, ὑπὸ Ἀγρίππου σὺν τρισὶ τέλεσι πεμφθείς , οὔπω μὲν ἔνδηλος ὤν , ὅτι φίλος εἴη : ὑπὸ δὲ ἐλπίδος
ἦν οὐδένα , ὅτῳ δὲ φαίη φίλος εἶναι , τούτῳ ἔνδηλος ἐγίγνετο ἐπιβουλεύων . καὶ πολεμίου μὲν οὐδενὸς κατεγέλα ,
6319044 πλουσιωτατος
τί ἂν ἡ σοφία ὠφελοίη ; ἢ πῶς ἂν οὗτος πλουσιώτατος εἴη , ὅν γε οὐδὲν κωλύει πτωχεύειν , μηδενός
. διόπερ Λεύκιος Ἰούνιος , ὀρφανὸς ὢν καὶ πάντων Ῥωμαίων πλουσιώτατος , δι ' ἀμφότερα τὴν τοῦ Ταρκυνίου πλεονεξίαν ὑπώπτευεν
6310071 δεινοτατος
ζητοῦντα ἀπολογήσασθαι μηδὲν ἔχειν ἰσχυρὸν εἰπεῖν . καὶ γὰρ εἰ δεινότατος σύ γε σοφιστῶν , ἀλλὰ τά γε τρὶς τέτταρα
εἰδείη μόνον , ἀλλὰ καὶ δύναιτο , πάντως ἂν εἴη δεινότατος ῥητόρων καὶ οἷος ἅπαντας παρεληλυθέναι , ὥσπερ καὶ ὁ
5675689 φιλοπολεμος
τῶν ἐμπείρως αὐτοῦ ἐχόντων δόξας γενέσθαι ἀνὴρ καὶ πολεμικὸς καὶ φιλοπόλεμος ἐσχάτως . καὶ γὰρ δὴ ἕως μὲν πόλεμος ἦν
δειλίᾳ γὰρ ἐσκώπτετο παρὰ πολλοῖς . Γ Πεισάνδρου : οὗτος φιλοπόλεμος ἦν καὶ πολεμοποιὸς κερδῶν ἰδίων ἕνεκεν . ἦν δὲ
5649789 μετειχε
, πάντα νοερά : εἰ δὲ οὐσία , πάντα οὐσίας μετεῖχε , τοῦτο δὲ ἐν πᾶσιν ἰδόντες τινὲς ἐκεῖνο οὐσίαν
τινὶ ἀστειοτάτῳ τὴν ὄψιν , οὔτε τρυβλίῳ οὔτε φιάλῃ : μετεῖχε δ ' ἀμφοῖν τοῖν ῥυθμοῖν . ἑξῆς ἐπεισηνέχθη πλακοῦς
5525481 ἐπῃνειτο
μέμψεως ἄξιον καὶ οὐκ ἔλαθε καὶ ἤλγησεν , ὅτι μὴ ἐπῃνεῖτο ἁμαρτάνων . ἔσχε δὴ καὶ τοὺς συναλγοῦντας , πολὺ
τὸ φυλάττειν δοῦναι . Μάρκελλος δὲ τοὺς μὲν ἄλλους ἀνιστὰς ἐπῃνεῖτο , νῦν δ ' ἂν εἰκότως καὶ στεφανωθείη ἰασάμενος
5519847 κακιστος
ταύτης τῆς δόξης ἀντεχόμενος πάντων ἂν τῶν ἀσεβῶν κεκρίσθαι δικαιότατα κάκιστός τε εἶναι καὶ ἀσεβέστατος . Τὰ μὲν δὴ προτεθέντα
πρᾶγμα : μὴ παύσηι ποτὲ λέγους ' Ἰάσον ' ὡς κάκιστός ἐστ ' ἀνήρ . ἃ δ ' ἐς τυράννους
5511916 δυνατωτερος
ὁ λόγος ἦν τοῦ κατὰ τὸν μῦθον ἰοῦ τῶν διψάδων δυνατώτερος . [ . . . . , . ]
ὥσπερ οὖν οἱ παλαιοί φασιν Ἀρχίδαμον , εἰ Περικλέους εἴη δυνατώτερος ἐρωτώμενον “ ἀλλὰ κἂν καταβάλω Περικλέα , ” φάναι
5497775 θαυμαστος
οὗτος δὲ ὑβριστὴς ἢ κίναιδος ἢ μοιχός . ὡς οὖν θαυμαστὸς ἦν ἐπιδεικνύμενος καὶ οὐδαμῇ διημάρτανε , προσάγουσιν αὐτῷ σκληρόν
καταβρωθείη καὶ ἡλίκους ἰχθῦς ἐπρίατο ἐν Καισαρείᾳ . καὶ ὁ θαυμαστὸς συγγραφεὺς ἀφεὶς τὰς ἐν Εὐρώπῳ γιγνομένας σφαγὰς τοσαύτας καὶ
5418864 περισπουδαστος
, βαρύς , φορτικός , ἐπαχθής , κομπαστής κομπώδης , περισπούδαστος περίσπουδος ὑπέρσπουδος κατεσπουδασμένος , ἐπισκυθρωπάζων , πεπλασμένος καταπεπλασμένος ,
αὐτῷ καὶ ἱππασία καὶ ὁπλομαχία συνήθη γυμνάσματα . Ἦν δὲ περισπούδαστος ἅπασιν Ἐφεσίοις , ἅμα καὶ τοῖς τὴν ἄλλην Ἀσίαν
5388507 γενναιος
κατακόψας μάλα συχνοὺς ἐδείπνισεν Χάρης Ἀθηναίων τόθ ' : ὡς γενναῖος ἦν . τὰ αὐτὰ ἱστορεῖ καὶ Δοῦρις . Ἰδομενεὺς
οὗτος οὕρνις ἐστίν . Ὡς πτερορρυεῖ . Ἅτε γὰρ ὢν γενναῖος ὑπό τε συκοφαντῶν τίλλεται , αἵ τε θήλειαι πρὸς
5385167 ἐχαιρε
ἀποδὺς τὸν τῆς ἀρετῆς χιτῶνα ἀνθινὰ μετημφιάσατο καὶ Μεταθέμενος καλούμενος ἔχαιρε , καίτοι γηραῖος ἀποστὰς τῶν τῆς στοᾶς λόγων καὶ
Ἀργεῖος γεγὼς ἤμυνε χώραι , χὠπότ ' εὖ πράσσοι πόλις ἔχαιρε , λυπρῶς δ ' ἔφερεν εἴ τι δυστυχοῖ .
