| γʹ . ἀπεχέτωσαν δὲ οἱ βόθροι ἀπ ' ἀλλήλων διάστημα σπιθαμιαῖον . σπαρέντα δὲ διὰ τοῦ πρώτου ἔτους μὴ ὀχλείσθω | ||
| μὲν φύλλα ἔχει ὅμοια φακῷ , μικρῷ μακρότερα : καυλὸν σπιθαμιαῖον : ἄνθος φοινικοῦν : ῥίζαν μικράν . φύεται ἐν |
| πρῶτον ἐκ τῆς κεγχραμίδος ὑπεφύετο , μέρος τι διίστησι τῆς σπιθαμῆς : ἀλλ ' ὥσπερ οἱ ἑκατὸν ἅμα καθέλκουσι τὴν | ||
| πορφυροειδὲς οἱονεὶ κροκύδιον : ῥίζα δὲ δακτύλου πάχος , ὅσον σπιθαμῆς τὸ μῆκος , εὐώδης , ἐδωδίμη ἑφθή . Στέαρ |
| καὶ Κύρνον Ποπουλώνιον τῆς Τυρσηνίας : τὸ δὲ δίαρμα σταδίων ͵βσʹ . Τῆς Σικελίας κατὰ Τιμοσθένην περίμετρος σταδίων ͵δψμʹ , | ||
| : ἐπὶ στόμα Μαιώτιδος στάδια βφʹ : ἐπὶ Τάναϊν στάδια ͵βσʹ . Ἄλλως , ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν : ἀπὸ |
| δ ' ἱερὸν Ἀθηνᾶς ἐστ ' ἐν αὐτῇ καὶ λιμήν κλειστός . Καλεῖται Δρυοπὶς ἡ χώρα δ ' ὅλη . | ||
| πρώτη πόλις πρὸς ἥλιον δυόμενον ἡ προειρημένη Φαλασάρνα καὶ λιμὴν κλειστός : Πολυρρηνία , καὶ διήκει ἀπὸ βορέου πρὸς νότον |
| , ἐν ὧι Ἡράκλεια ἡ ὑπὸ Λάτμωι λεγομένη , πολίχνιον ὕφορμον ἔχον . ἐκαλεῖτο δὲ πρότερον Λάτμος ὁμωνύμως τῶι ὑπερκειμένωι | ||
| στάδιοι λʹ . ἀκρωτήριόν ἐστιν ὑψηλόν : ἔχει ὕδωρ καὶ ὕφορμον . Ἀπὸ Κριοῦ Μετώπου περίπλους εἰς Βίεννον στάδιοι ιβʹ |
| ἡ σὰρξ μετρίως , λειχὴν ὁ ἐπὶ τῶν πετρῶν , λευκοΐου πᾶς ὁ θάμνος , λεύκη τὸ δένδρον , λωτὸς | ||
| ὀρεοσελίνου , σμυρνίου , δαύκου , θλάσπεως , μελανθίου , λευκοΐου , κίκεως , δάφνης , σεσέλεως , βαλσάμου , |
| τὸ νέον ἔτος σπείρεται μαρούλλιν , πικρίδιν , κωμωδιανόν , πολύκλωνον , θριδάκιν . μεταφυτεύεται δὲ τὸ γογγύλιν , σεῦτλον | ||
| ῥιγιτανόν . μεταφυτεύεται δὲ μαρούλλιν , πικρίδιν , φρυγιατικόν , πολύκλωνον . Μηνὶ Ἀπριλλίῳ σπείρεται εἰς τὸ λῆγος σευτλομόλοχον , |
| ῥίζης , ἐλλεβόρου μέλανος ῥίζα . ἀντὶ στυπτηρίας , ἅλας ὀρυκτόν . ἀντὶ στυπτηρίας σχιστῆς , σίδιον . ἀντὶ στύρακος | ||
| : ἔχει δ ' , ὥς φασι , τὸ ναύσταθμον ὀρυκτόν : εἶθ ' ὁ Εὐρώτας ἐκδίδωσι μεταξὺ Γυθείου καὶ |
| γὰρ δὴ παράλογον εἶναι καὶ πολλὴν ἀτοπίαν ἔχον τὸ δοκεῖν ἄνθινον λειμῶνα εἶναι , ὅθεν ἐδρέφθη τὰ ἄνθη , καὶ | ||
| καθαῖρον : κόκκους κνιδίους ἑξήκοντα , μέλι τε καὶ ἔλαιον ἄνθινον μίξας , κλύζειν ἐν ὕδατι . Ἢ κνῆστρον ἑψήσας |
| ἄμφωτον . Σιμάριστος δὲ παρὰ Κυπρίοις τὸ δίωτον ποτήριον . κύμβη κύλικος εἶδος ὃ Πάφιοι κύμβαν καλοῦσιν . κώθων Λακωνικὸν | ||
| ποτήριον καὶ στενὸν τῷ σχήματι , παρόμοιον πλοίῳ ὃ καλεῖται κύμβη . καὶ Ἀναξανδρίδης ἐν Ἀγροίκοις : μεγάλ ' ἴσως |
| Λευκοΐου τὸν καρπὸν , κέδρου πρίσματα , καὶ χαλβάνην μέλιτι ἀναφυρήσας , ὑποθυμιῇν . Αἰγὸς σπυράθους καὶ λαγωοῦ τρίχας ἐλαίῳ | ||
| λεῖα , παραστάζων γυναικὸς γάλα , καὶ μέλι ὀλίγον , ἀναφυρήσας τοῦτο , ἐς εἴριον μαλθακὸν καθαρὸν περὶ πτερὸν περιελίξας |
| δεκάπηχυ πρὸς τὸ δεκάπηχυ , ἀλλά φησιν ἔχειν ὡς τὸ πεντάπηχυ πρὸς δεκάπηχυ : ὥστε ὁ μέν φησι τὸ ἴσον | ||
| ἄλλως , ῥητὸν ἂν εἴη τὸ τοιοῦτον διάστημα πεντάπουν ἢ πεντάπηχυ , εἰ τύχοι : εἰ δὲ ὑπερβαίνει ἢ ἐλλείπει |
| ἴαμα τῆς στάσεως εὑρών ἀκοσταῖς ] τροφαῖς Γερραίης δὲ τῆς Ἀραβικῆς . Γέρρα γὰρ πόλις τῆς Ἀραβίας λιβάνοιο δὲ χύσιν | ||
