ἐπικλήροις ; Οὔτε γὰρ ἐπιτίμιον ταῖς πρὸς τὸν ἄρχοντα εἰσαγγελίαις ἔπεστιν , οὐδὲ ἐὰν μηδεμίαν τῶν ψήφων οἱ εἰσαγγείλαντες μεταλάβωσιν | ||
δὲ ὑπάρχοις καὶ τοῖς ἀγχοῦ καὶ πορρωτέρω τὸ βασιλικὸν γνώρισμα ἔπεστιν ἡ πρὸς τὸ καλὸν εὐαγωγία . οἰμωγὴ δὲ ἐξελήλαται |
. φαίνεσθαι δὲ συμβέβηκεν πρὸς αὐτὸν τὸν Φωσφόρον ὥσπερ τόξον ὑπόκιρρον τὸ σχῆμα τόδε φέρον . Λέγεται δ ' ἀντιδίσκωσις | ||
, ἐκ τριῶν μάλιστα συγκείμενα μερῶν , ἐν οἷς σπέρμα ὑπόκιρρον , τρίγωνον , πικρὸν ἱκανῶς πρὸς γεῦσιν , οὗ |
φοίνικες ἐπίχρυσοι ὀκταπήχεις καὶ κεραυνὸς ἐπίχρυσος πηχῶν τεσσεράκοντα καὶ ναὸς ἐπίχρυσος , οὗ ἡ περίμετρος πηχῶν τεσσεράκοντα καὶ θηρία ὑπεράγοντα | ||
βιῶναι δὲ ἔτη πέντε φασὶν ἐπὶ τοῖς ἑκατόν . , ἐπίχρυσος δὲ εἰκὼν ἀνάθημα Γοργίου τοῦ ἐκ Λεοντίνων αὐτὸς Γ |
καλῶς ἠρίσταμεν . λαμβάνετε κόλλαβον ἕκαστος τὸ δ ' ἔτνος τοὐν ταῖς κυλίχναις τουτὶ θερμόν , καὶ τοῦτο παφλάζον . | ||
. ἐν ἑκάστῃ τετράδι ζυμουμένου καὶ διδομένου μοι . . τοὐν τετράδι πεπεμμένου : ἤτοι τοῦ καθ ' ἑκάστην τετράδα |
πλησίον παχεῖα καὶ πιμελής , σοὶ δὲ νεοττὸς ἡμίτομος ἢ φάττα τις ὑπόσκληρος , ὕβρις ἄντικρυς καὶ ἀτιμία . πολλάκις | ||
πλεῖστον χρόνον ἐν ὀχείᾳ γίνεται ἡ ἔχιδνα , μέγιστον ἡ φάττα , ἐλάχιστον δὲ ἡ τρυγών . καὶ ὅτι ὁ |
εἰσελήλυθ ' , εὐθὺς ἥρπακας . πέρδικα δ ' ἢ κίχλην γε νὴ Δί ' οὐκ ἔτι ἔστιν δι ' | ||
τάλαινα τεοῦ κάτα τυμβοχόησα ἢ ὕκην ἢ ἵππον ἢ ὃν κίχλην καλέουσιν πιπὼ ] παιπαλέη ? τῆι τε πτερὰ [ |
δὲ ὑποκορισάμενος ἂν εἴποις . καίτοι με οὐ λέληθεν ὅτι θρανίον καὶ ἄλλως ξυλήφιόν τι ἐστίν : Ἀριστοφάνης γοῦν τῷ | ||
ἀντὶ τοῦ ἐκάθητο Πλάτων . καὶ καθέδρα , ἕδρα , θρανίον , θρᾶνος , θρόνος , θᾶκος , ἕδρανον , |
λαμβάνετε κόλλαβον ἕκαστος . τὸ δ ' ἔτνος τοὐν ταῖς κυλίχναις τουτὶ θερμὸν καὶ τοῦτο παφλάζον . γενναία : Βοιωτὶς | ||
' ὀμμένομεν ; δάκτυλος ἁμέρα . κὰδ δ ' ἄειρε κυλίχναις μεγάλαις , αιταποικιλλις . οἶνον γὰρ Σεμέλας καὶ Διὸς |
μύρμηκες , τήγανοι , ῥαχίαι αἱ ὕφαλοι λέγονται πέτραι . κρωσσὸς δὲ καὶ λάρναξ καὶ ἀμφορεὺς καὶ κάλπις καὶ ξέστης | ||
ὑδρία : κρώσιον ἡ στάμνος : κρῶσι , βοῶσι : κρωσσὸς κεράμιον , κρατήρ : Κρῶμνα πόλις Παφλαγονική . Τὰ |
συμπλέκεσθαι καὶ τίκτειν ἐκ κλοπῆς . ἀλλὰ μὴ Θρᾷττα καὶ Σιδωνία ; καὶ μὴν καὶ τούτων ἔρως ἥψατο , καὶ | ||
: ἔπειτα Φοινικοῦς λιμὴν καὶ Πνιγεὺς κώμη : εἶτα νῆσος Σιδωνία λιμένα ἔχουσα : εἶτ ' Ἀντίφραι μικρὸν ἀπωτέρω τῆς |
ἕλικες , καθάπερ ἐπὶ τῶν Ἑλληνικῶν , καὶ φύλλα τραχέα περίκειται , λωτῶν δὲ ποταμίων κάλυκες , καὶ φοινίκων ἀρτιβλάστων | ||
[ κατὰ πνιγέα μάλιστα : Ὥσπερ , φησὶ , πνιγεὺς περίκειται τῇ γῇ . τὰ δὲ ἑξῆς ἀδιανόητα . πνιγεὺς |
ἐν Πλάτωνος Ἀδώνιδι καὶ ἐν Ἀριστοφάνους Αἰολοσίκωνι , δοῖδυξ , θυΐα , τυρόκνηστις , ἐσχάρα , ἡ δὲ κύβηλις ἐν | ||
σκαλίς , ὅλμος , ὕπερον , κάρδοπος , ἡ καὶ θυΐα , δοῖδυξ ὁ καὶ ἀλετρίβανος , σκάφη , μάκτρα |
εἶναι , τὸ δὲ δαπάνημα μικρόν , οἷον σφαῖρα ἢ λήκυθος ἡ καλλίστη ἔχει μεγαλοπρέπειαν παιδικοῦ δώρου : τοῦτο δὲ | ||
