| μὲν τοῖς ἀνιοῦσι δι ' αὐτῆς , κατάντης δὲ τοῖς κατιοῦσιν , οὕτως ἡ αὐτὴ δύναμις κατ ' ἄλλο μέν | ||
| τὴν ἀρχαίαν ἀξίωσιν ἀναληψομένης , ἐπετίθεντο τοῖς εἰς τὴν χώραν κατιοῦσιν ἐκ τῶν ἐρυμάτων λῃστήρια καταστησάμενοι , καὶ πολλὰ τοὺς |
| θέσιν . αἱ μὲν οὖν ἐκτὸς ἶνες ἐν τοῖς ἄνωθεν καταφερομένοις μέρεσι τῶν πλευρῶν διαστέλλουσι τὸν θώρακα , συστέλλουσι δ | ||
| ποταμοῖς κατάρρυτος ἡ χώρα , τοῖς μὲν ἐκ τῶν Ἄλπεων καταφερομένοις τοῖς δ ' ἐκ τοῦ Κεμμένου καὶ τῆς Πυρήνης |
| τούτῳ τῷ μηνὶ ὁ ἀὴρ ταράττεται καὶ μεταβολὴν ἴσχει . Μακροκέφαλοι : Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ ὁμονοίας . ἔθνος ἐστὶν | ||
| . ἐν τῶι Περὶ ὁμονοίας . ἔθνος ἐστὶ Λιβυκόν . Μακροκέφαλοι : Ἀ . ἐν τῶι Περὶ ὁμονοίας . ἔθνος |
| παρέδωκε τοῖς Θεσσαλοῖς , τουτέστιν ὑπήκοον . ἔστι δὲ ἡ Ἰωλκὸς τῆς Μαγνησίας , ἥτις πρὸς τοῖς τέρμασι τοῦ Πηλίου | ||
| , ὡς αὐτοὶ σοφοί : ἀνέτειλά σοι : Θεσσαλικήν . Ἰωλκὸς δὲ πατρὶς Ἰάσονος : Ἰωλκὸς ὄνομα χώρας . εἶπε |
| τῆς Σικελίας Κελτοὶ καὶ Ἴβηρες δισχίλιοι κατέπλευσαν εἰς Κόρινθον , ἐκπεμφθέντες ὑπὸ Διονυσίου τοῦ τυράννου συμμαχῆσαι Λακεδαιμονίοις , εἰς μῆνας | ||
| γενέσθαι ἐλθεῖν . ξυνέβαινον δὲ τούτοις καὶ οἱ παρὰ Ἀλεξάνδρου ἐκπεμφθέντες πρέσβεις πρὸς Ἀβισάρην . καὶ ταῦτα οὐ χαλεπῶς πιστεύσας |
| ὦνδρες , αὐτοὶ δὴ μόνοι λαβώμεθ ' οἱ γεωργοί . Χωρεῖ γέ τοι τὸ πρᾶγμα πολλῷ μᾶλλον , ὦνδρες , | ||
| λύραν , ἔργον Εὐδόξου , τιταίνει ψίθυρον εὐήθη νόμον . Χωρεῖ ' πὶ γραμμὴν λορδὸς ὡς εἰς ἐμβολήν . Ὃς |
| οὐ μόνον προεδρίας ἐξίστασθαι διείρηται νέους πρεσβύταις , ἀλλὰ καὶ παριοῦσιν ὑπανίστασθαι πολιὰν γήρως αἰδουμένους , εἰς ὅπερ ἐλπὶς ἀφικέσθαι | ||
| σφετέρῳ γρυσμῷ περιοιχνεῦσα τὸν κνυζηθμὸν τοῦ βρέφεος , ἀνεπάϊστον τοῖς παριοῦσιν ἐτίθει . Διὸ πάντες τὸ ζῷον τοῦτο περίσεπτον ἡγοῦνται |
| στυλίδος ἑκα - τὸν εἰς Ῥήγιον , ἤδη τοῦ πορθμοῦ πλατυνομένου , προϊοῦσι πρὸς τὴν ἔξω καὶ πρὸς ἕω θάλατταν | ||
| διήγησιν μὲν εὑρεῖν οὐ δύσκολον : φαίνεται γὰρ τοῦ πράγματος πλατυνομένου τοῖς τρόποις , οἷς ἐκθήσομαι : τὴν δὲ προκατάστασιν |
| ἄλλο ποιήσεις , ἢν τόν γε λίαν ὑπερέχοντα μιμήσῃ . Δεῖπνόν τις εἶχε λαμπρὸν ἐν πόλει θύσας . ὁ κύων | ||
| νεκρὸν ὄνον , ἔφη [ πρὸς Σκύθην παρόντα ] , Δεῖπνόν τοι , ὦ Σκύθα . Ὁ δὲ ἐβδελύξατο πρῶτον |
| . παρέπεται δὲ καὶ τοῖς τρυφῶσι καὶ πολλὰ ἐσθίουσι τὸ πέρδεσθαι . ἢ ὡς εὐρύπρωκτον αὐτὸν , ἢ ὡς τοῦτο | ||
| οὐρὰν ἐστραμμένον , καὶ τὸν ὄνον ἀλγεῖν ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ πέρδεσθαι . Δημόκριτος δέ φησι , τὸν πληγέντα ὑπὸ σκορπίου |
| . Τοῖσι δὲ Θεσσαλίης ἡγεομένοισι οὔτε τὰ πρὸ τοῦ πεπρηγμένα μετέμελε οὐδὲν πολλῷ τε μᾶλλον ἐπῆγον τὸν Πέρσην , καὶ | ||
| , σατράπαι , πένητες , πλούσιοι , πτωχοί , καὶ μετέμελε πᾶσι τῶν τετολμημένων . ἐνίους δὲ αὐτῶν καὶ ἐγνωρίσαμεν |
| στάδια ξʹ , μίλια ηʹ . Ἀπὸ δὲ Αἰγιαλοῦ εἰς Κλίμακα κώμην στάδια νʹ , μίλια Ϛʹ , Ϙʹ Ϛʹ | ||
| καὶ Μοκρῖται , εἶτα Σαβαῖοι , καὶ Ἀγχῖται ὑπὲρ τὴν Κλίμακα τὸ ὄρος , παρὰ δὲ τὰ Μάρειθα ὄρη Μελαγγῖται |
