Ἀρίγνωτος , ” λέγεις ἐμὸν διδάσκαλον , ἄνδρα ἱερόν , ἐξυρημένον , ἐν ὀθονίοις , ἀεὶ νοήμονα , οὐ καθαρῶς
ξυρηκές : ἐξυρημένην τὴν κεφαλὴν καὶ πέπλους μέλανας ἔχουσαν : ἐξυρημένον : μέλανας : πάνυ : συγγενῶν : ὁ στίχος
5405645 ὀγχνῃ
: Τὸ Ἀθήνησι διατρίβειν ἐργῶδες : ὄγχνη γὰρ ἐπ ' ὄγχνῃ γηράσκει , σῦκον δ ' ἐπὶ σύκῳ : τὴν
' αὐτῶν χρηστὸν καὶ ἔγκαρπον ; Ἢ ὄγχνη μὲν ἐπὶ ὄγχνῃ γηράσκει , καὶ ἐπὶ μήλῳ μῆλον , καὶ σταφυλὴ
5398285 στλεγγιδ
⌈ εἰ παιδαρίοις ἀκολουθεῖν ⌉ | ⌈ δεῖ σφαῖραν καὶ στλεγγίδ ' ἔχοντα ⌉ | ⌈ ⌉ λέγει δ '
ὡς Ἀριστοφάνης Γήρᾳ εἰ παιδαρίοις ἀκολουθεῖν † δεις φέρων καὶ στλεγγίδ ' ἔχοντα . καὶ Δαιταλεῦσιν οὐδ ' ἔστιν αὐτῇ
5372031 Ἀγαθωνα
τριβωνίοις καὶ τοῖς ἀκάρτοις πώγωσι πιστεύωμεν . κατὰ γὰρ τὸν Ἀγάθωνα εἰς μὲν φράσω τἀληθές , οὐχί ς ' εὐφρανῶ
ὀλίγων ἀνθρώπων . Τί δέ , ὦ Σώκρατες ; τὸν Ἀγάθωνα φάναι , οὐ δήπου με οὕτω θεάτρου μεστὸν ἡγῇ
5365501 συκῳ
Ἀλεξανδρείᾳ γίνεται τοῦτο τὸ φυτόν : παραπλήσιον δὲ καρπὸν φέρει σύκῳ , δριμύτητα δ ' οὐδεμίαν ἔχει , βραχείας μετέχων
ἐπὶ σύκῳ . διὰ δὲ τοῦ σῦκον δ ' ἐπὶ σύκῳ ᾐνίξατο τοὺς συκοφάντας πολλοὺς ὄντας Ἀθήνησι καὶ ἀεὶ δεχομένους
5317359 ἐριφοις
καὶ αὐτοὶ φαλακροί , κεράσται , οἷα τοῖς ἄρτι γεννηθεῖσιν ἐρίφοις τὰ κέρατα ὑποφύεται , Φρύγες τινὲς ὄντες : ἔχουσι
φυσικὴν εὐεξίαν ‖ . Ὁ γὰρ ἐν γήρᾳ δύο πίοσιν ἐρίφοις κεχρημένος προσοψήμασι , τίς ἂν ὑπῆρχεν ἐν τῇ νεότητι
5314702 κιθαριζοντα
ἀναφωνεῖ τὸ μέλος ἐκεῖνο . ὅπερ φασὶν εἰρηκέναι τὸν Κύκλωπα κιθαρίζοντα τὴν Γαλάτειαν : εἰσάγει γὰρ ὁ Φιλόξενος ἐν τῷ
ἔχει ὅτε οὐ κιθαρίζει τότε κιθαρίζειν , ὡς ἅμα εἶναι κιθαρίζοντα καὶ μὴ κιθαρίζοντα . ἀλλὰ φανερὸν ὅτι οὐ καλῶς
5282546 Γλωσσαις
καὶ Φιλωνίδης ἐν Κοθόρνοις . Κλείταρχος δ ' ἐν ταῖς Γλώσσαις λοφνίδα φησὶ καλεῖν Ῥοδίους τὴν ἐκ τοῦ φλοιοῦ τῆς
φαγόντες ἢ πιόντες τι . Πάμφιλος δ ' ἐν ταῖς Γλώσσαις Ῥωμαίους φησὶν αὐτὸ κίτρον καλεῖν . ἑξῆς δὲ τοῖς
5276914 ἀπιοις
ξυλοφθόρου λεγομένου σκώληκος χρυσαλίς , ἐκ δὲ τῶν ἐν τοῖς ἀπίοις καὶ σύκοις καμπῶν αἱ κανθαρίδες . ἐκ δὲ τῶν
, εἰς Αἴγυπτον δὲ κομισθέντα ἐδώδιμον γενέσθαι , παραπλησίως ἐσθιόμενον ἀπίοις τε καὶ μήλοις . Τρία μόριά ἐστι τούτου τοῦ
5250837 Ἱππωνακτα
νόει Πάριον Ἀρχίλοχον , αἰσχρὸν ἐν λόγοις , καὶ δεινὸν Ἱππώνακτα πικρίας πλέων , οὗπερ παρεισέγραψέ τις τύμβῳ τάδε :
, Μαρσύας δ ' ὁ νεώτερος ἐν χλόῃ κριθῶν . Ἱππώνακτα δὲ τετρακίνην τὴν θρίδακα καλεῖν Πάμφιλος ἐν Γλώσσαις φησί
5239671 Τιριβαζον
αὐτῶν χάριτας καὶ τιμὰς πολλαπλασίας ἀπειληφέναι παρὰ τοῦ βασιλέως τὸν Τιρίβαζον , αὐτῶν δὲ τῶν ἐγκλημάτων κατ ' ἰδίαν θεωρουμένων
ὄντα στρατηγόν , ἢ καὶ ἀποστῆσαι ἂν πρὸς ἑαυτοὺς τὸν Τιρίβαζον ἢ παῦσαί γ ' ἂν τὸ Κόνωνος ναυτικὸν τρέφοντα
5231874 γλαυκους
μικρὰ ἔχοντας , ἔσθ ' ὅτε μαδαροὺς τὸ γένειον ἢ γλαυκοὺς τοὺς ὀφθαλμούς , τὴν δὲ φάρυγγα ἐξέχουσαν ἔχοντας καὶ
καὶ δυσειδεῖς καὶ αὐχμηροὺς ποιεῖ , Ἄρης δὲ ξανθούς , γλαυκοὺς τοὺς ὀφθαλμούς , τετανότριχας , γοργούς , ὦτα μικρὰ
5227562 βλεποντα
καὶ πάντων ἐπακούει ” καὶ τῶν ἡσυχαζόντων , τὸν ἀεὶ βλέποντα καὶ τὰ ἐν μυχοῖς τῆς διανοίας , ὃν μάρτυρα
τὸν μανδραγόραν εἰς τρὶς ξίφει , τέμνειν δὲ πρὸς ἑσπέραν βλέποντα . τὸν δ ' ἕτερον κύκλῳ περιορχεῖσθαι καὶ λέγειν
5217687 ἐξιοντα
μόνων χιλίων ; μεθ ' ὧν αὐτὸν ἐς τὸ Τίβυρον ἐξιόντα πόσοι προεπέμπομεν καὶ πόσοι συνώμνυμεν οὐχ ὁρκούμενοι ; πόσους
ἥσθην εἰσιόντι , ἀλλ ' ἐμυσάχθην καὶ ἀπεστράφην καὶ ἀπεστεφάνωσα ἐξιόντα , λαβόμενος τῆς κόμης τῇ ταινίᾳ . ἐπεὶ οὐδὲ
5211901 αὐλωπιας
καὶ παρειμένος ὤκιστα εἶτα ἑάλω . διακαρτερεῖ γε μὴν ὁ αὐλωπίας ἐπὶ μακρόν , ὅταν ἐπίθηταί οἱ κατὰ τὸ καρτερόν
πέρκας , ὄνους , θύννους , μελανούρους , σηπίας , αὐλωπίας , τρίγλας , ἑλεδώνας , σκορπίους . Πρὸς ἐμαυτὸν
5180033 γαστριμαργον
τὸν βασιλεύσαντα Λυδῶν πολυφάγον γενέσθαι καὶ πολυπότην , ἔτι δὲ γαστρίμαργον . τοῦτον οὖν ποτε νυκτὸς τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα κατακρεουργήσαντα
ὠμόφρονες , κακονόητοι , παλίγκοτοι . ὀφθαλμοὶ ἑστηκότες ὑπέρυθροι μεγάλοι γαστρίμαργον καὶ λάγνον τὸν ἄνδρα μαρτυροῦσιν . ἐὰν τῶν τοιούτων
5173203 πιλους
ὕδατος πλήρης προσαρτώμενος . ἔνιοι δὲ πρὸς τὸν καταχεόμενον μόλιβδον πίλους τοῖς μηχανήμασιν ἐπιθέντες χοῦν καὶ πηλὸν τετριχωμένον προσῆγον .