; ψάγδαν φιλεῖς ; οὐδ ' ἐστὶν αὐτῷ στλεγγὶς οὐδὲ λήκυθος . οὐδ ' ἀργύριον ἔστιν κεκερματισμένον . ὁ δ |
τῳ ἐκ ζειῶν καὶ ὕδατος . Σπαδίξας . ἐκδείρας . σπάδιξ γὰρ φλοιὸς ῥίζης πρινίνης . οἱ δὲ φοίνικος ῥάβδον | ||
τρίγωνα , σαμβῦκαι , πηκτίδες , φόρμιγγες , φοῖνιξ , σπάδιξ , λυροφοινίκιον , ἰαμβύκη , κλεψίαμβος , παρίαμβος , |
ἦρχε Σισάμνης ὁ Ὑδάρνεος . Πάρθοι δὲ καὶ Χοράσμιοι καὶ Σόγδοι τε καὶ Γανδάριοι καὶ Δαδίκαι τὴν αὐτὴν σκευὴν ἔχοντες | ||
χωρίον περὶ τὴν Βακτριανήν , ἧς οἱ οἰκήτορες Σόγδιοι καὶ Σόγδοι . Σόδομα , μητρόπολις ἦν τῶν δέκα πόλεων τῶν |
ἔστιν οὖν εἰπεῖν , ἐπειδὴ , τὸν τόνον , σφραγίς κνημίς ψηφίς κρηπίς : οὕτως οὖν καὶ ἁψίς . γράφεται | ||
ἐκτείνοντα τὸ ι ἐπὶ τέλους ἔχουσι τὸν τόνον , οἷον κνημίς ψηφίς σφραγίς κρηπίς : οὕτως οὖν καὶ ἀψίς . |
λειόστρακον σωλὴν καὶ βάλανος , κοινὸν δ ' ἐξ ἀμφοῖν κόγχη . τὸ δ ' ἐντὸς τῆς πίνης Ἐπαίνετος ἐν | ||
σταφυλὴ ὀξυτονητέον . πρὸς οὓς ῥητέον : ἰδοῦ κόγχος / κόγχη , φίλος / φίλη , μόνος / μόνη , |
ἐντεῦθεν καὶ τὴν χέρνιβα τινὲς χερνίβα φασίν , Ἀττικοὶ δὲ χερνίβιον . Τῆς ἐγχέλυος τὰς ἑνικὰς πτώσεις διὰ τοῦ υ | ||
ἀμφίπολος πρόχοόν θ ' ἅμα χερσὶν ἔχουσα . Ἀττικοὶ δὲ χερνίβιον λέγουσιν , ὡς Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Ἀλκιβιάδου λέγων |
τῶν κατηγοριῶν κοινὸς ὁ λόγος ὑπάρχει . ὥσπερ γὰρ ἡ χαλκῆ σφαῖρα γίνεται , ἀλλ ' οὐ τὸ εἶδος τῆς | ||
τὸ ἐπίγραμμά τινες τὸ ἐπὶ Μίδᾳ τοῦτόν φασι ποιῆσαι : χαλκῆ παρθένος εἰμί , Μίδα δ ' ἐπὶ σήματι κεῖμαι |
τυρόκνηστις , ἣν καὶ κύβηλιν καλοῦσιν : ὧν ἡ μὲν τυρόκνηστις ἔστιν ἐν Πλάτωνος Ἀδώνιδι καὶ ἐν Ἀριστοφάνους Αἰολοσίκωνι , | ||
ἀπὸ τοῦ κνῶ τὸ κόπτω , ἐξ οὗ καὶ ἡ τυρόκνηστις . ἐπὶ χροΐ : ὑπὸ σώματι . θερμόν : |
λεῖα , Ἀριστοτέλης ἐν τῷ περὶ ζῴων φησίν , ὡς ῥαφίς . καὶ τὰ μὲν λειοκέφαλα ὡς κρέμυς , τὰ | ||
λήκυθος , σπυρίς , μάχαιρα , τρυβλίον , κρατήρ , ῥαφίς . ἢ πάλιν ὄψων οὕτως : ἔτνος , φακῆ |
τοσαῦτα , καὶ ἅμα περὶ τοῦ χαρακτῆρος τοῦ ἰσχνοῦ . Παράκειται δὲ καὶ τῷ ἰσχνῷ διημαρτημένος χαρακτήρ , ὁ ξηρὸς | ||
ὁ Σάμιος ἐν βʹ Περὶ ποταμῶν . . , : Παράκειται δ ' αὐτῷ ὄρος , Ἄργιλλον καλούμενον ἀπ ' |
ὣς ἐπιπωλεῖται στίχας ἀνδρῶν , μωλυτὴς ἐπέων φίλος Ἄσσιος , ὅλμος ἄτολμος . καὶ σκωπτόμενος ὑπὸ τῶν συμμαθητῶν ἠνέσχετο καὶ | ||
. εἶτα ἄροτρον , βωλοκόπος , σφῦρα , σκαλίς , ὅλμος , ὕπερον , κάρδοπος , ἡ καὶ θυΐα , |
χρυσόν , ἵν ' ᾖ τὸν τίμιον , ἢ ὅτι διάχρυσος ἦν τῇ κατασκευῇ ὁ χαλινός : δαμάζοντα δὲ τὸ | ||
καὶ παρέκειτο καὶ τούτῳ [ σπάργανα ] γνωρίσματα : μίτρα διάχρυσος , ὑποδήματα ἐπίχρυσα , περισκελίδες χρυσαῖ . Θεῖον δή |
: ἀβλαβεῖς γὰρ οἱ ἐπιορκήσαντες : ὅθεν καὶ παροιμία , Ἀφροδίσιος ὅρκος οὐκ ἐμποίνιμος . Ταυροπόλας Ἀρτέμιδος ταχύτερος : ὡς | ||
. περίθες σεαυτῷ τὸν πνιγέα . ἀφάρμακον χρῶμ ' Οἰδίποδος Ἀφροδίσιος ὅρκος οὐ δάκνει . λιθωμόται δημηγόροι φθάνοντος ἔργον γίνεται |
καὶ κλητικὸν ἐπίφθεγμα , καθότι καὶ τῷ δή τὸ δῆτα παρέκειτο : καὶ διὰ τὴν ἀντέμφασιν τὴν πρὸς τὰ ὦτα | ||