| , ἔθνος νομαδικόν , ὡς Γλαῦκός φησιν ἐν . . Ἀραβικῆς ἀρχαιολογίας . Σάλμος , πόλις Βοιωτίας , ἧς οἱ |
| τὸ δ ' ὑπ ' αὐτὰ αἰδοῖον . οὗ τὸ πρόμηκες , δι ' οὗ τὸ ἐκ κύστεως ὑγρὸν ἐπιρρεῖ | ||
| Σίνων σπερμάτιόν ἐστιν ἐν Συρίᾳ γεννώμενον , παρεοικὸς σελίνῳ , πρόμηκες , μέλαν , πυρωτικόν . Σίον φύεται ἐν τοῖς |
| . φαίνεσθαι δὲ συμβέβηκεν πρὸς αὐτὸν τὸν Φωσφόρον ὥσπερ τόξον ὑπόκιρρον τὸ σχῆμα τόδε φέρον . Λέγεται δ ' ἀντιδίσκωσις | ||
| , ἐκ τριῶν μάλιστα συγκείμενα μερῶν , ἐν οἷς σπέρμα ὑπόκιρρον , τρίγωνον , πικρὸν ἱκανῶς πρὸς γεῦσιν , οὗ |
| ὄρος , Κριοῦ μέτωπον λεγόμενον , νυχθήμερον πλοῦν ἀπέχον ἐκ Καράμβεως . Ὧν δὴ τόπων [ λέγουσιν ] ἄρξαι Φινέα | ||
| ἡνίκα ὁ Κιμμερίων κατέδραμε τὴν Ἀσίαν στρατός . Καταντικρὺ δὲ Καράμβεως ἐν τῇ πέραν κεῖται μέγιστον ἀπότομον εἰς θάλατταν ὑψηλόν |
| οἴνου δὲ ἔταξε μέτρον , καὶ ἦν γε τὸ ῥῆμα ἡμίνα βασιλική : γνώριμον δή που ὅτι ἔφραζεν ἡμικοτύλιον . | ||
| β , ἃ δὴ καὶ ἡμίναϲ προϲαγορεύουϲιν : ἡ δὲ ἡμίνα ἔχει κυάθουϲ η . ὁ Ἀττικὸϲ μέδιμνοϲ ἔχει ἡμίεκτα |
| πέριξ τὴν Τριτωνίδα λίμνην οἰκέουσι , τὸ μέσον δέ σφι οὐρίζει ὁ Τρίτων . Καὶ οἱ μὲν Μάχλυες τὰ ὀπίσω | ||
| ἀνέμου ὁρμᾶται , ἄρχεται δὲ ῥέων ἐκ λίμνης μεγάλης ἣ οὐρίζει τήν τε Σκυθικὴν καὶ τὴν Νευρίδα γῆν : ἐπὶ |
| δέ φασιν ᾠὸν ἐκεῖνο ὃ τεκεῖν Λήδαν ἔχει λόγος . ὑφαίνουσι δὲ κατὰ ἔτος αἱ γυναῖκες τῷ Ἀπόλλωνι χιτῶνα τῷ | ||
| 〚 Τοὺς ἱστοὺς , οὓς ἐν τῷ ἀέρι οἱ ἀράχναι ὑφαίνουσι . λάμβανε δὲ ἀπὸ κοινοῦ εἰς τὰς μελέτας τὸ |
| ἀλλήλοις ἐπὶ ῥαβδίων μικρῶν λεπτῶν καὶ στρυφνῶν ὑπομελάνων . Αἰγίλωψ βοτάνιόν ἐστι φύλλα ὅμοια ἔχον πυρῷ , μαλακώτερα δέ , | ||
| καὶ ξηραίνεται ἐν σκιᾷ καὶ ἀναπλάττεται . Χελιδόνιον τὸ μικρόν βοτάνιόν ἐστιν ἐκ μόσχων ἀνηρτημένον , ἄκαυλον , φύλλοις κισσοειδέσι |
| , τῆς Ἀλώρου δὲ ἑβδομήκοντα . ἔστι δ ' ἡ Ἄλωρος τὸ μυχαίτατον τοῦ Θερμαίου κόλπου : * λέγεται δὲ | ||
| Μήδειαν ὀνομασθείς . τὸ ἐθνικὸν Διζήριος καὶ Διζηρίτης , ὡς Ἄλωρος Ἀλωρίτης . Δίκαια , πόλις Θρᾴκης , ἀπὸ Δικαίου |
| ἀνάγοντας καὶ πρὸς δυσεντερικούς . Δαύκου , σίνωνος , ἴρεως Ἰλλυρικῆς ἀνὰ ⋖ ζ , σελίνου σπέρματος , μελανθίου , | ||
| ' ὧν ἐστι θερμὴ διάθεσις , κεχρῆσθαι τοιούτοις . Ἴρεως Ἰλλυρικῆς . . . δραχ . ιδʹ σμύρνης τρωγλοδύτιδος . |
| ὀξύβαφον , ὕδατος κοτύλας δέκα ἐπιχέας , ἑψεῖν ἐν καινῇ χύτρῃ ἐπὶ ἀνθράκων ἄζεστον , ἵνα ἀναπνέῃ , ἕως ἂν | ||
| ' οὐ μάλα . Τούτῳ διδόναι μελίκρητον ἀναζέσας ἐν καινῇ χύτρῃ , ψύχων , σελίνου φλοιὸν ἀποτέγγων ἢ μαράθρου : |
| θεραπαινίδων μᾶλλον τὸ ὑπόδημα . Τυρρηνικά : τὸ κάττυμα ξύλινον τετραδάκτυλον , οἱ δὲ ἱμάντες ἐπίχρυσοι : σανδάλιον γὰρ ἦν | ||
| δ ' ἄνωθεν καὶ κάτωθεν κηλῖσιν ὑπολεύκοις : καυλὸν δὲ τετραδάκτυλον , γυμνόν , ἐφ ' οὗ ἄνθη ῥοδοειδῆ , |
| βούτυρον καὶ χηνὸς ἄλειφα καὶ ἐλάφου μυελὸν καὶ ῥητίνην καὶ νέτωπον : τουτέων ἴσον ἑκάστου ξυμμίξαντα , διατήξαντα , προστιθέναι | ||
| τῷ ναρκισσίνῳ διαλιπών : ἢν δέ σοι δοκέῃ κεκαθάρθαι , νέτωπον προσθέσθαι : τῇ δ ' ὑστεραίῃ ῥόδινον μύρον : |