| λέγεσθαι . Μεγάλη δέ ἐστι διαφορὰ ἀνατολῆς καὶ ἐπιτολῆς . Ἀνατολὴ μὲν γάρ ἐστιν ἡ προειρημένη , ἐπιτολὴ δὲ ἡ | ||
| . . . , : Παράκειται δ ' αὐτῷ ὄρος Ἀνατολὴ καλούμενον δι ' αἰτίαν τοιαύτην . τῷ Ἀναξιβίαν νύμφην |
| ἣν οὕτως εὐήθη λέγουσιν ὡς ἀπὸ τοῦ ἱστοῦ θοἰμάτιον καθελομένην ἡμίεργον ἀμφιέσασθαι , εἴς τε τὸ κάτοπτρον βλέπουσαν πρὸς τὴν | ||
| θυμῷ δυνατωτέρῳ χρησάμενοι λογισμοῦ , δρᾶσαι τὸν φόνον , ὡς ἡμίεργον τὴν πρᾶξιν εἶναι , τῆς διανοίας μὴ προκατεσχημένης ἐκ |
| μ ' ἀφείλω τῶν ἐμῶν ” ἐκεκράγει . λέων δὲ τερφθεὶς εἶπε τὸν λύκον σκώπτων “ σοὶ γὰρ δικαίως ὑπὸ | ||
| ἀπὸ τῶν σῶν καρπῶν ὀπώραν πρώϊμον . “ ὁ δὲ τερφθεὶς ἔφη ” νὴ τὴν σωτηρίαν μου , καλὰ σῦκα |
| πάρος κοιμᾶθ ' ὅτε μιν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνοι : ἔνθα καθεῦδ ' ἀναβάς , παρὰ δὲ χρυσόθρονος Ἥρη . Ἄλλοι | ||
| καὶ οὐδετέρου . . . . . . . ἔνθα καθεῦδ ' ἀναβάς : ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἐνθ ' ἐκάθευδ |
| Διόνυσον . . . ἐπὶ τῆς καθιεμένης μολύβδου παρὰ τοῖς ἀρχιτέκτοσι τίθεται . σημεῖον καὶ τεκμήριον διαφέρει . . . | ||
| , φησίν , ὄνομα ἐπὶ τῆς καθιεμένης μολίβδου παρὰ τοῖς ἀρχιτέκτοσι τίθεται , τὸ δ ' ὀξυτονούμενον ἐπὶ τῆς ὀπώρας |
| τοῦ ἀγάλματος φεύγουσι . χειμασθέντες δὲ ἐξώκειλαν περὶ τὰ τῆς Σελευκείας νῦν λεγομένης μέρη καὶ περὶ Ἀντιόχειαν καὶ τὸ Μελάντιον | ||
| μερῶν ἥ τε Αἴγυπτός ἐστι καὶ ἡ ἐφεξῆς παραλία μέχρι Σελευκείας τε καὶ Ἰσσοῦ , πρὸς ἄρκτον δ ' ἥ |
| . . . Λοκροὶ οἱ Ἀμφισσεῖς ] πόλις τῆς Λοκρίδος Ἄμφισσα . . . μᾶλλον δὲ ] ἐπειδὴ δῆμον κατὰ | ||
| ληʹ δʹʹ Λίλαια νʹ ιβʹʹ ληʹ δʹʹ Λοκρῶν Ὀζολῶν μεσόγειος Ἄμφισσα μθʹ ∠ ʹʹ λζʹ ∠ ʹʹγʹʹ Λοκρῶν Ἐπικνημιδίων μεσόγειος |
| : τὴν δὲ παρὰ τὸν Καύκασον κειμένην , ὀνομαζομένην δὲ Παροπανισαδῶν προσώρισεν Ὀξυάρτῃ τῷ Βακτριανῷ [ βασιλεῖ ] , οὗ | ||
| Ἀλεξανδρείας πρὸς ἔω ὥραις γ καὶ γʹ . Τῶν δὲ Παροπανισαδῶν ἡ μὲν Ναυλιβὶς τὴν μεγίστην ἡμέραν ἔχει ὡρῶν ιδ |
| ἄμφω γενομένου τραπέντες οἱ τοῦ Σύφακος ἐς φυγὴν τὸν ποταμὸν ἐπέρων , ἔνθα τις αὐτοῦ τὸν Σύφακος ἵππον ἔβαλεν : | ||
| , τὸν δὲ στρατὸν ἀπὸ τῆς Μακεδονίας ἐς τὸ Βρεντέσιον ἐπέρων ὡς χρησόμενος δὴ ἐς τὰ ἐπείγοντα . καὶ σὺν |
| ὄντων : ἐν ἄλλοις δὲ τὰ ὑπὸ πόδα ἀγγεῖα . ἀνεπιρρέκτων : ἀφ ' ὧν οὐδὲν τοῖς θεοῖς ἂν ἀπάρξῃ | ||
| : μηδὲ μὴν λούσῃ ἐὰν μὴ εὔξῃ καὶ σπείσῃς . ἀνεπιρρέκτων : ἀντὶ τοῦ ἀθύτων λεβήτων . * μηδ ' |
| . Ὅτι Καμβύσης ὁ Πέρσης μετὰ τὴν ἅλωσιν Μέμ - φεως καὶ Πηλουσίου τὴν εὐτυχίαν οὐ φέρων ἀνθρωπίνως , τὸν | ||
| φιλτατ [ ] εωποντει [ ! ! ] [ ] φεως ελθειμ [ ] κρηωτ [ ] λλαι [ ] |
| . . . γίνονται δὲ καὶ τὰ ὕπερα καὶ τὰ πηνία ἔκ τινων τοιούτων ἄλλων , αἳ κυμαίνουσι τῆι πορείαι | ||
| . τὸ δ ' ἦν πλινθίον πηχυαῖον , ἔχον διειλκυσμένα πηνία , ἃ περιστρεφόμενα ἦχον ἐποίει κροτάλῳ παραπλήσιον . μαγάδιν |
| Μυριάνδρου ἐπὶ Γάδειρα σταδίων δισμυρίων ͵Ϛωκʹ , οὕτως : ἀπὸ Μυριάνδρου ἐπὶ Κλεῖδας Κύπρου στάδια ͵αυʹ : ἐπὶ Ἀκάμαντα τὸ | ||
| μυρίων νʹ : εἰς Μυρίανδρον σταδίων τοεʹ . Ἀπὸ δὲ Μυριάνδρου ἐπὶ Γάδειρα σταδίων δισμυρίων ͵Ϛωκʹ , οὕτως : ἀπὸ |