ὀνόματα αἴσχη καὶ οἱονεὶ στίγματα καθίσταται παρὰ καιρὸν ἐγκαταταττόμενα . παρέκειτο δ ' ὡς ὁλοσχερῶς ἐπελθεῖν καὶ οὓς ὄχθους λέγει |
ἀμφιλαφέσι , παραδείσοις ποικίλοις , ὕδασιν ἀπείροις , τοῖς μὲν πηγαίοις , τοῖς δὲ ποταμίοις , οἷς αἱ λόχμαι τοῦ | ||
ἐστι φύσει . ὥστε διὰ ταῦτα δεῖ χρῆσθαί σε τοῖς πηγαίοις καὶ τούτοις διυλισμένοις καὶ πλείω τούτων μεταλαμβάνειν ἢ οἴνου |
ἁπαλόσαρκοι , σκληρότεραι δὲ τῆς πέρκης . ὁ δὲ σκάρος ἁπαλόσαρκος , ψαθυρός , γλυκύς , κοῦφος , εὔπεπτος , | ||
διὸ καὶ τὰ ἐντὸς χολέρας ποιητικὰ ἔχει . ἡ κηρὶς ἁπαλόσαρκος , εὐκοίλιος , εὐστόμαχος , ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς |
Η , δι ' ἣν εἴπομεν αἰτίαν ἐκεῖ : οὕτως ἔπρεπε καὶ τὸ Ο μικρὸν προταχθῆναι τοῦ Ω μεγάλου : | ||
' ] ἄν ποτε , ἄμποτε . ὤφελ ' ] ἔπρεπε , ἔμελλε , ὤφελον . ἴσθι τὸ ” ὤφελεν |
περιφερόμενον αὐτῷ ἐγκυκλίως αἰθέρα εἶναι , ἐν ᾧ τὰ ἄστρα καθίδρυται τά τε ἀπλανῆ καὶ τὰ πλανώμενα , θεῖα τὴν | ||
. τῆς δὲ Κορωνίδος ἔστι μὲν καὶ ταύτης ξόανον , καθίδρυται δὲ οὐδαμοῦ τοῦ ναοῦ : θυομένων δὲ τῷ θεῷ |
' ἐν ὀσμαῖς : οὐδὲν γὰρ πλὴν τό τ ' εὔοσμον καὶ τὸ κάκοσμον . Οὐδ ' ἐν ἁπτοῖς : | ||
γεῦσιν καὶ τὴν πρόσφοραν ἡ δὲ γλυκύτης σπανίως καὶ ἥκιστα εὔοσμον ὡς οὐ μιγνυμένων ἅμα τοῦ γλυκέος καὶ εὐόσμου : |
: ἴον , Διὸς ἄνθος , ἴφυον , φλόγα , ἡμεροκαλλές . πρῶτόν τε ἀνθέων ἐκφαίνεσθαί φησι τὸ λευκόιον , | ||
τὰ προειρημένα πάντα σπείρεται , οἷον ἰωνία διόσανθος ἴφυον φλὸξ ἡμεροκαλλές : καὶ γὰρ αὐτὰ καὶ αἱ ῥίζαι ξυλώδεις : |
, διὰ τὸν ἀριθμὸν τῶν εἰκοσιτεσσάρων . πορφυρὶς : Ἡ πορφυρὶς ἀναγέγραπται , κερχνῂς δὲ οὐκ ἀναγέγραπται , ἀλλὰ κέρχνη | ||
ἐχθαίρει γὰρ τοὺς προσιόντας αὐτοῦ τῇ τροφῇ . ἡ δὲ πορφυρὶς διίσταται πορφυρίωνος . μνημονεύει δὲ αὐτοῦ Ἀριστοφάνης ἐν Ὄρνισι |
γʹ . ἀπεχέτωσαν δὲ οἱ βόθροι ἀπ ' ἀλλήλων διάστημα σπιθαμιαῖον . σπαρέντα δὲ διὰ τοῦ πρώτου ἔτους μὴ ὀχλείσθω | ||
μὲν φύλλα ἔχει ὅμοια φακῷ , μικρῷ μακρότερα : καυλὸν σπιθαμιαῖον : ἄνθος φοινικοῦν : ῥίζαν μικράν . φύεται ἐν |
ἐστεμμένον μίτραις . αὕτη δ ' ἐστεφάνωτο κισσίνῳ χρυσῷ καὶ βότρυσι διαλίθοις πολυτελέσιν . εἶχε δὲ σκιάδα καὶ ἐπὶ τῶν | ||
νῦν μὲν τὰ λήϊα κομᾷ τοῖς ἀστάχυσι καὶ ἡμερίδες τοῖς βότρυσι καὶ ἀκρόδρυα τοῖς ὡραίοις , καὶ κατάκομα τῶν δένδρων |
Τεύκριος : πόα ῥαβδοειδὴς παρέοικε χαμαίδρυϊ , λεπτόφυλλος , ἔχουσα ἐρεβίνθῳ τὸ πέταλον ὅμοιον . φύεται δὲ πλείστη ἐν Λυκίᾳ | ||
: θάμνος μικρὸς ἐπὶ γῆς , φύλλοις καὶ κλωνίοις ὅμοιος ἐρεβίνθῳ : ἄνθη πορφυρᾶ , μικρά : ῥίζα δ ' |
τῶν ὑψηλῶν δένδρων ἀνέρπει καὶ συμπέφυκεν αὐτοῖς , πολλὴ δὲ σμίλαξ πρὸς αὐτὸν τὸν πάγον ἀνατρέχει καὶ ἐπισκιάζει τὴν πέτραν | ||
σμίλαξ , σμιλάκειος βλαστὸς διὰ τῆς ει διφθόγγου γραφόμενον : σμίλαξ δέ ἐστιν εἶδος φυτοῦ : ἐπὶ δὲ μέρους σωματικοῦ |
δειλίᾳ μαλακία : ἀνανδρία : ἀπόνοια : φιλοψυχία [ : ὕπεστι δέ τις καὶ εὐλάβεια καὶ τὸ ἀφιλόνεικον τοῦ ἤθους | ||
' κείνοις συνειρηκόσιν ἥ τε πρὸς οὓς ᾕρηνται χάρις αὐτῶν ὕπεστι καὶ ἔτι πρὸς ὑμῶν τοὺς ταὐτὰ γιγνώσκοντας , τοῖς |
βάσεις ποδῶν ἁπαλὰς ἔχουσα , παρὰ δὲ τοῖς πολλοῖς βροτῶν Ποδάγρα καλοῦμαι , γινομένη ποδῶν ἄγρα . ἀλλ ' εἶα | ||
