[ πάντα ταῦτα δὲ γιγνόμενα μηδένα κωλῦσαι , καὶ μήτε ἐξιοῦσαν αὐτήν , καὶ ταῦτα πεζῇ , ἕως θαλάττης μήτε
τῶν σωμάτων . Πυθαγόρας Πλάτων ἄφθαρτον εἶναι τὴν ψυχήν , ἐξιοῦσαν γὰρ εἰς τὴν τοῦ παντὸς ψυχὴν ἀναχωρεῖν πρὸς τὸ
6208216 πεδου
τὰ περὶ αὐτοῦ ποιοῦντες ἐκκλησιάζοντά φασιν αὐτὸν ἐπὶ στρατο - πέδου ζόφου κατασκήψαντος ἐξ αἰθρίας καὶ χειμῶνος μεγάλου καταρραγέντος ἀφανῆ
Πλούσιος . πολυούσιός τις ὤν . Πεσεῖν . ἀπὸ τοῦ πέδου . Πεσσός . ὁ πίπτων ὁμοίως ἐν τῷ βάλλεσθαι
6200469 ἀνελε
εἰς ον μεταποιοῦσιν , τὸ λάβε λάβον λέγοντες καὶ τὸ ἄνελε ἄνελον : οὕτω καὶ τὸ τύψε τύψον . τυψάτω
πεδίον προκαλούμενος . μᾶλλον δέ , τὴν ταχίστην ἡμῖν ἥκων ἄνελε τὴν τῶν γραμμάτων χρείαν τῇ συνουσίᾳ . Ἐγὼ καὶ
6150433 Τιθορεαν
ἀνάπλεα εἰδώλων φαίνεσθαι , καὶ ἀναστρέψαι μὲν αὐτὸν ἐς τὴν Τιθορέαν , διηγησάμενον δὲ ἃ ἐθεάσατο ἀφεῖναι τὴν ψυχήν .
, Ποσειδῶνος δὲ ἐπίκλησιν . καὶ ὁ μὲν ἀπῴκησεν ἐς Τιθορέαν τῆς νῦν καλουμένης Φωκίδος , Θόας δὲ Ὀρνυτίωνος υἱὸς
6142832 ᾐειν
ἐφ ' ὅτῳ παρείη , πληγεὶς τὴν ψυχὴν τοῖς εἰρημένοις ᾔειν παρ ' ἐκεῖνον , ὅς μοι προὐξενήκει τὴν πόλιν
μέντοι λαβεῖν τοῦ συμβόλου ἕνεκα . ἐπιστραφεὶς οὖν καὶ λαβὼν ᾔειν ἄνω . καὶ ἐπειδὴ πρὸς τῷ ναῷ γίγνομαι ,
6123421 μετεωρου
τῷ Κερδυλίῳ : ἔστι δὲ τὸ χωρίον τοῦτο Ἀργιλίων ἐπὶ μετεώρου πέραν τοῦ ποταμοῦ , οὐ πολὺ ἀπέχον τῆς Ἀμφιπόλεως
εἰσὶ πάντῃ μεταλαμβανόμεναι . Ἐὰν ἔν τινι ἐπιπέδῳ ἀπό τινος μετεώρου σημείου ἴσαι εὐθεῖαι προσπίπτωσι , κατὰ κύκλου ἔσονται περιφερείας
6049487 διαταραχθεις
, “ ὦ πρεσβύτατε ; ” καὶ ὁ Χρυσάνθιος οὐδὲν διαταραχθείς , πάντων ἔφησε καταγινώσκειν : “ ἀλλ ' εἴ
Γλωχῖσιν : ὀξύτησιν . ἕλκεϊ : πληγῇ . ὀρινθείς : διαταραχθείς . Ἀσχαλόων : ταρασσόμενος . ἀντία : τῇ καὶ
6005741 ἀγομενην
τῶν ὀρῶν λαμβάνων ὡς ἂν ἐπὶ ταὐτοῦ παραλλήλου μέχρι στηλῶν ἀγομένην , τὴν δ ' ἀπονεύουσαν εἰς Θάψακον εὐθὺς ἔξω
ἐν Κολοφωνιακοῖς , γυμνάσιον ἀναθέντες τῷ Ἔρωτι τὴν διὰ τοῦτον ἀγομένην ἑορτὴν Ἐλευθέρια προσηγόρευσαν : δι ' ὃν θεὸν καὶ
5942844 καταστρωματος
νεὼς μὴ πρότερον ἀξιοῦν ἀπολύεσθαι ἢ τοὺς ἀπὸ τοῦ πολεμίου καταστρώματος ὁπλίτας ἀπαράξητε . καὶ ταῦτα τοῖς ὁπλίταις οὐχ ἧσσον
οὐκ ἂν ποιῆσαι βασιλέα τοιόνδε , τοὺς μὲν ἐκ τοῦ καταστρώματος καταβιβάσαι ἐς κοίλην νέα , ἐόντας Πέρσας καὶ Περσέων
5906245 δερριν
δὲ χαίρω πρός γε τοῖς σοῖς παιδικοῖς . Γυνὴ μέλαιναν δέρριν ἠμφιεσμένη . Εἰ μὴ κόρη δεύσειε τὸ σταῖς ᾔθεος
εἴπερ χρὴ ζῆν εἰς τὸν αἰῶνα . εἰ οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξήπλωσε , γῆν δὲ ἐφ ' ὕδατος ἔπηξεν ,
5893686 ἐκαμνον
προγεγονότων κατορθωμάτων ἀξίους φανῆναι . . . . ὅμως οὐκ ἔκαμνον ταῖς ψυχαῖς , κατισχύοντος τοῦ λογισμοῦ τὴν τῶν σωμάτων
καὶ ἐφελκυσαμένου τὸ ἐπίθημα , κάματον ἐς ἀνωφελὲς οἱ Ἀστυπαλαιεῖς ἔκαμνον ἀνοίγειν τὴν κιβωτὸν πειρώμενοι : τέλος δὲ τὰ ξύλα
5893405 ἐστειλαμεν
συστρέφειν . πολλάκις γὰρ ἐκ ῥινῶν φέρεται αἷμα , καὶ ἐστείλαμεν αὐτὸ συστρέψαντες καὶ κλείσαντες τοὺς μυκτῆρας . οἶδε καὶ
συντίθεται νύκτωρ ἐξελθεῖν Λακεδαίμονος μετ ' ἐμοῦ . Καὶ δὴ ἐστείλαμεν ἑαυτοὺς νεανικῶς ἀπέκειρα δὲ καὶ τὴν κόμην τῆς Θελξινόης
5872258 συαγρον
Ῥηγῖνος ἱστορεῖ , καὶ ὅτι ἀσχέδωρον οἱ Σικελιῶται καλοῦσι τὸν σύαγρον . τὸ δὲ μαρτύριον παρ ' Αἰσχύλῳ : ἔδυ
' ὅτι οἱ περὶ τὴν Σικελίαν κατοικοῦντες ἀσχέδωρον καλοῦσι τὸν σύαγρον . Αἰσχύλος γοῦν ἐν Φορκίσι παρεικάζων τὸν Περσέα τῷ
5871477 προσεχεστατον
τὸ σύμβολον τὴν τῶν φρενῶν πηγὴν καὶ τὸ τῷ νοεῖν προσεχέστατον ὄργανον , δι ' οὗ θεωρίαν τε καὶ ἐπιστήμην
τοῖς ἑκατόν . ἡ δὲ Φάρος νησίον ἐστὶ παράμηκες , προσεχέστατον τῇ ἠπείρῳ , λιμένα πρὸς αὐτὴν ποιοῦν ἀμφίστομον .