| ὅσον παλαιστὴν , καὶ κνεώρου ὅσον μίαν πόσιν ἑψήσας ὕδατος κοτύλῃσι πέντε , μέλι παραχέας καὶ ἔλαιον κλύσαι . Ἢ | ||
| ἴσον ἑκάστου , τρίβειν ἐν οἴνῳ λευκῷ γλυκεῖ , δύο κοτύλῃσι , καὶ κλύζειν χλιεροῖσι κλυσμοῖσιν . Ἢν ὀδύνη ἔχῃ |
| καὶ πολυπράγμων . πυτιναῖα μόνον ἔχων : Ὄρνεον μικρὸν ἡ πυτίνη . . ὄρνεον μικρόν . πυτίνη δὲ πλέγμα ἐστίν | ||
| δειπνοφόρος . ἵνα δ ' ὁ οἶνος , λάγυνος , πυτίνη , ἀσκός , κρατήρ , προχοίδιον , κάδος καδίσκος |
| πρὸς τὴν θεράπαιναν . καὶ τὰν θολίαν : καὶ τὸ σκιάδειον εὐκόσμως ἐπίθες . εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ θόλῳ ἐοικέναι | ||
| καυλὸν ἀνιεῖσα καὶ φύλλα ὥσπερ δαῦκον ἄγριον ἢ μάραθον : σκιάδειον δ ' ὡς ἀνήθου , τροχοειδές : ῥίζα δακτύλου |
| καὶ ποταμός . καὶ Σεβεννύτης νομὸς καὶ πολίτης . καὶ Σεβεννυτικὸν στόμα . Σεγίδα , πόλις Κελτιβήρων . τὸ ἐθνικὸν | ||
| δὲ Πηλουσιακόν . Καὶ πάλιν σχίζεται δίχα . Τὸ δὲ Σεβεννυτικὸν , τὸ μὲν εἰς τὸ Μενδήσιον , τὸ δὲ |
| . ἄκνηστις : ἡ ῥάχις : παρὰ τὸ μὴ δύνασθαι κνῆσαι αὐτήν τινα τῇ ἰδίᾳ χειρί . . . . | ||
| γινόμενον ἀλλήλων ἀγαπησμὸν οἷος ἦν . „ ἀδαξῆσαι : τὸ κνῆσαι , οὐκ ἐν τῷ ο ὀδαξῆσαι . ἀδώνια : |
| Τὸ δυτικὸν στόμα τοῦ Τίγριδος ἐν τῇ περιγραφῇ τῆς Βαβυλωνίας ἔκκειται . . . οθ ∠ ʹ λ δʹ : | ||
| καὶ κρείττους τοῦ ἀνέμου . καὶ μὴν καὶ ἀγκὼν δεξιὸς ἔκκειται λευκὸν διακλίνων πῆχυν καὶ ἀναπαύων τοὺς δακτύλους πρὸς ἁπαλῷ |
| μύρμηκες , τήγανοι , ῥαχίαι αἱ ὕφαλοι λέγονται πέτραι . κρωσσὸς δὲ καὶ λάρναξ καὶ ἀμφορεὺς καὶ κάλπις καὶ ξέστης | ||
| ὑδρία : κρώσιον ἡ στάμνος : κρῶσι , βοῶσι : κρωσσὸς κεράμιον , κρατήρ : Κρῶμνα πόλις Παφλαγονική . Τὰ |
| ἔστι προσσχεῖν , ἀκτή , ᾐών , αἰγιαλός , χηλὴ ὕφορμος , ὅρμος , λιμήν . λιμένος ἢ καταγωγῆς ἔπαινος | ||
| μεταξὺ δὲ ὅ τε Στόρας ποταμὸς καὶ ἐπ ' αὐτῷ ὕφορμος . ἔπειτα προσεχὴς αἰγιαλὸς λιβί , πρὸς αὐτῷ μόνον |
| ὡς ἀπίωσιν : βολβίτου κεκομμένου καὶ ὄξεος ἥμισυ , καὶ ὀροβίου θαλάσσης ἢ ὕδατος ὁμοίως πυρία τὰς ῥῖνας : πυριῇν | ||
| τρίψαϲ ϲμῶ . Ἄλλο . τρυγὸϲ κεκαυμένηϲ ⋖ ι , ὀροβίου ⋖ ι , ἐρεγμοῦ ⋖ ι , ἐλλεβόρου λευκοῦ |
| [ λδʹ . Πρὸς τὰς ἐκ μήτρας σκληρίας . ] Κύμινον λεῖον καὶ πηγάνου φύλλα ἀναλάμβανε πίσσῃ ὑγρᾷ καὶ βουτύρῳ | ||
| Κρόκοϲ σλβ Κρόμυον σλγ Κύαμοϲ ἢ φάβα σλδ Κυκλάμινοϲ σλε Κύμινον σλϚ Κυπάριϲϲοϲ σλζ Κύπερον σλη Κύπροϲ σλθ Κυτίϲου τὰ |
| θανατικὸν τόπον καθυπερτέρησεν Κρόνος καὶ Ἑρμῆς . ὁ τοιοῦτος ζῶν ἐκάη . Ἄλλη . Ἥλιος Αἰγόκερῳ , Σελήνη Ζυγῷ , | ||
| θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες . αὐτὰρ ἐπεὶ νεκρός τ ' ἐκάη καὶ τεύχεα νεκροῦ , τύμβον χεύαντες καὶ ἐπὶ στήλην |
| ἡ ἤπειρος ἐγγυτάτω τῆς Κυπρίας ἐστὶν ἐπὶ Κρομμύου ἄκραν ἐν διάρματι σταδίων τριακοσίων πεντήκοντα . εἰς μὲν οὖν τὸ Ἀνεμούριον | ||
| ταῦτα ἀλλήλων παραλλάττειν , ᾗ κεῖται τὸ μὲν ὕψος ἐν διάρματι , ἡ δ ' αὔξησις καὶ ἐν πλήθει : |
| οὐ πόρρω θαλάσσης . Δρακοντία μεγάλη φύεται ἐν συσκίοις καὶ φραγμοῖς . καυλὸν δ ' ἔχει λεῖον , ὀρθόν , | ||