. . . ἃ δὲ ποδεῖα Κριτίας καλεῖ , εἴτε πίλους αὐτὰ οἰητέον εἴτε περιειλήματα ποδῶν , ταῦτα πέλλυτρα καλεῖ
5163174 παλαιστην
πεπλήρωτο ἡ πύελος , ἐνέδει δὲ ἀπὸ τοῦ χείλους ἐς παλαιστὴν ἴσως . παρέκειτο δὲ τῇ πυέλῳ καὶ στήλη βραχεῖα
πόλεως Ἀχαϊκῆς μιᾶς τῶν ἐν Πελοποννήσῳ , Χαίρωνα δὲ τὸν παλαιστὴν τύραννον ἐγκαταστῆσαι . πρὸς δὲ τοῦτο ἀντίθεσιν μὲν φέρουσαν
5151796 Χαιρεφιλου
τοῦ Μενάνδρου Σικυωνίου . Παλληνεύς : Ὑπερείδης ἐν τῇ ὑπὲρ Χαιρεφίλου ἀπολογίᾳ . Παλλήνη δῆμος τῆς Ἀντιοχίδος . τὸ δὲ
υἱούς , ὥς φησιν Ἄλεξις ἐν Ἐπιδαύρῳ οὕτως : τοὺς Χαιρεφίλου δ ' υἱεῖς Ἀθηναίους , ὅτι εἰσήγαγεν τάριχος ,
5147785 κροτειν
αὐτὸν ᾖδε τοὺς ἀλεκτρυόνας μιμούμενος τοὺς νενικηκότας , οἱ δὲ κροτεῖν τοῖς ἀγκῶσιν αὐτὸν ἠξίουν ἀντὶ πτερύγων τὰς πλευράς .
κτυπῶ καὶ ἠχῶ . Ἀριστοφάνης τὸ τοῖς ποσὶ σκιρτᾶν καὶ κροτεῖν . . . . . , : Κροαίνειν φησὶν
5100211 Μανεθως
Νεκώς τοῦ Νεκώ , ὁ Περιμαζώς τοῦ Περιμαζώ , ὁ Μανεθώς τοῦ Μανεθώ . Ὁ ἅλς τοῦ ἁλός : πᾶν
Νεκώς τοῦ Νεκώ , ὁ Περιμαζώς τοῦ Περιμαζώ , ὁ Μανεθώς τοῦ Μανεθώ . Ὁ ἅλς τοῦ ἁλός : πᾶν
5095703 Τιμαχιδας
τι γένος . Ἑσπερίδων δὲ μῆλα οὕτως καλεῖσθαί τινά φησι Τιμαχίδας ἐν δʹ Δείπνων . καὶ ἐν Λακεδαίμονι δὲ παρατίθεσθαι
τὸν λωποδύτην λέγει , ὅς ἐστι μικρὸς τὸ σῶμα . Τιμαχίδας δὲ τὸν ὑποκριτὴν λέγεσθαι νυνὶ Μόλωνα . γυναικὸς οὐ
5085610 ἀρνακιδας
ὅσα καὶ ὑποδεδεμένων καὶ ἐνειλιγμένων τοὺς πόδας εἰς πίλους καὶ ἀρνακίδας , οὗτος δ ' ἐν τούτοις ἐξῄει ἔχων ἱμάτιον
ποσὶν ἔχων πίλους . ὁ δὲ Πλάτων ἐν Συμποσίῳ καὶ ἀρνακίδας τοῖς πίλοις προστίθησιν : ἐνειλιγμένων τοὺς πόδας εἰς πίλους
5057413 τιτθια
παραλύσασα τοῦ χιτωνίου καὶ τῶν ἀποδέσμων , οἷς ἐνῆν τὰ τιτθία . καὶ κατ ' Ἀγάθων ' ἀντίθετον ἐξυρημένον .
ἀλλ ' ὡς γυνὴ δῆτ ' ; εἶτα ποῦ τὰ τιτθία ; τί φῄς ; τί σιγᾷς ; ἀλλὰ δῆτ
5055931 μεθυσον
] οὐ τὸν ποιητὴν ἀλλ ' ἕτερον , ἀλαζόνα καὶ μέθυσον . ὦ δμῶες : εἰσέρχεται γὰρ ὁ ὑποκριτής .
