ἤκουον , ποθοῦντες δὲ τὴν οὐχ ἑκοῦσαν οἰχομένην μοῖραν . ἐμίσει μὲν οὖν καὶ ἐπεβούλευε , τοῦ μίσους δὲ οἶδα
. Φῶκον δὲ τὸν Φωκίωνος υἱὸν οὐκ ἦν ὃς οὐκ ἐμίσει Ἀθηναίων , καὶ ὁπότε ἀπαντήσει τις αὐτῷ , ἔλεγεν
7005406 ἀτυχησειν
δὲ γελάσας καὶ τάδε ἔφη δώσειν , καὶ ἄλλων οὐκ ἀτυχήσειν αὐτὸν μειζόνων . Κῦρος δὲ ὀλίγου χρόνου φίλον ἐπεποίητο
τὸ ἔτι τούτων μεῖζον νομοθέτην αὐτὸν ἐκάλουν . οὔκουν ἔμελλον ἀτυχήσειν τοῦ ἀνδρός : καὶ γὰρ ἥσθη ὁ τοῦ Ἀρίστωνος
6770784 ἐλυπησεν
. τοιγαροῦν ἀπιὼν ἀνιᾷ τοὺς βελτίους , διότι παρὼν οὐκ ἐλύπησεν . ἐμοὶ δὲ δεομένῳ τοσοῦτον ἀπεῖχεν ἀπειθεῖν ὥστ '
, νῦν δέ γε τῶν συμμάχων . οὐ μέντοι πλείω ἐλύπησεν , ἡνίκα ἦν δυσμενής , ἢ φίλος γενόμενος εὔφρανεν
6740464 Ἀμφιας
ὅτε προὐκαλεῖτο Φορμίων Ἀπολλόδωρον ἀνοίγειν τὸ γραμματεῖον , ὃ παρεῖχεν Ἀμφίας ὁ Κηφισοφῶντος κηδεστής , Ἀπολλόδωρον δ ' οὐκ ἐθέλειν
Σικυωνίων δὲ Δημότιμος Ναυκράτους , Μενεκράτης Ἀμφιδώρου , Ἐπιδαυρίων δὲ Ἀμφίας , Ἀθηναίων δὲ οἱ στρατηγοὶ Νικίας ὁ Νικηράτου ,
6738936 κακιζοντας
γένοιτο ἀμφότερα , ἐφῆκαν τοῖς πολεμίοις λόγῳ τ ' αἰσχύνειν κακίζοντας σφῶν ὡς ἄνανδρον τὴν ἡσυχίαν , καὶ ἔργοις ὑπεροψίας
μάλιστα δὴ αὑτοῦ ἀκράτορα Μεγασθένης ἀνέγραψεν αὐτοὺς τοὺς σοφιστὰς λέγειν κακίζοντας τὸν Κάλανον , ὅτι ἀπολιπὼν τὴν παρὰ σφίσιν εὐδαιμονίαν
6724549 ἐθεραπευεν
ἦν , ἀλλ ' ὅμως αὐτὸν δι ' ἐμὲ Φίλιππος ἐθεράπευεν . ὁ δὲ Σωκράτης καὶ αὐτὸς ὑπὸ τῇ Ἑρμογλυφικῇ
εὐμαθὴς εἶναι καὶ ἀτενὲς ὁρᾶν εἰς ἐμέὑπέπτησσε γὰρ τότε καὶ ἐθεράπευεν καὶ μόνην ἐθαύμαζενἀπολιποῦσα τοὺς ἄλλους ὁπόσοι ἐμνήστευόν με πλούσιοι
6717085 δρασειν
μὲν ἔφθασε τοσοῦτον ὅσον Πάχητα ἀνεγνωκέναι τὸ ψήφισμα καὶ μέλλειν δράσειν τὰ δεδογμένα , ἡ δ ' ὑστέρα αὐτῆς ἐπικατάγεται
ὁρῶσιν ὡς κόρυθα ποιούμενος , εἴτε θεοὺς ἐγκαλυπτόμενος ὧν ἔμελλε δράσειν . ἀνελθόντι δὲ ἐς τὸ ἱερὸν καὶ τοῖς Γρακχείοις
6678184 Αὐναν
αὐτῆς . Ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ θαλάμου ἐπεγάμβρευσα αὐτῇ τὸν Αὐνᾶν : καίγε οὗτος ἐν πονηρίᾳ οὐκ ἔγνω αὐτήν ,
Βησσοῦς εἰς γυναῖκα . Αὐτὴ ἔτεκέ μοι τὸν Ἦρ καὶ Αὐνᾶν καὶ Σιλώμ : ὧν τοὺς δύο ἀτέκνους ἀνεῖλε Κύριος
6674930 ἀποδιοπομπεισθαι
κακά , βλαβερά . ταλάντατον . ἀτυχέστατον . ἀποδιοπομπησόμεθα . ἀποδιοπομπεῖσθαί φασι ἀποτρέπεσθαι τὸν προστρόπαιον Δία καὶ οἱονεὶ καθαίρεσθαι τὰ
κακά , βλαβερά . ταλάντατον . ἀτυχέστατον . ἀποδιοπομπησόμεθα . ἀποδιοπομπεῖσθαί φασι ἀποτρέπεσθαι τὸν προστρόπαιον Δία καὶ οἱονεὶ καθαίρεσθαι τὰ
6660859 ἐσδραμων
Οὐιδακίλιος καὶ ὣς ἐς τὴν πόλιν διὰ μέσων τῶν πολεμίων ἐσδραμὼν μεθ ' ὅσων ἐδυνήθη , ὠνείδισε μὲν αὐτοῖς τὴν
' ἐν Κνίδῳ γεγονὼς αὐτῷ ξένος Ἀρτεμίδωρος ἐς τὸ βουλευτήριον ἐσδραμὼν εὗρεν ἄρτι ἀναιρούμενον . ὑπὸ δ ' ἄλλου καὶ
6658538 ὠργιζετο
εἴ τις πάσχων τότε οὐκ εἰκότα , τουτέστι κακῶς , ὠργίζετό μοι , νῦν τὸ ἀληθὲς σκοπῶν μεταπειθέσθω τῷ δήμῳ
, εἴ τις καὶ τότε ἐν τῷ πάσχειν οὐκ εἰκότως ὠργίζετό μοι , μετὰ τοῦ ἀληθοῦς σκοπῶν ἀναπειθέσθω . ἢ
6650744 Μελανιππον
τε Μέγητα Θόαντά τε Μηριόνην τε καὶ Κρειοντιάδην Λυκομήδεα καὶ Μελάνιππον : βὰν δ ' ἴμεν ἐς κλισίην Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο
ἔτι δὲ ζῶντος τοῦ Τυδέος Ἀμφιάραος ὁ μάντις ἀνῃρηκὼς τὸν Μελάνιππον ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ τῷ Τυδεῖ καὶ ὃς και
6648700 ἐκδικον
τὰς ἁρπαγὰς κατατίθεσθαι καὶ ἐσθίειν κοινῇ . ἄσπονδον δὲ καὶ ἔκδικον ὁ σῦς . ἀλλήλων γοῦν οὗτοι νεκρῶν ἐσθίουσι .