| τὸ ὑπὸ αἱμασιῶν περιεχόμενον αἱμασιὰν καλοῦσιν . αἱμασιαῖς : τοῖς φραγμοῖς κυρίως τοῖς ἠκανθωμένοις . αἱματοπώτης : οἱ Ἀττικοὶ μηκύνοντες |
| πολλάκις . Πιεῖν πιεῖν τις ἔγχει πυριγενῆ λαβὼν βραχύωτον κυκλοτερῆ παχύστομον κώθωνα , παῖδα φάρυγος . Ὁ βοῦς ὁ χαλκοῦς | ||
| λειόστρακον , ἡ δὲ πίνη λεπτόστομον , τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον , δίθυρον δὲ καὶ λειόστρακον , λεπὰς δὲ μονόθυρον |
| : γράφω γραμμός τρίβω τριμμός θλίβω θλιμμός . τὸ δὲ ἄμμος καὶ ψάμμος θηλυκά . ἔτι καὶ τὸ μνάμμος βαρύνεται | ||
| “ χώσατο δ ' Ἕκτωρ . ” ψάμαθος ἡ παραθαλάσσιος ἄμμος . ψεδνή ἀραιά , μαδαρά , οἷον ἀπεψιλωμένη . |
| . . . . . νϚ γʹ λη δʹ τὸ Ποσείδιον . . . . . . . . . | ||
| παρήκει τῆς ἠπείρου μηνοειδὴς καὶ ἀκτὴ μετὰ τὸν αἰγιαλὸν ἐπὶ Ποσείδιον , ἐκ θαλάσσης μὲν ἀρχομένη τῆς πρὸς ἀνατολάς , |
| Ὑγείας ἐστὶν οὐκ ἀφανές . Κύθηρα δὲ κεῖται μὲν ἀπαντικρὺ Βοιῶν , ἐς δὲ Πλατανιστοῦνταἐλάχιστον γὰρ τῆς ἠπείρου ταύτῃ διέστηκεν | ||
| λεʹ γʹʹ μγʹ ∠ ʹʹδʹʹ Ἀρίμινον λεʹ μγʹ ∠ ʹʹγʹʹ Βοιῶν Γάλλων ὁμοίως Ῥουβίκωνος ποταμοῦ ἐκβολαί λδʹ ∠ ʹʹγʹʹ ιβʹʹ |
| . ἔστι δ ' αὐτοῦ ἡ κατασκευὴ τοιαύτη : ξύλον ἑξάπηχυ τῷ μήκει , τῷ πλάτει δὲ δίπηχυ , πάχει | ||
| ἐν πόλει πολυανθρώπῳ ἰητρεύει , ξύλον κεκτῆσθαι τετράγωνον , ὡς ἑξάπηχυ ἢ ὀλίγῳ μέζον , εὖρος δὲ , ὡς δίπηχυ |
| τρίτῳ . τὸ πρωτότυπον αὐτῶν Νουκερία . Νουκρία , πόλις Τυρσηνίας . Φίλιστος [ ιεʹ ] ιαʹ . καὶ τὸ | ||
| τοῖς Ἀθηναίοις , οἳ πρότερον περιεωρῶντο , καὶ ἐκ τῆς Τυρσηνίας νῆες πεντηκόντοροι τρεῖς . καὶ τἆλλα προυχώρει αὐτοῖς ἐς |
| , οἷον μύξαι ὁρῶνται : ἢν οὖν φλεγματώδεα ᾖ , κνήστρου ὅσον πόσιν διιέναι ξὺν μελικρήτου κοτύλῃ , καὶ κλύσαι | ||
| παρεμποδισμοῦ τέταχεν . κυρίως γὰρ ἐπὶ τῆς ἀκοῆς τέταχε . κνήστρου : κνηστῆρος . Νίκανδρός φησι : σιλφίου , ἣν |
| ἧς μέμνηται ὁ Θεόκριτος . σκίνακος δὲ τοῦ σκιρτητικοῦ , εὐκινήτου , ταχέως . προκὸς τοῦ τέκνου τῆς δορκάδος . | ||
| ὅτε εὐκίνητον , ὡς ἐπὶ τῆς ἴκτιδος [ ἀντὶ τοῦ εὐκινήτου . ] καὶ ὁ αὐτὸς ἐπὶ τοῦ χαλεποῦ καί |
| ὁ πολίτης Βολβιτινίτης . τὸ κτητικὸν Βολβίτινος , ἔνθεν καὶ Βολβίτινον ἅρμα . . π . μον . λέξ . | ||
| ἐπὶ Ψαμμιτίχου τριάκοντα ναυσὶ Μιλήσιοι κατέσχον εἰς τὸ στόμα τὸ Βολβίτινον , εἶτ ' ἐκβάντες ἐτείχισαν τὸ λεχθὲν κτίσμα : |
| πολυούσιός τις ὤν . Πεσεῖν . ἀπὸ τοῦ πέδου . Πεσσός . ὁ πίπτων ὁμοίως ἐν τῷ βάλλεσθαι . Πυραμίς | ||
| πολυούσιός τις ὤν . Πεσεῖν . ἀπὸ τοῦ πέδου . Πεσσός . ὁ πίπτων ὁμοίως ἐν τῷ βάλλεσθαι . Πυραμίς |
| . Ἀταία , πόλις Λακωνική . ὁ πολίτης Ἀταιάτης ὡς Κάρυα Καρυάτης , ἢ Ἀταΐτης ἢ Ἀταῖος . Ἀταλάντη , | ||
| πάθεσιν ἁρμόζοντες , κακοστόμαχοι δὲ καὶ κεφαλαλγεῖς τοῖς καταχρωμένοις . Κάρυα δὲ τὰ μὲν βασιλικά , ταῦτα καὶ κοινὰ καλούμενα |
| ' εὔκολον οὐδ ' εὔσχημον : διὸ παραιτήσεως ἄξιον . Κώρυκος ἐπὶ μὲν τῶν ἀσθενεστέρων ἐμπίπλαται κεγχραμίδων ἢ ἀλεύρων , | ||
| παρὰ τὸ Κωρύκιον ἢ ἀπὸ τοῦ Κωρυκία . ἔστι καὶ Κώρυκος ὄρος ἀρσενικῶς λεγόμενον ὑψηλὸν πλησίον Τέω τῆς Ἰωνίας καὶ |
| ἢ Τρίηρον ἄκρον . . . . . μγ ∠ ʹγιβ λα γʹ Κεφαλαὶ ἄκρον . . . . . | ||