ἀλήθουσα . Μέθυσος ἀνὴρ οὐκ ἐρεῖς , ἀλλὰ μεθυστικός . μέθυσον δὲ γυναῖκα καὶ μεθύσην λέγε . Ἤμην : εἰ
5041569 συλλεγοντας
ἄνθρωποι : καὶ Βαλανιστὰς ἐκάλουν τοὺς μισθῷ τὸν καρπὸν τοῦτον συλλέγοντας . Πρὸς τοίνυν τοὺς τῆς συλλογῆς ἤδη πεπληρωμένης περισκοποῦντας
ἀνθεῖ . ἀποτίθεσθαι δὲ δεῖ αὐτὸν εἰς ἀκώνητον ἀγγεῖον ὀστράκινον συλλέγοντας καὶ ξηραίνοντας ἐπ ' ὀθονίου ἐν σκιᾷ . Ὀμφάκιόν
5035702 θερμαινε
ἕως ἂν ἀποτρεφθῇ : καὶ τὰ μὲν ἔμπροσθεν τῆς κεφαλῆς θέρμαινε , τὰ δ ' ὄπισθεν ψῦχε : καὶ ἐπήν
* γάστρῃ : ἀγγείῳ χύτρᾳ * θάλπε : καῖε ἕψε θέρμαινε * κατασπέρχων : ἐπειγόμενος κατατρίβων συστρέφων * θάλπε κατασπέρχων
5029747 Καλχηδονι
παράθες , κἂν ᾖ δεκάπηχυς . καὶ σπάρον ἐν παράλῳ Καλχηδόνι τὸν μέγαν ὄπτα , πλύνας εὖ : χρηστὸν δὲ
πλειόνων ὑδάτων . Εὔδοξον δ ' ἱστορεῖν τὴν μὲν ἐν Καλχηδόνι κορκοδείλους ἐνναίειν μικροὺς ὁμοίους τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ . Περὶ
5006158 Ἑκαταια
ὄντας καὶ Τριβαλλοὺς ἐπωνυμίαν ἔχειν : τούτους τά θ ' Ἑκαταῖα [ κατεσθίειν , ] καὶ τοὺς ὄρχεις τοὺς ἐκ
φοβερὸν καὶ καταπληκτικὸν τῆς δαίμονος καὶ φάσματα ἐπιπέμπειν τὰ καλούμενα Ἑκαταῖα καὶ πολλάκις αὑτῆς μεταβάλλειν τὸ εἶδος , διὸ καὶ
5004426 βραδυγλωσσος
καταγγέλλει βραχείᾳ καὶ διακεκομμένῃ φωνῇ : οὕτω γὰρ ὁμιλεῖν εἰώθει βραδύγλωσσος ὤν . Ὁ δὲ τὸν τρόπον μὴ ἀγνοήσας ,
υ : οἷον , ὀξὺς , ὀξύθυμος : βραδὺς , βραδύγλωσσος : ταχὺς , ταχύγραφος : κατὰ δὲ τὸ τέλος
4975420 ἀλεκτρυονας
. Μετὰ τὴν κατὰ τῶν Περσῶν νίκην Ἀθηναῖοι νόμον ἔθεντο ἀλεκτρυόνας ἀγωνίζεσθαι δημοσίᾳ ἐν τῷ θεάτρῳ μιᾶς ἡμέρας τοῦ ἔτους
ἀποκείρομεν , τὰς δὲ κεφαλὰς σκέπομεν . [ τοὺς δὲ ἀλεκτρυόνας ὁρῶμεν οὐδενὸς τοιούτου προσδεομένους , ὧν ἄνθρωποι ] σισύρας
4964441 κορδακα
μὲν γὰρ φάλητας εἰσήγαγεν ἐν τῇ Λυσιστράτῃ , τὸν δὲ κόρδακα ἐν τοῖς Σφηξί , τοὺς δὲ φαλακροὺς ἐν Εἰρήνῃ
τῇ θεῷ ταύτῃ καὶ ὠρχήσαντο ἐπιχώριον τοῖς περὶ τὸν Σίπυλον κόρδακα ὄρχησιν . τοῦ ἱεροῦ δὲ οὐ πόρρω οἴκημά τε
4961848 παιζοντα
τίς δ ' οὐκ ἂν ἀπέκτεινέ με εἰκότως , ὡς παίζοντα ἐς ἄνδρας , οἷς , ἃ παρὰ τῶν θεῶν
γὰρ θαῦμ ' ἄπιστον , ἰχθύων γένη περὶ τὴν ἄκραν παίζοντα , κωβιούς , σπάρους , ψήττας , ἐρυθίνους ,
4954528 χειρουμενον
δὲ λοιπόν , ἢ κατ ' ἔργα ἢ κατὰ λόγους χειρούμενον σύμπαν , χειρωτικὸν ἂν εἴη ; Φαίνεται γοῦν ἐκ
: τὸν δ ' ὑπὸ Μενελάου κατὰ τὴν μονομαχίαν ἤδη χειρούμενον , ἐξαίφνης ἁρπαγέντα , ἐν τῷ θαλάμῳ γενέσθαι πρὸς
4947722 ἀριστερ
τῆς ποιήσεως τῶν διθυράμβων , καθάπερ ἐν ταῖς ἀσπίσιν , ἀριστέρ ' αὐτοῦ φαίνεται τὰ δεξιά . ἀλλ ' οὖν
τῆς ποιήσεως τῶν διθυράμβων , καθάπερ ἐν ταῖς ἀσπίσιν , ἀριστέρ ' αὐτοῦ φαίνεται τὰ δεξιά . ἀλλ ' οὐκ
4943538 Αἰσχυλον
τὴν Δήμητρα θερίζουσαν ἢ ἐσθίουσαν ποιήσουσιν . ἐπεὶ καὶ τὸν Αἰσχύλον φαίην ἂν διαμαρτάνειν τοῦτό γε : πρῶτος γὰρ ἐκεῖνος
τὴν Δήμητρα θερίζουσαν ἢ ἐσθίουσαν ποιήσουσιν . ἐπεὶ καὶ τὸν Αἰσχύλον ἐγὼ φαίην ἂν τοῦτο διαμαρτάνειν : πρῶτος γὰρ ἐκεῖνος
4937096 Ὑπεριονα
ἐκ Γῆς παῖδας μὲν τοὺς Τιτᾶνας προσαγορευθέντας , Ὠκεανὸν Κοῖον Ὑπερίονα Κρεῖον Ἰαπετὸν καὶ νεώτατον ἁπάντων Κρόνον , θυγατέρας δὲ
μακάρεσσι θεοῖσι . περὶ μὲν οὖν Κρόνου τοιαῦτα μυθολογοῦσιν . Ὑπερίονα δέ φασι τοῦ τε ἡλίου τὴν κίνησιν καὶ σελήνης
4931484 σκωπτει
] , ἐπ ' ὄψει . χαριεντίζεται . εὐτραπελεύεται , σκώπτει . ὦ τάν . ὦ οὗτος , ὦ τάλαν
. ΓΘ ταῖς κόμαις ] ἤγουν τῷ ἐγκεφάλῳ . Γ σκώπτει τοὺς ἱππέας ὡς κομῶντας καὶ ἀνοήτους . ὅτε ]
4918519 ἀναβαλλειν
ϲτέφειν τὰ οἰκήματα εἰϲ τὴν ὁδόν , καὶ τὰϲ πλίνθουϲ ἀναβάλλειν πρὸϲ ἀριθμόν . Ὑπ . γὰρ ἐν τῷ πρὸς
τοῦ εἰπεῖν . φλύζειν δὲ κυρίως τοὺς λέβητάς φαμεν καιομένους ἀναβάλλειν τῇ θερμότητι τὸ ὕδωρ . περισπᾶται δὲ τὸ ὀρεχθεῖν
4917917 ἁπαλους
ἀτεράμνους γὰρ τοὺς σκληρούς φασι , τοὺς μὴ τέρενας καὶ ἁπαλούς : οἷον πέτρινε . πέτρας ἀπόκομμ ' ἀτεράμνω :
, κομᾶν ὄπισθεν ἀφεὶς ὥσπερ οἱ νῦν τοὺς παῖδας τοὺς ἁπαλούς . καὶ ὁ Φίλιππος γελάσας [ λέγει ] ,
4915540 καραβον
, ὁ δ ' ἱλαροὺς ἡμᾶς ποιεῖ . πίννας , κάραβον , βολβούς , κοχλίας , κήρυκας , ᾤ '
πατρὶ τευθὶς ἦν χρηστή . πατρίδιον , πῶς ἔχεις πρὸς κάραβον ; ψυχρός ἐστιν , ἄπαγε , φησί : ῥητόρων
4908645 λευκους
καὶ αὐτά : σμήγματα δὲ ὅσα διὰ νίτρου . Οἴνους λευκοὺς καὶ εὐωδεστάτους καὶ ἐλαιοχρόους . Καὶ ἀφροδισιάζειν μετρίως .