, διαιρεῖν τοῦτο πρᾶγμ ' ἐτητύμως . ὅρκων περῶντας μηδὲν ἔκδικον φρεσίν . νῦν καταστροφαὶ νέων θεσμίων , εἰ κρατήσει
6635111 ἐκολαζεν
τιμωρητικὸς δὲ ὢν φύσει τοὺς μὲν πολιτικοὺς τοῖς πατρίοις ἔθεσιν ἐκόλαζεν ἀπαραιτήτως , τοὺς δὲ συμμάχους ῥάβδοις ἐμαστίγου . καθόλου
ἢ μετὰ φρουρᾶς πρὸς ἐκεῖνον παρέπεμψαν , οὓς συλλαμβάνων ὠμῶς ἐκόλαζεν . τὰ μὲν κατὰ τὴν Ῥωμαίων πόλιν τε καὶ
6634454 ἀμυνομενος
καὶ μὴν ἔχοι γ ' ἄν τις τοὺς σοὺς λόγους ἀμυνόμενος διπλᾶ στρέφειν κατὰ σοῦ καὶ κατὰ Σωκράτους , ὡς
αὐτόν . δαμῆναι : δαμασθῆναι . Νηός : πλοίου . ἀμυνόμενος : μαχόμενος , τιμωρούμενος , ἀντιπαρατασσόμενος . κενεῶνα :
6634198 σχετλιωτατον
' , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , ὅπως μὴ πάντων ἔργον σχετλιώτατον ἐργάσησθε . εἰ γὰρ ἀποψηφιεῖσθε Ἀγοράτου τουτουί , οὐ
τι μὴ λυπήσεις τοὺς ἄλλους ποιῶν . καὶ τὸ δὴ σχετλιώτατον καὶ μέγιστον ἔμοιγε δοκοῦν ὕβρεως εἶναι σημεῖον : τοσούτων
6631130 διερριμμενους
δὲ τὸν προειρημένον τρόπον καταστρατηγήσας τοὺς πολεμίους μετεπέμπετο πανταχόθεν τοὺς διερριμμένους τῶν στρατιωτῶν καὶ χειμάζοντας ἐν ταῖς κώμαις . βαλόμενος
ἐλήφθησαν ὑπὸ τοῦ Ἀννίβου . Τερέντιος δὲ στρατὸν ἀγείρας τοὺς διερριμμένους ἐπειρᾶτο παραθαρρύνειν καὶ στρατηγὸν αὐτοῖς ἐπιστήσας τῶν χιλιάρχων τινὰ
6616511 καταπληττομαι
τύχῃ λέγων ὁ πλούταξ , πάνυ τοῦτ ' ἐπαινῶ καὶ καταπλήττομαι δοκῶν τοῖσι λόγοισι χαίρειν . εἶτ ' ἐπὶ δεῖπνον
] ὦ ἰὼ ] ὦ πέφρικ ' ] φοβοῦμαι καὶ καταπλήττομαι πρᾶξιν ] τὴν δυστυχίαν , τὸ πάθος ἡμέτερα †
6589515 καθομιλων
τὴν τῶν ἐποίκων ἡγεμονίαν . Ὁ τοίνυν Πίνδαρος τοῖς ἑταίροις καθομιλῶν τὸ καταπραχθὲν τῷ Εὐφήμῳ τῷ Καρρώτῳ προσῆψε . .
τὴν τῶν ἐποίκων ἡγεμονίαν . ὁ τοίνυν Πίνδαρος τοὺς ἑταίρους καθομιλῶν τὸ καταπραχθὲν τῷ Εὐφήμῳ τῷ Καρρώτῳ προσῆψε : μόνον
6581276 ὑπηρετησειν
. Ἐκ δὲ τούτου πέμπεταί τις ἐξευρεθεὶς , ὃς ἐδόκει ὑπηρετήσειν , καὶ περιτυχὼν οὐ πρόσω τῆς πόλεως ὄντι Ῥωμύλῳ
δήμῳ συναγορεύσοντα αὐτοῖν ἐσκεψάμην τῶν ἡμετέρων τινὰ ἑταίρων , ὃς ὑπηρετήσειν ἔφη προθυμότερον διὰ τὸ καὶ σοὶ χαρίζεσθαι ἐθέλειν .
6574464 αἰσχροποιος
καί σύνδεσμος . . οὗτοι αἰσχροί . . Ἀρίστυλλος : αἰσχροποιὸς οὗτος . . καλαμίνθης : Δυσώδης βοτάνη καὶ ὄφεις
εἶδος ἀθάρας ἀπὸ φασηλίων . Σμοιός : Κύριον ὄνομα . αἰσχροποιὸς εἰς γυναῖκας , καὶ ἱππεύσας πρότερον , καὶ τοῖς
6566760 θανατωσαι
. οἷς γὰρ οὐ πρόσεστι μεγαλόψυχον ἦθος , ὡς παίδων θανατῶσαι πατρίδα , ἐκεῖνοι τὸν τοῦτο διαπραξάμενον ἐκ τῆς αὑτῶν
αὐτὸν δόλῳ καὶ καταφύγῃ , ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου λήψῃ αὐτὸν θανατῶσαι ” : καίτοι ἐπιτίθεται μόνον , οὐκ ἀνῄρηκεν ,
6564509 ἐλοιδορουν
εἰσίδοιμ ' ἀνὰ πτόλιν τυφλὸν προηγητῆρος ἐξηρτημένον , ἀδημονοῦντα συμφοραῖς ἐλοιδόρουν , ὡς δειλὸς εἴη θάνατον ἐκποδὼν ἔχων . καὶ
ἀρνούμενόν τε καὶ τὰ γεγονότα διηγούμενον ψεύδεσθαι διδαχθέντα ἔλεγον καὶ ἐλοιδόρουν ὡς τὰ κοινὰ προδιδόντα : καὶ τὸ μὲν ἐν
6561586 ᾑρητο
τὸ τοῦ Λυγκέως ἔδοξε τῷ νῷ πεποιηκέναι καὶ ὁ αὐτόχειρ ᾕρητο πάνυ δὴ πιστεύων ἀνωτέρω πάσης ἰδέας ἐλέγχων ἠδικηκέναι .
τακτικοῦ Δορυλάου . ἀνδρωθεὶς δ ' ὁ βασιλεὺς ἐπὶ τοσοῦτο ᾕρητο τῇ συντροφίᾳ τῇ πρὸς τὸν Δορύλαον ὥστ ' οὐκ
6544449 εὐτυχουντος
εὐτυχοῦντος ] ἤγουν τοῦ πολεμίου . εὐτυχοῦντος ] εὐδαιμονοῦντος . εὐτυχοῦντος ] κτωμένου . θ εὐτυχοῦντος ] ἤγουν ζῶντος .