5379622 ὑπηρετης
: Τοῦτο λέγει , ἢ διότι καὶ αὐτὸς διάκονος καὶ ὑπηρέτης ἦν τῶν θεῶν , ὥσπερ οὗτος Χρεμύλου : ἢ
' ἄρουρα , τὴν ὁ βούκερως Βρύχων λιπαίνει , γηγενῶν ὑπηρέτης . Πολλῶν δ ' ἐναλλὰξ πημάτων ἀπάρξεται Κανδαῖος ἢ
5357408 ὑποκριτης
ἀλλὰ μεμεστωμένος πράξει . Οὐκ ἔσῃ πλεονέκτης οὐδὲ ἅρπαξ οὐδὲ ὑποκριτὴς οὐδὲ κακοήθης οὐδὲ ὑπερήφανος . Οὐ λήψῃ βουλὴν πονηρὰν
ποιητὴς σαφῶς παρίστησι Τηλεκλείδης ἐν Ἡσιόδοις . Μυννίσκος ὁ τραγικὸς ὑποκριτὴς κωμῳδεῖται ὑπὸ Πλάτωνος ἐν Σύρφακι ὡς ὀψοφάγος οὕτως :
5339412 ἐχθιστος
τῶι ποιητῆι τὸν Δία παρεισάγεσθαι δυσαρεστούμενον τῶι Ἄρει καὶ λέγοντα ἔχθιστος δέ μοί ἐσσι θεῶν , οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν :
παρὰ τὸ ἐχθρὸς ἐχθρότατος ἐχθρίων καὶ ἀποβολῇ τοῦ ρ ἐχθίων ἔχθιστος . . . . . ζαὴν ἄνεμον : ζαὴν
5325274 ὑπηκοος
ἐν τῇ λιβανοφόρῳ χώρᾳ βασιλεὺς αὐτόνομός τέ ἐστι καὶ οὐδενὸς ὑπήκοος : οὗτος ὑπερβάλλει τρυφῇ καὶ ῥᾳθυμίᾳ . διατρίβει γὰρ
Ὅμηρος μνήμην ἐποιήσατο ἐν Ἀγαμέμνονος ὑποσχέσεσι δώρων , Λακεδαιμονίων ἐστὶν ὑπήκοος τῶν ἐν Σπάρτῃ , βασιλέως Αὐγούστου τῆς Μεσσηνίας ἀποτεμομένου
5298735 κιθαρῳδος
, μὴ ' πίσειέ μοι τὸν Μισγόλαν : οὐ γὰρ κιθαρῳδός εἰμ ' ἐγώ . ὁ τρίτος οὗτος δ '
αὐτοῦ καταμένειν ; Ἐν τῇ Κορίνθῳ παρεπεδήμησέν ποτε Στρατόνικος ὁ κιθαρῳδός , εἶτα γρᾴδιον ἐνέβλεπεν αὐτῷ κοὐκ ἀφίστατ ' οὐδαμοῦ
5259036 φιλοδικαιος
εἶπε “ γνώμας ” . ὁ δὲ Πανδέλετος συκοφάντης καὶ φιλοδίκαιος ἦν , λέγων γνώμας ἐν τῷ δικαστηρίῳ κἀντεῦθεν τροφὴν
ποιῶν ταῦτα , πᾶς ποιῶν ἄδικα ” . οὐκοῦν ὁ φιλοδίκαιος θεὸς ἀδικίαν βδελύττεται καὶ μεμίσηκε , στάσεως καὶ κακῶν
5233103 ἐντιμοτατος
ἀστοῖς ὡς ξένοις : πάντων τε οἴεται εἶναι πλουσιώτατος , ἐντιμότατος , κάλλιστος , ἰσχυρότατος , φρονιμώτατος , σωφρονέστατος ,
ἀνθρώποις τοῖς νέοις * ἔσχε : ἐκράτησε * πρεσβίστατος : ἐντιμότατος τίμιος * υἱός : αἷμα * νειμάμενος : τοῦτο
5215430 χορηγος
οὐκοῦν τούτων μὲν οὐδετέρων οὐδεὶς διὰ τὸν νόμον ἡμῖν προσέσται χορηγός . ἀλλὰ νὴ Δί ' εἰς τὰς τῶν μετοίκων
ἐρώμεθα τὸν Δία , τίς τῶν ἀνθρωπίνων ἀγαθῶν πατὴρ καὶ χορηγός , τίνες ἀρχαί , τίνες πηγαί , πόθεν ὁρμηθέντα
5197422 λογιωτατος
Ἄβδηρα δέ ἐστι πόλις Θρᾴκης : ἐγένετο δὲ ὁ ἀνὴρ λογιώτατος , ὃς ἐλθὼν ἐν Αἰγύπτῳ ἐμυσταγωγήθη παρὰ τοῦ μεγάλου
μέτρου , σοὶ δὲ ἰαμβείου . ” ἐπεὶ δὲ καίτοι λογιώτατος ὢν κατανάλωσεν ἄκων ἅπαντα τὰ τῆς φιλοσοφίας μέρη καὶ
5195087 πολεμιος
τὸν φίλιον , ὦ Κράτων , Δία . Μυσῶν ἔσχατος πολέμιος φύσει γάρ ἐστ ' ἔρως τοῦ νουθετοῦντος κωφόν :
θηρίων λέγεται παλαμναῖα : καλεῖται δὲ καὶ ὁ ἐχθρὸς καὶ πολέμιος : παλαμναῖος δὲ κυρίως καλεῖται ὁ διὰ χειρῶν καταγωνιζόμενος
5184223 μειρακισκος
τινα ἔθνη τῶν ἀποστάντων , καί τις αὐτῷ τῶν παραθεόντων μειρακίσκος εὐγενὴς μὲν καὶ ὡραῖος , ἤδη δὲ θηρατικὸς ,
, ἐξεῖναι παρ ' ἄλλον ἀποχωρεῖν . Προσέρχεται δή τις μειρακίσκος , ὄνομα Κῦρος , Μάρδος γένος , θεράποντι βασιλείῳ
5178506 Παλαμηδης
τοῦ ἑτέρου μέρους μαλλούς ” Γ ? , , ὡς Παλαμήδης φησίν . καυνάκης εἶδος . . . ὅπλου ,
ἄγαλμα αὐτοῦ εἶναι πηχυαῖον , ἐν πρεσβυτέρῳ , ἢ ὡς Παλαμήδης , τῷ εἴδει . „ καὶ ἅμα ἐξιὼν τῆς
5164789 χαλεπος
Ἀφροδίτης κʹ , οὐ κακός . ρβʹ Κρόνου λδʹ , χαλεπός . ρεʹ Κρόνου λεʹ , Ἀφροδίτης καʹ Ἄρεως ιεʹ
τυχὼν ἦν πυρετός . ὀξὺς γὰρ ἦν καὶ δακνώδης καὶ χαλεπός . εἴρηται δὲ ἐν τῷ περὶ διαφορᾶς πυρετῶν ,
5130365 σπανιος
τοσαύτης τρυφῆς καὶ ἀπονίας τὸν νῦν κατεχούσης βίον , ὅμως σπάνιός ἐστιν ὁ μὴ καὶ δι ' ἑαυτοῦ προθυμούμενος ἔργων
τῶν φίλων γνώμῃ ποιῆσαι , ὡς ὅτι ἥκιστα ἂν ἐπιφθόνως σπάνιός τε καὶ σεμνὸς φανείη . ὧδε οὖν ἐμηχανᾶτο τοῦτο
5112319 πολεμικος
ἂν ὑπὸ ἀκόντων ἢ παρὰ μισούντων φιλίας τυγχάνειν . καὶ πολεμικὸς μὲν οὕτως ἐστὶν ὥστ ' ἐπ ' αὐτῷ εἶναι