κάρα πυκάζομαι , καὶ κύτισος αὐτόματος παρὰ Μέδοντος ἔρχεται . λευκοὺς ὑπὸ ποσσὶν ἔχων πίλους . ὄρνιθα τοίνυν δεῖ σε
4897977 κιθαρισαι
κυμβάλων καὶ τυμπάνων καὶ τῶν ὀργιαζόντων : καὶ Ἀπόλλωνα μὲν κιθαρίσαι , τὰς δὲ Μούσας αὐλῆσαι , τοὺς δ '
ἐλπίδος ἐμπλήσας τοὺς θεατάς , ἐπειδή ποτε καὶ ᾆσαι καὶ κιθαρίσαι πάντως ἔδει , ἀνακρούεται μὲν ἀνάρμοστόν τι καὶ ἀσύντακτον
4897391 διψωντα
κάρδαμα φαγεῖν πεινῶντι , ἡδὺ δὲ ὕδωρ ἀρυσάμενον ἐκ ποταμῶν διψῶντα πιεῖν . Σωκράτης δὲ πολλάκις κατελαμβάνετο διαπεριπατῶν ἑσπέρας βαθείας
, ἀλλ ' ἐκεῖνοι μὲν ὁρῶντες ῥιγῶντα καὶ θυραυλοῦντα καὶ διψῶντα πολλάκις ἡγοῦντο ἀμελεῖν τοῦ ὑγιαίνειν καὶ τοῦ ζῆν :
4896153 ὀρτυγας
ἤτοι κυβευτικὰ ὄργανα , ἢ τραχηπίθου , ἐν ᾧ τοὺς ὄρτυγας καὶ τοὺς ἀλεκτρυόνας ἔβαλλον μάχεσθαι . Ἄπεισιν ἐκ τοῦ
καὶ τοῦ Θαμύρα , βλέποι δ ' αὐτὸν ἀλεκτρυόνας ἢ ὄρτυγας θεραπεύοντα καὶ τρέφοντα καὶ μετὰ τῶν τοιούτων ἀνθρώπων ὡς
4891776 ἠμφιεσμενον
κυλιστὸς στέφανος αἰωρούμενος . Ἀριστογείτονα τὸν ῥήτορ ' εἶδον λάρκον ἠμφιεσμένον τῶν ἀνθρακηρῶν . Ἀπόλαβε . τοῦτο δ ' ἐστὶ
καὶ τοῦτο πολλάκις , ὁπότε τῶν πολιτῶν τινα ἴδοι κακῶς ἠμφιεσμένον , κελεύειν αὐτῶι μεταμφιέννυσθαι τῶν νεανίσκων τινα τῶν συνακολουθούντων
4884348 ὀγχνη
ὄψον . ἐπιμελουμένους δὲ αὐτοὺς εἰσάγει καὶ τῶν ἀκροδρύων : ὄγχνη γὰρ ἐπ ' ὄγχνῃ που γηράσκει , σῦκον δ
ζεφυρίη πνείουσα τὰ μὲν φύει , ἄλλα δὲ πέσσει . ὄγχνη ἐπ ' ὄγχνῃ γηράσκει , μῆλον δ ' ἐπὶ
4878976 εἰσηγε
μέρεσι ταὐτὸ πείσεται . Ἔπειτα εἰ μὲν ἡ λύσις φθορὰν εἰσῆγε τῷ παντί , λύειν ἀνόητον ἦν : εἰ δὲ
δὲ τοῦτον κωμικὸν ποιητὴν λέγουσιν , ὃς κινουμένους τοὺς χοροὺς εἰσῆγε καὶ παλαίοντας . 〛 ἐγένετο δὲ στρατηγὸς , ἐφ
4864973 Αἰγωνα
λύκους ἐκμήναι ἂν ὁ Μίλων , ὅπου γε καὶ τὸν Αἴγωνα τὸν ἀγροῖκον ἐπὶ τὸν ἀγῶνα ἀποδύσασθαι ἠνάγκασεν . πείσαι
μάζας : ὡς ἔοικε διὰ τὴν ἀδδηφαγίαν ὁ Μίλων τὸν Αἴγωνα ἐπὶ ἄθλησιν προτέτραπται . μᾶζα δὲ τὸ νεόμακτον καὶ
4863007 ἰωδη
περιουσίαν τῆς ἰώδους χολῆς δηλοῖ : τὰ δὲ κάκοσμα καὶ ἰώδη διαχωρήματα , ὡς προείρηται , δηλοῦσι μεγίστην σηπεδόνα .