| . . . . . . ογ γʹ κθ ∠ ʹγιβ Δούμεθα ἢ Δουμαίθα . . . . . οε |
| τὸ στόμα τῶν ὑστερέων ἐῇν προσκεῖσθαι ἡμέρην καὶ εὐφρόνην : λουσαμένη δὲ καὶ ἀφαιρεομένη , διανιζέσθω ὕδατι εὐώδει . Καθαρτικὸν | ||
| , ἀνὰ δραχ . αʹ . ὕδατι ἀναπλάσας κολλύριον προστίθει λουσαμένη , πινέτω δὲ ἐν τῷ προστίθεσθαι γλήχωνος ἀφέψημα . |
| ἀπωθεῖν , τὸ δὲ ἐναντίον ἀντωθεῖν . ἴησις δὲ ἢ σταιτὶ ἢ ὀθονίοισι . μὴ ἐμπεσὸν δὲ ἐπιπωροῦται | ἔξω | ||
| κο - λοκύντην ὡσαύτως : καὶ ἐλατηρίου τρεῖς πόσιας ἐν σταιτὶ τρίβειν , καὶ βάλανον ποιέειν . Ἄλλο ὁμοίως : |
| τοῖς βορεινοῖς τόποις ἔσω τοῦ βορείου πόλου ἐστὶν ὁ λεγόμενος Ὄρνις , ὑπὲρ ὃν Ὀϊστὸς παρατείνει , ὅπου ἡ Ἄρκτος | ||
| Βορρόθεν δέ ἐστι Δελφίν , Λύρα , τὸ Ζεῦγμα , Ὄρνις πλὴν τοῦ λαμπροῦ ἀστέρος κατὰ τὸ ὀρθοπύγιον αὐτοῦ καὶ |
| ἀμπυκώμασιν ἀμύνανδρον ἀμύνασθαι ἀμυχρόν ἀμυχνόν ἀμυγνόν ἀμφώβολα ἀνακαλπάζει καλπάζει ἀνάκλητος Ἀνακτόριος Ἀναξιδώρα ἀνδραποδοκλόπος ἀναστρέφων ἀναψύχουσα ἀνόσητος ἀνούστερος , ἀνουστέρα ἄνυμφον | ||
| . Θουκυδίδης τετάρτῃ . ἀρσενικῶς παρὰ Σοφοκλεῖ . τὸ ἐθνικὸν Ἀνακτόριος καὶ Ἀνακτορία ἡ γῆ καὶ Ἀνακτοριεύς . Σοφοκλῆς δέ |
| κατὰ τὸ Ἕλος , οὗ μέμνηται καὶ ὁ ποιητής , ἐκδίδωσι μεταξὺ Γυθείου τοῦ τῆς Σπάρτης ἐπινείου καὶ Ἀκραίων . | ||
| παρ ' ὧν τέ τις ἄγεται καὶ ἃ καὶ οἷς ἐκδίδωσι , περὶ παντὸς ποιούμενον ὅτι μάλιστα τὸ μὴ σφάλλεσθαι |
| . Μονογενὲς δὲ καὶ ἡ κλήθρα : φύσει δὲ καὶ ὀρθοφυές , ξύλον δ ' ἔχον μαλακὸν καὶ ἐντεριώνην μαλακήν | ||
| πρὸς τὰ ἐγκοίλια αὐτῇ . τὸ δένδρον δὲ οὐκ ἄγαν ὀρθοφυές . ὁ δὲ καρπὸς ἔλλοβος , καθάπερ τῶν χεδροπῶν |
| δὲ ἐκεῖ καὶ νεύρων χονδρώδης σύνδεσμος καὶ ἐπάνω τούτων ἡ ἐπιγονατίς , ἥτις καὶ μύλη καλεῖται . αὕτη μὲν αὐτοῦ | ||
| πλατὺ καὶ περιφερὲς ὀστοῦν , ὥσπερ φράγμα τοῦ γόνατος , ἐπιγονατίς τε καὶ κόγχη καὶ κόγχος καὶ μύλη , κατὰ |
| Λαγωὸς ζῷόν ἐστι πᾶσι γνωστόν . τούτου τὸ αἷμα θερμὸν ἐπιχριόμενον τοῖς ποσὶ ποδαγροὺς ἄκρως ὀνίνησι . κατὰ δὲ ψυῶν | ||
| , πλέον ἐπεφορτίζομεν τῷ πάϲχοντι , τὸ γὰρ κολλύριον ὑγρὸν ἐπιχριόμενον τῷ ὀφθαλμῷ , οἷον ψαμμία τινὰ ἐγίγνετο , ὑπὸ |
| τοῦ σιδήρου μετέχει , καὶ ταύτης ἔτι μᾶλλον ἡ τοῦ στομώματος . καθαιρεῖ δὲ καὶ τήκει σάρκα μᾶλλον ἡ τοῦ | ||
| δ , κισήρεως ⋖ γ , χαλκοῦ κεκαυμένου , λεπίδος στομώματος ἀνὰ ⋖ β . ἐὰν δὲ δοκῇ σκληρότερον εἶναι |
| , καὶ ὡς διὰ φιλίας πορευόμενοι δύο ἡμέρας ἀφίκοντο εἰς Κοτύωρα πόλιν Ἑλληνίδα , Σινωπέων ἄποικον , οὖσαν δ ' | ||
| εἶτ ' ἄλλη ἄκρα Ἰασόνιον καὶ ὁ Γενήτης , εἶτα Κοτύωρα πολίχνη ἐξ ἧς συνῳκίσθη ἡ Φαρνακία , εἶτ ' |
| . Ἡ λίτρα ἔχει οὐγγίαϲ ιβʹ . Ἡ κοτύλη ἔχει οὐγγίαϲ θʹ . Τὸ τρυβλίον οὐγγίαϲ θʹ . Ἡ μνᾶ | ||
| ἀϲϲάρια δύο . Ἡ οὐγγία ϲτατῆραϲ δύο . Ἡ ὁλκὴ οὐγγίαϲ δύο . Ἡ λίτρα ὁλκὰϲ ἕξ . Ἡ Ἰταλικὴ |
| δ ' ὡς ἀχράδα καρπὸν ἤτοι ἕως τῆς βάκχης : Ἑρμῶναξ ἐν ταῖς Κρητικαῖς λέξεσι τὴν ἀγρίαν ἄπιον ἀχράδα φησὶν | ||
| τούτων ἀνδρῶν γεγονότων δι ' ἑαυτοῦ διέλυε χρήμαθ ' ὁ Ἑρμῶναξ , οὐκ ἀπέδωκεν ὅτ ' ἦσαν παῖδες : οὐ |
| σκίφης μεστοὺς εἶναι τοὺς στίχους : καὶ τὰς Θεοφράστου θέσεις ὀστρέῳ γεγράφθαι . θαυμάζεται δὲ αὐτοῦ μάλιστα βιβλίον τὸ Περὶ | ||
