃ , οὐκ ἔτι ἤμεσεν : ἐθερμάνθη μᾶλλον
ἤλγησεν : πυρετὸς ἐπεῖχε βληχρός : ὁ δὲ πνιγμὸς τριταίῃ ἐχάλασεν . Τετάρτῃ , σπασμώδης , ἄφωνος : ῥέγχος ,
8385650 ἐπαφρα
παρέκρουσε σμικρά . Πέμπτῃ , διαχωρήματα πλείω , μέλανα , ἔπαφρα : ὑπόστασις μέλαινα διαχωρήμασιν : νύκτα οὐχ ὕπνωσεν :
πολλά τε καὶ ἀθρόα καὶ μετὰ πνευμάτων καί ποτε καὶ ἔπαφρα , πιμελώδη τε καὶ αἱματώδη φαίνεται συναναμεμιγμένα τοῖς διαχωρήμασι
8384349 μαλθακευνιαις
τὸ βραχύτατον . πανταχοῦ χρῶ . ἁπαλοὶ θερμολουσίαις , ἁβροὶ μαλθακευνίαις : ἐπὶ τῶν ὑπὸ τρυφῆς καὶ ἁβρότητος διαρρεόντων .
. Αἰσχυνόμενος δὲ περιπλέκει τὴν συμφοράν . Θερμολουσίαις ἁπαλοί , μαλθακευνίαις ἁβροί . Ἀνόητά γ ' εἰ τοῦτ ' ἦλθες
8383045 κλιναν
ῥόθος , ἀλλὰ καὶ Ἰνδὸν θῆρα κελαινόρινον ὑπέρβιον ἄχθος ἀνάγκῃ κλῖναν ἐπιβρίσαντες , ὑπὸ ζεύγλῃσι δ ' ἔθηκαν οὐρήων ταλαεργὸν
δαμάσαντες Ἀχαιούς . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ κλῖναν ] ἀντὶ τοῦ κλιθῆναι ἠνάγκασαν . . . Ε
8377310 πολυπονος
οὑν νεκροῖς , γέρον ; ἐμὸς ἐμὸς ὅδε γόνος ὁ πολύπονος , ὃς ἐπὶ δόρυ γιγαντοφόνον ἦλθεν σὺν θεοῖσι Φλεγραῖον
χαλᾷς , αὔδασον , τίς ἔφυς βροτῶν ; τίς ὁ πολύπονος ἄγῃ ; τίν ' ἂν σοῦ πατρίδ ' ἐκπυθοίμαν
8374813 ἐγραμματευε
ὁ Ζεὺς ἐπρυτάνευε καὶ προήδρευε Ποσειδῶν , ἐπεστάτει Ἀπόλλων , ἐγραμμάτευε Μῶμος Νυκτὸς καὶ ὁ Ὕπνος τὴν γνώμην εἶπεν .
τοῦτ ' ἐγένετο διηγήσομαι . Ἦν τις Φιλλίδας , ὃς ἐγραμμάτευε τοῖς περὶ Ἀρχίαν πολεμάρχοις , καὶ τἆλλα ὑπηρέτει ,
8374458 ὑποχωρηματα
λεπτή . Τῇ Ἐπιχάρμου πρὸ τόκου δυσεντερίη , πόνος , ὑποχωρήματα ὕφαιμα , μυξώδεα : τεκοῦσα , παραχρῆμα ὑγιής .