μὲν κραμβίζοντά εἰσι , τὰ δ ' αὖ χλοάζοντα , ἰώδη τε καὶ σμαραγδίζοντα , ὥστ ' ἐξ ὧν παρωνομάσθησαν
4861963 προσετασσε
Ἡράκλειον ἀθροιζομένοις τοῖς τὰ γέλοια λέγουσιν ἀπέστελλεν ἱκανὸν κερμάτιον καὶ προσέτασσέ τισιν ἀναγράφοντας τὰ λεγόμενα ὑπ ' αὐτῶν ἀποστέλλειν πρὸς
Ἡράκλειον ἁθροιζομένοις τοῖς τὰ γέλοια λέγουσιν ἀπέστελλεν ἱκανὸν κερμάτιον καὶ προσέτασσέ τισιν ἀναγράφοντας τὰ λεγόμενα ὑπ ' αὐτῶν ἀποστέλλειν πρὸς
4861492 χλανιδιον
παλαιᾷ : κομισθέντα δὲ πρῶτος Διονυσοφάνης ἐπέβλεπε , καὶ ἰδὼν χλανίδιον ἁλουργές , πόρπην χρυσήλατον , ξιφίδιον ἐλεφαντόκωπον , μέγα
ἐνταῦθά τις . οὔκουν συνῆκας ; διαφανές [ ] τε χλανίδιον [ ] χρυσῆ τε μίτρα . πάντα [ καθ
4861457 κατακεισθαι
δόξεις τι , οὐχὶ λήκυθον . ἐξὸν γυναῖκ ' ἔχοντα κατακεῖσθαι καλὴν καὶ Λεσβίου χυτρῖδε λαμβάνειν δύο : ὁ φρόνιμός
τόπον , δίδωσι δὲ τὸ μέγιστον οὐ πλέον ποδόςἀνάγκη ἀγαπῶντα κατακεῖσθαι πρὸς τὸ μέτρον συνεσταλμένον . πολλῷ δ ' ἂν
4854536 σπαθαν
ἀνήρ , ἀναφανεῖται ἢ ἔμπαλιν ἄσωτος πεφορημένος , λαφύττειν καὶ σπαθᾶν ἑτοιμότατος , ἑταιρῶν καὶ πορνοτρόφων καὶ μαστροπῶν καὶ παντὸς
ἐτρύφα τὴν περιουσίαν ἐμοῦ ἐξαντλοῦσα θοίναισιν ὄλβον ἐκχέουσα τλήμονος . σπαθᾶν δὲ τὸ λίαν τρυφᾶν εἴρηται ἀπὸ τῶν γυναικῶν τῶν
4851837 κιχλαις
εἰς λεκάνην ὠθουμένης , ὄψῳ δὲ χρῆσθαι σπινιδίοις τε καὶ κίχλαις , καὶ μὴ περιμένειν ἐξ ἀγορᾶς ἰχθύδια τριταῖα ,
δυσώδης οὗτος ηρος ἀνθίαν , ὃν πολλὰ . . ταῖς κίχλαις ἤδη λέγει . καὶ νὴ Δί ' ὄντως εὐθὺς
4850865 θεατρικον
* . ταύτας δὴ τὰς ἐπιτιμήσεις ἀπολύσασθαι βουλόμενος ἐχούσας τι θεατρικὸν καὶ τῶν πολλῶν ἀγωγόν , περὶ μὲν ἐμαυτοῦ τοσοῦτον
καὶ τὰ ἐπίθετα καλλωπισμοῦ χάριν κεῖται : τὸ γὰρ οὔτε θεατρικὸν * * ἀλλ ' ἀναγκαῖον τῆς λέξεως σχῆμα τοιοῦτ
4850246 οἰνοχοην
, πρὶν αὐτῷ δῶκε λεπαστήν . Ἀμερίας δέ φησι τὴν οἰνοχόην λεπαστὴν καλεῖσθαι . Ἀριστοφάνης δὲ καὶ Ἀπολλόδωρος γένος εἶναι
τῶν Εὐπόλιδος : “ δεξάμενος δὲ Σωκράτης τὴν ἐπίδειξιν Στησιχόρου οἰνοχόην ἔκλεψεν ” : οἷον δ ' ἦν ὁρᾶν τὸν
4850037 ὀψοφαγον
αὐτῷ τὸ σανδάλιον . τοῦτον ὁ κωμωδιοποιὸς Μνησίμαχος ὡς πάνυ ὀψοφάγον λοπαδοφυσητὴν ἐκάλεσεν . ὅτι ὁ Ἑρμιονεὺς Λᾶσος παίζων ἔφασκε
τὸν δ ' Ἀριστοτέλην , ὀψαρτεύοντα πλεονάκις ἐν τοῖς συγγράμμασιν ὀψοφάγον εἶναι καὶ λίχνον . τὸν αὐτὸν τρόπον ἐπὶ τοῦ
4847085 Ἀριστοφανη
τοῦ μὲν οὖν προτέρου ἢ Ἀριστοφάνης ἢ Ἀρίσταρχος , καὶ Ἀριστοφάνη καὶ Ἀρίσταρχον , ἤτοι Ἀριστοφάνους ἢ Ἀριστάρχου , καὶ
οὕτως καλούμενον . : Κράτης ἐν τοῖς Περὶ Ἀττικῆς λέξεως Ἀριστοφάνη παριστᾷ λέγοντα κτλ . , καθά φησι Σέλευκος ἐν
4838514 στρωματεις
εἰς σακκοπήραν αὐτὸν ἐπιθήσουσί που ἐφ ' ὑποζύγιον . τοὺς στρωματεῖς ἔλυον . σπουδάζω τὴν ἐπωμίδα πτύξας διπλῆν ἄνωθεν ἐνεκομβωσάμην
τὸν Τήιον ἰατρὸν Ἀντιπάρῳ συσσιτεῖν ψιλοτάπιδα ἔχοντι κρικωτὴν καθάπερ τοὺς στρωματεῖς εὐτελῆ , ἐφ ' ἧς κατακεῖσθαι , κάδους δὲ
4830643 κατεδησεν
! ! ! ! ] ´ας [ ! ] [ κατέδησεν ] ἵππους : ! ! ! ! ! !