| τὴν Ἀρμενίαν καὶ Περσικὴν καὶ Σουσιανὴν καὶ Βαβυλωνίαν , παρόμοιον ὀστρέῳ . τὸ δ ' ἐστὶν ἁδρὸν καὶ πρόμηκες ἔχον |
| . τῆς δὲ περὶ τὴν Κύμην μαρτύριόν ἐστι πᾶσα ἡ Αἰολικὴ ἱστορία μικρὸν ὕστερον τῶν Τρωικῶν γενομένη . Φασὶ γὰρ | ||
| Ἀνδροτίων ἐν Ἀτθίδος . . . : Βολισσὸς , πόλις Αἰολικὴ ἐπ ' ἄκρου , Χίου πλησίον . . . |
| παρασπειρόμενον . Χηνῶν ἀφόδευμα ἅλμῃ λύσας ῥαῖνε τὰ λάχανα . Μαλάχη ἐκζεσθεῖσα , καὶ καθ ' ἑαυτὴν ἐσθιομένη , βράγχον | ||
| ἐργαζόμενοϲ . Μαλαβάθρου φύλλον ναρδοϲτάχυϊ παραπλήϲιόν ἐϲτι τὴν δύναμιν . Μαλάχη . Ἡ μὲν ἀγρία διαφορητικῆϲ ἀτρέμα καὶ μαλακτικῆϲ ἐπὶ |
| πόντος , καθ ' ὃν πεπόνηται τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος περιπλέον . τοῦ πόνου οὖν ὁ πόντος . Φιλόξενος . | ||
| πόντος , καθ ' ὃν πεπόνηται τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος περιπλέον . τοῦ πόνου οὖν ὁ πόντος . Φιλόξενος . |
| ' ἂν ἀξιόλογος καὶ ἡ Θούλη , καὶ ἡ μεγάλη Σκάνδεια , ἣ κεῖται ὑπὸ τὴν Κιμβρικὴν χερρόνησον : ἔκκειται | ||
| τοπικὰ ἐκ Σκαμβωνιδῶν καὶ ἐν Σκαμβωνιδῶν καὶ εἰς Σκαμβωνιδῶν . Σκάνδεια , ἐπίνειον Κυθήρων , ὡς Παυσανίας τρίτῳ . Σκαπτησύλη |
| : ῥίζα σπιθαμιαία , βακτηρίας ἔχουσα πάχος , στρυφνή . Μήκων ῥοιάς : ὠνόμασται δὲ διὰ τὸ ταχέως τὸ ἄνθος | ||
| πρὸς τὸ μὴ ἅψασθαι ὑπὸ τῶν ἱματίων τὸν ὀπόν . Μήκων κερατῖτις , ἣν ἔνιοι παράλιον καλοῦσιν , οἱ δ |
| χαλκοῦ . ἀντὶ ϲχοίνου πολυγόνου ῥίζα . ἀντὶ ϲκωρίαϲ Κυπρίαϲ μελαντηρία Αἰγυπτία . ἀντὶ ϲιϲυμβρίου ὤκιμον . ἀντὶ ϲταφίδοϲ ἡμέρου | ||
| ἀντὶ σκωρίας μολύβδου , ἕλκυσμα . ἀντὶ σκωρίας Κυπρίας , μελαντηρία Αἰγυπτική . ἀντὶ σμύρνης Τρωγλοδύτιδος , κάλαμος ἀρωματικός . |
| λεῖα , Ἀριστοτέλης ἐν τῷ περὶ ζῴων φησίν , ὡς ῥαφίς . καὶ τὰ μὲν λειοκέφαλα ὡς κρέμυς , τὰ | ||
| λήκυθος , σπυρίς , μάχαιρα , τρυβλίον , κρατήρ , ῥαφίς . ἢ πάλιν ὄψων οὕτως : ἔτνος , φακῆ |
| Λαέρτα φίλον παῖδ ' ; ἐν Πάρῳ , σικυὸν μέγιστον σπερματίαν ὠνούμενον . οἱ δ ' ἀλυσκάζουσιν ὑπὸ ταῖς κλινίσιν | ||
| τὸν ἄνδρα παῖδα Λαέρτα φίλον ; ἐν Πάρῳ σικυὸν μέγιστον σπερματίαν ὠνούμενον . Οὐκ ἰδίᾳ τάδ ' οὐκετόνθοι τἀπὶ Χαριξένης |
| στόνυχι χρίμψε σφυρόν , ἐκ δέ οἱ ἰχώρ τηκομένῳ ἴκελος μολίβῳ ῥέεν . οὐδ ' ἔτι δηρόν εἱστήκει προβλῆτος ἐπεμβεβαὼς | ||
| μηδ ' ἡντιναοῦν ἐκ πληγῆς μηδ ' ἡστινοσοῦν , ἐν μολίβῳ καὶ σιδήρῳ καὶ γύψῳ τῶν ἐσχάτων λίθων πρὸς ἀλλήλους |
| μὴ φερούσας φέρειν τὰς δὲ μὴ πεττούσας ἐκπέττειν καλῶς . ἀμυγδαλῆν δὲ καὶ ἐκ πικρᾶς γίγνεσθαι γλυκεῖαν , ἐάν τις | ||
| ἔμπηξον . Τὸ δωρακινὸν ἐγκεντρίζεται εἰς δαμασκηνόν , καὶ εἰς ἀμυγδαλῆν καὶ εἰς πλάτανον , ἀφ ' ἧς γίνεται ἐρυθρὰ |
| ! μισθοφορία ! ! ! | ! ! ! ! τλ ? ! ? ! ! ! ! ! | | ||
| . . . καὶ τὰ ἑξῆς . Ταῖς γὰρ ἡμέραις τλ μοῖραί εἰσιν ἡλίου τκε ιε λδ μγ , καὶ |
| ' Ἀπολλωνίαν Βυλλιακὴ καὶ Ὠρικὸν καὶ τὸ ἐπίνειον αὐτοῦ ὁ Πάνορμος καὶ τὰ Κεραύνια ὄρη , ἡ ἀρχὴ τοῦ στόματος | ||
| : αὗται δὲ ἦσαν Ἁλικύαι , Σολοῦς , Αἴγεστα , Πάνορμος , Ἔντελλα . τὴν μὲν οὖν τῶν Σολουντίνων καὶ |