. καινοπήμονες ] αἱ νεωστὶ πάσχουσαι καινὰ πήματα . . εὐτυχοῦντος ] κτωμένου . . ὑπερτέρου ] κρείττονος . .
6537666 ἐκπεφευγας
αἰτεῖ Γ ] . Γ ἀκούσας γὰρ τὸ ⌈ “ ἐκπέφευγας ” [ ἐκπέφευγεν Γ ] ὁ Φιλοκλέων ἐλειποψύχησεν :
; Σελεύκῳ δὲ ἄρα ἔπρεπε καὶ τοῦτο ἀγγεῖλαι τὸ ὡς ἐκπέφευγας τοῦ κακοῦ τὴν ἀκμήν . ᾗ δὴ καὶ πείθομαι
6534086 ἐμισησε
ἢ ὅτι οὐδὲ ὅλως ἐτίμας αὐτήν : ἢ οὕτως : ἐμίσησέ σε σωφρονοῦντα διότι ἐμέμφθη ὑπὸ σοῦ καὶ οὐκ ἠξιώθη
ἢ ὅτι οὐδὲ ὅλως ἐτίμας αὐτήν : ἢ οὕτως : ἐμίσησέ σε σωφρονοῦντα διότι ἐμέμφθη ὑπὸ σοῦ καὶ οὐκ ἠξιώθη
6519959 ἠθελησαμεν
? ? [ ἡδέ ] - ων πληρώματος , % ἠθελήσαμεν , % ἵνα μὴ προλημφθῶμεν , βοηθεῖν ἤδη τοῖς
τοῦτο δὲ ἦν ὑπότιτθον , πολλῇ δὲ ἐμφράξει κατείχετο : ἠθελήσαμεν οὖν αὐτὸ διὰ καθάρσεως ἐκφράξαι , ἀλλ ' οὐκ
6509904 περιεκειρεν
σίδηρος εἰς τμῆσιν ἦλθε τοῦ λειμῶνος καὶ αὐτοῦ τὰ ἄνθη περιέκειρεν : σίδηρον οὖν λέγει ἤτοι τὴν πανοῦργον φιλοπραγμονίαν καὶ
ἤρετο θαυμάσας ὁ Φίλιππος . Ὅτι μόνους αὐτοὺς τῶν Ἑλλήνων περιέκειρεν αἴσχιστα , κομᾶν ὄπισθεν ἀφεὶς ὥσπερ οἱ νῦν τοὺς
6503746 ἐλανθανεν
ἔτος . οὐ γὰρ δὴ ἔστιν εἰπεῖν , ὡς λεγόμενον ἐλάνθανεν , ὥσπερ οὐδὲ τἄλλα . τῆς τε γὰρ τῶν
Ἑλλησποντιακαὶ πόλεις ἑκοῦσαι . τοῦτο δ ' αὖ οὕτω τρεφόμενον ἐλάνθανεν αὐτῷ τὸ στράτευμα . Ἀρίστιππος δὲ ὁ Θετταλὸς ξένος
6502077 σκωψας
, καὶ τούτους οὕνεκα τουδί , ἵν ' ὁ σύνδουλος σκώψας αὐτοῦ τὰς πληγὰς εἶτ ' ἀνέροιτο : Ὦ κακόδαιμον
ζήτει . καὶ Ταχὼς δ ' ὁ Αἰγυπτίων βασιλεὺς Ἀγησίλαον σκώψας τὸν Λακεδαιμονίων βασιλέα , ὅτ ' ἦλθεν αὐτῷ συμμαχήσων
6499302 ἐφειδοντο
τῆς γῆς . κατὰ σπάνιν οὖν τροφῆς τε καὶ ἄλλων ἐφείδοντο ἔσθ ' ὅτε τῶν ἐν τοῖς πεδίοις , ἵν
θάνατον . ” οἱ μὲν οὖν Δελφοὶ οὐδ ' ὣς ἐφείδοντο τοῦ Αἰσώπου . ὃ δ ' ἐπὶ τὸ τοῦ
6498046 ἀπεκτεινας
μὲν οὖν αἴτιόν ἐστιν ἡ τοῦ κατηγόρου φύσις , οἷον ἀπέκτεινας ἢ ἱεροσύλησας , ἢ ὅ τι δή ποτε ὑπάρχει
χρηστοτέρα γέγονας πρὸς οὓς ἀπέκτεινας , ἡμᾶς δὲ σώσασα μᾶλλον ἀπέκτεινας . ἐφθόνησας ἡμῖν ἀλῃστεύτοις ἀποθανεῖν . ” Ταῦτα μὲν
6497939 βουλευτην
, τίνα με θέλεις εἶναι ; ἄρχοντα ἢ ἰδιώτην , βουλευτὴν ἢ δημότην , στρατιώτην ἢ στρατηγόν , † παιδευτὴν
. . . . προσλαβὼν ] οἱονεὶ πείσας τινὰ εὐήθη βουλευτὴν γράψαι τοῦτο τὸ ψήφισμα . . . . τὸ
6495698 ἐκκαυμα
τὸ μὲν τῷ ἀθροισμῷ καὶ τῇ λεπτότητι διαδυόμενον εἰς τὸ ἔκκαυμα δύναται καίειν , τὸ δ ' οὐδ ' ἕτερον
, φλεγμαϲίηϲ δὲ τροφή , ταράχου δὲ γνώμηϲ καὶ ἀταξίηϲ ἔκκαυμα . καθαίρειν δὲ καὶ τὸ ξύμπαν ϲκῆνοϲ φαρμάκῳ τῇ
6494344 Ἀνδανιος
δὲ τοῖς τόποις τούτοις νῆσος Ὀοράχθα . Ἀπὸ δὲ τοῦ Ἀνδάνιος ποταμοῦ ἐπὶ Σαγάνου ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι υʹ . Ἀπὸ
ἐπιφανέστατος στρατηγός . . . . . λέγεται δὲ καὶ Ἀνδάνιος ὡς Ῥιανός . . . . . Ἀρσινόη :
6491769 γνωρισθηναι
. Τροφώνιος δὲ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ τεμὼν πρὸς τὸ μὴ γνωρισθῆναι ἅμα Κερκυόνι φεύγει εἰς Ὀρχομενόν . Αὐγείου δὲ κατὰ
ἐξ ἀρχῆς ὄντων ἀρίστων , μεγάλα δ ' αὑτοὺς ὀνήσουσι γνωρισθῆναι θεῷ προμηθούμενοι . Ταῦτα μὲν οὖν ἱκανῶς εἰρῆσθαι νομίζω
6489625 Φυσει
ὁ ἔρως γίνεται , ἀνάγων ἡμᾶς εἰς τὸ αὐτόκαλον . Φύσει δὲ εἶπεν ἐπειδὴ πᾶσα ψυχὴ φύσει τεθέαται τὰ ὄντα
μόνον . Πολὺ χεῖρόν ἐστιν ἐρεθίσαι γραῦν ἢ κύνα . Φύσει γυνὴ δυσήνιόν ἐστι καὶ πικρόν . Ὦ παῖδες ,
6489103 ἀλγουσα
ἐγκυμονήσεως . τὸν μὲν κνιζομένη , ἀντὶ τοῦ λυπουμένη , ἀλγοῦσα , κατελίμπανεν ἐν γῇ : δύο δὲ δράκοντες γλαυκῶπες
καὶ ἡ ψυχὴ εὐθέως ἐπέβαλε τὸ εἶδος τῶν πραγμάτων αὐτῇ ἀλγοῦσα τῷ ἀορίστῳ , οἷον φόβῳ τοῦ ἔξω τῶν ὄντων
6475859 αἰσχυναι
λευκὴν ὑπεκφαίνουσα , ἣν ἐδρύψατο μέν , οὐ μὴν ὡς αἰσχῦναι : τὰ γὰρ σημεῖα τῶν ὀνύχων ἡδίω γραφῆς .