| ἀνὰ # δ , κηροῦ # β : ἕψε τὴν μολύβδαιναν ϲὺν τῷ ἐλαίῳ ἕωϲ ποϲῆϲ ϲυϲτάϲεωϲ , εἶτα ἐπίβαλλε | ||
| ⋖ δ : ϲὺν ἐλαίῳ παλαιῷ κατάχριε . Ἕλκυϲμα ἢ μολύβδαιναν λειώϲαϲ ἔμπλαϲϲε . Ἄλλο πρὸϲ ἀχῶραϲ καὶ τὰϲ διύγρουϲ |
| καὶ Μυσῶν ἦρχε Ἀρταφρένης ὁ Ἀρταφρένεος , ὃς ἐς Μαραθῶνα ἐσέβαλε ἅμα Δάτι . Θρήικες δὲ ἐπὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι | ||
| ἐνοχλοῦντα διαθέσθαι . ὧν καὶ ὁ Μιθριδάτης αἰσθανόμενος ἐς Καππαδοκίαν ἐσέβαλε καὶ τὴν ἰδίαν ἀρχὴν ὠχύρου . καὶ τάδε αὐτὸν |
| . . : θῶπτε ] Θώπευε . : τρόχιν ] Ἄγγελον , ἀπὸ τοῦ τρέχειν . * : τρόχιν ] | ||
| Ἄγγελον , ἀπὸ τοῦ τρέχειν . * : τρόχιν ] Ἄγγελον , ἀπὸ τοῦ τρέχειν . δηλοῖ δὲ τὸν σπουδαῖον |
| : ἀντιστραφὲν γὰρ τὸ ἔσχατον ὑποκείμενον πρῶτον κατηγορούμενον γίνεται . Ἀρκτέον τοίνυν ἀπὸ τοῦ τρίτου προβλήματος , καὶ δεικτέον ὅτι | ||
| χρόνους ἀλλ ' ἐν δυνάμει [ τῆς ποσότητος ] . Ἀρκτέον δὲ ἀπὸ βραχείας . οὕτω τοίνυν ὁ Ἡφαιστίων αὐτὴν |
| ἔγχεον . λαβὲ τῆς Ὑγιείας δὴ σύ . φέρε , τύχἀγαθῇ . τύχη τὰ θνητῶν πράγμαθ ' , ἡ πρόνοια | ||
| ἔγχεον . λαβὲ τῆς ὑγιείας δὴ σύ . φέρε , τύχἀγαθῇ . τύχη τὰ θνητῶν πράγμαθ ' , ἡ πρόνοια |
| καλῶν λόγων ἀείνων , ᾗ πάντα κινήϲειϲ λέγων . ἀκοῦϲαι ὀργῶ . ἄκοϲ περίαπτον . ἄμαχον πνῖγοϲ . ἀναιδὲϲ καὶ | ||
| ὡς τὰς σπονδὰς οὐ μὴ πρότερον παραβῶμεν . Καὶ μὴν ὀργῶ νὴ τὸν Δία καὶ προπεφύραται λόγος εἷς μοι , |
| ἐόντες . ” Ὧς ἔφατ ' : ἐκ δ ' ἐγέλασσεν ἄδην Ἀφαρήιος Ἴδας , καί μιν ἐπιλλίζων ἠμείβετο κερτομίοισιν | ||
| ἐπὶ δὲ τῆς Πηνελόπης , οἷον „ ἀχρεῖον δ ' ἐγέλασσεν „ , ἐπίπλαστον καὶ ἐπιπόλαιον μέχρι τοῦ τὰ χείλη |
| ' ἐφοίτων : ἐτέλεις , ἐγὼ δ ' ἐτελούμην : ἐτριταγωνίστεις , ἐγὼ δ ' ἐθεώρουν : ἐγραμμάτευες , ἐγὼ | ||
| βαρυστόνοις ἐπικαλουμένοις [ ἐκείνοις ] ὑποκριταῖς Σιμύκᾳ καὶ Σωκράτει , ἐτριταγωνίστεις , σῦκα καὶ βότρυς καὶ ἐλάας συλλέγων ὥσπερ ὀπωρώνης |
| γὰρ πράγμασι κέχρηται τοῖς αὐτοῖς , ἕτερον δ ' ὄνομα μετενήνοχε : Φερεκύδην γὰρ τὸν Σύριον πεποίηκε ταῦτα προλέγοντα . | ||
| : ἀλλ ' ἐπὶ τοὺς ῥήτορας , ἐπὶ τοὺς δημαγωγοὺς μετενήνοχε τὸ μηχάνημα . . . Ἀλλὰ καὶ τοὐναντίον ἑορτὴν |
| ἀικάς : τὰς φορὰς καὶ τὰς ὁρμάς , ἀπὸ τοῦ ἀίσσειν . . . ὁ δὲ Ἀπίων λέγει ἀπὸ τοῦ | ||
| αἱ πνοαὶ αἱ κάτω ἀίσσουσαι . . συστροφάς ἀπὸ τοῦ ἀίσσειν . : αἰγίδες καὶ καταιγίδες , . Β . |
| πατέρα τοῖς ὀρχήμασι . καὶ τῶν πρὸς εἴλην ἰχθύων ὠπτημένων ἴκτινα παντόφθαλμον ἁρπαγαῖς τρέφων [ τὴν γλῶσσαν αὐτοῦ . . | ||
| αἰτιατική , φημὶ δὴ ἡ ἴκτινον , κατὰ μεταπλασμὸν γέγονεν ἴκτινα , ὡς παρὰ Ἀριστοφάνει . ἴκτινα παντόφθαλμον ἅρπαγα στρέφων |
| Ἀποτροπάδην : εἰς τοὐπίσω τρεπόμενοι , φεύγοντες , φευκτικῶς , διακεχωρισμένως . λοξόν : πλάγιον , στρεβλόν . φάος : | ||
| ταῖς ὀρειναῖς κοίταις , ὄρεσιν . ἀποσταδόν : μακρόθεν , διακεχωρισμένως . Ἀθλέων : πειρῶν ἑαυτόν . βριαρόν : δυνατόν |
| καλεῖ αὐτὴν Ἀνακρέων . ἐκλήθη δὲ ἀπὸ τῆς Ἀθάμαντος θυγατρὸς Ἀρᾶς . σκοπουμένου γὰρ τοῦ Ἀθάμαντος ἔνθα ἱδρύ - σει | ||
| ᾗ ὁ Ζεὺς ὑπεγράφετο τὰ γινόμενα , παμπάλαιος ἦν . Ἀρᾶς ἱερόν : ἐπὶ τῶν πολλὰ ἀρωμένων ἐπὶ χρηστοῖς ἢ |