ἐπὶ τῷ χώρας ἐνεργοὺς ποιεῖν καὶ κατασκευάζειν ἢ ἐπὶ τῷ πολεμικὸς εἶναι . Καὶ ναὶ μὰ Δί ' , ἔφη
5104621 τηλικουτος
κἀγὼ μὲν ὁ τάλας νεκρὸν ἀντὶ νυμφίου ἐκομισάμην καὶ ἔθαψα τηλικοῦτος ὢν ἄρτι γενειάσκοντα τὸν ἄριστον παῖδα τὸν ἀγαπητόν :
. οὐ γὰρ ἂν τρὶς πιὼν οὕτως κατηνέχθη ὑπὸ μέθης τηλικοῦτος ὤν . ἦν οὖν καὶ τότε μεγάλα ποτήρια ,
5100031 ὑπαιτιος
ὁρμὴ καὶ τῆς ψυχῆς ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν κίνησις ὑπαίτιος : ἑκάτερον γὰρ τούτων τί ἐστιν ἕτερον ἢ παλαιὸν
ἡ ὑποψία εἰς ἐμὲ ἰοῦσα , ἐγὼ δὲ ὑπὲρ ἐκείνων ὑπαίτιος ἐσόμενος σαφῶς ᾔδη . Τοῦ δὲ ἀκολούθου ἡ μαρτυρία
5099331 Πρωτος
περὶ ἀγωγῆς ῥυθμικῆς , περὶ μεταβολῶν , περὶ ῥυθμοποιίας . Πρῶτος μὲν οὖν ἐστι χρόνος ἄτομος καὶ ἐλάχιστος , ὃς
ἐκεῖνον σχαδόνα δεῖ πάντως φαγεῖν . βοῦς ἕβδομος ἡμίκακον ὁμόδουλον Πρῶτος μὲν εἶδεν εἰ χιών ἐστ ' ὠνία , πρῶτον
5083156 παγκρατιῳ
νῖκαι : Πουλυδάμαντι δὲ τάδε ἀλλοῖα παρὰ τοὺς ἐπὶ τῷ παγκρατίῳ στεφάνους ὑπάρχοντά ἐστιν . ἡ ὀρεινὴ τῆς Θρᾴκης ,
' ἀνδρῶν μάχαν : τὴν νίκην ἐξ ἧς ἐνίκησεν ἄνδρας παγκρατίῳ . τὸ διδάξασθαι δέ τοι : ὡς τοῦ Μελησίου
5074045 προθυμος
ἄλλων ἕνεκα τοιούτους εἶναι , γιγνώσκοντας ὅτι , ἐάν τις πρόθυμος εἰς ὑμᾶς ᾖ , οὐ μόνον ἡμᾶς ὠφελήσετε :
προδοσίαν , ὅτι τὸν κατὰ Ῥωμαίων πόλεμον ἐκφέρειν οὐκ ἦν πρόθυμος , ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ κοινῷ μόνος ἀντέλεγε τοῖς
5060561 φοβερος
κατωρθωκέναι τὸ προσταχθὲν τῆς τυραννίδος αὐτὸν οὕτω φρονεῖν ἀπαιτούσης : φοβερὸς γάρ , οὐ δίκαιος ἐθέλει δοκεῖν . ὥστε τῆς
, ὡς ἐν τῷδε μόνῳ τὸ ἀσφαλὲς ἕξων , εἰ φοβερὸς αὐτοῖς εἴη καὶ δι ' αὐτὸ καὶ δυσεπιχείρητος .
5057403 ἀπειχετο
' αὐτοῦ , ὃς καὶ τῆς μεγίστης μάχης ἐνεστηκυίας οὐκ ἀπείχετο τοῦ πίνειν , ὥς φησιν Ὅμηρος . οὐκ ἂν
ὁ λέγων πρὸς Ὀδυσσέα οἶνός σε τρώει μελιηδής αὐτὸς οὐκ ἀπείχετο τοῦ πώματος : διὸ καὶ τρωθεὶς ἀπώλετο , ἔτι
5035826 πολεμικαις
τῷ πολέμῳ σώους διατηροῦσα τοὺς ἔχοντας . θΞ δορυσσόοις ] πολεμικαῖς , εἰς πολέμους ὁρμώσαις . σαγαῖς ] πολεμικαῖς πανοπλίαις
πολεμίους . σάγαις δὲ ἀντὶ τοῦ πανοπλίαις . . . πολεμικαῖς πανοπλίαις . δορυσσόος πανοπλία ἡ ἐν τῷ δορὶ καὶ
5034966 ἀφορητοτερον
νυνὶ δὲ ἡ συνεχὴς ἐπανάτασις τῶν χειρῶν ἐμοὶ τῆς ὕβρεως ἀφορητότερον κατέστη : καὶ τὸν αἰκιζόμενον ἀτιμώρητον δια - φεύγοντα
ἡ συνεχὴς ἐπανάτασις τῶν χειρῶν ἐμοί τε τὸ τῆς ὕβρεως ἀφορητότερον καθίστη καὶ τὸν αἰκιζόμενον ἀτιμώρητον διαφεύγοντα ἐπεμβαίνειν ὁσημέραι τῷ
5030997 φανερος
θυμὸν τοῦ λογισμοῦ παρίστησιν , ὅπερ οὐκ ἐπαινῶν ἀλλὰ ψέγων φανερός ἐστιν , ὡς ὁ Νέστωρ τῷ Ἀγαμέμνονι τὴν εἰς
τινος ὅδ ' ἢ Γοργόνων Λιβυσσᾶν γένος . ἴτω δίκα φανερός , ἴτω ξιφηφόρος φονεύουσα λαιμῶν διαμπὰξ τὸν ἄθεον ἄνομον
5025675 μαχιμος
, ὡς ἔφη Κλεομένης . ὅτι ὁ κύκνος εὔτεκνος καὶ μάχιμος . ἀλληλοκτονεῖ γοῦν ὁ μάχιμος , εἰσὶ δ '
. κἀστὶν φίλος γενναῖος ἀσφαλής θ ' ἅμα , οὐ μάχιμος , οὐ πάροξυς , οὐχὶ βάσκανος , ὀργὴν ἐνεγκεῖν
5008280 ζηλωτης
τὸν ἔρωτα καὶ τῷ Χρύσῃ προῖκα τὸ θυγάτριον δεδωκότος οὐδὲ ζηλωτὴς γέγονεν οὗτος δῶρα λαμβάνων . καίτοι τὸν Ἀγαμέμνονος πόθον
τὴν Δημοσθένους γλῶτταν : Δημοσθένης γὰρ μαθητὴς μὲν Ἰσαίου , ζηλωτὴς δὲ Ἰσοκράτους γενόμενος ὑπερεβάλετο αὐτὸν θυμῷ καὶ ἐπιφορᾷ καὶ
5004508 ἀπεριττος
ἐστι καὶ συνεστραμμένος καὶ ἀπορητικός , κατὰ δὲ τὴν φράσιν ἀπέριττος διὰ τὴν τῆς ἀληθείας εὕρεσίν τε καὶ σαφήνειαν ,
μὲν γὰρ ἡ φύσις ἀκριβὴς καὶ φιλότεχνος καὶ ἀνελλιπὴς καὶ ἀπέριττος . “ οὐδέν , ὡς ἔφησεν Ἐρασίστρατος , ἔχουσα
5003211 Λινδιος
ἢ γὰρ ἐλθεῖν σου τὴν ἐπιστολήν , % Θεοδωρίδας ὁ Λίνδιος , ἑταῖρος ἡμῶν , ὃν οὐκ ἀγνοεῖς # ,
παιδία . Τὸν δὲ ἀγερμὸν τοῦτον κατέδειξε πρῶτος Κλεόβουλος ὁ Λίνδιος ἐν Λίνδῳ χρείας γενομένης συλλογῆς χρημάτων . . .