τὴν Κύπριν καταισχῦναι λέγεται . οὗ λέγεται : λείπει τὸ αἰσχῦναι τὴν Ἀφροδίτην ὁ Ἀγχίσης . ἄλλοι δ ' οὐ
6472791 κατεγελα
χερί . . . . Ἀ . ὁ ἐπικληθεὶς Εὐδαιμονικὸς κατεγέλα Ἀλεξάνδρου ἑαυτὸν ἐκθεοῦντος . ἐπεὶ δὲ ἐνόσησέ ποτε Ἀλέξανδρος
πόνων ἐφιεμένους ἐσθίειν ὁ μῦθος ἐλέγχει . Ποδῶν χελώνης λαγωὸς κατεγέλα . Ἡ δὲ πρὸς αὐτὸν ταῦτα γελῶσα ἔφη :
6472261 ἐπιρρητον
γείτονας ποιήσεις . τοῦτον ἔνιοι τῶν ποιητῶν ἐπίφατον καλοῦσι καὶ ἐπίρρητον . διπλοῦν καὶ διπλάσιον , φησίν , διαφέρει .
καὶ τῶν ἄλλων γενῶν ἱερῶν τε ὄντων καὶ θεοφιλῶν , ἐπίρρητον δὲ καὶ θῆλυν σοφίαν προελόμενος . καὶ ὡς οὐ
6462557 συναποθανειν
Λευκαδίᾳ ταὼς οὕτως ἠράσθη παρθένου ὡς καὶ τὸν βίον ἐκλιπούσῃ συναποθανεῖν . ὁ δὲ τοῦ δελφῖνος ἔρως κεῖται παρ '
παρῆσαν ἀμφότεραι πρὸς τὴν τοῦ Κητέως ταφήν , ὑπὲρ τοῦ συναποθανεῖν ὡς ὑπὲρ ἀριστίου συμφιλοτιμούμεναι . τῶν δὲ στρατηγῶν διακρινόντων
6459860 συμφεροι
εἰ καλῶς σφίσιν ἔχοι : ἤγουν σὺν τούτῳ , εἰ συμφέροι αὐτοῖς ἡ ἐκεχειρία . ἀνοκωχῆς : ἤγουν διακοπῆς .
γέγονεν αὐτόματον , καὶ ταῦθ ' ὡς ἂν ὑμῖν μάλιστα συμφέροι . εἰ μὲν γὰρ ὑφ ' ὑμῶν πεισθέντες ἀνείλοντο
6457683 προτιμητεον
: εἰ δὲ κατὰ τὴν αἰτίαν τοῦ γενομένου καλῶς , προτιμητέον τὴν θεωρίαν . Ὥστε καὶ σπονδὰς ἑκατέρῳ σπεισάμενοι ,
τὰ ἴδια τῶν κοινῶν , ἀλλὰ τὰ κοινὰ τῶν ἰδίων προτιμητέον . οἷον δέ σοι καὶ τὸ τῆς παραμυθίας εἶδος
6454705 ἁμαρτανων
ἐστιν . Πᾶν ἁμάρτημα μάχην περιέχει . ἐπεὶ γὰρ ὁ ἁμαρτάνων οὐ θέλει ἁμαρτάνειν , ἀλλὰ κατορθῶσαι , δῆλον ὅτι
οὕτως . ὁ γὰρ ὡς φρόνιμος ἐνεργῶν , εἶτα ἑκὼν ἁμαρτάνων , ἢ πρὸς τοὐναντίον τοῦ τέλους ἀπένευσεν ἀντὶ τοῦ
6445074 Ἀρταβανος
Μέχρι δὲ τούτου τῇ παρεούσῃ γνώμῃ χρήσομαι . Τοσαῦτα εἴπας Ἀρτάβανος , ἐλπίζων Ξέρξην ἀποδέξειν λέγοντα οὐδέν , ἐποίεε τὸ
παθεῖν , αὐτῷ ἐκείνῳ δεδήλωται . Ταῦτά τε δὴ ἐδόκεε Ἀρτάβανος τὸ ὄνειρον ἀπειλέειν καὶ θερμοῖσι σιδηρίοισι ἐκκαίειν αὐτοῦ μέλλειν
6444225 εἰρωνευομενος
: ὁ δὲ ἔλαβε τὴν παρὰ τῶν θεῶν μάχαιραν . εἰρωνευόμενος ὁ ἄδικος λόγος τὸν δίκαιόν φησιν , ὅτι ἀστεῖον
] αὐτοῦ . . λέγει δὲ τοῦτ ' ἔπος ] εἰρωνευόμενος . . προσφιλές ] εὐαπόδεκτον . . ἀκοῦσαι ]
6441494 ἐξαμαρτειν
χρήματα . Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν . Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ . Διάλυε , μὴ σύγκρουε
μὲν ἀδικεῖν εἶναι τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων ἴδιον , τὸ δὲ ἐξαμαρτεῖν καὶ περὶ τὰς πράξεις ἀτυχεῖν οὐ μόνου εἶναι ἑαυτοῦ
6440142 ἀγελαστον
γε οἶδα καὶ Ἀνάχαρσιν τὸν Σκύθην ἐν συμποσίῳ γελωτοποιῶν εἰσαχθέντων ἀγέλαστον διαμείναντα , πιθήκου δ ' ἐπεισαχθέντος γελάσαντα φάναι ,
βίον , ἄγαμον , ἄδουλον , ὀξύθυμον , ἀπρόσοδον , ἀγέλαστον , ἀδιάλεκτον , ἰδιογνώμονα . τηλικουτοσὶ γέρων ἄπαις ἀγύναικος
6439444 κοθορνους
, κέλευε δέ σφεας κιθῶνάς τε ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι καὶ κοθόρνους ὑποδέεσθαι , πρόειπε δ ' αὐτοῖσι κιθαρίζειν τε καὶ