| χάλκεα ἐποίουν , ἐνδύματα . Κόρυθες : περικεφαλαῖαι : ἀπὸ Κόρυθός τινος Ἰβηρίου ἐκλήθη , ταύτην ἐφεύραντος πρῶτον . δοῦρα | ||
| χάλκεα ἐποίουν , ἐνδύματα . Κόρυθες : περικεφαλαῖαι : ἀπὸ Κόρυθός τινος Ἰβηρίου ἐκλήθη , ταύτην ἐφεύραντος πρῶτον . δοῦρα |
| καὶ ἐπὶ τὸ μέρος τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ Ζωστηρίου ὠνομασμένου ἢ τὴν ἐξοχήν . ταλαίνῃ μητρὶ τῇ Ἀσίᾳ . | ||
| Θεσπρωτοῦ Διός . . Θεσπρωτοῦ Διὸς ] ἀπὸ Θεσπρωτίδος γῆς ὠνομασμένου . . προσήγοροι ] αἱ προσαγορεύουσαι καὶ μαντευόμεναι δρύες |
| φησὶν , ἀρδείας δὲ καὶ φυτείας δεῖσθαι ἀπὸ τῶν κλειστῶν ποτιζομένην ὑδάτων . . . . . : Ῥωμαῖοι πολεμοῦντες | ||
| δὲ καὶ φυτείας [ μὴ ] δεῖσθαι ἀπὸ τῶν κλειστῶν ποτιζομένην ὑδάτων . περὶ δὲ τοῦ βοσμόρου φησὶν Ὀνησίκριτος διότι |
| . θεραπεύειν , θεραπεία . ἀκέσασθαι ἐξακέσασθαι , ἀκεστής , ἀκήματα ὡς Ὅμηρος καὶ πανακῆ φάρμακα , καὶ ἐξακούμενος . | ||
| χεῖρας ἀνασχεῖν . ” ἀκήματα ἰάματα : “ φάρμακ ' ἀκήματα ἔπασσε μελαινάων ὀδυνάων . ” καὶ μεταφορικῶς “ ἀκεσταί |
| τῶν περὶ τὴν „ καλὴν πεύκην χωρίων ἐπὶ Μελαινὰς κώμην ἰοῦσι καὶ ” τὸ Ἀσκληπίειον , ἵδρυμα Λυσιμάχου . περὶ | ||
| τοῦ πολέμου καὶ δικῶν ἐς Πελοπόννησον καὶ Ἀθήναζε σπονδὰς εἶναι ἰοῦσι καὶ ἀπιοῦσι καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν . |
| . τιταίνω : τιταίνω : . . . ἀπὸ τοῦ ταίνω καὶ τιταίνω . . . . . τιτρώσκω : | ||
| , τρυφή . Τάλαντον . τὸ ζυγόν . παρὰ τὸ ταίνω ῥῆμα , ὅπερ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν τιταίνω . ὡς φαίνω |
| ἐπὶ ταῖς τῶν παίδων ὁμοίαις συμφοραῖς εἴτε ἑκοῦσα εἴτε κελευσθεῖσα ἀπεκαρτέρησε . τοιούτῳ μὲν δὴ τέλει ἐχρήσατο ὁ Ἀντωνῖνος καὶ | ||
| , τῶν ἀν ' ὀκτὼ τοὐβολοῦ θέρμους μαλάξας . οὐκ ἀπεκαρτέρησε γὰρ ἐκεῖνος , ἀλλ ' ἐκαρτέρης ' , ὦ |
| , κάστορος σμικρόν . Ἢν δὲ ἐκ τόκου καθάρσιος γινομένης μετρίης ἡ γαστὴρ μένῃ , ἢ καὶ φυσᾷ ἀποκεκλεισμένη καὶ | ||
| μάλιστα δὲ αὐτὴ τὸ ὄπισθεν : ἀτὰρ καὶ ἐκ κατατάσιος μετρίης . Ἡ διόρθωσις ἅπασι κοινή . Ἢν δὲ μὴ |
| Διόνυσος πολλοὶ μαρτυροῦσι κωμικοί . ὅ τ ' Ἀδωνιασμός : Ἑορτὴν γὰρ ἐπετέλουν τῷ Ἀδώνιδι αἱ γυναῖκες καὶ κήπους τινὰς | ||
| οὕτως ἐς ἀνθρώπους παρῆλθεν , ὡς ὁ Τυρίων λόγος . Ἑορτὴν δὲ ἄγουσιν ἐκείνην τὴν ἡμέραν ἐκείνῳ τῷ θεῷ . |
| τετυχηκότα ἀλλὰ νεωστί . ἐν ταῖς νουμηνίαις οἵ τε δοῦλοι ἐπωλοῦντο καὶ οἱ στρατηγοὶ ἐχειροτονοῦντο καὶ αἱ ἐκστρατεῖαι ἐγίνοντο . | ||
| οὐχ οἱ μὲν νόμοι γράμματα ἄλλως , ἀρχαὶ δ ' ἐπωλοῦντο , τοῖς δὲ ἀρχομένοις κρείττοσιν εἶναι τῶν ἀρχόντων ὑπῆρχε |
| , βαρύνεται , εἰ μὴ παρ ' ὄνομα εἴη : τρώγω φεύγω τμήγω λήγω θήγω . τὸ μέντοι ῥιγῶ ἔχει | ||
| ἀφέξομαι βώλου , ὑφ ' ἣν τὰ κρίμνα μὴ φοβούμενος τρώγω . ” “ Μὴ λοξὰ βαίνειν ” ἔλεγε καρκίνῳ |
| κρατεῖς ἔσεσθαι παρὰ σοῦ . ἐπὶ τούτοις πάλιν ἤρετο τὸν Μηδοσάδην εἰ ἔλεγε ταῦτα . ὁ δὲ συνέφη καὶ ταῦτα | ||
| , ὡς ἔφη Μηδοσάδης οὗτος . ταῦτα εἰπὼν ἐπήρετο τὸν Μηδοσάδην εἰ ἀληθῆ ταῦτα εἴη . ὁ δ ' ἔφη |
| βάκχη ἢ προφῆτις ἡ τὸν Ἀπόλλωνα ταῖς μαντείαις μιμουμένη . Κλάρος δὲ ὄρος καὶ πόλις Ἀσίας περὶ Κολοφῶνα ἀφ ' | ||