ὑποστροφῆς παρεγένετο πρὸς τὸν Πηλέα : ὅθεν τὰς φρένας αὐτοῦ κατέδησεν ἡ ὀλιγωρία . ἀμηχανία δὲ ἡ ἀπορία καὶ λύπη
4830515 θελγειν
καθέλκουσιν . τὸν Ὀρφέα τῆς ἐμμελείας μεμυθεῦσθαι καὶ τοὺς καὶ θέλγειν , ὡς καὶ νῦν εἰώθαμεν ὑπερβολικῶς λέγειν , ἀλλὰ
μέλους ἔκρουέ τε ἅμα καὶ ᾖδεν ἐρωτικὰ ψυχαγωγεῖν οὕτω καὶ θέλγειν οἰόμενος τὴν σώφρονα , τὴν παρθένον . οὐ μήν
4830252 ἐμβαλοντας
ἐξολκῆς τρόπος ἄχρηστος : εὐθυτενῆ δὲ χρὴ κατὰ μῆκος διαίρεσιν ἐμβαλόντας , διὰ ταύτης κομίσασθαι πᾶν τὸ βοτρυοειδές , τά
μισθωσάμενος Γέτας ψιλοὺς δισχιλίους δι ' ἀπορρήτων συνέταξεν ὡς πολεμίους ἐμβαλόντας πυρπολεῖν τὴν χώραν καὶ βάλλειν τοὺς ἐπὶ τῶν τειχῶν
4818028 ἀποκαλων
ἀγῶνα λαμπρὸν ἀγωνισαμένοις στρατηγοῖς ἀξιοῦντος λαβεῖν , ἐμποδὼν ἐγένετο στασιαστὴν ἀποκαλῶν καὶ πολιτείας πονηρᾶς ἐραστήν , μάλιστα δ ' αὐτοῦ
νεωτέρους ἐπὶ βοήθειαν καλεῖς , οὓς ὕβριζες καὶ ἐλοιδοροῦ ἀκρατοκώθωνας ἀποκαλῶν ; ] [ εἰ μέν τις ἀκρατέστερον ἔπιεν ,
4807062 ματτει
γὰρ τῇ μιᾷ χειρὶ τὴν ῥῖνα , τῇ δὲ ἑτέρᾳ μάττει . ζητεῖ οὖν τοὺς διαδεξομένους . ἀποπνιγέντα : συνέχει
μὲν γὰρ ὁ αὐτὸς κλίνην στρώννυσι , τράπεζαν κοσμεῖ , μάττει , ὄψα ἄλλοτε ἀλλοῖα ποιεῖ , ἀνάγκη οἶμαι τούτῳ
4803843 συνελκων
: καὶ τὰς ὀφρῦς συνάγων ὁ φροντιστής , τὰς ὀφρῦς συνέλκων . μεσόφρυον δὲ τὸ τῶν ὀφρύων μέσον , ὃ
τοῦ Δέλτα * * . βυσαύχην : ὁ τὸν αὐχένα συνέλκων καὶ τοὺς ὤμους ἀνέλκων . βωμολόχος : ὁ περὶ
4800724 τραγῳδιων
τοὺς Νόμους οἶμαι , τραγῳδίαν προσείρηκας , καὶ ἀρίστην τῶν τραγῳδιῶν ἐτίθεις , καὶ αὐτὸς ὁμολογεῖς τραγῳδίας εἶναι ποιητής :
οἶκτος καὶ θαῦμα , ὅπερ ἔστι καταμαθεῖν καὶ ἐκ τῶν τραγῳδιῶν , οὐχ ἥκιστα δὲ καὶ ἀπὸ τῶν Ὁμήρου :
4796913 φαλιον
φάλιος , λευκός : ἐξ οὗ καὶ φαλακρὸς ὁ ἔχων φάλιον κάρα . φάλαρος : γράφεται φίλαρνος . ἰυγκτά :
θαλάττιον . Φαλός . ἀσπιδίσκιόν τι λαμπρόν . παρὰ τὸ φάλιον , ὃ δηλοῖ τὸ λευκὸν , παρὰ τὸ φάος
4789861 φαιαν
γλυκεῖαν , λιγυράν , σαφῆ , διαφανῆ , μέλαιναν , φαιάν , σμικράν , στενήν , δυσήκοον , ἀσαφῆ ,
, ὅτι Ἕλληνες ἐπειδὰν ἀπαντήσωσι ταῖς Δαυνίαις ὑπεσταλμέναις μὲν ἐσθῆτα φαιάν , ἐζωσμέναις δὲ ταινίαις πλατείαις , ὑποδεδεμέναις δὲ τὰ
4788419 ἀλαζονα
Τιρύνθιον πλίνθευμα , κυκλώπων ἕδος τραπεζίτην Πάριν φοινικελίκτην καὶ λόγων ἀλαζόνα χαλκόδοντας στόλους χθονίαν λώβαν χθονίους Ἰναχίδας . . χρωματισθεὶς
ἴσως καὶ αὐθαδίζομαι , καὶ ἐπεστόμισεν ἄν με Σωκράτης ὡς ἀλαζόνα ὄντα , διότι μηδὲ εἶναι σοφὸς ᾤετο καὶ ὡμολόγει
4784756 παρεστηκοτα
βαρβάρων ἐπεθύμησεν Ἑλλήνων κληθῆναι δεσπότης . ἐρασθεὶς οὖν ἐκέλευσεν οἰκέτην παρεστηκότα πυκνῶς αὐτὸν ἀναμιμνήσκειν τῶν Ἀθηναίων , ἵνα μὴ λάθῃ
τοῖς κοινοῖς ἐχθρῶν ἀλλήλοις οὐδέν ' οὔτε καλουμένων τῶν κριτῶν παρεστηκότα , οὔθ ' ὅταν ὀμνύωσιν ἐξορκοῦντα , οὔθ '
4782522 ἐπιδεικνυμενον
θεασάμεναι πόλεις αὐτὸν μέγα πνέοντα καὶ τὸν ὄγκον τῆς εὐτυχίας ἐπιδεικνύμενον πάλιν θεάσωνται μεστὸν ἀτιμίας . ὁ δὲ δακτυλοδεικτούμενος καὶ
, ἀλλὰ μὴν καὶ τοὐνύπνιον ἔτι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἕστηκεν ἐπιδεικνύμενον τὸ χρυσίον , καὶ μάλιστα ἐπὶ τῷ καταράτῳ Σίμωνι
4781113 χιονιζεσθαι
καὶ Αἰσχύλος δὲ καὶ Σοφοκλῆς ὑπέλαβον τοὺς ὑπὸ τὴν Αἴγυπτον χιονίζεσθαι τόπους καὶ τηκομένης τῆς χιόνος τὴν χύσιν εἰς τὸν
καὶ Αἰσχύλος δὲ καὶ Σοφοκλῆς ὑπέλαβον τοὺς ὑπὲρ τὴν Αἴγυπτον χιονίζεσθαι τόπους καὶ τηκομένης τῆς χιόνος τὴν χύσιν εἰς τὸν
4780546 Εὐριπιδην
νευροσπάστῃ τὴν σκηνὴν ἔδωκαν ἀφ ' ἧς ἐνεθουσίων οἱ περὶ Εὐριπίδην . Ἀθηναῖοι δὲ καὶ Εὐρυκλείδην ἐν τῷ θεάτρῳ ἀνέστησαν
τε εἰς Αἴγυπτον παρὰ τοὺς προφήτας : οὗ φασι καὶ Εὐριπίδην αὐτῷ συνακολουθῆσαι καὶ αὐτόθι νοσήσαντα πρὸς τῶν ἱερέων ἀπολυθῆναι
4777782 εὐρυθμως
τοῦ βίου κίνησιν : ἀντίστροφος δὲ διὰ τὸ ἀναστρέφοντας αὐτοὺς εὐρύθμως κινεῖσθαι , ἄχρις ἂν ἔλθωσιν ἐπ ' ἐκεῖνον τὸν