5861906 λυκε
εἱστήκει . λύκον δὲ ἰδὼν ἔφη αὐτῷ : „ ὦ λύκε , ἰδοὺ ἐκ πόνου ἀποθνῄσκω καὶ δεῖ με σοῦ
κατεδιώκετο . ἐπιστραφεῖσα δὲ πρὸς αὐτὸν εἶπεν : ” ὦ λύκε , ἐπεὶ πέπεισμαι , ὅτι σὸν βρῶμα γενήσομαι ,
5860107 ἀνεπαυσε
μέχρι τῶν μαστῶν . Ἀννίβας δὲ καὶ ἐς δευτέραν ὥραν ἀνέπαυσε τὴν στρατιὰν καὶ τότε ἐξῆγε . παράταξις δ '
περὶ δικλίδι θῆκεν ὀρείῃ , θερμὸν ἐπεὶ λύσσης ὧδ ' ἀνέπαυσε πόδα . Παῖς Ἀσκληπιάδεω καλῷ καλὸν εἵσατο Φοίβῳ Γόργος
5858328 βαλβιδος
εὐσέβειαν ψυχικῆς | ὁρμῆς . οὓς ἰδὼν Μωυσῆς ὥσπερ ἀπὸ βαλβῖδος ἁμιλλωμένους „ εἰ μὴ μόνον τοῖς σώμασιν „ εἶπεν
δὲ τῆς πόλεως ἀφεστήκει , ὅσον ἡ νύσσα ἀπὸ τῆς βαλβῖδος ἤτοι τῆς ἀφετηρίας . χρίμψε : πλησίον ἐγένετο .
5844737 Χωρει
ὦνδρες , αὐτοὶ δὴ μόνοι λαβώμεθ ' οἱ γεωργοί . Χωρεῖ γέ τοι τὸ πρᾶγμα πολλῷ μᾶλλον , ὦνδρες ,
λύραν , ἔργον Εὐδόξου , τιταίνει ψίθυρον εὐήθη νόμον . Χωρεῖ ' πὶ γραμμὴν λορδὸς ὡς εἰς ἐμβολήν . Ὃς
5831388 ἀκυμονα
ἡμᾶς Πειραιόθεν , μαθήσομαι , ἵνα σε ταῖς ἐμαῖς χερσὶν ἀκύμονα ναυστολήσω πλέουσα , εἰ τοῦτο ἄμεινον εἶναι φαίνοιτο .
δοκεῖς Ὀρέστην ποντίωι λαβὼν σάλωι , ἤδη Ποσειδῶν χάριν ἐμὴν ἀκύμονα πόντου τίθησι νῶτα πορθμεύειν πλάτην . μαθὼν δ '
5830703 Πανταχοθεν
ἐν ταῖς εἰσβολαῖς καὶ ἐν ταῖς ἀναβάσεσι τῶν παροξυσμῶν . Πανταχόθεν δὲ κατὰ τοὺς πόρους ἰσχόμενος θλίβει τε καὶ βαρύνει
' ἐν τοῖς οὖσι νόμοις , κἂν τοῦτο ποιῆσαι . Πανταχόθεν μὲν τοίνυν δῆλός ἐσθ ' ὅτι ταῦτ ' ἔγραψ
5822316 σβεσθεντος
τὸ μόριον ἀνέντατον ἔσται . ἄλλο . ἀπὸ λύχνου αὐτομάτως σβεσθέντος λαβὼν πομφόλυγα τὴν ἔτι ζῶσαν βάλλε εἰς τὸ πόμα
καὶ τὸν Μελέαγρον φθίνειν ὑπὸ λύπης τε καὶ δυσθυμίας : σβεσθέντος δὲ οἴχεσθαι ἀποθανόντα . Οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι ὁπόσα ἐπιτηδεύουσιν
5810922 Τιβερεως
. . . ὁ δ ' οὖν Ἡρακλῆς ἀπὸ τοῦ Τιβέρεως ἀναζεύξας καὶ διεξιὼν τὴν παράλιον τῆς νῦν Ἰταλίας ὀνομαζομένης
ἐπὶ τοῦ βουνοῦ , ὑπὲρ τὴν τύχην , πέραν τοῦ Τιβέρεως , μέχρι θαλάσσης , ὑπὲρ τὴν ἡλικίαν ; ,
5806631 ἐληλυθεσαν
οὐχὶ διὰ ταῦτα ἐπελάθοντο καὶ τίνες ἦσαν καὶ ἐπὶ τί ἐληλύθεσαν ; ἔα , ἄνθρωπε , ἐπὶ τί ἐλήλυθας ;
κεκρατηκότες ἐς τοὺς ἀγροὺς ἀνεχώρουν , ὅθεν ἐπὶ ταῦτ ' ἐληλύθεσαν , οἱ δ ' ἡσσημένοι δυσφοροῦντες ἔτι παρέμενον καὶ
5798808 κωμασται
. βέλτιον δὲ ὅτι τρὶς ἐπῇδον λέγειν τὸ ἐφύμνιον οἱ κωμασταί : λέγω δὲ τὸ τήνελλα καλλίνικε . ὁ λεγόμενος
ἄντρου τὸ πῦρ καὶ γνωρίσασα οἵτινές ποτε ἄρα ἦσαν οἱ κωμασταί , μηδὲν διατραπεῖσα μηδὲ ὑπὸ τῆς ὄψεως καταπτήξασα τὸ
5794842 ὠρεξατο
καλάμω δὲ πλάνον κατέσειον ἐδωδάν . καί τις τῶν τραφερῶν ὠρέξατο : καὶ γὰρ ἐν ὕπνοις πᾶσα κύων † ἄρτον
περ ἀμφιβαλόντε ἀλλήλους ὀλοοῖο τεταρπώμεσθα γόοιο . Ὣς ἄρα φωνήσας ὠρέξατο χερσὶ φίλῃσιν οὐδ ' ἔλαβε : ψυχὴ δὲ κατὰ
5786203 ἐνεγκω
' ὑπήνεγκαν ταχέες πόδες : παρὰ τὸ ἐνέγκω ποδηνεκές . ἐνέγκω οὖν ἐνεκὴς καὶ ἐπενεκὶς καὶ ἐπηνεκὶς , τροπῇ τοῦ