Πυθίου . ἤπιον , ὦ πάνδημε , φέροις ἄλγημα , Ποδάγρα , κοῦφον , ἐλαφρόν , ἄδριμυ , βραχυβλαβές , |
τοῖς φύλλοις καὶ ταῖς ῥάβδοις προσεμφερὴς ἄγνῳ , δενδρώδης , βαρύοδμος ἰσχυρῶς : ἄνθη κράμβῃ ἐοικότα : καρπὸς ἐν κερατίοις | ||
τῷ μικρῷ , περιπληθὴς σπερματίων , ὑπόπικρος , κακοστόμαχος , βαρύοδμος , στύφουσα μετὰ ποσῆς θερμασίας . Σέσελι Μασσαλεωτικὸν φύλλα |
σημεῖον , ὅτε οὗ ἐκκαλυπτικόν ἐστι , τὸ σημειωτόν , προκαταλαμβάνεται αὐτοῦ ; ἄλλως τε καὶ μαχόμενόν τι προσδέξονται οἱ | ||
σημειωτοῦ ἢ συγκαταλαμβάνεται αὐτῷ ἢ ἐπικαταλαμβάνεται αὐτῷ : οὔτε δὲ προκαταλαμβάνεται οὔτε συγκαταλαμβάνεται οὔτε ἐπικαταλαμβάνεται , ὡς παραστήσομεν : οὐκ |
, ἄνθος ἀνεμώνης , ἀβρότονον , ἱππομάραθον , ἐρύσιμον , ψευδοδίκταμνον , ἑλίχρυσον , ἀρτεμισία , ἄγνος , κόστος , | ||
ἡ ἥμερος γλήχων , ἐνεργεστέρα δὲ πολλῷ . Τὸ δὲ ψευδοδίκταμνον καλούμενον φύεται ἐν πολλοῖς τόποις , ἐμφερὲς δὲ τῷ |
χελιδόνα , εἰς ἃς μετεβλήθησαν Πρόκνη καὶ Φιλομήλα : ἡ μεμονωμένη καὶ ἐστερημένη τῆς μητρὸς ὄρνις : τοῖς ἐμοῖς κακοῖς | ||
. Αὐτὸ δὲ τοῦτό μοι τοὺς στεφάνους βάλε , οἷς μεμονωμένη χρωτισθήσομαι . Κύριε , μή μ ' ἀφῇς ἀποκεκλειμένην |
γεγονότος τούτου , ἀπὸ πυκνῆς τῆς ἐπιφανείας εἰς χαύνην τὴν σήραγγα καταβεβιβασμένης . ἔσθ ' ὅτε δὲ καὶ αἷμα διὰ | ||
, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ τοῦ θανάτου . ” τὴν δὲ σήραγγα τὴν ὑπὸ τῷ Εὐφράτῃ δεικνύντος αὐτῷ ποτε τοῦ βασιλέως |
ἐξεγλυμμένῳ διαμπερὲς ἄλλος τοιοῦτος ἐλάττων ἐγκέοιτο ἁρμόττων , καθάπερ οἱ κάδοι οἱ εἰς ἀλλήλους ἁρμόττοντες , καὶ οὕτω δὴ τρίτον | ||
λαβὰς ποεῖν Γ : ὠτάρια τοῖς κράνεσιν , ἵνα γένωνται κάδοι . δείκνυσι δὲ τὰ ὦτα αὐτοῦ , καὶ ἔστι |
ἡ μεγάλη ἐν Αἰγύπτῳ . τρίτη ἐν Αἰθιοπίᾳ τῇ Ἐρυθρᾷ παρακειμένη . τὸ ἐθνικὸν Ἀπολλωνοπολίτης . Ἄπρος , θηλυκόν , | ||
ἔτι τῷ πολέμῳ ” . Ὦφθις , πόλις Λιβύης Αἰγύπτῳ παρακειμένη . ὁ πολίτης Ὠφθίτης , διὰ τὴν εἰς ιτης |
ταῦτά γε τοῖς Ἐπιχαρμείοις ἔοικεν , ἐξ ὧν ὁ αὐξόμενος ἀνέφυ τοῖς σοφισταῖς λόγος : ὁ γὰρ λαβὼν πάλαι τὸ | ||
ἐκ τῆς ἠπείρου ἐσήγετο ἀποχρῶν τῇ νήσῳ : ἐκ τούτου ἀνέφυ γραφή , μὴ καθαρὸς εἶναι ὁ Ἀκαρνὰν οὗτος , |
τὴν ἐπιφάνειαν . Παρέκειτο δὲ τῷ συμποσίῳ τούτῳ καὶ κοιτὼν ἑπτάκλινος : ᾧ συνῆπτο στενὴ σῦριγξ , κατὰ πλάτος τοῦ | ||
ἡμῶν δὲ πᾶσα δύναμις ὑδάτων ἄρδεται . Θὲς ἑπτάκλινον . ἑπτάκλινος οὑτοσί . καὶ πέντε κλίνας Σικελικάς . λέγ ' |
καὶ πολυπράγμων . πυτιναῖα μόνον ἔχων : Ὄρνεον μικρὸν ἡ πυτίνη . . ὄρνεον μικρόν . πυτίνη δὲ πλέγμα ἐστίν | ||
δειπνοφόρος . ἵνα δ ' ὁ οἶνος , λάγυνος , πυτίνη , ἀσκός , κρατήρ , προχοίδιον , κάδος καδίσκος |
δὲ ἐκεῖ καὶ νεύρων χονδρώδης σύνδεσμος καὶ ἐπάνω τούτων ἡ ἐπιγονατίς , ἥτις καὶ μύλη καλεῖται . αὕτη μὲν αὐτοῦ | ||
πλατὺ καὶ περιφερὲς ὀστοῦν , ὥσπερ φράγμα τοῦ γόνατος , ἐπιγονατίς τε καὶ κόγχη καὶ κόγχος καὶ μύλη , κατὰ |
λείριον τὸ ἕτερον καὶ ὁ κρόκος , ὅ τε ὀρεινὸς ἄοσμος καὶ ὁ ἥμερος : εὐθὺς γὰρ ἀνθοῦσι τοῖς πρώτοις | ||