4991962 πρᾳος
Ἀγκύρᾳ Μάξιμος , εὐγενής , εὐγενέστερος Κόδρου , φασί , πρᾷος , ἐκ τοῦ δικαίου πλουτῶν , οὐ τὴν τοῦ
ἐπαινεῖται : ὃς δὴ ὁ πρᾷός ἐστι . δοκεῖ γὰρ πρᾷος εἶναι ὁ ἀτάραχος καὶ μὴ ἀγόμενος ὑπὸ τοῦ πάθους
4985387 παρασιτος
λύκος ὅμοιον κυνί , οὕτω καὶ κόλαξ καὶ μοιχὸς καὶ παράσιτος ὅμοιον φίλῳ . πρόσεχε τοιγαροῦν , μὴ ἀντὶ κυνῶν
μὲν προσιστάμενον δὲ λυπεῖ πανταχῇ . Κληθεὶς ἐπὶ δεῖπνον ὁ παράσιτος Ἀρχεφῶν ὑπὸ Πτολεμαίου τοῦ βασιλέως ἡνίκα κατέπλευσεν εἰς Αἴγυπτον
4981391 προδοτης
εὐτυχούντων ἐστὶ κόλαξ , κἂν ἀτυχῶσι , τῶν αὐτῶν τούτων προδότης , καὶ τῶν μὲν ἄλλων πολιτῶν πολλῶν καὶ καλῶν
εἰ καὶ προδεδώκασιν οἱ παῖδες , ἤδη καὶ αὐτὸς πάντως προδότης : ζητητέον οὖν εἰ καὶ ὁ κατήγορος δώσει κατὰ
4979416 δικαιοτατος
. Ι Μ Ο Ρ . ὃν Χείρων ἐδίδαξε , δικαιότατος Κενταύρων : ἡ διπλῆ ὅτι Ὅμηρος δεδιδάχθαι μέν φησιν
ἐκ τοῦ Περὶ βασιλείας . Βασιλεύς κ ' εἴη ὁ δικαιότατος , δικαιότατος δὲ ὁ νομιμώτατος . ἄνευ μὲν γὰρ
4971489 παιδευων
ζῷα προθυμούμενος , τά τε ἄγρια ζῷα σωφρονίζων μᾶλλον καὶ παιδεύων διὰ λόγων καὶ ἔργων , ἀλλ ' οὐχὶ διὰ
τρόπος καὶ λόγος , ὁ μὲν τῷ παραδείγματι τοῦ βίου παιδεύων , ὁ δὲ λόγος προσαγόμενος καὶ διδάσκων : οὗ
4970774 παλαιοτερος
: τύπτω . παλάθαι : μᾶζαι σύκων . παλαίτερος : παλαιότερος . παλαιγενής : πρεσβύτατος . πάλαι : ποτὲ .
ὡς ἐγᾦμαι , μᾶλλον δὲ ἀκριβεστάτως ἐπίσταμαι , πολύ τε παλαιότερος Ἡσιόδου ὑπῆρχε , καὶ εἰ πρὸς τοὺς θρυλλουμένους ἐκείνους
4952346 δοκιμος
τὸ μὲν γὰρ εὔηθες , τὸ δὲ σωφρονέοντος . . δόκιμος ἀνὴρ καὶ ἀδόκιμος οὐκ ἐξ ὧν πράσσει μόνον ,
δειπνίσασι τετρακόσια τά - λαντα ἀργυρίου Ἀντίπατρος τῶν ἀστῶν ἀνὴρ δόκιμος ἐδαπάνησε : καὶ γὰρ ἐκπώματα ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ καὶ
4950119 εὐβουλος
– – – – ] ἆγον , πατὴρ δ ' εὔβουλος ἥρως πάντα σάμαινεν Πριάμῳ βασιλεῖ παίδεσσί τε μῦθον Ἀχαιῶν
εἰς τὸν ἐκείνου ἀπαρτισμὸν συμβαλλόμενον . ἔστι τοίνυν ἁπλῶς μὲν εὔβουλος ὅ τε ἀπλανῶς τὸ ἁπλῶς τέλος εἰδὼς καὶ ὀρθῶς
4934562 ἰσχυροτατος
. αἴτιον δ ' ἔγωγε νομίζω τοῦ τοιούτου , ᾗ ἰσχυρότατος ὁ σεισμὸς ἐγένετο , κατὰ τοῦτο ἀποστέλλειν τε τὴν
ὅπλα , οὗ μέγιστος καὶ κάλλιστος ἦν αὐτὸς αὑτοῦ καὶ ἰσχυρότατος καὶ ῥωμαλεώτατος , πολὺν θόρυβον παρέσχε τοῖς Ἕλλησι .