κέκρικας δεῖν γενέσθαι , ὑπόμεινόν με μικρὸν μέχρις ἂν ἀπελθὼν ἐνέγκω μου καὶ αὐτὸς ἐξ ἀγροῦ τὴν γυναῖκα , ὡς
5784795 Μανη
ὄξος ἐμβαπτόμενος ἢ ξηροὺς ἅλας . τότε μέν γε , Μανῆ , σου κατεκοττάβιζον ἄν . νυνὶ δὲ καὶ κατεμοῦσι
ἀλλὰ διὰ προφάσεως πλείονος ἐρεθίζει . ἐκοιμήθης . . ὦ Μανῆ : Οἰκέτης ὁ Μανῆς . ὅπου τὸ Πανὸς καλόν
5775474 νενικημενου
κεκακουργηκότι . ὥστε μετὰ μείζονος ἀπῄει λύπης ὁ νενικηκὼς τοῦ νενικημένου , ὁ μὲν εἰς γῆν , ὁ δὲ εἰς
δεξιωσάμενος ἐκ τοῦ ὕδατος ἐξάγει , δύο παλαίσματα τοῦ Θερσάνδρου νενικημένου . μέλλων δὲ καὶ τὸ τρίτον ἡττᾶσθαι , ὑπεκδὺς
5770395 διενοουμην
τῇ διανοίᾳ ; Οὐκ ἔοικε . Τῶν κοινῶν τι ἄρα διενοούμην , ὧν οὐδὲν σὺ μᾶλλον ἤ τις ἄλλος ἔχει
πόθεν τοῦτο τὸ ἕρμαιον ηὑρέτην ; ἐγὼ δὲ περὶ ὑμῶν διενοούμην ἔτι , ὥσπερ νυνδὴ ἔλεγον , ὡς τὸ πολὺ
5761986 ἐφοβηθην
δὲ αὐτῷ ὅτι ὁραῖόν ἐστιν τοῖς ὀφθαλμοῖς κατανοῆσαι , καὶ ἐφοβήθην λαβεῖν ἀπὸ τοῦ καρποῦ . καὶ λέγει μοι :
. ἀλώπεκος δὲ καταγελώσης εἶπεν : ” οὐ τὸν μῦν ἐφοβήθην , ἀλλὰ † τὴν πεῖραν . ” ὁ λόγος
5756393 λαμπτηρος
ἀμερῶς μεριζόμενον πνεῦμα κυρίου εἰς τοὺς διὰ πίστεως ἡγιασμένους , λαμπτῆρος ἐπέχον τάξιν εἰς τὴν τῶν ὄντων ἐπίγνωσιν . ἀκολουθοῦντες
ἤδη δὲ βαθείας ἑσπέρας εὐπορήσας ὑπηρετῶν , αὐτόθι λουσάμενος ὑπὸ λαμπτῆρος ἀπὸ μικρᾶς πάνυ τροφῆς ἀνεπαυόμην . καὶ μὴν τά
5755733 Μεταποντιου
, ὡς Ἔφορός φησιν . , : οἰκιστὴς δὲ τοῦ Μεταποντίου Δαύλιος ὁ Κρίσης τύραννος γεγένηται τῆς περὶ Δελφούς ,
ἄκραν Ἰαπυγίαν σταδίων ὁμοῦ τι * τετρακοσίων . τοῦ δὲ Μεταποντίου μὲν διέχει σταδίους περὶ διακοσίους καὶ [ εἴκοσιν ὁ
5747295 ἀνελκυσαι
ἀνελεῖν : λέγεται ἐπὶ τῶν ἐκ Δελφῶν χρησμῶν , οἱονεὶ ἀνελκύσαι , ἀναπέμψαι : κοῖλον γὰρ ἦν τι ἐπὶ πολὺ
ἔν τινι ποταμῷ δέρματα βοῶν ἑωρακότες καὶ ταῦτα σπουδάζοντες ἐκεῖθεν ἀνελκύσαι τῆς τοῦ ποταμοῦ πλημμύρας βαθείας οὔσης κατατολμῆσαι οὐκ ἠδύναντο
5739251 πηδησασα
τ ' ἐμὴν παῖδ ' , ἣ δόμων ἐξώπιος βέβηκε πηδήσασα Καπανέως δάμαρ , θανεῖν ἐρῶσα σὺν πόσει . χρόνον
: πήδημ ' ἐς Ἅιδου : ἀντὶ τοῦ : ταχέως πηδήσασα ἐν τῷ Ἅιδῃ : τὴν πόρρωθέν μου καὶ ἀπροσδόκητον
5720567 ΛΖΚ
δὲ ὡς τὴν ΝΘΜ . Ἐπεὶ οὖν ἀσύμπτωτόν ἐστιν τὸ ΛΖΚ ἡμικύκλιον τῷ ΝΘΜ ἡμικυκλίῳ , ὁμοία ἐστὶν ἡ ΝΛ
ᾧ δὲ χρόνῳ τὸ Ν ἀρξάμενον ἀπὸ τοῦ Λ τὴν ΛΖΚ διαπορεύεται , ἐν τούτῳ τὸ κατὰ διάμετρον αὐτῷ τὸ
5708257 ἐκειμην
' ἐκείνης ἐν τῇ κλίνῃ , ἐπὶ τῆς αὐτῆς κλίνης ἐκείμην . ὄζων ] πνέων , μυρίζων . , ὀσμὴν
δέους καταβαλὼν ἐμαυτὸν ὑπὸ τοὺς θαλάμους ὡς ἔνι μάλιστα κατωτάτω ἐκείμην . συγγνόντες οὖν τῇ αὐτῶν ἐκστάσει ἐπιτιμήσαντες μὴ πλείονος
5704031 ἐξῃειν
δράσας ἀπεῖπον , ἐβιασάμην τὸ φρόνημα καὶ διπλῆν ἔχων ἀγωνίαν ἐξῄειν , τὴν μέν , ἵνα μὴ διαμάρτω τῆς νίκης
ἐγενόμην δὲ ὧδε . ἄρτι μὲν ἐκ παίδων εἰς ἐφήβους ἐξῄειν , ἐδόκουν δέ μοι δύο τοιαύτας ὁδοὺς βίου προκεῖσθαι