| ὁ γλάρος . Πάρος : πρότερον . ἢ ἔμπροσθεν . Κλάρος : ὄνομα τόπου . Κάρος : ὄνομα νόσου . |
| Νωνακριεύς νωτοπλῆγα ξειρης Ὀλυμπίειον ὀνηλατεῖν ὀνυχίζεται οὐδαμᾷ Παμβωτάδαι πέδων περίζυξ πέτευρον πλεισταχόθεν πλυντρίδες προσχίσματα πρόσχορον προσῳδός πυξίον καὶ πυξίδιον πυτίνη | ||
| . ἔνιοι τὴν δοκόν , οἱ δὲ πηκτὸν ὀρνιθοτροφεῖον . πέτευρον δὲ σανίδιον λεπτὸν καὶ τεταμένον , ᾧ εἰς τοὺς |
| , ἀλλὰ Φερεκράτης ἐν τοῖς Κραπατάλλοις πρὸς τῇ κεφαλῇ μου λάσανα καταθεὶς πέρδεται . καὶ δίφρον δ ' ἂν εἴποις | ||
| τὴν γαστέρα ; βάλλ ' ἐς κόρακας . πόθεν ἂν λάσανα γένοιτό μοι ; κάμνοντα δ ' αὐτὸν τοῦ θέρους |
| ἑτέραν ἔχουσαν γραφήν , τὴν αὐτὴν οὖσαν ὡς οἶμαι . Τελμησσός , πόλις Καρίας , ὡς δὲ Φίλων καὶ Στράβων | ||
| . . . . . . ξ λε ∠ ʹγιβʹ Τελμησσός . . . . . . . . . |
| τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . ἀφετήρ : ἀφετήρ : ἀπὸ τοῦ ἵημι ἑτὴς καὶ ἑτὴρ καὶ ἀφετήρ | ||
| εἰς α ἑστᾶσι καὶ ἀφεστᾶσιν ' . . . . ἀφετήρ : ἀπὸ τοῦ ἵημι ἵεμαι ἵεται ἑτήρ καὶ ἀφετήρ |
| μὴν ἀλλὰ καὶ ὑποχύϲεϲι καὶ ἀμβλυωπίαιϲ ταῖϲ διὰ πάχοϲ ὑγρῶν γιγνομέναιϲ ἀγαθὸν φάρμακον . Ϲάμψυχον λεπτομεροῦϲ ἐϲτι καὶ διαφορητικῆϲ δυνάμεωϲ | ||
| χρὴ ἐμβροχαῖϲ ψυχροτάτου ἐλαίου ἢ ῥο - δίνου μετὰ κρουνιϲμοῦ γιγνομέναιϲ . καὶ τὰ ἐπὶ τῶν καύϲων προειρημένα βοηθήματα καὶ |
| . τὸν Αἰσχύλον . . ἀλινδήθρας : ἀλινδῆθραι ἀπὸ τοῦ ἀλίζω , τὸ συναθροίζω . . κυλίστρας . . 〚 | ||
| ἀφ ' οὗ τὸ † ἀλεύατο νίφα πολλήν , γίνεται ἀλίζω , ὡς φοιτῶ φοιτίζω : Καλλίμαχος : φοιτίζων ἀγαθοὶ |
| τὸ ἐθνικὸν Σουρηνός ὡς Καρρηνός . ἔστι καὶ Φοινίκης πόλις Σῶρα . τὸ ἐθνικὸν Σωρανός ὡς Νωλανός . Σοῦσα , | ||
| . . . . . . ρλγ κα Ἀρκατοῦ βασίλειον Σῶρα . . . ρλ κα : Πάλιν τὰ μὲν |
| καὶ θαρσεῖτε σαρκὸς ἐξαμείψασαι τρόμον . ὦ φάος μέγιστον ἡμῖν εὐίου βακχεύματος , ὡς ἐσεῖδον ἀσμένη σε , μονάδ ' | ||
| δὲ θαλάμοις βουκόλον . . . . κομῶντα κισσῷ στῦλον εὐίου θεοῦ . πόλλ ' ἔστιν ἀνθρώποισιν , ὦ ξένοι |
| τὴν τῶν Λοκρῶν χώραν καὶ πολλὴν τῆς πολεμίας γῆς δῃώσας κατεστρατοπεδεύσατο πλησίον ποταμοῦ τινος ῥέοντος παρὰ φρούριον ὀχυρόν . τούτῳ | ||
| ἑκατὸν προσῆγε τῇ πέτρᾳ . καὶ ταύτῃ μὲν τῇ ἡμέρᾳ κατεστρατοπεδεύσατο , ἵνα ἐπιτήδειον αὐτῷ ἐφαίνετο , τῇ δὲ ὑστεραίᾳ |
| κέαρ ὃ σημαίνει τὴν ψυχήν : καὶ τὸ τέμνω : κερτομεῖν οὖν , τὸ κέαρ τέμνειν . εἰσήρρησεν εἰσεφθάρη : | ||
| ' αἰεὶ τῶι θανόντι γίνεται . οὐ γὰρ ἐσθλὰ κατθανοῦσι κερτομεῖν ἐπ ' ἀνδράσιν . [ ] ρα [ ] |
| μοί τινα μεθύοντ ' ἐπὶ τούτοις θ ' οἷς λέγεις κηλούμενον ; ἅπαντας . οἱ γὰρ τὰς ὀφρῦς ἐπηρκότες καὶ | ||
| , τινὰ μεθύοντ ' ἐπὶ τούτοις θ ' οἷς λέγεις κηλούμενον ; ἅπαντας : οἱ γὰρ τὰς ὀφρῦς ἐπηρκότες καὶ |
| βίῳ : ἄγει τὸ θεῖον τοὺς κακοὺς πρὸς τἀγαθά . Ἅπασιν ἡμῖν ἡ συνείδησις θεός . Ἀνώμαλοι πλάστιγγες ἀστάτου τύχης | ||
| ἢ καὶ τοῖς ἄλλοις ἔσοιντο σπονδαί . οἱ δέ , Ἅπασιν , ἔφασαν , μέχρι ἂν βασιλεῖ τὰ παρ ' |
| ' , ὦ γεραιὲ πούς , ἐπίσπευσον μόλις , ὡς ἀσπάσωμαι τὴν ταλαίπωρον πόλιν . ὦ μεγάλα δή ποτ ' | ||