ὅμοια τοῖσιν ὑγιαίνουσιν , ἥκιστα νοσερά . Καὶ οἷσι τὰ ὑποχωρήματα , ἢν ἐάσῃς στῆναι καὶ μὴ κινήσῃς , ὑφίσταται
8371491 Πευκεδανον
: σκουαρσονιάτον . ἀποφώλιον : . ἐκπτύουσαν : σπουτάνδον . Πευκεδανόν : μέλας . ζαμενῆ : δυνατόν . Οἴξασα :
, ἐξέστασεν πάντα : ὅλον . ὀδόντων : ἀπό . Πευκεδανόν : πικρὸν , θανατηρὸν , ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς οὔσης
8370027 Σανδαρακην
ἐπὶ τὸν Ὀξίναν ποταμὸν τριάκοντα . καὶ ἀπὸ Ὀξίνου εἰς Σανδαράκην ἐνενήκοντα . Σανδαράκη ὅρμος ναυσὶ σμικραῖς . ἐνθένδε εἰς
βορβορίζουσα τῇ γεύσει καὶ ἐπ ' ἄνθρακος διαπύρου ἐπιτεθεῖσα . Σανδαράκην προκριτέον τὴν κατακορῆ καὶ πυρρὰν καὶ εὐανθῆ , καθαρὰν
8369938 προεληλυθεσαν
ὅσοι τῶν βαρβάρων , πρὶν ἀφικέσθαι Λούκουλλον , ἐπὶ χορτολογίαν προεληλύθεσαν , οὐκ ἔχοντες ἐσελθεῖν ἐς τὴν πόλιν Λουκούλλου περικαθημένου
' οὐχ ὑπήκουον . ἐπεὶ δ ' ὅσον τριάκοντα στάδια προεληλύθεσαν , ἀπαντᾷ Σεύθης . καὶ ὁ Ξενοφῶν ἰδὼν αὐτὸν
8368759 θεῃσι
ἐπ ' ᾐόνας : οὐδέ μιν ἄνδρες ἔδρακον , ἀλλὰ θεῇσι παρίστατο Νηρηίνῃς : καί ῥα Θέτιν προσέειπεν ἔτ '
. ” ἔϊκτο ὡμοιοῦτο . εἰκυῖα ἐοικυῖα : “ εἰκυῖα θεῇσι . ” εἰλαπίνη εὐωχία . εἶλαρ ἕρκος καὶ φυλακή
8368102 τραχυτατα
θερμότατα , ψυχρότατα , ξηρότατα , ὑγρότατα , λειότατα , τραχύτατα , εἴκοντα , ἀντίτυπα , μαλακά , σκληρά .
προεστῶτα : Βιταλιανὸς δὲ ἦν ὄνομα αὐτῷ . τοῦτον ᾔδει τραχύτατα καὶ ὠμότατα πράττοντα , φίλτατόν τε ὄντα καὶ καθωσιωμένον
8367060 δυϲεντεριη
τοῦ εὐθέοϲ ἐντέρου . ἐγγίγνεται ὦν ἐν ἅπαϲι ἕλκεα : δυϲεντερίη δὲ τῶνδε τῶν ἑλκέων αἱ ἰδέαι : διὰ τόδε
θερμὸν ἥκῃ . ἐπὶ χρονίῃ δὲ νούϲῳ καὶ ἥδε καὶ δυϲεντερίη καὶ λειεντερίη τίκτεται . ἀλλὰ καὶ χανδὸν ψυχροποϲίη κοτὲ
8366474 φιλαισιν
ἄλουτος ἐν φάραγξι σήπεται νέκυς . χρυσέαν βῶλον ψυκτήρια δένδρη φίλαισιν ὠλέναισι δέξεται . κρήνης πάροιθεν ἀνθεμόστρωτον λέχος ἀνθρωποκτόνος ἄγωνον
σε πυκνὴν φρένα καὶ φιλόσοφον ἐγείρειν φροντίδ ' ἐπισταμένην ταῖσι φίλαισιν ἀμύνειν . κοινῇ γὰρ ἐπ ' εὐτυχίαισιν ἔρχεται γλώττης
8362598 Πονοι
δὲ ῥὶς ψυχρὸν πνεῦμα ἀφίησιν : τὰ ζωτικὰ ἐναντία . Πόνοι σιτίων ἡγείσθωσαν . Νούσων φύσιες ἰητροί . Ἀνευρίσκει ἡ
διὰ οἷα , ἐξ οἵων , ἐς οἷα ἔχει . Πόνοι , ἀργίαι , ὕπνοι , ἀγρυπνίαι . Τὰ ἐν
8360100 Μαγνησσα
τοῦ Καρὸς μετοικήσαντος ἐκεῖ σὺν Μάγνησι τοῖς ἐκ Κρήτης . Μάγνησσά θ ' ὑπεύδιος : ὁ νοῦς : οὐ τραχεῖά
δ ' εἰναλίη Σκίαθος , φαίνοντο δ ' ἄπωθεν Πειρεσιαὶ Μάγνησσά θ ' ὑπεύδιος ἠπείροιο ἀκτὴ καὶ τύμβος Δολοπήιος .
8354496 λινοζωστιος
οἴνῳ , ὅσον τεταρτημόριον κοτύλης δοῦναι πιεῖν . Ἕτερον : λινοζώστιος τὸν καρπὸν καὶ τὰ φύλλα ἐν οἴνῳ δοῦναι πιεῖν
δεινὴ , καὶ ὁ πυρετός . Ἕκτῃ , ὑποχώρησις ἀπὸ λινοζώστιος , καὶ ἡ θέρμη λῆξαι ἐδόκει καὶ ἡ ὀδύνη

Back