5703923 Τοσαυτ
, αὐτὸς σὺ ἕξεις καὶ ἄλλῳ δεικνύναι αὐτῶν ἕκαστον . Τοσαῦτ ' εἰπὼν δεξιάν τε λαβὼν τοῦ Γωβρύα καὶ ἀναστὰς
σιγῇ παρελθεῖν ὥστε μηδ ' ἐν κεφαλαίῳ μνησθῆναί τινων . Τοσαῦτ ' οὖν ἀπόχρη προσθεῖσιν ὅτι φησὶ Φιλόχορος πορθουμένης τῆς
5703539 δυστηνε
θρηνοῦσαν εἰσαγαγὼν τὸν Ἀστυάνακτα ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ῥιφέντα φησί : δύστηνε , κρατὸς ὥς ς ' ἔκειρεν ἀθλίως τείχη πατρῷα
δ ' ἐᾶτε πλουσίῳ χαίρειν γένει . Ἰοὺ ἰού , δύστηνε : τοῦτο γάρ ς ' ἔχω μόνον προσειπεῖν ,
5703059 πορευσομαι
δυσανασχετοῦσα λατρείαν φύγω . δός μοι τὴν προῖκά μου καὶ πορεύσομαι „ . πρὸς ταῦτα τοῦ Ξάνθου μεμψαμένου τὸν Αἴσωπον
] δόξης . πρότερον . δόμων ] τῶν . ἤγουν πορεύσομαι . ἤγουν τοῦ Ξέρξου . τῷ Δαρείῳ . καὶ
5691916 στειχ
: βαῖν ' ἐκ θαλάμων κυπαρισσοτρόφων ἔξω , Μανῆ : στεῖχ ' εἰς ἀγορὰν τούς τε μαθητὰς τοὺς ὡραίους ,
' ] † ἀπὸ τοῦ Καυκάσου ἀντολὰς ] † ἀνατολάς στεῖχ ' ] πορεύου ἀνηρότους γυίας ] ἤγουν τὰ ὄρη
5681966 βαθρων
καὶ Νηρίτου πρηῶνας . ὄψεται δὲ πᾶν μέλαθρον ἄρδην ἐκ βάθρων ἀνάστατον μύκλοις γυναικόκλωψιν . ἡ δὲ βασσάρα σεμνῶς κασωρεύουσα
† συγκεχυμένως . ἐξανέστραπται ] † καταβέβληται , ἀνατέτραπται . βάθρων ] † τῶν στηριγμάτων . τοιγὰρ ] διὰ τοῦτο
5681221 ἠνεγκα
φανῶ ἔφηνα , χωρὶς τοῦ εἶπα ἀπὸ τοῦ ἕπω , ἤνεγκα ἀπὸ τοῦ ἐνέγκω , ἔθηκα ἀπὸ τοῦ τίθημι ,
, συνηυδόκησαν τῇ ἐπιστολῇ : εἰδότες ὅτι εἰκῆ πολιὰς οὐκ ἤνεγκα , ἀλλὰ ἐν Κυρίῳ Ἰησοῦ πάντοτε πεπολίτευμαι . .
5675833 χωρουσαν
χωροῦντα : κολυμβήθραν δὲ παρ ' αὐτοῖς ὑπάρχειν κεκονιαμένην , χωροῦσαν ἀμφορεῖς χιλίους , ἐξ ἧς τὴν ῥύσιν εἰς τοὺς
: καὶ χαίρετε . ἀπέρχομαι γὰρ ἤδη καταλιπὼν τὴν οὐκέτι χωροῦσαν ἄνδρας ἀγαθοὺς πόλιν . καὶ ὑμεῖς , ὦ θεοὶ
5672609 λακκου
δὲ ἀθροίσωσι συχνήν , οὕτω ἐς τοὺς ἀμφορέας ἐκ τοῦ λάκκου καταχέουσι . Ὅ τι δ ' ἂν ἐσπέσῃ ἐς
μηδ ' ἂν ἀξιῶσαι προσιδεῖν ; οὐκ ἂν οὖν ἐκ λάκκου πίοι , ᾧ δίδωσιν ὁ θεὸς τὰς ἀκράτους μεθύσματος
5672460 ἀπειποι
χρὴ φυλάττειν καὶ ἐπανορθοῦν νόμους , οὐκ ἄν ποτε λέγων ἀπείποι τὸ τοιοῦτον πρὶν ἐπὶ τέλος ἐλθεῖν ; Πῶς γὰρ
δραμάτων , νικᾷ δὲ τὰς σκηνὰς τὰ νεώτερα ; καὶ ἀπείποι ἄν τις ἄνωθεν ἐπιὼν τὰ μειράκια τὰ Θήβησι ,
5671163 καθιεντες
πρηστῆρας ? ? , οἱ ? δ ? ' ὄμβρους καθιέντες . ἅπας δὲ [ κόσμος ] ἐν κύκλῳ περιεβροντᾶτο
διέφθειρον , οἰστούς τε οὓς ἀφίεσαν ἐκεῖνοι ἐς τὰς σφαγὰς καθιέντες καὶ ἐκ κλινῶν τινῶν αἳ ἔτυχον αὐτοῖς ἐνοῦσαι τοῖς
5671090 ὀϊστου
βέλη , ἀπὸ μέρους : ἄτρακτον γὰρ τὸ ξύλον τοῦ ὀϊστοῦ . τι : πρᾶγμα . Λίπηται : καταλειφθῇ .
τῶν περὶ τὴν πρύμνην ἀφλάστων , ἢ διὰ τὴν κεραίαν ὀϊστοῦ . Ῥιπῇ : ὁρμῇ , τοῦ κυνάστρου , ἤως
5669370 Γαληψου
Γαληψὸς οὐ πολλῶι ὕστερον καὶ Οἰσύμη . ὠνόμασται δὲ ἀπὸ Γαληψοῦ τοῦ ἐκ Θάσου καὶ Τηλέφης . . . .