τῇ Θράκῃ καὶ ταῖς ἔτι ψυχροτέραις ἅμα καὶ ἀπεπτοτέραις ὅλως ἄοσμος : καὶ γὰρ ἡ γῆ πίειρα καὶ ἡ ὑγρότης |
πρὸς τὴν θεράπαιναν . καὶ τὰν θολίαν : καὶ τὸ σκιάδειον εὐκόσμως ἐπίθες . εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ θόλῳ ἐοικέναι | ||
καυλὸν ἀνιεῖσα καὶ φύλλα ὥσπερ δαῦκον ἄγριον ἢ μάραθον : σκιάδειον δ ' ὡς ἀνήθου , τροχοειδές : ῥίζα δακτύλου |
τῷ Θήρωνι , τῶν Τυνδαριδῶν , ἤγουν τῶν Διοσκούρων τῶν εὐίππων , τουτέστι τῶν ἐπὶ καλῶν ἵππων ὀχουμένων , διδόντων | ||
πᾳ θυμὸς ὀτˈρύνει φάμεν Ἐμμενίδαις Θήρωνί τ ' ἐλθεῖν κῦδος εὐίππων διδόντων Τυνδαριδᾶν , ὅτι πλείσταισι βˈροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται |
ὡς παρὰ τῷ Ἡροδότῳ σεμνὸν ἅμα ἡδονῇ ἕποιτο , οἷον Ἴακχος καὶ τὰ τοιαῦτα , ἑτέρου λόγου . Ἀλλ ' | ||
διεγένετο , ἀλλὰ καὶ συνιούσης τῆς ναυμαχίας ἐξεφοίτα μὲν ὁ Ἴακχος συνναυμαχήσων , νέφος δὲ ὁρμηθὲν ἀπ ' Ἐλευσῖνος καὶ |
σφίσι δίαυλος : Ὕπηνος δὲ ἀνὴρ Πισαῖος ἀνείλετο ἐπὶ τῷ διαύλῳ τὸν κότινον , τῇ δὲ ἑξῆς ἐπὶ τῷ δολίχῳ | ||
τ ' αὐλῷ μέσῳ ἐν μέσῳ * τε * τῷ διαύλῳ καὶ τῷ σταδίῳ . πατρὸς παλαιστοῦ . Ἡρακλῆς καταπολεμήσας |
ἢ βάλανον προστιθέναι , ὡς νηπίῳ κοιλίη λύεται , εἴριον ἄπλυτον ξὺν μέλιτι : ἢν δὲ γεραιτέρη ᾖ , κρόμμυον | ||
γινώσκειν εἰς μὲν τὴν ὑπαγωγὴν τῆς γαστρὸς ἐπιτηδειοτέραν εἶναι τὴν ἄπλυτον ἀλόην , πλυθεῖσαν δὲ ἀποτίθεσθαι πολὺ τοῦ φαρμακώδους , |
. καὶ δίφροι δὲ καὶ κλισμοὶ καὶ θρόνοι τῆς ξυλουργικῆς θρανία , σκολύθρια . κάλλιστοι δὲ οἱ Θετταλικοὶ δίφροι , | ||
Σκολύθρια . ταπεινὰ διφρία παρὰ τοῖς Θεσσαλοῖς , ἅ τινες θρανία καλοῦσιν . Σκολύθρια , ἅπερ ἐστὶ μικροὶ τρίποδες Θετταλικοὶ |
κύαμος , χόνδρος , τυρός , μέλι , σησαμίδες , βρυγμός , μνοῦς , μῆλον , κάρυον , γάλα , | ||
: βοτάνης εἶδος , ὃ βηκίαν καὶ βήκιον καλοῦμεν . βρυγμός : ἰδίωμα ποιοῦ ψόφου . βλιχῶδες : οἱ δὲ |
: ἤτοι ἡ μυρίχη ἤγουν ὁ μύριγγας . ἐθιοπὶς ἤτοι φλόμος μικρός . ἐβίσκου : ἡ ἀλθαία ἤτοι ὁ ἄγριος | ||
καὶ ἀρνόγλωσσον ἡμέρα δʹ , ὥρα αʹ , Ἑρμοῦ , φλόμος καὶ πεντάφυλλον ἡμέρα εʹ , ὥρα αʹ , Διός |
: ὑπὲρ τὸν Εὐφράτην ἀπάγομαι καὶ βαρβάροις ἐγκλείομαι μυχοῖς ἡ νησιῶτις , ὅπου μηκέτι θάλασσα . ποίαν ἔτ ' ἐλπίσω | ||
βλέποντες , ὁ μὲν ἠπειρώτης ἐραστής , ἡ δὲ ἐρωμένη νησιῶτις . ὅταν οὖν ὁ ἐραστὴς ἐξεμέσῃ τῆς νύμφης τὸν |
ἢ κνίδη γίγαρτα ἄπιοι κρόκοϲ ἀλθαία τερέβινθοϲ βάλανοϲ ὑοϲκύαμοϲ κιϲϲὸϲ νυμφαία φοίνικεϲ ὠοῦ τὸ χλωρὸν ὀπτὸν παλίουροϲ ἱππούρεωϲ ῥίζα αἷμα | ||
καὶ τῆς Βοιωτίας ἐν Ἁλιάρτῳ . γίνεται δὲ καὶ ἄλλη νυμφαία φύλλοις ὁμοία τῇ πρὸ αὐτῆς : ῥίζα μέντοι λευκὴ |
ζύμη : ζύθος , ὁ ἐκ κριθῆς οἶνος : ζύγλορον κιβωτός : ζυχεινεῖ τὸ μύει . Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς | ||
καὶ χρυσοῦ , ἡ κιβωτός . ΓΘ διενήνοχε κίστη καὶ κιβωτός . καὶ ὅτι ἡ μὲν εἰς ὑποδοχήν ἐστιν ἐδεσμάτων |
φύλλα , ἀμύγδαλα γλυκέα , ἀναγαλλίδες ἀμφότεραι , ἀτρακτυλὶς ἢ κνίκος ἄγριος , ἀφάκη , τῶν βάτων ὁ πέπειρος καρπός | ||
καὶ λαθυρὶς καὶ ἀγαρικὸν καὶ εὐφόρβιον καὶ λυχνὶς ἀγρία καὶ κνίκος καὶ σκαμμωνία : χωρὶς δὲ τούτων καὶ τοῦ χαλκοῦ |