4933022 αἰτιωτατος
ἀνδράσιν ἐπιδέδωκε τῇ πατρίδι : καὶ τῆς κατὰ βαρβάρων ἀριστείας αἰτιώτατος ὑπῆρξεν : ἀλλ ' οὐδεὶς ἐκεῖνον ὁρῶν ἀνδρῶν τοσούτων
μεγάλων κακῶν γεγενημένου . ὃς πρῶτον μὲν τῆς προτέρας ὀλιγαρχίας αἰτιώτατος ἐγένετο , πείσας ὑμᾶς τὴν ἐπὶ τῶν τετρακοσίων πολιτείαν
4931621 ἡδετο
κρήναις ταῖς πανταχοῦ , ὡς ὁ Καμβύσης Χοάσπῃ μόνῳ : ἥδετο τῷ ἡλίῳ , ὡς Σαρδανάπαλλος ταῖς πορφυρίσιν : ἥδετο
. ; . . . . κισσύβιον ὀλίγωι δ ' ἥδετο κισσυβίωι . . . . . . τῶ πικρὰς
4930145 δηλος
καὶ τῆς Ἀλκμήνης ἐστὶν ἔτι ὁ θάλαμος ἐν τοῖς ἐρειπίοις δῆλος . οἰκοδομῆσαι δὲ αὐτὸν τῷ Ἀμφιτρύωνι Τροφώνιόν φασι καὶ
ἕτοιμα καὶ ἀρκοῦντα τὰ Ἀντωνίου , ἑτέρας ἀσχολίας προύφερε καὶ δῆλος ἦν ἢ αὖθις ἐπιμεμφόμενός τι τῷ Ἀντωνίῳ ἢ τῆς
4928514 Εὐφανης
ἵν ' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις : τὸν Εὐφάνης ἐθέλων γεραιὸς προπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε , παῖ .
τουτέστι σὲ οἱ ἡλικιῶται ὑμνήσουσι , τὸν δὲ Καλλικλέα ὁ Εὐφάνης . τὰ δ ' αὐτὸς ἄν τις τύχῃ ,
4916119 ἐσεμνυνετο
ἀνθρώπων πρὸς τὸ ψεῦδος Ὅμηρος καὶ οὐχ ἧττον ἐθάρρει καὶ ἐσεμνύνετο ἐπὶ τῷ ψεύδεσθαι ἢ τῷ τἀληθῆ λέγειν . οὕτω
χλαῖναν ] τὴν περιστέλλουσαν κόνιν . ἐξηύχει ] ἐκαλλωπίζετο , ἐσεμνύνετο . ἅπαξ ] μίαν . κατθανὼν ] ἀποθανών .
4914067 δαιμονιως
οἴνου ” ἀντὶ τοῦ “ ἀλάβαστρον μεστὸν μύρου ” . δαιμονίως : ἤγουν ὡς εἷς τῶν ἱερείων δηλαδὴ ὄφεων .
ἔκπληξιν καὶ θάμβος ἔφερεν . . ἐφ ' ἣν ἐπεθύμουν δαιμονίως ἐφερπύσαι : 〚 Περισσὴ ἡ μία ἐπί . ὡς
4910341 ἐπιδημιου
βαρύνει τὸν ἄνθρωπον μᾶλλον , καὶ ἰδέην ἀλλοίην ἔχειν τοῦ ἐπιδημίου δοκεῖται , ὠχρότερός τέ ἐστι , καὶ οἰδέει οἰδήματι
ἀφιδρώσαντες , παύονται . Χάρητι , χειμῶνος , ἐκ βηχίου ἐπιδημίου προσγενόμενος πυρετὸς ἐπέλαβεν ὀξύς : τὰ ἱμάτια ἀπέβαλλεν :
4909361 εὐεργετης
. ὁ δὲ τῶν φίλων καὶ τῶν συμμάχων καὶ ὧν εὐεργέτης ἦν χαλεπωτέρων ἢ τῶν πολεμίων ἀπῄει τυχὼν , καὶ
πολίτης . ἀναθημάτων ἄριστον ἐν πόλει πολιτῶν ἀνδραγαθία . πατρίδος εὐεργέτης ἀνὴρ σοφός . οὐ σῴζεται μέρος ἄνευ τοῦ ὅλου
4908012 Εὐφρων
τοῦ βίου συνῆψέ τις μόνοις ἀνάγκης θεσμὸς οὐχ ὁρώμενος . Εὔφρων δέ , οὗ καὶ πρὸ βραχέος ἐμνήσθην , ἄνδρες
κρέας : Μητρᾶς ὁ Χῖός ἐστι τῷ δήμῳ φίλος . Εὔφρων δ ' ἐν Παραδιδομένῃ : οὑμὸς διδάσκαλος δὲ μήτραν
4900651 ὑπεροπτης
ἐλάττους αὑτοὺς εἶναι προσομολογοῦσιν . ὁ μὲν οὖν ὑπερήφανος καὶ ὑπερόπτης ἐστίν , ὁ δ ? ' ὑπερόπτης [ ]
, . ἀγέρωχος : γαῦρος , σεμνός , θρασύς , ὑπερόπτης . , . . , . ἀγεωργίου δικάζεσθαι :
4899511 σοφωτερος
' εἰπεῖν χαλεπόν , εἰ δὲ προϊδεῖν ἦν τότε , σοφώτερος ἂν ἦν ἡμῶν ὁ προϊδών ; Τὸ ποῖον δὴ
δὴ πᾶσαν τὴν καλουμένην Παλινῳδίαν παραχρῆμα ἀνέβλεψεν . ἐγὼ οὖν σοφώτερος ἐκείνων γενήσομαι κατ ' αὐτό γε τοῦτο : πρὶν
4898096 γυναικωδης
εὗρον σημαῖνον οὕτως : μέγας μέν , ἀνόητος δὲ καὶ γυναικώδης : εἰς δὲ τοὺς ἐτυμολόγους ὁ ἀποτετμημένος τὸ αἰδοῖον
οὐ πολλοῦ χρόνου γίνεται ἄνθρωπός τε λευκὸς καὶ ἁπαλὸς καὶ γυναικώδης , ᾖδέ τε καὶ ἐκιθάριζε πολὺ κάλλιον τῶν μουσουργῶν
4893770 Φαλαρις
; Ὥστ ' ἂν ἐκείνως ἄμεινον εἶναι ὑμῖν , Εὐδαίμων Φάλαρις , καὶ Μελάνιππος ἔφυ , θείας ἁγητῆρες ἐν ἀνθρώποις
οἷον καὶ Θρασύμαχος ἐτίθει καὶ πᾶς ὁ τοιοῦτος , εἴτε Φάλαρις εἴτε Ἀπολλόδωρος , ἰκτίνοις ἐοικότες καὶ λύκοις καὶ ἄλλοις
4892315 Ἀδικει
δὲ ὁ κατήγορος Μέλητος , βδελυρὸς ἄνθρωπος καὶ συκοφάντης . Ἀδικεῖ , φησί , Σωκράτης , τοὺς νέους διαφθείρων καὶ
ἑαυτῷ ἐν τῇ γραφῇ ὥσπερ ἂν εἰ εἴποι : “ Ἀδικεῖ Σωκράτης θεοὺς οὐ νομίζων , ἀλλὰ θεοὺς νομίζων .