ὡς οἱ τὰς περιόδους γεγραφότες φασίν . ὠνομάσθη δὲ ἀπὸ Γαληψοῦ τοῦ ἐκ Θάσου καὶ Τηλέφης , ὡς Μαρσύας ὁ
5668626 Κεγχρεων
δὲ Κυμαῖον , οἱ δ ' ἐκ Τροίας ἀπὸ χωρίου Κεγχρεῶν , οἱ δὲ Λυδόν , οἱ δ ' Ἀθηναῖον
τὸ ἕτερον πέρας τοῦ λιμένος Ἀσκληπιοῦ καὶ Ἴσιδος ἱερά . Κεγχρεῶν δὲ ἀπαντικρὺ τὸ Ἑλένης ἐστὶ λουτρόν : ὕδωρ ἐς
5666223 κατιουσιν
μὲν τοῖς ἀνιοῦσι δι ' αὐτῆς , κατάντης δὲ τοῖς κατιοῦσιν , οὕτως ἡ αὐτὴ δύναμις κατ ' ἄλλο μέν
τὴν ἀρχαίαν ἀξίωσιν ἀναληψομένης , ἐπετίθεντο τοῖς εἰς τὴν χώραν κατιοῦσιν ἐκ τῶν ἐρυμάτων λῃστήρια καταστησάμενοι , καὶ πολλὰ τοὺς
5659380 ποιησα
# ? . οϹ ζετ ? [ ἐ ] - ποίησα ? [ δὲ τοῦτο μάλιστα ] ἐπιθυμῶν [ βοηθεῖν
τὰ δʹ δίμετρα ἀκατάληκτα , τὸ δὲ εʹ “ αὐτοῦ ποίησα κακκᾶν ” ἑφθημιμερές , ὃ καλεῖται , ὡς εἴρηται
5658803 λεγεσθε
τῆς ὁριστικῆς ἐγκλίσεως αἱ φωναί , ὡς τὸ λέγετε καὶ λέγεσθε καὶ ἔτι διανοεῖσθε καὶ ἅπαντα τὰ τοιαῦτα . καὶ
τὸ τ , καὶ ς προσλαμβάνει τὸ πληθυντικόν , λέγεται λέγεσθε , ἐλέγετο ἐλέγεσθε , εἰ δὲ συμφώνῳ παραλήγοιτο ,
5650517 κινδυνευομεν
οὕτω μὲν χαρακώσαντες τὸν πλοῦτον , οὕτω δὲ ἀσφαλῶς τειχισάμενοι κινδυνεύομεν περὶ αὐτῷ νῦν , καὶ οὔπω δῆλον οὐδ '
θεόν τινα εἰς ἀρχήν τε καὶ τύπον τινὰ τῆς δικαιοσύνης κινδυνεύομεν ἐμβεβηκέναι . Παντάπασιν μὲν οὖν . Τὸ δέ γε
5644706 σπιλον
πράξεων , ἵν ' οὕτως ἀκολουθήσωσι τῷ βελτίονι καὶ μὴ σπῖλον αὐτῷ τινα καὶ μῶμον προσάψωσι , τὴν αὐτοῦ εὐγένειαν
μόνην , καὶ ὡς τὸ τεχθησόμενον καθαρὸν τεχθείη , μηδένα σπῖλον προσειληφὸς ἀπὸ τῆς ἐξ ὑστέρου δι ' αἰσχρότητα συνουσίας
5643729 ἐγελασσεν
ἐόντες . ” Ὧς ἔφατ ' : ἐκ δ ' ἐγέλασσεν ἄδην Ἀφαρήιος Ἴδας , καί μιν ἐπιλλίζων ἠμείβετο κερτομίοισιν
ἐπὶ δὲ τῆς Πηνελόπης , οἷον „ ἀχρεῖον δ ' ἐγέλασσεν „ , ἐπίπλαστον καὶ ἐπιπόλαιον μέχρι τοῦ τὰ χείλη
5641888 Ἑρμαιας
. Ἀπὸ Ἑρμαίας ἄκρας πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα 〚 μικρὸν ἀπὸ Ἑρμαίας 〛 εἰσὶ νῆσοι τρεῖς μικραὶ κατὰ τοῦτο , ὑπὸ
καὶ Ἑρμαίας ἄκρας ἐν τῷ μεταξύ . Ἀπὸ δὲ τῆς Ἑρμαίας ἄκρας ἕρματα τέταται μεγάλα , ἀπὸ δὴ τῆς Λιβύης
5637403 Ἀντανδρου
, Νεάνδρεια , Πιτύεια . Παράπλους Φρυγίας ἀπὸ Μυσίας μέχρι Ἀντάνδρου * * . ΛΕΣΒΟΣ . Κατὰ ταῦτά ἐστι νῆσος
: πόλις ὑπὸ τὴν Ἴδην πρὸς τῇ Μυσίᾳ , ἀπὸ Ἀντάνδρου στρατηγοῦ Αἰολέων . Ἀντάνδριος . . . Ἄντεια :
5633449 ἀναζευξαντος
ἐπὶ τοῦ Ἀρχιδάμου τοῦ διὰ τὸν χειμῶνα καὶ τοὺς σκηπτοὺς ἀναζεύξαντος ἐκ Πλαταιῶν : φέρει γὰρ συγγνώμη ἐπὶ πρόσωπον ,
μεταστάσει εὑρίσκομεν εὐεργέτημα ἐξ αὐτοῦ τοῦ ἀδικήματος ὡς ἐπὶ τοῦ ἀναζεύξαντος Ἀρχιδάμου ἐν τῇ νόσῳ , ἀπὸ γὰρ τῆς ἀναχωρήσεως
5633162 ἀπολιθουσθαι
ὕδατα γένηται , μύκητες φύονται πρὸς τῇ θαλάσσῃ οὓς καὶ ἀπολιθοῦσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου φησί . Φυτοῦ ἑτέρου κλάδος ἐπιφύεται
πηγὴν εἶναι , ἀφ ' ἧς τοὺς πίνοντας τὰς κοιλίας ἀπολιθοῦσθαι . . . . . , . : ἀθάρη
5632530 εἰσαμειψαι
' ] ἐάσει . οὐδ ' ] ἐάσει εἰσελθεῖν . εἰσαμεῖψαι ] εἰσελθεῖν . θΞ εἰσαμεῖψαι ] εἰσελθεῖν ἔσω :
' ] ἐάσει εἰσελθεῖν . εἰσαμεῖψαι ] εἰσελθεῖν . θΞ εἰσαμεῖψαι ] εἰσελθεῖν ἔσω : ἐνταῦθα γὰρ τοῦτο σύναπτε .
5632415 κινδυνευσω
' οὐδέ , τὸ κοινότατον , ὡς πολίτης ἀσπάσασθαι . κινδυνεύσω τάχα καὶ ὡς μοιχὸς τῆς ἐμῆς γυναικὸς ἀπολέσθαι .