στόμα ἐξήιε ἐκ τοῦ θησαυροῦ , ἕλκων μὲν μόγις τοὺς κοθόρνους , παντὶ δέ τεῳ οἰκὼς μᾶλλον ἢ ἀνθρώπῳ :
6437343 ὠνειδιζεν
λύπης πεπλήρωτο καὶ οὐκέτι καθεκτὸς ἦν , ἀλλὰ τὸν στρατοπεδάρχην ὠνείδιζεν ὡς ἄνδρα γενναῖον οὕτω καὶ μεγάλα δυνάμενον τὰ Ῥωμαίων
καθάπερ παῖδας ὡς ἔστιν τις γυμναστικὴ καὶ ἰατρική , κἄπειτα ὠνείδιζεν , λέγων ὡς αἰσχρὸν πυρῶν μὲν καὶ κριθῶν καὶ
6435907 ἐπαινοιη
ἐς λόγους ἦλθεν ὁ βάρβαρος , ἔλεγεν ἑρμηνεύων , ὡς ἐπαινοίη ὁ Ἐδέκων τὰ βασίλεια καὶ τὸν παρὰ σφίσι μακαρίζοι
τούτῳ ἐνδιατρίψαιμι . τί γὰρ ἂν καὶ ἕτερον λόγος εὐλογώτερον ἐπαινοίη φιλολογίας ; Ἔστι μὲν οὖν , οἶμαι , ἐν
6435801 ἠδικηκως
οὐκ ἔστι χαλεπώτερον οὐδέν , ἢ ὅταν τις τὰ μέγιστα ἠδικηκὼς ἔτι καὶ φιλοτιμῆται τοῖς πραχθεῖσιν . Ἄλλο . Ἐν
δεινὰ πάσχοντ ' ἐλεήσετε ; εἰ δέ τις πένης μηδὲν ἠδικηκὼς ταῖς ἐσχάταις συμφοραῖς ἀδίκως ὑπὸ τούτου περιπέπτωκε , τούτῳ
6431607 καταλυεις
λόγων , κλέπτεις τὴν ἀκρόασιν , βλάπτεις τὴν πόλιν , καταλύεις τὴν δημοκρατίαν . Τίς οὖν ἐστιν ἀποτροπὴ τῶν τοιούτων
σοφίσματα . γίνονται δὲ οὕτως : ἆρ ' ἔστιν οὖ καταλύεις οἰκία ; ναί . τὸ οὐ καταλύεις οὐκ ἀπόφασίς
6431028 Πειλατος
ᾔτησε τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου πρὸς ταφήν . Καὶ ὁ Πειλᾶτος πέμψας πρὸς Ἡρῴδην ᾔτησεν αὐτοῦ τὸ σῶμα : καὶ
. Καὶ [ μὴ ] βουληθέντων νίψασθαι ἀνέστη [ ] Πειλᾶτος : καὶ τότε κελεύει Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς παραπημφθῆναι [
6430790 ἀπολελογησθαι
ἢ ἀποθανεῖται . Εἰ οὖν ὑμῖν δοκῶ ἱκανῶς περὶ τούτων ἀπολελογῆσθαι , δηλώσατέ μοι , ἵνα προθυμότερον περὶ τῶν ἄλλων
? ὧν ἄρχουσι χρώμενοι ? . ἢ οὐχ ἱκανῶς ? ἀπολελογῆσθαι ? ? ? ? , ἀλλ ' ἔτι ?
6419482 Ἀκηκοας
εὐπρεπῶς ἀποθανεῖν ἢ ζῆν ὑποκείμενον δημοτικῷ καὶ φιλοκερδεῖ πρεσβύτῃ . Ἀκήκοας ἀκουσμάτων βαρύτατον , ὦ Σκόπελε ; στόλον Ἀθηναῖοι διανοοῦνται
ποιῆσαι . Οὔκουν φαίνεταί γε δὴ ἐκ τοῦ λόγου . Ἀκήκοας οὖν ὅτι Θεμιστοκλεῖ Κλεόφαντος ὑὸς ἐγένετο ; Ἀκήκοα .
6418617 βδελυττομαι
ὁ ἀηδὴς καὶ τοῦ μυσάττεσθαι καὶ ἀποστρέφεσθαι ἄξιος : καὶ βδελύττομαι . εἴρηται δὲ παρὰ τὴν βδέλλαν ἢ παρὰ τὸ
τις μάλιστα τῶν σοφῶν . τί οὖν ἑτέρους λαλοῦντας εὖ βδελύττομαι ; τρόπος ἔσθ ' ὁ πείθων τοῦ λέγοντος ,
6412574 φιλοικτιρμων
καρδία τάλαινα , πρὶν μὲν ἐς ξένους γαληνὸς ἦσθα καὶ φιλοικτίρμων ἀεί , ἐς θοὐμόφυλον ἀναμετρουμένη δάκρυ , Ἕλληνας ἄνδρας
Χαλκηδόνιος , ὁ ἑταῖρος Πλάτωνος , τά τε ἄλλα ἦν φιλοικτίρμων καὶ οὐ μόνον φιλάνθρωπος , ἀλλὰ καὶ πολλὰ τῶν
6407341 ἠνιατο
. κέσκετο ἔκειτο . κήδεα ἀνιάματα , λῦπαι . κήδετο ἠνιᾶτο . δηλοῖ δὲ καὶ τὸ ἐφρόντιζεν . καὶ κήδων
ὁ Ἀλέξανδρος ἀπηλλάγη μετ ' αὐτῆς , ὅ τε Μενέλαος ἠνιᾶτο τῆς μνηστείας ἀποτυχὼν καὶ τὸν ἀδελφὸν ᾐτιᾶτο , καὶ
6404661 ἐφρονησε
ἐπήρθη τοῖς πεπραγμένοις , οὐδ ' ἐξύβρισεν , οὐδ ' ἐφρόνησε μεῖζον οὐδὲν ἢ πρὸ τῆς μάχης . οὕτως εὔτακτος
. Μνησάρχῳ γοῦν τῷ Στωϊκῷ σχολάσας ἐναντία Φίλωνι τῷ καθηγητῇ ἐφρόνησε , μυρία τε ξένα προσῆψε τῇ Ἀκαδημίᾳ . .