| . τί με καλεῖς σύ , φίλτατε ; ἵν ' ἀσπάσωμαι : δεῦρο παρ ' ἐμέ , Θεολύτη , παρὰ |
| τέχνην τινὰ αὐτοὶ μαθόντες , ἢ τοῦ δεσπότου διδαξαμένου , ἐκπηδήσαντες τῆς δουλείας διὰ τὴν τέχνην , οὐκ ἀγαπήσωσι ταύτην | ||
| ξίφεσι διαχρησάμενοι τὸν Ὑρίατθον πληγαῖς εὐκαίροις , ἐκ τῆς παρεμβολῆς ἐκπηδήσαντες παραχρῆμα διὰ τῆς ὀρεινῆς ἀνοδίαις χρησάμενοι διεσώθησαν πρὸς Καιπίωνα |
| ὡραῖοϲ καὶ ϲμικρόν τι μαλάχηϲ ἢ κράμβηϲ ἡμίεφθον ξὺν κυμίνου ἐμβάμματι . ἐϲ δὲ δεῖπνον ϲταφυλῖνοϲ ἡ ῥίζα καὶ χόνδροι | ||
| πεπέρεωϲ κόκκοι ν γάρου μέλανοϲ # γ μίξαϲ , χρῶ ἐμβάμματι ἢ ὡϲ βούλει , καθαίρει χολήν . Ἄλλο . |
| ἡμῖν χρήσατε ] ? . πόθεν ; καὶ παραπέτασμα βαρβαρικὸν ὑφαντόν [ ] ποδῶν τὸ μῆκος ἑκατόν . εἴθε μοι | ||
| οἷον ἐνδυτὸν καὶ ὑφαντόν : σημαίνει γὰρ τοῦτο τὸ ἤδη ὑφαντόν , οὐ τὸ μέλλον καὶ δυνάμει . καὶ ταῦτα |
| πάλιν ἅδε ποθέρπει . αἴθ ' ἦς μοι ῥοικόν τι λαγωβόλον , ὥς τυ πάταξα . θᾶσαί μ ' , | ||
| ὁ δὲ Θεόκριτος Μυρτοῦς ὄνομα . λαμβάνει δὲ ὁ Θεόκριτος λαγωβόλον παρὰ Λυκίδα , καὶ οὕτω χωρίζονται ἀπ ' ἀλλήλων |
| τόπος , ἔνθα κληροῦνται οἱ δικασταί . κατάγειον : οὐχὶ κατάγαιον διὰ τῆς αι διφθόγγου . κυψέλαι φρονημάτων : οἷον | ||
| μὲν τῶν Θρηίκων ἠφανίσθη , καταβὰς δὲ κάτω ἐς τὸ κατάγαιον οἴκημα διαιτᾶτο ἐπ ' ἔτεα τρία . Οἱ δέ |
| τοῦ ὑπ ' αὐτῶν ὑπερέχειν τετραγώνῳ . ἔστι δὲ τοῦτο πλασματικόν . Ἐπιτετάχθω δὴ τὴν μὲν σύνθεσιν αὐτῶν ποιεῖν Μο | ||
| τέτταρα : τὸ μὲν γὰρ εἶναι μυθικόν , τὸ δὲ πλασματικόν , ὃ καὶ δραματικὸν καλοῦσιν , οἷα τὰ τῶν |
| τοῦ Νέου Βόλου . περὶ τοῦ Κανώπου καὶ Κύβου καὶ Κρηνίδων . περὶ τοῦ * * ἐν τῷ καλουμένῳ Βαθεῖ | ||
| τοῦ Πόντου . Μένιππος ἐν περίπλῳ τοῦ Πόντου ” ἀπὸ Κρηνίδων εἰς Ψύλλαν χωρίον στάδια κʹ , ἀπὸ Ψύλλης χωρίου |
| πόλις τῆς Τραχῖνος ὀνομασθεῖσα ἀπὸ τῆς τέφρας Ἡρακλέους ἢ ἀπὸ Τυφρηστοῦ υἱοῦ Σπερχειοῦ . τὸ ἐθνικὸν Τυφρήστιος . καὶ τὸ | ||
| μεμνημένος πολλάκις ὡς ἐπιχωρίου ποταμοῦ , τὰς πηγὰς ἔχοντος ἐκ Τυφρηστοῦ Δρυοπικοῦ ὄρους , τοῦ καλουμένου . . . πρότερον |
| αʹ . κόψας καὶ σήσας ἐπίπασον τὴν κεφαλήν . [ Ἀποφλεγματισμὸς χειμερινός . ] Λαβὼν ὑσσώπου ⋖ δʹ . ὀριγάνου | ||
| εἰς γλοιοῦ πάχος χρῶ ἐν βαλανείῳ ὡς κάλλιστον . [ Ἀποφλεγματισμὸς κατασπῶν ἐκ τοῦ κρανίου φλέγμα . ] Ἀγριοσταφίδας μετὰ |
| βάλανον καλοῦσι , ψαμμώδει γῇ καὶ ψυχροῖς τόποις χαίρει . Φυτεύεται δὲ καὶ διὰ τῶν ἐνρίζων , καὶ διὰ σπέρματος | ||
| ἔχοντα . Τὰ κάρυα φυτεύεται τῷ καιρῷ τῆς ἀμυγδαλῆς : Φυτεύεται δὲ καὶ ἀπὸ σπέρματος , καὶ ἀπὸ παρασπά - |
| τῆς ὁριστικῆς ἐγκλίσεως αἱ φωναί , ὡς τὸ λέγετε καὶ λέγεσθε καὶ ἔτι διανοεῖσθε καὶ ἅπαντα τὰ τοιαῦτα . καὶ | ||
| τὸ τ , καὶ ς προσλαμβάνει τὸ πληθυντικόν , λέγεται λέγεσθε , ἐλέγετο ἐλέγεσθε , εἰ δὲ συμφώνῳ παραλήγοιτο , |
| σῶμα , τὰ δ ' ἐπὶ πιτυριάσεως καὶ ψώρας καὶ φθειριάσεως ἢ κονίδων ἐνοχλουσῶν . ῥυπτικὰ μὲν οὖν ἐστι νίτρον | ||
| ιαʹ περὶ κριθῆς . ιβʹ περὶ λιθιάσεως . ιγʹ περὶ φθειριάσεως . ιδʹ περὶ τριχιάσεως . ιεʹ περὶ φαλαγγώσεως . |
| καὶ τὸ Γύθιον αὐτοὶ κατέσχον . Κλεανδρίδας ὁ Λάκων ἐπὶ Τέριναν ἄγων τὴν στρατιὰν ὁδὸν κοίλην λάθρα προσπεσεῖν ἐπεχείρησε τοῖς | ||