τινα ἢ εὔκλειαν ἄγει τὴν δόξαν . πάλιν οὖν ἐνθάδε κινδυνεύσω τὸ δεύτερον εἰς τὸν αὐτὸν πεσεῖν μῦθον τὸν Ἰξίονος
5630845 κεντων
αὐτόν , ὦ σαπφόρα , ] ἐπεὶ κρατήσω σε ⌈ κεντῶν τὸν ἵππον τὸν ⌈ ἐμὸν σειραφόρον ⌈ κεντῶν ὑπὸ
, ἀλλὰ καὶ τοῦτο τὸ κακὸν ἐκεῖνος ὁ κηφὴν ἐντίκτει κεντῶν αὐτούς . Κομιδῇ μὲν οὖν . Εἰσαγγελίαι δὴ καὶ
5630744 ἀναστα
φωνῇ μεγάλῃ λέγουσα : Ἀδὰμ Ἀδάμ , ποῦ εἶ ; ἀνάστα ἐλθὲ πρός με , καὶ δείξω σοι μέγα μυστήριον
ἐκοιμᾶτο . ἐπιστᾶσα δὲ αὐτῷ ἡ Τύχη ἐβόα : ” ἀνάστα καὶ ἄπελθε ἐντεῦθεν , μήπως κάτωθεν τοῦ φρέατος πεσὼν
5621954 πορευθηναι
μυθικῶς κολοιὸν μέγαν νομίσαντα τοῖς κόραξιν ἴσον εἶναι πρὸς αὐτοὺς πορευθῆναι : ἡττηθέντα δὲ πάλιν εἰς τοὺς κολοιοὺς ὑποστρέψαι :
δὴ ζητητέον , πότερα τῷ διάστημά τι εἶναι ἐκεῖ δεῖ πορευθῆναι τὴν ὄψιν ἢ τῷ σῶμά τι εἶναι ἐν τῷ
5606571 ὠλλυσαν
: ἀπὸ τῆς τοξικῆς τε θώμιγγος ἰοὶ καὶ βέλη προσπίπτοντες ὤλλυσαν καὶ ἔφθειραν τοὺς Πέρσας . θῶμιγξ δέ ἐστιν ὁ
, ἀπὸ τῆς τοξικῆς τε θώμιγγος ἰοὶ καὶ βέλη προσπίπτοντες ὤλλυσαν καὶ ἔφθειραν τοὺς Πέρσας . θῶμιγξ δέ ἐστιν ὁ
5604641 δοκιδα
διεκβαλόντες προσάπτουσι τοῖς νεανίσκοις , καὶ ὁ προσαγαγὼν πρὸς τὴν δοκίδα τὸν ἕτερον νικᾷ . σκάφας ἔφερον οἱ μέτοικοι ἐν
τις οὐριοδρομούσης νηὸς ὑποκέοιτο ἐκ τῆς πρώρας εἰς πρύμναν ὄρθιον δοκίδα μεταφέρων καὶ ἰσοταχῶς κινούμενος τῇ νηί , ὥστε καθ
5594789 ἐλευθερωσον
δῆμος ἀπὸ μιᾶς γλώττης πρὸς τὸν Ξάνθον ἐβόων : „ ἐλευθέρωσον Αἴσωπον , ὑπάκουσον Σαμίοις . χάρισαι τὴν ἐλευ -
ἐλευθέρου . ἐπιρρύου ] φύλαττε . Ξ ἐπιρρύου ] + ἐλευθέρωσον τοῦ κινδύνου . στροφὴ ἑτέρα κώλων ηʹ . ἡμέτερον
5594350 οἰκιστου
ἐπίκλημα , ὡς δὴ Θευδερίχου πάλαι τοῦ ἡμετέρου ἡγεμόνος καὶ οἰκιστοῦ οὐ προσηκόντως τῆς Ἰταλίας ἐπιλαβομένου , ἀφῄρηνται μὲν ἡμᾶς
οὗ καὶ Καλλίμαχος μέμνηται . Δυρράχιον ] οὐκ ἀπὸ τοῦ οἰκιστοῦ , ἀλλ ' ἀπὸ τῆς θέσεως τοῦ τόπου .
5589854 Ναυπλιας
ἔπλησεν ἐμέ τε καὶ ναύτας ἐμοὺς πολλῶν . ἐπεὶ δὲ Ναυπλίας ψαύω χθονός [ ἤδη δάμαρτος ἐνθάδ ' ἐξορμωμένης ]
τῶν φυγόντων ἐπ ' αὐτούς : καὶ οἱ ἐκ τῆς Ναυπλίας ἐκεῖσε ἀνεχώρησαν . , : μεταξὺ δὲ Τροιζῆνος καὶ
5587706 ἐρεττειν
δὲ ἦν τι τοιοῦτον , οἴει ἡμᾶς δυοῖν ὀβολοῖν ἕνεκα ἐρέττειν ἂν ἢ ἕλκειν τὰ πλοῖα πρὸς ἐναντίον τὸ ὕδωρ
. Ἄνεμος μὲν οὐκ ἦν , γαλήνη δὲ ἦν καὶ ἐρέττειν ἐδόκει . Καὶ ἤρεττον ἐρρωμένως : ἠπείγοντο γὰρ νεαλεῖς
5580506 βαλβιδων
. Γ βασάνιζε ] κίνει , δοκίμαζε . Γ ἀπὸ βαλβίδων : ἀπ ' ἀρχῆς , εὐθέως . Γ ἀπὸ
. Γ δρᾶσον ] Ἀττικῶς ἀντὶ τοῦ δράσεις . ἀπὸ βαλβίδων : βαλβὶς ἡ ἄφεσις τῶν δρομέων . μετήνεγκεν οὖν
5577088 συμμειξαι
, ἐπεὶ ἠρίστησαν , συσκευασάμενοι ἐπορεύοντο , βουλόμενοι ὡς τάχιστα συμμεῖξαι τοῖς ἄλλοις εἰς Κάλπης λιμένα . καὶ πορευόμενοι ἑώρων
ἔφασαν καὶ σφόδρ ' ἄν , εἴ πῄ γε δύναιντο συμμεῖξαι . Τί δ ' , ἔφη , ἐν μέσῳ
5576250 πορευσαι
ἡδύθροον πνέοντ ' , ἀγρῶν ταμίαν , χρυσέαν ἄρνα καλλίποκον πορεῦσαι . πετρίνοις δ ' ἐπιστὰς κᾶρυξ ἰαχεῖ βάθροις :
πορεύεσθαι μετὰ ἡγεμόνος ἐκείνου ᾧ δὴ προστέτακται τοὺς ἐνθένδε ἐκεῖσε πορεῦσαι : τυχόντας δὲ ἐκεῖ ὧν δὴ τυχεῖν καὶ μείναντας
5575780 ἐξαναδυσα
μογεροὺς ἁλιῆας πολλάκις ἐμπρήσασα κατεπρήνιξεν ἐπάκτρου εἰς ἅλα φυζηθέντας ἐχετλίου ἐξαναδῦσα . . . . . . . . .