4889514 ἀπειργων
δὲ περὶ τῶν στάσεων μεθόδους φλυαρίαν ἀποφαινόμενος καὶ τοὺς νέους ἀπείργων τοῦ σὺν τέχνῃ τινὶ μελετᾶν τοὺς ἐν ῥητορικῇ λόγους
νοῦς , ἐφ ' ἃ μὲν συμφέρει προτρέπων ἡμᾶς , ἀπείργων δὲ τῶν ζημιούντων . ἐκ δὲ τοῦ καλοῦ οὕτω
4886552 Εἱς
ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον . Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος . Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης . Ἐμπειρία γὰρ τῆς
. Εἰς θεοῦ ὦτα ἦλθεν : ἐπὶ μεγάλων πραγμάτων . Εἷς ἀνὴρ , οὐδεὶς ἀνήρ . Ἐν νυκτὶ βουλήν :
4885021 συμπαρην
στέφανον εἶχεν ἐλαίας χρυσοῦν . καὶ Πρίαπος δ ' αὐτοῖς συμπαρῆν ἔχων στέφανον κίσσινον ἐκ χρυσοῦ . Κόρινθος δ '
πρὸς ταῖς ὀγδοήκοντα , βοηθήσων τοῖς μετὰ τοῦ Δωριέως : συμπαρῆν δὲ καὶ τὸ πεζὸν στράτευμα τοῦ Φαρναβάζου , βοηθοῦν
4884066 ἀγνωμων
θρασύς , δειλός , ἄρρωστος , ἄδικος , ἀνόσιος , ἀγνώμων , ἀνεπιεικής , μικρόψυχος , ἀσεβής , δυσσεβής ,
ἐκείνου παρελόμενος αὐτὸς ἐπεγράφη τῷ κατορθώματι . ὡς εἴ τις ἀγνώμων ἀνὴρ ἐπ ' αὐτῷ ἀμητῷ ἐκ τῆς ἅλω ἐκβαλὼν
4882736 κρατιστος
πανουργίαι συνέθηκε ταύτην τὴν αἰτίαν , ὥσπερ δι ' ἐκεῖνα κράτιστος ἂν ἦν ἀνήρ , οὕτω διὰ ταῦτα κάκιστος ἀνήρ
ἐπ ' ἄκρων τῶν ποδῶν . Οὗτος ὁ τρόπος παραπολὺ κράτιστος ἐμβολῆς ὤμου : δικαιότατα μὲν γὰρ μοχλεύει , ἢν
4870878 ἐξηρχε
ἄλλα πολλὰ ἐν τούτῳ τῷ τρόπῳ τῶν ποιημάτων , ἃ ἐξῆρχε τοῖς μεθ ' αὑτοῦ φαλλοφοροῦσι . τούτων ἀκούσας ὁ
Καπιτώλιον ἀνῄεσαν . καὶ πρῶτος αὐτοῖς ὁ μέγιστος ἀρχιερεὺς λεγόμενος ἐξῆρχε τῆς ὁδοῦ , Κορνήλιος Σκιπίων ὁ Νασικᾶς : ἐβόα
4869528 προχειροτατος
ἐπανόρθωσιν ὧν ἑκάστῳ δέοι τῶν φίλων , ὁπότε γνοίη , προχειρότατος , τά τε πολιτικὰ πράττειν οὐδενὸς χείρων τῶν ἀριστοκρατικῶν
φιλέλληνα γενέσθαι καὶ τιμῆσαι παιδείαν ἀνδρειότατα . καὶ ὡς ἦν προχειρότατος ἐς τὰς εὐεργεσίας λέγουσι : προθυμότερον γὰρ αὐτόν φασι
4865672 καταδικαζων
ἐπήλυδας ἡμᾶς ἀπεκάλει μηδὲ λόγου μεταδούς , ἀλλ ' ἀκρίτως καταδικάζων . οὗ τί ἂν εἴη τυραννίδος ἐπάγγελμα μεῖζον ;
ὁ διακρίνων , ὁ τοὺς ἀδικοῦντας κολάζων , μετιών , καταδικάζων , ἐξαίρων , νουθετῶν , σωφρονίζων , ὁ τιμωρούμενος
4864220 ἁμαρτανων
ἐστιν . Πᾶν ἁμάρτημα μάχην περιέχει . ἐπεὶ γὰρ ὁ ἁμαρτάνων οὐ θέλει ἁμαρτάνειν , ἀλλὰ κατορθῶσαι , δῆλον ὅτι
οὕτως . ὁ γὰρ ὡς φρόνιμος ἐνεργῶν , εἶτα ἑκὼν ἁμαρτάνων , ἢ πρὸς τοὐναντίον τοῦ τέλους ἀπένευσεν ἀντὶ τοῦ
4861036 ὑψαυχην
τε ἵππον ἐξετάζοντας τὸν βησόμενον , εἰ γαῦρός τε καὶ ὑψαύχην καὶ ἐλευθέριος , τήν τε κύνα ἐξ ἧς μέλλετε
λόγου : ὅτι γὰρ μεγαλόφρων ὁ Περικλῆς καὶ δεινὸς καὶ ὑψαύχην , ἀρκεῖ Ἀριστείδης ὑποδεικνὺς τὸ ἦθος τοῦ στρατηγοῦ ἐν
4860808 ἐγγενης
τις ἦν γεννημάτων . Ἦ δοῦλος , ἢ κείνου τις ἐγγενὴς γεγώς ; Οἴμοι , πρὸς αὐτῷ γ ' εἰμὶ
εὖ μὴ δυσμεναίνειν τῷ φθόνῳ νικώμενον . σὺ δ ' ἐγγενὴς ὢν τήνδε δουλώσας ἔχεις . κρεῖττόν τ ' ἀμύνειν
4859350 Πληθει
δέ τι δεινόν συγκύρσηι , παῦροι πιστὸν ἔχουσι νόον . Πλήθει δ ' ἀνθρώπων ἀρετὴ μία γίνεται ἥδε , πλουτεῖν
, μέσος δίκαιος , πρεσβύτερος εὔλογος . Τελεύτα ἀλύπως . Πλήθει ἄρεσκε . Μὴ λάλει πρὸς ἡδονήν . Ὁμολογίαις ἔμμενε
4856009 Ἑλλησποντιον
τῶν νήσων τῶν πρὸς μεσημβρίαν , τελευτᾷ δὲ εἰς τὸν Ἑλλησπόντιον πορθμὸν , ὃν περιρρυεὶς τὴν ἀξιοθέατον χερρόνησον ποιεῖ .