βελόνη καὶ ἀβλενής , δύσπεπτος , ὑγρός , εὐκοίλιος . θρίσσα , χαλκίς , εὐανάδοτα . κεστρεύς ἐστι καὶ θαλάσσιος | ||
καὶ φαγρώριος ὃν καὶ φάγρον καλοῦσιν , ἔτι σίλουρος κιθαρὸς θρίσσα κεστρεὺς λύχνος φῦσα βοῦς : ὀστρακίων δὲ κοχλίαι μεγάλοι |
ὧν λιθίωσιν νεφροὶ ἢ κύστις : οὗ οὐκ ἂν εὕροις καταλληλότερον ταῖς τοιαύταις διαθέσεσιν . Πίσσης ὑγρᾶς ἰταλικὰς κο . | ||
, ὡς καὶ ἐν Θήβαις αὐτοῦ νικήσαντος . ἦν δὲ καταλληλότερον εἰπεῖν Θηβῶν , ἵν ' ᾖ : καὶ ἀπὸ |
μετὰ μέλιτος πινόμενον . ποιεῖ δὲ καὶ ἡ γλαύκουρις . θλασθεῖσα μετὰ μέλιτος καὶ ὕδατος ἴσου διδομένου τοῦ χυλοῦ ἀναγαργαριζέσθω | ||
οὐ πυρωτικόν : ῥίζα ἐκ μὲν τῶν ἐκτὸς μέλαινα , θλασθεῖσα δὲ λευκή . Ἄλλη λιβανωτὶς ἡ λεγομένη ἄκαρπος , |
Σειρῆσι φρυγεύς φησι θυΐα λήκυθος . ὁ δὲ φρυγεὺς καὶ σείσων καλεῖται : ὀνομαστέον δὲ καὶ τὸν ἄνδρα τὸν φρύττοντα | ||
χοῦς , ἁμίς , λεκάνη , θυΐα , κάνθαρος , σείσων , λύχνος . ὑπηρεσία σοι παντελής , γραῦ , |
Ἀλεξάνδρου καὶ πάλιν ὑπὸ τοῦ Πρωτέως ἐν τῇ θαλάσσῃ . ἀντίπορθμον τὴν ἐναντίως κειμένην αὐτῆς ᾐόνα . Λαπερσίῳ ἐπώνυμον Διὸς | ||
Ἀρτεμίδωρος προσηγόρευκε , Ἐρατοσθένης δὲ Λίξον : κεῖται δ ' ἀντίπορθμον τοῖς Γαδείροις ἐν διάρματι σταδίων ὀκτακοσίων , ὅσον ἑκάτερα |
ἐκείνῳ τῷ ὄρνιθι χαίρουσι , τοῦτο καὶ δόρκοι πάσχουσιν ἐπὶ πέρδιξιν : ἀλλὰ μὴν καὶ ἵπποις ὠτίδες ἐπιγεγήθασιν , αἷς | ||
οἱ μικροί , φησίν , ἄνδρες οἱ ταῖς γεράνοις διαπολεμοῦντες πέρδιξιν ὀχήματι χρῶνται . Μενεκλῆς δ ' ἐν πρώτῃ τῆς |
. καὶ ἀγλαὸν τὸ καλόν . ἀρικύμων : μεγαλοκύμων . ἀχώρ : ἐξανθήματος εἶδος , καθ ' ὃ συμβαίνει κολλώδη | ||
ζηλωτόν . ἀμφιμήτωρ : ὁ ἐξ ἑτέρας μητρὸς ἀδελφός . ἀχώρ : οἱ μὲν τὸ ἐν τῇ κεφαλῇ πίτυρον , |
, οὗ ἡ περίμετρος πηχῶν μʹ : δίκερας πρὸς τούτοις ὀκτάπηχυ . πολὺ δὲ καὶ ζῴων πλῆθος ἐπιχρύσων συνεπόμπευεν , | ||
, ὑπὸ ἀνδρῶν ἑξήκοντα , ἐφ ' ἧς ἄγαλμα Νύσης ὀκτάπηχυ καθήμενον , ἐνδεδυκὸς μὲν θάψινον χιτῶνα χρυσοποίκιλον , ἱμάτιον |
κατὰ γένος ἄγεται . γενομένων δ ' αὐτῷ δυεῖν παίδων Τυρρηνικὰ θέμενος αὐτοῖς ὀνόματα , τῷ μὲν Ἄρροντα , τῷ | ||
τυρρηνικουργῆ , ὥσπερ καὶ τὰ ἔμβαθρα ῥηνιοεργῆ . τὰ μέντοι Τυρρηνικὰ εἴη ἂν ὁ Σαπφοῦς μάσλης : ποικίλος μάσλης Λύδιον |
ὅθεν ἡ ἀρύταινα , πλεονασμῷ δὲ τοῦ σ καὶ ὁ ἀρύστιχος ] . . . , : ὁ δὲ πτόλεμος | ||
ᾧ δὲ δεῖ ἀρύεσθαι τὸν οἶνον , ἔστιν ἀρυστὴρ καὶ ἀρύστιχος καὶ κύαθος καὶ οἰνοχόη καὶ οἰνήρυσις καὶ ἔφηβος καὶ |
. . χρυσῆ δὲ κιθάρα ἀντὶ τοῦ τιμία , ὡς χρυσῆ Ἀφροδίτη . σύνδικον Μοισᾶν κτέανον : συνῳδόν , οἱονεὶ | ||
ἄμφοδον , καὶ ἡ τρίτη πρὸς μεσημβρίαν . Καὶ κλίνη χρυσῆ ἵστατο ἐν τῷ θαλάμῳ ἀποβλέπουσα πρὸς ἀνατολάς : καὶ |
ἀρχά . Φρύγιον αὔλησε μέλος τὸ Κερβήσιον , ἀάνθα : ἀγίσδεο αὐτὸν † ἀγᾶ , † γέργυρα γέρρον : δοάν | ||
τοῦ τὸν Ἀλκμᾶνα εἰπεῖν : ἀγίσδεο : ἀντὶ τοῦ ἅζεο ἀγίσδεο εἶπεν , . , + . , + . |
. . . περὶ τούτου ὁ Ἀρριανὸς ταῦτά φησιν : Αἷμος βασιλεὺς Σκυθῶν , οὗ υἱὸς Ἐρίδιος , ἀφ ' | ||
. . : Παράκεινται δ ' αὐτῷ ὄρη Ῥοδόπη καὶ Αἷμος . Οὗτοι ἀδελφοὶ τυγχάνοντες , καὶ εἰς ἐπιθυμίαν ἀλλήλων |