ἄλλως : ἐξαναδῦσα ἐχετλίου : πολλάκις γὰρ ἐκ τοῦ ἐχετλίου ἐξαναδῦσα καὶ ἐμβρύξασα κατεπρήνιξε τοὺς ἁλιεῖς εἰς ἅλα , τουτέστιν
5571774 διακεισαι
, . . Γενναιότατος “ ὤμοι τάλαινα , ὡς κακῶς διάκεισαι , γενναιότατος περὶ ἐμὲ γενόμενος καὶ θανάτου με ῥυσάμενος
πρᾶξιν ἡντινοῦν , τὸ καλὸν ἀγνοῶν ; καὶ ὁπότε οὕτω διάκεισαι , οἴει σοι κρεῖττον εἶναι ζῆν μᾶλλον ἢ τεθνάναι
5570525 ἐξελθε
ἡ τύχη λέγεται δαιμόνων κατάστασις . ὁ δὲ νοῦς : ἔξελθε τῶν οἴκων : οὐ γὰρ ἐν χορείαις καὶ παρθενῶσιν
ὁμοίως : ἴθ ' ὦ ἄνα , πρὸς γονάτων , ἔξελθε καὶ σύγγνωθι τῇ τραπέζῃ . Φασὶν ἀλλήλαις ξυνελθεῖν τὰς
5570152 σταζων
ἀκήκοεν , ἄλλοτε ἄλλην ἤλλαττε χρόαν κύπτων εἰς γῆν καὶ στάζων ἱδρῶτα καὶ δεινῇ κρατούμενος ἀφωνίᾳ . ἐνταῦθα μόνον ἄπορος
οὐ πόρρω τῆς κόρης ἐν ἡδείᾳ καὶ λιβανώδει πόᾳ κεῖται στάζων ἐς τὴν γῆν ἱδρῶτα καὶ τὸ δεῖγμα τῆς Γοργοῦς
5566432 παραινετικη
δικαστηρίου εἰς ἕτερον δικαστήριον μετάβασις . Ἔξω βελῶν καθῆσθαι : παραινετικὴ ἡ παροιμία . Εὐμεταβολώτερος κοθόρνου : ἐπὶ τῶν πᾶσιν
βάλῃ ψῆφον ἀντὶ τῆς λευκῆς . Ἔξω βελῶν καθῆσθαι : παραινετικὴ ἡ παροιμία . Ἐξηκεστίδης ἐγένου : ἐπὶ τῶν ὁδοῦ
5564893 πελλιδος
κατὰ πέλλας . παρ ' Ἱππώνακτι δὲ πελλίς : ἐκ πελλίδος πίνοντες . οὐ γὰρ ἦν αὐτοῖς κύλιξ , ὁ
κατὰ πέλλας . τοῦτο δὲ Ἱππῶναξ λέγει πελλίδα : ἐκ πελλίδος πίνοντες : οὐ γὰρ ἦν αὐτῇ κύλιξ , ὁ
5562772 βουνου
πόλις ἐν Συρίᾳ ἐπὶ βουνῷ κειμένη : ἐπὶ δὲ τοῦ βουνοῦ πηγὰς ἐξερεύγεσθαι πλείονας καὶ ποταμοὺς γίνεσθαι μεγάλους , ἀφ
καὶ ἡ ἐπιφάνεια καθεωρᾶτο τοῦ πεδίου , ὑπὲρ δὲ τοῦ βουνοῦ νέφος ὄρθιον διανεστηκὸς εἰς ὕψος ὅσον διακοσίων ποδῶν ἠρεμοῦν
5560837 ἐπεραστου
. ” ἔραζε χαμαί , εἰς τὴν γῆν . ἐραννῆς ἐπεράστου , καλῆς . ἐρατίζων ἐπιθυμῶν . ἔργον . ὅταν
. ἦλθε δὲ ὁ Ἴαμος εἰς φῶς αὐτίκα ἐκ τῆς ἐπεράστου ἐντὸς τῶν σπλάγχνων ἐγκυμονήσεως . τὸν μὲν κνιζομένη ,
5559006 Ταιναρου
] πέλαγος . Ἑξῆς δὲ μετὰ Μαλέαν Λακωνικὸς κόλπος ἕως Ταινάρου ἐκ δεξιῶν , ὅπερ ὁρίζει ἐξ εὐωνύμων τὸν Μεσσηνιακὸν
Ἔγημε θαυμαστὴν γυναῖχ ' ὡς σώφρονα . Πύλη τίς ἐστι Ταινάρου πρὸς ἐσχάτοις . Οἱ τηλικοῦτοι καὶ τοιοῦτοι τῷ γένει
5557405 ἀνεσχον
ἀνέξω , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἀνέχον , πλεονασμῷ τοῦ σ ἀνέσχον : ὁ μέσος δεύτερος ἀόριστος ἀνεσχόμην ἀνέσχου ἀνέσχετο ἀνασχέσθαι
ἔπειτα τὸ σημεῖόν τε τοῦ πυρός , ὡς εἴρητο , ἀνέσχον , καὶ διὰ τῶν κατὰ τὴν ἀγορὰν πυλῶν τοὺς
5554626 αἰτησομαι
ἐγὼ γὰρ ἔρχομαι κατὰ χθονός , πανύστατόν σε προσπίτνους ' αἰτήσομαι τέκν ' ὀρφανεῦσαι τἀμά : καὶ τῶι μὲν φίλην
γαίας ἐς μελάγχιμον πέδον : τοσόνδε νύμφην τὴν ἔνερθ ' αἰτήσομαι , τῆς καρποποιοῦ παῖδα Δήμητρος θεᾶς , ψυχὴν ἀνεῖναι
5550502 βαλαντιου
γὰρ πᾶν φυτὸν γενικῷ ὀνόματι καλεῖται . Γενναῖος εἶ ἐκ βαλαντίου : ἐπὶ τῶν διὰ πλοῦτον εὐγενῶν εἶναι δοκούντων .