| . . . . . . ξη γʹ μγ γʹ Κερασοῦς . . . . . . . . . | ||
| αὐτοῦ λαμβάνειν φασὶν μεγίστην , μὴ διδόντας τὴν τροφήν . Κερασοῦς Σινωπέων ἄποικος καθ ' ἣν ἔρημος κειμένη παρήκει νῆσος |
| εὐστομίᾳ λειπόμενον , εὐδιοίκητον , πεπτικόν . σάρδα ἡ πηλαμὺς ἐπιμήκης , ὠκεάνιος , εὔστομος , δριμύτητι κυβίου προφέρουσα , | ||
| πρόσεστιν ἀκανθώδης , ἐχίνῳ θαλασσίῳ ἐμφερής , πλὴν ἐλάττων , ἐπιμήκης : ἄνθη πορφυρᾶ , ἐν οἷς τὸ σπέρμα ὡς |
| ἐν τῷ Λιβυκῷ κόλπῳ . Ἑκαταῖος περιηγήσει Λιβύης „ ὁ Ψυλλικὸς κόλπος μέγας καὶ βαθύς , τριῶν ἡμερέων πλόος „ | ||
| ἐν τῶι Λιβυκῶι κόλπωι . Ἑκαταῖος Περιηγήσει Λιβύης : ὁ Ψυλλικὸς κόλπος μέγας καὶ βαθύς , τριῶν ἡμερῶν πλοῦς . |
| τὴν τῶν Λοκρῶν χώραν καὶ πολλὴν τῆς πολεμίας γῆς δῃώσας κατεστρατοπεδεύσατο πλησίον ποταμοῦ τινος ῥέοντος παρὰ φρούριον ὀχυρόν . τούτῳ | ||
| ἑκατὸν προσῆγε τῇ πέτρᾳ . καὶ ταύτῃ μὲν τῇ ἡμέρᾳ κατεστρατοπεδεύσατο , ἵνα ἐπιτήδειον αὐτῷ ἐφαίνετο , τῇ δὲ ὑστεραίᾳ |
| πόλις τῆς εὐδαίμονος Ἀραβίας . ὁ πολίτης Ταρφαρηνός , ὡς Ζόαρα Ζοαρηνός , Αὔαρα Αὐαρηνός , ὡς Οὐράνιος ἐν Ἀραβικῶν | ||
| Βιθυνίας , ἀπὸ Ζιποίτου βασιλέως . τὸ ἐθνικὸν Ζιποίτιος . Ζόαρα , πόλις Περσική . οἱ οἰκοῦντες Ζοαρᾶται . Διονύσιος |
| μετὰ μέλιτος πινόμενον . ποιεῖ δὲ καὶ ἡ γλαύκουρις . θλασθεῖσα μετὰ μέλιτος καὶ ὕδατος ἴσου διδομένου τοῦ χυλοῦ ἀναγαργαριζέσθω | ||
| οὐ πυρωτικόν : ῥίζα ἐκ μὲν τῶν ἐκτὸς μέλαινα , θλασθεῖσα δὲ λευκή . Ἄλλη λιβανωτὶς ἡ λεγομένη ἄκαρπος , |
| ἑξῆς Λάριος τετρακοσίων , πλάτος δὲ στενωτέρα τῆς πρότερον , ἐξίησι δὲ ποταμὸν τὸν Ἀδούαν : τρίτη δὲ Ὀυερβανὸς μῆκος | ||
| μὲν εἰσπίπτων , ποτὲ δὲ παλισσυτῶν βρόμῳ μεγάλῳ παραπλήσιον ἦχον ἐξίησι . τοῦ δὲ κλύδωνος τὸ μὲν πρὸς μεγάλας πέτρας |
| . . . ἄπυστοι : οἱ Ἀθηναῖοι . . . ἄπεδον : τὸ ὁμαλόν : Θουκυδίδης : καὶ κατέβησαν εἰς | ||
| . ἐκεῖ μὲν γὰρ τὰ ὄρη διαστήσας Θετταλίαν ἐποίησε γῆν ἄπεδον ἐκ λίμνης ἐξιεὶς κατὰ ῥεῦμα τὸν Πηνειὸν , ἐνταῦθα |
| τῶν : θηλειῶν * βρεχμοί : κεφαλαί * κολοβήν : σιμήν μικράν * ἐπελίσσεται : στρέφει συνέχει * ἀργαλέαις : | ||
| ἀκούσομαι παρθένους καὶ γάμους ναυκληρικοὺς διεξιούσης ; ἐγὼ δὲ ἢ σιμήν τινα ἢ καλὴν νύμφην οἶδα ; ἢ ὅτι Φίλων |
| : ὃ ἔστιν ἐπερείδεσθαι : καὶ πλεονασμῶ τοῦ ρ : σανίς : οἷον , τανὺς παρὰ τὸ τάσσεσθαι : τὸ | ||
| μίαν συλλαβὴν κοινολεκτούμενα ἀποστρέφονται τὴν ει δίφθογγον , κρηπίς ῥανίς σανίς βολίς θυρίς ἁψίς . πρόσκειται ὀξύτονα διὰ τὸ κατάκλεις |
| : παλαιός , ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἡλικιῶν . γέρων : τριβακὸν ἱμάτιον , ὅ ἐστι παλαιόν . ζωστῆρι πλακερῷ : | ||
| , μέχρις οὗ διαλυθῇ , ἔπειτα εἰς ῥάκος λινοῦν ἢ τριβακὸν ἐρεοῦν ἐμπλάσσεται καὶ κολλᾶται τῷ ἤτρῳ καὶ τῇ ὀσφύι |
| τὸ Υ ὀξύνεται : πληθύς ἐδητύς ὀϊζύς ἐριννύς [ ] ἰξύς [ ἡ ῥάχις ] . τὸ δὲ νηδύς ποιητικῇ | ||
| σφονδύλιον καὶ ὀρροπύγιον ὀνομάζεται . οὗ τὸ ὑπεράνω ὀσφῦς καὶ ἰξύς , ὡς ζώνη τὸ κατ ' αὐτὴν ἐν τοῖς |
| κατὰ μέσον τῆς χώρης οἰκέουσι Βάκαλες , ὀλίγον ἔθνος , κατήκοντες ἐπὶ θάλασσαν κατὰ Ταύχειρα πόλιν τῆς Βαρκαίης ; νόμοισι | ||