Ἀθήνῃσι ἐγένετο ὁ Μαρδόνιος , πέμπει ἐς Σαλαμῖνα Μουρυχίδην ἄνδρα Ἑλλησπόντιον φέροντα τοὺς αὐτοὺς λόγους τοὺς καὶ Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδὼν
4848491 ἐξεθρεψατο
Πτερνοτρώκτου βασιλῆος . γείνατο δ ' ἐν καλύβῃ με καὶ ἐξεθρέψατο βρωτοῖς , σύκοις καὶ καρύοις καὶ ἐδέσμασι παντοδαποῖσιν .
ἐν ταύτῃ φασί τινες τῇ μάχη τὸν Φαιστύλον , ὃς ἐξεθρέψατο τοὺς νεανίσκους , διαλῦσαι τὴν ἔριν τῶν ἀδελφῶν βουλόμενον
4846159 θἠμερᾳ
κακόν μοι μέγα τι προπεφυραμένον . Ποῖόν τι ; Τῇδε θἠμέρᾳ κριθήσεται εἴτ ' ἔστ ' ἔτι ζῶν εἴτ '
ὑπ ' ἐμᾶς πτέρυγος ἐν φοναῖς ὄλλυται . Τῇδε μέντοι θἠμέρᾳ μάλιστ ' ἐπαναγορεύεται : Ἢν ἀποκτείνῃ τις ὑμῶν Διαγόραν
4841852 χωλος
ὀπιπεύειν . ἔνθεν καὶ οἰφόλις γυνή καὶ ἡ παροιμία ἄριστα χωλὸς οἰφεῖ , ἥν φασι διαδοθῆναι , ἐπεὶ οἱ χωλοὶ
οὐ νόμιμον εἰς τὸ ἱερὸν αὐλητὴν εἰσιέναι . ὅτι Ἀμαυρὸς χωλὸς τοὺς πόδας ἐβασίλευσε ταύτης . νόμον δέ τινά φασι
4835624 φιλοπονος
ἐμαυτὸν οὐδὲ φυσῶμαι καὶ μετεωρίζομαι , ἀλλὰ φιλόλογος μὲν καὶ φιλόπονος οἶδά τις ὤν , οὔπω γε μὴν τοσοῦτον ὅσον
Θέων οὐ μάλα ἀγχίνους οὐδὲ ὀξύς , φιλομαθὴς δὲ καὶ φιλόπονος εἰς ὑπερβολήν . ταῦτά τοι καὶ ἐγεγόνει πολυμαθέστατος ἐν
4833860 βλαστημασιν
καρπογονίαν ἐπέδωκε , καὶ εἰσέτι σταχυοφορεῖ καὶ τοῖς ἑαυτοῦ βρίθει βλαστήμασιν , Ἡρακλέος αὐτὴν οὕτω φιλεργήσαντος . Ἐκεῖ καὶ Μέμνονος
ὕβρει χρώμενος πλείονι τῆς ἀμπέλου παρέτρωγε καὶ διελυμαίνετο προσιὼν τοῖς βλαστήμασιν . ἡ δὲ πρὸς αὐτὸν εἶπεν : „ μένει
4825265 ὑψαυχενων
, ὦ γενναῖε , ἀλλ ' ὥσπερ τι καλὸν ἐξειργασμένος ὑψαυχενῶν καὶ μεγαληγορῶν περιέρχῃ καὶ μηδὲν ὑφεῖναι τοῦ φρονήματος ἀπομαχόμενος
δὲ ἐν τοῖς ὤμοις ὑποκινούμενος , ὀρθὸς δὲ ὢν καὶ ὑψαυχενῶν ἀπειθὴς καὶ αὐθάδης καὶ ὑβριστής , ὡς γὰρ ταὐτὸ
4818699 ἐκδημος
Ὀρέστης , ὥς σφε τερφθείης ἰδών , χρόνον παλαιὸν δωμάτων ἔκδημος ὤν . ἀλλ ' ὡς μακρὰν ἔτεινον , εὔρυτον
ἔσται καὶ πλούσιος καὶ ἀρχοντικὸς καὶ ἐπ ' ἐλπίσι χρησταῖς ἔκδημος καὶ βασιλικαῖς δωρεαῖς τε καὶ τιμαῖς , καὶ γυναικὶ
4816694 ἐναμιλλος
γίνεται καὶ ἡ λεγομένη Σινωπικὴ μίλτος ἀρίστη τῶν πασῶν : ἐνάμιλλος δ ' ἐστὶν αὐτῇ καὶ ἡ Ἰβηρική : ὠνομάσθη
ἑτέρου δεύτερος , οὗ δὲ ἀναστῆσαι δεῖ , τοῖς πρώτοις ἐνάμιλλος . τῶν μὲν οὖν χειρῶν αὐτοῦ πᾶσα ἡ πόλις
4811653 Βηναιος
τεταγμένη . τὸ ἐθνικὸν Βηναῖος . Ῥιανὸς γὰρ ὁ ποιητὴς Βηναῖος ἦν ἢ Κερεάτης ἢ Κρής . Βήριθρος , πόλις
. . . Ῥιανός τε ἐν τοῖς ἔπεσιν ἐποίησεν ὁ Βηναῖος καὶ ὁ Πριηνεὺς Μύρων : λόγοι δὲ πεζοὶ Μύρωνός
4804499 σοβαρος
τὸν Ἱέρωνα . διὰ Ἀναξίλαος . ὤν . ὑπέρφρων καὶ σοβαρός . διὰ κολακείας ὑπελθὼν ἐποίησε φίλον . . Οἱ
οὐδενὶ πρόσωπον . . . τὰ χρήματα ] τὰ πράγματα σοβαρός ] ἐπηρμένος ὦ Δάματερ ] παίζει τοὺς Δωριεῖς ἀντὶ
4801830 ἁμιλλωμενος
ἀφθόνως . ὁ μὲν γὰρ τοιοῦτος τὰς πόλεις αὔξει , ἁμιλλώμενος μὲν αὐτός , τοὺς ἄλλους δὲ οὐ κολούων διαβολαῖς
, βουλόμενος φιλοδοξῆσαι ὁ βασιλεὺς καὶ πρὸς τὴν Ἡρακλέους τάξιν ἁμιλλώμενος , πρῶτος τοῖς τείχεσιν ἐπέβαλε καὶ μάχην ἡρωικὴν συστησάμενος
4800057 ἐφαινεθ
. καὶ μὴν κἀκείνων ἠκούετε τῶν νόμων οἷς ἐναντίος ὢν ἐφαίνεθ ' ὁ τούτου : καὶ τούτους ὅτι πρὶν λῦσαι
δ ' ἐν Μετιόντι ἢ Ζωμίῳ : ἰχθὺς τί σοι ἐφαίνεθ ' οὑφθός ; μικρὸς ἦν , ἀκήκοας ; ἅλμη