τῶν κινδυνευόντων . ὅμοιον τῷ Ἐπὶ ξυροῦ . Εὐγενὴς ἐκ βαλαντίου : ἐπὶ τῶν διὰ πλούτου τιμωμένων . Ἔγχος ἐπὶ
5550079 Καλλιππιδης
δίχα καὶ κρῖνον αὐτὴ μὴ μετ ' ὀξυρεγχίας . ὡσπερεὶ Καλλιππίδης ἐπὶ τοῦ κορήματος καθέζομαι χαμαί . ἀλλ ' ἔχουσα
Χρυσόγονος μὲν ηὔλει τὸ τριηρικὸν ἐνδεδυκὼς τὴν Πυθικὴν στολήν , Καλλιππίδης δ ' ὁ τραγῳδὸς ἐκέλευε τὴν ἀπὸ τῆς σκηνῆς
5547745 ἠγομην
νέοις τε καὶ λόγοις ψηφίσμασιν ἑτέροις ἐπὶ τὴν τῆς Δήμητρος ἠγόμην τοῦ τῶν Βιθυνῶν ἄρχοντος δεηθεῖσι χαριζομένου . ἐδέοντο δὲ
νομίζω τῶν λόγων ἀεί ποτε . κύουσα τίκτω ἡνίκ ' ἠγόμην πάλιν εἰ δ ' ἠμελήθην ἐκ θεῶν καὶ παῖδ
5537787 Καριδας
κατακλυσμοῦ μετὰ Μάκαρος , καὶ μέχρι νῦν τὸν τόπον καλεῖσθαι Καρίδας . ὁ δὲ ὀψοδαίδαλος Ἀρχέστρατος παραινεῖ τάδε : ἢν
, καρῖδας ἐκδύεσθαί φησι τὸ γῆρας . Ἔφορος δὲ ἱστορεῖ Καρίδας πόλιν εἶναι περὶ Χῖον τὴν νῆσον , κτίσαι φάσκων
5537029 Καρδιης
. Καρδιαλγικὰ καὶ μετὰ στρόφου , κοιλίης θηρία καταῤῥήγνυται . Καρδίης ἄλγημα , πρεσβυτέρῳ πυκνὰ ἐπιφοιτέον , θάνατον ἐξαπίναιον σημαίνει
. ταῦτ ' οὖν ἐπιστάμενος ὁ Νάρις ἐκτήσατο ἐκ τῆς Καρδίης αὐλητρίδα , καὶ ἀφικομένη ἡ αὐλητρὶς εἰς τοὺς Βισάλτας
5536012 σωσαιμι
Πρωτέως ἱδρύσατο , πάντων προκρίνας σωφρονέστατον βροτῶν , ἀκέραιον ὡς σώσαιμι Μενέλεωι λέχος . κἀγὼ μὲν ἐνθάδ ' εἴμ '
τοῖς θεοῖς , ἐμέ τε ὑμνῶν καὶ περιέπων , ὅτι σώσαιμι αὐτῷ τοὺς υἱέας , καὶ τὴν πόλιν τῶν Ἀθηναίων
5535939 ἀναζευξαντες
τοὺς πολιορκουμένους οἱ περὶ Λυσίμαχον , τηρήσαντες νύκτα χειμέριον , ἀναζεύξαντες ἐκ τῆς παρεμβολῆς διὰ τῶν ὑπερδεξίων τόπων ἀπεχώρησαν εἰς
Ἀλεξάνδρου δὲ τὴν Ἀλεύου καὶ Θετταλῶν προδοσίαν τοῖς Ἕλλησι μηνύσαντος ἀναζεύξαντες οἱ Ἕλληνες δι ' Ἀλέξανδρον ἐσώθησαν . καίτοι τούτων
5533253 δεσμωτηριου
' αὐτόν , ἀνήσει δέ σε ἀπολυόμενον οὐ μόνον τοῦ δεσμωτηρίου τοῦδε , ἀλλὰ καὶ τοῦ θεραπεύειν τοὺς συκοφάντας τε
εἴποι τοῖς βιαζομένοις ἐξεῖναι λέγειν , ἢ τοῖς ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου , ἢ τοῖς ὧν ἀπέκτεινεν ὁ δῆμος τοὺς πατέρας
5531467 κατοικισθεντες
Αἴτνῃ Ἱέρων ἐθέσπισεν , ἢ ὅτι οἱ ἐν τῇ πόλει κατοικισθέντες Γελῷοι καὶ Συρακούσιοι ἄποικοι Δωριέων εἰσίν . ἐστὶ δὲ
, ἀφ ' οὗ ταύτης ἔτυχε τῆς προσηγορίας , οἱ κατοικισθέντες νεμόμενοι πολλὴν καὶ καρποφόρον χώραν μεγάλους ἐκτήσαντο πλούτους .
5528088 ἐξιοντος
. . Ἐ . δ ' ἔοικε νομίζοντι ὁτὲ μὲν ἐξιόντος τοῦ φωτός , ὥσπερ εἴρηται πρότερον , βλέπειν .
γὰρ ὁμοιωθεὶς Ἄρης αὐτὸν ἀπέκτεινεν . Ἢ ὅτι τοῦ Μόψου ἐξιόντος ἐπὶ θήραν ηὔξατο τὸ πρωτάγριον αὐτῇ θῦσαι , χοῖρον
5526729 πωλησον
Ζηνᾷ ” ἰδού , ἀπὸ τοῦ νῦν κεχάρισταί σοι : πώλησον , χάρισον , ἀπόλυσον , ὃ βούλει εἰς αὐτὸν
πρὸς ἑαυτὸν εἵλκυσε καί φησι : ” τὴν ταχίστην με πώλησον , ἐπεὶ δραπετεύσω ” . καὶ ὁ Ξάνθος :
5524644 ἀνηχθημεν
πλοῦς προφαινόμενος ἀπιστότερά μου ἐποίει τὰ προαγορεύματα . ὡς δὲ ἀνήχθημεν , ἕως μὲν Σηλυμβρίαν παραλλάξαι , κατεγελώμην ἐφ '
ποταμοῦ οἰνισάμενοι καὶ αὐτοῦ πλησίον ἐπὶ τῆς ᾐόνος αὐλισάμενοι ἕωθεν ἀνήχθημεν οὐ σφόδρα βιαίῳ πνεύματι . Περὶ μεσημβρίαν δὲ οὐκέτι
5521638 Βαρουχ
θανάτῳ , ἀλλὰ λίθοις λιθοβολήσωμεν αὐτόν . Ἐλυπήθησαν οὖν σφόδρα Βαροὺχ καὶ Ἀβιμέλεχ ὅτι ἤθελον ἀκοῦσαι πλήρης τὰ μυστήρια ἃ
ἀπὸ τοῦ Ἱερεμίου . Δράμων δὲ Ἱερεμίας ἀνήγγειλε ταῦτα τῷ Βαροὺχ , καὶ ἔλθοντες εἰς τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ διέρρηξεν
5520843 ὑπανταξ
Τὸ πρᾶγμα τοῦτο συλλαβεῖν ὑπίσχομαι . Ἔφευγε , κἀγὼ τῆς ὑπαντὰξ εἰχόμην . Οὔκουν μ ' ἐάσεις ἀναμετρήσασθαι τάδε ;
τὸ πρᾶγμα τοῦτο συλλαβεῖν ὑπίσχομαι . ἔφευγε , κἀγὼ τῆς ὑπαντὰξ εἰχόμην . οὔκουν μ ' ἐάσεις ἀναμετρήσασθαι τάδε :
5511895 Ἐκληθη
τριῶν δικαστηρίων , οἱ δὲ χίλιοι ἀπὸ δύο δικαστηρίων . Ἐκλήθη δὲ οὕτως ἀπὸ τοῦ ἁλίζεσθαι . Θεσμός . Τὸ
. : Βραχία . Οὕτως ἡ Ἀραβικὴ θάλασσα καλεῖται . Ἐκλήθη δὲ διὰ τὸ ἐν αὐτῇ βράχη εἶναι πλεῖστα .
5511110 προεθυμειτο
μενέ - αινεν ἐνθάδε μὲν ἐλιποθύμει , ἐν ἄλλοις δὲ προεθυμεῖτο , ὡς τὸ μενέαινε κῦδος ἀρέσθαι . ἢ ἐθυμοῦτο
οὖσιν ἐνεγράψαντο εἰς τὴν πολιτείαν ʃ ᾠκειώσαντο . ἐπενόει : προεθυμεῖτο , ἠξίου καὶ ὁ δῆμος τὴν γῆν ἐπενόει ἀναδάσασθαι

Back