| ' ὁ Λᾶρις ἐξερεύγονται ποτά . Λίγεια δ ' εἰς Τέριναν ἐκναυσθλώσεται , κλύδωνα χελλύσσουσα , τὴν δὲ ναυβάται κρόκαισι |
| ὄφρα τάχιστα λικμήσῃ πεπόνων καρπὸν ἀπ ' ἀσταχύων . Ἀδύνατα θηρᾷς : ἐπὶ τῶν ἐγχειρούντων μείζοσιν ἢ καθ ' ἑαυτούς | ||
| πόλεμος : ἐπὶ τῶν ἀκινδύνως τὰ πράγματα κατορθούντων . Ἀδύνατα θηρᾷς : ἐπὶ τῶν τοῖς ἀδυνάτοις ἐπιχειρούντων . Ἀδεὲς δέος |
| στέφανον καὶ τὴν ἐσθῆτα . ἄκαιρον δ ' εἶναι εἰπόντος νεύσας εἰσαγαγεῖν ἐκέλευσε τὰ ἀκούσματα , ἐν οἷς καὶ ἡ | ||
| τὴν δαπάνην καὶ τὴν ἐπὶ ταύτῃ νυκτερινὴν ἀθυμίαν διεξελθὼν καὶ νεύσας τῇ γυναικὶ πάλαι μου προμαθούσῃ τὴν γνώμην κοινωνῆσαί μοι |
| τυγχάνει τοῦ κρυσταλλοειδοῦς ἀπὸ τῆς τοῦ κρυστάλλου κατὰ σύστασιν ὁμοιότητος ὀνομασθέντος . τὸ δὲ ὠοειδές ἐστι καὶ αὐτὸ λαμπρὸν κύκλῳ | ||
| δύο ἢ τριῶν ὄντων . Καὶ σχεδὸν ἅπαξ τοῦ Νιρέως ὀνομασθέντος ἐν τῷ δράματι μεμνήμεθα οὐδὲν ἧττον ἢ τοῦ Ἀχιλλέως |
| πόλις θηλυκῶς ὡς Εὐφορίων βουκολέων Τρηχινῖδα Τυμφρηστοῖο αἰπῆς . . Τυφρηστὸς καὶ πόλις καὶ ὄρος Τραχῖνος ἀπὸ Τυμφρηστοῦ τινος βασιλέως | ||
| τῶν Μαγνήτων ἀπὸ πόλεως Εὐρυάμπου λεγομένης . * καὶ * Τυφρηστὸς ὄρος Μηλιέων * . . καὶ τὸν δυναστὴν : |
| ' ὅταν τις ἡμῶν μουσικῇ χαίρῃ νέων . ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη ἐξεπλάγη γὰρ ἰδὼν στίλβοντα τὰ λάβδα . χήτει τοι | ||
| ἐξιόντι μοι ἄνθρωπος ἀποφρὰς καὶ βλέπων ἀπιστίαν . Ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη . Καὶ γὰρ αἰσχρὸν ἀλογίου ' στ ' ὀφλεῖν |
| ' ἔδοξα μᾶλλον ἑτέρων τὰ περὶ τὸν βίον ἀκριβῶσαι . Ἄρξομαι δ ' ἀφ ' οὗπερ ἀναγκαῖον ἄρξασθαι . Μωυσῆς | ||
| τοῦ πράγματος : ταῦτα γὰρ καὶ ὅσια καὶ δίκαια . Ἄρξομαι δὲ ἐντεῦθεν . Ἐπειδὴ χορηγὸς κατεστάθην εἰς Θαργήλια καὶ |
| , ἣν ὁ Σκήψιος πληθυντικῶς Καλύμνας φησί . τὸ ἐθνικὸν Καλύμνιος , ὡς Στράβων δεκάτῳ τὸ Καλύμνιον μέλι ἐκεῖ εἶναί | ||
| ; ἔγωγε μὴν τὴν ναῦν ἐκείνην ἣν ἐποίησε Καλλικλῆς ὁ Καλύμνιος , Εὐφράνωρ δ ' ἐκυβέρνα Θούριος . ὦ φιλτάτη |
| ἡμῶν ὦσι , ταῦτα μάλιστα καιρὸς ἡμῖν εἰδέναι ἔσται . συμβούλευε δ ' αὐτοῖς καὶ ἐκτάττεσθαι ὅπῃ ἂν δοκῇ κράτιστον | ||
| , σὺ τὰ τέκνα σου κατόρυξον , καὶ οὕτως ἐμοὶ συμβούλευε τὸν ἐμὸν ἀνελεῖν . Σχολαστικοῦ εἰς βαλανεῖον εἰσελθόντος παραχύτης |
| τραχὺ ἦθος καὶ μακρὸν ῥήτορα καὶ τἄλλα , ὅσα οὕτως μεταφέρεται μουσικῶς , ὥστε ὅμοια δοκεῖν τοῖς κυρίοις . Τοῦτον | ||
| ἡ ἀρτηρία δίκην χορδῆς τεταμένης , ἐπὶ δὲ τοῦ κλονώδους μεταφέρεται ἐπὶ δεξιὰ καὶ ἀριστερά . πῶς γίνονται κυματώδεις οἱ |
| οὖν καὶ ἐπίσημος ἐγένετο πάνυ καὶ μόραν Λακεδαιμονίων κατέκοψε . διέκρινον γὰρ τὸν δῆμον οἱ Λακεδαιμόνιοι εἰς δέκα μόρας ὥσπερ | ||
| δὲ ἀληθινά ; κάλλιστον ἂν ἦν αὐτῶν ἔργον , εἰ διέκρινον τὸ ἀληθὲς καὶ μή . νῦν δ ' οὐκ |
| τῇ κνήστι ξέσιν . γναφεύει δὲ παρὰ τὴν τοῦ φάρους γνάψιν . Ἄλλως . . Ἀττικὸν μὲν τὸ διὰ τοῦ | ||
| ἱμάτια : οἱ δὲ νεώτεροι διὰ τοῦ γ παρὰ τὴν γνάψιν . “ κναφεύς ” δὲ παρὰ τὸ κνῶ , |
| ἐνέσει προθεραπεία ἡ αὐτὴ ἡ ἐπὶ τοῦ Νυμφοδότου προειρημένη . Ἐπίθεμα δυσεντερικοῖς . Στυπτηρίας ὑγρᾶς , ἀκακίας , κηκῖδος , | ||