6390682 ΓΚΔ
δὴ πάλιν μὴ τεμνέτω ὁ ΒΑΓΔ κύκλος τοὺς ΑΗΒ , ΓΚΔ κύκλους διὰ τῶν πόλων , καὶ εἰλήφθω ὁ πόλος
Β σημεῖα . Καὶ ἐπεὶ δοθεῖσά ἐστιν ἑκατέρα τῶν ὑπὸ ΓΚΔ , ΕΚΖ γωνιῶν , καὶ ὀρθαί εἰσιν αἱ πρὸς
6388417 Μελητῳ
δὲ ὅτι καὶ θελήσαντάς τινας φιλόσοφα ἀναγνῶναι προσήνεγκεν Ἀνύτῳ καὶ Μελήτῳ λέγων παιδεύσατε τοὺς νέους : τοῦτο δὲ ἐποίησεν ὀνειδίζων
ἦν Σωκράτει μὴ τοῖς Ἀθηναίων δικασταῖς ἀπολογεῖσθαι , ἀλλὰ μήτε Μελήτῳ ἀπεχθάνεσθαι , μήτε ἐλέγχειν Ἄνυτον , μήτε παρέχειν πράγματα
6387510 εὐεργετησας
ἀναλογῶν δὲ ὁ μὲν εὐεργετηθεὶς τῷ παρόντι , ὁ δὲ εὐεργετήσας τῷ παρεληλυθότι , μᾶλλον ἄρα ἡδύς ἐστιν ὁ εὐεργετηθεὶς
τυχεῖν τῆς τιμῆς ταύτης : ὁ δεῖνα γὰρ καὶ μείζονα εὐεργετήσας οὐκ ἔτυχεν τηλικαύτης τιμῆς . ἔξιτε ἐπὶ τὸν πόλεμον
6384457 Λιαν
πανοῦργος γέγονεν . Θ . . . ὡς πολὺ : Λίαν καταπολύ . μεθέστηχ ' : Μετεβλήθη . εἶχε :
σοι αὐτὸν ἐν μιᾷ νυκτί . Καὶ ἔγνω Ἰακὼβ τὴν Λίαν , καὶ συλλαβοῦσά με ἔτεκε : καὶ διὰ τὸν
6383536 Ἀριστοφωντα
ἀποδημήσαντος | αὐτοῦ ! ! ! ! ! | καίπερ Ἀριστοφῶντα | παραιτουμένου | συγγνώμην . , . Κόρινθον δὲ
ἄνδρας . Φερίας δὲ Αἰγινήτηςοὗτος γὰρ δὴ παρὰ τὸν Ἀθηναῖον Ἀριστοφῶντα ἀνάκειταιὀγδόῃ μὲν πρὸς ταῖς ἑβδομήκοντα ὀλυμπιάδι κομιδῇ τε ἔδοξεν
6381436 σκωπτοντας
ἐνδόξων τε καὶ πλουσίων , διαβληθέντας αὐτῷ ὡς ἀπαρεσκομένους καὶ σκώπτοντας αὐτοῦ τὸν βίον . ἠγάγετο δὲ γυναῖκα τὴν εὐγενεστάτην
μὲν τὸν Διόνυσον , ὡραίαν δὲ τὴν Ἀριάδνην , οὐ σκώπτοντας δὲ ἀλλ ' ἀληθινῶς τοῖς στόμασι φιλοῦντας , πάντες
6372877 Θυεστῃ
Φιλομήλα καὶ Πρόκνη Θεμιστώ τε καὶ Μήδεια . Οὗτος καὶ Θυέστῃ τὴν ἐξάγιστον ἐκείνην παρέθηκε τράπεζαν καὶ ὡς θηρίον σαρκοβόρον
' Ἀτρέϊ ποιμένι λαῶν , Ἀτρεὺς δὲ θνῄσκων ἔλιπεν πολύαρνι Θυέστῃ , αὐτὰρ ὃ αὖτε Θυέστ ' Ἀγαμέμνονι λεῖπε φορῆναι
6372226 ἀνδροκμητας
εἶτα παράγραφος . στροφὴ ἑτέρα κώλων ιβʹ . ἡμέτερα + ἀνδροκμήτας : στροφὴ ἑτέρα κώλων χοριαμβικῶν ιβʹ . ἐπὶ τῶι
αὕτη τῆς ἄνω ἐστὶ στροφῆς , ἧς ἡ ἀρχὴ ” ἀνδροκμήτας “ : κώλων γάρ ἐστι καὶ αὕτη ιβʹ .
6370658 Ξανθιας
φύσει Θηραμένους . Οὐ γὰρ ἂν γέλοιον ἦν , εἰ Ξανθίας μὲν δοῦλος ὢν ἐν στρώμασιν Μιλησίοις ἀνατετραμμένος κυνῶν ὀρχηστρίδ
λοιπὸν τὰ πράγματα . ἦ Ξανθίας : Ὄντως ὑπάρχει ὁ Ξανθίας , ὃν ὁρῶ ; . ἰαῦ : 〚 Μίμημά
6368101 λοιδορει
ἄρρενα ὄντα . Ἀμυνίαν τινὰ πάνυ δειλότατον κωμῳδεῖ τε καὶ λοιδορεῖ , ὡς ἀδόκιμον ὄντα ἐν στρατείᾳ καὶ μηδέποτε ἐν
Χαβρίας εἰπόντος αὐτῷ τινος : ” ὁ φίλος σε λάθρα λοιδορεῖ ” εἶπε : „ μὴ ἔλεγχε αὐτόν , ἵνα
6366823 Ἀσκαλαφον
τε Νεστορίδην Θρασυμήδεα ποιμένα λαῶν , ἠδ ' ἀμφ ' Ἀσκάλαφον καὶ Ἰάλμενον υἷας Ἄρηος ἀμφί τε Μηριόνην Ἀφαρῆά τε
διαφθεροῦσι . λέγει δὲ τοὺς περὶ Πάτροκλον καὶ Πηνέλεων καὶ Ἀσκάλαφον καὶ Ἀρκεσίλαον καὶ τοὺς παραπλησίους . πολλοὺς δὲ ἀριστεῖς
6362981 ΘΗΧ
ΘΗΧ πρὸς τὸ ὑπὸ ΖΕΧ . ἴσον δὲ τὸ ὑπὸ ΘΗΧ τῷ ὑπὸ ΧΕΖ : ἴσον ἄρα καὶ τὸ ὑπὸ
Σ , ΗΧ πρὸς τὸ ἀπὸ ΕΧ , τὸ ὑπὸ ΘΗΧ πρὸς τὸ ὑπὸ ΖΕΧ . ἴσον δὲ τὸ ὑπὸ
6357819 κιμβιξ
καὶ ἐκτοπιστικὸν εἶναι τὴν θυννίδα . Ἀρχέστρατος δ ' ὁ κίμβιξ φησί : καὶ θύννης οὐραῖον ἔχειντὴν θυννίδα φωνῶ τὴν
, ὀβολοστάτης , καὶ ἡ γυνὴ ὀβολοστάτις : ὁ γὰρ κίμβιξ καὶ κυμινοπρίστης οὐκ ἀνεκτά . φαίης δ ' ἂν
6356767 ἐπειθετο
ἐνῆμμαι . ἐπείθετο ] καταπειθὴς ἐγίνετο . , κατεπείθετο . ἐπείθετο ] ἡ γυνή , ἐμοὶ παραινοῦντι τοιάδε . ἵππερόν
ἐν τῷ ἐγκρατεῖ τὸ ἐπιθυμητικὸν πρὸς ἀπόλαυσιν τῶν ἡδέων ἐρεθιζόμενον ἐπείθετο ἂν τῷ λόγῳ τῆς τοῦ ἡδέος ἀπείργοντι ἀπολαύσεως .