| ἐστι ἐς γραφὴν ἑκάστη . Ἐν μέσῃ Ἀσίῃ Πέρσαι οἰκέουσι κατήκοντες ἐπὶ τὴν νοτίην θάλασσαν τὴν Ἐρυθρὴν καλεομένην : τούτων |
| καὶ γλήνια λέγεται τὰ θέας ἄξια , ὅτε φησὶ “ κέδρινον ὑψίροφον , ὃς γλήνεα πολλὰ κεχάνδει . ” τρίποδας | ||
| κρίθινον ἄλευρον , ῥητίνη , σκίλλα ξηρά , ἐρύσιμον , κέδρινον ἔλαιον , ἐλατήριον σικύου καὶ κενταύρειον , μαράθου καρπός |
| δὲ ὁμοίως ἡ ἐξάνθησις τῶν ῥοιῶν ὀρόβακχος . τὸ δὲ ἀκανθοβόλος , ἄδηλον εἰ ἐπὶ τῆς παλιούρου ἢ ἐπὶ τῶν | ||
| μάσημα ἐπέθηκε τῷ ἕλκει . * περιφράζεο : σκόπει * ἀκανθοβόλος : ἀκανθώδης * περιτέτροφε : περίκειται παράκειται * χαίτη |
| . καὶ ἔνθεν αὖ ἐν στόματι ἄλλου ποταμοῦ ὁρμίζονται , διεκπλώσαντες σταδίους ἐς ὀκτακοσίους : Σιτακὸς ὄνομα τῷ ποταμῷ ἦν | ||
| πρώτην φυλακὴν ἄραντες καταίρουσιν ἐς Κύιζα , ἐς ὀκτακοσίους σταδίους διεκπλώσαντες , ἵνα αἰγιαλός τε ἔρημος ἦν καὶ ῥαχίη . |
| κατὰ γῆς ἐρριζωμένος , κἀκεῖ ἔκτισε πόλιν . Τὸ ἐθνικὸν Αὐαρηνός . : Σέννονες , ἔθνος Γαλατικὸν , ὡς Οὐράνιος | ||
| Ζόαρα Ζοαρηνός , Μήδαβα Μηδαβηνός , Τάρφαρα Ταρφαρηνός , Αὔαρα Αὐαρηνός . οὕτως καὶ Ἀδανηνός . ἢ Ἀδανίτης , ὡς |
| , ἢ ἐπὶ λεπτοτέρου βάθους τάσσουσιν ἢ κεχυμένον μήκοθεν ἢ διεσκεδασμένον , ὅταν οὐδὲ τὸν μάχιμον , οὐδὲ τῶν ἄλλων | ||
| τἄλλα πάντα τὰ ἑψόμενα αἰεὶ γλυκέα . Ἕως μὲν οὖν διεσκεδασμένον ᾖ καὶ μή πω ξυνεστήκῃ , φέρεται μετέωρον . |
| τῆς Καρμανίης ὡρμίσαντο , ἐπ ' ἀγκυρέων ἐσάλευσαν , ὅτι ῥηχίη παρετέτατο ἐς τὸ πέλαγος τρηχείη . ἐνθένδε οὐκέτι ὡσαύτως | ||
| Βρίζανα τῷ ποταμῷ ὄνομα . ἐνταῦθα χαλεπῶς ὡρμίσαντο , ὅτι ῥηχίη ἦν καὶ βράχεα , καὶ χοιράδες ἐκ τοῦ πόντου |
| μὲν γὰρ ἡ μαλάχη βρωθῆναι , γλυκὺς δ ' ὁ ἀνθέρικος : τὰ δ ' ἄλιμα ταῦτα καὶ ἄδιψα φάρμακα | ||
| τῶν ῥημάτων ὁμοίως οἱ Δωριεῖς ἡμῖν προφέρονται . ἀνθερίκοισιν : ἀνθέρικος ὁ τῆς ἀσφοδέλου καρπὸς ἢ καυλός . καὶ . |
| , τὸ τέλος , τὸ βάρος , τὸ ὑπὸ τὸ βράχος . Ἀφρόν : ἐπιφάνειαν , ποτὲ δ ' ὑπεράνω | ||
| ὕφορμον : ἔχει δὲ ἐκ δεξιῶν βράχη : καθορῶν τὸ βράχος κατάγου . Ἀπὸ Σεληνίδος ἐπὶ Ἀζὺ στάδιοι ηʹ . |
| εὐώδεις , δριμεῖαι , ὑπολίπαροι . ὑδρηλὰ φιλεῖ χωρία . Ἀλόη φύλλον ἔχει παραπλήσιον σκίλλῃ , παχύ , λιπαρόν , | ||
| ἀπὸ τῶν χολὴν καθαιρόντων φαρμάκων . Χολῆϲ ξανθῆϲ καθαρτικά . Ἀλόη τὸ μὲν ϲῶμα ὅλον οὐ κενοῖ , τὴν παρακειμένην |
| εἰ λεῖον καὶ ὁμαλὸν καὶ συνεχὲς ἑαυτῷ . τὸ γὰρ ἰνῶδες καὶ διαφύσεις ἔχον ἐρυθρὰς ἢ σαρκοειδεῖς ἄπεπτον . πήξεως | ||
| τοῦ ἡλίου θεωρῆται . ἐὰν μὲν γάρ τι φαίνηται διατρέχον ἰνῶδες καὶ ὕφαιμον , γόνιμόν ἐστι τὸ ἐνόν . ἐὰν |
| ἢ κοιλότητος κἀν ταῖς ἐξαρθρήσεσι διακριτέον τὸ πρὸς τοῖς κορωνοῖς ῥαφανηδὸν γινόμενον κάταγμα διὰ τοῦ κινεῖσθαι κατὰ τὴν διὰ τῶν | ||
| ταρσοῦ , πάντα μεγαλομερῶς μὲν κατάγνυται , καυληδὸν , ἢ ῥαφανηδὸν , ἢ σχιδακηδόν . ἐπὶ λεπτὸν δὲ καρυηδὸν ἢ |
| πυρώδει καὶ φλογώδει θερμότητι γινομένης τῆς ἐκτήξεως . ἡ δὲ ἔκτηξις γίνεται τῆς νεοπαγοῦς σαρκὸς καὶ αὐτῆς τῆς σαρκός , | ||
| αἵματι κριμνώδη ἐκκρίνονται ἐν τοῖς οὔροις : ἀνώμαλός ἐστιν ἡ ἔκτηξις , ὅτι τὰ μὲν λεπτὰ ἐμφέρονται , τὰ δὲ |