| φυγαδεύει . ἄλλο . χυλῷ στρύχνου χεῖρας κατάχριε . [ Ἐπίθεμα πρὸς τὰ δήγματα τῆς ἐχίδνης . ] Ἐχίδνης κεφαλὴν |
| ἀμφιβόλοισιν : πάντοθεν βαλλομένοις , ἢ ἀμφοτέρωθεν . ἐπ ' ἀμφιβόλοισιν : πάντοθεν βαλλομένοις , ἢ ἀμφοτέρωθεν . ἡ δὲ | ||
| οἱ ἐναντίοι . τοὶ δὲ ] ἄλλοι δέ . θΞ ἀμφιβόλοισιν : πάντοθεν βαλλομένοις , ἢ ἀμφοτέρωθεν . ἐπ ' |
| . [ στʹ . Πρὸς τερηδόνας καὶ πυοῤῥοοῦντας . ] Στυπτηρίαν σχιστὴν μετ ' ὄξους καὶ γλυκέος ἑψήσας ἔνσταζε ποιῶν | ||
| ἐντίθει . [ δʹ . Πρὸς ὦτα πυοῤῥοοῦντα . ] Στυπτηρίαν ὑγρὰν ἀνεὶς ὕδατι ἔμβαλον εἰς ὑέλινον ἀγγεῖον καὶ λειάνας |
| τριῶν δικαστηρίων , οἱ δὲ χίλιοι ἀπὸ δύο δικαστηρίων . Ἐκλήθη δὲ οὕτως ἀπὸ τοῦ ἁλίζεσθαι . Θεσμός . Τὸ | ||
| . : Βραχία . Οὕτως ἡ Ἀραβικὴ θάλασσα καλεῖται . Ἐκλήθη δὲ διὰ τὸ ἐν αὐτῇ βράχη εἶναι πλεῖστα . |
| δὲ ἐπὶ τοῦ φρουρίου τῇ καταλήψει ὀλίγαις ἡμέραις ὕστερον Ζαριάσποις πελάσαντες τῇ μὲν πόλει προσβαλεῖν ἀπέγνωσαν , λείαν δὲ πολλὴν | ||
| . μάχονται δὲ ἀπὸ ἵππων , σειρὰς ἱμάντων ἑλίσσοντες : πελάσαντες δὲ τοῖς πολεμίοις ἐφιᾶσι τοὺς ἀπὸ τῶν ἱμάντων βρόχους |
| τὰ κωμικά . Γ καὶ ἐν Ἀμφιαράῳ ἀφ ' οὗ κωμῳδικὸν μορμολύκειον ἔγνων . Γ ἀλλ ' ἢ κατεγέλων Γ | ||
| , ἀλλὰ τὸ μὲν ἄγειν πολιτικόν , τὸ δὲ ἀγῆλαι κωμῳδικὸν καὶ ἐγγὺς γλώττης . φεύγειν μὲν οὖν χρὴ τὸ |
| Φλεγύας Φλεγύαντος παρ ' Εὐριπίδῃ . , Ἐλέας Ἐλέαντος παρὰ Φιλοστεφάνῳ , Σατύας Σατύαντος παρ ' Ἡγησίππῳ . : εὑρέθη | ||
| τῶν τὸ πέλαγος πλεόντων ἀνθρώπων . Ἡ ἱστορία παρὰ τῷ Φιλοστεφάνῳ . . . ο , , , , . |
| ἐπὶ τῶν ἀναισχύντως χωρούντων πρὸς πᾶν τὸ τυχόν . Γύγαρθον φυσᾷς : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων : σημαίνει δὲ τὸ | ||
| ἀναξίους τινῶν πράξεων , παρόσον Ἡρακλῆς ἐδούλευσεν Ὀμφάλῃ . Γύργαθον φυσᾷς : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται |
| ἐστι τῆς ψυχῆς : ἢ παρὰ τὸ δομῶ , τὸ οἰκοδομῶ : οἰκοδόμημα γάρ ἐστι τῆς ψυχῆς καὶ οἰκητήριον : | ||
| ὧν τί πρὸς ἐμέ ἐστιν ; ἢ ὅτι τὴν οἰκίαν οἰκοδομῶ πολυτελῶς ; ἀλλ ' οὐκ ἐῶ πίπτειν ; ἢ |
| εἶπ ' Ἀπόλλων ἐξαμύνεσθαι θεάς , εἴ μ ' ἐκφοβοῖεν μανιάσιν λυσσήμασιν . βεβλήσεταί τις θεῶν βροτησίαι χερί , εἰ | ||
| ἔκγονος , μέλεος Ἑλλάς , ἃ τὸν εὐεργέταν ἀποβαλεῖς ὀλεῖς μανιάσιν λύσσαις χορευθέντ ' ἐναύλοις . βέβακεν ἐν δίφροισιν ἁ |
| ' ἔβραχεν αἰόλα τεύχη . Εὐρύπυλος δέ οἱ αἶψα πολύστονον εἴρυσεν αἰχμὴν ἐκ χροὸς οὐταμένοιο καὶ εὐχόμενος μέγ ' ἀύτει | ||
| νύξ ' ἔγχεϊ ὀκριόεντι αἰδοίων ἐφύπερθε : θοῶς δέ οἱ εἴρυσεν αἰχμὴ ἔγκατα : τοῦ δ ' ὤκιστα ποτὶ ζόφον |
| μάκτρα , σκαφίς , φορμός , ψίαθος , κόφινος , σώρακος , σταφυλοβόλιον , ὅ ἐστι ταμιεῖον . τριπτήρ , | ||
| γὰρ κακοῦ τού μοι δοκεῖ . Κακῶν τοσούτων ξυνελέγη μοι σώρακος . δακτύλιον χαλκοῦν φέρων ἀπείρονα . Πρὸς τὸν στροφέα |
| „ . καὶ Κρατῖνος Ἀρχιλόχοις ” Δωδωναίῳ κυνὶ βωλοκόπῳ τίτθη γεράνῳ προσεοικώς ” . καὶ τὸ θηλυκὸν Δωδωνίς ἀπὸ τοῦ | ||
| αὐτούς . Λύκου δὴ λαιμῷ ὀστέον ἐπεπήγει . Ὁ δὲ γεράνῳ μισθὸν παρέξειν εἶπεν , εἰ τὴν κεφαλὴν αὑτῆς ἐπιβαλοῦσα |