4794048 ἀμυνομενος
καὶ μὴν ἔχοι γ ' ἄν τις τοὺς σοὺς λόγους ἀμυνόμενος διπλᾶ στρέφειν κατὰ σοῦ καὶ κατὰ Σωκράτους , ὡς
αὐτόν . δαμῆναι : δαμασθῆναι . Νηός : πλοίου . ἀμυνόμενος : μαχόμενος , τιμωρούμενος , ἀντιπαρατασσόμενος . κενεῶνα :
4791883 ἐθαυμαζε
' ὁ κῆρυξ τὰ ὅπλα τῶν ἀπὸ τῆς πόλεως Ἀμπρακιωτῶν ἐθαύμαζε τὸ πλῆθος : οὐ γὰρ ᾔδει τὸ πάθος ,
νέος ὢν καὶ τραφεὶς ἐν βασιλικῷ τύφῳ , πολλάκις δὲ ἐθαύμαζε καὶ ἐζηλοτύπει τῆς τε ἀνδρείας τοῦτον καὶ τῆς καρτερίας
4788096 Οὑτοσι
ἐπιβαίνειν ἀναγκάζων . Εὖ λέγεις , καὶ οὕτω ποιήσωμεν . Οὑτοσὶ τίς ὁ πρῶτός ἐστιν ; Μένιππος ἔγωγε . ἀλλ
ἂν παύσασθαι παρασιτῶν , εἰ μὴ ὁ Ἀγαμέμνων ἀπέθανεν . Οὑτοσὶ μὲν γενναῖος ὁ παράσιτος . εἰ δὲ καὶ ἄλλους
4784980 χαλεπωτατος
καὶ αὕτη τις ἰδιότης . Ὁ δὲ τῆς γῆς πάγος χαλεπώτατος , ὅταν περιβεβοθρωμένα καὶ γυμνὰ λάβῃ τὰ δένδρα ,
λογιζόμενοι ὅτι αὐτῶν οὐ φείσεται , φύσει μὲν ὢν ἐχθρὸς χαλεπώτατος καὶ μικρᾶς προφάσεως δεόμενος ἐς τὸ ἀδικῆσαι , τότε
4784061 ἀτρωτος
τοιαύτη * : ἐν Νεμέᾳ χώρᾳ τοῦ Ἄργους λέων ἦν ἄτρωτος σιδήρῳ καὶ βολαῖς παντοίαις , ὃν Ἡρακλῆς συνθλάσας ταῖς
φρονήματος ἀπελθεῖν βραχὺ φροντίσαντα τοῦ κελεύοντος μένειν . ὁ γὰρ ἄτρωτος ἐξ ὧν διῴκησε παντὸς εἰκότως ὑπερορᾶν βεβούλευται . τοῖς
4779182 πολυχρονιος
. ὥσπερ Εὔηνος ὁ ποιητὴς εἶπεν , ὅτι τὸ ἔθος πολυχρόνιος μελέτη ἐστιν , αὕτη δὲ ἡ μελέτη τελευτῶσα ,
φύσιν καταλύων , συντόμως ἀναλυθήσεται : οἷον γὰρ τρόπος ὁ πολυχρόνιος ἐθισμὸς ἰσχυρός . οὕτως ὁ αἰφνίδιος ἐξεθισμὸς μεγάλας ἔχει
4778536 Φαραν
Κωπαῖος Κωπαιεύς . καὶ κτητικὸν Φαραϊκός ἀπὸ τοῦ Φαραῖος . Φαράν , πόλις μεταξὺ Αἰγύπτου καὶ Ἀραβίας . τὸ ἐθνικὸν
ἐν τοῖς ὄρεσιν ἐπονομαζομένοις Σηεὶρ ἕως τῆς καλουμένης Τερεβίνθου τῆς Φαράν , ἥ ἐστιν ἐν τῇ ἐρήμῳ . Κατὰ δὲ
4778282 ἱππαρχος
Ἀθηναίων καταπονουμένων καὶ πρὸς φυγὴν ὁρμησάντων , ὁ τῶν Ἠλείων ἵππαρχος ἐπὶ τῆς οὐραγίας τεταγμένος ἐπεβοήθησε τοῖς φεύγουσι , καὶ
Ἀντίγονος ὁ βασιλεὺς θεσμοθέτην αὐτὸν κατέστησεν . τοῖς δὲ Παναθηναίοις ἵππαρχος ὢν ἰκρίον ἔστησε πρὸς τοῖς Ἑρμαῖς Ἀρισταγόρας μετεωρότερον τῶν
4772849 διασημοτατος
ἄλλη πόλις Φοινίκης Ἄβιλα , ἐξ ἧς ἦν Διογένης ὁ διασημότατος σοφιστής . οὐδετέρως δὲ αὕτη ἡ πόλις Ἄβιλα .
Ἀναζαρβεύς ὡς Καρυανδεύς . ἀφ ' ἧς ἦν Διοσκουρίδης ὁ διασημότατος ἰατρός , χρηματίζων Ἀναζαρβεύς , καὶ Ἀσκληπιάδης ὁ Ἀναζαρβεύς
4769876 μετριος
ὑβριστής . ἔφης ἂν αὐτὸν ἐπίστασθαι τὸ μέλλον : οὕτω μέτριος ἦν . ᾧ καὶ φίλον ἐποίησας ἐμοί τε καὶ
ὁ θυμὸς λειποθυμίαν ποιῶν εἰς θάνατον οὐδέποτ ' ἄγει : μέτριος μὲν γὰρ οὐδὲ λειποθυμίαν , μὴ δυνάμενος μηδὲ αὐτὴν
4768983 ἐπαινετικος
Αἰσχύλος , ῥητορικὸν δὲ λέγω ὅταν τοῖς ῥήτορσι λόγος ἤτοι ἐπαινετικὸς ἢ ψεκτικὸς περί τινων δύο τοῦ μὲν πρώτου εἴπῃ
τινὸς ἀρετῆς καὶ τῶν κατ ' αὐτὴν ἐνεργειῶν . οὐδὲ ἐπαινετικὸς δέ ἐστιν ὡς ἔτυχεν ἀλλ ' οὐδὲ κακολόγος ποτὲ
4768899 προσομοιος
, ὡς φοβερὸς εἰσιδεῖν ἀστερωπὸς ἐν γραφαῖσι , γίγαντι γηγενέτᾳ προσόμοιος , οὐχὶ πρόσφορος ἁμερίῳ γέννᾳ : ἀστερωπός : ἀστεροειδεῖς
, ὃν κελεύεις εἰς Θρᾴκην ἐλθεῖν , ἐλθὼν μὲν ἐκεῖσε προσόμοιος ἔσται γεωργῷ πλέοντι καὶ ἐν νηὶ ζῶντι συνεχῶς .

Back