6356661 τἀδελφῳ
παίδων γενομένων , τὴν μὲν εἷρξεν ἀντὶ τοῦ κτείνειν χαριζόμενος τἀδελφῷ , τοὺς δ ' ἐξέθηκε πρὸς τὸν Τίβεριν κατά
Ἐρύμνων δ ' ὁ Αἰτωλός , παρακαθεσταμένος ὑπ ' Ἀγαθοκλέους τἀδελφῷ σύνεδρος , τὴν ἐναντίαν δοὺς γνώμην ἔπεισεν ἅπαντας διακαρτερεῖν
6356556 ξυγγενομενος
ἐρομένου ” νὴ Δί ' ” εἶπεν „ ἤν γε ξυγγενόμενος μὴ καλόν τε καὶ ἀγαθὸν εὕρω αὐτόν . „
γὰρ οὐκ ἂν διακρίναιμι αὐτούς . Ὁ μὲν χθὲς ἡμῖν ξυγγενόμενος ἐκεῖνος Κάστωρ ἦν , οὗτος δὲ Πολυδεύκης . Πῶς
6353638 λογιστων
γραμματέα δὲ ἕκαστοι εἶχον . λέγει οὖν νῦν τὸν τῶν λογιστῶν . Ἄλλως . ἄρχοντες ἦσαν δέκα ᾑρημένοι καλούμενοι λογισταί
Δημοσθένους ἐφείσω πολιτευσαμένου τὰ χείριστα ; τίς εἶδέ σε τῶν λογιστῶν τὴν πονηρίαν μεμφόμενον ; εἶτα παρών ] σημείωσαι ,
6353552 Μισω
λέξον . „ Ἀντὶ παλαισμοσύνης θῆκε Λύρωνι πόλις . „ Μισῶ μὲν ὅστις τἀφανῆ περισκοπῶν φησὶν ὁ Σοφοκλῆς . καὶ
ἄνδρας : τὰ δισύλλαβα ἀνδρῶν ὀνόματα . Ὅθεν ἐπίγραμμα , Μισῶ τὸν ἄνδρα τὸν διπλοῦν πεφυκότα , χρηστὸν λόγοισι ,
6350499 ἀποθνησκων
κίνδυνον σημαίνει , λαμβάνων δέ τι καὶ θάνατον . δανειστὴς ἀποθνήσκων λύπης καὶ φροντίδος ἀπαλλάσσει . ἔτι δὲ καὶ δανειστὴς
ἐκείνωι . οὗτος δὲ ] / ἀπέδωκεν τὴν [ βασιλείαν ἀποθνήσκων Ἀττάλωι ] / τῶι τοῦ Εὐμένους [ / ἄρξαντ
6345360 παιδαγωγος
δοκεῖ . ἀλλὰ θεραπείᾳ τοὺς πόνους αὐτῷ συγκαλύψωμεν . Χθὲς παιδαγωγὸς ἦν ὁ σήμερον ὑπὸ παιδὸς ἀγόμενος , καὶ σεμνὸς
, τῷ οὔνομα μὲν ἦν Σίκιννος , οἰκέτης δὲ καὶ παιδαγωγὸς ἦν τῶν Θεμιστοκλέος παίδων : τὸν δὴ ὕστερον τούτων
6345171 συμπραξειν
τῇ χειροτονίᾳ ψεύσασθαι περὶ διοσημείας , ἐλπίσαντές τι καὶ Ἀντώνιον συμπράξειν , ὕπατόν τε ὄντα καὶ τῶν σημείων ἱερέα καὶ
ἐλπίδι βεβαίῳ τὰ πάντα θέμενοι : τὴν γὰρ βουλὴν σφίσι συμπράξειν ἐς πάντα ἐπεποίθεσαν . ὁ δὲ Ἀντώνιος τὰς μὲν
6337839 Ἀμηστρις
συμβουλεύουσιν Ἀρτοξάρης τε ὁ Παφλαγὼν εὐνοῦχος , ἀλλὰ καὶ ἡ Ἀμῆστρις , σπουδῆι σπείσασθαι . πέμπεται οὖν Ἀρτάριός τε αὐτὸς
τὴν δὲ τοῦ βασιλέως θυγατέρα ὁ τοῦ Ἰδέρνεω υἱός . Ἀμῆστρις ἦν ἡ θυγάτηρ , τῶι δὲ ταύτης νυμφίωι ὄνομα
6337171 Ἀγορακριτῳ
' . Ἀγοράκριτος : ἐν τἀγορᾷ γὰρ κρινόμενος ἐβοσκόμην . Ἀγορακρίτῳ τοίνυν ἐμαυτὸν ἐπιτρέπω καὶ τὸν Παφλαγόνα παραδίδωμι τουτονί .
] ἐκδίδωμι . Γ παραδίδωμι ] ἤγουν σοί , τῷ Ἀγορακρίτῳ . Γ τὸν Παφλαγόνα ] τὸν Κλέωνα . παραδίδωμι
6335158 ἀπεριττους
περιττωμάτων βραγχώδης ἡ φωνή , ὡς εἴ γε δύναιντο φυλάττειν ἀπερίττους ἑαυτούς , εὐφωνότεροι φανοῦνται τῶν νεωτέρων . καὶ ἑκάτερον
τοὺς ἐπιληπτικοὺς βλάπτον . τῶν δ ' ἰχθύων προσφερέσθωσαν τοὺς ἀπερίττους , οἷον ψίσσαν ἢ κίχλαν ἢ κόσσυφον ἢ σκορπίον
6334112 τιμωρουμενος
τὴν πᾶσαν Ἑλλάδα , ἔτι δὲ πρὸς τούτοις τὸν ἀδικοῦντα τιμωρούμενος ; εἰ δὲ φθόνωι ἢ κακοτεχνίαι ἢ πανουργίαι συνέθηκε
οὔσας τὰς ἀποδείξεις ἔδωκεν : οὔτε γὰρ εἴδομεν τίς ὁ τιμωρούμενος , οὔτε ἠκούσαμεν γόων οὐδ ' ὀλοφυρμῶν : τὰς
6331455 διεβαλλε
: καὶ γὰρ εἰς σῶμα βλάπτεσθαι καὶ εἰς ψυχήν . διέβαλλε δὲ καὶ τὸν Σωκράτην , λέγων ὡς εἰ μὲν
ἐφύλαττε καὶ περὶ τὴν ἕω καλέσασα τὸν εἰς τοῦτο ἐπιτεταγμένον διέβαλλε πάλιν τὰς κλεῖς , ὅπως ἀνοίξειε . ταύταις οὖν
6330517 κολαζοντας
ἀρετῆς σημεῖα καὶ κακίας . διὸ χρὴ συνεθίζειν ἐκ παίδων κολάζοντας μὲν τοὺς φιλοψευδεῖς , φιλοῦντας δὲ τοὺς φιλαλήθεις ,
μᾶλλον δὲ ὑπηρέτας , τῶν σοὶ δοκούντων , ὁτὲ μὲν κολάζοντας ὁτὲ δὲ διαλλάττοντας , ὁπόταν σοι δοκῇ . ἅπαξ
6329588 ἀκραχολος
τῶν ψηφιζομένων ἀργύριον λαμβανόντων καὶ χειροτονούντων τοὺς διδόντας πλέον . ἀκράχολος δέ , εἰς ὀργὴν εὔκολος . κυαμοτρώξ : τρεφόμενος
σοι δράσω , κακόδαιμον , ἀμφορεὺς ἐξοστρακισθείς ; καὶ κύων ἀκράχολος Ἑκάτης ἄγαλμα φωσφόρου γενήσομαι . λάβραξ ὁ πάντων ἰχθύων
6329046 θρασυτατα
θαρρεῖν . τὰ δ ' ἐπιρρήματα τολμηρῶς τολμηρότατα , θρασέως θρασύτατα , φιλοκινδύνως , ῥιψοκινδύνως , παρακεκινδυνευμένως , παρακινδυνευτικῶς ,
τῶν τε δημάρχων Μᾶρκον Καίλιον πριάμενος ἐς τὴν πόλιν κατῄει θρασύτατα . καὶ αὐτὸν ὁ Καίλιος εὐθὺς ἐσιόντα εἷλκεν ἐς
6329027 παλιμβολον
, Κλειτοφῶν δὲ ὡς ἀργὸς ἐκωμῳδεῖτο . νῦν δὲ ὡς παλίμβολον καὶ πανοῦργον βούλεται τοῦτον ἀποδεῖξαι , καὶ παραπλήσιον Θηραμένει
τὴν τῶν θεραπευομένων ποικίλην σύστασιν . τρόπος μὲν οὖν τὸ παλίμβολον τὸ τοῦ ἤθους , τὸ πολυμετάβολον καὶ ἄστατον .