πέπλους ῥήγνυσιν ] αἰδεσθεὶς τὸ πτῶμα . ἀποτρόποισι ] οἷς ἀποτροπιαζόμεθα τοὺς ὀνείρους . χηλαῖς : τοῖς ὄνυξιν . οὐχ | ||
ὀνειράτων . . ἀποτρόποισι δαίμοσιν ] τοῖς θεοῖς , οἷς ἀποτροπιαζόμεθα τοὺς ὀνείρους . ἀποτροπιαστὴν δὲ τῶν ὀνείρων φασὶν εἶναι |
ἀνταρκέσαι τὸ ῥεῖθρον τῇ Ξέρξου στρατιᾷ τοῦτο : ἰσθμῷ δὲ κλείεται τετταράκοντα σταδίων ἡ λεχθεῖσα ἄκρα ἐν μέσῳ μὲν οὖν | ||
σταδίων ἑκατὸν καὶ δισχιλίων : τὸ δὲ μεσημβρινὸν αὐτοῦ πλευρὸν κλείεται τῇ τε τῶν Ἑνετῶν παραλίᾳ καὶ τοῖς Ἀπεννίνοις ὄρεσι |
' οὐκ ἐντετύχηκα τοῖς δράμασιν . τῶν γὰρ ἀδοξοτέρων ἡ χαμεύνη καὶ τὸ χαμεύνιον : ἐν γοῦν τῷ σατυρικῷ Σκίρωνι | ||
οὐχ ὑπερτείνεις πόδα . ἐν δὲ τοῖς Δημιοπράτοις πέπραται Ἀλκιβιάδου χαμεύνη παράκολλος καὶ κλίνη ἀμφικνέφαλλος . καὶ μὴν τό γε |
βληταί : ἤγουν βεβλημέναι ὑπὸ τῆς Ἀρτέμιδος . τρώει : τρύχει , φθείρει . θυωρόν : θυωρὸς ἡ φιλικὴ τράπεζα | ||
ἢ φυλάσσομαι πύλης ἄναξ θυρωρέ Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος ἢ σφηκιὰν βλίττουσιν εὑρόντες τινά ἐγὼ |
ἄμφωτον . Σιμάριστος δὲ παρὰ Κυπρίοις τὸ δίωτον ποτήριον . κύμβη κύλικος εἶδος ὃ Πάφιοι κύμβαν καλοῦσιν . κώθων Λακωνικὸν | ||
ποτήριον καὶ στενὸν τῷ σχήματι , παρόμοιον πλοίῳ ὃ καλεῖται κύμβη . καὶ Ἀναξανδρίδης ἐν Ἀγροίκοις : μεγάλ ' ἴσως |
τῶν γλωττῶν , οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ ἀγγείου γλωττοκομεῖον παρὰ τοῖς νεωτέροις ἔστιν εὑρεῖν , ὡς ἐν τῷ | ||
τὴν ἐμὴν γνώμην . γέρανδρυς : οἷον παλαιὸν δένδρον . γλωττοκομεῖον : ἐπὶ μόνου τοῦ τῶν αὐλητικῶν γλωττῶν ἀγγείου . |
. τρύγιπος : Τρὺξ τρυγὸς ἡ τοῦ οἴνου ὕλη : τρύγοιπος δὲ λέγοιτ ' ἂν κυρίως , δι ' οὗ | ||
συνεργήσων λαβεῖν με τῷ μειρακίσκῳ διεσπεκλωμένῃ ] γεγηρακυίᾳ καὶ συνουσιωμένῃ τρύγοιπος ] σάκκινος ὑλιστήρ . ὑλιστήρ , σακελιστήριον οὐ γὰρ |
Ἰσχυρότατον δὲ πάντων ἐστὶν ὁ λευκὸς ἐλλέβορος , δεύτερον τὸ σησαμοειδές , τρίτον ἡ σταφίς , τέταρτον τοῦ σπάρτου τὸ | ||
αὐτοῦ ἐστι μὲν οἷον κνίκος : καλεῖται δὲ καὶ τοῦτο σησαμοειδές : ἄγει δ ' ὅμοια ταῖς ῥίζαις , ἀλλ |
ὁ μὲν Ἀπίων βοήσας , ἔστι δὲ ἰδίωμα βοῆς . μεσόδμη β . . . . . , : μεσόδμη | ||
: καὶ θεμελίους δὲ λίθους αὐτοὺς ὠνόμαζον . κατῆλιψ ἡ μεσόδμη . κάπνην δὲ καὶ καπνοδόκην Εὔπολις τὸ μὲν εἴρηκεν |
λέγει ὁ Στρεψιάδης πρὸς τὸν δανειστήν . εἶτα ἀπέρχεται λαβεῖν καρδόπην δεῖξαι τῷ δανειστῇ καὶ ἐρωτῆσαι αὐτόν , πῶς ταύτην | ||
μωρῶς λίαν , ἰδιωτικῶς . τὴν κάρδοπον ] ἤγουν τὴν καρδόπην κάρδοπον . ἔα ] φεῦ , θαυμαστικόν . ἦ |
τὸν αὐτὸν τρόπον . Λωτὸς ὁ ἥμερος , ὃν ἔνιοι τρίφυλλον ὀνομάζουσι , ῥυπτικῆς ἐστι μετρίως δυνάμεως , οὕτω δὲ | ||
καὶ ἡ ῥίζα , λεύκη τὸ δένδρον , λωτὸς ἢ τρίφυλλον , λωτὸς ἄγριος , μῆον , ναρκίσσου ἡ ῥίζα |
τὰ δὲ ἄλλα ὥσπερ ἐνισταμένου τοῦ ἦρος , οἷον ἐρινεὸς φιλύκη ὀξυάκανθος παλίουρος τέρμινθος καρύα διοσβάλανος : μηλέα δ ' | ||
, ἐλάτη πεύκη πίτυς ἀγρία πύξος ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος φιλύκη ἀφάρκη δάφνη φελλόδρυς κήλαστρον ὀξυάκανθος πρῖνος μυρίκη : τὰ |