δὲ καὶ ἑνοῦσθαι δίκην λίθων καλῶς ἐξεσμένων πρὸς τὸ ἀλλήλοις εὐρύθμως συνάπτεσθαι δίχα τῶν ἔξωθεν δεσμῶν , τὰς δὲ συνθέσεις
4777153 μαξαι
πτίσσειν , φρύγειν , ἀναβράττειν , αἵνειν , ἀλέσαι , μᾶξαι , πέψαι , τὸ τελευταῖον παραθεῖναι . ὁ δὲ
πτίσσειν , φρύγειν , ἀναβράττειν , ἁνεῖν , ἀλέσαι , μᾶξαι , πέψαι , τὸ τελευταῖον παραθεῖναι . καὶ ἐκ
4773329 ἐσυκοφαντουν
κικίννους . ἔσειον , ᾔτουν χρήματ ' , ἠπείλουν , ἐσυκοφάντουν . εἰς τὰς τριήρεις δεῖν ἀναλοῦν ταῦτα καὶ τὰ
πρὸ θεῶν . εἰ δὲ ἐπ ' ἄλλῳ τῴ με ἐσυκοφάντουν , ἄλλ ' ἄττα ἂν προὐτεινάμην τοῖς καθημένοις καὶ
4772444 Ἀριστοφανην
ἂν τοιοῦτον πρᾶξαι . Ὅτι δὲ ἀληθῆ λέγω , αὐτὸν Ἀριστοφάνην μαρτυροῦντα παρέξομαι . Κάλει μοι Ἀριστοφάνην Ὀλύνθιον , καὶ
συγκρούοντας ἔρρυθμον ἦχόν τινα ἀποτελεῖν τοῖς ὀρχουμένοις , καθάπερ καὶ Ἀριστοφάνην ἐν Βατράχοις φάναι . Ἀρτέμων δ ' ἐν τῷ
4770178 ἀπονιζειν
τρίβειν τοὺς ὀδόντας τοὺς ἀλλοτρίους καί τι τῶν ἀναγκαίων ποιήσαντα ἀπονίζειν ἐκεῖνα τὰ μέρη . τῷ ὄντι θαυμαστόν ἐστι φιλεῖν
λυχνοῦχον ἔκφερ ' ἐνθεὶς τὸν λύχνον . νυνὶ δ ' ἀπονίζειν τὴν κύλικα δός τ ' ἐμπιεῖν : ἔγχει δ
4769426 Χουσι
καὶ χοῦς : τὰ γὰρ πλάσματά ἐστιν ὤνια ἐν τοῖς Χουσὶ τῇ ἑορτῇ . Εἰσὶ δὲ οἱ Αἰθίοπες οὗτοι κρεοφάγοι
ἐν Ὁμοίοις . καὶ χρυσῷ στεφάνῳ τιμηθέντα ἐπάθλῳ πολυποσίας τοῖς Χουσὶ παρὰ Διονυσίῳ ἐξιόντα θεῖναι πρὸς τὸν ἱδρυμένον Ἑρμῆν ,
4768270 σκωπτων
βαρυτόνους ἢ βαρυφώνους τοὺς ἀμφὶ Σωκράτη καὶ Σιμύλον ὑποκριτάς , σκώπτων ἐκάλεσε βαρυστόνους . Γόης . Ὁ ἀπατεὼν καὶ ψεύστης
ἐνεῖναι μηδὲ ἕν . Θεόφιλος δ ' ἐν Ἰατρῷ ἅμα σκώπτων αὐτοῦ καὶ τὸ ἐν λόγοις ψυχρόν : πᾶς δὲ
4767247 Ταξιλοις
ἄλλοι , δῶρα φέροντες . καὶ ἐνταῦθα αὖ Ἀλέξανδρος ἐν Ταξίλοις θύει ὅσα οἱ νόμος καὶ ἀγῶνα ποιεῖ γυμνικόν τε
τῶν ταύτῃ Ἰνδῶν Φίλιππον τὸν Μαχάτα φρουράν τε ἀπολείπει ἐν Ταξίλοις καὶ τοὺς ἀπομάχους τῶν στρατιωτῶν διὰ νόσον : αὐτὸς
4765785 τετανοτριχας
λευκοὺς μέν , οὐκ ἐπὶ τὸ εὔχρουν δὲ ὁμοίως , τετανότριχας , μελαγχλώρους καὶ σπινοὺς καὶ ἰσχνοὺς καὶ λοξοφθάλμους τε
τε καὶ αὐχμηρούς , Ἄρης δὲ ξανθούς , γλαυκοφθάλμους , τετανότριχας , γοργούς , ὦτα μικρὰ ἔχοντας , Ζεὺς δὲ
4763893 καλλιωνυμον
καὶ ἰχθύων σκορπίον , δράκοντα , κόκκυγα , κωβιὸν , καλλιώνυμον , τούτους ἑφθοὺς καὶ ψυχροὺς διδόναι . Διδόναι δὲ
δ ' ἀνθίαν τινὲς καὶ κάλλιχθυν καλοῦσιν , ἔτι δὲ καλλιώνυμον καὶ ἔλοπα . Ἱκέσιος δ ' ἐν τοῖς περὶ
4763834 διαφωνουντα
ἂν ἴσως συχνὰ εὕροιμεν ταῖς μὲν συλλαβαῖς καὶ τοῖς γράμμασι διαφωνοῦντα , τῇ δὲ δυνάμει ταὐτὸν φθεγγόμενα . φαίνεται οὕτως
κοινωνῇ , κατὰ τοσοῦτον γίγνεσθαι καλὸν ὁμολογούμενον , οὐκ ἂν διαφωνοῦντα παρέχοι τὸν λόγον ; Ἀληθῆ . Ἐὰν δέ γε
4762145 Ἀρχιλοχον
Μυρμιδόνες δ ' ἐκαλοῦντο καὶ Ἕλληνες . Ἡσίοδον μέντοι καὶ Ἀρχίλοχον ἤδη εἰδέναι καὶ Ἕλληνας λέγεσθαι τοὺς σύμπαντας καὶ Πανέλληνας
κλέος ἀπολιπὼν καὶ τοιαύτην ἑαυτῶι φήμην . ταῦτα οὐκ ἐγὼ Ἀρχίλοχον αἰτιῶμαι , ἀλλὰ Κ . λέγει Κ . Θεμιστοκλέα
4759929 Φερεκρατης
ὧν καὶ ὠνόμαστο . ἀποπροσωπίζεσθαι δὲ τὸ καθαίρειν τὸ πρόσωπον Φερεκράτης εἶπεν : οὐδ ' ἀποπροσωπίζεσθε κυάμοις . τοῦ δὲ
δ ' ἂν εἴη τῶν τὸν οἶνον πιπρασκόντων . καὶ Φερεκράτης μὲν εἴρηκε μηδὲν κοτυλίζειν , ἀλλὰ καταπάττειν χύδην ,
4757697 ἐντειναμενος
καὶ ζυγώσας , ἔπειτα κολλάβους ἐμπήξας καὶ μαγάδιον ὑποθεὶς καὶ ἐντεινάμενος ἑπτὰ χορδὰς μελῳδεῖ πάνυ γλαφυρόν , ὦ Ἥφαιστε ,
ὡς ὄνος [ δίκην ὄνου ] ἔτυψας , ὥσπερ λὰξ ἐντεινάμενος . ἔκρουσας . . καὶ φροντίδα : φροντὶς παρὰ
4757556 ἑρποντας
Γῇ τε μητρί , φιλτάτῃ τροφῷ : ἡ γὰρ νέους ἕρποντας εὐμενεῖ πέδῳ , ἅπαντα πανδοκοῦσα παιδείας ὄτλον , ἐθρέψατ
κατοίκους πολεμικοὺς στρατιώτας ἐν εὐμενεῖ καὶ εὐτραφεῖ πέδῳ νέους ὄντας ἕρποντας . κυρίως δὲ τοῦτο ἐπὶ τῶν παίδων λέγεται .