6325723 ἐλεει
, καὶ τὸ σῶμα λαμπρύνει : πολλοὺς ἀναιρεῖ καὶ ὀλίγους ἐλεεῖ : καὶ τοῦτο μὲν διπρόσωπόν ἐστιν . Ἄλλος μοιχεύει
γὰρ τὸ ἐκ χειρὸς τύψαι . ἐλαφηβόλος κυνηγός . ἐλεαίρει ἐλεεῖ . ἐλέγξεις ἐλέγχῳ περιβάλῃς , ὀνείδει περιβάλῃς . ἐλεγχείη
6324277 ὀτρυνοντος
στονόεις οὔτ ' ἂρ δέος ἥψατο γούνων αἰὲν ἐρειδομένοιο καὶ ὀτρύνοντος ἑταίρους . Οὐδὲ μὲν οὐδὲ βέλος κείνου χρόα καλὸν
εἴη ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν ἐνισσέμεν οὓς τέκεν αὐτός , οἵ ἑθεν ὀτρύνοντος ἀκούσονται καὶ ἀνάγκῃ . Τὸν δ ' ἠμείβετ '
6323323 Ἐργον
γεωργίας γλυκύ . Λυπεῖ με δοῦλος μεῖζον οἰκέτου φρονῶν . Ἔργον γυναικὸς ἐκ λόγου πίστιν λαβεῖν . Τοῦτ ' ἐστὶ
φίλους βλαπτόντων . Ἐῤῥίφθω κύβος : ἐπὶ τῶν διακινδυνευόντων . Ἔργον ὄνον ἀποτρέψαι κνώμενον : ἐπὶ τῶν ἀπάγειν τινὰς βουλομένων
6319991 ἐπῃνειτο
μέμψεως ἄξιον καὶ οὐκ ἔλαθε καὶ ἤλγησεν , ὅτι μὴ ἐπῃνεῖτο ἁμαρτάνων . ἔσχε δὴ καὶ τοὺς συναλγοῦντας , πολὺ
τὸ φυλάττειν δοῦναι . Μάρκελλος δὲ τοὺς μὲν ἄλλους ἀνιστὰς ἐπῃνεῖτο , νῦν δ ' ἂν εἰκότως καὶ στεφανωθείη ἰασάμενος
6319643 Ἰακωβος
αὐτήν : ἐπάνεισι δὲ Ἡσύχιος ἐν Βυζαντίῳ : ὅπερ γνοὺς Ἰάκωβος ἦλθε πρὸς αὐτόν : καὶ τότε παιδείας ἤρξατο καὶ
ὑπόχρεων τὴν οὐσίαν καταλιπεῖν ταῖς θυγατράσι . , . . Ἰάκωβος Ἰάκωβος , Ἡσυχίου υἱὸς ἰατροῦ , ὁ ἐπικληθεὶς Ψύχριστος
6319575 ἠδικει
τὸν ὕπνον ἐπαινεῖς ἐκείνου ; ἀλλ ' οὔτ ' ἐκεῖνος ἠδίκει κοιμώμενος μεθ ' ἡμέραν ἀπὸ τῶν ἐν νυκτὶ φροντισμάτων
ἦν . ὁπότε δὲ μήτ ' ἐξ ἀρχῆς ὁ πατὴρ ἠδίκει τὸ χωρίον περιοικοδομῶν , μήθ ' οὗτοι πώποτ '
6316835 συζυγη
ΣΩ . καὶ ὡς ἡ ΟΞ ἄρα πρὸς τὴν ΦΨ συζυγῆ διάμετρον , οὕτως καὶ ἡ ΝΤ πρὸς τὴν ΣΩ
τὴν συζυγῆ διάμετρον , οὕτως ἡ ΝΛ διάμετρος πρὸς τὴν συζυγῆ διάμετρον . αἱ ἄρα ΛΜ , ΛΝ ὁμοίων ἐλλείψεών
6314056 ἀκρατοποτης
καὶ ὁ κιρνάς : οἱ δὲ πεζοὶ λέγουσι κεραννύς . ἀκρατοπότης τε Ἡρόδοτος ἔφη , καὶ ἀκρατοκώθωνας Ὑπερείδης , οὐ
ὥς φησι Πολέμων . Κλεομένης δὲ ὁ Λακεδαιμόνιος ὅτι καὶ ἀκρατοπότης ἦν προείρηται : ὅτι δὲ διὰ μέθην ἑαυτὸν καὶ
6312112 σμασθαι
, . * . . ? ἀποπροσωπίζεσθαι : ἀπονίπτεσθαι καὶ σμᾶσθαι τὸ πρόσωπον . . . Ἀπολλωνία : πόλις Ἰλλυρίας
δυνάμει τε καὶ χρείᾳ τοῦ λουτροῦ : δεομένου μέντοι τοῦ σμᾶσθαι τοῦ κάμνοντος , ἢ διὰ ῥύπον ἢ διὰ κνῆσιν

Back