. ἐπανελθόντα δὲ ἐς τὴν ὁδὸν τὴν ἐς Ὀποῦντα εὐθεῖαν Ὑάμπολις τὸ ἀπὸ τούτου σε ἐκδέξεται . τῶν δὲ ἐνταῦθα | ||
ἐθνικὸν Ὑάμιος ὡς Βυζάντιος , καὶ Ὑαμιεύς ὡς Δουλιχιεύς . Ὑάμπολις , πόλις Φωκίδος . ὁ οἰκήτωρ Ὑαμπολίτης . Ὕαντες |
δισύλλαβα βαρύνεται , εἰ μὴ περιεκτικὰ εἴη : Ῥήνη Σήνη φήνη γλήνη . τὸ μέντοι σκηνή ὀξύνεται ὡς προσηγορικὸν περιεκτικὴν | ||
” ἀντὶ τοῦ εἰς τὴν ἀπὸ τῆς φηγοῦ τροφήν . φήνη εἶδος ὀρνέου . καὶ “ φήνοι Αἰγυπτιακοὶ γαμψώνυχες . |
περιίστησι τῷ γενναίῳ , εἴ πως αὐτοῦ τὸ πολυειδὲς καὶ πολύπλοκον ἐνδείξαιτο καὶ παραστήσειε κατὰ δύναμιν . εἶεν . χωρὶς | ||
λοχείης . ἡ μὲν ἀνειλίσσουσα ? ? [ ] ? πολύπλοκον ὄζον ἐθείρης πάντοθι γηραλέης ? ? [ ] ἀπεσείσατο |
οὐδὲ τοῖσιν εὐόργοις ἔπος . εὕδοντι δ ' αἱρεῖ κύρτος πύγαργος Δήμητρος ἁγνῆς καὶ Κόρης τὴν πανήγυριν σέβων . χρυσοέθειρ | ||
ἐξόπιν ] ὁ ἐκ τοῦ ὄπισθεν λευκός , ἤτοι ὁ πύγαργος . ἴκταρ ] ἐγγύς . μελάθρων ] τῶν οἴκων |
τὸν Πᾶνα , ἐπεὶ χηλόπους ἐστί . λάρναξ δὲ ἡ χηλὸς καὶ ἡ κιβωτός : ταὐτὸν δ ' ἐστί . | ||
. Χηλός . τὸ κιβώτιον . χῶ , χήσω , χηλὸς , ὡς παρὰ τὸ βῶ βήσω βηλός . χηλὸς |
ῥείτω χἁ Συβαρῖτις : πηγὴ Ἰταλίας περὶ Θούριον . ῥείτω χἁ Συβαρῖτις ἐμὶν μέλι : πηγὴ ἐν Σικελίᾳ . ἁ | ||
ὁ γὰρ κύαμος διψοποιός , καὶ πόσεως χάριν φησίν . χἁ στιβάς : ὑποστρώσομεν καὶ στιβάδα πήχεως . στιβάς : |
δὲ ἡ λέξις , κειμένη καὶ παρὰ Ἀριστοφάνει ἐν Ἀττικαῖς Λέξεσι καὶ παρὰ Αἰσχύλωι ἐν Σισύφωι καὶ Εὐριπίδηι ἐν Ἱππολύτωι | ||
λέξεως καὶ Αἰσχύλος καὶ Ἀριστοφάνης ὁ γραμματικὸς ἐν ταῖς Ἀττικαῖς Λέξεσι . Ἐπιθέρσης δ ' ἐν β τῶν Λέξεων ἄμβωνά |
, ἀρσενικὸν καυθέν , γύψος καυθεῖσα , θεῖον , καδμεία βοτρυῗτις μᾶλλον , κίσηρις κεκαυμένη , κονία , ἡ τοῦ | ||
διαφορᾷ σύμμετρός πώς ἐστιν . καὶ λεπτομερεστέρα δ ' ἡ βοτρυῗτις , παχυμερεστέρα δ ' ἡ πλακῖτις . Κιννάβαρι δριμείας |
αὐτῶν ὁ ὀρυκτὸς σκώληξ , ἐχόμενος δ ' ἐστὶν ὁ ξυστός , εἶθ ' ὁ σκευαστός , δηκτικώτερος μέντοι καὶ | ||
τυρὸς χλωρός , τυρὸς ξηρός , τυρὸς κοπτός , τυρὸς ξυστός , τυρὸς τμητός , τυρὸς πηκτός . Ἐν ὅσῳ |
ἢ τῷ ἐπομφάλῳ ἢ τῷ ὑπογαϲτρίῳ καὶ ὀϲφύι . Ἄλλο ἐπομφάλιον . Μεϲπίλων χωρὶϲ γιγάρτων Γρʹ ιη ϲκαμμωνίαϲ Γρʹ ιβ | ||
δὲ τὸ ἐν μέσῳ ἀκρομφάλιον , τὸ δὲ ὑπὲρ αὐτὸν ἐπομφάλιον . καὶ μεσόμφαλοι καλοῦνται πλακούντων τι εἶδος . καὶ |
Γαβρῆτα ἐπὶ τάδε τῶν Σοήβων , ἐπέκεινα δ ' ὁ Ἑρκύνιος δρυμός : ἔχεται δὲ κἀκεῖνος ὑπ ' αὐτῶν . | ||
Ἑρκυνίου δρυμ . ] Πλησίον γὰρ τοῦ Πυρρηναίου ὄρους ὁ Ἑρκύνιος . Ἄλλως . Ἀντὶ τοῦ τὸ Ἑρκύνιον ὄρος παροικοῦντες |
καὶ παρὰ λίμναις , ἔχον φύλλα παραπλήσια τῷ προειρημένῳ , στρογγυλώτερα δέ , καρπὸν στρογγύλον , ἀποκρεμάμενον ὡς ἀκροχορδόνας . | ||
: φέρειν δὲ σῦκα ἐρυθρὰ ἡλίκα ἐλαία τὸ μέγεθος , στρογγυλώτερα δέ , εἶναι δὲ τὴν γεῦσιν μεσπιλώδη . περὶ |
τε καὶ ἐς ὡραϊσμὸν προσφυὲς χρῶμά τε καὶ σχῆμα διαιροῦντα θηλύτητι , τὸ δὲ στυγνόν τε καὶ ἐς σύννοιαν ἄγον | ||
. τουτέστι κατασχημονεῖ . οἱ γὰρ Κυζικηνοὶ ἐπὶ δειλίᾳ καὶ θηλύτητι ἐκωμῳδοῦντο . ὡς φοινικᾶ πτερὰ ἔχοντος δηλονότι τοῦ παρ |