4755103 ἐπαφωμενων
συμφυῆ πρὸς αὐτοὺς ἀποσώζειν φιλίαν , καὶ προσιόντων τε καὶ ἐπαφωμένων καὶ κοίλῃ τῇ χειρί πως ἐπικροτούντων μὴ ἄχθεσθαι μηδὲ
καὶ μάλιστα δὴ πρὸς θυμοῦ Ἀντωνίῳ . . . . ἐπαφωμένων : ὁ δὲ τοῦ τόξου ἐπαφώμενος ταῖς χερσίν ,
4754897 ἀμφωτον
' ἔργον ποδῶν . δηλοῖ δὲ κατ ' Ἐπιμένην τὸ ἄμφωτον ποτήριον εἰς ὃ οἷόν τε τοὺς δακτύλους διείρειν ἑκατέρωθεν
ὁ ποιητής : ἦτοι ὃ καλὸν ἄλεισον ἀναιρήσεσθαι ἔμελλεν χρύσεον ἄμφωτον . Ἀντίμαχος δ ' ἐν εʹ Θηβαίδος : πᾶσιν
4754092 κεχηνεναι
σπουδαῖον μανθάνειν Εὐάνθην ἐν Περιπάτῳ τεκεῖν καὶ πρὸς τὴν Καλλιστράτου κεχηνέναι τέχνην ; [ καὶ πρὸς ] τὰ Καλλιάδου Νεαίρᾳ
συλαγωγεῖσθε καὶ τοὺς μὴ κοινωνοῦντας ὑμῶν ταῖς πραγματείαις λοιδορεῖτε . κεχηνέναι πολλῶν ᾀδόντων οὐ θέλω καὶ τῷ νεύοντι καὶ κινουμένῳ
4753235 Ἀρτεμωνα
μέλει ὁ περιφόρητος Ἀρτέμων , τὴν προσηγορίαν ταύτην λαβεῖν τὸν Ἀρτέμωνα διὰ τὸ τρυφερῶς βιοῦντα περιφέρεσθαι ἐπὶ κλίνης . καὶ
καὶ ὑπεροψίαν , ὅθεν καὶ τὸν ἐν τῇ παροιμίᾳ παρελθεῖν Ἀρτέμωνα τῶν μὲν ἄλλων τὰ πατέρων εἰς σὲ ποιούντων ,
4752450 σωφροσυνηι
διὰ τὸ μὴ μόνον κάλλει διαφέρειν αὐτήν , ἀλλὰ καὶ σωφροσύνηι καὶ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς κεκοσμῆσθαι : μετὰ δὲ ταῦτα
δὲ τὴν θεὸν ταύτην ἑλομένην τὸν πάντα χρόνον τὴν παρθενίαν σωφροσύνηι τε διενεγκεῖν καὶ τὰς πλείστας τῶν τεχνῶν ἐξευρεῖν ,
4747921 ἁλουργη
καὶ τὴν βακτηρίαν καὶ τὴν κόμην , φιλῇς δὲ τὰ ἁλουργῆ καὶ τὴν τρυφήν , οὐ παύσει τοὺς ἐραστὰς ἐπισυρόμενος
ὑακίνθου τε καὶ σμαράγδου καὶ στρεπτὸν τοιοῦτον πλατὺν καὶ χλαῖναν ἁλουργῆ τε καὶ χρυσόπαστον ἠμφιεσμένος . ὅμως κἂν ταύτης τις
4739902 συμποτην
: οὗτος μέν γελέγω δὲ ἰδώνξηράνας τὸν νεκρὸν σύνδειπνον καὶ συμπότην ἐποιήσατο . πολλάκις δὲ καὶ δεομένῳ χρημάτων ἀνδρὶ Αἰγυπτίῳ
ὁ ποιητής : ζείδωρον ἄρουραν . ἔνιοι πόσιν ἤκουσαν τὸν συμπότην . ἐν τοῖσιν ἀλέγονται : ἀριθμοῦνται . συγκαταλέγονται ἐν
4736503 Κριτοβουλον
εἴ γε καὶ Αἰσχίνης ὁ Σωκρατικὸς ἐν μὲν τῷ Τηλαύγει Κριτόβουλον τὸν Κρίτωνος ἐπ ' ἀμαθείᾳ καὶ ῥυπαρότητι βίου κωμῳδεῖ
ᾗ περὶ τῆς εἰρήνης ἐβουλεύοντο , καθ ' ἣν τὸν Κριτόβουλον ἀξιοῖ παραγενόμενον τότε ἐπὶ ταύτην ὑπαντᾶν , μὴ ὅτε
4735967 τριβωνιον
καὶ τὸ περίβλημα αὐτῶν εὐτελές . ἦν δὲ τὸ τοιοῦτον τριβώνιον μέχρι τῶν ποδῶν διῆκον , καὶ χειρίδας ἔχον πλατείας
εἰσὶ δὲ καὶ ἐκ τῶν αἰσθητῶν : ὅτι γὰρ τὸ τριβώνιον τοῦτο λευκόν , ἄμεσός ἐστι πρότασις , ἀλλ '
4734384 ἐσθιοντα
ἐστιν ἐπὶ τοσοῦτον , ὥστε αὔξεσθαι τὰ παιδία ταχύτερον κράμβην ἐσθίοντα . καὶ βωλίτας δὲ φαύλους εἴ τις φάγοι ,
Συμεὼν καὶ Γὰδ ἀνέλωσιν αὐτόν . Καὶ ὁρῶντες κἀμὲ μὴ ἐσθίοντα , ἔθεντό με τηρεῖν αὐτὸν , ἕως οὗ ἐπράθη
4732869 εἰσιοντα
φερόντων ἔλαιον οἶνον γάρον ὄξος καὶ ἄλλα ἡδύσματα : ἔπειτα εἰσιόντα εἰς τὰς ἀλλοτρίας οἰκίας τὰ ἑψόμενα τοῖς ἄλλοις ἀρτύειν
. τὰ γὰρ δὴ τῶν περὶ τὸ σῶμα ὑγρῶν μεγαλομερέστερα εἰσιόντα , τὰ σμικρότερα ἐξωθοῦντα , εἰς τὰς ἐκείνων οὐ
4729217 ὑποδεδεσθαι
καὶ χρήσιμον μὲν λέγουσι τὸ συμβαλλόμενον εἴς τι οἷον τὸ ὑποδεδέσθαι τὸ ἐνδύεσθαι : συμβάλλεται γὰρ εἰς τὸ ἧττον διαφθείρεσθαι
τὸ σῶμα πρὸς τὴν ψυχήν . ἔδοξέ τις ἵππου ὑποδήματα ὑποδεδέσθαι . ἐστρατεύσατο καὶ ἐγένετο ἱππεύς : οὐδὲν γὰρ διέφερεν

Back